Chaviaras Kyriacos - Χαβιαρας Κυριακος

Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.

Σάββατο 18 Απριλίου 2009

Απολυτίκιο Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης - 21 ΜΑΙΟΥ


              ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ

ΚΑΝΕ ΚΛΙΚ   ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ

Απολυτίκιον
«Πρώτος πέφηνας, εν Βασιλεύσι, θείον έδρασμα, της ευσεβείας, απ’ ουρανού δεδεγμένος το χάρισμα• όθεν Χριστού τον Σταυρόν εφανέρωσας, και την Ορθόδοξον πίστην εφήπλωσας. Κωνσταντίνε Ισαπόστολε, συν Μητρί Ελένη θεόφρονι, πρεσβεύσατε υπέρ των ψυχών ημών».


Εορτή Άγιων Κωνσταντίνου και Ελένης των ισαποστόλων
Το έργο αυτών των δύο μεγάλων αγίων της Εκκλησίας είναι πολυσχιδές. Την εποχη εκείνη, κατά την οποία οι καταδιωχθέντες χριστιανοί έβγαιναν σιγά-σιγά από τις κατακόμβες και είχαν ανάγκη τόσο από υλική, όσο και από πνευματική βοήθεια, οι δύο αυτοί Άγιοι της Εκκλησίας ανάλαβαν να υποστηρίξουν τους πιστούς και να συμβάλουν στο έργο της Εκκλησίας.

Μέγας Κωνσταντίνος
Την εποχή που ο πατέρας του Κωνστάντιος υπηρετούσε στα Ανάκτορα, ο Κωνσταντίνος ευρίσκεται στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια, κατέχοντας το αξίωμα του Χιλίαρχου. Όταν όμως οι δύο Αύγουστοι, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός παραιτούνται από τα αξιώματά τους, στο αξίωμα του Αυγούστου προάγονται ο Κωνστάντιος για τη Δύση και ο Γαλέριος για την Ανατολή. Όταν πεθαίνει ο Κωνστάντιος (306) ο στρατός της δύσης αναγνώρισε ως Αύγουστο τον Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος, λοιπόν, ανακηρύχθηκε σε Αύγουστο κατόπιν της νίκης του εναντίον του Μαξεντίου. Ήταν μία περίοδος, κατά την οποία ο Μαξέντιος, υιός του Μαξιμιανού, προέβαινε σε «έκπτυστα και αποτρόπαια και εναγή και βέβηλα» έργα καταδυναστεύοντας τους πολίτες. Γι’ αυτό και ο Κωνσταντίνος επιστράτευσε εναντίον του αριθημητικά πλεονεκτούντος Μαξεντίου. Ο ιστορικός Ευσέβιος, επί του προκειμένου αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος δεν γνώριζε καλά-καλά σε ποιόν ακριβώς Θεό να προσευχηθεί για να αντιμετωπίσει τον Μαξέντιο. Όταν, όμως, άρχισε να αναπέμπει παρακλήσεις, μετά το μεσημέρι φάνηκε στον ουρανό ένα σημείο• ήταν ο Σταυρός, με την επιγραφή «εν τούτῳ νίκα». Έτσι, έχοντας τη βεβαιότητα της θείας συμπαράστασης επιτίθεται εναντίον του Μαξεντίου, τον οποίο και κατατροπώνει και ελευθερώνει τους ρωμαίους πολίτες από την τυρρανία του.
Μετά τα γεγονότα αυτά, και ύστερα από θεία νεύση, οικοδομεί την Κωνσταντινούπολη στην περιοχή του Βυζαντίου και μεταφέρει την έδρα της Αυτοκρατορίας εκεί, και ταυτόχρονα φροντίζει να ενισχύσει ποικιλοτρόπως όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας. Αξιοσημείωτο γεγονός, μεταξύ άλλων, είναι η υπογραφή του διατάγματος των Μεδιολάνων το 313, το οποίο προέβλεπε να σταματήσουν οι διωγμοί και να αποφυλακισθούν οι πιστοί. Το διάταγμα υπογράφηκε με την ευκαιρία του γάμου του Λικινίου με την αδελφή του Κωνσταντία.
Επίσης, ο Κωνσταντίνος συμμετείχε ενεργά στις εξελίξεις που αφορούσαν στην αίρεση του Αρείου, αφού απέστειλε μέσω του σύμβουλού του, Όσιου, Επισκόπου Κορδούης, επιστολή στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο για το πρόβλημα που δημιουργούσε ο Άρειος, χωρίς ωστόσο να βελτιωθεί η κατάσταση. Γι’ αυτό, λοιπόν, αποφάσισε όπως συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο, στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325, η οποία και αποφάνθηκε ότι ο Άρειος διδάσκει αιρετικές απόψεις.
Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την γνωστοποίηση των σχετικών αποφάσεων προς όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Ο Άρειος, όμως, και οι ομόφρονές του, φέροντες προσωπεία αδικημένων, παραπλάνησαν τον Κωνσταντίνο ασκώντας την φιλολογική και φιλοσοφική τους τέχνη έπεισαν τον Κωνσταντίνο ότι η διδασκαλία τους δεν αφίσταται από το δόγμα της Οικουμενικής Συνόδου.
Αποτέλεσμα της επέμβασης αυτής του Αρείου ήταν η σύγκληση νέας συνόδου το 327 μ.Χ., η οποία ανακάλεσε τον Άρειο από την εξορία και αποκατέστησε τους ομοφρόνους του Επισκόπους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θεόγνιο. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε αντιδράσεις από πλευράς Ορθοδόξων, γι’αυτό, τόσο ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, όσο και ο Μέγας Αθανάσιος δεν συμβιβάστηκαν με τις αποφάσεις της Συνόδου, παρόλο που ο Αυτοκράτορας απειλούσε με καθαίρεση. Ακολούθως, νέα Σύνοδος αιρετικών Επισκόπων, που συνήλθε στην Αντιόχεια το 330, καθαίρεσε και εξόρισε τον ο Άγιο Ευστάθιο, Επίσκοπο Αντιοχείας και στη συνέχεια, το 335, άλλη Σύνοδος, που έγινε στην Τύρο της Συρίας, επέβαλε την ποινή της καθαιρέσεως στον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος, ως εκ τούτου ζήτησε από τον Κωνσταντίνο να τον ακούσει, αλλά ο Αυτοκράτορας, στην αρχή, δεν αποδέχτηκε την πρόταση του Αθανασίου, παρά μόνο όταν ο μεγάλος αυτός θεολόγος είπε σε αυτόν: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ».
Μετά την ακρόαση, και αφού ο Κωνσταντίνος κάλεσε όλους αυτούς που συμμετείχαν στη Σύνοδο της Τύρου, ο Ευσέβιος Νικομηδείας παρουσιάστηκε, με άλλο επιχείρημα ενώπιον του Αυτοκράτορα, αυτή τη φορά, θέτοντας το θέμα της δήθεν παρεμπόδισης της μεταφοράς σιταριού. Ο Αυτοκράτορας εξόρισε, τελικά, τον Μέγα Αθανάσιο στα Τρέβιρα της Γαλλίας, όμως δεν επικύρωσε την απόφαση της Συνόδου εκείνης και παράλληλα δεν προχώρησε σε αναπλήρωση της επισκοπικής έδρας της Αλεξάνδρειας. Το ζήτημα του Αρείου έλυσε την περίοδο εκείνη η Πρόνοια του Θεού, αφού την παραμονή της πανυγηρικής αναγνώρισης του Αρείου, αυτός απέθανε με φρικτό τρόπο ενώ βρισκόταν στο αποχωρητήριο.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν ονομάστηκε έτσι μόνο γιατί ήταν σπουδαίος και αήττητος μαχητής και έκανε μεγάλα έργα, αλλά και για τη μετάνοια που επέδειξε στη συνέχεια. Αφού βαπτίσθηκε, λοιπόν, είπε: «Νυν αληθεί λόγω μακάριον οιδ’ εμαυτόν, νυν της αθανάτου ζωής πεφάναι άξιον, νυν του θείου μετειληφέναι φωτός πεπίστευκα». Από τότε και μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του το 337 σε προάστιο της Νικομήδειας δεν ενδύθηκε βασιλικό μανδύα. Ή κοίμησή του σημειώθηκε εννέα χρόνια μετά την κοίμηση της μητέρας του σε ηλικία 63 ετών. Ήταν η ημέρα της εορτής της Πεντηκοστής, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ευσέβιος.
Η μνήμη τους τελείται στις 21 Μαΐου.

Η Αγία Ελένη
Η Αγία Ελένη γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας (Γιάλοβα Μ. Ασίας) στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Είκοσι περίπου χρόνια μετά τη γέννησή της, η Ελένη γνωρίστηκε με τον Κωνστάντιο Χλωρό, αξιωματούχο της Αυτοκρατορίας, τον οποίο παντρέυτηκε το 270, με βάση πρόνοια ειδικού νόμου, ο οποίος επέτρεπε το γάμο αξιωματούχων με γυναίκες λαϊκής καταγωγής. Ο Κωνστάντιος ήταν συγγενής του Κλαυδίου, ο οποίος βασίλευσε πριν από τον Διοκλητιανό. Ο Κωνστάντιος προσελήφθει στα ανάκτορα από τον Διοκλητιανό. Καρπός του γάμου της Ελένης και του Κωνστάντιου ήταν ο Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα μονοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον οποίο η Αγία Ελένη γέννησε στη Ναϊσσό της Μοισίας (Νίσσα Σερβίας).
Προκειμένου, όμως, ο Κωνστάντιος να προβιβαστεί από τον Διοκλητιανό σε Καίσαρα Γαλατίας, Ισπανίας και Βρεττανίας ήλθε σε διάζευξη και νυμφεύθηκε τη Θεοδώρα ανεψιά του Μαξιμιανού. Τότε, η Αγία Ελένη μαζί με τον Κωνσταντίνο παρέμειναν υπό φρούρηση του Διοκλητιανού και στη συνέχεια του Γαλέριου, για να μπορούν να ελέγχουν τον Κωνστάντιο. Ωστόσο, η ανάληψη του Καισαρικού αξιώματος από τον Κωνστάντιο λειτούργησε ευνοϊκά για την Εκκλησία, αφού ακόμη και κατά την περίοδο των διωγμών, που εξαπέλυσε ο Διοκλητιανός, οι πιστοί σε αυτή την περιοχή δεν καταδιώχτηκαν. Επίσης, με την άνοδο του Χλωρού στο αξίωμα αυτό ανοίχθηκε ο δρόμος και για τον υιό του Κωνσταντίνο.
Η Αγία Ελένη επανήλθε στη δημόσια ζωή κατά την ανάδειξη του Κωνσταντίνου σε Καίσαρα το 306, οπότε ο Κωνσταντίνος την έφερε κοντά του στα Τρέβηρα και ακολούθως την πήρε μαζί του στη Ρώμη, όταν επρόκειτο να ανακηρυχθεί σε Αύγουστο. Η Αγία ανακηρύχθηκε σε Αυγούστα από τον Κωνσταντίνο, όταν αυτός παρέμεινε μονοκράτορας νικώντας τον Λικίνιο, για να την έχει κοντά του από αγάπη, αλλά και ως σύμβουλο και συνεργάτιδα. Αυτή η αγάπη και ο σεβασμός του Κωνσταντίνου προς την μητέρα του φάνηκε και με την ύψωση δύο στηλών στη μεγάλη πλατεία «Φόρος», η μία στο όνομα της Αγίας Ελένης και η άλλη στο όνομά του, και ανάμεσα τους ένας σταυρός, που έφερε την επιγραφή: «Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού πατρός, Αμήν». Επίσης, για να την τιμήσει, έκοψε νομίσματα με τ’ όνομα και τη μορφή της και μετονόμασε το Δρέπανο σε Ελενόπολη.
Ακόμη, μεταξύ άλλων, παραχώρησε στη μητέρα του το ανάκτορο στο Σεσσόριο του Λατερανού, όπου έκτισε μία εκκλησία, ώστε αυτή να μπορεί να επιτελεί φιλανθρωπικό και πνευματικό έργο. Στη συνέχεια, η Αγία Ελένη, με τη συγκατάθεση του Κωνσταντίνου, ανάλαβε η ίδια την ευθύνη της ανοικοδόμησης ναών και το κτίσιμο νέων εκκλησιών και ευαγών ιδρυμάτων σε όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Ο ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει σχετικά: «Ελένη Αυγούστα…ευσεβούς τεκμήρια διαθέσεως ίδρυσε».
Καίριος και κύριος σταθμός της ζωής της Αγίας Ελένης, λίγο πριν από την κοίμησή της, είναι η μετάβασή της στους Αγίους Τόπους, όπου, κατόπιν θεϊκού σημείου, βρήκε τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό του Κυρίου (326 μ.Χ.). Όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, λοιπόν, καθ’ υπόδειξη του Αγίου Κυριάκου, που ήταν Εβραίος και τότε λεγόταν Ιούδας, αλλά και με βάση μία παράδοση που έλεγε ότι μετά την Αποκαθήλωση ο Τίμιος Σταυρός πετάχθηκε σε λάκκο, κοντά στον Γολγοθά, άρχισε αμέσως τις σχετικές έρευνες. Επειδή όμως επρόκειτο για υπέρογκη εργασία, οι έρευνες στράφηκαν στο μέρος εκείνο, όπου βλάστανε το λουλούδι βασιλικός, του οποίου η ευωδία ήταν έντονη. Ο χρονογράφος Γεώργιος μοναχός σημειώνει το γεγονός της ευρέσεως ως εξής: «Μαθών δε ο Επίσκοπος (Μακάριος), τα της Βασιλικής ελεύσεως…πάντας παρακάλεσε ησυχία να κάμουσι και σπουδαιοτέραν ευχήν υπέρ τούτου, στον Θεό προσέφερε… Τούτου δε γενομένου, ευθύς θεόθεν εδείχθη στον Επίσκοπο ο τόπος, όπου ο ακαθάρτου δαίμονος, ο ναός και το άγαλμα της Αφροδίτης υπήρχε. Τότε η βασίλισσα, πλήθος πολύ τεχνιτών και εργατών συγκέντρωσε και εκ βάθρων το αισχρό οικοδόμημα κατέστρεψε. Τούτου δε γενομένου, ανεφάνη το θείον Μνήμα, ο τόπος του κρανίου και τρεις καταχωμένοι σταυροί…Αμηχανία και θλίψη κατέλαβε την Βασίλισσα, αφού κανείς δεν γνώριζε ποιός είναι ο Τίμιος Σταυρός. Ο δε Επίσκοπος μετά πίστεως έλυσε την απορία…Γυναίκα άρρωστη, υπό πάντων απεγνωσμένη και τα λοίσθια πνέουσα, έφεραν μεταξύ των σταυρών…Με τη σκιά του Τιμίου Σταυρού η ασθενούσα…ευθέως αναπήδησε, δοξάζουσα μετά μεγάλης φωνής τον Θεό…Η δε Βασίλισσα Ελένη, μετά χαράς μεγάλης παρέλαβε τον Σταυρό…και μέρος αυτού παρέδωσε στον Επίσκοπο της πόλεως» (Γεώργιος Μοναχός, Περί της ευρέσεως του σταυρού, 110.620-621). Επίσης, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι στον Γολγοθά ανευρέθησαν τρεις σταυροί, από τους οποίους ο ένας διαγνώστηκε ότι ανήκει στον Ιησού Χριστό. Το Συναξάρι της εορτής της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού αναφέρει: «διαπορούσης δε της Βασιλίσσης (δηλ. της Αγίας Ελένης), τίς αν είη ο του Κυρίου Σταυρός, διά της εις θανούσαν γυναίκα χήραν θαυματουργίας δείκνυται· και ανέστη τη τούτου προσψαύσει· των δε λοιπών δύο σταυρών των Ληστών μηδέν εις τούτο ενδειξαμένων εις θαυματοποιΐας υπόδειγμα».
Μετά το σημείο αυτό της Χάρης, η Αγία Ελένη αποφάσισε να οικοδομήσει επί τόπου το ναό της Αναστάσεως, ένα ακόμη ναό επάνω από το Σπήλαιο της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ και άλλους δύο, ένα στο όρος της Αναλήψεως και ένα στο ορός Θαβώρ.
Κατόπιν, η Αγία Ελένη αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, μεταφέροντας μαζί της τεμάχια του Τιμίου Ξύλου. Η Πρόνοια του Θεού, όμως, θέλησε όπως η Αγία να περάσει (και πάλι) από την Κύπρο μας. Έτσι αποβιβάστηκε νότια της νήσου, κοντά στο σημερινό Ζύγι. Η περιοχή στην οποία αποβιβάστηκε, υπήρχε ένα ποτάμι, το οποίο τότε ονομάστηκε βασιλοπόταμο, κοντά στο οποίο εναπόθεσε τους σταυρούς – κατά την παράδοση, επειδή οι τρεις σταυροί είχαν παραμείνει μαζί για πολλά χρόνια, τους αποσύνδεσε, έσμιξε τα ξύλα τους και τους ξαναέφτιαξε. Από το ξύλο του υποποδίου του σταυρού του Χριστού έφτιαξε, επίσης, ένα άλλο μικρό σταυρό.
Εκεί, εξαντηλμένη καθώς ήταν, η ογδοντάχρονη Αγία, έγειρε για να ξεκουραστεί λίγο, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει την πορεία της προς την Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια του ύπνου της, όμως, ένας νέος με αγγελική μορφή της είπε: «Σεβαστή μου βασίλισσα, είμαι απεσταλμένος του Παναγάθου Θεού, για να σου εκφράσω το θέλημά Του. Όπως εκεί στα Ιεροσόλυμα έκτισες ναούς, για να δοξάζεται και να υμνείται ο Θεός, έτσι κι εδώ, σε τούτο το νησί το ευλογημένο, πρέπει να πράξεις το ίδιο. Να κτίσεις κι εδώ ιερό ναό, τον οποίο μάλιστα να θεμελιώσεις με το Τίμιο Ξύλο, για να προσκυνείται και να δοξάζεται στους αιώνες ο Σταυρός του Κυρίου από τους κατοίκους αυτού του τόπου. Εδώ θα ζουν Χριστιανοί μέχρι τη συντέλεια του κόσμου».
Η Αγία όταν ξύπνησε, διέταξε αμέσως να γίνει όπως ο λαμπρός εκείνος νέος της υπέδειξε. Ο ένας όμως από τους μεγάλους σταυρούς είχε εξαφανιστεί. Βέβαια ύστερα θεάθηκε στην κορυφή του βουνού Όλυμπος. Εκεί, λοιπόν, βρέθηκε το τίμιο ξύλο, το οποίο προς στιγμή είχε χαθεί. Τότε, η Αγία Ελένη με τους συνεργάτες της έκτισαν ναό τον οποίο εγκαινίασαν με το τίμιο Ξύλο και από τότε (327) το βουνό αυτό ονομάζεται Σταυροβούνι, όπου μέχρι σήμερα υπάρχει η ομώνυμη Ιερά Μονή.
Εκτός από την εκκλησία στο Σταυροβούνι, η Βασίλισσα διέταξε να κτιστεί ένας ακόμη ναός στην περιοχή της Τόχνης. Επίσης, παρέδωσε στην Εκκλησία Κύπρου μερικά άλλα τεμάχια Τιμίου Ξύλου και ένα τεμάχιο από τον άγιο Κάνναβο, με τον οποίον έδεσαν τα άχραντα χέρια του Κυρίου -και που σήμερα βρίσκεται στο Όμοδος-, αλλά και τμήμα από ένα Ήλο (καρφί).
Κατόπιν η Αγία αναχώρησε για την Βασιλεύουσα, όπου ο Κωνσταντίνος υποδέχθηκε τον Τίμιο Σταυρό, τους τέσσερις Ήλους και την μητέρα του με κάθε λαμπρότητα. Σημειώνουμε ότι απ’αυτούς τους τέσσερις Ήλους, οι δύο τοποθετήθηκαν στο Στέμμα, το οποίο φορούσε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος.
Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του Τιμίου Ξύλου φυλάγεται στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου στο Άγιο Όρος.
Η Αγία Ελένη κομήθηκε ένα χρόνο αργότερα, σε ηλικία 81 περίπου ετών (328-329).
Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ η Αγία Ελένη βρισκόταν στην Ανατολή, συνέβησαν διάφορα θλιβερά γεγονότα• ο θάνατος του εγγονού της Κρίσπου, το παιδί της πρώτης γυναίκας του Κωνσταντίνου Νινευίνας, αλλά και ο θάνατος της δεύτερής του γυναίκας Φαύστας, για λόγους που παραμένουν χωρίς ιστορική τεκμηρίωση. Βέβαια, αναφρέρεται από τον Ρωμαίο ιστορικό, Βίκτωρα Σέξτο Αυρήλιο ότι η εκτέλεση του Κρίσπου, έγινε κατά διαταγή του πατέρα του, Μεγάλου Κωνσταντίνου, αφού η Φαύστα τον συκοφάντησε ότι επιχείρησε να την βιάσει, προκειμένου αυτή να προωθήσει τα δικά της τρία παιδιά. Έτσι, ο Κωνσταντίνος που επέπληξε τον Κρίσπο τον φυλάκισε, αλλά πουθενά δεν αναφέρεται αν τον σκότωσε (οπως κατηγορείται). Ωστόσο, η Αγία Ελένη επέπληξε τον Κωνσταντίνο για την πράξη του να φυλακίσει τον Κρίσπο.







ημ.γεννήσεως 25/02/1955
Περίοδος συμμετοχών από 1976 έως 1982
---------------------------------------------------
Κυνηγώντας τα εφηβικά του όνειρα και οπλισμένος με την τόλμη και την ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ
σιγουριά που χαρακτηρίζει τα νέα παιδιά , ο Κώστας Περικλέους <παίζοντας> με μια μοτοσικλέτα, κατάφερε αθόρυβα και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα να ξεχωρίσει ανάμεσα στα πρωταθλήματα της Κ.Ο.Μ
Οι οπαδοί του και οι φίλαθλοι της μοτοσικλέτας στο πρόσωπο του νεαρού πρωταθλητή έβλεπαν ξένα πρόσωπα ,ξένους γνωστούς παγκόσμιους πρωταθλητές, που άκουγαν στα ονόματα , BRAND LACKEY ,ΗΑΚΚΙΝΕΝ, GRAHAM NOISE, ROGER DE COASTER , και άλλους.
Ο Κωστάκης Περικλέους παρακολούθησε αγώνες motocross σε Κυπριακό έδαφος για πρώτη φορά το 1976 και εντυπωσιάστηκε από τους τότε πρωταθλητές Πανίκκο Σάββα και Ντίνο Βύρωνος και άρχισε να κάνει τα πρώτα δειλά του βήματα στο χώρο της μοτοσικλέτας .
Αρχικά έλαβε μέρος στην κατηγορία των αρχαρίων. Στους τρείς πρώτους αγώνες, που έλαβε μέρος, ήρθαν και οι πρώτες τιμητικές διακρίσεις . Χωρίς να έχει οικονομική στήριξη από καμιά εταιρεία τα πρώτα χρόνια πήρε μέρος σε τρία πρωταθλήματα και κατάφερε το 1980 να διακριθεί . Σε διάστημα δυο χρόνων ,εξελίχθηκε ραγδαία και άρχισε να ανταγωνίζεται με τους γνωστούς τότε Κύπριους πρωταθλητές Π.Σάββα και Κ.Καλλιμάχου έτσι και επειδή , ο νεαρός μοτοσικλετιστής ξεχώριζε για τον μοναδικό τρόπο που χειριζόταν την μοτοσικλέτα, είτε στο έδαφος ,είτε στις στροφές , στα φυσικά εμπόδια και στον αέρα , επελέγη από την Κ.Ο.Μ. να αντιπροσώπευση την Κύπρο το 1980 σε αγώνες στην Ελλάδα μαζί με τον Π.Σάββα Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την πρώτη συμμετοχή Κυπρίων αθλητών σε ξένα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα από την Κυπριακή ομοσπονδία μοτοσικλέτας.
Στις μοτοσικλετικές του περιπλανήσεις, αγωνίστηκε με όλες τις τότε γνωστές μηχανές όπως Honda,Yamaha,Suzuki,Kawasaki.
Οι μοτοσικλέτες στα δικά του χέρια και με τους δικούς του χειρισμούς μεταμορφώνονταν σε μέρος του σώματος του και γίνονταν ένα με τον αέρα.
Πρόσφατα σε βράβευση και μετά από ψηφοφορία του έχει δοθεί ο τίτλος σαν ένα εκ των κορυφαίων οδηγών motocross όλων των εποχών από το αθλητικό περιοδικό < ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΕΣ>.
Η αγάπη του για την μοτοσικλέτα και την ομοσπονδία τον οδήγησαν να εμπνευστεί και να δημιουργήσει το έμβλημα της Κ.Ο.Μ. όπου υπάρχει μέχρι σήμερα.
Ο Κωστάκης Περικλέους ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Κ.Ο.Μ. και με δικές του προσπάθειες και σε συνεργασία με τον τότε πρόεδρο κον Σίμο Κοκκίνη και τα μέλη συνέβαλε στο να ενταχθεί η Κ.Ο.Μ.. στην διεθνή ομοσπονδία.
Ο Κωστάκης Περικλέους σήμερα εργάζεται στον Δήμο Αγλαντζιάς ,είναι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών, που ακολούθησαν δρόμους εντελώς διαφορετικούς από αυτούς της μοτοσικλέτας.

Ετικέτες

Το ελληνικό αλφάβητο και η μυστική προσευχή / επίκληση





Το ελληνικό αλφάβητο και η μυστική προσευχή / επίκληση
Η διαδοχή των γραμμάτων στην πλήρη εκφώνησή τους (Άλφα, Βήτα, Γάμα κ.λ.π.), δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά πίσω από αυτήν υπολανθάνει μια πλήρης γραμματική, συντακτική και νοηματική συνέχεια, ανώτερης σύλληψης. Σύμφωνα μ' αυτήν τη γνωστή μας εκφώνηση, τα
ελληνικά γράμματα (αφού προσθέσουμε και το εξαφανισμένο σήμερα έκτο
γράμμα: Στίγμα ή Δίγαμμα) ακούγονται και γράφονται ως εξής:
ΑΛΦΑ - ΒΗΤΑ - ΓΑΜΑ - ΔΕΛΤΑ - ΕΨΙΛΟΝ - ΣΤΙΓΜΑ - ΖΗΤΑ - ΗΤΑ-ΘΗΤΑ - ΙΩΤΑ - ΚΑΠΠΑ - ΛΑΜΒΔΑ - ΜΙ - ΝΙ - ΞΙ - ΟΜΙΚΡΟΝ - ΠΙ - ΡΟ - ΣΙΓΜΑ - ΤΑΥ - ΥΨΙΛΟΝ - ΦΙ - ΧΙ- ΨΙ- ΩΜΕΓΑ.
Αποκωδικοποιώντας την γνωστή αυτή διάταξη, που έγινε σύμφωνα με τις αρχές της Ερμητικής φιλοσοφίας, έχουμε τα ακόλουθα:
"ΑΛ ΦΑ, ΒΗ ΤΑ ΓΑ, (Α)ΜΑ ΔΕ (Ε)Λ ΤΑ ΕΨ ΙΛΩΝ. ΣΤ(Η) ΙΓΜΑ. ΖΗ ΤΑ, Η ΤΑ,
ΘΗ ΤΑ ΙΩΤΑ ΚΑ ΠΑΛΑΜ
ΔΑ. ΜΗ ΝΥΞ Η, Ο ΜΙΚΡΟΝ, ΠΥΡΟΣ ΙΓΜΑ ΤΑΦΗ (Ε)Ψ ΙΛΩΝ, ΦΥ ΨΥΧΗ Ο ΜΕΓΑ!"
Εν συνεχεία, αφού προσθέσουμε τα εννοούμενα συνδετικά και ρήματα που παραλείπονται, έχουμε την ανάδυση μιας θαυμάσιας κοσμογονικής
προσευχής - επίκλησης προς την πηγή του Φωτός:
«ΑΛ ΦΑ, ΒΗ ΤΑ ΓΑ! ΑΜΑ ΔΕ ΕΛ ΤΑ ΕΨΙΛΩΝ. ΣΤΗ ΙΓΜΑ (ΙΝΑ) ΖΗ ΤΑ, Η ΤΑ,
ΘΗ ΤΑ ΙΩΤΑ ΚΑΤΑ ΠΑΛΛΑΝ ΔΑ (ΙΝΑ) ΜΗ ΝΥΞΗ, Ο ΜΙΚΡΟΝ (ΕΣΤΊ), ΠΥΡΟΣ (ΔΕ)
ΙΓΜΑ ΤΑΦΗ ΕΨΙΛΩΝ, ΦΥ(ΟΙ) ΨΥΧΗ, Ο ΜΕΓΑ (ΕΣΤΙ) »
«"Αλ φά, βη τά Γά! Άμα δέ "Ελ, τά εψ ίλών. Στή ίγμα (ίνα) ζή τα, ή τα, θή τα Ίώτα κατά παλλάν Δά. (Ινα) μή νύξ ή, ό μικρόν (έστί) πυρός δε ιγμα ταφή εψ ιλων, φύ (οι) Ψυχή. ό μέγα (εστί)!»
Η επίκληση αυτή είναι καταγραμμένη από αιώνες στο υποσυνείδητο των Ελλήνων. Αμέσως πιο κάτω αποκαλύπτουμε την σημασία των λέξεων της προσευχής αυτής:
"Αλ = Ο νοητός ήλιος
Φά-ος = το φως
Βή = προστακτική του ρήματος βαίνω (=βαδίζω, έρχομαι).
Τα = δοτική άρθρου δωρικού τύπου τη, εις την
Γά= Γή (δωρικός τύπος)
Άμα = (επιρρ.) συγχρόνως.
"Ελ = ο ορατός Ήλιος, ο Ερχόμενος.
Έψ = ρήμα έψομαι, εψ-ημένος - ψημένος.
Ίλών = ιλύς (ουσιαστικό) = λάσπη, πηλός.
Στή = προστακτική ρήματος ίστημι.
"Ιγμα = καταστάλαγμα, απόσταγμα.
Ζή = προστακτική ρήματος ζω.
Ή = προστακτική ρήματος ειμί, είμαι.
Θή = προστακτική ρήματος θέτω. Ίώτα = τα Ιώγα, τα Εγώ.
Παλάν = Ρήμα πάλλω (= δονούμαι, περιστρέφομαι) επίθετο παλλάς =
πάλλουσα, περιστρεφόμενη (παράβαλε: Παλλάς Αθηνά).
Δα = άλλος τύπος της Γα, Γης (παράβαλε: Δα- μήτηρ > Δημήτηρ >Δήμητρα = Μητέρα Γή)
Νύξ = (ουσ.) νύχτα.
"Ο = (αναφ.) το οποίο, που.
Φύ (οι) = ευκτική ρήματος φύω (φυτρώνω, αναπτύσσομαι).
Απόδοση
Αλ, εσύ που είσαι το Φως, έλα στη Γη!
Κι εσύ Ελ ρίξε τις ακτίνες σου στην ιλύ που ψήνεται (που βρίσκεται σε κατάσταση αναβρασμού).
Ας γίνει ένα καταστάλαγμα (μια ξηρά) για να μπορέσουν τα Εγώ να ζήσουν, να υπάρξουν και να σταθούν
πάνω στην παλλόμενη Γη.
Ας μην επικρατήσει η νύχτα, που είναι το μικρόν, και κινδυνέψει να ταφεί (να σβήσει, να χαθεί) το
καταστάλαγμα του πυρός μέσα στην αναβράζουσα ιλύ, και ας αναπτυχθεί η Ψυχή,
που είναι το μέγιστο, το σημαντικότερο όλων!
***
“ΑΛ ΦΑ, ΒΗ ΤΑ ΓΑ! ΑΜΑ ΔΕ ΕΛ ΤΑ ΕΨ ΙΛΩΝ.
ΣΤΗ ΙΓΜΑ (ΙΝΑ) ΖΗ ΤΑ, Η ΤΑ, ΘΗ ΤΑ ΙΩΤΑ ΚΑΤΑ ΠΑΛΛΑΝ ΔΑ.
(ΙΝΑ) ΜΗ ΝΥΞ Η, Ο ΜΙΚΡΟΝ (ΕΣΤΙ), ΠΥΡΟΣ (ΔΕ) ΙΓΜΑ ΤΑΦΗ ΕΨ ΙΛΩΝ, ΦΥ(ΟΙ) ΨΥΧΗ, Ο ΜΕΓΑ (ΕΣΤΙ)”.


Η επίκληση αυτή είναι καταγεγραμμένη από αιώνες στο υποσυνείδητο των Ελλήνων.
Αμέσως πιο κάτω αποκαλύπτουμε την σημασία των λέξεων της προσευχής αυτής:
Αλ = Ο νοητός ήλιος.

Φά-ος = το φώς.

Βη = προστακτική του ρημ. βαίνω (=βαδίζω, έρχομαι).

Τα = δοτική άρθρου δωρικού τύπου, τη, εις τήν.

Γα = Γή (δωρικός τύπος).

Άμα = (επιρρ.) συγχρόνως.

Ελ = ο ορατός Ήλιος, ο Ερχόμενος.

Εψ = ρήμ. έψομαι, εψ-ημένος = ψημένος.

Ιλών = ιλύς (ουσ.) = λάσπη, πηλός.

Στη = προστ. ρήμ. ίστημι.

΄Ιγμα = καταστάλαγμα, απόσταγμα.

Ζη = προστ. ρημ. ζώ.

Η = προστ. ρημ. ειμί, είμαι.

Θη = προστ. ρημ. θέτω.

Ιώτα = τα Ιώγα, τα Εγώ (πρβλ. αγγλ. Ι = εγώ).

Παλλάν = Ρημ. πάλλω (= δονούμαι, περιστρέφομαι) επιθ. παλλάς = πάλλουσα, περιστρεφόμενη (π.ρ.β.λ. Παλλάς Αθηνά).

Δα = άλλος τύπος της Γα, Γής (πρβλ. Δά- μήτηρ > Δημήτηρ > Δήμητρα = Μητέρα Γή)

Νύξ = (ουσ.) νύχτα.

Ο = (αναφ.) το οποίο, που.

Φύ(οι) = ευκτική ρημ. φύω (φυτρώνω, αναπτύσσομαι).

