Chaviaras Kyriacos - Χαβιαρας Κυριακος

Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

Ο γέροντας Παϊσιος Ο Αγιορείτης(1924 - 1994)




Ο Βίος του: Παιδική ηλικία.
Ο Γέρων Παΐσιος γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου του 1924. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πρόδρομος και ήταν πρόεδρος των Φαράσων, ενώ η μητέρα του λεγόταν Ευλαμπία. Ο Γέροντας είχε ακόμα 8 αδέλφια. Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, ο Γέροντας βαφτίστηκε από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στον Άγιο Γεώργιο στον Πειραιά και στη συνέχεια πήγε στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο. Στην Κέρκυρα η οικογένειά του έμεινε ενάμιση χρόνο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα. Εκεί ο Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο». Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».

Εφηβικά χρόνια και ο στρατός.
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός. Όταν του παραγγελνόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος συμμεριζόμενος την θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα.
Το 1945 ο Αρσένιος κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό εμφύλιο. Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμάει στην πρώτη γραμμή, προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν. Το μεγαλύτερο όμως διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Απολύθηκε από το στρατό το 1949.
Μοναστικός Βίος: Τα πρώτα χρόνια.
Ο πατέρας Παΐσιος πρώτη φορά εισήλθε στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του. έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο Όρος. Η πρώτη μονή στην οποία κατευθύνθηκε και παρέμεινε για ένα βράδυ ήταν Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στις Καρυές. Εν συνεχεία κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί θα γνωρίσει τον πατέρα Κύριλλο που ήταν ηγούμενος στη μονή και θα τον ακολουθήσει πιστά.
Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Και εκεί αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους «αδελφούς» του, την πιστή υπακοή στο γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα και διάβαζε διαρκώς, ιδιαίτερα τον Αββά Ισαάκ. Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε
προς την Μονή Φιλόθεου, που ήταν Ιδιόρρυθμο μοναστήρι όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με τον Γέροντα Συμεών θα είναι καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειρο- θετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του. Ο Γέρων Αυγουστίνος αυτήν την περίοδο απέκτησε στενή σχέση με τον Παΐσιο. Το 1958,
ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με αιχμή το λόγο του Ευαγγελίου. Επί 4 έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον μετριοπαθή χαρακτήρα του. Από εκεί πήγε στο Όρος Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Ο Γέροντας εργαζόταν ως ξυλουργός και ό,τι κέρδιζε το έδινε σε φιλανθρωπίες στους Βεδουίνους, ιδίως τρόφιμα και φάρμακα.
Επιστροφή στο Άγιο Όρος:
Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος, από όπου δεν ξαναέφυγε ποτέ. Η σκήτη η οποία τον φιλοξένησε ήταν η Ιβήρων. Στο διάστημα που παρέμεινε εκεί, και συγκεκριμένα το 1966, ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο Παπανικολάου. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στην Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπάτου. Από τότε άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις. Ήδη το όνομά του έχει αρχίσει να γίνεται αρκετά γνωστό μακριά από το Όρος και κάθε λογής βασανισμένοι άνθρωποι οδηγούνταν σε αυτόν, μαθαίνοντας για ένα χαρισματικό μοναχό που ονομάζεται Παΐσιος. Το επόμενο έτος μεταφέρεται στη Μονή Σταυρονικήτα. Βοηθάει σημαντικά σε χειρονακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού. Συχνά μάλιστα βοηθάει ως ψάλτης στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου το Γέροντα Τύχωνα. Οι δύο γέροντες ανέπτυξαν δυνατή φιλία η οποία τερματίσθηκε με την κοίμηση του Γέρωντα Τύχωνα το 1968. Ο Παΐσιος έμεινε στο κελί του Γέροντα Τύχωνα για ένδεκα έτη μετά την κοίμησή του, πράγμα που ήταν επιθυμία του φίλου του λίγο πριν πεθάνει. Το 1979 αποχώρησε από την σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Κουτλουμουσίου.
Εκει εισχώρησε στή μοναχική αδελφότητα ως εξαρτηματικός μοναχός.


Η Παναγούδα ήταν μια σκήτη εγκαταλελειμμένη και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του.


Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν.


Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές.


Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονίδια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.
Οι ασθένειες του Γέροντα: Το ιστορικό
Το 1966 ο γέροντας νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Παπανικολάου λόγω βρογχιεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο γέροντας έπαθε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Κάποια στιγμή, ενώ εργαζόταν στην πρέσα που είχε στο κελί του, έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνήθηκε να νοσηλευτεί και υπέμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, κάποιοι γνωστοί του γιατροί κυριολεκτικά τον απήγαγαν και τον οδήγησαν στο Θεαγένειο νοσοκομείο, όπου και χειρουργήθηκε. Παρά την αντίθεση των γιατρών, ο γέροντας συνέχισε τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε και άλλο την κατάσταση της υγείας του.
Το τέλος της ζωής του
Μετά το 1993 άρχισε να παρουσιάζει αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ο Παΐσιος βγαίνει για τελευταία φορά από το Όρος και πηγαίνει στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί μένει για λίγες μέρες και ενώ ετοιμάζεται να φύγει ασθενεί και μεταφέρεται στο Θεαγένειο, όπου του γίνεται διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 ο γέροντας χειρουργείται. Παρότι η ασθένεια δεν σταμάτησε(παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ), ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοινώνουν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) ο γέροντας κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Τελικά ο Γέροντας Παΐσιος «κοιμήθηκε» την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00. Ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.