****
Το Ελληνικό αλφάβητο είναι το αλφαβητικό σύστημα γραφής που χρησιμοποιείται για τη γραφή της ελληνικής γλώσσας, αλλά και ως πηγή συμβόλων για χρήση σε διάφορες επιστήμες.
Τα φωνήεντα της ελληνικής είναι συνολικά εφτά και χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:
• Τα βραχύχρονα (ε, ο),
• τα μακρόχρονα (η, ω) και
• τα δίχρονα (α, ι, υ)
Στη φωνητική, φωνήεντα ονομάζονται οι φθόγγοι οι οποίοι κατά τον σχηματισμό τους στη φωνητήρια οδό στερούνται οποιουδήποτε φραγμού ή επαρκούς στένωσης, ώστε να παραχθεί ακουστή τριβή 1. Με άλλα λόγια, ο εξερχόμενος αέρας για τον σχηματισμό ενός φωνήεντος περνά πάνω από το κέντρο της γλώσσας κατά ομοιόμορφο τρόπο, χωρίς, πρακτικά, να βρίσκει αντίσταση πουθενά. Τα φωνήεντα αποτελούν τη μία από τις δύο κατηγορίες στην ταξινόμηση των φθόγγων• η άλλη κατηγορία είναι τα σύμφωνα. Σε όλες τις γλώσσες τα φωνήεντα αποτελούν τον πυρήνα της συλλαβής, καθώς μπορούν μόνα τους ή σε συνδυασμό με σύμφωνο ή σύμφωνα να σχηματίσουν μια συλλαβή, σε αντίθεση με τα σύμφωνα. Παρ' όλα αυτά υπάρχουν γλώσσες στις οποίες υφίστανται και συμφωνικές συλλαβές, δηλαδή συλλαβές στις οποίες δεν υπάρχει φωνήεν ως πυρήνας, αλλά το ρόλο του φωνήεντος παίζει κάποιο σύμφωνο. Τέτοιες περιπτώσεις έχουμε στο συλλαβικό l της αγγλικής γλώσσας, όπως για παράδειγμα στις λέξεις table = "τραπέζι" και little = "μικρός, λίγο", όπου ο χωρισμός των συλλαβών φωνητικά (σημειώνεται με τελεία), είναι ['teɪ.bḷ] 2 και ['lɪt.ḷ] 3 και στο συλλαβικό r της σερβικής γλώσσας, όπως για παράδειγμα στις λέξεις vrt = "κήπος" και trg = "αγορά", όπου ο χωρισμός σε συλλαβές είναι ['v.ṛt] και ['t.ṛg] αντίστοιχα. Σύμφωνα με τον κλάδο της αρθρωτικής φωνητικής, η ταξινόμηση των φθόγγων βασίζεται στις αρθρωτικές μεταβλητές, δηλαδή στις κινήσεις της γλώσσας, των χειλιών, του ουρανίσκου και των φωνητικών πτυχών. Έτσι, ανάλογα με τον τρόπο σχηματισμού τους, τα φωνήεντα ταξινομούνται ως προς τη θέση της γλώσσας κατά τον κάθετο και τον οριζόντιο άξονα, ως προς το σχήμα το οποίο παίρνουν τα χείλη, ενώ ακόμη εξετάζεται ο τόπος σχηματισμού (στοματική ή ρινική κοιλότητα, λάρυγγας), η διάρκεια εκφοράς, η μεταβολή ποιότητας κατά την άρθρωση και η ποσότητα της μυϊκής τάσης η οποία χρειάζεται για την παραγωγή τους. Σε όλες τις γλώσσες τα φωνήεντα αποτελούν τον πυρήνα της συλλαβής, καθώς μπορούν μόνα τους ή σε συνδυασμό με σύμφωνο ή σύμφωνα να σχηματίσουν μια συλλαβή, σε αντίθεση με τα σύμφωνα. Παρ' όλα αυτά υπάρχουν γλώσσες στις οποίες υφίστανται και συμφωνικές συλλαβές, δηλαδή συλλαβές στις οποίες δεν υπάρχει φωνήεν ως πυρήνας, αλλά το ρόλο του φωνήεντος παίζει κάποιο σύμφωνο. Τέτοιες περιπτώσεις έχουμε στο συλλαβικό l της αγγλικής γλώσσας, όπως για παράδειγμα στις λέξεις table = "τραπέζι" και little = "μικρός, λίγο", όπου ο χωρισμός των συλλαβών φωνητικά (σημειώνεται με τελεία), είναι ['teɪ.bḷ] 2 και ['lɪt.ḷ] 3 και στο συλλαβικό r της σερβικής γλώσσας, όπως για παράδειγμα στις λέξεις vrt = "κήπος" και trg = "αγορά", όπου ο χωρισμός σε συλλαβές είναι ['v.ṛt] και ['t.ṛg] αντίστοιχα. Σύμφωνα με τον κλάδο της αρθρωτικής φωνητικής, η ταξινόμηση των φθόγγων βασίζεται στις αρθρωτικές μεταβλητές, δηλαδή στις κινήσεις της γλώσσας, των χειλιών, του ουρανίσκου και των φωνητικών πτυχών. Έτσι, ανάλογα με τον τρόπο σχηματισμού τους, τα φωνήεντα ταξινομούνται ως προς τη θέση της γλώσσας κατά τον κάθετο και τον οριζόντιο άξονα, ως προς το σχήμα το οποίο παίρνουν τα χείλη, ενώ ακόμη εξετάζεται ο τόπος σχηματισμού (στοματική ή ρινική κοιλότητα, λάρυγγας), η διάρκεια εκφοράς, η μεταβολή ποιότητας κατά την άρθρωση και η ποσότητα της μυϊκής τάσης η οποία χρειάζεται για την παραγωγή τους.
Στα σύμφωνα υπάρχουν τρεις κατηγορίες:
Κατά τη φωνή που έχουν διαιρούνται σε:o άηχα: θ, κ, π, τ, σ, τσ, φ, χ
o ηχηρά: γ, γκ, β, δ, ζ, λ, μ, μπ, ν, ντ, ρ, τζ
• Κατά τη διάρκεια διαιρούνται σε:
o στιγμιαία: κ, π, τ, γκ, μπ, ντ, τσ, τζ
o εξακολουθητικά: γ, β, δ, χ, φ, θ, σ, ζ, λ, μ, ν, ρ
• Κατά το μέρος όπου σχηματίζονται στο στόμα διαιρούνται σε:
o χειλικά: π, β, φ, μπ
o οδοντικά: τ, δ, θ, ντ
o συριστικά ή διπλοδοντικά: σ, ζ, τσ, τζ
o λαρυγγικά: κ, γ, χ, γκ
o υγρά ή γλωσσικά: λ, ρ
o ρινικά: μ, ν
Παρατήρηση: Το μ ανήκει και στα χειλικά, το ν ανήκει και στα γλωσσικά.

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ
Α α ἄλφα: Το γράμμα Α άλφα είναι φωνήεν με καθαρότατο ήχο. Είναι το πρώτο γράμμα του Ελληνικού Αλφαβήτου. Η διαμόρφωση του ήχου αυτού οφείλεται στο ότι τα χείλη ανοίγουν τόσο, ώστε να περνά ο αέρας της εκπνοής όσο το δυνατόν πιο ελεύθερα. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα το γράμμα Α είχε τρεις υποστάσεις ως πρώτο γράμμα του αλφαβήτου, ως το πρώτο αριθμητικό και ως πρώτη νότα στη μουσική. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία α´ = 1 Α συμβολίζουμε στα ελληνικά την ανατολή. Το Α χαρακτηρίζεται δίχρονο φωνήεν. (Δηλαδή άλλοτε μακρόχρονο και άλλοτε βραχύχρονο, χαρακτηρισμός κυρίως της αρχαίας προφοράς). το άλφα Κενταύρου είναι ο φωτεινότερος αστέρας του αστερισμού του Κενταύρου, ενώ το ωμέγα είναι ο 24ος σε φωτεινότητα. Μετά το τέλος των ελληνικών γραμμάτων ακολουθούν τα λατινικά και κατόπιν ακολουθούν οι αραβικοί αριθμοί.
Β β βῆτα: Το γράμμα Β βήτα σύμφωνο,είναι το δεύτερο γράμμα του Ελληνικού αλφαβήτου. Στη νέα ελληνική αναπαριστά τον φθόγγο β. Το β ανήκει στα σύμφωνα και είναι άφωνο, χειλικό και μέσο. Η σημερινή προφορά του ανάγεται στα ελληνιστικά χρόνια. Παλαιότερα η προφορά του έμοιαζε περισσότερο με τον φθόγγο που σήμερα αποδίδεται με το μπ , Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία β´=2.Το β είναι σύμφωνο που χαρακτηρίζεται ηχηρό, χειλικό και εξακολουθητικό.
Γ γ γάμμα: Το γράμμα Γ Γαμμα σύμφωνο, είναι το τρίτο γράμμα του Ελληνικού αλφαβήτου. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία γ´ = 3. Το γ είναι σύμφωνο που χαρακτηρίζεται άφωνο, ουρανικό και μέσο. Γραφή : Η πρώτη γραφή που αποδεδειγμένα χρησιμοποιήθηκε για τη γραφή της ελληνικής γλώσσας είναι η Γραμμική Β περίπου τον 15ο αιώνα π.Χ.. Το ελληνικό αλφάβητο άρχισε να χρησιμοποιείται από τον 9ο αιώνα π.Χ.. Το 403 π.Χ. εισήχθηκε στην Αθήνα το λεγόμενο Ευκλείδειο αλφάβητο. Αφαιρέθηκαν τα γράμματα Ϝ, Ϟ και Ϡ και υιοθετήθηκαν τα γράμματα Η και Ω. Σε όλη την αρχαιότητα το αλφάβητο περιελάμβανε μόνο τις μορφές των γραμμάτων που σήμερα τις λέμε κεφαλαία. Είναι η λεγόμενη μεγαλογράμματη γραφή. Από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, η επιθυμία των γραφέων να γράφουν πιο γρήγορα, καθώς επίσης και η ανάγκη να χωρούν περισσότερες πληροφορίες στα, μικρά σε μέγεθος αλλά και ακριβά, φύλλα παπύρου ή περγαμηνής, οδήγησαν σιγά σιγά στη διαμόρφωση των μορφών των γραμμάτων που σήμερα λέγονται πεζά. Αυτή είναι η μικρογράμματη γραφή. Αυτή η διαδικασία μεταβολής της μορφής των κεφαλαίων γραμμάτων είχε συμπληρωθεί μέχρι τον 9ο αιώνα.Σήμερα η ελληνική εξακολουθεί να γράφεται με το αρχαίο ελληνικό αλφάβητο.
Δ δ δέλτα: Το γράμμα Δ δέλτα σύμφωνο, είναι το τέταρτο γράμμα του Ελληνικού αλφαβήτου. Στην ελληνική αναπαριστά στον φθόγγο δ στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία δ´=4. Το δ είναι σύμφωνο που χαρακτηρίζεται άφωνο, οδοντικό και μέσο.
Ε ε ἒψιλόν: Το γράμμα Ε έψιλον φωνιεν, είναι το πέμπτο γράμμα του Ελληνικού αλφαβήτου. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία ε´ = 5. Το ε είναι φωνήεν που χαρακτηρίζεται βραχύχρονο. Η ελληνική υπήρξε στην αρχαιότητα η πιο διαδεδομένη γλώσσα στην Μεσόγειο και στην Νότια Ευρώπη κυρίως εξαιτίας του πλήθους των αποικιών που είχαν ιδρυθεί από τους Έλληνες στις ακτές της Μεσογείου και έφτασε να είναι η γλώσσα του εμπορίου ακόμα και μέχρι τα τέλη της Αλεξανδρινής περιόδου. Η ελληνική σήμερα αποτελεί τη μητρική γλώσσα περίπου 12 εκατομμυρίων ανθρώπων, κυρίως στην Ελλάδα και την Κύπρο. Αποτελεί επίσης την μητρική γλώσσα αυτοχθόνων πληθυσμών στην Αλβανία, τη Βουλγαρία, την ΠΓΔΜ, την Ιταλία και την Τουρκία. Εξαιτίας της μετανάστευσης η γλώσσα μιλιέται ακόμα σε χώρες-προορισμούς ελληνόφωνων πληθυσμών μεταξύ των οποίων η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ρωσία, η Σερβία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Συνολικά υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός ανθρώπων που μιλάνε τα ελληνικά σαν πρώτη ή δεύτερη γλώσσα είναι γύρω στα 20 εκατομμύρια. Για την πρώτη φάση (πρωτοελληνική) η οποία τοποθετείται πριν το 1600 π.Χ., οι όποιες γνώσεις μας για την ελληνική γλώσσα βασίζονται σε τεχνικές επανασύνθεσης που προκύπτουν από τη συγκριτική γλωσσολογία. Η πρωτοελληνική είχε 7 πτώσεις (ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, αφαιρετική, τοπική, κλητική). Επίσης είχε διατηρήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της Ινδοευρωπαϊκής μητέρας-γλώσσας. Είχε τρεις φωνές (ενεργητική, παθητική, μέση) και τρεις αριθμούς (ενικός, δυϊκός, πληθυντικός). Σημαντικό χαρακτηριστικό της (που διατηρήθηκε σχεδόν μέχρι τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια) ήταν ο μουσικός τόνος. Ο τόνος στα αρχαία ελληνικά δεν αντιστοιχούσε σε αύξηση της έντασης της φωνής (volume) αλλά σε αύξηση του ύψους (pitch). Στην αμέσως επόμενη φάση (μυκηναϊκή ελληνική) η οποία μαρτυρείται από τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ και από ορισμένους στίχους των Ομηρικών επών, παρατηρούμε εξίσου πολλούς αρχαϊσμούς. Π.χ. η γενική των ονομάτων σε -ος σχηματιζόταν με την κατάληξη -οιο (πρβλ. Ομηρικό «Πριάμοιο»), ενώ υπάρχει φθόγγος (που συμβολίζεται με) «q» ο οποίος βρίσκεται σε λέξεις όπου από την ΙΕ θα αναμέναμε ένα *kw ή ένα *gw. Οι πτώσεις αφαιρετική και τοπική διατηρούνται αλλά σε μάλλον περιορισμένο βαθμό. Στην κλασική ελληνική, αρχαιότερα κείμενα της οποίας είναι τα Ομηρικά έπη και αρχαιότερο τεκμήριο η επιγραφή του Διπύλου, το βασικότερο χαρακτηριστικό είναι η υψηλή διαλεκτική διαφοροποίηση, η οποία οφείλεται πιθανότατα στην πολυδιάσπαση του ελληνόφωνου κόσμου σε διάφορα κρατίδια. Ως προς το αν οι βασικές διάλεκτοι της κλασικής εποχής (ιωνική, αιολική, δωρική κ.λπ.) δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα λόγω της πολιτικής πολυδιάσπασης των Ελλήνων ή «ήρθαν» μαζί με τα αντίστοιχα φύλα κατά την εποχή του Χαλκού, οι γνώμες διίστανται. Φαίνεται πως δεν αποκλείεται να συνέβησαν και τα δύο. Πάντως οι διάλεκτοι της κλασικής εποχής διέφεραν αρκετά μεταξύ τους και δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι οι ομιλητές τους βρίσκονταν πολλές φορές στα ακραία όρια της αλληλοκατανόησης. Μία από τις σημαντικότερες διαλέκτους της κλασικής εποχής ήταν η αττική διάλεκτος, που χρησιμοποιούνταν κυρίως στην Αθήνα αλλά και ως γλώσσα των φιλοσόφων και των επιστημόνων. Η αττική διάλεκτος προέρχεται από την ιωνική (τη βασική διάλεκτο των Ομηρικών επών) με αρκετές δωρικές επιδράσεις. Υιοθετήθηκε ως επίσημη γλώσσα όλης της Ελλάδας από τον Φίλιππο τον Μακεδόνα και ως επίσημη γλώσσα ολόκληρου του ελληνιστικού κόσμου από τον γιο του Αλέξανδρο. Από αυτήν προέρχονται απ' ευθείας σχεδόν όλες οι μεταγενέστερες ελληνικές διάλεκτοι. Αποτέλεσμα της χρήσης της αττικής διαλέκτου ως δεύτερης (και συχνά πρώτης) γλώσσας από πάρα πολλούς αλλόγλωσσους (αλλά και από ελληνόφωνους που μιλούσαν πρωτύτερα μια άλλη ελληνική διάλεκτο) ήταν σαρωτικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της γλώσσας. Έτσι:
• Η προφορά άλλαξε ριζικά με κυριότερο χαρακτηριστικό την προφορά των ει, η, υ, υι ως «ι» (ιωτακισμός) και την απώλεια των φθόγγων F (w) και H (δασεία).
• Ο δυϊκός αριθμός, το απαρέμφατο και η μέση φωνή χάθηκαν.
• Απλοποιήθηκε σημαντικά το σύστημα κλίσης ονομάτων και ρημάτων.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των μεταβολών ήταν η Ελληνιστική Κοινή, η οποία μαρτυρείται κυρίως στην Καινή Διαθήκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια εποχή έχουμε και τους πρώτους αττικιστές, αυτούς που θεωρούσαν απαραίτητη τη διατήρηση της «αυθεντικής» αττικής διαλέκτου, τουλάχιστον στο γραπτό λόγο. Η ελληνιστική κοινή εξελίχθηκε στη μεσαιωνική ελληνική, η οποία μαρτυρείται κυρίως από δημοτικά τραγούδια. Τελευταία φωνολογική μεταβολή κατά το 10ο αιώνα ήταν ο ιωτακισμός και του «οι» και του «υ» που ως τότε προφερόταv ως [y], δηλαδή σαν το γαλλικό «u». Ιωτακισμός ονομάζεται το φωνητικό φαινόμενο κατά το οποίο η προφορά μιάς σειράς φωνηέντων και διφθόγγων της ελληνικής γλώσσας (η, υ, ει, οι, ηι, υι) εξομοιώθηκε με αυτήν του φθόγγου [i] (ιώτα). Οι μεταβολές αυτές στο φωνηεντικό σύστημα της ελληνικής γλώσσας συνέβησαν κυρίως κατα την περίοδο των τριών τελευταίων αιώνων π.Χ. και ολοκληρώθηκαν τον 10ο μ.Χ. αιώνα με τον ιωτακισμό του υ και των διφθόγγων οι και υι (που τότε προφέρονταν [y], σαν το γαλλικό u) .
F f δίγαμμα: Το γράμμα δίγαμμα F, είναι το έκτο γράμμα του αρχαίου Ελληνικού αλφαβήτου. Το δίγαμμα (Ϝ ϝ), ή πιθανώς βαυ, είναι το έκτο γράμμα του αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου (ετυμολογία: δις + γάμμα – διττό, διπλό, δύο φορές γάμμα). Την ονομασία του οφείλει στο σχήμα του (δύο κεφαλαία γάμμα). Η φωνητική αξία του ήταν ένας ασθενής διχειλικός συμφωνικός φθόγγος, που πλησίαζε τον ήχο του σημερινού ελληνικού β. Η ασθενής άρθρωσή του ήταν και ο λόγος της βαθμιαίας σίγησης και πλήρους τελικά αποβολής του από την ελληνική γλώσσα. Πρώτοι από τους αρχαίους Έλληνες έπαψαν να προφέρουν το δίγαμμα οι Ίωνες και οι Αττικοί. Στη λακωνική διάλεκτο το δίγαμμα διατηρήθηκε ως τον 2ο π.Χ. αιώνα. Σε άλλες λέξεις αποδόθηκε με τη δίφθογγο ου, τα γράμματα υ, β, φ και τη δασεία ( ῾ ), που πλέον χρησιμοποιείται μόνο στο πολυτονικό σύστημα γραφής, (λ.χ. Ϝορώ - ὁρῶ), σε άλλες πάλι έχει εκπέσει και χαθεί (λ.χ. Ϝοίνος - οἶνος).Την ύπαρξη του διγάμμα στον Όμηρο κατέδειξε ο άγγλος φιλόλογος Bentley, εξηγώντας πλήθος μετρικών ανωμαλιών και χασμωδιών στη γλώσσα των ομηρικών επών, που οφείλονταν στην απουσία του γράμματος κατά τη καταγραφή των επών με το κλασσικό ευκλείδειο αλφάβητο των 24 γραμμάτων (σε χρήση από το 403 π.Χ. μέχρι σήμερα) που δεν περιείχε πλέον το δίγαμμα, το κόππα και το δίσιγμα.Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης το δίγαμμα, αφού ήταν έκτο στο αλφάβητο, συμβόλιζε τον αριθμό 6. Όταν όμως αποβλήθηκε από το αλφάβητο, στη θέση του (ως αριθμού) χρησιμοποιήθηκε το στίγμα (Ϛ΄), λόγω και της ομοιότητάς του με την καλλιγραφική μορφή του Ϝ ϝ. Το f είναι σύμφωνο που χαρακτηριζόταν διχειλικό ,άφωνο και εξακολουθητικό.
Στίγμα : Το στίγμα (Ϛ ϛ) είναι σύμπλεγμα (λιγατούρα) των χαρακτήρων σ και τ, που χρησιμοποιείται στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης ως σύμβολο του αριθμού έξι (6) και, παλαιότερα, στη θέση του ζεύγους στ για τη γραφή λέξεων όπως π.χ. στρατός (ϛρατός), στύλος (ϛύλος), αντίστασις (αντίϛασις) κ.λπ.Σήμερα χρησιμοποιείται σπάνια — σε κλασικά κείμενα για παράδειγμα— και τη θέση του στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει πάρει το στ΄.

Ζ ζ ζῆτα: Το γράμμα ζήτα Ζ, είναι το έκτο γράμμα του Ελληνικού αλφαβήτου. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία ζ´ = 7 Το ζ είναι σύμφωνο που χαρακτηρίζεται διπλό. (προκύπτει από συνδυασμούς δυο φθόγγων σ+δ ή δ+j)
Ἧτα :
Η η ἦτα: Το γράμμα ήτα Η είναι το έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Στο Ευκλείδειο αλφάβητο κατείχε την όγδοη θέση. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία η´=8. Στα περισσότερα αλφάβητα συμβόλιζε τον δασύ ήχο του πνεύματος της δασείας και προφερόταν ως ἡτα (hēta). Στο ιωνικό αλφάβητο όμως, επειδή η ιωνική διάλεκτος απώλεσε τον αρχικό δασύ φθόγγο στις λέξεις («ψίλωση»), κατέληξε να προφέρεται ως ἠτα (ēta) και να συμβολίζει το μακρόχρονο φωνήεν [ē]. Όταν όμως καθιερώθηκε το ιωνικό αλφάβητο σε πολλές περιοχές της αρχαίας Ελλάδας, προέκυψε η ανάγκη να αποδίδεται με κάποιον τρόπο ο δασύς φθόγγος, μια και το ήτα ήταν πλέον [ē]. Έτσι κατέληξαν να χρησιμοποιούνται τα δύο μισά του Η, το μεν αριστερό ἧτα (├) ως δασύς φθόγγος, το δε δεξιό για να αποδώσει την έλλειψη δασύτητας ἦτα (┤). Τα πνεύματα δασεία ( ῾ ) και ψιλή (᾿) όπως τα ξέρουμε σήμερα προέκυψαν από το αριστερό και το δεξί μισό του Η αντίστοιχα. Η δασεία ( ῾ ) είναι το ένα από τα δύο πνεύματα της ελληνικής γλώσσας. Χρησιμοποιήθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους για να δηλώσει τον ήχο [h] (βλ. ΔΦΑ) στην αρχή των λέξεων. Το άλλο πνεύμα είναι η ψιλή (᾿) και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την απουσία δάσυνσης, του [h] δηλαδή. Η δασεία —όπως και η ψιλή— σημειώνεται πάνω από το αρχικό φωνήεν ή ρω. Αν η λέξη ξεκινάει από δίφθογγο σημειώνεται πάνω από το δεύτερο φωνήεν του διφθόγγου. Σε μερικές εκδόσεις η δασεία μαζί με μια ψιλή σημειώνονται πάνω από το διπλό ρ που που βρίσκεται στη μέση και όχι στην αρχή της λέξης πχ Καλλιῤῥόη. Οι λέξεις που παίρνουν δασεία υπολογίζεται ότι είναι το 5% - 10% του συνόλου και περιλαμβάνουν:
• όλες τις λέξεις που αρχίζουν με ύψιλον
• τα οριστικά άρθρα
• τις αναφορικές αντωνυμίες
• και άλλες όπως: Άδης, άγιος, αγνός, απαλός, αβρός, αδρός, άμα, άμαξα, αμαρτία άρμα, αρμόζω, αρμονία, αλωνίζω, αλιεία, άπας, αίμα, αδηφαγία, κ.λπ., κ.λπ., ή ακόμα Ἑλλάς, ἥρως, ορώ, αρπάζω, αιρώ, αλάτι κ.ά.
Ο ήχος που συμβόλιζε η δασεία και η γραπτή απόδοσή του διατηρήθηκε σε λέξεις (βλ. Ὅμηρος-Homer, Έκτωρ-Hector, ύπνωσις-hypnosis) που δανείστηκαν τα λατινικά και άλλες γλώσσες (είτε άμεσα είτε μέσω των λατινικών). Στο λατινικό αλφάβητο, όπως και στην αττική διάλεκτο, αποδόθηκε γραπτά με το γράμμα Η, από το οποίο άλλωστε προέρχεται και η δασεία. Συγκεκριμένα, το σύμβολο της δασείας αποτελεί απλοποίηση του ├ (το αριστερό μισό του Ήτα). Τα πνεύματα και τα τονικά σημεία εκτός από την οξεία καταργήθηκαν από τη δημόσια εκπαίδευση και διοίκηση με την οριστική επικράτηση του μονοτονικού ορθογραφικού συστήματος επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου (1982). προδοσία !!!
Θ θ θῆτα: Το γράμμα Θ, θήτα είναι το όγδοο γράμμα του Ελληνικού αλφαβήτου. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία θ´ = 9. Το θ είναι σύμφωνο που χαρακτηρίζεται άφωνο, οδοντικό και δασύπνοο.
Ι ι ἰῶτα: Το γράμμα Ι , ιώτα είναι το ένατο γράμμα του Ελληνικού αλφαβήτου. Στο πολυτονικό σύστημα το συναντάμε και ως υπογεγραμμένη στους καταχρηστικούς διφθόγγους πχ Αι ως ᾳ, Ηι ως ῃ και Ωι ως ῳ. Το ι χαρακτηρίζεται δίχρονο φωνήεν. (Δηλαδή άλλοτε μακρόχρονο και άλλοτε βραχύχρονο, χαρακτηρισμός κυρίως της αρχαίας προφοράς) Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία ι´ = 10. Στην γλωσσολογία ο τόνος είναι ένα διακριτικό σημείο που συνοδεύει ένα γράμμα και δίνει φωνητικές πληροφορίες για την προφορά του. Υπάρχουν διαφόρων ειδών τόνοι σε διαφορετικές γλώσσες: ο μουσικός τονισμός αφορά στην οξύτητα της φωνής και καθορίζει το ύψος (ψηλό/χαμηλό) της φωνής σε σχέσης με μη τονισμένες συλλαβές (μουσικό τονισμό, για παράδειγμα, εικάζεται πως είχε η Αρχαία Ελληνική). Ο δυναμικός τονισμός αφορά στην ένταση της φωνής και δηλώνει ότι η τονιζόμενη συλλαβή πρέπει να προφερθεί με μεγαλύτερη ένταση από τις μη τονιζόμενες συλλαβές (δυναμικό τονισμό έχει η Νέα Ελληνική). Στην ελληνική γραφή ο τόνος ( ' ) σημειώνεται πάνω από τα φωνήεντα (έτσι χρησιμοποιούνται τα: ά, έ, ή, ί, ό, ύ, ώ) για να σημειωθεί η έμφαση στην αντίστοιχη συλλαβή. Σε περιπτώσεις που η συλλαβή χαρακτηρίζεται από δίψηφο φωνήεν ο τόνος τοποθετείται στο δεύτερο γράμμα (δηλαδή: αί, αύ, εί, εύ, ηύ, οί, ού, υί). Ο τόνος μπορεί να συνδυαστεί και με διαλυτικά σε περιπτώσεις που το φωνηεντικό σύμπλεγμα πρέπει να διαχωριστεί σε δύο ξεχωριστά φωνήεντα (πχ: Μαΐου, Ταΰγετος). Στην περίπτωση κεφαλαίων στην αρχή τών λέξεων (είτε επειδή η λέξη είναι όνομα είτε επειδή είναι λέξη στην αρχή πρότασης) ο τόνος τοποθετείται αριστερά από το γράμμα (πχ Άραχθος). Στην κεφαλαιογράμματη όμως γραφή κανονικά δεν χρησιμοποιείται ο τόνος (πχ ΕΛΛΑΔΑ). Όταν η χρήση τού τόνου είναι επιθυμιτή στην κεφαλαιογράμματη γραφή ο τόνος κατά παράδοση δεν μπαίνει αριστερά από το γράμμα αλλά πάνω ή δεξιά από το γράμμα (δηλαδή όχι ΕΛΛΆΔΑ αλλά ΕΛΛΑ'ΔΑ). Στην ελληνική γραφή τονίζονται όλες οι πολυσύλλαβες λέξεις και μερικές μονοσύλλαβες (οι μονοσύλλαβες κυρίως για την αποσαφήνιση τού νόηματός τους, πχ το διαζευκτικό ή διαφέρει έτσι από άρθρο, το πώς ("με ποιον τρόπο") από το πως ("ότι"), το πού από το που κλπ). Κάθε λέξη μπορεί να έχει μέχρι έναν τόνο. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση της έγκλισης τόνου: όταν μια λέξη τονίζεται στην προπαραλήγουσα και ακολουθεί αδύνατος τύπος της κτητικής αντωνυμίας (μου, σου κλπ.), τότε τονίζεται και η τελευταία συλλαβή της (π.χ. "νόημά του"). Το φαινόμενο αυτό προέρχεται από την αρχαία ελληνική, στην οποία τονίζονταν και οι μονοσύλλαβες λέξεις, οπότε ο τόνος των κτητικών μετά από προπαροξύτονες λέξεις αναβιβαζόταν στη λήγουσα των λέξεων αυτών που προηγούνταν.
Ιδιαίτερα σημαντικός για την ελληνική γλώσσα (αρχαία και νέα) είναι ο κανόνας της τρισυλλαβίας. Κατά τον κανόνα αυτόν ο τόνος δεν μπορεί ποτέ να αναβιβαστεί πριν την τρίτη από το τέλος συλλαβή μιας λέξης ή, με άλλη διατύπωση, δεν μπορούν και οι τρεις τελευταίες συλλαβές μιας λέξεις να είναι άτονες. Στην αρχαία ελληνική ο κανόνας αυτός δεν αφορούσε συλλαβές με τη σημερινή έννοια, αλλά χρόνους: δεν μπορούσε μια λέξη να καταλήγει σε πάνω από τρεις άτονους χρόνους με τα μακρά φωνήεντα να λογίζονται ως δύο και τα βραχέα ως ένας χρόνος. Παλαιότερα η ελληνική γραφή περιλάμβανε τρεις τόνους: την οξεία ( ´ ), τη βαρεία ( ` ) και την περισπωμένη ( ῀ ) που ονομαζόταν και "οξειβάρεια", επειδή αποτελούσε συνδυασμό οξείας και βαρείας ( ´` ). Αυτό το σύστημα γραφής (που περιλαμβάνει επίσης δύο πνεύματα: την ψιλή και την δασεία) λέγεται πολυτονικό. Αντικαταστάθηκε επίσημα από το μονοτονικό το 1982. Το μονοτονικό δεν χρησιμοποιεί τα πνεύματα και αντικαθιστά τα τρία είδη τόνου με ένα μόνο, που λέγεται απλώς "τόνος" και έχει γενικά την μορφή τής οξείας. Σ'ένα ενδιάμεσο στάδιο καταργήθηκε η βαρεία και αντικαταστήθηκε από την οξεία. Οι γραφομηχανές αυτής της εποχής δεν ήχαν βαρεία. Πολλά βιβλία όμως συνεχίζουν να εκδίδονται ακόμα και σήμερα στο πολυτονικό, μέ ή χωρίς βαρείες. Στην αρχαιότητα η ελληνική γραφή ήταν μόνο κεφαλαιογράμματη και χωρίς τόνους. Το πολυτονικό σύστημα "εφευρέθηκε" από τον Αλεξανδρινό γραμματικό Αριστοφάνη το Βυζάντιο (τέλος 3ου - αρχές 2ου αιώνα π.Χ.) (αβέβαιη είναι η πατρότητα των πνευμάτων, αν και ίσως να ήτανε και αυτά εφεύρεση του ιδίου), με σκοπό την πιστότερη απεικόνιση του μέτρου στο έργο του Ομήρου και των μελικών ποιητών. Λόγω της αντικατάστασης του μουσικού τονισμού από το δυναμικό ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια, η ανάγνωση των κλασικών κειμένων είχε καταστεί ιδιαίτερα δύσκολη και οι μελετητές χρειάστηκαν κάποια διακριτικά σημάδια για να αναγνωρίζουν σωστά τις λέξεις και να αποδίδουν σωστά το μέτρο. Έτσι καθιερώθηκε σταδιακά η "εφεύρεση" του Αριστοφάνη του Βυζάντιου, που αρχικά όμως χρησιμοποιήθηκε μόνο σε ορισμένα λογοτεχνικά έμμετρα έργα και μάλιστα καθόλου συστηματικά. Χρειάστηκε δέκα ολόκληρους αιώνες για να αρχίσει να γενικεύεται και μόνο τον 10ο μ.Χ. αιώνα είχε πια καθιερωθεί συστηματικά σε όλα ανεξαιρέτως τα κείμενα, αρχαιοελληνικά και μη, στο πλαίσιο του λεγόμενου "πρώτου βυζαντινού ουμανισμού". Ιλιάδα Η Ιλιάδα (Ιλιάς) είναι ένα από τα ομηρικά έπη και σώζεται ολόκληρη στις μέρες μας. Η σύνθεσή της, που κατά την παράδοση έγινε από τον Όμηρο, τοποθετείται στον 8ο αιώνα π.Χ. και βασίζεται στην παράδοση προφορικής σύνθεσης και απαγγελίας ηρωικών ποιημάτων που είχε αναπτυχθεί τους προηγούμενους αιώνες. Το ποίημα, που περιγράφει κάποια γεγονότα του δέκατου και τελευταίου χρόνου της πολιορκίας της Τροίας (Ιλίου) από τους Αχαιούς, είναι γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο και έχει 15.692 στίχους. Αρκετό καιρό μετά την δημιουργία του, κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, χωρίστηκε σε 24 ραψωδίες (κεφάλαια) και με μικρές αλλαγές έφτασε σε αυτή την μορφή στις μέρες μας. Καθεμία από τις ραψωδίες δηλώνεται με ένα κεφαλαίο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, ενώ οι ραψωδίες της Οδύσσειας με ένα μικρό.Τα ομηρικά έπη μαζί με τα ορφικά είναι τα παλαιότερα διασωθέντα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και στην αρχαία Ελλάδα θεωρούνταν τα σημαντικότερα έργα της, και χρησιμοποιούνταν στην εκπαίδευση. Ως κύριο θέμα των ραψωδών, η απαγγελία τους ήταν βασικό μέρος των Ελληνικών θρησκευτικών γιορτών. Τα γεγονότα του τρωικού πολέμου που αφηγείται η Ιλιάδα διαδραματίζονται στον δέκατο χρόνο του πολέμου και εκτυλίσσονται σε περίπου 51 ημέρες. Αρχή του ποιήματος είναι η μῆνις, η οργή του Αχιλλέα, μετά από διαφωνία με τον Αγαμέμνονα για τη διανομή των λαφύρων από τις μάχες, που οδηγεί στην αποχώρηση του Αχιλλέα από τις πολεμικές επιχειρήσεις. Στην Ιλιάδα περιλαμβάνονται τα γεγονότα που ακολουθούν την αποχώρηση του Αχιλλέα και οι επιτυχίες των Τρώων, η είσοδος του Πάτροκλου στον πόλεμο με τον οπλισμό του Αχιλλέα, ο θάνατος του Πάτροκλου, η επιστροφή του Αχιλλέα στην μάχη για εκδίκηση, ο θάνατος του Έκτορα και η βεβήλωσή του από τον Αχιλλέα.Τέλος η παράδοση του νεκρού Έκτορα στους Τρώες για την ταφή του. Τα επεισόδια που έχουν προηγηθεί στα δέκα χρόνια του πολέμου, καθώς και η προϊστορία του πολέμου, περιλαμβάνονται στα Κύπρια έπη, ενώ τα γεγονότα μετά την ταφή του Έκτορα μέχρι και την άλωση της Τροίας περιέχονται στα επόμενα έργα του τρωικού κύκλου, Αιθιοπίς, Μικρά Ιλιάς, Ιλίου πέρσις. Την πρώτη μέρα της δράσης, ο Τρώας Χρύσης, ιερέας του Απόλλωνα και πατέρας της Χρυσηίδας, αιχμάλωτης του Αγαμέμνονα, προσήλθε στο στρατόπεδο των Αχαιών και ζήτησε την απελευθέρωση της κόρης του. Όμως ο Αγαμέμνονας ήταν ανυποχώρητος και προσέβαλε βάναυσα τον ιερέα, ο οποίος προσευχήθηκε στον Απόλλωνα να πάρει εκδίκηση για την απαράδεκτη αυτή συμπεριφορά (ύβρις). Ο Απόλλωνας ανταποκρίθηκε και τιμώρησε με εξοντωτικό λοιμό τον αχαϊκό στρατό. Μετά από εννιά ημέρες ασθένειας, συγκαλείται συνέλευση του στρατού και ζητείται από τον μάντη Κάλχα να αποκαλύψει την αιτία της οργής των θεών. Ο Αγαμέμνονας αρχικά αρνείται να επιστρέψει την κοπέλα, λογομαχεί έντονα με τον Αχιλλέα και τελικά πείθεται να την επιστρέψει με την προϋπόθεση να πάρει για αντάλλαγμα ένα από τα λάφυρα του Αχιλλέα, την Βρισηίδα. Ο Αχιλλέας αναγκάζεται να υποχωρήσει, αλλά προσβεβλημένος αρνείται να συνεχίσει να μάχεται και παρακαλά τη μητέρα του, Θέτιδα, να ζητήσει από το Δία να ενισχύσει τους Τρώες στις μάχες ώστε να τιμωρηθούν οι Αχαιοί. Η συνάντηση της Θέτιδας με τους Θεούς καθυστερεί την επιθυμία του γιου της για δώδεκα ημέρες, επειδή ο Δίας απουσιάζει στη χώρα των Αιθιόπων. Στη δεύτερη ραψωδία, ο Δίας στέλνει όνειρο στον Αγαμέμνονα για να υποκινήσει επίθεση εναντίον των Τρώων, με την παραπλανητική πληροφορία ότι οι θεοί υποστηρίζουν τους Αχαιούς. Ο Αγαμέμνονας συγκαλεί συνέλευση και μετά από διαφωνίες οι Αχαιοί ετοιμάζονται για μάχη. Όταν οι Τρώες το πληροφορούνται ξεκινούν και αυτοί τις ετοιμασίες. Στα γεγονότα παρεμβάλλεται ο κατάλογος των αντιπάλων δυνάμεων και των ελληνικών πλοίων. Οι δύο στρατοί αποφασίζουν να κριθεί η έκβαση της μάχης σε μονομαχία μεταξύ Πάρη και Μενέλαου. Ο Μενέλαος επικρατεί, αλλά η θεά Αφροδίτη διασώζει τον Πάρη. Οι αντίπαλοι αποφασίζουν ανακωχή, αλλά οι θεοί σε συνέλευση αποφασίζουν να προκαλέσουν την παραβίασή της από τους Τρώες ώστε να συνεχιστεί ο πόλεμος. Οι μάχες αρχίζουν, ξεχωρίζει η παρουσία του Διομήδη που τραυματίζει ακόμα και τον θεό Άρη, οι δύο πλευρές έχουν σημαντικές απώλειες, αλλά οι Τρώες βρίσκονται σε δυσκολότερη θέση. Ο Έκτορας εγκαταλείπει προσωρινά τη μάχη για να ζητήσει από τις Τρωαδίτισσες να κάνουν δέηση στην Αθηνά. Όταν επιστρέφει, μονομαχεί με τον Αίαντα αλλά δεν υπάρχει νικητής. Οι εχθροπραξίες διακόπτονται επειδή νυχτώνει (η ημέρα αυτή κάλυψε τις ραψωδίες Β έως και Η) και αποφασίζεται ανακωχή για την ταφή των νεκρών, ενώ οι Αχαιοί ενισχύουν την περιτείχιση του στρατοπέδου τους. Στη ραψωδία Θ περιγράφεται άλλη μία ημέρα μαχών, στις οποίες επικρατούν οι Τρώες, και στις δύο επόμενες η νύχτα που ακολουθεί τη μάχη, κατά την οποία οι Αχαιοί ζητούν χωρίς επιτυχία από τον Αχιλλέα να επιστρέψει στον πόλεμο. Η ραψωδία Λ αρχίζει με νέες μάχες. Αν και αρχικά διακρίνεται ο Αγαμέμνονας και απωθεί τους Τρώες μέχρι τα τείχη τους, οι θεοί ενθαρρύνουν τον Έκτορα και, καθώς στη συνέχεια τραυματίζονται πολλοί αρχηγοί των Ελλήνων (Αγαμέμνονας, Διομήδης, ο γιατρός Μαχάονας), οι Τρώες προχωρούν, πιέζουν τους Αχαιούς σε υποχώρηση και γκρεμίζουν τα τείχη του στρατοπέδου τους (ραψωδίες Λ και Μ). Στις ραψωδίες Ν-Π συνεχίζεται η μάχη γύρω από τα πλοία των Αχαιών, οι οποίοι βρίσκονται σε δεινή θέση. Τότε ο Πάτροκλος πείθει τον Αχιλλέα να του δώσει τα όπλα του και να τον αφήσει να ηγηθεί του στρατού των Μυρμιδόνων ώστε να παραπλανήσουν τους Τρώες και να περιορίσουν τον ενθουσιασμό τους. Η ραψωδία Π συνεχίζεται με την είσοδο του Πάτροκλου στη μάχη. Παρά τη συμβουλή του Αχιλλέα να περιοριστεί στην απομάκρυνση των Τρώων από το στρατόπεδο και να μην τους καταδιώξει μέχρι την πόλη, ο Πάτροκλος αντεπιτίθεται και τους κυνηγά μέχρι τα τείχη, όπου μόνο με την επέμβαση του Απόλλωνα ήταν δυνατή η απόκρουση της επίθεσης των Αχαιών. Κατά τις συγκρούσεις ο Πάτροκλος, πάνω στον ενθουσιασμό του πλησίασε αρκετά στα τείχη της πόλης, ακολούθησε μονομαχία με τον Έκτορα, ο οποίος τον σκότωσε με τη βοήθεια του Απόλλωνα. Στη ραψωδία Ρ γίνεται μάχη για το σώμα του Πάτροκλου, στην οποία διακρίνεται ο Μενέλαος. Τελικά ο Αίαντας καταφέρνει να αποσπάσει το νεκρό από τους Τρώες, αλλά ο Έκτορας κρατά τον οπλισμό. Φορώντας τον οπλισμό του Αχιλλέα, ο Έκτορας επιχειρεί ξανά να πάρει το σώμα του Πάτροκλου, χωρίς επιτυχία. Στη ραψωδία Σ ο Αχιλλέας θρηνεί για το θάνατο του φίλου του και αποφασίζει να τον εκδικηθεί. Η Θέτιδα ζητά από τον Ήφαιστο να κατασκευάσει νέα όπλα και η ραψωδία ολοκληρώνεται με την εκτενή περιγραφή της ασπίδας που κατασκευάζεται. Στη ραψωδία Τ ο Αχιλλέας παραλαμβάνει τα νέα όπλα του και συγκαλεί συνέλευση των Αχαιών. Συμφιλιώνεται με τον Αγαμέμνονα, αφού οι δύο παραδέχονται ότι οδηγήθηκαν σε σύγκρουση από θεϊκές παρεμβάσεις, και επιστρέφεται η Βρισηίδα, την οποία ο Αγαμέμνονας ορκίζεται ότι δεν είχε αγγίξει. Μετά τη συνέλευση ο Αχιλλέας θρηνεί τον Πάτροκλο και αναχωρεί για τη μάχη. Στη ραψωδία Υ αρχίζουν οι συγκρούσεις, στις οποίες συμμετέχουν και θεοί. Ο Αχιλλέας μονομαχεί με τον Αινεία, που σώζεται από τον Ποσειδώνα. Ο Αχιλλέας πολέμησε με τον ποτάμιο θεό Σκάμανδρο και καταδίωξε τους Τρώες μέχρι τα τείχη τους (ραψωδία Φ). Οι Τρώες κατέφυγαν στην πόλη, εκτός από τον Έκτορα, ο οποίος παρέμεινε στο πεδίο της μάχης για να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα (ραψωδία Χ). Η Αθηνά τον παραπλάνησε υποσχόμενη βοήθεια, αλλά τελικά υποστήριξε τον Αχιλλέα που καταφέρνει να τον σκοτώσει. Ο Αχιλλέας δεν δέχεται να παραδώσει τον Έκτορα στους Τρώες. Αντιθέτως, τον δένει στο άρμα του και τον σέρνει. Η ραψωδία τελειώνει με τους θρήνους της οικογένειας του Έκτορα. Τις μέρες μετά τον θάνατο του Έκτορα οι Αχαιοί ολοκλήρωσαν τις νεκρώσιμες τελετουργίες για τον Πάτροκλο, έκαψαν το σώμα του και διοργάνωσαν αγώνες προς τιμήν του (ραψωδία Ψ). Η τελευταία ραψωδία αρχίζει με τις δώδεκα ημέρες βεβήλωσης του πτώματος του Έκτορα από τον Αχιλλέα. Τη δωδέκατη ημέρα οι θεοί κάνουν συνέλευση και στέλνουν την Θέτιδα να πείσει τον Αχιλλέα να παραδώσει το νεκρό και την Ίριδα να παρακινήσει τον Πρίαμο να ικετεύσει τον Αχιλλέα. Το βράδυ γίνεται η συνάντηση του Πρίαμου με τον Αχιλλέα, ο οποίος αποδέχεται τα λύτρα και επιστρέφει το νεκρό και αποφασίζεται ανακωχή για την τελετή της καύσης. Ακολουθούν δέκα ημέρες θρήνων και προετοιμασιών και την ενδέκατη ημέρα γίνεται η καύση και η ταφή του Έκτορα, με την οποία τελειώνει το έργο. Ο Αχιλλέας ήταν γιος του Πηλέα (γι' αυτό τον αποκαλούσαν και Πηλείδη), βασιλιάς των Μυρμιδόνων στη Φθία (Θεσσαλία) και της Νηρηίδας Θέτιδας. Ο Δίας και ο Ποσειδώνας συναγωνίστηκαν για το χέρι της μέχρι που ένα μαντείο αποκάλυψε ότι θα γεννούσε ένα γιο μεγαλύτερο από τον πατέρα του, οπότε και πολύ σοφά επέλεξαν να την δώσουν σε κάποιον άλλο. Σύμφωνα με το μετα-Ομηρικό μύθο, η Θέτις προσπάθησε να κάνει τον Αχιλλέα άτρωτο, βουτώντας τον στα νερά της Στύγας, όμως πιάνοντάς τον από τη φτέρνα, τον άφησε τρωτό σ' αυτό το σημείο. (Δείτε Αχίλλειος πτέρνα). Ο Όμηρος, εν τούτοις, αναφέρει ένα ελαφρύ τραυματισμό του στην Ιλιάδα. Σε μια νεότερη και λιγότερο δημοφιλή εκδοχή, η Θέτιδα άλειψε το αγόρι με αμβροσία κι έπειτα το έβαλε πάνω από τη φωτιά ώστε να κάψει τα θνητά μέρη του κορμιού του. Διακόπηκε από τον Πηλέα και εγκατέλειψε πατέρα και γιό, εξοργισμένη. Ο Πηλέας τον έδωσε (ίσως μαζί με το μικρό φίλο του Πάτροκλο) στον κένταυρο Χείρωνα, στο όρος Πήλιο, να τον μεγαλώσει. Όταν οι Έλληνες έπλευσαν για την Τροία, κατά λάθος σταμάτησαν στη Μυσία, με βασιλιά τον Τήλεφο. Στη μάχη που επακολούθησε ο Αχιλλέας τραυμάτισε τον Τήλεφο. Η πληγή δεν έκλεινε κι έτσι ο Τήλεφος ρώτησε ένα μαντείο το οποίο δήλωσε ότι «αυτός που πλήγωσε θα θεραπεύσει».Σύμφωνα με αναφορές άλλων περί το χαμένο έργο του Ευριπίδη, ο Τήλεφος πήγε στην Αυλίδα, προσποιούμενος το ζητιάνο και ζήτησε από τον Αχιλλέα να του γιατρέψει την πληγή. Ο Αχιλλέας του αρνήθηκε, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε ιατρικές γνώσεις. Εναλλακτικά, ο Τήλεφος κράτησε τον Ορέστη όμηρο σε αντάλλαγμα με τη βοήθεια του Αχιλλέα στη θεραπεία της πληγής. Ο Οδυσσέας συμπέρανε πως το δόρυ δημιούργησε την πληγή άρα το δόρυ θα έπρεπε να τη γιατρέψει. Ξύσματα από το δόρυ τοποθετήθηκαν στην πληγή και ο Τήλεφος γιατρεύτηκε. Σε μια μετα-Ομηρική (αλλά δημοφιλή) εκδοχή του μύθου, ο μάντης Κάλχας δήλωσε ότι οι Έλληνες δεν θα μπορούσαν να νικήσουν δίχως τη βοήθεια του Αχιλλέα, όμως η μητέρα του, η Θέτιδα, ήξερε ότι θα πέθαινε αν πήγαινε στην Τροία. Έτσι τον έκρυψε στην αυλή του Λυκομήδη στη Σκύρο, μεταμφιεσμένο σε κορίτσι. Εκεί είχε ένα δεσμό με τη Διηδάμεια με αποτέλεσμα ένα γιο, το Νεοπτόλεμο. Ανακαλύφθηκε, όμως, από τον τον Αίαντα τον Τελαμώνιο και το Φοίνικα, που έφτασαν μεταμφιεσμένοι σε γυρολόγους με κοσμήματα και όπλα. Ο Αχιλλέας εντοπίστηκε από το γεγονός ότι κοιτούσε τα «λάθος» αγαθά. Εναλλακτικά, εντοπίστηκε με τον ήχο μιας σάλπιγγας, όπου αντί να δειλιάσει, άρπαξε ένα δόρυ να απωθήσει τους εισβολείς. Από εκεί και πέρα χρειάστηκε ελάχιστη πειθώ να πάει στην Τροία, συνοδευόμενος από τον εξάδελφό του και καλύτερό του φίλο Πάτροκλο και το δάσκαλό του, Φοίνικα (αυτός είναι ο ίδιος Φοίνικας που συνόδευσε τον Οδυσσέα στη Σκύρο σε μια αργότερη εκδοχή).
Κ κ κάππα: Το γράμμα Κ, κάππα είναι το δέκατο γράμμα του Ελληνικού αλφαβήτου. Το κ είναι σύμφωνο που χαρακτηρίζεται άφωνο, ουρανικό και ψιλόπνοο. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία κ´ = 20.
Λ λ λάμβδα: Το γράμμα λάμδα (επίσης λάμβδα) (κεφαλαίο Λ, πεζό λ) είναι το ενδέκατο γράμμα του Ελληνικού αλφαβήτου. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία λ´ = 30. Το λ είναι σύμφωνο που χαρακτηρίζεται υγρό ημίφωνο. Το κεφαλαίο "Λ" είναι σύμβολο: Των Λακεδαιμονίων. Τα αρχαιότερα ευρήματα που μπορούν να χρονολογηθούν με αξιόπιστο τρόπο ανάγονται στα μέσα της 6ης χιλιετίας π.Χ. Η Σπάρτη (Σπάρτα στη δωρική διάλεκτο, Σπάρτη στην αττική διάλεκτο) ήταν πόλη-κράτος στην Αρχαία Ελλάδα, χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ευρώτα, στη Λακωνία, στο νοτιοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου. Κατά τη διάρκεια της Κλασσικής Αρχαιότητας, η Σπάρτη ήταν μία από τις δύο κυρίαρχες πόλεις-κράτη της Ελλάδας, μαζί με την Αθήνα. Η Σπάρτη άρχισε να αναδύεται ως πολιτικό-στρατιωτική δύναμη κατά την αρχή της Αρχαϊκής Εποχής, μετά το τέλος των σκοτεινών χρόνων της Γεωμετρικής Εποχής, και έφτασε στην απόλυτη ακμή της μετά τη νίκη της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο επί της Αθήνας και των συμμάχων της, όταν και πέτυχε να επιβάλει την ηγεμονία και την επιρροή της στο μεγαλύτερο μέρος του αρχαιοελληνικού κόσμου. Η ηγεμονία της δεν κράτησε πολύ, και μετά την ήττα της από τους Θηβαίους έχασε την παλαιά της δύναμη, και, ταυτόχρονα με την άνοδο του βασιλείου της Μακεδονίας, άρχισε να παίζει δευτερεύοντα ρόλο στα ελληνικά πράγματα. Κάποιες αναλαμπές κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. δεν εμπόδισαν την παρακμή της, ακολουθώντας τη μοίρα του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου που κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Κατά το Μεσαίωνα είχε χάσει την παλαιά της λάμψη, με τον Μυστρά να έχει πλέον γίνει το στρατιωτικό και πολιτικό κέντρο της περιοχής. Από την εποχή του βασιλιά Όθωνα κι έπειτα άρχισε να χτίζεται η σύγχρονη πόλη που σήμερα αποτελεί την πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας.
Μ μ μῦ: Το γράμμα Μ, μι είναι το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Το μ είναι σύμφωνο, έρρινο ημίφωνο. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία μ´=40. Το 10.000 (ΜΥΡΙΟΙ) σε ένα αρχαιότερο ελληνικό σύστημα αρίθμησης το ακροφωνικό σύστημα αρίθμησης. Αρχαίο ελληνικό σύστημα αρίθμησης. Ο όρος ακροφωνικό σημαίνει ότι τα σύμβολα των αριθμών, εκτός από αυτό του αριθμού ένα, προέρχονται από το πρώτο γράμμα του ονόματος του αριθμού. Με τον όρο ελληνική μυθολογία εννοούμε όλο το πλέγμα των μύθων που σχετίζονται με την υπόθεση της ελληνικότητας, έτσι όπως παρουσιάζονται στα κείμενα της Αρχαιοελληνικής ή Βυζαντινής γραμματείας. Ως ελληνική μυθολογία ορίζεται επίσης η αφήγηση των ιστοριών που δημιουργήθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες, και αφορούσαν τους θεούς και τους ήρωες τους, τη φύση του κόσμου και τις τελετουργικές πρακτικές λατρείας τους.Οι σύγχρονοι μελετητές αναφέρονται στους μύθους και τους μελετούν σε μία προσπάθεια να κατανοήσουν τους θρησκευτικούς και πολιτικούς θεσμούς των αρχαίων Ελλήνων και, γενικά, τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.[1] Οι χρονολογικά μεταγενέστεροι όμως μύθοι εντάσσονται συνήθως στους χώρους επικράτειας της Λαογραφίας και δεν αφορούν στη μυθολογία με τη στενή έννοια του όρου.Η ελληνική μυθολογία συνίσταται, κατά ένα μέρος, από μια μεγάλη συλλογή αφηγημάτων που εξηγούν την προέλευση του κόσμου και εξιστορούν τη ζωή και τις περιπέτειες μιας ευρείας ποικιλίας θεών, ηρώων, ηρωίδων και άλλων μυθολογικών πλασμάτων. Αυτές οι ιστορίες αρχικά διαμορφώθηκαν και στη συνέχεια διαδόθηκαν από την προφορική-ποιητική παράδοση και για αυτό οι ελληνικοί μύθοι είναι γνωστοί σήμερα πρώτιστα από την ελληνική λογοτεχνία. Οι παλαιότερες γνωστές λογοτεχνικές πηγές, είναι τα επικά ποιήματα Ιλιάδα και Οδύσσεια του Ομήρου, που εστιάζουν στα γεγονότα που περιβάλλουν τον τρωικό πόλεμο. Έπειτα δύο ποιήματα από τον Ησίοδο, η Θεογονία και το Έργα και Ημέραι, περιέχουν πολλές περιγραφές για τη γένεση του κόσμου, τη διαδοχή των θείων κυβερνητών, τη διαδοχή των ανθρώπινων εποχών, την προέλευση της ανθρώπινης θλίψεως και των θυσιαστικών πρακτικών. Διάφοροι μύθοι έχουν επίσης συντηρηθεί από: ομηρικούς ύμνους, τμήματα ποιημάτων του επικού κύκλου, λυρικά ποιήματα, έργα τραγωδών του 5ου αιώνα π.Χ., γραφές των μελετητών και των ποιητών της ελληνιστικής περιόδου και κείμενα από συγγραφείς των ρωμαϊκών χρόνων, όπως του Πλούταρχου και του Παυσανία.Τα μνημειακά στοιχεία στις Μυκήνες και την Μινωική Κρήτη βοήθησαν στην επίλυση πολλών ερωτημάτων που προέκυπταν από τα ομηρικά έπη και χορήγησαν αρχαιολογικές αποδείξεις για πολλές από τις μυθολογικές λεπτομέρειες που αφορούν τους Θεούς και τους ήρωες. Η ελληνική μυθολογία απεικονίστηκε επίσης σε χειροποίητα αντικείμενα. Τα γεωμετρικά σχέδια στην αγγειοπλαστική του 8ου αιώνα π.Χ απεικονίζουν σκηνές από τον τρωικό κύκλο, καθώς επίσης και τις περιπέτειες του Ηρακλή. Στην αρχαϊκή, κλασσική και ελληνιστική περίοδο, οι ομηρικές και διάφορες άλλες μυθολογικές σκηνές συμπληρώνουν τα υπάρχοντα λογοτεχνικά στοιχεία.Η ελληνική μυθολογία είχε εκτενή επιρροή στον πολιτισμό, τις τέχνες και τη λογοτεχνία του δυτικού πολιτισμού και παραμένει μέρος της δυτικής κληρονομιάς. Είναι ένα μέρος του εκπαιδευτικού κύκλου από την παιδική ηλικία, ενώ οι ποιητές και οι καλλιτέχνες από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα έχουν αντλήσει έμπνευση από την ελληνική μυθολογία και έχουν ανακαλύψει σύγχρονες έννοιες και σχετικότητα στα κλασσικά μυθολογικά θέματα. μυθική αφήγηση είναι κυρίαρχη σχεδόν σε κάθε μορφή της ελληνικής λογοτεχνίας. Εντούτοις, το μοναδικό μυθογραφικό εγχειρίδιο που επέζησε από την αρχαιότητα είναι η Βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου, η οποία προσπαθεί να συνδυάσει τις αντιφατικές ιστορίες των ποιητών και να παράσχει μια ενιαία εκδοχή της παραδοσιακής ελληνικής μυθολογίας.Μεταξύ των λογοτεχνικών πηγών, χρονολογικά πρώτα, είναι τα δύο επικά ποιήματα του Ομήρου, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Οι Ομηρικοί Ύμνοι, παρά το όνομά τους, δεν έχουν καμία σχέση με τον Όμηρο. Άλλοι ποιητές ολοκλήρωσαν τον συγκεκριμένο επικό κύκλο με μικρότερα ποιήματα, αλλά τα περισσότερα δεν έχουν διασωθεί. Ο Ησίοδος, ένας σύγχρονος του Ομήρου, καταθέτει στη Θεογονία (προέλευση των Θεών) την πληρέστερη καταγραφή των πρώιμων ελληνικών μύθων. Οι μύθοι της Θεογονίας, που διαμόρφωσαν τις λαϊκές δοξασίες, προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη δημιουργία του κόσμου, την προέλευση των Θεών, των τιτάνων, των γιγάντων και τον σχηματισμό των γενεαλογιών. Στο Έργα και Ημέραι του Ησίοδου, ένα διδακτικό ποίημα για τη αγροτική ζωή, περιλαμβάνει επίσης τους μύθους του Προμηθέα, της Πανδώρας και των τεσσάρων εποχών. Ο ποιητής δίνει συμβουλές ώστε να επιβιώσεις σε έναν επικίνδυνο κόσμο που καθίσταται ακόμα πιο επικίνδυνος από τους Θεούς.Οι λυρικοί ποιητές εμπνέονταν συχνά από μύθους, αλλά η βαθμιαία επεξεργασία μετέτρεπε τα έργα σε λιγότερο αφηγηματικά και περισσότερο υπαινικτικά. Σαν αποτέλεσμα, ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης, ο Σιμωνίδης, και οι βουκολικοί ποιητές, όπως ο Θεόκριτος και ο Βίων, παρέχουν μεμονωμένα μυθολογικά γεγονότα στα έργα τους. Απ’ την άλλη, οι μύθοι ήταν σε περίοπτη θέση στο κλασσικό αθηναϊκό δράμα. Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί συγγραφείς Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης εμπνεύστηκαν πολλά έργα τους από την μυθική εποχή των ηρώων και του τρωικού πολέμου. Έτσι πολλές από τις μεγάλες μυθικές ιστορίες (π.χ. ο Αγαμέμνων και τα παιδιά του, ο Οιδίποδας, ο Ιάσων, η Μήδεια κ.λπ.) πήραν την κλασική μορφή τους μέσα από τραγικά θεατρικά έργα. Και ο κωμικός θεατρικός συγγραφέας Αριστοφάνης επίσης χρησιμοποίησε τους μύθους, π.χ. στους Όρνιθες και στους Βατράχους.Οι ιστορικοί Ηρόδοτος και Διόδωρος Σικελιώτης, και οι γεωγράφοι Παυσανίας και Στράβων, που ταξίδεψαν σε όλο τον ελληνικό κόσμο και κατέγραψαν τις ιστορίες που άκουσαν, παρέχουν τους πολυάριθμους τοπικούς μύθους, σώζοντας έτσι τις λιγότερο γνωστές εναλλακτικές εκδόσεις. Ο Ηρόδοτος ειδικότερα, ερεύνησε τις διάφορες παραδόσεις που άκουσε και κατέληξε στις ιστορικές ή μυθολογικές ρίζες της αντιπαράθεσης μεταξύ Ελλάδας και ανατολής.