Πνευματική Παρακαταθήκη του Γέροντα Παΐσιου
Γενικά:
Ο Γέρων Παΐσιος ήταν ένας πολύ απλός άνθρωπος, ο οποίος πίστευε στο λόγο του Ευαγγελίου, κάνοντας τρόπο ζωής τον μοναστικό βίο και τις διδαχές της ορθόδοξης ασκητικής παράδοσης. Οι εγκύκλιες γνώσεις του περιορίζονταν στο επίπεδο του δημοτικού. Παρ' όλα αυτά ξεχώριζε για την «χαριτωμένη» απλότητά του και την έντονη αγωνία που τον διακατείχε για την βοήθεια των συνανθρώπων του, που αναζητούσαν ένα πνευματικό καθοδηγητή. Ο ίδιος αποτελούσε παράδειγμα ανθρώπου αφιερωμένου στον Θεό, αφαιρώντας τις προσωπικές επιδιώξεις και τα προσωπικά θελήματα. Η υπακοή, η άσκηση, η ταπείνωση, η ευσέβεια, το φιλότιμο και πάνω από όλα η αγάπη και η μακροθυμία, αποτελούσαν τρόπο ζωής για τον ίδιο, αλλά και διδαχές για όσους αποζητούσαν ένα λόγο παρηγοριάς ή κάποια επίλυση προσωπικού προβλήματος.
Διδαχές:
Λογισμοί. Μεγάλο βάρος έδινε στον λογισμό ο Γέροντας. Πάντα ανέφερε ότι όλα ξεκινούν από τους καλούς λογισμούς, οι οποίοι αποδιώκουν τους κακούς. Να σκεπτόμαστε θετικά για τον συνάνθρωπο και όχι αρνητικά, γιατί αλλιώς εισέρχεται η πονηριά στον άνθρωπο και η ισχυρογνωμοσύνη. Μάλιστα ανέφερε να μην εμπιστευόμαστε και τους δικούς μας λογισμούς και να δίνουμε χώρο στο θέλημα του Θεού, γιατί όποιος κάνει κάτι τέτοιο βγαίνει πάντα κερδισμένος.
Φιλότιμο. Ο Γέροντας διαρκώς ανέφερε ότι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν και αρχοντική αγάπη. «Ό,τι προσφέρουμε ή κάνουμε», έλεγε «πρέπει να γίνεται φιλότιμα και όχι αναγκαστικά και συμφεροντολογικά. Να μην ακολουθούμε από φόβο αλλά να έχουμε θέληση και καλή προαίρεση, όπως και ο Χριστός όταν ήρθε σε αυτόν τον κόσμο».
Θεία Δικαιοσύνη. Ανέφερε διαρκώς πως αν ο άνθρωπος θέλει να ομοιάσει στους Αγίους πρέπει να εφαρμόζει την Θεία δικαιοσύνη και όχι την ανθρώπινη. Η ανθρώπινη δικαιοσύνη κατά τον Γέροντα είναι τυφλή και υπάρχει για να αποτρέπει τους κακούς και πονηρούς ανθρώπους. Η Θεία δικαιοσύνη όμως στοχεύει να εξυπηρετεί τον αδύναμο άνθρωπο και αυτούς που έχουν ανάγκη. Όταν εφαρμόζουμε την Θεϊκή δικαιοσύνη τότε αποφεύγουμε τις έριδες, τις κατακρίσεις και τις διαφορές με τους συνανθρώπους μας.
Θεία Πρόνοια. Η Θεία πρόνοια είναι ανεξιχνίαστη και ανεξερεύνητη, στοχεύει στη σωτηρία του ανθρώπου και την αιώνια ζωή. Επεσήμανε πως δεν πρέπει συνέχεια να μεριμνούμε για τα « βιοτικά » πράγματα, γιατί ο Θεός προνοεί έτσι ώστε να μας δίνει αυτό που ποθούμε, πολλές φορές πριν καν το ζητήσουμε, αρκεί το μυαλό μας να βρίσκεται σε Αυτόν και να προσευχόμαστε. Όταν συμβαίνει κάτι άσχημο σε κάποιον είναι παραχώρηση από το Θεό και όχι σταλμένο από αυτόν, έτσι ώστε να εκπαιδεύσει του ανθρώπους ένεκα της οικονομίας Του.
Ταπείνωση. Η ταπείνωση για το γέροντα ήταν το θεμελιώδες στοιχείο της σωτηρίας του ανθρώπου και γενικότερα το στοιχείο το οποίο επιφέρει τις καλές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Ανέφερε μάλιστα οτι ο Θεός «αδυνατεί» να βοηθήσει όταν ο άνθρωπος δεν ταπεινώνεται και προσπαθεί τότε με κάθε τρόπο να επιφέρει την ταπείνωση, μέσω των παθών. Χωρίς ταπείνωση, συνέχιζε, δεν επέρχεται η Θεία Χάρις, κλείνουμε την καρδιά μας από το Χριστό και ό,τι αρχικά «κερδίζουμε» γρήγορα το ξαναχάνουμε.
Υπακοή. Η πλήρης υπακοή, σύμφωνα με το γέροντα επιφέρει την ταπείνωση που είναι η αρχή όλων των καλών. «Να υπακούμε και όταν αδικούμαστε, γιατί ο Θεός ανταποδίδει την υπομονή στην αδικία» συχνά έλεγε. «Σήμερα όλοι είναι ανυπόμονοι, οι υπομονετικοί όμως σύμφωνα με το Χριστό θα κερδίσουν την βασιλεία των ουρανών», κατέληγε.
Προφητείες. Ο Γέροντας πραγματοποίησε και αρκετές προφητείες. Δυστυχώς όμως πολλοί καπηλεύτηκαν τις διδαχές του γέροντος, λέγοντας πολλά πράγματα, είτε για ίδιον όφελος, είτε για εθνικά φρονήματα, που ο ίδιος ποτέ δεν ανέφερε, κάτι που τον λυπούσε ενώ ήταν ήδη εν ζωή. Οι περισσότερες από αυτές αφορούσαν τα τεκταινόμενα που έχουν να κάνουν με την Κωνσταντινούπολη, επεξηγήσεις πάνω στις προφητείες του Κοσμά του Αιτωλού αλλά και περί Αντιχρίστου.
Όταν το σώμα δοκιμάζεται, τότε η ψυχή αγιάζεται. Με την αρρώστια πονάει το σώμα
μας, το χωματόκτιστο αυτό σπίτι μας, αλλά έτσι θα αγάλλεται αιώνια ο νοικοκύρης του, η ψυχή μας, στο ουράνιο παλατάκι που μας ετοιμάζει ο Χριστός.
(Γέρων Παΐσιος)