1. Η ποίηση της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής, περιέχει πολλές σημαντικές λεπτομέρειες που ειδάλλως θα χάνονταν. Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται: Οι ελληνιστικοί ποιητές Απολλώνιος ο Ρόδιος, Καλλίμαχος, Ερατοσθένης και Παρθένιος.
2. Οι ρωμαϊκοί ποιητές Οβίδιος, Αχιλλεύς Τάτιος, Βαλέριος Φλάκος, Σενέκας και Βιργίλιος με σχόλια του Σέρβιου.
3. Οι μεταγενέστεροι Έλληνες ποιητές Νόννος, Αντώνιος Λιμπεράλης και Κουΐντος της Σμύρνης.
4. Τα αρχαία μυθιστορήματα του Απουλήιου, του Πετρώνιου, του Λολλιανού και του Ηλιόδωρου.
Το Fabulae και το Astronomica του Ρωμαίου συγγραφέα Υγίνου είναι δύο σημαντικές, μη-ποιητικές επιτομές της ελληνικής μυθολογίας. Το Imagines του Φιλόστρατου του πρεσβύτερου και του νεότερου και οι περιγραφές του Καλλίστρατου, είναι άλλες δύο χρήσιμες πηγές. Τέλος, ο χριστιανικός συγγραφέας και φιλόσοφος Αρνόβιος αναφέρει κάποιες πρακτικές λατρείας προκειμένου να τις δυσφημήσει, ενώ και διάφοροι άλλοι βυζαντινοί συγγραφείς παρέχουν σημαντικές λεπτομέρειες για μύθους, που πηγάζουν από χαμένα ελληνικά έργα. Άλλα έργα που βοήθησαν σημαντικά στη συντήρηση των μύθων είναι το λεξικό του Ησύχιου, το Σούδα, και οι πραγματείες του Ιωάννη Τζέτζη και του Ευστάθιου. Η ανακάλυψη του Μυκηναϊκού πολιτισμού από τον Γερμανό ερασιτέχνη αρχαιολόγο Ερρίκο Σλήμαν τον 19ο αιώνα, και η ανακάλυψη του Μινωικού πολιτισμού στην Κρήτη από τον Βρετανό αρχαιολόγο Άρθουρ Έβανς τον 20ό αιώνα, βοήθησαν στην εξακρίβωση πολλών στοιχείων από τα έπη του Ομήρου και παρείχαν αρχαιολογικά στοιχεία για πολλές μυθολογικές λεπτομέρειες, για τους Θεούς και για τους ήρωες. Δυστυχώς, τα στοιχεία για τους μύθους και τα τελετουργικά στις Μυκήνες και στην Μινωική Κρήτη είναι εξ ολοκλήρου μνημειακά, καθώς η Γραμμική Β χρησιμοποιούνταν κυρίως για καταγραφή καταλόγων. Παρόλα αυτά τα ονόματα των Θεών και των ηρώων που είχαν ήδη αποκαλυφθεί, εξακριβώθηκαν.Γεωμετρικά σχέδια στην αγγειοπλαστική του 8ου αιώνα απεικονίζουν διάφορα μυθικά γεγονότα. Αυτές οι οπτικές αναπαραστάσεις των μύθων είναι σημαντικές για δύο λόγους: αφ' ενός γιατί πολλοί μύθοι αποτυπώνονταν σε αγγεία πολύ νωρίτερα απ' ότι σε λογοτεχνικά έργα και, αφ' ετέρου γιατί οι οπτικές αναπαραστάσεις αντιπροσωπεύουν μερικές φορές μύθους ή μυθικές σκηνές που δεν καταγράφονται σε οποιαδήποτε άλλη υπάρχουσα λογοτεχνική πηγή. Για παράδειγμα, από τους δώδεκα άθλους του Ηρακλή, μόνο ο άθλος με τον Κέρβερο εμφανίζεται σε λογοτεχνικό κείμενο. Η μυθολογία έχει αλλάξει κατά τη διάρκεια του χρόνου για να προσαρμοστεί στην εξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού . Οι πρώτοι κάτοικοι της βαλκανικής χερσονήσου, που ήταν γεωργικοί πληθυσμοί είχαν αντιστοιχίσει ένα πνεύμα σε κάθε φυσικό φαινόμενο. Με την πάροδο του χρόνου, αυτά τα ασαφή πνεύματα απέκτησαν ανθρώπινη μορφή και εντάχθηκαν στην μυθολογία ως Θεοί και Θεές. Κατά την κάθοδο φυλών από την βόρεια Βαλκανική, ήρθε και ένα νέο θεϊκό πάνθεον, βασισμένο στην κατάκτηση, τη δύναμη, την ανδρεία στη μάχη και τον ηρωισμό. Παλαιότερες θεότητες του γεωργικού κόσμου αφομοιώθηκαν με ισχυρότερες ή απαξιώθηκαν πλήρως.Κατά το μέσο της αρχαϊκής περιόδου οι μύθοι αρχίζουν σταδιακά να ασχολούνται με τις σχέσεις μεταξύ των αρσενικών Θεών και των ηρώων, υποδεικνύοντας την παράλληλη ανάπτυξη της παιδεραστίας, όρος που εισάγεται περίπου το 630 π.χ. Μέχρι το τέλος του 5ου αιώνα π.χ., οι ποιητές είχαν αντιστοιχίσει τουλάχιστον έναν ερωμένο σε κάθε σημαντικό Θεό, εκτός από τον Άρη, και σε πολλές θρυλικές προσωπικότητες. Ήδη υπάρχοντες μύθοι, όπως αυτός του Αχιλλέα και του Πάτροκλου, εντάχθηκαν επίσης σε ένα παρόμοιο μοτίβο. Η διασκευή των ιστοριών της ελληνικής μυθολογίας ήταν ένα κοινό φαινόμενο, που εισήχθη αρχικά από τους αλεξανδρινούς ποιητές και συνεχίστηκε έπειτα από το σύνολο των λογοτεχνών της πρόωρης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.Το επίτευγμα της επικής ποίησης ήταν να δημιουργηθούν οι ιστορικοί κύκλοι, και κατά συνέπεια να αναπτυχθεί μια αίσθηση μυθολογικής χρονολογίας. Έτσι η ελληνική μυθολογία εξελίσσεται παράλληλα με την ανάπτυξη του κόσμου και του ανθρώπου. Αν και οι αντιφάσεις στις ιστορίες καθιστούν μια απόλυτη χρονολόγηση αδύνατη, κατά προσέγγιση είναι εφικτή. Η μυθολογική ιστορία του κόσμου μπορεί να διαιρεθεί σε 3 ή 4 ευρύτερες περιόδους:
1. Η εποχή των Θεών ή Θεογονία(γέννηση των Θεών): μύθοι σχετικά με την προέλευση του κόσμου, των Θεών και της ανθρώπινης φυλής.
2. Η εποχή Θεών και Ανθρώπων: ιστορίες αλληλεπιδράσεων μεταξύ Θεών, ημίθεων, και θνητών.
3. Η εποχή των Ηρώων, όπου η θεία δραστηριότητα είναι περιορισμένη.
Ο τελευταίος και μέγιστος των ηρωικών μύθων είναι του τρωικού πολέμου (θεωρείται από πολλούς ερευνητές ως ξεχωριστή τέταρτη περίοδος).
1. Ενώ η εποχή των Θεών παρουσιάζει συνήθως περισσότερο ενδιαφέρον για τους σύγχρονους σπουδαστές του μύθου, οι Έλληνες συγγραφείς των αρχαϊκών και κλασσικών εποχών είχαν μια σαφή προτίμηση για την εποχή των ηρώων. Παραδείγματος χάριν, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια επισκίασαν τη θεόπνευστη Θεογονία και τους Ομηρικούς Ύμνους και σε έκταση αλλά και σε δημοτικότητα. Χάρις την επιρροή του Ομήρου η "λατρεία ηρώων" οδηγεί σε μια αναδόμηση της πνευματικής ζωής, που διαχωρίζει τους Θεούς από τους θεϊκούς ήρωες, τους Ολύμπιους και τους Χθόνιους. Στο Έργα και Ημέρες, ο Ησίοδος διακρίνει σε τέσσερα τμήματα (ή φυλές) την ιστορία του ανθρώπου: στην χρυσή, την ασημένια, την χάλκινη, και την σιδηρά εποχή. Αυτές οι εποχές (ή φυλές) είναι χωριστές δημιουργίες των Θεών. Έτσι, η χρυσή εποχή αντιστοιχεί στην κυριαρχία του Κρόνου, ενώ οι επόμενες εποχές στην βασιλεία του Δία. Ο Ησίοδος παρεμβάλλει την εποχή (ή τη φυλή) των ηρώων αμέσως μετά την εποχή του χαλκού. Η τελευταία εποχή είναι, σύμφωνα με τον ποιητή, η εποχή του σιδήρου, κατά τη διάρκεια της οποίας έζησε και ο ίδιος. Ο ποιητής την θεωρεί ως την χειρότερη και εξηγεί την παρουσία του κακού μέσω του μύθου της Πανδώρας. Στο Μεταμορφώσεις, ο Οβίδιος ακολουθεί την θεωρεία του Ησίοδου για τις τέσσερις εποχές. Κοσμογονία και κοσμολογία: Οι «μύθοι προέλευσης» ή οι «μύθοι δημιουργίας» αποτελούν μια προσπάθεια να καταστεί ο κόσμος κατανοητός και να εξηγηθεί η προέλευση του με απλούς όρους. Η ευρύτατα αποδεκτή άποψη για την αρχή των πραγμάτων όπως αναφέρεται από τον Ησίοδο στη Θεογονία, ξεκινά με το Χάος, την πραγματική ανυπαρξία των πάντων. Από το κενό προέκυψε η Γαία και μερικά άλλα αρχικά θεία όντα: ο Έρωτας, η Άβυσσος (τα Τάρταρα), και ο Έρεβος. Χωρίς αρσενική βοήθεια η Γαία γέννησε τον Ουρανό που έπειτα την γονιμοποίησε ξανά. Από εκείνη την ένωση γεννήθηκαν πρώτα οι τιτάνες: έξι αρσενικά και έξι θηλυκά όντα (Ωκεανός, Κοίος, Κρίος, Υπερίων, Ιαπετός και Κρόνος, Θεία, Ρέα, Θέμις, Μνημοσύνη, Φοίβη και Τηθύς), κατόπιν οι μονόφθαλμοι Κύκλωπες και οι Εκατοντόχειρες. Ο Κρόνος (ο νεότερος, πολύ πανούργος και πιο φοβερός εκ των παιδιών της Γαίας) με την προτροπή της μητέρας του ευνούχισε τον πατέρα του Ουρανό και έγινε ο κυβερνήτης των Θεών με την αδελφή του Ρέα ως σύζυγο του ενώ οι άλλοι τιτάνες έγιναν αυλικοί του. Η σύγκρουση πατέρα γιου επαναλήφθηκε όταν ο Κρόνος ήρθε αντιμέτωπος με τον γιο του, Δία. Ο Δίας, με την βοήθεια της μητέρα του Ρέας, προκάλεσε τον Κρόνο σε πόλεμο για την βασιλεία των Θεών. Εν τέλει, με τη βοήθεια των Κυκλώπων, που ελευθέρωσε από τα Τάρταρα, ο Δίας και οι σύμμαχοί του νίκησαν, ενώ ο Κρόνος και οι τιτάνες φυλακίστηκαν στα Τάρταρα.Η πιο πρώιμη ελληνική ποιητική γνώμη καθιέρωσε τη Θεογονία ως το πρωτότυπο ποιητικό είδος - ο πρωταρχικός μύθος - και του απέδωσαν σχεδόν μαγικές δυνάμεις. Ο Ορφέας, ο αρχαίος ποιητής, ήταν επίσης ο αρχέτυπος τραγουδιστής των θεογονιών, που τις χρησιμοποιεί για να ηρεμήσει τις θάλασσες και τις θύελλες στην Αργοναυτική εκστρατεία σύμφωνα με τον Απολλώνιο, και για να συγκινήσει τις πετρώδεις καρδιές των Θεών του κάτω κόσμου κατά την κάθοδό του στον Άδη. Όταν ο Ερμής εφηύρε τη λύρα, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να τραγουδήσει για τη γέννηση των Θεών. Η θεογονία του Ησίοδου, είναι ο πληρέστερος διασωθείς απολογισμός των Θεών, αλλά και ο πληρέστερος διασωθείς καταγεγραμμένος τρόπος λειτουργίας του αρχαϊκού ποιητή, αναφέρει τη μακροχρόνια επίκλησή στις Μούσες για έμπνευση . Η θεογονία αποτέλεσε επίσης το θέμα πολλών χαμένων ποιημάτων και εδαφίων, που αποδίδονται στον Ορφέα, τον Μουσαίο, τον Επιμενίδη, τον Αβάρι και τα οποία χρησιμοποιούνταν σε τελετουργικά μυστήρια. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Πλάτωνας ήταν γνώστης κάποιας εκδοχής της Ορφικής θεογονίας. Μερικά τμήματα αυτών των έργων έχουν διασωθεί από αναφορές Νεοπλατωνικών φιλοσόφων σε παπύρους που πρόσφατα ήρθαν στον φως. Ένας από αυτούς, ο πάπυρος Derveni αποδεικνύει ότι τον 5ο αιώνα π.χ. υπήρχε τουλάχιστον ένα θεογονικό-κοσμογονικό ποίημα του Ορφέα. Αυτό το ποίημα προσπάθησε να υπερκεράσει την θεογονία του Ησίοδου και πρόσθεσε στη γενεαλογία των Θεών την Νυξ (νύχτα) ως την προκάτοχο του Ουρανού, του Κρόνου και του Δία.Οι πρώτοι κοσμολόγοι άλλοτε δρούσαν ενάντια και άλλοτε υποστήριζαν δημοφιλείς μυθικές εκδοχές που υπήρχαν στον ελληνικό κόσμο. Μερικές από αυτές τις δημοφιλείς εκδοχές ίσως έχουν εξαχθεί από την ποίηση του Ομήρου και του Ησίοδου. Στον Όμηρο, η γη περιγράφεται ως ένας επίπεδος δίσκος στην επιφάνεια του Ωκεάνιου ποταμού που επιβλέπεται από έναν ημισφαιρικό Ουρανό με ήλιο, φεγγάρι και αστέρια. Ο Ήλιος διέσχιζε τον ουρανό με το άρμα του τη μέρα και έπλεε γύρω από τη γη σε ένα χρυσό κύπελλο τη νύχτα. Ο ήλιος, η γη, ο ουρανός, οι ποταμοί και οι άνεμοι καλούνταν στις προσευχές ως προστάτες και στους όρκους ως μάρτυρες. Οι φυσικές σχισμέςθεωρούνταν είσοδοι του κάτω κόσμου, το βασίλειο του Άδη. Σύμφωνα με την κλασική μυθολογία, μετά την ανατροπή των Τιτάνων, καθιερώθηκε το νέο Πάνθεο των θεών και θεοτήτων. Μεταξύ των κυριότερων ελληνικών θεοτήτων της ελληνικής μυθολογίας ήταν οι Δώδεκα Ολύμπιοι (ο περιορισμός του αριθμού τους σε δώδεκα αποτελεί μια σχετικά σύγχρονη καινοτομία), που κατοικούσαν στο όρος Όλυμπος υπό το βλέμμα του Δια. Εκτός από τους Ολύμπιους, οι Έλληνες λάτρευαν και θεότητες της υπαίθρου, τον τραγόμορφο Πάνα, τις Νύμφες (πνεύματα των ποταμών), τις Ναϊάδες (που κατοικούσαν σε πηγές), τις Νηρηίδες (που κατοικούσαν στη θάλασσα), θεϊκούς ποταμούς, Σάτυροι, και άλλοι. Επιπλέον, υπήρχαν και σκοτεινές δυνάμεις του κάτω κόσμου, όπως οι Ερινύες, που τιμωρούσαν αυτούς που διέπρατταν εγκλήματα κατά συγγενών τους. Προς τιμήν του αρχαίου ελληνικού Πάνθεου, ποιητές συνέθεσαν τους Ομηρικούς Ύμνους (ένα σύνολο από τριάντα τρία τραγούδια).Από την μεγάλη ποικιλία μύθων και θρύλων από όπου αποτελείται η ελληνική μυθολογία, οι γηγενείς θεότητες περιγράφονται ως έχουσες ιδανικά σώματα. Σύμφωνα με τον Walter Burkert, το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής ανθροπομορφίας είναι ότι "οι θεοί είναι άτομα, και όχι αφηρημένες έννοιες, ιδέες η αντιλήψεις". Ανεξάρτητα από τις υποκείμενες μορφές, οι αρχαίοι ελληνικοί θεοί έχουν πολλές φανταστικές ικανότητες. Για παράδειγμα, οι θεοί δεν επηρεάζονται από ασθένειες, και μπορούν να τραυματιστούν κάτω από εξαιρετικά ασυνήθιστες περιστάσεις. Οι Έλληνες θεωρούσαν την αθανασία ως διακριτικό χαρακτηριστικό των θεών. Η αθανασία, καθώς και η αιώνια νεότητα, προέκυπταν από την συνεχή χρήση αμβροσίας και νέκταρ, με τα όποια το θεϊκό αίμα ανανεωνόταν στις φλέβες τους.Κάθε θεός κατάγεται από το δικό του γενεαλογικό δέντρο, επιδιώκει διαφορετικούς στόχους, έχει μια ορισμένη περιοχή εμπειρογνωμοσύνης, και διέπεται από μια μοναδική προσωπικότητα. Ωστόσο, οι περιγραφές αυτές προκύπτουν από πληθώρα αρχαϊκών τοπικών παραλλαγών, οι οποίες δεν συμπίπτουν πάντα. Όταν οι θεοί προσφωνούνταν στην ποίηση, στις λατρευτικές τελετές ή τις προσευχές, η αναφορά γινόταν από το συνδυασμό του ονόματος τους και επίθετα, που τους προσδιόριζαν από άλλες εκφάνσεις του εαυτού τους (π.χ. Απόλλωνας Μουσηγέτης είναι ο Απόλλων ως ηγέτης των Μουσών). Εναλλακτικά ο χαρακτηρισμός μπορεί να προσδιορίσει μια συγκεκριμένη τοπική πτυχή του θεού.Οι περισσότεροι θεοί σχετίζονται με συγκεκριμένες πτυχές της ζωής. Για παράδειγμα, η Αφροδίτη ήταν η θεά του έρωτα και της ομορφιάς, ο Άρης ήταν ο θεός του πολέμου, ο Άδης ήταν ο θεός των νεκρών, και η Αθηνά η θεά της σοφίας και του θάρρους. Ορισμένες θεότητες, όπως ο Απόλλων και ο Διόνυσος, ήταν πολύπλοκες προσωπικότητες και συνδύαζαν πολλές λειτουργίες, ενώ άλλες, όπως η Εστία και Ήλιος, ήταν κάτι παραπάνω από προσωποποιήσεις. Οι πιο εντυπωσιακοί ναοί έτειναν να είναι αφιερωμένοι σε έναν περιορισμένο αριθμό θεών, που ήταν το επίκεντρο της μεγάλης πανελλαδικής λατρείας. Ήταν, ωστόσο, κοινό για μεμονωμένες περιοχές και χωριά να αφιερώνουν τις δίκες τους λατρείες σε ελάσσονες θεούς. Πολλές πόλεις, επίσης τιμούσαν τους πιο γνωστούς θεούς με ασυνήθιστα τοπικά έθιμα και τους συνέδεαν με παράξενους μύθους που ήταν ευρύτερα άγνωστοι. Κατά την ηρωική εποχή, η λατρεία των ηρώων (ή ημίθεων) συμπληρώνει αυτή των θεών. Ανάμεσα στην εποχή που οι θεοί ζούσαν απόμακροι και την εποχή που έπαψαν να παρεμβαίνουν στην ανθρώπινη ιστορία, εξελίχθηκε μια σύντομη μεταβατική εποχή στην οποία θεοί και θνητοί ζούσαν μαζί. Οι περισσότερες από αυτές τις ιστορίες περιλαμβάνονται στο Μεταμορφώσεις του Οβίδιου και διαιρούνται σε δύο θεματικές ενότητες: ιστορίες αγάπης, και ιστορίες θείας τιμωρίας.Οι ιστορίες αγάπης συχνά συνεπάγονται αιμομιξία ή αποπλάνηση και ένωση μιας θνητής με θεό, με καρπούς του έρωτα ηρωικούς απογόνους. Δίδαγμα είναι ότι οι σχέσεις μεταξύ θεών και θνητών πρέπει να αποφεύγονται, γιατί σπάνια έχουν ευτυχή κατάληξη. Πιο σπάνια, μια θεά ζευγαρώνει με έναν θνητό, όπως στον ομηρικό Ύμνο για την Αφροδίτη, όπου η Θεά ενώνεται με τον Αγχίση και γεννά τον Αινεία. Η δεύτερη ενότητα περιλαμβάνει την συσχέτιση σημαντικών πολιτιστικών καινοτομιών ή εφευρέσεων με μυθικά πρόσωπα. Για παράδειγμα, ο Προμηθέας κλέβει την φωτιά από τους Θεούς, ο Τάνταλος κλέβει το νέκταρ και την αμβροσία από το τραπέζι του Δια και το δίνει στους υπηκόους του αποκαλύπτοντας τα μυστικά της αθανασίας, η Δήμητρα διδάσκει τη γεωργία και τα Μυστήρια στον Τριπτόλεμο, ο Μαρσύας εφευρίσκει τον άυλο και διαγωνίζεται με τον Απόλλωνα. Οι περιπέτειες του Προμηθέα και η τιμωρία του οριοθετούν ένα σημείο αναφοράς ανάμεσα στην ιστορία των θεών και των ανθρώπων. Ένα τμήμα πάπυρου, από τον τρίτο αιώνα, απεικονίζει τον Διόνυσο να τιμωρεί τον βασιλιά της Θράκης, Λυκούργο, ο οποίος άργησε να τιμήσει τον νέο θεό, με αποτέλεσμα φρικιαστικές ποινές που επεκτάθηκαν μεταθανάτια. Η ιστορία της άφιξης του Διονύσου και η θεμελίωση της λατρείας του στη Θράκη ήταν επίσης το αντικείμενο μιας τριλογίας του Αισχύλου. Σε μια άλλη τραγωδία, στις Βάκχες του Ευριπίδη, ο βασιλιάς της Θήβας, Πενθέας, τιμωρείται από τον Διόνυσο, γιατί δεν σεβάστηκε τον θεό και κατασκόπευε τις Μαινάδες, τις λάτρεις του θεού.Σε μια άλλη ιστορία, βασισμένη σε μια παλιά λαϊκή παράδοση, η Δήμητρα αναζητώντας την κόρη της, την Περσεφόνη, αφού πήρε τη μορφή μιας ηλικιωμένης γυναικάς, φιλοξενήθηκε από τον Κελεό, τον βασιλιά της Ελευσίνας. Ως δώρο για την φιλοξενία του, η Δήμητρα σχεδιάζει να κάνει το γιο του θεό, καίγοντας το θνητό πνεύμα του. Αλλά πριν ολοκληρωθεί το τελετουργικό, η γυναίκα του Κελεού, τρομοκρατημένη που είδε τον γιο της στη φωτιά έβγαλε μεγάλη κραυγή, εξοργίζοντας την Δήμητρα, που αναρωτήθηκε γιατί οι ανόητοι θνητοί δεν κατανοούν την τελετουργία. Η εποχή στην όποια ζούσαν οι ήρωες είναι γνωστή ως ηρωική εποχή. Η επική ποίηση δημιούργησε κύκλους ιστοριών γύρω από συγκεκριμένα γεγονότα ή ήρωες και καθιέρωσε τις οικογενειακές σχέσεις μεταξύ των ηρώων στις διάφορες ιστορίες. Έτσι, προέκυψε και η χρονολογική διάταξη των ιστοριών. Σύμφωνα με τον Ken Dowden, "υπάρχει μια δομή αίτιο-αποτέλεσμα, μπορούμε δηλαδή να παρακολουθήσουμε την τύχη κάποιων οικογενειών σε βάθος χρόνου".Μετά την άνοδο της λατρείας των ηρώων, θεοί και ήρωες θεωρούνται εξίσου ιεροί και επικαλούνται από κοινού σε όρκους και προσευχές. Σε αντίθεση με την εποχή των θεών, κατά τη διάρκεια της ηρωικής εποχής, οι ήρωες δεν αποτελούν μια καθορισμένη κλειστή ομάδα. Μείζονες θεοί δεν γεννιούνται πλέον, αλλά νέοι ήρωες μπορούν πάντοτε να αναδειχθούν. Μια άλλη σημαντική διάφορα είναι ότι ο ήρωας προσδιορίζει την εθνολογική ταυτότητα της εκάστοτε τοπικής κοινωνίας. Αντίθετα, οι θεοί θεωρούνταν καθολικοί.Οι μνημειώδες εκδηλώσεις προς τιμήν του Ηρακλή θεωρούνται ως η απαρχή της εποχής των ηρώων. Στην ηρωική εποχή έχουν επίσης αποδοθεί τρία μεγάλα στρατιωτικά γεγονότα, η Αργοναυτική εκστρατεία, ο Τρωικός καθώς και ο Θηβαϊκός πόλεμος. ερευνητές πιστεύουν ότι πίσω από την περιπλοκή μυθολογία του Ηρακλή υπήρξε ένας πραγματικός άνθρωπος, ίσως ένας υποτελής οπλαρχηγός του βασιλείου του Άργους. Μερικοί ερευνητές εξετάζουν την ιστορία του Ηρακλή ως μια αλληγορία της διέλευσης του Ήλιου από τις δώδεκα συνθέσεις του ζωδιακού κύκλου. Άλλοι εστιάζουν σε προγενέστερους μύθους, παρουσιάζοντας την ιστορία του Ηρακλή ως τοπική προσάρτηση ηρωικών μύθων που είχαν ήδη εδραιωθεί.Παραδοσιακά, ο Ηρακλής ήταν γιος του Δια και της Αλκμήνης, εγγονή του Περσέα. Οι μυθικές μοναχικές περιπλανήσεις του, με πολλά στοιχεία λαϊκού παραμυθιού, ήταν πηγές πολλών δημοφιλών θρύλων. Συνήθως απεικονίζεται ως θυσιαστής γιατί θεωρείται ιδρυτής των βωμών, ενώ είχε και την φήμη του αδηφάγου. Με αυτόν ακριβώς τον ρόλο εμφανίζεται σε κωμωδίες, ενώ το τραγικό τέλος του είναι το κυρίαρχο θέμα σε αρκετές τραγωδίες. Το έργο Ηρακλής θεωρείται από την Θάλεια Παπαδοπούλου ως "ένα έργο εξέχουσας σημασίας για την εξέταση και των άλλων Ευριπίδειων δραμάτων". Στην τέχνη και τη λογοτεχνία, ο Ηρακλής παρουσιαζόταν ως ένας εξαιρετικά ισχυρός άνδρας μετρίου αναστήματος. Χαρακτηριστικό του όπλο ήταν το τόξο, αλλά και το ρόπαλο. Σχέδια σε αγγεία αποδεικνύουν την απαράμιλλη δημοτικότητα του Ηρακλή, καθώς η μάχη με τον λέοντα απεικονίζετε πολλές εκατοντάδες φορές.Ο Ηρακλής επίσης εισχώρησε στην ετρουσκική και ρωμαϊκή μυθολογία και λατρεία. Στην Ιταλία, λατρεύτηκε ως θεός του εμπορίου, αν και μερικοί προσεύχονταν σε αυτόν για να έχουν καλή τύχη και να διαφεύγουν τον κίνδυνο.Ο Ηρακλής κέρδισε υψηλό κοινωνικό κύρος, μέσω του διορισμού του ως επίσημος πρόγονος των Δωριέων βασιλιάδων. Αυτό μάλλον χρησίμευε ως νομιμοποίηση της μετανάστευσης τους στην Πελοπόννησο. Ο Ύλλος, γνωστός ήρωας δωρικής φυλής, έγινε γιος του Ηρακλή και ένας από τους Ηρακλείδες. Οι Ηρακλείδες κατέκτησαν τα Πελοποννησιακά βασίλεια, Μυκήνες, Σπάρτη και Άργος, επικαλούμενοι, σύμφωνα με το θρύλο, το δικαίωμα να κυβερνούν τα εδάφη του προγόνου τους. Η ανάδειξή τους στην εξουσία συχνά ονομάζεται "κάθοδος των Δωριέων". Οι Λύδιοι και αργότερα οι Μακεδόνες βασιλείς, ως ηγεμόνες του ιδίου επιπέδου, ανακηρύχθηκαν και αυτοί ως Ηρακλείδες.Άλλα μέλη αυτής της πρώιμης γενιάς ηρώων, όπως ο Περσέας, ο Δευκαλίωνας, ο Θησέας και ο Βελλεροφόντης, έχουν πολλά κοινά με τον Ηρακλή. Όπως αυτός, οι περιπλανήσεις τους είναι μοναχικές, φανταστικές και στο όριο του παραμυθιού, όπως για παράδειγμα όταν σκότωναν τέρατα όπως η Χίμαιρα και Μέδουσα. Οι περιπέτειες του Βελλεροφόντη, είναι κοινές και παρόμοιες με τις περιπέτειες του Ηρακλή και του Θησέα. Οδηγώντας έναν ήρωα στον φαινομενικό θάνατο του είναι επίσης ένα επαναλαμβανόμενο θέμα της πρώιμης ηρωικής παράδοσης, όπως στις περιπτώσεις του Περσέα και Βελλεροφόντη. Το μόνο διασωθέν ελληνιστικό έπος, το Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου, εξιστορεί το ταξίδι του Ιάσονα και των Αργοναυτών στην Κολχίδα ώστε να ανακτήσουν το Χρυσόμαλλο Δέρας. Ο Ιάσων εξαναγκάζεται στην αναζήτηση αυτή από τον βασιλιά Πελία, ο οποίος γνώριζε από μια προφητεία ότι ένας άνθρωπος με ένα σανδάλι θα ήταν η καταστροφή του. Ο Ιάσων χάνει έναν σανδάλι σε ένα ποτάμι και φτάνει στην αυλή του Πελία, εκπληρώνοντας τον χρησμό.Σχεδόν κάθε μέλος της επόμενης γενιάς ηρώων, όπως ο Ηρακλής, σάλπαρε με τον Ιάσονα και την Αργώ για να φέρει πίσω το Χρυσόμαλλο Δέρας. Σε αυτή τη γένια περιλαμβάνονται επίσης ο Θησέας, ο οποίος πήγε στην Κρήτη για να σφάξει τον Μινώταυρο, η ηρωίδα Αταλάντη και Μελέαγρος, ο οποίος κάποτε είχε έναν δικό του επικό κύκλο που ανταγωνιζόταν την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.Ο Πίνδαρος, ο Απολλώνιος και ο Απολλόδωρος προσπάθησαν να δώσουν πλήρη κατάλογο των Αργοναυτών. Παρόλο που ο Απολλώνιος έγραψε το ποίημα τον 3ο αιώνα π.Χ., η σύνθεση της ιστορίας των Αργοναυτών είναι παλαιότερη από την Οδύσσεια, η οποία δείχνει οικειότητα με τις περιπλανήσεις του Ιάσονα (περιπλανήσεις του Οδυσσέα ενδέχεται να βασίζονται εν μέρει σε αυτές). Στους αρχαίους χρόνους η εκστρατεία θεωρείτο ως ιστορικό γεγονός, το πρώτο βήμα της εξάπλωσης του ελληνικού εμπορίου και εποικισμού στην Μαύρη Θάλασσα. Ήταν επίσης σύνηθες φαινόμενο, η δημιουργία ενός κύκλου στον οποίο θα επισυνάπτονταν διάφοροι τοπικοί μύθοι. Η ιστορία της Μήδειας, πιο συγκεκριμένα, ενέπνευσε τους τραγικούς ποιητές. Μετά την Αργοναυτική εκστρατεία και πριν τον Τρωικό Πόλεμο, υπήρξε μια γένια που έγινε γνωστή επειδή διέπραξε φρικτά εγκλήματα. Σε αυτήν την γενιά ανήκουν ο Θυέστης και ο Ατρέας από το Άργος. Πίσω από τον μύθο του Οίκου του Ατρέα (μια από τις δυο βασικές ηρωικές δυναστείες μαζί με τον Οίκο του Λάβδακου) έγκειται το πρόβλημα της εκχώρησης εξουσίας και του θεσμού της διαδοχής στην κυριαρχία. Οι δίδυμοι Ατρέας και Θυέστης μαζί με τους απογόνους τους διαδραμάτισαν καθοριστικό ρολό στην αποκέντρωση της εξουσίας στην Μυκήνες.Ο Θηβαϊκός Κύκλος ασχολείται κυρίως με τον Κάδμο, τον ιδρυτή της πόλης, ενώ περιγράφει και τις πράξεις του Λάιου και του Οιδίποδα. Οι περιπέτειες των τριών αυτών οδήγησαν στην λεηλασία της πόλης από τους Επτά επί Θήβας και τους Επιγόνους. Όσον αφορά τον Οιδίποδα, μια προγενέστερη επική εκδοχή περιγράφει μια διαφορετική ιστορία (σύμφωνα με την οποία συνέχισε να κυβερνάει στην Θήβα και μετά από την αποκάλυψη ότι η Ιοκάστη ήταν η μητέρα του ενώ στη συνεχεία παντρεύτηκε μια δεύτερη σύζυγο, που έγινε η μητέρα των παιδιών του) από την ευρύτερα γνωστή σήμερα μέσω τραγωδιών (π.χ. Οιδίπους Τύραννοςτου Σοφοκλή) και μεταγενέστερων μυθολογικών αφηγήσεων. Η Ελληνική μυθολογία κορυφώνεται με τον Τρωικό Πόλεμο, ένας πόλεμος μεταξύ Ελλήνων και Τροίας, και τα επακόλουθα του. Από τα έργα του Ομήρου διαμορφώθηκαν οι σημαντικές πτυχές της ιστορίας, ενώ επιμέρους ιστορίες εκπονήθηκαν αργότερα, ιδίως από δραματικά έργα. Ο Τρωικός Πόλεμος είχε επίσης μεγάλο ενδιαφέρον και για τον Ρωμαϊκό πολιτισμό, λόγο της ιστορίας του Αινεία, του οποίου το ταξίδι από την Τροία οδήγησε στην ίδρυση μιας πόλης, που αργότερα θα γινόταν γνωστή ως Ρώμη.Ο Τρωικός κύκλος, μια συλλογή επικών ποιημάτων, ξεκινά με τα γεγονότα που οδήγησαν στον πόλεμο (η Έρις και το χρυσό μήλο των καλλιστείων, η επιλογή του Πάρη, η απαγωγή της Ελένης από τον Πάρη, η θυσία της Ιφιγένειας εν Αυλίδι). Για την ανάκτηση της Ελένης, επειδή ο Πρίαμος, βασιλιάς της Τροίας αρνήθηκε να την επιστρέψει, οι Έλληνες ξεκίνησαν μια μεγάλη εκστρατεία υπό την γενική αρχηγία του Αγαμέμνονα, αδερφός του Μενέλαου, που ήταν βασιλείς του Άργους και των Μυκηνών. Η Ιλιάδα, που εξιστορεί ενδελεχώς τον δέκατο χρόνο του πολέμου, περιγράφει την διαμάχη μεταξύ του Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα, που ήταν ο καλύτερος Έλληνας πολεμιστής, που τελικά οδήγησε στο θάνατο του φίλου του Αχιλλέα, Πάτροκλου, και έπειτα στο θάνατο του πρεσβύτερου γιου του Πριάμου, Έκτορα. Μετά το θάνατο του Έκτορα οι Τρώες συμμαχούν με δύο εξωτικούς συμμάχους, την Πενθεσίλεια, βασίλισσα των Αμαζόνων, και τον Μέμνων, βασιλιά της Αιθιοπίας και ο γιος της θεάς Ηώς. Ο Αχιλλέας τους σκότωσε και τους δύο, αλλά στη συνέχεια ο Πάρης κατάφερε να τον σκοτώσει με ένα βέλος ή από βέλος καθοδηγούμενο από τον θεό Απόλλωνα. Πριν κατακτήσουν την πόλη, οι Έλληνες έπρεπε κλέψουν από την Ακρόπολη της Τροίας ένα ξύλινο ομοίωμα της Παλλάς Αθηνά, το Παλλάδιο. Τελικά, με την βοήθεια της Αθηνάς, κατασκεύασαν τον Δούρειο Ίππο. Παρά τις προειδοποιήσεις της κόρης του Πριάμου, Κασσάνδρας, οι Τρώες πείστηκαν από τον Σίνον, έναν Έλληνα που υποδυόταν τον λιποτάκτη, να φέρουν το άλογο εντός των τειχών της Τροίας ως προσφορά προς τους Θεούς. Το βράδυ ο ελληνικός στόλος επέστρεψε, και οι Έλληνες βγαίνοντας από το άλογο άνοιξαν τις πύλες της Τροίας. Στη μάχη που ακολούθησε, ολόκληρη η Τροία λεηλατήθηκε και καταστράφηκε, ο Πρίαμος και οι εναπομείναντες υιοί του μαζί με τον υπόλοιπο πληθυσμό σφαγιάσθηκαν ενώ οι γυναίκες της Τροίας έγιναν δούλες σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Τα περιπετειώδη ταξίδια της επιστροφής των Ελλήνων ηγετών (συμπεριλαμβανομένων των περιπλανήσεων του Οδυσσέα και του Αινεία και το φόνο του Αγαμέμνονα) εξιστορούνται σε δύο έπη, στο Νόστοι και στην Οδύσσεια του Ομήρου. Ο Τρωικός κύκλος περιλαμβάνει επίσης τις περιπέτειες των τέκνων της Τρωικής γενιάς, όπως ο Ορέστης και ο Τηλέμαχος. Ο Τρωικός Πόλεμος παρέχει μια ποικιλία θεμάτων και αποτέλεσε βασική πηγή έμπνευσης για τους αρχαίους Έλληνες καλλιτέχνες. Η καλλιτεχνική προτίμηση για θέματα που απορρέουν από τον Τρωικό Κύκλο δείχνει τη σημασία του για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Ο ίδιος μυθολογικός κύκλος επίσης ενέπνευσε μια σειρά από μεταγενέστερες ευρωπαϊκές λογοτεχνικές γραφές. Πιο συγκεκριμένα, Ευρωπαίοι συγγραφείς του Μεσαίωνα συχνά μελετούσαν τον Όμηρο και ανέσυραν από τους μύθους της Τροίας πάμπολλες ηρωικές και ρομαντικές αφηγήσεις που εύκολα προσάρμοζαν στο δικό τους περιβάλλον. Η Μυθολογία ήταν στο επίκεντρο της καθημερινής ζωής στην αρχαία Ελλάδα. Οι Έλληνες θεωρούσαν την μυθολογία ως μέρος της ιστορίας τους. Χρησιμοποιούσαν μύθους για να εξηγήσουν φυσικά φαινόμενα, πολιτιστικές διαφορές, παραδοσιακές έχθρες και φιλίες. Μάλιστα, η ανίχνευση και η ανάδειξη της προελευσης ενός ηγέτη από ένα μυθικό ήρωα ή θεό προσέδιδε μεγάλο κύρος. Λίγοι αμφέβαλαν για την ιστορικότητα του Τρωικού Πολέμου όπως περιγράφεται στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Σύμφωνα με Βίκτορ Ντέιβις Χάνσον (στρατιωτικός ιστορικός, αρθρογράφος, πολιτικός δοκιμιογράφος και πρώην καθηγητής κλασικών σπουδών) και τον Τζον Χιθ (αναπληρωτής καθηγητής κλασικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Σάντα Κλάρα), η βαθιά γνώση του Ομηρικού έπους κρίθηκε από τους Έλληνες ως βάση του πολιτισμού και της κουλτούρας τους. Ο Όμηρος ήταν γνωστός ως "Ελλάδος παίδευσις", και η ποίησή του ως "το βιβλιο. Με την ανάπτυξη της φιλοσοφίας, της ιστορίας, της πεζογραφίας και του ορθολογισμού στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα, υπήρξε μεγάλη αμφισβήτηση της μυθολογίας ως ιστορική πηγή. Οι μυθικές γενεαλογίες αντικαταστάθηκαν από μια αντίληψη της ιστορίας που απέκλειε κάθε υπερφυσικό στοιχείο (όπως η Ιστορία του Θουκυδίδη). Αν και ποιητές και δραματικοί αναμόρφωναν τους μύθους, οι ιστορικοί και οι φιλόσοφοι άρχισαν να τους επικρίνουν.Μερικοί ριζοσπάστες φιλόσοφοι όπως ο Ξενοφάνης είχαν ήδη αρχίσει, από τον 6 π.Χ. αιώνα, να κατακρίνουν τις αφηγήσεις των ποιητών ως ψευδείς και βλάσφημες. Ο Ξενοφάνης υποστήριζε ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδιδαν στους Θεούς «κάθε τι που είναι ντροπιαστικό και απαράδεκτο για τους ανθρώπους, όπως η κλοπή, η μοιχεία και η εξαπάτηση του ενός από τον άλλο». Αυτός ο τρόπος αντίληψης βρήκε το πιο ένθερμο υποστηρικτή του στα έργα του Πλάτωνα, στα «Πολιτεία» και «Νόμοι». Ο Πλάτων δημιούργησε δικούς αλληγορικούς μύθους, κατέκρινε τις παραδοσιακές ιστορίες με τα κόλπα, τις κλοπές και μοιχείες των Θεών ως ανήθικες και εξέφρασε την αντίθεσή του για τον ρόλο τον Θεών στην λογοτεχνία. Η κριτική του Πλάτωνα ήταν η πρώτη αξιόλογη πρόκληση για την Ομηρική μυθολογική παράδοση, που την χαρακτήρισε «φλυαρία γριάς συζύγου». Από την πλευρά του ο Αριστοτέλης επέκρινε την προ-Σωκρατική μυθικό-φιλοσοφική προσέγγιση και τόνισε ότι «ο Ησίοδος και οι θεολόγοι συγγραφείς ασχολήθηκαν μόνο με ότι φαινόταν αληθοφανές στους ίδιους, δεν είχαν κανένα σεβασμό για εμάς... Αλλά δεν αξίζει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη συγγραφείς που κάνουν επίδειξη μυθικής συγγραφής. Αντίθετα, αυτούς που έχουν προχωρήσει και αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους, πρέπει να τους εξετάσουμε ξανά» Κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, η μυθολογία απέκτησε το κύρος εξειδικευμένης γνώσης που κάτοχοι της ανήκουν σε συγκεκριμένη τάξη. Συγχρόνως, η σκεπτικιστική οπτική γωνία της κλασσικής εποχής έγινε ακόμη πιο ευρεία. Ο μυθογράφος Ευήμερος καθιέρωσε την αναζήτηση πραγματικών ιστορικών γεγονότων πίσω από κάθε μυθικό πλάσμα ή γεγονός. Αν και το πρωτότυπο έργο του, Ιερά Γραφή, έχει χαθεί, πολλά είναι γνωστά για αυτό από αναφορές σε έργα του Διόδωρου και του Λακτάντιου.Οι ορθολογικές ερμηνείες των μύθων έγιναν ακόμη πιο δημοφιλής στα πλαίσια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, χάρις τις θεωρίες της Στωικής και της Επικούρειας φιλοσοφίας. Οι υποστηρικτές της Στωικής φιλοσοφίας αντιστοιχούσαν τους θεούς και τους ήρωες σε φυσικά φαινόμενα, ενώ οι Επικούρειοι τους ορθολογικοποιούσαν ως ιστορικές μορφές. Συγχρόνως, οι Στωικοί και οι Νέοπλατωνικοί προήγαγαν την ηθική σημασία της μυθικής παράδοσης, που συχνά βασίζονταν σε ελληνικές ετυμολογίες. Μέσω του Επικούρειου μηνύματός του, ο Λουκρήτιος επεδίωξε να απομακρύνει τις δεισιδαιμονίες από την συνείδηση των συμπολιτών του. Ο Λίβιος, επίσης, είναι σκεπτικός σχετικά με την μυθολογική παράδοση και υποστηρίζει ότι δεν προτίθεται να κρίνει τους εν λόγω θρύλους. Η πρόκληση για τους Ρωμαίους, που είχαν βαθιά θρησκευτική παράδοση, ήταν να υπερασπιστούν την παράδοση ενώ αποδέχονταν ότι ήταν πρόσφορο έδαφος για δεισιδαιμονίες. Ο Varro, που θεωρούσε την θρησκεία ως ανθρώπινο θεσμό μεγάλης σημασίας για τη διατήρηση του καλού στην κοινωνία, αφοσιώθηκε στην μελέτη για να ανακαλύψει την προέλευση των θρησκευτικών λατρειών. Στο έργο του Antiquitates Rerum Divinarum (το οποίο δεν έχει διασωθεί, αλλά έχουμε μια γενική ιδέα από το έργο Πόλη του Θεού του Αυγουστίνου) ο Varro υποστηρίζει ότι ενώ ο δεισιδαίμων άνθρωπος φοβάται τους θεούς, ο πραγματικά θρησκευόμενος τους αντιμετωπίζει ως γονείς. Στο έργο του, διακρίνονται τρία είδη θεών:
Οι θεοί της φύσης: προσωποποιήσεις των φαινομένων όπως η βροχή και πυρκαγιές.
Οι θεοί των ποιητών: εισήχθησαν από βάρδους για να αναζωογονούν το πάθος.
Οι θεοί της πόλης: εισήχθησαν από σοφούς νομοθέτες να εξευγενίσουν και να διαφωτίσουν τον πληθυσμό.
Ν ν νῦ: Το γράμμα Ν, νι είναι το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία ν´ = 50. Το ν είναι σύμφωνο που χαρακτηρίζεται έρρινο ημίφωνο. Το πεζό "ν" χρησιμοποιείται για να συμβολίζει: το νετρίνο στην φυσική στοιχειωδών σωματιδίων την συχνότητα ενός κύματος στην φυσική. Τελικό Ν . Σύμφωνα με τη διδασκόμενη γραμματική, τα άρθρα τον και την, το αριθμητικό και αόριστο άρθρο έναν, τα άκλιτα δεν και μην και η προσωπική αντωνυμία του τρίτου προσώπου αυτήν και την διατηρούν το τελικό ν (νι) όταν η λέξη που ακολουθεί αρχίζει από φωνήεν ή από στιγμιαίο σύμφωνο, δηλαδή τα γράμματα κ, π, τ, τις διφθόγγους μπ, ντ, γκ, τσ και τζ και τα διπλά ξ και ψ. Πριν από όλα τα άλλα γράμματα το τελικό ν παραλείπεται. Επίσης, το τελικό ν παραμένει πάντοτε, δηλ. ανεξάρτητα από τον φθόγγο που ακολουθεί, στο άρθρο των, στην προσωπική αντωνυμία του τρίτου προσώπου αυτόν και τον και στο τροπικό επίρρημα σαν.
Ξ ξ ξῖ: Το γράμμα Ξ, ξι είναι το δέκατο τέταρτο γράμμα του Ελληνικού αλφαβήτου. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία ξ´ = 60 .Το ξ είναι σύμφωνο που χαρακτηρίζεται διπλό, (προκύπτει από συνδυασμούς δυο φθόγγων κ+σ ή γ+σ ή χ+σ). Το κεφαλαίο Ξ συμβολίζει: την μεγαλοκανονική συνάρτηση επιμερισμού στην στατιστική φυσική H Στατιστική μηχανική είναι η εφαρμογή της θεωρίας πιθανοτήτων, η οποία περιλαμβάνει τα μαθηματικά εργαλεία για την αντιμετώπιση μεγάλων πληθυσμών, στο πεδίο της μηχανικής, η οποία ασχολείται με την κίνηση σωματιδίων ή αντικειμένων που υπόκεινται σε μια δύναμη. Πραγματοποιεί τη σύνδεση μεταξύ των μικροσκοπικών ιδιοτήτων των ατόμων και των μορίων, με τις μακροσκοπικές ιδιότητες των υλικών που παρατηρούνται στην καθημερινή ζωή, εξηγώντας κατα συνέπεια τη θερμοδυναμική ως το φυσικό αποτέλεσμα της στατιστικής και της μηχανικής (κλασικής και κβαντικής) σε μικροσκοπικό επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό των θερμοδυναμικών ιδιοτήτων των υλικών από τη φασματοσκοπική ανάλυση και πληροφορία των μορίων. Η ικανότητα της πραγματοποίησης μακροσκοπικών προβλέψεων βασισμένων σε μικροσκοπικές ιδιότητες, είναι η βασική σύνδεση μεταξύ της στατιστικής μηχανικής και της θερμοδυναμικής. Και οι δύο θεωρίες βασίζονται πάνω στον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, μέσω της εντροπίας. Όμως, ενώ στη θερμοδυναμική η εντροπία μπορεί να γίνει γνωστή μόνο εμπειρικά, στη στατιστική μηχανική αποτελεί μια συνάρτηση κατανομής του συστήματος, πάνω στις μικροκαταστάσεις του.
Ο ο ὄμικρόν: Το γράμμα Ο, όμικρον είναι το δέκατο πέμπτο γράμμα του Ελληνικού αλφαβήτου. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία ο´ = 70. Το κεφαλαίο Ο συμβολίζει: τους όρους ανώτερης τάξης στην θεωρία υπολογισμών και Ι το σημείο της αρχής των αξόνων στην αναλυτική γεωμετρία Αναλυτική γεωμετρία είναι το είδος της γεωμετρίας που θεωρεί το γεωμετρικό χώρο διανυσματικό χώρο. Κάθε διάνυσμα αντιστοιχεί σε ένα σημείο του χώρου, ενώ τα γεωμετρικά σχήματα και οι γεωμετρικές σχέσεις μεταξύ των σημείων και διάφορων σχημάτων περιγράφονται με διανυσματικές σχέσεις οι οποίες μπορούν να επεξεργαστούν όπως και οι αλγεβρικές. Έτσι μέσω της αναλυτικής γεωμετρίας έγινε μία αλγεβροποίηση της γεωμετρίας σε τέτοιο σημείο που υποστηρίζεται ότι πλέον η γεωμετρία δε χρειάζεται καθόλου αξιωματική θεμελίωση, αλλά αρκεί να στηριχθεί μέσω κατάλληλων ορισμών στην άλγεβρα. Αντιστοιχίες Σημείο: κάθε σημείο Μ αντιστοιχίζεται σε ένα διάνυσμα μ, το διάνυσμα θέσης του (μ=ΟΜ, όπου Ο η αρχή των αξόνων) Ευθεία: μπορεί αν περιγραφεί από μια εξίσωση της μορφής det(μ-π),δ=0, όπου π ένα σημείο που ανήκει στην ευθεία και δ ένα διάνυσμα ίδιας διεύθυνσης με την ευθεία. Επίπεδο: μπορεί να περιγραφεί από μια εξίσωση της μορφής (μ-π)δ=0, όπου π ένα σημείο που ανήκει στην ευθεία και δ ένα διάνυσμα κάθετο στο επίπεδο.
Π π πῖ: Το γράμμα Π, πι είναι το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία π´=80. Το πεζό π χρησιμοποιείται ως σύμβολο για: τον υπερβατικό (άρρητο) αριθμό 3,14 στα μαθηματικά Η μαθηματική σταθερά π είναι ένας πραγματικός αριθμός που μπορεί να οριστεί ως ο λόγος του μήκους της περιφέρειας ενός κύκλου προς τη διάμετρό του στην Ευκλείδεια γεωμετρία, και ο οποίος χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα μαθηματικά, τη φυσική και τη μηχανολογία. Ο συμβολισμός προέρχεται από το αρχικό γράμμα «π» (πι) της λέξης «περιφέρεια», και έχει καθιερωθεί διεθνώς, ενώ στο λατινικό αλφάβητο συμβολίζεται ως Pi, όταν δεν είναι διαθέσιμοι τυπογραφικά ελληνικοί χαρακτήρες. Το π είναι γνωστό επίσης ως σταθερά του Αρχιμήδη (δεν πρέπει να συγχέεται με τον αριθμό του Αρχιμήδη) ή αριθμός του Λούντολφ. Στην Ευκλείδια επιπεδομετρία, το π μπορεί να οριστεί είτε ως ο λόγος της περιφέρειας ενός κύκλου προς τη διάμετρό του, είτε ως ο λόγος του εμβαδού ενός κύκλου προς το εμβαδόν του τετραγώνου που έχει πλευρά ίση με την ακτίνα του κύκλου. Τα εγχειρίδια ανώτερων μαθηματικών ορίζουν το π αναλυτικά χρησιμοποιώντας τριγωνομετρικές συναρτήσεις, για παράδειγμα ως το μικρότερο θετικό x για το οποίο ισχύει ημ(x) = 0, ή ως δύο φορές το μικρότερο θετικό x για το οποίο ισχύει συν(x) = 0. Όλοι αυτοί οι ορισμοί είναι ισοδύναμοι. Ο Αρχιμήδης καθόρισε την πρώτη επιστημονικά αποδιδεγμένη μέθοδο με την οποία υπολογίζεται ο αριθμός. Τα πρώτα 50 δεκαδικά ψηφία του π είναι: 3,14159 26535 89793 23846 26433 83279 50288 41971 69399 37510 Για την απομνημόνευση των πρώτων λίγων δεκαδικών ψηφίων του αριθμού π έχουν επινοηθεί διάφοροι μνημονικοί κανόνες, ανάμεσά τους και η παρακάτω φράση,που την επινόησε ο Ν. Χατζιδάκης (1872-1942) καθηγητής Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με την οποία μπορεί να θυμάται κανείς τα πρώτα 23 δεκαδικά ψηφία του π: Αεί ο Θεός ο Μέγας γεωμετρεί, το κύκλου μήκος ίνα ορίση διαμέτρω, παρήγαγεν αριθμόν απέραντον, καί όν, φεύ, ουδέποτε όλον θνητοί θα εύρωσι Το πλήθος των γραμμάτων κάθε λέξης της φράσης αυτής αντιστοιχεί σε καθένα από τα διαδοχικά ψηφία του αριθμού π (3,14159...) Μολονότι η ακρίβεια αυτή είναι παραπάνω από επαρκής για πρακτικούς σκοπούς στη μηχανολογία και την επιστήμη, η ακριβής τιμή του π περιλαμβάνει άπειρα δεκαδικά ψηφία (που επιπλέον δεν επαναλαμβάνονται ποτέ με την ίδια σειρά). Κατά τους λίγους τελευταίους αιώνες, έχουν καταβληθεί μεγάλες προσπάθειες για τον υπολογισμό όλο και περισσότερων ψηφίων του π και τη διερεύνηση των ιδιοτήτων του αριθμού αυτού. Παρά τον όγκο της αναλυτικής εργασίας, σε συνδυασμό με τη χρήση υπερυπολογιστών σε υπολογισμούς που έχουν προσδιορίσει πάνω από 1 τρισεκατομμύριο ψηφία του π, δεν βρέθηκε ποτέ κάποια αναγνωρίσιμη διάταξη στα ψηφία του. Ψηφία του π είναι διαθέσιμα από μια πληθώρα πηγών στο Διαδίκτυο, και ένας κοινός προσωπικός υπολογιστής μπορεί να υπολογίσει δισεκατομμύρια ψηφία του π μέσω διαθέσιμου λογισμικού. Πολλές ιστοσελίδες δίνουν το π με πολλά δεκαδικά ψηφία.[1] Και ενώ τα δεκαδικά του π έχουν υπολογιστεί σε περισσότερα από πέντε τρισεκατομμύρια[2] (5*1012) σε πρακτικές εφαρμογές κανένας δεν χρειάζεται περισσότερα από μια ντουζίνα. Παραδείγματος χάριν με 11 δεκαδικά ψηφία του π μπορεί κάποιος να υπολογίσει ένα κύκλο που θα χωράει μέσα του την Γη και το λάθος θα είναι λιγότερο από 1 χιλιοστό. Με 39 δεκαδικά μπορεί να υπολογιστεί κύκλος που θα χωράει μέσα του όλο το ορατό σύμπαν και το λάθος θα είναι όσο η ακτίνα του ατόμου του υδρογόνου. Το «Π» επίσης συμβόλιζε το πέντε σε ένα αρχαιότερο ελληνικό σύστημα αρίθμησης, το ακροφωνικό σύστημα αρίθμησης.. Ο Πυθαγόρας ο Σαμιος, υπήρξε σημαντικός έλληνας φιλόσοφος, μαθηματικός, γεωμέτρης και θεωρητικός της μουσικής. Είναι ο κατεξοχήν θεμελιωτής των ελληνικών μαθηματικών και δημιούργησε ένα άρτιο σύστημα για την επιστήμη των ουρανίων σωμάτων, που κατοχύρωσε με όλες τις σχετικές αριθμητικές και γεωμετρικές αποδείξεις. Γεννήθηκε σε χρονολογία που δεν μας είναι γνωστή, αλλά που εικάζεται πως είναι μεταξύ των ετών 580 - 572 π.Χ. και ως επικρατέστερος τόπος γεννήσεως παραδίδεται η νήσος Σάμος. Πέθανε στο Μεταπόντιον της Ιταλικής Λευκανίας σε μεγάλη ηλικία, περί το 500 - 490 π.Χ.Το αντικείμενο ενασχόλησης του Πυθαγόρα ήταν η καθοδήγηση μιας «εταιρείας». Αυτή η εταιρεία ήταν μία μυστική, θρησκευτική κίνηση, που είχε αναπτύξει και έντονη πολιτική δραστηριότητα.Οι Πυθαγόρειοι του 5ου αιώνα π.Χ συγκαταλέγονται στους πιο σημαντικούς επιστήμονες του καιρού τους και ο Πυθαγόρας φαίνεται να ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την επιστήμη. Στο Πυθαγόρειο σύστημα οι θρησκευτικοί και φιλοσοφικοί στόχοι είναι αλληλένδετοι.Από την εποχή του Doring έχει προβληθεί η σκέψη πως η ιδέα της κάθαρσης αποτελεί κλειδί για την κατανόηση της σχέσης θρησκείας και επιστήμης στον αρχικό Πυθαγορισμό .Η ιδέα της κάθαρσης δια της επιστήμης, απ΄ ό,τι είναι γνωστό, δεν αποδόθηκε στον Πυθαγόρα παρά μόνο από τον Ιάμβλιχο. Βέβαια ο Αριστόξενος, ο Ηρόδοτος ,ο Εμπεδοκλής και ο Ίωνας από την Χίο αποκαλούν τον Πυθαγόρα: «πολυμαθή, ιστορικό και σοφιστή».Γύρω από το χαρακτηρισμό του Πυθαγόρα ως «σοφιστή» επικρατεί διχογνωμία. Μερικοί στη λέξη σοφιστής δίνουν την έννοια «επιστήμονας», σημασιολόγηση που άλλοι απορρίπτουν. Η λέξη σοφιστής σύμφωνα με τους Liddel και Scott αρχικά σήμαινε από τη μια αυτόν που κατείχε καλά την τέχνη του και από την άλλη τον φρόνιμο, τον συνετό.
Αρχικά είχαν αποδοθεί στον Πυθαγόρα οι ιδιότητες του «σαμάνου»: του εκστασιαζόμενου, δηλαδή, μάγου και θεραπευτή, του θαυματοποιού θεραπευτή.Ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης και ο Αντικλείδης παρουσιάζουν τον Πυθαγόρα ως τον εισηγητή της γεωμετρίας στην Ελλάδα από την Αίγυπτο. Στον ίδιο τον Πυθαγόρα αποδίδονται οι βασικές ιδέες της «θεωρίας» του «κόσμου» και της «κάθαρσης», ιδέες που συνέχουν τις δύο τάσεις της Πυθαγόρειας σχολής, την επιστημονική και τη θρησκευτική.O Αέτιος λέει πως ο Πυθαγόρας ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη λέξη «κόσμος», αποδίδοντάς της την έννοια της «του όλου περιοχής». Την άποψη του Αετίου αμφισβητούν οι Kirk και Raven, υποστηρίζοντας πως ο Πυθαγόρας χρησιμοποιούσε τη λέξη «κόσμος» με την έννοια της τάξης του σύμπαντος. Στοχαζόμενος την αρχή της τάξης,που αποκαλύπτεται ότι διέπει το σύμπαν και ρυθμίζει την κίνηση των ουράνιων σωμάτων, και εφαρμόζοντας την κοσμική τάξη στον εσωτερικό του κόσμο, ο άνθρωπος μπορεί προοδευτικά να αποκτήσει «αθανασία».Μια πολύ σημαντική ανακάλυψη που έκανε ο Πυθαγόρας είναι η αριθμητική ερμηνεία του σύμπαντος. Μετρώντας τα κατάλληλα μήκη της χορδής ενός μονόχορδου, διαπίστωσε πως τα σύμφωνα μουσικά διαστήματα μπορεί να εκφρασθούν σε απλές αριθμητικές αναλογίες των τεσσάρων πρώτων ακεραίων αριθμών. Σ΄αυτόν αποδίδονται οι αριθμητικοί λόγοι της οκτάβας (2/1, δια πασών), της τέταρτης (4/3, δια τεσσάρων), της πέμπτης (3/2, δια πέντε) και του μείζονος τόνου (9/8 που είναι η διαφορά μεταξύ τέταρτης και πέμπτης). Το ενδιαφέρον του Πυθαγόρα για τη μουσική αρμονία οδηγεί στη σκέψη σε αυτόν να αποδοθεί και η θεωρία της «Αρμονίας των Σφαιρών». Επίσης έχουν αποδοθεί σε αυτόν διάφορες γεωμετρικές ανακαλύψεις με γνωστότερο το ομώνυμό του θεώρημα.Ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς απέδωσαν στον Πυθαγόρα την ανακάλυψη πως ο Εωσφόρος (Αυγερινός) και ο Έσπερος (Αποσπερίτης) είναι ένας και ο αυτός αστέρας της Αφροδίτης. Άλλοι απέδωσαν αυτήν την ανακάλυψη στον Παρμενίδη. Ο Πλάτων (427 π.Χ. - 347 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος από την Αθήνα, ο πιο γνωστός μαθητής του Σωκράτη και δάσκαλος του Αριστοτέλη. Το έργο του με τη μορφή φιλοσοφικών διαλόγων έχει σωθεί ολόκληρο (του αποδίδονται ακόμα και μερικά νόθα έργα) και άσκησε τεράστια επιρροή στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και γενικότερα στη δυτική φιλοσοφική παράδοση μέχρι τις ημέρες μας. Ο Πλάτων, μεταξύ άλλων, έγραψε την Απολογία του Σωκράτους, η οποία θεωρείται ως μια σχετικά ακριβής καταγραφή της απολογίας του Σωκράτη στη δίκη που τον καταδίκασε σε θάνατο, το Συμπόσιο όπου μιλά για την φύση του έρωτα, ενώ σε δύο μακρούς διαλόγους, την Πολιτεία και τους Νόμους, περιέγραψε την ιδανική πολιτεία. O Πλάτων γεννήθηκε στην Αθήνα και καταγόταν από αριστοκρατική αθηναϊκή οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο Αρίστωνας, ο οποίος καταγόταν από το γένος του βασιλιά Κόδρου, και μητέρα του ήταν η Περικτιόνη, η οποία ήταν αδερφή του Χαρμίδη, ενός από τους Τριάκοντα τυρράνους, και ανιψιά του Κριτία, επίσης μέλος των Τριάκοντα, με καταγωγή από το γένος του νομοθέτη Σόλωνος. Αδέρφια του ήταν οι Αδείμαντος και Γλαύκων. Το πρώτο του όνομα ήταν Αριστοκλής, αλλά αργότερα ονομάστηκε Πλάτωνας γιατί είχε ευρύ στέρνο και πλατύ μέτωπο. Γνώρισε τον Σωκράτη σε ηλικία 20 ετών και έμεινε κοντά του μέχρι τον θάνατο του μεγάλου δασκάλου (399 π.Χ.).Μετά τη θανάτωση του Σωκράτη για λίγο καιρό κατέφυγε στα Μέγαρα, κοντά στον συμμαθητή του Ευκλείδη. Ύστερα γύρισε στην Αθήνα, όπου για 10 χρόνια ασχολήθηκε με τη συγγραφή φιλοσοφικών έργων, τα οποία φέρουν τη σφραγίδα της σωκρατικής φιλοσοφίας. Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Αίγυπτο και στην Κυρήνη, όπου σχετίστηκε με τον μαθηματικό Θεόδωρο, και τέλος στον Τάραντα της Ιταλίας, όπου γνώρισε τους πυθαγόρειους, από τη φιλοσοφική σκέψη των οποίων επηρεάστηκε αποφασιστικά. Μετά πέρασε στη Σικελία. Στην αυλή του βασιλιά των Συρακουσών Διονυσίου Α΄ γνώρισε τον βασιλικό γυναικάδελφο Δίωνα, με τον οποίον συνδέθηκε φιλικά. Η φιλία όμως αυτή προκάλεσε τις υποψίες του Διονυσίου για συνωμοσία, γι' αυτό έδιωξε τον Πλάτωνα από τη Σικελία. Στην Αίγινα κινδύνεψε να πουληθεί ως δούλος αλλά τον εξαγόρασε ο Κυρηναίος φίλος του Αννίκερης.Επιστρέφοντας στην Αθήνα άνοιξε τη φιλοσοφική σχολή του, την Ακαδημία (387 π.Χ.). Η προσπάθεια όμως των δύο φίλων να προσηλυτίσουν στις ιδέες τους τον νέο ηγεμόνα Διονύσιο τον Πρεσβύτερο απέτυχαν. Για τρίτη φορά ήρθε στην αυλή των Συρακουσών το 361 π.Χ., με σκοπό να συμφιλιώσει τον Δίωνα με τον Διονύσιο. Αυτή τη φορά κινδύνεψε και η ζωή του. Τον έσωσε η επέμβαση του πυθαγόρειου Αρχύτα. Αλλά ο Δίωνας δεν γλίτωσε. Δολοφονήθηκε το 353 π.Χ.. Έτσι ο Πλάτωνας έχασε τον άνθρωπο στον οποίο στήριξε τις ελπίδες του για την επιβολή των πολιτικών του ιδεών. Από τότε και μέχρι τον θάνατό του ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και με τη συγγραφή φιλοσοφικών έργων. Ο Αριστοτέλης ( 384 - 322 π.Χ. ) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Μαζί με το δάσκαλό του Πλάτωνα αποτελεί σημαντική μορφή της φιλοσοφικής σκέψης του αρχαίου κόσμου, και η διδασκαλία του διαπερνούσε βαθύτατα τη δυτική φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη μέχρι και την Επιστημονική Επανάσταση του 17ου αιώνα. Υπήρξε φυσιοδίφης, φιλόσοφος, δημιουργός της λογικής και ο σημαντικότερος από τους διαλεκτικούς της αρχαιότητας. Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε μεταξύ Ιουλίου και Δεκεμβρίου του έτους 384 π.Χ. στα Αρχαία Στάγειρα της Χαλκιδικής (σημερινή ονομασία της περιοχής Λιοτόπι, μισό χιλιόμετρο νοτίως της Ολυμπιάδας). Ο πατέρας του Νικόμαχος ήταν γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ΄, τον οποίο είχε πατέρα ο Φίλιππος. Ο Νικόμαχος, που κατά το Σουίδα είχε γράψει έξι βιβλία ιατρικής και ένα φυσικής, θεωρούσε πρόγονό του τον ομηρικό ήρωα και γιατρό Μαχάονα, το γιο του Ασκληπιού. Πίστευαν ότι και της μητέρας του η καταγωγή ήταν θεϊκή. Ονομαζόταν Φαιστίς, είχε έρθει με Χαλκιδείς αποίκους στα Στάγειρα και ανήκε στο γένος των Ασκληπιαδών.Ο Αριστοτέλης πρόωρα ορφάνεψε από πατέρα και μητέρα και την κηδεμονία του ανέλαβε ο φίλος του πατέρα του Πρόξενος, που ήταν εγκαταστημένος στον Αταρνέα της μικρασιατικής Αιολίδας, απέναντι από τη Λέσβο. Ο Πρόξενος, που φρόντισε τον Αριστοτέλη σαν δικό του παιδί, τον έστειλε στην Αθήνα σε ηλικία 17 ετών (367 π.Χ.), για να γίνει μαθητής του Πλάτωνα. Πράγματι ο Αριστοτέλης σπούδασε στην Ακαδημία του Πλάτωνα επί 20 χρόνια (367 - 347), μέχρι τη χρονιά δηλ. που πέθανε ο δάσκαλός του. Στο περιβάλλον της Ακαδημίας άφηνε κατάπληκτους όλους και τον ίδιο το δάσκαλό του, με την ευφυΐα και τη φιλοπονία του. Ο Πλάτωνας τον ονόμαζε "νουν της διατριβής" και το σπίτι του "οίκον αναγνώστου".Όταν το 347 π.Χ. πέθανε ο Πλάτωνας, προέκυψε θέμα διαδόχου στη διεύθυνση της σχολής. Επικρατέστεροι για το αξίωμα ήταν οι τρεις καλύτεροι μαθητές του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης, ο Ξενοκράτης και ο Σπεύσιππος. Ο Αριστοτέλης τότε μαζί με τον Ξενοκράτη εγκατέλειψε την Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στην Άσσο, πόλη της μικρασιατικής παραλίας, απέναντι από τη Λέσβο. Την Άσσο κυβερνούσαν τότε δύο πλατωνικοί φιλόσοφοι, ο Έραστος και ο Κορίσκος, στους οποίους είχε χαρίσει την πόλη ο ηγεμόνας του Αταρνέα και παλιός μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, Ερμίας. Οι δύο φίλοι, κυβερνήτες της Άσσο, είχαν ιδρύσει εκεί μια φιλοσοφική σχολή, ως παράρτημα της Ακαδημίας.Στην Άσσο ο Αριστοτέλης δίδαξε τρία χρόνια και μαζί με τους φίλους του κατόρθωσε ό,τι δεν μπόρεσε ο Πλάτωνας. Συνδέθηκαν στενά με τον Ερμία και τον επηρέασαν τόσο, ώστε η τυραννία του να καταστεί πραότερη και δικαιότερη. Το τέλος του τυράννου όμως ήταν τραγικό. Επειδή προέβλεπε την εκστρατεία των Μακεδόνων στην Ασία, συμμάχησε με το Φίλιππο. Γι' αυτό τον συνέλαβαν οι Πέρσες και τον θανάτωσαν με μαρτυρικό σταυρικό θάνατο.Το 345 π.Χ. ο Αριστοτέλης, ακολουθώντας τη συμβουλή του μαθητή του Θεόφραστου, πέρασε απέναντι στη Λέσβο και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη, όπου έμεινε και δίδαξε μέχρι το 342 π.Χ. Στο μεταξύ είχε παντρευτεί την ανιψιά και θετή κόρη του Ερμία, την Πυθιάδα, από την οποία απέκτησε κόρη, που πήρε το όνομα της μητέρας της. Μετά το θάνατο της πρώτης του συζύγου ο Αριστοτέλης συνδέθηκε αργότερα στην Αθήνα με τη Σταγειρίτισσα Ερπυλλίδα, από την οποία απέκτησε ένα γιο, το Νικόμαχο. Το 342 π.Χ. τον προσκάλεσε ο Φίλιππος στη Μακεδονία, για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του γιου του Αλέξανδρου, που ήταν τότε μόλις 13 χρονών. Ο Αριστοτέλης άρχισε με προθυμία το έργο της αγωγής του νεαρού διαδόχου. Φρόντισε να του μεταδώσει το πανελλήνιο πνεύμα και χρησιμοποίησε ως παιδευτικό όργανο τα ομηρικά έπη. Η εκπαίδευση του Αλέξανδρου γινόταν άλλοτε στην Πέλλα και άλλοτε στη Μίεζα, μια κωμόπολη της οποίας τα ερείπια έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη• βρισκόταν στους πρόποδες του βουνού πάνω στο οποίο είναι χτισμένη η σημερινή Νάουσα της Μακεδονίας. Εκεί το 341 π.Χ. πληροφορήθηκε το θάνατο του Ερμία.Ο Αριστοτέλης έμεινε στη μακεδονική αυλή έξι χρόνια. Όταν ο Αλέξανδρος συνέτριψε την αντίσταση των Θηβαίων και αποκατέστησε την ησυχία στη νότια Ελλάδα, ο Αριστοτέλης πήγε στην Αθήνα (335 π.Χ.) και ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή. Για να εγκαταστήσει τη σχολή του διάλεξε το Γυμνάσιο, που λεγόταν και Λύκειο, ανάμεσα στο Λυκαβηττό και τον Ιλισό, κοντά στην πύλη του Διοχάρη.Ο χώρος του Γυμνασίου βρέθηκε πρόσφατα στις ανασκαφές,για την ανέγερση του νέου Μουσείου Γουλανδρή,πίσω από το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, στην οδό Ρηγίλλης. Ο ιστορικός αυτός αρχαιολογικός χώρος διασκευάζεται έτσι ώστε να γίνει επισκέψιμος. Εκεί υπήρχε άλσος αφιερωμένο στον Απόλλωνα και τις Μούσες. Με χρήματα που του έδωσε άφθονα ο Αλέξανδρος, ο Αριστοτέλης έχτισε μεγαλόπρεπα οικήματα και στοές, που ονομάζονταν "περίπατοι". Ίσως γι' αυτό η σχολή του ονομάστηκε Περιπατητική και οι μαθητές του περιπατητικοί φιλόσοφοι.Η οργάνωση της σχολής είχε γίνει κατά τα πρότυπα της Πλατωνικής Ακαδημίας. Τα μαθήματα για τους προχωρημένους μαθητές γίνονταν το πρωί ("εωθινός περίπατος") και για τους αρχάριους το απόγευμα ("περί το δειλινόν", "δειλινός περίπατος"). Η πρωινή διδασκαλία ήταν καθαρά φιλοσοφική ("ακροαματική"). Η απογευματινή "ρητορική" και "εξωτερική".Η σχολή είχε μεγάλη βιβλιοθήκη και τόσο καλά οργανωμένη, ώστε αργότερα χρησίμευσε ως πρότυπο για την ίδρυση των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Ο Αριστοτέλης μάζεψε χάρτες και όργανα χρήσιμα για τη διδασκαλία των φυσικών μαθημάτων. Έτσι σύντομα η σχολή έγινε περίφημο κέντρο επιστημονικής έρευνας. Στα δεκατρία χρόνια που έμεινε ο Αριστοτέλης στην Αθήνα δημιούργησε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, που προκαλεί το θαυμασμό μας με τον όγκο και την ποιοτική του αξία. Γιατί είναι άξιο απορίας, πώς ένας άνθρωπος σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα συγκέντρωσε και κατέγραψε τόσες πολλές πληροφορίες.Το 323 π.Χ. με την είδηση του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου οι οπαδοί του αντιμακεδονικού κόμματος νόμισαν ότι βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν τους Μακεδόνες στο πρόσωπο του Αριστοτέλη. Το ιερατείο, με εκπρόσωπό του τον ιεροφάντη της Ελευσίνιας Δήμητρας Ευρυμέδοντα, και η σχολή του Ισοκράτη, με το Δημόφιλο, κατηγόρησαν τον Αριστοτέλη για ασέβεια ("γραφή ασεβείας"), επειδή είχε ιδρύσει βωμό στον Ερμία, είχε γράψει τον ύμνο στην Αρετή και το επίγραμμα στον ανδριάντα του Ερμία, στους Δελφούς. Ο Αριστοτέλης όμως, επειδή κατάλαβε τα πραγματικά κίνητρα και τις αληθινές προθέσεις των μηνυτών του, έφυγε για τη Χαλκίδα, προτού γίνει η δίκη του (323 π.Χ.). Εκεί έμεινε, στο σπίτι που είχε από τη μητέρα του, μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του την Ερπυλλίδα και με τα δύο του παιδιά, το Νικόμαχο και την Πυθιάδα.Ο Αριστοτέλης απεβίωσε μεταξύ πρώτης και εικοστής δευτέρας Οκτωβρίου του έτους 322 π.Χ. στη Χαλκίδα από στομαχικό νόσημα, μέσα σε θλίψη και μελαγχολία. Το σώμα του μεταφέρθηκε στα Στάγειρα, όπου θάφτηκε με εξαιρετικές τιμές. Οι συμπολίτες του τον ανακήρυξαν "οικιστή" της πόλης και έχτισαν βωμό πάνω στον τάφο του. Στη μνήμη του καθιέρωσαν γιορτή, τα "Αριστοτέλεια", και ονόμασαν έναν από τους μήνες "Αριστοτέλειο". Η πλατεία όπου θάφτηκε ορίστηκε ως τόπος των συνεδρίων της βουλής.Φεύγοντας από την Αθήνα, διευθυντή της σχολής άφησε το μαθητή του Θεόφραστο, που τον έκρινε ως τον πιο κατάλληλο. Έτσι το πνευματικό ίδρυμα του Αριστοτέλη εξακολούθησε να ακτινοβολεί και μετά το θάνατο του μεγάλου δασκάλου. Ο Αριστοτέλης ως άνθρωπος είχε πιστούς φίλους, αλλά και φοβερούς αντίπαλους (Τίμαιος, Ευβουλίδης κ.ά.), οι οποίοι κάποιες φορές τον παρουσίαζαν ως φιλάργυρο, φιλήδονο, ραδιούργο, μηχανορράφο, ακόμα ως οργανωτή δολοφονίας του Αλεξάνδρου κλπ.Αντίθετα, από αξιόπιστες πηγές μαθαίνουμε ότι ο Αριστοτέλης υπήρξε η ενσάρκωση του ορθού μέτρου σ' όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του. Την έμφυτη ευγένεια και τρυφερότητα της ψυχής του τη βρίσκουμε διάχυτη μέσα στη διαθήκη του. Μέσα σ' αυτή φροντίζει για τη μνήμη των γονέων και του αδερφού του και δε λησμονεί ούτε την οικογένεια του πατρικού φίλου Πρόξενου, που τον ανέθρεψε. Φροντίζει για τη δεύτερη γυναίκα του την Ερπυλλίδα και το γιο που απέκτησε μαζί της, το Νικόμαχο. Ακόμα για την κόρη του Πυθιάδα, καρπό του πρώτου του γάμου. Η μεγάλη του όμως φιλανθρωπία φαίνεται στο σημείο εκείνο της διαθήκης, όπου ορίζει να μην πουληθεί κανείς από τους δούλους που τον υπηρέτησαν, αλλά να ελευθερώνονται μόλις ενηλικιώνονται. Ο Αριστοτέλης δεν έδειξε ενδιαφέρον στη δημοσίευση των έργων του με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν σήμερα διαθέσιμα πολλά από αυτά. Ποτέ δε δημοσίευσε τα βιβλία του, εκτός από τους διαλόγους του. Η ιστορία των πρωτότυπων συγγραμμάτων του περιγράφεται από τον Στράβωνα στην "Γεωγραφία" του και από τον Πλούταρχο στο βιβλίο Βίοι Παράλληλοι, Σύλλας. Τα χειρόγραφα των παραδόσεων του Αριστοτέλη έμειναν στα χέρια του μαθητή του Θεόφραστου. Ο Θεόφραστος τα άφησε στον Νηλέα από τη Σκήψη και από αυτόν έμειναν στους κληρονόμους του. Οι απόγονοί τους τα πούλησαν στον Απελλικώνα από την Τηΐα/Τέω για ένα μεγάλο ποσό. Ο Σύλλας μετά την κατάληψη των Αθηνών (86 π.Χ.) πήρε τη βιβλιοθήκη του Απελλικώνα και τα μετέφερε στη Ρώμη. Εκεί πρωτοδημοσιεύτηκαν (60 π.Χ.) από τον Ίωνα φιλόλογο Τυραννίωνα από την Αμυσό και στη συνέχεια από τον περιπατητικό φιλόσοφο Ανδρόνικο το Ρόδιο. Oι Αλεξανδρινοί υπολόγιζαν ότι ο Αριστοτέλης έγραψε 400 περίπου συνολικά βιβλία. Ο Διογένης ο Λαέρτιος υπολόγισε το έργο του σε στίχους και βρήκε ότι έφταναν τις 44 μυριάδες, δηλ. 440.000. Μεγάλο μέρος από το έργο του αυτό χάθηκε. Ανήκε στην κατηγορία των δημόσιων ή "εξωτερικών" μαθημάτων και ήταν γραμμένα σε μορφή διαλογική. Από αυτά σώθηκε μόνο η "Αθηναίων Πολιτεία", σ' έναν πάπυρο που βρέθηκε στην Αίγυπτο. Τα σωζόμενα σήμερα έργα του αντιστοιχούν στη διδασκαλία που ο Αριστοτέλης έκανε στους προχωρημένους μαθητές του και που λέγονται "ακροαματικές ή εσωτερικές". Γι' αυτό και είναι γραμμένα σε συνεχή λόγο και όχι σε διάλογο. Αρκετά από τα βιβλία του έχουν υποστεί επεμβάσεις και επεξεργασίες και γενικά η κατάστασή τους δεν είναι καλή. Από το τεράστιο έργο του τελικά σώθηκαν 47 βιβλία και μερικά αποσπάσματα από τα άλλα. Δε θεωρούνται όμως όλα γνήσια. Η συνηθέστερη κατάταξή τους είναι η ακόλουθη: Αποτελούν πραγματείες χρήσιμες για τη γνώση και είναι οι εξής έξι:
Λογικά ή Όργανον
• "Περί Ερμηνείας"
• "Κατηγορίαι"
• "Αναλυτικά Πρότερα"
• "Αναλυτικά Ύστερα"
• "Τοπικοί και Σοφιστικοί Έλεγχοι"
Οι πραγματείες αυτές αποτελούν την αιώνια δόξα του φιλοσόφου, γιατί πρώτος αυτός διατύπωσε τους νόμους της ανθρώπινης νόησης και τους τρόπους του συλλογισμού. Φυσικά
Περιλαμβάνουν τις εξής πραγματείες:
• "Φυσική ακρόαση" (βιβλία 8)
• "Περί ουρανού" (βιβλία 4)
• "Περί γενέσεως και φθοράς" (βιβλία 3)
• "Μετεωρολογικά" (βιβλία 4)
• "Περί κόσμου" (ψευδεπίγραφο)
Βιολογικά
• "Περί ζώων ιστορίας" (βιβλία 10)
• "Περί ζώων μορίων" (βιβλία 4)
• "Περί ζώων πορείας" (1 βιβλίο)
• "Περί ζώων κινήσεως"
• "Περί ζώων γενέσεως" (βιβλία 5)
• "Περί φυτών" (ψευδεπίγραφο)
Με τα έργα του αυτά έγινε ο δημιουργός της φυσικής επιστήμης, της ζωολογίας και της συγκριτικής ανατομίας. Με τις πραγματείες αυτές έστρεψε ο Αριστοτέλης τη φιλοσοφική συζήτηση στο γόνιμο έδαφος του αισθητού κόσμου.
Ψυχολογικά
• "Περί ψυχής" (βιβλία 3)
• "Περί αισθήσεως και αισθητών"
• "Περί μνήμης και αναμνήσεως"
• "Περί ύπνου και εγρηγορήσεως"
• "Περί ενυπνίων"
• "Περί μαντικής της εν τοις ύπνοις"
• "Περί μακροβιότητος και βραχυβιότητος"
• "Περί ζωής και θανάτου"
• "Περί αναπνοής"
• "Περί πνεύματος" (ψευδεπίγραφο)
Εκτός από το πρώτο, τα υπόλοιπα της ομάδας αυτής είναι γνωστά με το κοινό όνομα "Μικρά φυσικά". Μεταφυσικά
Από τα Μεταφυσικά ή πρώτη φιλοσοφία, όπως τα αποκαλούσε ο Αριστοτέλης προήλθε ο όρος "μεταφυσική" των νεότερων χρόνων. Στα 12 βιβλία των Μεταφυσικών προσθέτουν συνήθως και τη διατριβή "Περί Μελίσσου, Ξενοφάνους και Γοργίου" (πιθανώς ψευδεπίγραφο). Στην ομάδα αυτή των έργων του ο Αριστοτέλης εξετάζει τις πρώτες αρχές όλων των όντων και των "κινουμένων" και των "ακινήτων". Ηθικά
• "Ηθικά Ευδήμεια" (βιβλία 7)
• "Ηθικά μεγάλα" (βιβλία 2)
• "Ηθικά Νικομάχεια" (βιβλία 10)
Αυτά ιδιαίτερα τα τίμησαν οι θεολόγοι. Πολιτικά
• "Πολιτικά" (βιβλία 8)
• "Αθηναίων Πολιτεία"
• "Οικονομικά" (βιβλία 2)
Αποτελούν, και σήμερα ακόμα, τη βάση των ερευνών για όσους ασχολούνται με τις πολιτικές επιστήμες. Τεχνικά
• "Ρητορική" (βιβλία 3)
"Ποιητική" (βιβλίο 1, με πιθανή ύπαρξη και δεύτερου βιβλίου που δεν διασώθηκε) Προβλήματα
Περιέχουν προβλήματα από διάφορες περιοχές της γνώσης.
Στο σώμα των αριστοτελικών έργων έχουν συμπεριληφθεί και τα ακόλουθα ακόμα έργα, που δε θεωρούνται γνήσια: Φυσιογνωμικά, Περί θαυμασίων ακουσμάτων, Περί χρωμάτων, Περί ατόμων γραμμών, Μηχανικά, Ρητορική εις Αλέξανδρον και Περί ακουστών. Εκτός από τη γνώμη του τη σχετική με τις "ιδέες" του Πλάτωνα ο Αριστοτέλης υποστηρίζει και άλλες αρχές. Δεν αποκρούει την ηδονή, αλλά προτιμά την πιο τέλεια, αυτή δηλ. που πηγάζει από τη διάνοια. Ο σκοπός των ανθρώπινων ενεργειών, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η ευδαιμονία, την οποία ορίζει ως ενέργεια σύμφωνη με την αρετή. Η αρετή, όταν κυριαρχεί στα πάθη και στις ορμές, τα ρυθμίζει, παίζοντας το ρόλο του μέτρου ανάμεσα στις δύο ακρότητες, δηλ. στην υπερβολή και την έλλειψη. Έτσι π.χ. η "πραότης" είναι αρετή ως μεσότητα της οργής και της αναισθησίας, η "ανδρεία", επειδή βρίσκεται ανάμεσα στη θρασύτητα και στη δειλία, και η "αιδώς", επειδή κατέχει το μέσο της αδιαντροπιάς και της κατάπληξης, που είναι ακρότητες. Συμπλήρωμα της αρετής είναι και τα αγαθά του σώματος (δύναμη, υγεία, ομορφιά) και τα αγαθά της τύχης (πλούτος, ευγενική καταγωγή κλπ.). Σύμφωνα μ' αυτά, ευτυχισμένος είναι εκείνος που ενεργεί κατά τις επιταγές της αρετής και συγχρόνως έχει μερίδιο και στα άλλα αγαθά, τα "εκτός αγαθά", όπως τα ονομάζει.Ο Αριστοτέλης ταλαντεύεται ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον υλισμό. Κάθε πράγμα, κατ' αυτόν, αποτελείται από ύλη και πνεύμα, που είναι μεταξύ τους αδιάσπαστα ενωμένα. Η ύλη είναι παθητική, είναι η δυνατότητα του πράγματος, ενώ το πνεύμα ενεργητικό, δηλ. η δύναμη που μεταβάλλει τη δυνατότητα σε πραγματικότητα.Ο κόσμος, κατά τον Αριστοτέλη, είναι ενιαίος και αιώνιος, ενώ η οικουμένη έχει σχήμα σφαίρας με κέντρο τη Γη. Με το να δέχεται την καταγωγή των γνώσεων από τις αισθήσεις, πλησιάζει πολύ τον υλισμό. Τέλος με την τυπική λογική βλέπει την αντικειμενική πραγματικότητα "στατικά" και όχι μέσα στην αέναη μεταβολή και κίνησή της. Ο Αριστοτέλης ήταν ο φιλόσοφος που διετύπωσε την θεωρία της ύπαρξης του πέμπτου στοιχείου της φύσης. Συγκεκριμένα οι Έλληνες φιλόσοφοι από την Ιωνία θεωρούσαν οτι στην φύση υπάρχουν τέσσερα στοιχεία ή ουσίες. Γή, ύδωρ, πύρ και αήρ. Ο Αριστοτέλης πρόσθεσε στην τετράδα τον αιθέρα ο οποίος θα αποτελέσει την πέμπτη ουσία την πεμπτουσία. Το στοιχείο αυτό παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες, είναι αγέννητο, αγήρατο, άφθαρτο, αϊδιο, αναυξές και αναλλοίωτο. Επιπλέον εντοπίζεται στον "άνω τόπο" όπου κατοικεί η Θεότητα. Ο Σωκράτης (470 π.Χ. ή 469 π.Χ. - 399 π.Χ.)[1] ήταν Έλληνας Αθηναίος φιλόσοφος και μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του Ελληνικού και παγκόσμιου πολιτισμού.Ήταν γιος του Σωφρονίσκου και της Φαιναρέτης. Παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία την Ξανθίππη. Ο Σωκράτης είχε έναν πολυάριθμο κύκλο πιστών φίλων, κυρίως νέων από αριστοκρατικές οικογένειες, απ' όλη την Ελλάδα. Ορισμένοι από αυτούς έγιναν γνωστοί ως ιδρυτές φιλοσοφικών σχολών διαφόρων κατευθύνσεων. Οι γνωστότεροι ήταν ο Πλάτωνας και ο Αντισθένης στην Αθήνα, ο Ευκλείδης στα Μέγαρα και ο Φαίδωνας στην Ηλεία.Οι πληροφορίες για τη ζωή του Σωκράτη είναι ποικίλες και ο μελετητής του Αρχαιοελληνικού κόσμου μπορεί να βγάλει ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Διάφοροι αξιόλογοι συγγραφείς ασχολήθηκαν μαζί του, και ο καθένας πρόσθεσε νέες πτυχές από την ζωή του. Έτσι, ο Πορφύριος μας πληροφορεί ότι ο Σωκράτης ασχολήθηκε αρχικά με το επάγγελμα του πατέρα του, ο οποίος ήταν λιθοξόος.Στα 17 του χρόνια γνώρισε το φιλόσοφο Αρχέλαο, που του μετέδωσε το πάθος για τη φιλοσοφία και τον έπεισε να αφιερωθεί σ' αυτήν. Μία πιο βαθιά ψυχολογική πλευρά του φανερώνει ο Πλάτωνας, που στην Απολογία του παρουσιάζει τον Σωκράτη να θεωρεί τη φιλοσοφική ενασχόληση ως θεία εντολή. Εδώ ο Σωκράτης μπορεί να χαρακτηριστεί ως Θεόπνευστος, καθώς αναφέρει το ισχυρό του ένστικτο, ως μία εσωτερική παρόρμηση, να του υπαγορεύει ποιές πράξεις και ενασχολήσεις πρέπει να ακολουθήσει. Συχνά μάλιστα δήλωνε ότι άκουγε μέσα του μία φωνή που τον εμπόδιζε να πράττει ότι δεν ήταν σωστό, την οποία φωνή ονόμαζε «δαιμόνιο».Στις φιλοσοφικές του έρευνες τον παρακολουθούσαν πολλοί, ιδιαίτερα νέοι, που ένιωθαν ευχαρίστηση ακούγοντας τον να μιλάει και να συζητάει για θέματα κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά και θρησκευτικά. Έτσι σχηματίστηκε γύρω του ένας όμιλος, που δεν αποτελούσε όμως σχολή, γιατί ο Σωκράτης δεν δίδαξε συστηματικά, αλλά διαλεγόταν σε κάθε σημείο της πόλης, με ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και σε αντίθεση με τους σοφιστές δεν έπαιρνε χρήματα από τους μαθητές του.Το 406 π.Χ. στην δίκη των 10 Αθηναίων στρατηγών, ο Σωκράτης, ως πρύτανης της Βουλής, αρνήθηκε να θέσει σε ψηφοφορία μία παράνομη πρόταση - να μη γίνει δίκη και να εκδοθεί μία μαζική απόφαση (με μία ψήφο για όλους μαζί) για τους στρατηγούς που είχαν κατηγορηθεί ότι δεν περισυνέλεξαν τους ναυαγούς κατά την ναυμαχία στις Αργινούσες, κάτι απαράδεκτο νομικά στην αθηναϊκή δημοκρατία. Το 404 π.Χ. με τόλμη εναντιώθηκε στους Τριάκοντα τυράννους, όταν αρνήθηκε να συλλάβει έναν δημοκρατικό πολίτη, τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο. Το 399 π.Χ. διατυπώθηκε εναντίον του κατηγορία για ασέβεια προς τους θεούς και για διαφθορά των νέων. Ο φιλόσοφος καταδικάστηκε, με βάση την κατηγορία, σε θάνατο. Ως σκοπιμότητα της κατηγορίας θεωρήθηκε η διδασκαλία του, η οποία επιδρούσε στους νέους, και με τον φιλελευθερισμό που τον διέκρινε, θεωρήθηκε ανατρεπτικός. Ουσιαστικό κίνητρο, όμως, υπήρξε η αντιζηλία του με σημαντικούς άνδρες της εποχής.Στη διάρκεια της δίκης ο Σωκράτης έδειξε θάρρος, ενώ η αναγγελία της ποινής δεν κατάφερε να τον βγάλει από τη θεϊκή του αταραξία. Μετά την καταδίκη του παρέμεινε στο δεσμωτήριο 30 μέρες, γιατί ο νόμος απαγόρευε την εκτέλεση της θανατικής ποινής πριν από την επιστροφή του ιερού πλοίου από τις γιορτές της Δήλου. Από τον διάλογο του Πλάτωνα Κρίτων μαθαίνουμε ότι ο Σωκράτης θα μπορούσε να σωθεί, αν ήθελε, αφού οι φίλοι του είχαν την δυνατότητα να τον βοηθήσουν να αποδράσει. Ο Σωκράτης αρνήθηκε και, ως νομοταγής πολίτης και αληθινός φιλόσοφος, περίμενε τον θάνατο ειρηνικά και γαλήνια, και ήπιε το κώνειο, όπως πρόσταζε ο νόμος. Ο Σωκράτης, όπως και ο Πυθαγόρας, δεν άφησε κανένα σύγγραμμα. Γι' αυτό είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί ακριβώς το περιεχόμενο της φιλοσοφίας του και, πρακτικώς, ότι γνωρίζουμε για τον Σωκράτη προήλθε κυρίως από όσα έγραψαν οι μαθητές του σχετικά με αυτόν, καθώς και ορισμένους συγγραφείς που επικεντρώθηκαν στην μελέτη της προσωπικότητάς του. Κατά τον Σωκράτη ο Θεός δεν φιλοσοφεί, γιατί κατέχει τη σοφία, φιλοσοφεί όμως ο άνθρωπος, που η ύπαρξή του είναι πεπερασμένη.Στην εποχή του Σωκράτη έχουμε με τους Σοφιστές την στροφή της φιλοσοφίας προς τον άνθρωπο και τη χρήσιμη αρετή, ενώ προηγουμένως το κύριο θέμα της φιλοσοφίας των προσωκρατικών ήταν η φύση. Βέβαια, οι Σοφιστές, ως μη φιλόσοφοι, δεν διείσδυσαν εις βάθος στην μελέτη της πραγματικής ουσίας του ανθρώπου, κάτι που ξεκίνησε με τον Σωκράτη, ο οποίος πρώτος θεώρησε την ψυχή σαν την πραγματική ουσία του ανθρώπου και την αρετή σαν αυτό που επιτρέπει την πλήρωση της ανθρώπινης φύσης μέσα από την αναζήτηση και βελτίωση της ψυχής. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει αυτή την στροφή του πνεύματος με τη φράση «επί Σωκράτους το δε ζητείν τα περί φύσεως έληξε, προς την χρήσιμη αρετή και την πολιτική δε απόκλεινον οι φιλοσοφούντες».
( ) Κόππα Το κόππα (Ϟ, ϟ) είναι γράμμα των πρώιμων ελληνικών αλφαβήτων μεταξύ του π και του ρ, που ισοδυναμούσε ηχητικά με το κ. Ενώ το γράμμα κάππα χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική για να δηλώσει στη γραφή, ως τα μέσα περίπου του 6ου π.Χ. αιώνα το άηχο κλειστό ουρανικό σύμφωνο που προφέρουμε λ.χ. στα νεοελληνικά κυρία - και, την ίδια περίοδο για την απόδοση του άηχου κλειστού υπερωικού συμφώνου πρό των ο και υ, αυτού που προφέρουμε σήμερα στις λέξεις κόσμος -ακούω χρησιμοποιήθηκε το γράμμα κόππα (Ϟ). Έτσι στα αρχαϊκά ελληνικά αλφάβητα βρίσκουμε να γράφονται ΔΙΚΕ (=δίκη), ΚΑΛΟΣ(=καλός), ΑΛΚΙΒΙΑΔΕΣ(=Αλκιβιάδης), αλλά ϞΑϞΟΣ (=κακός), ϞΟΡΕ(=κόρη), ΛΕϞΥΘΟΣ(=λήκυθος), ϞΟΡΙΝΘΟΣ(=Κόρινθος).Φωνολογικώς η χρήση δύο διαφορετικών γραμμάτων στις αρχαϊκές, κυρίως, επιγραφές σημαίνει ότι το φωνολογικό σύστημα της Ελληνικής διέθετε δύο αλλόφωνα του κ: ένα ουρανικό και ένα υπερωικό, κάτι αντίστοιχο δηλαδή στην προφορά -αλλά όχι στη γραφή- με αυτό που συμβαίνει στη νέα Ελληνική. Η γενικευμένη χρήση ενός μόνο κ (του κάππα) από τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα σημαίνει είτε ότι η διαφορά αυτή στην προφορά έπαψε από τότε να υπάρχει είτε ότι έπαψε απλώς να δηλώνεται στη γραφή.Ενώ για τη γραφή λέξεων χρησιμοποιήθηκε η μορφή του αρχαϊκού κόππα ( Ϙ ϙ ), στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης το κόππα χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα με τη μορφή του κεραυνόμορφου κόππα ( Ϟ ϟ )για να δηλώσει τον αριθμό 90. Η παροιμία "Οὐδὲ κόππα γιγνώσκων" λέγονταν για εντελώς αδαή άνθρωπο.
Ρ ρ ῥῶ: Το γράμμα Ρ, ρω είναι το δέκατο έβδομο γράμμα του Ελληνικού αλφαβήτου. Στην αρχαία ελληνική κάθε λέξη που ξεκινούσε από ρ έφερε δασεία: Ῥᾴδιον. Γι αυτό το λόγο στη λατινική μεταγραφή ελληνικών λέξεων που αρχίζουν απο ρ το λατινικό r, στην αρχή της λέξης, ακολουθείται πάντοτε από το h: λ.χ (Ῥόδος - Rhodes ), ( ῥαψῳδία - rhapsody ) κ.α. Το h αντιστοιχεί στη δασεία που έφερε το γράμμα. Ο λόγος που το ρ στην αρχή των λέξεων έφερε δασεία ήταν ότι παλαιότερα πρίν από το ρ προηγούταν το αρχαϊκό γράμμα δίγαμμα (Ϝ), το οποίο καθώς βαθμιαία σιγήθηκε σημειώθηκε με τη δασεία, η οποία με τη σειρά της σιγήθηκε επίσης. Λέξεις που αρχίζουν από ρ και γίνονται δεύτερο συνθετικό λέξης, διπλασιάζουν το ρ. Στο πρώτο ρ έμπαινε ψιλή, ενώ στο δεύτερο δασεία (Καλλιῤῥόη - Callirrhoe). Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία ρ´ = 100. Ραψωδία Ο ποιητής καλεί τη Μούσα να μας αφηγηθεί την ιστορία του Οδυσσέα. Ο Ποσειδώνας, που εχθρεύεται τον ήρωα, λείπει στους Αιθίοπες και οι θεοί συνεδριάζουν στον Όλυμπο. Με πρωτοβουλία της Αθηνάς αποφασίζουν να δρομολογήσουν το νόστο του.Σε εφαρμογή του θεϊκού σχεδίου, η Αθηνά κατεβαίνει στην Ιθάκη για να παρακινήσει τον Τηλέμαχο να αναζητήσει τον πατέρα του. Με τη μορφή του Μέντη, ενός πατρικού φίλου, μπαίνει στο παλάτι, όπου οι μνηστήρες γλεντοκοπούν κατασπαταλώντας ασύστολα την ξένη περιουσία. Ο Τηλέμαχος υποδέχεται φιλόξενα τον ξένο, και η Αθηνά προσπαθεί να τον πείσει πως ο πατέρας του ζει. Τον παρακινεί να καταγγείλει τη συμπεριφορά των μνηστήρων και να πάει στους βασιλιάδες της Πύλου και τη Σπάρτης να ρωτήσει για τον Οδυσσέα.Φεύγοντας η Αθηνά αποκαλύπτεται και ο Τηλέμαχος αναθαρρεί. Ο αοιδός Φήμιος τραγουδά το γυρισμό των Αχαιών από την Τροία, η Πηνελόπη όμως κατεβαίνει πονεμένη και τον καλεί ν' αλλάξει τραγούδι. Ο Τηλέμαχος της μιλά με αυστηρότητα και τη στέλνει πίσω στα διαμερίσματά της. Στη συνέχεια στρέφεται με αυτοπεποίθηση προς τους μνηστήρες, τους λέει να φύγουν απ΄ το σπίτι του και τους ανακοινώνει ότι θα φέρει το θέμα στη συνέλευση των Ιθακησίων. Ακολουθεί λογομαχία. Καθώς τελειώνει η πρώτη μέρα του ποιητικού χρόνου της Οδύσσειας, ο Τηλέμαχος ξαγρυπνά και αναλογίζεται τις υποδείξεις της Αθηνάς. Τo πρωινό της δεύτερης μέρας ο Τηλέμαχος συγκαλεί τη συνέλευση, εκθέτει την κατάσταση, προτρέπει του μνηστήρες να φύγουν, και τους απειλεί με τη θεϊκή τιμωρία για τα ανοσιουργήματά τους. Οι μνηστήρες επιρρίπτουν την ευθύνη στην Πηνελόπη, που αποφεύγει το γάμο με πανουργία, και καλούν τον Τηλέμαχο να της επιβληθεί. Αυτός ανταπαντά ότι δεν μπορεί να διώξει τη μάνα του απ' το σπίτι, δέχεται όμως να την ξαναπαντρέψει αν του δοθεί καράβι να ψάξει για τον πατέρα του και βεβαιωθεί πως πέθανε τελικά. Δύο αετοί που αλληλοξεσκίζονται ερμηνεύονται από το μάντη Αλιθέρση ως σημάδι για τη σύντομη επιστροφή του Οδυσσέα και την τιμωρία των μνηστήρων. Οι μνηστήρες βρίζουν και απειλούν το μάντη, το ίδιο και τον Μέντορα, παλιό φίλο του Οδυσσέα, που επικρίνει την απάθεια των Ιθακησίων. Ο μνηστήρας Λεώκριτος δηλώνει πως, ακόμα κι αν γυρίσει ο Οδυσσέας, αυτοί θα τον σκοτώσουν, και διαλύει τη συνέλευση.Ο Τηλέμαχος κατεβαίνει στην ακρογιαλιά και παρακαλεί την Αθηνά να του συμπαρασταθεί. Η Αθηνά εμφανίζεται με τη μορφή του Μέντορα, τον καθησυχάζει, του δίνει οδηγίες και προσφέρεται να τον βοηθήσει. Ο Τηλέμαχος γυρίζει στο παλάτι και, παρά τις ειρωνείες των μνηστήρων, αρχίζει τις ετοιμασίες. Η Ευρύκλεια, η παραμάνα του, ανησυχεί, τελικά όμως ορκίζεται να μην πει τίποτα στη μητέρα του. Η Αθηνά/Μέντορας βρίσκει καράβι και ναύτες, κοιμίζει τους μνηστήρες και ανακοινώνει στον Τηλέμαχο πως όλα είναι έτοιμα. Το ταξίδι ξεκινά και συνεχίζεται όλη τη νύχτα με τον ευνοϊκό άνεμο που στέλνει η θεά. Οι ταξιδιώτες τής προσφέρουν σπονδή... Το ξημέρωμα της 3ης μέρας της Οδύσσειας ο Τηλέμαχος και η Αθηνά/Μέντορας φτάνουν στην παραλία της Πύλου και βρίσκουν το λαό να τελεί θυσία στον Ποσειδώνα. O βασιλιάς Νέστορας και οι γιοί του τους υποδέχονται φιλόξενα στη σύναξη. Ο Νέστορας θυμάται τον Οδυσσέα και τα βάσανα των Αχαιών με συγκίνηση και περιγράφει τη διχόνοια τους κατά την αναχώρηση από την Τροία. Ο ίδιος μαζί με το Μενέλαο απέπλευσαν βιαστικά για να προλάβουν την οργή των θεών, ενώ ο Οδυσσέας και άλλοι έμειναν πίσω για να προσφέρουν πρώτα θυσίες. Απαριθμεί τους Αχαιούς που έμαθε πως έφτασαν στις πατρίδες τους, για τον Οδυσσέα όμως δεν ξέρει τίποτα περισσότερο. Όσο για την κατάσταση στην Ιθάκη, παρακινεί τον Τηλέμαχο να αντιμετωπίσει τους μνηστήρες με τη βοήθεια της Αθηνάς. Η απαισιόδοξη απάντηση του Τηλέμαχου προκαλεί την αντίδραση της Αθηνάς/Μέντορα.Ο Τηλέμαχος αλλάζει το θέμα και ρωτά το βασιλιά περισσότερες λεπτομέρειες για το φόνο του Αγαμέμνονα. Ο Νέστορας εξιστορεί πώς ο Αίγισθος του έκλεψε τη γυναίκα του, σκότωσε τον ίδιο όταν επέστρεψε και σφετερίστηκε το θρόνο των Μυκηνών. Ο αδελφός του Μενέλαος δεν μπόρεσε να βοηθήσει γιατί κι αυτόν τον παρέσυρε η θαλασσοταραχή στην Κρήτη και στην Αίγυπτο. Ο γιός του όμως, ο Ορέστης, πήρε την εκδίκηση που έπρεπε. Όταν νυχτώνει, ο Νέστορας δεν αφήνει τους ξένους του να διανυκτερεύσουν στο πλοίο αλλά η Αθηνά/Μέντορας αναχωρεί αποκαλύπτοντας τη θεϊκή της ταυτότητα. Ο Νέστορας εντυπωσιασμένος της υπόσχεται θυσία και όλοι επιστρέφουν στο παλάτι για ύπνο, μαζί και ο Τηλέμαχος, που δέχεται ιδιαίτερες περιποιήσεις.Την επόμενη μέρα, την 4η της Οδύσσειας, ο Νέστορας προσφέρει μεγαλόπρεπη θυσία με χρυσοκέρατο βόδι στην Αθηνά και μετά το γεύμα ετοιμάζει αμάξια κι εφόδια για το ταξίδι του Τηλέμαχου. Με συνοδό το γιο του Νέστορα Πεισίστρατο ο Τηλέμαχος αναχωρεί για τη Σπάρτη. Διανυκτερεύουν στις Φηρές και την επόμενη συνεχίζουν. Το πρωί της 5ης μέρας φτάνουν στη Σπάρτη και βρίσκουν το Μενέλαο πάνω στο διπλό γάμο των παιδιών του. Απολαμβάνουν τη γενναιόδωρη υποδοχή και θαμπώνονται από τον πλούτο του παλατιού. Ο Μενέλαος μιλά με πόνο για τον Αγαμέμνονα και τον Οδυσσέα προκαλώντας τα δάκρυα του Τηλέμαχου. Η Ελένη τον αναγνωρίζει πρώτη και ο άντρας της ενθουσιάζεται που έχει τέτοιο φιλοξενούμενο. Όλοι θρηνούν γι΄ αυτούς που έχασαν.Η Ελένη ρίχνει στο κρασί ένα βότανο που διώχνει τον πόνο. Αφηγείται πώς κάποτε αναγνώρισε τον Οδυσσέα όταν τρύπωσε στην Τροία για να κατασκοπεύσει. Δεν τον κατέδωσε, αντίθετα χάρηκε που τον είδε, αφού ήθελε πια και η ίδια να γυρίσει στη Σπάρτη. Ο Μενέλαος με τη σειρά του αφηγείται πώς ο Οδυσσέας γλύτωσε τους Αχαιούς που ήταν κρυμμένοι στο Δούρειο Ίππο, όταν κινδύνεψαν ν΄ αποκαλυφθούν.Την επόμενη μέρα, την 6η της Οδύσσειας, ο Τηλέμαχος ρωτάει για τον πατέρα του και περιγράφει την κατάσταση στην Ιθάκη. Ο Μενέλαος εύχεται το θάνατο των μνηστήρων και αφηγείται τον αποκλεισμό του στην Αίγυπτο . Εκεί δάμασε το φοβερό γέροντα της θάλασσας Πρωτέα κι εκείνος τον συμβούλεψε να κάνει θυσία στο Δία. Μεταξύ άλλων του είπε πως ο Οδυσσέας είναι ζωντανός και εγκλωβισμένος στο νησί της Καλυψώς. Τελειώνοντας την αφήγησή του ο Μενέλαος καλεί τον Τηλέμαχο να μείνει κι άλλο στη Σπάρτη, αυτός όμως αρνείται ευγενικά.Στην Ιθάκη οι μνηστήρες πληροφορούνται έκπληκτοι το ταξίδι του Τηλέμαχου και αποφασίζουν να τον σκοτώσουν με δόλο. Η Πηνελόπη μαθαίνει τα νέα και φοβάται πως θα χάσει τώρα και το γιο της. Προσεύχεται στην Αθηνά κι εκείνη φέρνει στον ύπνο της την αδελφή της Ιφθίμη, που την καθησυχάζει με τη διαβεβαίωση πως ο Τηλέμαχος βρίσκεται υπό την προστασία της θεάς. Στο μεταξύ οι μνηστήρες αρματώνουν καράβι και στήνουν την ενέδρα τους στα στενά της Σάμης.Το πρωί της 7ης μέρας έκαναν μια ακόμη αγορά οι Θεοί στον Όλυμπο. Ο Δίας στέλνει τον Ερμή στην Ωγυγία με την εντολή προς την Καλυψώ να αφήσει πια τον Οδυσσέα. Ο Δίας ανακοινώνει στους θεούς ότι ο Οδυσσέας θα γυρίσει στην Ιθάκη μετά από 20 μέρες περιπλανώμενος στην θάλασσα χωρίς όμως βοήθεια θεών ή ανθρώπων γιατί έτσι έχει γραφτεί η μοίρα του. Η Καλυψώ τους κατηγορεί ότι τη φθονούν που ερωτεύτηκε ένα θνητό και τους δίνει πολλά παραδείγματα για να τους αποδείξει την ζηλοφθονία τους, τελικά όμως υποχωρεί από φόβο για την οργή του Δία αφού της έχει υπενθυμίσει ο Ερμής πόσο μεγάλη είναι η οργή του Δία και πως όλοι την φοβούνται. Για πρώτη φορά βλέπουμε τον Οδυσσέα, γιατί μέχρι τώρα τον αναφέραμε δεν τον είχαμε δει να μιλάει, κλαίει στην ακρογιαλιά αγναντεύοντας το πέλαγος, όταν η νύμφη του ανακοινώνει τα καλά νέα κρύβοντας του όμως ότι δεν είναι δική της απόφαση αλλά του Δία. O Οδυσσέας την βάζει να ορκιστεί και αυτή του λέει ότι θα τον βοηθήσει (του ορκίζεται για να την πιστέψει) τον προειδοποιεί όμως πως τα βάσανά του δεν τέλειωσαν γιατί πιστεύει ότι θα τον τρομοκρατήσει και θα του αλλάξει γνώμη για να παραμείνει μαζί της. Μετά το γεύμα περνούν μαζί την τελευταία τους νύχτα.Τις επόμενες τέσσερις μέρες ο Οδυσσέας κατασκευάζει σχεδία με τα εργαλεία της Καλυψώς και την πέμπτη μέρα (12η της Οδύσσειας) ξεκινά. Η Καλυψώ του δίνει εφόδια, οδηγίες και ούριο άνεμο για το ταξίδι. Μετά από δεκαεφτά μέρες, τα ξημερώματα της δέκατης όγδοης (29ης), προβάλλουν στον ορίζοντα οι ακτές της Σχερίας, της χώρας των Φαιάκων. Καθώς όμως ο Ποσειδώνας επιστρέφει από τους Αιθίοπες, βλέπει τον Οδυσσέα και οργισμένος σηκώνει φοβερή θαλασσοταραχή. Η σχεδία διαλύεται και ο Οδυσσέας παλεύει με τα κύματα πάνω σ’ ένα δοκάρι. Η θεά Λευκοθέη τον συμπονά και του χαρίζει ένα σωσίβιο μαντίλι. Αυτός το ζώνεται, πετά τα ρούχα του και πηδά στη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας φεύγει με χαιρέκακη ικανοποίηση, οπότε η Αθηνά επεμβαίνει και κατευνάζει κάπως τη θύελλα.Δύο μέρες ακόμα θαλασσοδέρνεται ο Οδυσσέας, ώσπου την τρίτη (31η) καταφέρνει με τη βοήθεια της Αθηνάς να προσεγγίσει την ακτή της Σχερίας και να φτάσει στις εκβολές ενός ποταμού. Προσεύχεται στον ποταμό να τον σώσει και ο ποταμός τον δέχεται. Ο Οδυσσέας, γυμνός και εξαθλιωμένος, βγαίνει στη στεριά και καταφεύγει σ’ ένα δάσος, όπου κοιμάται κρυμμένος στους θάμνους. Όσο ο Οδυσσέας κοιμάται, η Αθηνά πηγαίνει στην πόλη των Φαιάκων και εμφανίζεται στο όνειρο της Ναυσικάς, της κόρης του βασιλιά Αλκίνοου, παίρνοντας τη μορφή μιας φίλης της. Της θυμίζει πως βρίσκεται σε ηλικία γάμου και την προτρέπει να κατέβει στο ποτάμι να πλύνει τα ρούχα της. Το άλλο πρωί (32η μέρα) η Ναυσικά ζητά από τον πατέρα της αμάξι και με τις φίλες της κατεβαίνουν στο ποτάμι. Αφού πλύνουν τα ρούχα, λούζονται, γευματίζουν και παίζουν με το τόπι φωνάζοντας και τραγουδώντας.Ο Οδυσσέας ξυπνά σαστισμένος και αναρωτιέται πού βρίσκεται. Αποφασίζει να βγει από τους θάμνους κρύβοντας όπως-όπως τη γύμνια του. Τα κορίτσια σκορπίζονται τρομαγμένα, εκτός από τη Ναυσικά, που την εμψυχώνει η Αθηνά. Κρατώντας απόσταση ο Οδυσσέας επαινεί την ομορφιά της κόρης και της εύχεται ένα ευτυχισμένο γάμο. Της περιγράφει την κατάστασή του και την εκλιπαρεί να του δείξει το δρόμο για την πόλη και να του δώσει ένα κουρέλι να σκεπαστεί. Η Ναυσικά αναγνωρίζει την ευγένεια που κρύβει η εξαθλίωμένη όψη του και τον διαβεβαιώνει πως είναι καλοδεχούμενος σ’ αυτή τη χώρα. Φωνάζει τις φίλες της να ξεφοβηθούν και να τον περιποιηθούν.Ο Οδυσσέας από σεβασμό στις νεαρές κοπέλες λούζεται παράμερα και η Αθηνά τον περιβάλλει με θεϊκή ομορφιά. Θαμπωμένη η Ναυσικά, εύχεται να ’ναι τέτοιος και ο άντρας που θα την παντρευτεί. Καλεί τον Οδυσσέα στο παλάτι, για να μην κακοχαρακτηριστεί όμως, του δίνει οδηγίες να την ακολουθήσει ως το άλσος της Αθηνάς, έξω από την πόλη. Αφού μείνει λίγο εκεί μέχρι να γυρίσει η ίδια στο σπίτι, να ζητήσει να του δείξουν το παλάτι του Αλκίνοου και εκεί να πέσει ικέτης στα γόνατα της βασίλισσας. Η Ναυσικά ξεκινά, οι φίλες της κι ο Οδυσσέας ακολουθούν. Το σούρουπο φτάνουν στο άλσος και ο Οδυσσέας προσεύχεται στην Αθηνά να τον καλοδεχτούν οι Φαίακες.Η Ναυσικά φτάνει στο παλάτι και ο Οδυσσέας ξεκινά από το άλσος για την πόλη. Η Αθηνά εμφανίζεται στο δρόμο του με τη μορφή νεαρού κοριτσιού και του δείχνει το δρόμο καλύπτοντάς τον με ομίχλη για να μην αντιμετωπίσει προβλήματα με τους ντόπιους. Του μιλά για τους Φαίακες και τη βασίλισσα Αρήτη και τον συμβουλεύει να απευθυνθεί πρώτα σ’ εκείνη.Ο Οδυσσέας φτάνει στο παλάτι και δεν πιστεύει στα μάτια του: χρυσάφι, ασήμι και χαλκός παντού, υφαντά, πλήθος δούλοι, κι ένα παραδεισένιο περιβόλι. Μέσα τρώνε και πίνουν οι άρχοντες των Φαιάκων. Πλησιάζει την Αρήτη και τότε εξαφανίζεται η ομίχλη που τον σκέπαζε. Σαστισμένοι οι θαμώνες βλέπουν τον ξένο να πέφτει ικέτης στα πόδια της βασίλισσας παρακαλώντας να τον στείλουν στην πατρίδα του. Μετά την πρώτη αμηχανία, ο Αλκίνοος προσφέρει τη φιλοξενία του και καλεί τους άρχοντες των Φαιάκων να οργανώσουν επίσημη υποδοχή για τον ξένο την επόμενη ημέρα, μήπως και είναι κάποιος θεός. Ο Οδυσσέας διαβεβαιώνει πως δεν είναι θεός και επαναλαμβάνει την παράκλησή του.Οι υπόλοιποι Φαίακες φεύγουν. Η Αρήτη αναγνωρίζει τα ρούχα που φορά ο ξένος και τον ρωτά ποιος είναι και πώς έφτασε εκεί. Ο Οδυσσέας αφηγείται με συντομία το ναυάγιό του, την επτάχρονη παραμονή του στην Καλυψώ, το πολυτάραχο ταξίδι του ως στη Σχερία και τη συνάντησή του με τη Ναυσικά, δεν αποκαλύπτει όμως την ταυτότητά του. Ο Αλκίνοος επικρίνει την κόρη του, που δεν συνόδευσε τον ξένο μέχρι το παλάτι, και εύχεται να τον κάνει γαμπρό του. Υπόσχεται όμως πως οι Φαίακες θα τον οδηγήσουν στην πατρίδα του, αν εκείνος το προτιμά. Η μέρα τελειώνει με τον ταλαιπωρημένο Οδυσσέα να πέφτει για ύπνο απολαμβάνοντας τις περιποιήσεις του υπηρετικού προσωπικού.Το επόμενο πρωί (33η μέρα της Οδύσσειας) συγκεντρώνονται οι άρχοντες των Φαιάκων στη συνέλευση και ο Αλκίνοος παρουσιάζει τον ξένο του, ζητά να ετοιμαστεί καράβι και τους καλεί όλους για το τραπέζι της υποδοχής στο παλάτι. Το παλάτι γεμίζει κόσμο και ο αοιδός Δημόδοκος καταφθάνει. Μετά το φαγητό τραγουδά για μια φιλονικία του Οδυσσέα με τον Αχιλλέα στην Τροία. Ο Οδυσσέας, που ακούει χωρίς να αποκαλύπτει την ταυτότητά του, συγκινείται, αλλά κρύβει τα δάκρυά του. Για να διασκεδάσει τη θλίψη του ο Αλκίνοος καλεί τα παλληκάρια των Φαιάκων σε αθλητικούς αγώνες.Όλοι κατεβαίνουν πάλι στην αγορά και οι νέοι διαγωνίζονται στα αθλήματα. Στο τέλος καλούν και τον Οδυσσέα να αγωνιστεί, καθώς φαίνεται ακόμα νέος και δυνατός. Ο Οδυσσέας αρνείται αρχικά, όταν όμως ο Ευρύαλος τον προκαλεί εριστικά, θυμώνει, πιάνει το βαρύτερο δίσκο και τον πετάει μακρύτερα απ’ όλους τους άλλους. Στρέφεται στους άφωνους Φαίακες και τους αποκαλύπτει πως ήταν πρώτος απ’ όλους στον πόλεμο της Τροίας. Ο Αλκίνοος απαντά εκθειάζοντας τις αρετές του λαού του στη ναυσιπλοΐα, το γλέντι και την καλοπέραση.Η ένταση χαλαρώνει κι αρχίζει ο χορός. Στη μέση ο Δημόδοκος τραγουδά το σκωπτικό τραγούδι του σακάτη Ήφαιστου, που έπιασε στο συζυγικό του κρεβάτι την όμορφη Αφροδίτη με τον Άρη και τους κατήγγειλε στους θεούς, εκείνοι όμως τον περιγέλασαν. Δύο γιοι του Αλκίνοου εκτελούν εντυπωσιακές χορευτικές φιγούρες, που προκαλούν τα εγκωμιαστικά σχόλια του Οδυσσέα. Ο Αλκίνοος διαισθάνεται πια πως ο ξένος δεν είναι κάποιος τυχαίος και προτείνει στους άρχοντες των Φαιάκων να του χαρίσουν πολύτιμα δώρα. Ο Ευρύαλος χαρίζει το ξίφος του και τη συγγνώμη του στον ξένο.Το σούρουπο καταφθάνουν τα δώρα των υπόλοιπων αρχόντων και όλοι επιστρέφουν στο παλάτι. Μετά το λουτρό ο Οδυσσέας συναντά τη Ναυσικά, που τον θαυμάζει. «Να με θυμάσαι. Σε μένα πρώτη οφείλεις τη ζωή σου», του λέει. Εκείνος της υπόσχεται να την τιμά σαν θεά όταν φτάσει στην πατρίδα του. Το γλέντι αρχίζει και ο Δημόδοκος πιάνει τη λύρα. Ο Οδυσσέας τον επαινεί και του ζητά να τραγουδήσει για το δούρειο ίππο. Για δεύτερη φορά ακούει να υμνούν τα κατορθώματά του στην Τροία και πνίγεται στο κλάμα. Ο Αλκίνοος διακόπτει τον αοιδό και αρχίζει τις ερωτήσεις: ποιος είναι, σε ποια πατρίδα να τον οδηγήσει το καράβι των Φαιάκων, σε ποιες χώρες περιπλανήθηκε; Κι ακόμα, γιατί κλαίει κάθε φορά που ακούει για την Τροία; Η ώρα της αλήθειας έχει φτάσει.