Το καλύτερο μνημόσυνο για τους κεκοιμημένους
Το καλύτερο από όλα τα μνημόσυνα που μπορούμε να κάνουμε για τους κεκοιμημένους είναι η προσεκτική ζωή μας, ο αγώνας που θα κάνουμε, για να κόψουμε τα ελαττώματά μας και να λαμπικάρουμε την ψυχή μας. Γιατί η δική μας ελευθερία από τα υλικά πράγματα και από τα ψυχικά πάθη, εκτός από την δική μας ανακούφιση, έχει ως αποτέλεσμα και την ανακούφιση των κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας. Οι κεκοιμημένοι νιώθουν χαρά, όταν ένας απόγονός τους είναι κοντά στον Θεό. Αν εμείς δεν είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε υποφέρουν οι κεκοιμημένοι γονείς μας, ο παππούς μας, ο προπάππος μας, όλες οι γενεές.
«Δες τι απογόνους κάναμε!», λένε και στενοχωριούνται. Αν όμως είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, ευφραίνονται, γιατί και αυτοί έγιναν συνεργοί να γεννηθούμε και ο Θεός κατά κάποιον τρόπο υποχρεώνεται να τους βοηθήσει.
Αυτό δηλαδή που θα δώσει χαρά στους κεκοιμημένους είναι να αγωνισθούμε να ευαρεστήσουμε στον Θεό με την ζωή μας, ώστε να τους συναντήσουμε στον Παράδεισο και να ζήσουμε όλοι μαζί στην αιώνια ζωή.
Επομένως, αξίζει τον κόπο να χτυπήσουμε τον παλαιό μας άνθρωπο, για να γίνει καινός και να μη βλάπτει πια ούτε τον εαυτό του ούτε τους άλλους ανθρώπους, αλλά να βοηθάε και τον εαυτό του και τους άλλους, είτε ζώντες είναι είτε κεκοιμημένοι.

Ο θάνατος είναι αποχωρισμός για λίγα χρόνια.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δεν πεθαίνει.


Ο θάνατος. είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη.
Είναι ένας αποχωρισμός για ένα μικρό διάστημα.
Όπως, όταν πάει κάποιος, ας υποθέσουμε, στο εξωτερικό για έναν χρόνο,
οι δικοί του στενοχωριούνται, γιατί θα τον αποχωρισθούν για έναν χρόνο,
ή αν λείψει δέκα χρόνια, έχουν στενοχώρια για τον αποχωρισμό των δέκα χρόνων,
έτσι πρέπει να βλέπουν και τον αποχωρισμό από τα αγαπημένα τους πρόσωπα με τον θάνατο.
Αν πεθάνει, ας υποθέσουμε, κάποιος και οι δικοί του είναι ηλικιωμένοι, να πουν: «Μετά από καμμιά δεκαπενταριά χρόνια θα ανταμώσουμε». Αν είναι νεώτεροι, να πουν: «Μετά από πενήντα χρόνια θα ανταμώσουμε».
Πονάει φυσικά κανείς για τον θάνατο κάποιου συγγενικού του προσώπου, αλλά χρειάζεται
πνευματική αντιμετώπιση.
Τι λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα».
Πόσες φορές λ.χ. θα τον έβλεπε εδώ στην γη; Κάθε μήνα; Να σκεφθεί ότι
εκεί θα τον βλέπει συνέχεια. Μόνον όταν δεν έχει καλή ζωή αυτός που φεύγει, δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε.
Αν λ.χ. ήταν σκληρός, τότε, αν πραγματικά τον αγαπάμε και θέλουμε να
συναντηθούμε στην άλλη ζωή, πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή γι’ αυτόν.
Θάνατος παιδιών
- Μια μάνα, Γέροντα, που το παιδί της πέθανε πριν από εννέα χρόνια, σας παρακαλεί να
κάνετε προσευχή να το δη έστω στον ύπνο της, για να παρηγορηθεί.
- Πόσων χρόνων ήταν το παιδί; ήταν μικρό; Είναι σημαντικό αυτό. Άμα το παιδί ήταν
μικρό και η μητέρα είναι σε κατάσταση που, αν της παρουσιασθή, δεν θα αναστατωθεί, θα
παρουσιασθή. Αιτία είναι η μητέρα που δεν παρουσιάζεται το παιδί.
- Μπορεί, Γέροντα, αντί να παρουσιασθή το παιδί στην μητέρα που το ζητάει, να
παρουσιασθή σε κάποιον άλλον;
- Πως δεν μπορεί! Κανονίζει ανάλογα ο Θεός. Όταν ακούω για τον θάνατο κάποιου νέου,
λυπάμαι, αλλά λυπάμαι ανθρωπίνως. Γιατί, αν εξετάσουμε τα πράγματα πιο βαθιά, θα δούμε ότι, όσο μεγαλώνει κανείς, και περισσότερο αγώνα πρέπει να κάνη, αλλά και περισσότερες αμαρτίες προσθέτει. Ιδίως όταν είναι κοσμικός, όσο περνούν τα χρόνια, αντί να βελτιώσει την πνευματική
του κατάσταση, την χειροτερεύει με τις μέριμνες, με τις αδικίες κ.λπ. Γι’ αυτό είναι πιο κερδισμένος, όταν τον παίρνει ο Θεός νέο.
-Γέροντα, γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθαίνουν τόσοι νέοι άνθρωποι;
- Κανείς δεν έχει κάνει συμφωνία με τον Θεό πότε θα πεθάνει.
Ο Θεός τον κάθε άνθρωπο τον παίρνει στην καλύτερη στιγμή της ζωής του,
με έναν ειδικό τρόπο, για να σώσει την ψυχή του.
Εάν δη ότι κάποιος θα γίνει καλύτερος, τον αφήνει να ζήση. Εάν δη όμως ότι θα γίνει
χειρότερος, τον παίρνει, για να τον σώσει. Μερικούς πάλι που έχουν αμαρτωλή ζωή, αλλά έχουν την διάθεση να κάνουν καλό, τους παίρνει κοντά Του, πριν προλάβουν να το κάνουν,
επειδή ξέρει ότι θα έκαναν το καλό, μόλις τους δινόταν η ευκαιρία.
Είναι δηλαδή σαν να τους λέει:
«Μην κουράζεσθε• αρκεί η καλή διάθεση που έχετε». Άλλον, επειδή είναι πολύ καλός,
τον
διαλέγει και τον παίρνει κοντά Του, γιατί ο Παράδεισος χρειάζεται μπουμπούκια.
Φυσικά οι γονείς και οι συγγενείς είναι λίγο δύσκολο να το καταλάβουν αυτό.
Βλέπεις, πεθαίνει ένα παιδάκι, το παίρνει αγγελούδι ο Χριστός, και κλαίνε και οδύρονται οι γονείς, ενώ έπρεπε να χαίρονται, γιατί που ξέρουν τι θα γινόταν, αν μεγάλωνε;
Θα μπορούσε άραγε να σωθεί;
Όταν του 1924 φεύγαμε από την Μικρά Ασία με το καράβι, για να έρθουμε στην Ελλάδα, εγώ ήμουν βρέφος. Το καράβι ήταν γεμάτο πρόσφυγες και, όπως με είχε η μητέρα μου μέσα στις φασκιές, ένας ναύτης πάτησε επάνω μου. Η μάνα μου νόμισε ότι πέθανα και άρχισε να κλαίει. Μια συγχωριανή μας άνοιξε τις φασκιές και διαπίστωσε ότι δεν είχα πάθει τίποτε.
Αν πέθαινα τότε, σίγουρα θα πήγαινα στον Παράδεισο. Τώρα που είμαι τόσων χρονών και έχω κάνει τόση άσκηση, δεν είμαι σίγουρος αν πάω στον Παράδεισο.

Αλλά και τους γονείς βοηθάει ο θάνατος των παιδιών. Πρέπει να ξέρουν ότι από εκείνη
την στιγμή έχουν έναν πρεσβευτή στον Παράδεισο. Όταν πεθάνουν, θα ‘ρθούν τα παιδιά τους με εξαπτέρυγα στην πόρτα του Παραδείσου να υποδεχθούν την ψυχή τους. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό! Στα παιδάκια πάλι που ταλαιπωρήθηκαν εδώ από αρρώστιες ή από κάποια αναπηρία ο Χριστός θα πη: «Ελάτε στον Παράδεισο και διαλέξτε το καλύτερο μέρος». Και τότε εκείνα θα Του πουν: «Ωραία είναι εδώ, Χριστέ μας, αλλά θέλουμε και την μανούλα μας κοντά μας». Και ο Χριστός θα τα ακούσει και θα σώσει με κάποιον τρόπο και την μητέρα. Βέβαια δεν πρέπει να φθάνουν οι μητέρες και στο άλλο άκρο. Μερικές μανάδες πιστεύουν ότι το παιδί τους που πέθανε αγίασε και πέφτουν σε πλάνη. Μια μητέρα ήθελε να μου δώσει κάτι από τον γιο της που είχε πεθάνει, για ευλογία, γιατί πίστευε ότι αγίασε. «Έχει ευλογία, με ρώτησε, να δίνω τα πράγματά του;»«Όχι, της είπα, καλύτερα να μη δίνης».
Μια άλλη είχε κολλήσει την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ στον Εσταυρωμένο την φωτογραφία του παιδιού της που το είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί και έλεγε:«Και το παιδί μου σαν τον Χριστό έπαθε».
Οι γυναίκες που κάθονταν και ξενυχτούσαν στον Εσταυρωμένο την άφησαν, για να μην την πληγώσουν. Τι να έλεγαν; Πληγωμένη ήταν.
πηγες:
Μαρτυρίες Προσκυνητών. Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης 1924-1994
ΖΟΥΡΝΑΤΖΟΓΛΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ





Ετικέτες

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

Απολυτίκιο του Αγ. Τιμοθέου και Μαύρας - 3 ΜΑΙΟΥ



Η Αγία Μαύρακαι η εκκλησία της στο Κοιλάνι ΛεμεσούSaint Mavraand her church at the village of Koilani in Limassol

ΚΑΝΕ ΚΛΙΚ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΤΙΜΟΘΕΟΥ ΚΑΙ ΜΑΥΡΗΣ
Η επίσημη εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει ότι ο Άγιος Τιμόθεος και η Αγία Μαύρα (Αγία Μαύρη) καταγόταν από την Αίγυπτο. Ήταν και οι δύο παιδιά ενάρετων οικογενειών. Ο Τιμόθεος καθημερινά με τα πύρινα λόγια του αγωνιζόταν ενάντια στην ειδωλολατρία. Ένεκα της δράσης του αυτής συνελήφθη ως Χριστιανός μόλις 20 μέρες μετά το γάμο του με τη Μαύρα. Αρνήθηκαν και οι δύο να υποκύψουν στα φρικτά βασανιστήρια που του επέβαλε ο ηγεμόνας της Θηβαίδας Αρριανός και στο τέλος πέθαναν με το μαρτύριο του σταυρικού θανάτου που διάρκησε 9 μέρες.
Δεν είναι γνωστό πως η λατρεία των δύο αγίων μεταφέρθηκε στην Κύπρο. Φυσικά στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους γινόταν μεγάλη διακίνηση χριστιανικών πληθυσμών εξ αιτίας των διωγμών και η Αίγυπτος καθώς και η Κύπρος βρισκόταν κάτω από τη Ρωμαϊκή κυριαρχία είχαν στενές σχέσεις.
Στο χωριό Κοιλάνι της επαρχίας Λεμεσού, η Αγία αναφέρεται από τα μεσαιωνικά χρόνια και φαίνεται ότι από τότε συνεορτάζεται με το σύζυγο της Τιμόθεο στις 3 Μαΐου.
Διάφορες παραδόσεις θέλουν την Αγία Μαύρη να κατάγεται από το Πέρα Πεδί ή από το Κοιλάνι, ότι οι γονείς της ήθελαν να την παντρέψουν και η ίδια αρνιόταν. Την παραμονή του γάμου της μπήκε να καθαρίσει το φούρνο που άναβαν τα ξύλα και έτσι μαύρισε το πρόσωπο της. Με το γεγονός αυτό δικαιολογείται το επίθετο Μαύρη. Δεν κάηκε, πράγμα που ερμηνεύεται ως θαύμα και έφυγε κρυφά στα γειτονικά βουνά για να αποφύγει το γάμο. Κυνηγημένη έφτασε σε μια σπηλιά εκεί που είναι σήμερα το εξωκλήσι της. Εκεί την βρήκαν οι χωριανοί που την κυνηγούσαν. Μόλις αυτή τους είδε άρχισε να κτυπά τα χέρια της με απελπισία στο βράχο. Τότε έγινε το θαύμα. Ο βράχος άνοιξε και η κόρη μπήκε και χάθηκε σε αυτόν. Έτρεξαν τότε να την συλλάβουν αλλά τότε μια ορμητική πηγή αναπήδησε από τον βράχο. Αυτή είναι η πηγή που το κρυστάλλινο νερό περνάει κάτω από τα θεμέλια της εκκλησίας.
Η πιο πάνω παράδοση συσχετίζεται και με μια άλλη που λεει ότι μετά το θαύμα του ανοίγματος του βράχου η ίδια η Αγία τρύπησε το βουνό και προχωρώντας βγήκε κάπου μεταξύ των Μανδριών και Πέρα Πεδί ακολουθούμενη από τον αρραβωνιαστικό της.
Υπάρχει και η αντίθετη εκδοχή ότι δηλαδή το σημείο των Μανδριών είναι η αφετηρία της σήραγγας και ότι τελικά η Αγία εξήλθε στη τρύπα που είναι πάνω από τον ναό όπου και ανελήφθησαν με τον Τιμόθεο. Η εκδοχή αυτή συνδυάζεται και με τη μόνη γραπτή μαρτυρία εκείνη του Στέφανου Λουζινιανού ο οποίος γράφει ότι η Αγία γεννήθηκε στο Πέρα Πεδί και μαζί με τον σύζυγο της μαρτύρησαν παρά την πόλη Κοιλάνιον και συνεχίζει ότι στο τόπο του μαρτυρίου τους ανάβλυσε νερό. Στο τόπο του μαρτυρίου τους κτίστηκε το εκκλησάκι μετά που οι κάτοικοι της περιοχής, κατά τη παράδοση, έβλεπαν στην κορυφή του βράχου περίεργα φαινόμενα.Η Μονή της Αγίας Μαύρας λειτούργησε στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται ο ναός της Αγίας Μαύρας στο χωριό Κοιλάνι. Ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, που καταγόταν από το Κοιλάνι, άφησε μία εξαιρετική και ποιητική περιγραφή για τη θέση της Μονής (1778). Από τον Αρχιμανδρίτη Κυπριανό έχουμε την πληροφορία ότι η Αγία Μαύρα μέχρι την εποχή του εξακολουθούσε να λειτουργεί σαν μοναστήρι. Ξέρει ότι οι Άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα δεν είναι Κύπριοι, αλλά τα συνδυάζει ώστε να κατάγονται από την Αίγυπτο, αλλά να μαρτύρησαν στην Κύπρο. Πριν από αυτόν, ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι επισκέφθηκε το Κοιλάνι το 1734 και μετά κατέβηκε και στην Αγία Μαύρα. Από τον μοναχό Μπάρσκι αντλούμε την πληροφορία ότι η μικρή εκκλησία ανήκε σε ένα πολύ μικρό μοναστήρι. Η ανέγερση του, μονόκλιτου με τυφλό τρούλο και με δεύτερη ξύλινη στέγη, ναού, μπορεί να τοποθετηθεί στον 12ο αιώνα. Τα σωζόμενα τμήματα του παλαιότερου ζωγραφικού διακόσμου χρονολογούνται στον 12ο αιώνα. Το μεγαλύτερο, όμως, μέρος των τοιχογραφιών μπορεί να χρονολογηθεί στον πρώιμο 16ο αιώνα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απεικόνιση του Αγίου Αυγουστίνου στο Βήμα, γιατί ο Άγιος αυτός είναι της Δυτικής Εκκλησίας και σπάνια παρουσιάζεται σε Ορθόδοξους ναούς. Γύρω στη δεκαετία του 1950 φανατικοί Τούρκοι μωαμεθανοί της περιοχής έγδαραν τα μάτια των αγίων των τοιχογραφιών. Η ζημιά είναι ανυπολόγιστη αλλά και μη αναστρέψιμη. Η διασωθείσα εικόνα των αγίων Τιμοθέου και Μαύρας χρονολογείται στις αρχές του 13ου αιώνα και είναι θαυματουργή στη θεραπεία του κρυολογήματος. Στο δάπεδο υπάρχει τετράγωνη τρύπα από όπου περνά γάργαρο νερό, το αγίασμα της Αγίας Μαύρας, το οποίο καταλήγει έξω ανατολικά στο δρόμο, κάτω από το νότιο προαύλιο του ναού, σε μια μαρμάρινη πηγή. Δίπλα στο ναό υπάρχει αιωνόβιος πλάτανος ύψους 35 μέτρων και περιφέρειας κορμού 8 περίπου μέτρων
Η Μονή πανηγυρίζει στις 3 Μαΐου.
official Church Tradition states that Saint Timothy and Saint Mavra (Mavra or Mavri means Black in Greek) came from Egypt. They were both children of virtuous families. With fierce words, Timothy fought daily against idolatry. In virtue of this action, he was arrested as a Christian, just 20 days after his marriage to Mavra. They both refused to succumb to the horrific torture that they had to endure from Arianos, the ruler of Thebaid, and they finally died through the suffering of crucifixion which lasted for 9 days.
It is not known how the worship of the two Saints arrived to Cyprus. Of-course during early Christian times there was a great movement by Christian communities due to persecutions and both Egypt and Cyprus were under Roman rule and thus had close relations. In the village of Koilani in the district of Limassol, there is already reference to Mavra from the Medieval Period and it seems that it is since then that her memory is co- celebrated along with her husband Timothy on the 3rd of May.Different legends want Saint Mavra to come from the village of Pera Pedi or from the village of Koilani, and that her parents wanted to marry her off but she refused. On the eve of her marriage she went to clean the outdoor oven where they burned wood for food, and in doing so her face was blackened. With this excuse, her name Mavri (Black) is justified. However, she did not burn from the wood, which is interpreted as a miracle and secretly fled to the nearby mountains to avoid the marriage. Being chased after, she reached a cave at the place where today her church is found. This is where she was found by the villagers who chased her. Once she saw them, she began to beat her hands with despair on the rock. Then a miracle happened. The rock opened up and the girl went in and was lost in it. They then ran to catch her, but a very fast running water spring started flowing from the rock. This is the water spring whose crystal water passes under the foundation of the church. The above legend is associated with another that says that after the miracle of the opening of the rock, the Saint herself made a hole in the mountain and by passing through it, she arrived somewhere between the villages of Mandria (Limassol) and Pera Pedi, followed by her fiancé.
There is also the opposite scenario which states that the opening of the mountain in Mandria is the starting point of the tunnel and that the Saint came out of the mountain hole which is above the church, where she was ascended to Heaven along with Timothy. This scenario is coupled with the only written evidence, that of Stephen Lusignan, who writes that Mavra was born in the village of Pera Pedi and that she, along with her husband, became Martyrs at the town of Koilani, and continues on by writing that a water spring started running at the place where their martyrdom took place. According to tradition, at the place of their martyrdom, a church was built after the locals saw strange phenomena occurring at the top of the mountain.
The Monastery of Saint Mavra functioned on the site where now the church of Saint Mavra in Koilani village is to be found. Archimandrite Kyprianos, who came from Koilani, left an extraordinary and poetic description about the location of the Monastery (1778). From Archimandrite Kyprianos we learn that Saint Mavra continued to function as a monastery until his time. He knows that the Saints Timothy and Mavra are not Cypriots, but he combines facts and legend in such a way as to have them originating from Egypt, but martyred in Cyprus. Before him, the Russian monk Basil Barsky visited Koilani in 1734, and after that, he came down to visit the Monastery of Saint Mavra also. From monk Barsky we derive the information that the small church belonged to a small monastery. The construction of the single aisled, with a blind dome and a second wooden roof church, can be assigned to the 12th century. The surviving parts of the older painted decoration date to the 12th century. However, the biggest part of the wall paintings can be dated to the early 16th century. Of particular interest is the depiction of Saint Augustine in the Sanctuary of the church, because this Saint belongs to the Western Church and is rarely depicted in Orthodox churches. Around the 1950's fanatical Turkish Muslims of the region erased the eyes of the saints painted on the murals. The damage is incalculable and irreversible. The surviving icon of the Saints Timothy and Mavra date to the early 13th century and is miraculous in the treatment of colds. At the floor of the church there is a square hole where gurgling water runs, the Holy Water of Saint Mavra, which leads out to the East, on the road, beneath the southern courtyard of the church, to a marble fountain. Beside the church, there is a perennial plane tree with a 35 m trunk and is approximately 8 meters in hight.The Monastery celebrates on May 3.
Πηγη: noctoc

Ετικέτες