σ ς σῖγμα: Το γράμμα Σ, σίγμα (τελικό ς) είναι το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Είναι συριστικό σύμφωνο. Στα νέα ελληνικά αναπαριστά τον φθόγγο [s] Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία σ´=200. Το Σ χρησιμοποιείται ως σύμβολο για: τον τελεστή αθροίσματος στα μαθηματικά (σχηματίζει σειρές) Το σ χρησιμοποιείται ως σύμβολο για: τη διακύμανση ή διασπορά στη στατιστική ,τη σταθερά Στέφαν-Μπόλτζμανν στη φυσική, τους πίνακες του Πάουλι Ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ (γερμ. Carl Gustav Jung, 26 Ιουλίου 1875 - 6 Ιουνίου 1961), Ελβετός γιατρός και ψυχολόγος, υπήρξε ο εισηγητής της σχολής της αναλυτικής ψυχολογίας. Γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1875 στο Κέσβιλ (Kesswil am Bodensee), κοντά στη λίμνη Κόνσταντς (Μποντενζέε) του καντονίου Τουργκάου (Thurgau) της Ελβετίας. Γιος ιερέα, βίωσε αρκετές ταραχές, εσωτερικές και εξωτερικές, κατά την παιδική του ηλικία με αποτέλεσμα κατά την ηλικία των 12 ετών περίπου να υποφέρει από νεύρωση και κρίσεις λιποθυμίας. Ξεπερνώντας το πρόβλημα με δικές του προσπάθειες συνειδητοποίησε για πρώτη φορά όπως εξομολογείται ο ίδιος στο Αναμνήσεις, Όνειρα, Σκέψεις το τι σημαίνει νεύρωση. Αν και τελικά τούτη η εμπειρία υπήρξε καθοριστική για τις αναζητήσεις του στο χώρο της Ιατρικής δεν του έλειψε η επαφή με τις κλασικές σπουδές εξαιτίας του πατέρα του. Σε ηλικία των 20 ετών άρχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας κάτω από εξαιρετικά αντίξοες οικονομικές συνθήκες. Περιθωριακή φυσιογνωμία από πεποίθηση στα φοιτητικά του χρόνια, διέθετε εντούτοις σημαντική διανοητική δύναμη που τον έκανε πόλο έλξης της φοιτητικής αδελφότητας της Ζοφίνγκια, στην οποία από νωρίς άρχισε να δίνει διαλέξεις για θεολογικά και ψυχολογικά θέματα. Σε αυτή την εποχή συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τον Άλμπερτ Έρι. Στην περίοδο 1895-1899 ο Γιουνγκ έκανε πειράματα πνευματισμού με την εξαδέλφη του Έλεν Πράσβερκ - διόλου ασυνήθιστο για την εποχή του. Ακολουθώντας τη συμβουλή του καθηγητή Όιγκεν Μπλέλερ έκανε τα πειράματα και τις παρατηρήσεις του θέμα της διδακτορικής του διατριβής με τίτλο Ψυχολογία και Παθολογία των Αποκαλούμενων Απόκρυφων Φαινομένων (1902). Τον Ιούλιο του 1900 και έχοντας αποφασίσει να γίνει ψυχίατρος, ξεκίνησε ως βοηθός γιατρού με την εποπτεία του Όιγκεν Μπλέλερ, καθηγητή της Ψυχιατρικής στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης και διευθυντή του Νοσοκομείου Ψυχικών Νοσημάτων του Μπουργκχόλζλι. Κλειδώθηκε από μόνος του για μισό χρόνο περίπου πίσω από τους τοίχους του ασύλου ψυχασθενών, προκειμένου να "συνηθίσει την ατμόσφαιρα". Τον απορρόφησε ιδιαίτερα η έρευνα της ψυχωσικής συμπεριφοράς και του λόγου και εξερεύνησε τα πρωτόγονα λεκτικά σχήματα και τις στερεότυπες χειρονομίες των ασθενών. Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών αργότερα του έδωσαν το έναυσμα για την διαμόρφωση της μεθόδου λεκτικού συνειρμού, σύμφωνα με την οποία μετρούσε με τη βοήθεια γαλβανόμετρου. Καθώς η μέθοδος λεκτικού συνειρμού χρησιμοποιήθηκε για τον νομικό καθορισμό γεγονότων, το πανεπιστήμιο Κλαρκ της Μασαχουσέτης του απένειμε το 1909 τιμητικό διδακτορικό Νομικής. Παρόλο που το ενδιαφέρον του για τα παραψυχολογικά φαινόμενα - όπως αποκαλούνται σήμερα - έμεινε αμείωτο ως το τέλος της ζωής του, στη συγκεκριμένη περίοδο η προσοχή του μετατοπίστηκε στα συγχρονιστικά φαινόμενα. Αποτέλεσμα της έρευνάς του υπήρξε το Συγχρονικότητα: Μια μη αιτιατή συνεκτική αρχή, (1952), που εκδόθηκε μαζί με ένα δοκίμιο του Βόλφγκανγκ Πάουλι (Wolfgang Pauli), μια θεωρία που εφάρμοσε για την ερμηνεία των αποκαλούμενων μαντικών μεθόδων. Στην ίδια περίοδο συνδέθηκε με τον σινολόγο Ρίχαρντ Βίλχελμ (Richard Wilhelm), με τον οποίο συζητούσε τους πειραματισμούς του πάνω στο Ι Τσινγκ. Η αποφασιστικότερη πιθανώς εμπειρία στη ζωή του Γιουνγκ υπήρξε η επαφή του με τον Σίγκμουντ Φρόυντ και κυρίως η επαφή του με την ψυχολογία της υστερίας και τα όνειρα. Αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο φαίνεται πως ήταν το έργο του Φρόυντ πάνω στην Ερμηνεία των Ονείρων, το οποίο θεωρούσε ως στην πληρέστερη προσπάθεια που έγινε για να κατακτηθεί το αίνιγμα της ασυνείδητης ψυχής πάνω στο φαινομενικά στέρεο έδαφος του εμπειρισμού. Η καρποφόρα φιλία τους δεν κράτησε πολύ. Η δημοσίευση του έργου του Γιουνγκ Μεταμορφώσεις και Σύμβολα της Λίμπιντο οδήγησε στην οριστική ρήξη της σχέσης τους (1913), μια ρήξη η οποία είχε ξεκινήσει από τις προσωπικές τους διαφωνίες πάνω σε θέματα σεξουαλικότητας και ερμηνείας των ονείρων αλλά και πάνω σε διαφορές τους ως προς το θέμα της θρησκείας. Γιουνγκ πίστευε βαθιά πως αν δεν έχει κανείς με τι να αντικαταστήσει το θρησκευτικό ένστικτο θα πρέπει να το αφήνει άθικτο, καθώς αποτελεί θεμέλιο του ατομικού κόσμου. Η κατάρρευση των θρησκευτικών πεποιθήσεων ακολουθείται συχνά από κατάρρευση της προσωπικότητας, κάτι που ο Γιουνγκ παρατηρούσε συχνά στους ασθενείς του. Επίσης, θεωρούσε παραφορτωμένη τη θεωρία του Φρόυντ για τη σεξουαλικότητα, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα σε μια αχρονολόγητη και αδημοσίευτη σημείωσή του για τον Άλφρεντ Άντλερ, που είχε επίσης διατελέσει μέλος του κύκλου του Φρόυντ αλλά ίδρυσε εντέλει τη δική του σχολή ατομικής ψυχολογίας. Σε αυτή τη σημείωση φαίνεται να εκτιμά τον Άντλερ, για το γεγονός ότι έφερε στην επιφάνεια το θεμελιακό γεγονός της ανάγκης του ατόμου για σπουδαιότητα, η οποία ερμηνεύει σημαντικές όψεις της νεύρωσης, μη ερμηνεύσιμες από την σεξουαλικότητα.Αντίθετα από τον Φρόυντ, ο οποίος μετά τη ρήξη απέφευγε να αναφέρει το όνομά του, ο Γιουνγκ δεν θέλησε να χαράξει μια απόλυτα διαχωριστική γραμμή στους καρπούς της σχέσης τους και έτσι τα έργα και οι επιστολές του είναι γεμάτες αναφορές στο έργο του διδασκάλου του. Οι απόψεις του Γιουνγκ για το ασυνείδητο διαμορφώθηκαν βάσει των νέων αναζητήσεών του που προέκυψαν από τη ρήξη του με τον Σίγκμουντ Φρόυντ. Αναζήτησε μια έγκυρη ψυχολογική βάση τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους ασθενείς του. Πειραματίστηκε με τον εαυτό του και σταμάτησε να διδάσκει, προσπαθώντας να κατανοήσει τις φαντασιώσεις και άλλα ατομικά του περιεχόμενα. Το πείραμά του τελείωσε μετά από 6 χρόνια. Τις εσωτερικές του εμπειρίες τις μετέφερε στο Κόκκινο Βιβλίο, έναν τόμο δεμένο με κόκκινο δέρμα και πλούσια εικονογράφηση σε τεχνοτροπία Αρ Νουβώ (art nouveau). Ο ίδιος ποτέ δεν θεώρησε τους πίνακές του ως τέχνη, αλλά ως εξωτερίκευση των βιωμάτων του.Με τον όρο ασυνείδητο ο Γιουνγκ εννοούσε εκείνη την περιοχή του αγνώστου στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Σύμφωνα με τα δικά του λόγια ό,τι συνειδητοποιούμε και το έχουμε ξεχάσει, ό,τι συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις, αλλά δεν σημειώνουμε στο συνειδητό νου, όσα νιώθουμε, σκεπτόμαστε, θυμόμαστε, επιθυμούμε και πράττουμε ακούσια ή δίχως ιδιαίτερη προσοχή, όλα τα μελλοντικά πράγματα που παίρνουν σχήμα και αναδύονται κάποτε στη συνείδηση, όλα αυτά αποτελούν περιεχόμενο του ασυνείδητου. Πέραν αυτών στο ασυνείδητο περιλαμβάνονται απωθημένες οδυνηρές σκέψεις και συναισθήματα. Ονόμασε το σύνολο αυτών των περιεχομένων ατομικό ασυνείδητο, αλλά αναγνώρισε ιδιότητες που δεν βιώνει ο άνθρωπος ατομικά αλλά τις κληρονομεί από μια βαθύτερη και ευρύτερη επικράτεια την οποία ονόμασε συλλογικό ασυνείδητο. Τα ένστικτα και τα αρχέτυπα είναι εκείνα που διαμορφώνουν το συλλογικό ασυνείδητο και παρουσιάζουν μια κανονικότητα στην εμφάνισή τους.Κανονικότητα στην εμφάνισή της για το ασυνείδητο του Γιουνγκ κατά τη διάρκεια των πειραματισμών του είχε η μορφή ενός γέροντα, τον οποίο ο Γιουνγκ ονόμαζε Φιλήμονα, με τον οποίο είχε μακρές συζητήσεις. Ψυχολογικά ο Φιλήμων αντιπροσώπευε την ύψιστη ενόραση για τον Γιουνγκ και ήταν δύναμη per se, διακριτή από τα ατομικά περιεχόμενα του ασυνείδητου. Ανήκε σε εκείνες τις φαντασιώσεις που δεν προκαλούσε το ατομικό ασυνείδητο αλλά παράγονταν από μόνα τους και είχαν τη δική τους ζωή. Σχολιάζοντας το αρχαίο κινεζικό κείμενο Το μυστικό του Χρυσού Λουλουδιού, ο Γιουνγκ άρχισε να ενδιαφέρεται για την Αλχημεία. Το πρώτο έργο που προμηθεύτηκε ήταν το Artis Auriferae, (Περί της χρυσοποιητικής τέχνης), μια συλλογή 20 δοκιμίων στα Λατινικά, που δημοσιεύθηκαν στην Βασιλεία το 1593. Έγινε μανιώδης συλλέκτης αλχημικών έργων με αποτέλεσμα τα αλχημικά κείμενα να καταλάβουν το μεγαλύτερο κομμάτι της εξαιρετικά μεγάλης βιβλιοθήκης του. Στο έργο του η Ψυχολογία της Μεταβίβασης σχολίασε εκτεταμένα το Rosarium Philosophorum, (Το κομποσχοίνι των φιλοσόφων), ένα από τα δοκίμια του Artis Auriferae.Όσον αφορά στην αλχημεία, ο ίδιος πίστευε ότι το αλχημικό opus (έργο) δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως φυσική ή χημική διαδικασία, αλλά ως διαδικασία ψυχικού μετασχηματισμού. Ο αλχημιστής του παρελθόντος, στην προσπάθειά του να αποσπάσει τα μυστικά της χημικής μεταστοιχείωσης, προχωρούσε παράλληλα σε μια διαδικασία ψυχικής μετουσίωσης. Το άγνωστο του εξωτερικού κόσμου συνδεόταν με το άγνωστο του εσωτερικού κόσμου, προκαλώντας αλλαγές στον ασυνείδητο κόσμο. Τούτη η συνειδητοποίηση έγινε το κλειδί για την εξέταση του ασυνείδητου, αλλά και για τη σχέση του με τον εξωτερικό κόσμο.Η έρευνα του τον οδήγησε τον Παράκελσο, τον οποίο εκτιμούσε ιδιαίτερα, καθώς τον θεωρούσε πρωτοπόρο πνεύμα και ιατρό της εποχής του. Για τον Γιουνγκ ο Παράκελσος είχε τη γνώση και τη δυνατότητα να βλέπει τον άνθρωπο ως ολότητα πέρα από το φυσικό πλαίσιο, λαμβάνοντας υπ' όψιν τον ψυχικό παράγοντα, μέσω της θεωρίας του για την ψυχικά ζωογονημένη ύλη. Βάσει της εμπειρίας που απέκτησε κατά τη διάρκεια της συνάντησής του με το ασυνείδητο, ο Γιουνγκ ανεπτυξε τη δική του ψυχαναλυτική πρακτική, την τεχνική της ενεργητικής φαντασίας. Ουσιαστικά η διαδικασία της συνειδητοποίησης των εικόνων είναι το γενικό αποτέλεσμα της ερμηνείας των ονείρων, αλλά μπορεί να αγγίξει βαθύτερες όψεις του εαυτού, μέσω της ενεργητικής φαντασίας. Η μέθοδος απαιτεί συνειδητή εμβάθυνση στο ασυνείδητο, παρατήρηση, απεικόνιση και στοχασμό επί των περιεχομένων του. Τα περιεχόμενα ζωγραφίζονται μορφοποιούνται ενίοτε χορεύονται, δραματοποιούνται ή καταγράφονται σε μια φανταστική σειρά, ως δράση ή διάλογος με εσωτερικές μορφές.Η ενεργητική φαντασία ξεκινά τη θεραπεία μιας νεύρωσης χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα στη συνείδηση και τα περιεχόμενα του ασυνείδητου. Οι εικόνες του ασυνείδητου είναι αυτοαπεικονίσεις διαδικασιών της ψυχικής ζωής, που μπορούν να απελευθερωθούν από την παράλυση και την παθητικότητα μέσω του δημιουργικού οραματισμού. Όλα τα παραπάνω βέβαια απαιτούν μια εξατομικευμένη μεταχείριση για κάθε διαφορετικό ασθενή. Φαίνεται πως ο Γιουνγκ δεν πίστευε σε γενικές μεθόδους θεραπείας, καθώς θεωρούσε ότι για κάθε άτομο αποδίδει μόνον η ατομική κατανόηση.Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου "καλό θα ήταν όποιος επιθυμεί να γνωρίσει την ανθρώπινη ψυχή να αποχαιρετήσει τις μελέτες του και να περιπλανηθεί στον κόσμο με ανοικτή καρδιά. Στη φρίκη των φυλακών, στα ψυχιατρικά άσυλα και τα νοσοκομεία, στις σκοτεινές ταβέρνες των προαστίων, στα πορνεία και τα χαρτοπαικτικά καταγώγια, στα κοσμικά σαλόνια, στο χρηματιστήριο, στις σοσιαλιστικές συγκεντρώσεις, στις εκκλησίες, μέσα από την αγάπη και το μίσος, την εμπειρία των παθών κάθε μορφής στο δικό του σώμα, θα δρέψει πλουσιότερες σοδειές γνώσης από αυτές που μπορούν να του προσφέρουν τα βιβλία και θα γνωρίσει πώς να συμπεριφέρεται ως γιατρός στον ασθενή, με αληθινή γνώση της ανθρώπινης ψυχής. Η επαφή με άλλους πολιτισμούς και τα μακροχρόνια ταξίδια άσκησαν σημαντική επιρροή στον Γιουνγκ. Τον Μάρτιο του 1920 συνοδεύοντας έναν φίλο του στην Τυνησία ταξίδεψε νότια προς το Σφαξ, στην όαση πόλη του Τοζέ. Εκεί αναζήτησε ασυνείδητα ένα κομμάτι της προσωπικότητάς του μη-ευρωπαϊκό και επηρεάστηκε από το άχρονο της ερήμου και την συναισθηματική ευθύτητα των Βορειοαφρικανών.Τον Ιανουάριο του 1925 επισκέφθηκε μαζί με φίλους του τους Ινδιάνους του Νέου Μεξικού, τους Πουέμπλο ή "χτίστες των πόλεων". Εκεί φαίνεται πως τον συγκλόνισε η συνάντησή του με τον αρχηγό των Πουέμπλο του Ταός τον Αντόνιο Μιραμπάλ ή Οκιάι Μπιάνο (Ορεινή λίμνη), ο οποίος του έδειξε ένα άλλο πρόσωπο της εικόνας που παρουσιάζουν οι λευκοί για τους άλλους πολιτισμούς, το πρόσωπο του αρπακτικού. Τέτοια είναι η ενόραση που αποκόμισε ο Γιουνγκ από τούτη τη συνάντηση που επηρέασε βαθιά τον μεταγενέστερο τρόπο σκέψης του, όπως αφηγείται στο Αναμνήσεις Όνειρα Σκέψεις.Την ίδια χρονιά ταξίδεψε στην Κένυα και την Ουγκάντα, με τελικό προορισμό τους πρόποδες του όρους Ελγκόν, όπου ήλθε σε επαφή με τους Μασάι και τη σημασία της λατρείας του ήλιου και της αέναης πρωινής του γέννησης για τους Αφρικανούς. Η εξερευνητική του αποστολή στην Αφρική συνεχίστηκε στην Κοιλάδα του Νείλου στην λίμνη Βικτώρια, το Σουδάν και το Χαρτούμ.Το 1938 έλαβε πρόσκληση από την ινδική κυβέρνηση να παραστεί στο 25ο ιωβηλαίο του Ινδικού Επιστημονικού Συνεδρίου. Αν και στη συγκεκριμένη περίοδο η ενασχόλησή του με την αλχημική σκέψη και τις προσωπικές του αναζητήσεις ουσιαστικά τον εμπόδισε να αποτυπώσει βαθιά την αίσθηση του ινδικού πολιτισμού, εντούτοις κατανόησε τη σημαντική διαφορά ανάμεσα στην αντίληψη της πραγματικότητας των Ινδών και των Ευρωπαίων, που κατά την άποψή του είχαν περιορίσει ζωή στον θύλακα του κεφαλιού τους.Πολυγραφότατος άφησε πίσω του ένα τεράστιο συγγραφικό έργο, προϊόν της δίψας του για μελέτη και μακράς εμπλοκής του στην κλινική παρατήρηση, ενώ παράλληλα άνοιξε νέους δρόμους παρατήρησης και έρευνας για την ανθρώπινη ψυχή. Πέθανε γαλήνια στο σπίτι του, στο Κύσναχτ, σε ηλικία 86 ετών.Οι απόψεις του για όσους επιθυμούν να γνωρίσουν την ανθρώπινη ψυχή συνοψίζονται πιθανώς στα παρακάτω: «Όποιος θέλει να γνωρίσει την ανθρώπινη ψυχή, να αποχαιρετήσει τις μελέτες του και να περιπλανηθεί στον κόσμο με ανοικτή καρδιά. Στη φρίκη των φυλακών, στα ψυχιατρικά άσυλα και τα νοσοκομεία, στις σκοτεινές ταβέρνες των προαστίων, στα πορνεία και τα χαρτοπαικτικά καταγώγια, στα κοσμικά σαλόνια, στο χρηματιστήριο, στις σοσιαλιστικές συγκεντρώσεις, στις εκκλησίες, μέσα από την αγάπη και το μίσος, την εμπειρία των παθών κάθε μορφής στο δικό του σώμα, θα δρέψει πλουσιότερες σοδειές γνώσης από αυτές που μπορούν να του προσφέρουν τα βιβλία και θα γνωρίσει πώς να συμπεριφέρεται ως γιατρός στον ασθενή, με αληθινή γνώση της ανθρώπινης ψυχής». Οι δραστηριότητες και οι ιδέες του Κ. Γκ. Γιουνγκ υπέστησαν έντονη κριτική, ακόμη και από πρώην μαθητές του, όπως ο Μαξ Νολ. Την ίδια στιγμή, όμως, το ίδιο έντονη υπήρξε και η υπεράσπισή του από εκείνους που κατανόησαν τη φύση της σκέψης και της πρακτικής του. Παραμένει ωστόσο το γεγονός ότι δέχθηκε τα πυρά τόσο της επιστήμης όσο και της θρησκείας, δηλαδή των δύο όψεων που προσπάθησε να γεφυρώσει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.Μία από τις βασικές κατηγορίες είναι ο υποθετικός αντισημιτισμός του και ο εκθειασμός του Αδόλφου Χίτλερ. Οι κατηγορίες αυτές προέρχονται κυρίως από την κοινότητα των μεταγιουγκιανών και κατόπιν από φροϋδικούς κύκλους μετά τη ρήξη του με τον Φρόιντ.Ο ίδιος απαντά: «Πρέπει να είναι ήδη σαφές για οποιονδήποτε έχει διαβάσει οποιαδήποτε από τα βιβλία μου ότι δεν υπήρξα ποτέ υποστηρικτής των Ναζί και δεν υπήρξα ποτέ αντισημίτης. Επίσης καμία παρανόηση, μεταφραστικό λάθος, ή παρουσίαση αυτών που έχω γράψει δεν μπορεί να αλλάξει την αληθινή μου άποψη.
τ ταῦ: Το γράμμα Τ, ταυ είναι το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία τ´=300. Το τ είναι άφωνο ουρανικό σύμφωνο. To πεζό τ συμβολίζει: το στοιχειώδες σωμάτιο ταυ στην σωματιδιακή φυσική Κατά τη Σωματιδιακή Φυσική στοιχειώδες σωματίδιο χαρακτηρίζεται το μικρότερο δομικό σωματίδιο της ύλης που έχει ανακαλυφθεί και που δεν διαιρείται περαιτέρω, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα σε ακόμη μικρότερα. Συνεπώς ένα στοιχειώδες σωματίδιο είναι ένα σωματίδιο που δεν έχει εσωτερική δομή, δεν αποτελείται δηλαδή από άλλα σωματίδια. Τα στοιχειώδη σωματίδια αποτελούν τα δομικά υλικά όλων των άλλων σωμάτιων (υποατομικών). Τα στοιχειώδη σωματίδια, για τη πληρέστερη μελέτη τους, κατατάχθηκαν σε δυο κύριες κατηγορίες: Τα σωματίδια δομής, τα καλούμενα φερμιόνια, τα σωματίδια αυτά συμμετέχουν στη δομή της ύλης, και αυτά είναι τα κουάρκ και τα λεπτόνια, και στα Τα σωματίδια φορείς, τα καλούμενα μποζόνια, που είναι σωματίδια-φορείς των δυνάμεων. Αυτά είναι το φωτόνιο (ηλεκτρομαγνητική δύναμη), τα W και Z μποζόνια (ασθενής αλληλεπίδραση), το γκλουόνιο (ισχυρή αλληλεπίδραση) και το υποθετικό βαρυτόνιο (βαρυτική δύναμη). Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, τα αδρόνια, (συνδυασμοί κουάρκ), όπως π.χ. το πρωτόνιο, το νετρόνιο και το πιόνιο, δεν θεωρούνται στοιχειώδη σωμάτια αφού σήμερα ξέρουμε ότι έχουν δομή και συγκεκριμένα σύμφωνα με το καθιερωμένο μοντέλο, αποτελούνται από κουάρκ τα οποία θεωρούνται τα "πραγματικά" στοιχειώδη σωμάτια, τα έσχατα δηλαδή δομικά στοιχεία της ύλης. Καθώς όμως τα κουάρκ δεν έχουν ελεύθερη κατάσταση, αρκετοί όταν αναφέρονται σε στοιχειώδη σωμάτια εννοούν και τα αδρόνια. Όχι με την έννοια ότι δεν έχουν δομή, αλλά με την έννοια ότι δεν μπορούν να χωριστούν στα συστατικά τους. Αρκετοί διατηρούν έτσι την ιστορική ονομασία "στοιχειώδη" για τα αδρόνια, σε αναλογία με τα άτομα: παρόλο που σήμερα γνωρίζουμε ότι τα άτομα μπορούν να διασπαστούν, αν και για τις χημικές αντιδράσεις ο χαρακτηρισμός "άτομα" είναι επιτυχημένος. Ο κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τη θεωρητική αντιμετώπιση των προβλημάτων που αφορούν τα στοιχειώδη σωματίδια, είναι η Σωματιδιακή Φυσική. Η πειραματική διαδικασία απαιτεί πολύπλοκα και δαπανηρά συστήματα, που βασίζεται κυρίως στους επιταχυντές σωματιδίων, όπου με την επιτάχυνση διάφορων τύπων σωματιδίων και τη σύγκρουση μεταξύ τους, μπορούμε να τα "διασπάσουμε" στα πιο στοιχειώδη τους μέρη, μελετώντας έτσι τη δομή της ύλης αλλά και ανακαλύπτοντας νέα σωματίδια. Για να επιτυχθεί όμως αυτό, στα επιταχυνόμενα σωματίδια παρέχονται τεράστια ποσά ενέργειας. Η Σωματιδιακή φυσική ή Φυσική των στοιχειωδών σωματιδίων είναι ένας κλάδος της φυσικής που μελετά τα στοιχειώδη σωματίδια που συγκροτούν την ύλη καθώς και την συμεριφορά (ακτινοβολία), και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους. Λέγεται επίσης και φυσική υψηλών ενεργειών, επειδή πολλά στοιχειώδη σωμάτια δεν υφίστανται υπό τις συμβατικές συνθήκες που συναντάμε στη φύση όπως τη γνωρίζουμε στον πλανήτη μας, αλλά μπορούν να δημιουργηθούν και να ανιχνευθούν μέσω ενεργειακών κρούσεων με άλλα σωματίδια, όπως γίνεται στους επιταχυντές σωματιδίων. Όπως είναι πλέον γνωστό, όλες οι μορφές της ύλης αποτελούνται από άτομα τα οποία και θεωρούνται τα θεμελιώδη σωματίδια ή σωμάτια κάθε στοιχείου. Αλλά και αυτά τα άτομα είναι συνδυασμοί πιο μικρών σωματιδίων, που αποκαλούνται υποατομικά σωματίδια. Για παράδειγμα, ο πυρήνας του ατόμου αποτελείται από νετρόνια και πρωτόνια. Πέρα όμως απ΄αυτά, οι επιστήμονες έχουν ανακαλύψει ακόμη πιο "μικρά" (στοιχειώδη) σωματίδια. Αν δηλαδή τα υποατομικά σωματίδια εξαναγκαστούν να συγκρουστούν με μεγάλες ταχύτητες τότε εμφανίζονται νέα σωματίδια, που καλούνται στοιχειώδη. Ο κλάδος της φυσικής που εξετάζει αυτά τα τελευταία ανακύπτοντα στοιχειώδη σωματίδια ονομάζεται Φυσική των στοιχειωδών σωματιδίων, και εκ του τρόπου παραγωγής αυτών Φυσική υψηλών ενεργειών. Η Σωματιδιακή Φυσική συνδέεται πλέον σημαντικά με την μοντέρνα κοσμολογία, καθώς το ίδιο το σύμπαν είναι ένας τεράστιος φυσικός επιταχυντής, ενώ η μελέτη των στοιχειωδών σωματιδίων μας δίνει πολλές πληροφορίες για την γέννηση και την εξέλιξη του σύμπαντος. Η ιδέα ότι η ύλη αποτελείται από στοιχειώδη σωματίδια έχει ρίζες τουλάχιστον από τον 6ο αιώνα π.Χ.. Η φιλοσοφική ιδέα του ατομισμού μελετήθηκε από αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους όπως ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος και ο Επίκουρος. Στον 19ο αιώνα, ο Τζον Ντάλτον συμπέρανε πως κάθε στοιχείο της φύσης αποτελούνταν από ένα μεμονωμένο, μοναδικό τύπο σωματιδίου. Ο Ντάλτον και οι συνεργάτες του πίστευαν πως αυτά ήταν τα θεμελιώδη σωματίδια της φύσης και γι' αυτό τα ονόμασαν άτομα, από την ελληνική λέξη άτομο, που σημαίνει αυτό που δεν τέμνεται. Όμως, προς το τέλος του αιώνα, οι φυσικοί ανακάλυψαν πως τα άτομα δεν ήταν τα θεμελιώδη σωματίδια της φύσης, αλλά αποτελούνταν κι αυτά από άλλα, ακόμη μικρότερα σωματίδια. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι έρευνες στα πεδία της πυρηνικής και της κβαντικής φυσικής απέδωσαν καρπούς, εξηγώντας την πυρηνική διάσπαση και την πυρηνική σύντηξη το 1939. Οι ανακαλύψεις αυτές έδωσαν το έναυσμα για περαιτέρω εξέλιξη, ενώ οδήγησαν και στη δημιουργία των πυρηνικών όπλων. Στις δεκαετίες του '50 και '60, ανακαλύφθηκε ένας πολύ μεγάλος αριθμός σωματιδίων, μέσω πειραμάτων σκέδασης, που οδήγησε τους επιστήμονες σε μεγάλη σύγχυση. Η τάξη αποκαταστάθηκε όμως και πάλι, όταν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '70 διατυπώθηκε το καθιερωμένο μοντέλο (Standard Model), στο οποίο ο μεγάλος αριθμός των σωματιδίων εξηγήθηκε ως ο συνδυασμός άλλων, πιο θεμελιωδών σωματιδίων, των κουάρκ. Η τρέχουσα κατάσταση της κατάταξης των στοιχειωδών σωματιδίων περιγράφεται στο Καθιερωμένο Μοντέλο (ή Καθιερωμένο Πρότυπο). Στο καθιερωμένο μοντέλο περιγράφονται οι ισχυρές, οι ασθενείς και οι ηλεκτρομαγνητικές θεμελιώδεις δυνάμεις, χρησιμοποιώντας τα ενδιάμεσα μποζόνια βαθμίδας, τους φορείς δηλαδή της εκάστοτε αλληλεπίδρασης. Τα είδη των μποζονίων βαθμίδας είναι τα γκλουόνια, τα W και Z μποζόνια και το φωτόνιο αντίστοιχα. Το μοντέλο περιέχει επίσης 24 θεμελιώδη σωματίδια (12 ζευγάρια σωματιδίων/αντι-σωματιδίων), τα οποία είναι τα βασικά συστατικά της ύλης, τα κουάρκ και τα λεπτόνια. Τέλος, προβλέπει την ύπαρξη ενός τύπου μποζονίου γνωστό και ως μποζόνιο Χιγκς, το οποίο όμως δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί. Η εύρεσή του αποτελεί τον κύριο στόχο του ερευνητικού προγράμματος που έχει ξεκινήσει στον επιταχυντή LHC της Γενεύης.
Υ υ ὒ ψιλόν: Το γράμμα Υ, ύψιλον είναι το εικοστό γράμμα του Ελληνικού αλφαβήτου. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία υ´ = 400. Ως γράμμα χρησιμοποιήθηκε και για τον ρόλο του δίγαμμα (Ϝ, ϝ) το οποίο είναι ημίφωνο και όχι φωνήεν αλλά απαρχαιώθηκε ήδη από την αρχαιότητα. Στη νέα ελληνική έχει αυτόν τον ρόλο αποκλειστικά όταν βρίσκεται μετά από τα "α", "ε", "η" (και εφόσον δεν έχει διαλυτικά) Στην αρχαία ελληνική κάθε λέξη που ξεκινούσε από ύψιλον έπαιρνε δασεία. αυ = [af] (ως αυτόνομη λέξη και ως πρώτο συνθετικό πριν από κ, π, τ, χ, φ, θ, σ, ξ, ψ), [av] (ως πρώτο συνθετικό πριν από β, γ, δ, ζ, λ, μ, ν, ρ και φωνήεντα) ευ = [ɛf] (ως αυτόνομη λέξη και ως πρώτο συνθετικό πριν από κ, π, τ, χ, φ, θ, σ, ξ, ψ), [ɛv] ευ = [ɛf] (ως αυτόνομη λέξη και ως πρώτο συνθετικό πριν από κ, π, τ, χ, φ, θ, σ, ξ, ψ), [ɛv]
Φ φ φῖ: Το Φ, φι είναι το εικοστό πρώτο γράμμα του Ελληνικού αλφαβήτου. Στη νέα ελληνική αναπαριστά τον φθόγγο [ϕ] π.χ. φωνή. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία φ´=500. To πεζό φ συμβολίζει: 1.τη συνάρτηση Euler. Η συνάρτηση 'Οιλερ (Euler - από τον μαθηματικό Λέοναρντ Όιλερ Leonhard Euler) , η οποία έχει καθιερωθεί να συμβολίζεται με το ελληνικό γράμμα φ, είναι μια αριθμοθεωρητική συνάρτηση η οποία ορίζεται στους θετικούς ακέραιους αριθμούς.Για κάθε θετικό ακέραιο , το μας δίνει το πλήθος των φυσικών αριθμών οι οποίοι είναι μικρότεροι ή ίσοι με το και οι οποίοι είναι πρώτοι (σχετικά πρώτοι) με το (έχουν δηλαδή μέγιστο κοινό διαιρέτη τη μονάδα).Για παράδειγμα ας θεωρήσουμε τον αριθμό 6. To είναι ίσο με 2, αφού από τους φυσικούς αριθμούς από το 1 μέχρι το 6 ακριβώς δύο, οι 1 και 5, είναι πρώτοι με το 6.Η συνάρτηση του Όιλερ είναι πολύ χρήσιμη στην θεωρία αριθμών. Αρκεί και μόνο να παρατηρήσει κάποιος ότι το πλήθος των στοιχείων της πολλαπλασιαστικής ομάδας των ακεραίων modulo n είναι ακριβώς . Αυτό το γεγονός, μαζί με το θεώρημα του Λαγκράνζ, μας δίνουν την απόδειξη για το θεώρημα του Όιλερ που αποτελεί γενίκευση του μικρού θεωρήματος του Φερμά. 2. τη χρυσή τομή φ = 1,618 στα μαθηματικά και την τέχνη. Η χρυσή τομή ορίζεται ως το πηλίκο των θετικών αριθμων όταν ισχύει που ισούται περίπου με 1,618. Θεωρείται ότι δίνει αρμονικές αναλογίες και για το λόγο αυτό έχει χρησιμοποιηθεί στην αρχιτεκτονική και τη ζωγραφική, τόσο κατά την αρχαία Ελλάδα όσο και κατά την Αναγέννηση. Την χρυσή τομή εισήγαγε και υπολόγισε ο Πυθαγόρας, (585 - 500 π.Χ.) που γεννήθηκε στη Σάμο, και ίδρυσε σημαντικότατη φιλοσοφική σχολή στον Κρότωνα της Μεγάλης Ελλάδας (Κάτω Ιταλία). Η χρυσή τομή συμβολίζεται με το γράμμα προς τιμήν του Φειδία, του γνωστότερου ίσως γλύπτη της ελληνικής αρχαιότητας, και του σημαντικότερου της κλασικής περιόδου.
Η χρυσή τομή δίνει το σημείο που πρέπει να διαιρεθεί ένα ευθύγραμμο τμήμα, ώστε ο λόγος του ως προς το μεγαλύτερο τμήμα να ισούται με τον λόγο του μεγαλύτερου τμήματος ως προς το μικρότερο.

Από το (2)=(3) έχουμε και αντικαθιστώντας στο (1)=(3) προκύπτει
Η εξίσωση αυτή έχει μόνο μία θετική ρίζα, την = 1.618033988749895
Από την παραπάνω εξίσωση προκύπτει σύμφωνα με την οποία μπορούμε να εκφράσουμε το ως άπειρο διαδοχικό κλάσμα:

1. Κατασκευάζουμε τετράγωνο πλευράς 1 (κόκκινο).2. Φέρουμε ευθεία παράλληλη προς τη μια βάση και χωρίζουμε το τετράγωνο σε δύο ίσα ορθογώνια (πλευρών 1 και 1/2) και φέρνουμε μία διαγώνιο (γκρι).3. Κατασκευάζουμε κύκλο με κέντρο το μέσο της μίας πλευράς του τετραγώνου και ακτίνα τη διαγώνιο του ορθογωνίου.4. Προεκτείνουμε την πλευρα του τετραγώνου πάνω στην οποία βρίσκεται το κέντρο του κύκλου ως τον κύκλο (μπλε).Το ευθύγραμμο τμήμα που αποτελείται από την πλευρά του τετραγώνου μαζί με την προέκταση εχει μήκος φ.Ο χρυσός λόγος ήταν γνωστός στους Πυθαγόρειους. Στο μυστικό τους σύμβολο, την πεντάλφα, ο χρυσός λόγος εμφανίζεται στις πλευρές τους αστεριού. Με βάση το χρυσό λόγο δημιουργήθηκαν πολλά έργα της κλασσικής εποχής, όπως ο Παρθενώνας, και της αναγεννησιακής εποχής, όπως είναι ζωγραφικά έργα του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Ακόμη και σήμερα χρησιμοποιείται για την απόδοση της αρμονίας σε έργα, ή στην πλαστική χειρουργική για την ωραιοποίηση του ανθρώπινου προσώπου.[Ο χρυσός λόγος εντοπίζεται και στη φύση. Για παράδειγμα στον ναυτίλο, ο λόγος των ακτίνων του κάθε θαλάμου με τον προηγούμενο ισούται με το χρυσό λόγο. Στο ανθρώπινο σώμα ο χρυσός λόγος εντοπίζεται σε πολλές ανατομικές αναλογίες, τις οποίες παρατήρησε και κατέγραψε ο Λεονάρντο ντα Βίντσι στον βιτρούβιο άντρα.
Το σήμα των Πυθαγορείων μαζί με την επισήμανση του χρυσού λόγου
Χ χ χῖ: Το γράμμα Χ, χι είναι το εικοστό δεύτερο γράμμα του Ελληνικού αλφαβήτου. Αναπαριστά τον φθόγγο /x/ π.χ. χαρά. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία χ´=600. Σε παλαιότερο ελληνικό αριθμητικό σύστημα, το ακροφωνικό σύστημα αρίθμησης, συμβόλιζε τον αριθμό χίλια. Σε παλαιότερα ελληνικά αλφάβητα είχε χρησιμοποιηθεί και για τον συμβολισμό του «ξ». Ως εκ τούτου ο χαρακτήρας αντιστοιχεί στο λατινικό X, x, που αναπαριστά βασικά τον ήχο /ks/. Για τη μεταγραφή στο λατινικό αλφάβητο ελληνικών λέξεων που το περιέχουν χρησιμοποιείται, ως επί το πλείστον, ο συνδυασμός ch. Στα μαθηματικά δηλώνει έναν άγνωστο παράγοντα ή μεταβλητή. Η Οργάνωση Χ ήταν η μετονομασία της Στρατιωτικής Οργανώσεως Γρίβα που ιδρύθηκε την περίοδο της γερμανικής κατοχής τον Ιούνιο του 1941 στην Αθήνα από τον αντισυνταγματάρχη Πεζικού Γεώργιο Γρίβα. Η μετονομασία έγινε τον Μάρτιο του 1943. Τα μέλη της οργάνωσης ήταν γνωστά σαν Χίτες.Η οργάνωση αυτή είχε εθνικιστικό, αντικομμουνιστικό και φιλοβασιλικό προσανατολισμό και παρέμενε πιστή στην κυβέρνηση Γεωργίου Β' και Τσουδερού που ήταν στο Κάιρο. Στην διάρκεια της κατοχής επιδόθηκε σε συλλογή πληροφοριών, κατασκοπία, αναγραφή συνθημάτων και φυγάδευση Ελλήνων προς την Μέση Ανατολή. Σαν ένοπλη οργάνωση συγκροτήθηκε προς το τέλος της κατοχής, εξοπλισμένη με αγορές όπλων από τους αποχωρούντες Γερμανούς, με σκοπό να εμποδίσει την κατάληψη της εξουσίας από το ΕΑΜ. Η Χ αναγνωρίστηκε επίσημα ως Εθνική Οργάνωσις Εσωτερικής Αντιστάσεως με βασιλικό διάταγμα της 10ης Μαρτίου 1950, το οποίο δημοσιεύθηκε στο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως Α 83 την 18η του ίδιου μήνα. Στα Δεκεμβριανά συμμετείχε, με πολλές απώλειες, στο πλευρό του αντιεαμικού μετώπου, αφού διαλύθηκε και προσχώρησε στο 143ο Τάγμα Εθνοφυλακής της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου με έδρα την περιοχή του Θησείου. Οι σημαντικότερες μάχες στις οποίες ενεπλάκη η Οργάνωση Χ ήταν η μάχη του Θησείου και η μάχη του Μακρυγιάννη όπου άνδρες της οργάνωσης επάνδρωσαν θέσεις στην Λεωφόρο Συγγρού ανακουφίζοντας την δύναμη της Χωροφυλακής που ήταν αποκλεισμένη στο κτίριο του Συντάγματος Χωροφυλακής. Λίγο μετά την διάλυση της οργάνωσης ο αρχηγός της αντισυνταγματάρχης Γρίβας αποστρατεύτηκε το 1945 για να ασχοληθεί με τον αντιαποικιακό [προδοσία!!] – απελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου. Η Κύπρος είναι νησιωτική χώρα της ανατολικής Μεσογείου, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βρίσκεται ανατολικά της Ελλάδας (Καστελόριζο), νότια της Τουρκίας και δυτικά της Συρίας. Είναι το τρίτο μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Μεσογείου. Γεωγραφικά η Κύπρος μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στην Νοτιοανατολική Ευρώπη ή στην Νοτιοδυτική Ασία. Ωστόσο, επειδή ιστορικά, πολιτιστικά και οικονομικά η Κύπρος έχει δεσμούς με την Ευρώπη και ιδιαίτερα με την Ελλάδα, θεωρείται μέρος μόνο της Δύσης και της Ευρώπης. Είναι σήμερα το νοτιοανατολικό άκρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της Ευρώπης ολόκληρης.Η Κύπρος κατοικείται από Ελληνοκύπριους στην πλειοψηφία, από Τουρκοκυπρίους, Έλληνες και Τούρκους και από ορισμένες μικρές μειονότητες (Αρμένιοι,Λατίνοι,Μαρωνίτες). Μετά το 1974 που έγινε η Τουρκική εισβολή και μια βίαιη κατάληψη του βόρειου τμήματος του νησιού, 200.000 Ελληνοκύπριοι αναγκάστηκαν να μεταφερθούν στις ελεύθερες περιοχές στα νότια του νησιού, ενώ οι Τουρκοκύπριοι μεταφέρθηκαν στο βορρά και δημιούργησαν μετά από 9 χρόνια δικό τους κράτος που δεν αναγνωρίστηκε από καμμία χώρα και οργανισμό εκτός από την Τουρκία με την ονομασία "Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου". O συνολικός πληθυσμός της ελεύθερης Κύπρου είναι, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2009, 796.740 κάτοικοι Η ετυμολογία του ονόματος Κύπρος δεν είναι σίγουρη. Υπάρχουν διάφορες απόψεις. Μία άποψη έιναι ότι η καταγωγή του ονόματος προέρχεται από την Ελληνική λέξη για το Μεσογειακό κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens, κυπάρισσος) ή ακόμα και από το Ελληνικό όνομα για του φυτού χέννα(Lawsonia alba), κύπρος. Μία άλλη άποψη είναι ότι η ρίζα του ονόματος είναι από την Ετεοκυπριακή και τη λέξη για το χαλκό. Ο Georges Dossin, για παράδειγμα, εισηγείται ότι οι ρίζες της λέξης βρίσκονται στην λέξη των Σουμερίων για το χαλκό (zubar) ή του μπρούντζου (kubar), από τα μεγάλα αποθέματα χαλκού που υπήρχαν στο νησί.Οι μεγάλες εξαγωγές χαλκού από τη Κύπρο έδωσαν το λατινικό όνομα στο χαλκό μέσα από την φράση aes Cyprium, "μέταλλο της Κύπρου", που αργότερα συντομεύτηκε στο Cuprum.[4] Η Κύπρος είναι επίσης γνωστή σαν το Νησί της Αφροδίτης[5] αφού κατά την Ελληνική Μυθολογία η θεά Αφροδίτη, όπως δηλώνει και το όνομά της (=γεννημένη από τον αφρό) γεννήθηκε στο νησί κοντά στην Πέτρα του Ρωμιού στις ακτές της Πάφου. Πουθενά στις αρχαίες πηγές δεν υπάρχει αναφορά για γέννηση της Ιστάρ - Αστάρτης των Φοινίκων στην Κύπρο αντίθετα με την Αφροδίτη των Ελλήνων που μάλιστα φέρει και το προσωνύμιο "Κύπρις"Ο κάτοικος της Κύπρου αναφέρεται συνήθως ως Κύπριος. Στα κυπριακά αναφέρεται ως Κυπραίος. Η προϊστορία της Κύπρου αρχίζει με την πρώτη εμφάνιση του ανθρώπου στο νησί κατά τη 10η χιλιετία π.Χ.,s σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, και τελειώνει με το πέρασμα από τη 2η στην 1η χιλιετία π.Χ. και τις απαρχές των κοινωνικοπολιτικών διεργασιών που θα καταλήξουν στην ίδρυση των κυπριακών βασιλείων της ιστορικής περιόδου. Η Προϊστορία της Κύπρου αρχίζει με την Νεολιθική εποχή σε αντίθεση με τον Ελλαδικό χώρο όπου ανακαλύφθηκαν κατάλοιπα ανθρώπινης παρουσίας ήδη από την Παλαιολιθική εποχή.Ο Ελληνισμός στην Κύπρο ήλθε αμέσως μετά τον Τρωικό πόλεμο, με τους Αχαιούς να καταφθάνουν στο νησί. Τότε οι ιθαγενείς του νησιού ονομαζόμενοι Ετεοκύπριοι εξελληνίστηκαν και από τότε το νησί κατοικείται από Έλληνες (Αχαιούς). Η Κύπρος, επίσημα Κυπριακή Δημοκρατία ιδρύθηκε το 1960, στη βάση των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου που προέβλεπαν την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου από τη Βρετανία, αποικία της οποίας αποτελούσε πριν. Το 1963 με αφορμή τις προτάσεις για τροποποιήσεις του Συντάγματος των συμφωνιών Ζυρίχης οι Τουρκοκύπριοι αυτοαπομονώθηκαν σε κλειστούς εδαφικούς θύλακες[3]. Μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο (αφορμή της οποίας απετέλεσε το φασιστικό πραξικόπημα της ελλαδικής Χούντας και της κυπριακής Ε.Ο.Κ.Α. Β’[6]) και την κατοχή του 1974, η Κυπριακή Δημοκρατία πρακτικά ελέγχει μόνο τα δύο τρίτα του νησιού, ενώ το βόρειο τρίτο κατέχεται παράνομα από την Τουρκία.Το 1983 η Τουρκία παρανόμως ανακήρυξε τα κατεχόμενα εδάφη σε κράτος, ονομάζοντάς το «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου». Η ενέργεια αυτή καταδικάστηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. Το κράτος αναγνωρίζεται σήμερα μόνο από την Τουρκία.Στις δεκαετίες που ακολούθησαν την εισβολή οι εναπομείναντες εγκλωβισμένοι Ελληνοκύπριοι εκδιώχθηκαν και 120.000 έποικοι από την Τουρκία μεταφέρθηκαν στο βόρειο μέρος της Κύπρου. Επίσης αμέσως μετά την εισβολή οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι μετακινήθηκαν στο κατεχόμενο μέρος. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα το κατεχόμενο μέρος να κατοικείται κυρίως από Τούρκους (τους εναπομείναντες Τουρκοκύπριους και δεκάδες χιλιάδες εποίκους).Το 2004 η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με ένα τμήμα του εδάφους να βρίσκεται υπό Τουρκική κατοχή. Αυτό σημαίνει ότι το κοινοτικό κεκτημένο εφαρμόζεται μόνο στο ελεύθερο μέρος της Κύπρου. Δηλαδή, η συμφωνία ένταξης καλύπτει την ένταξη ολόκληρης της Κύπρου, αλλά υπάρχει πρόνοια ώστε το κοινοτικό κεκτημένο να εφαρμόζεται μόνο στις ελεύθερες περιοχές, διότι αυτές είναι που ελέγχει η κυπριακή κυβέρνηση. Η μη εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στο βόρειο τρίτο του νησιού έχει γεωγραφική ισχύ και όχι κοινωνική, και η Τουρκική μειονότητα της Κύπρου απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα της ένταξης. Η Κύπρος είναι το τρίτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου. Βρίσκεται Ανατολικά των ακτών της Κρήτης, της Ρόδου και του Καστελλόριζου (270χμ), Δυτικά των Συριακών ακτών (110χμ), Νότια των ακτών της Τουρκίας (70χμ) και Βόρεια των ακτών της Αιγύπτου (370χμ). Στα νοτιοδυτικά του νησιού δεσπόζει η οροσειρά Τρόοδος, ενώ στα βόρεια η οροσειρά του Πενταδάκτυλου ενώ ανάμεσά τους εκτίνεται η πεδιάδα της Μεσαορίας την οποία διασχίζουν δυο ποταμοί ο Πεδιαίος κι ο Γιαλιάς. Με το τέλος των Δεκεμβριανών και την ήττα του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, πολλοί πολίτες της υπαίθρου και ιδιαίτερα της Πελοποννήσου, διωχθέντες από το ΕΑΜ, εντάχθηκαν στην Οργάνωση Χ για να συγκροτήσουν ομάδες προκειμένου να εκδικηθούν το ΕΑΜ. Σύμφωνα με την αντίθετη άποψη, ενεργούσαν είτε για να καρπωθούν ίδια οφέλη, όπως περιουσιακά στοιχεία των δολοφονημένων κομμουνιστών, είτε κρατικά αξιώματα.
Ψ ψ ψῖ: Το γράμμα Ψ, ψι είναι το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Είναι διπλό σύμφωνο που προκύπτει από συνδυασμούς δυο φθόγγων: π+σ ή β+σ ή φ+σ, δηλαδή ενός χειλικού συμφώνου με το σίγμα. Στα ελληνικά, από την αρχαιότητα, αναπαριστά τον φθόγγο /ps/π.χ. άψητος .Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία ψ´=700. Το γράμμα που προηγείται, το χ΄, αντιστοιχεί στο 600. Το Ψ χρησιμοποιείται διεθνώς ως λογόγραμμα της επιστήμης της Ψυχολογίας, ως το πρώτο γράμμα της λέξης.Το πεζό ψ στα μαθηματικά δηλώνει τον κάθετο άξονα ενός συστήματος συντεταγμένων. Με τον όρο Ψυχολογία (ετυμολογείται από την αρχαία ελληνική: Ψυχή + λόγος), εννοείται η μελέτη της συμπεριφοράς, του νου και της σκέψης. Κυρίως είναι ανθρώπινη επιστήμη, αν και αρκετές περιπτώσεις η βιολογική ψυχολογία ερευνά τη συμπεριφορά των ζώων, κυρίως των ανώτερων θηλαστικών, είτε για να κατανοήσει τη συμπεριφορά των ζώων είτε για να αποκτήσει -μέσω της σύγκρισης- μια βαθύτερη γνώση της ανθρώπινης ψυχολογίας. Η ψυχολογία στη σύγχρονη εποχή αναφέρεται ως επιστήμη κυρίως της συμπεριφοράς και των νοητικών διεργασιών, αγνοώντας την ψυχολογία του βάθους.
Ω ω ὦμέγα: Το γράμμα Ω, ωμέγα είναι το εικοστό τέταρτο και τελευταίο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Στα νέα ελληνικά αναπαριστά τον φθόγγο / ɔ / π.χ. κώμα, όπως και το όμικρον. Στα αρχαία ελληνικά η προφορά του ήταν διαφορετική: αναπαριστούσε τον φθόγγο /ɔː/, δηλ. προφερόταν σε διπλάσιο χρόνο, περίπου σαν διπλό όμικρον, γι' αυτό και ονομάζεται μακρό (ή μακρόχρονο) φωνήεν όπως και το ήτα. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία ω´=800.
Σαν : Δωρικό γράμμα σαν (Ϻ, ϻ) το οποίο χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει πιθανώς μια μορφή συρριστικού συμφώνου που φωνητικά προσέγγιζε το /ts/ ή το /s/.Τὸ Δωριέες μὲν σὰν καλέουσι, Ἴωνες δὲ σίγμα.
Ἡρόδοτος.Ακόμα και ο όρος σαμφορά (ενν. ίππος) πλάστηκε (πρβλ. Αριστοφ. Ιππ 603) για να χαρακτηρίσει τους ίππους της Σικυώνος (Ϻικύων) που έφεραν Ϻ) ήταν δηλαδή στιγματισμένοι με το γράμμα σαν, εν αντιθέσει προς τους ίππους της Κορίνθου (Ϙόρινθος) που έφεραν το χαρακτηριστικό του γράμματος κόππα ( εξ ου και κοππατίαι).Στο ίδιο αλφάβητο δεν συνυπήρχαν σίγμα και σαν.
( ) Δίσιγμα : Το σαμπί (ϡ, ή με την αρχαία επιγραφική του μορφή: ), είναι παλαιό και παρωχημένο πλέον γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Εμφανίζεται μόνο σε αρχαϊκές γραφές της Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα σε κυζικινή γραφή και ειδικότερα στη λέξη "ναύσσον" στη θέση του διπλού σ. Αλλά και σε γραφή της Εφέσσου η λέξη τεσσαρακοντα εμφανίζεται ως τεϠαραϙοντα , με την ιωνική μορφή του που μοιάζει με αυτή του γράμματος Τ. Αυτό το γράμμα πιθανολογείται ότι είναι ίδιο με αυτό που αργότερα εισάχθηκε στο μιλησιακό σύστημα αρίθμησης, όπου χρησιμοποιήθκε ως σύμβολο του αριθμού 900.Τόσο ο αρχικός σχεδιασμός όσο και η αρχική ονομασία του γράμματος είναι άγνωστη. Πιθανολογείται ότι προήλθε από παραλλαγή του αρχαϊκού γράμματος "σαν", και ενίοτε ονομάζεται "σαν" και σήμερα. Η σημερινή ονομασία "σαμπί" είναι επίσης μεταγενέστερη, των όψιμων βυζαντινών χρόνων. Φέρεται να προέρχεται ως σύνθετη λέξη Ὡσὰν πῖ (σαν - το γράμμα - πι), και βασίζεται στη σημερινή μορφή κεκλιμένου Π (Ϡ), που εξελίχθηκε κατά τα βυζαντινά χρόνια, με ενδιάμεσες μορφές το και .
Σημειώνεται ότι το γράμμα αυτό φέρονταν στο τέλος του ελληνικού αλφαβήτου φερόμενο μόνο σε αντίγραφα και μηδέποτε σε επιγραφές ή σε νομίσματα. Στη νεότερη εποχή χρησιμοποιούταν επίσημα στη γραμματαρίθμηση ελληνικών νόμων και διαταγμάτων όπως δημοσιεύονταν παλαιότερα σε ΦΕΚ.
Σω : Το σω (Ϸ, ϸ) είναι γράμμα που χρησιμοποιήθηκε για τη γραφή της βακτριανής γλώσσας, όταν αυτή γραφόταν με το ελληνικό αλφάβητο.Στη Βακτριανή (σήμερα βόρειο Αφγανιστάν) μετά από την κατάκτησή της από τον Μέγα Αλέξανδρο επίσημη γλώσσα ήταν τα ελληνικά. Περίπου δύο αιώνες αργότερα αυτό το καθεστώς άλλαξε και τα ελληνικά έχασαν την επίσημη θέση τους. Παρ' όλα αυτά οι ιθαγενείς συνέχιζαν να γράφουν τη γλώσσα τους με το ελληνικό αλφάβητο, στο οποίο είχε προστεθεί το σω, για να αποδώσει πιθανώς μια μορφή συριστικού συμφώνου που φωνητικά προσέγγιζε το παχύ σίγμα, όπως στην αγγλική λέξη shoot, ή στην γαλλική chateau /ʃ/).Το σω δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ για τη γραφή ελληνικών λέξεων. Το σχήμα του μοιάζει με το Ρ αν προεκτείνουμε την κάθετη γραμμή προς τα πάνω, ή με το Φ χωρίς το αριστερό ημικύκλιο. Λόγω της ομοιότητάς του με το ρω το βακτριανό γράμμα ονομάστηκε σω μετά από πρόταση γλωσσολόγων.
Κυριακος Χαβιαρας.





πηγες:Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια