Chaviaras Kyriacos - Χαβιαρας Κυριακος

Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Ἀπολυτίκιο καί Βίος τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου


Ἀπολυτίκιο καί Βίος τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου
 
ΚΑΝΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Στύλος γέγονας ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων, τὴν Ἐκκλησίαν Ἱεράρχα Ἀθανάσιε· τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Ὑιόν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατᾑσχυνας Ἄρείον Πάτερ Ὅσιε, Χριστόν τὸν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν, τό μέγα ἔλεος.

«Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσομαι», (ἐπαινώντας τόν Ἀθανάσιο θά ἐπαινέσω τήν ἀρετή) γράφει γιά τόν σπουδαῖο αὐτό Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, συνεχίζοντας λίγο παρακάτω: «Ἀρετήν δέ ἐπαινῶν, Θεόν ἐπαινέσομαι» (ἐπαινώντας τήν ἀρετή, θά ἐπαινέσω τόν Θεό). Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο ὅτι ἡ ἱστορία χάρισε στόν χαρισματικό αὐτό ἅγιο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας τόν τίτλο «Μέγας», μέ τό ὁποῖο τόν ἀποκαλοῦμε ὅλοι μέχρι σήμερα. Ὅ,τι γνωρίζουμε γιά αὐτόν, μᾶς τό ἔχει διασώσει κυρίως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος καταγράφει τή βιογραφία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου κατά τό παράδειγμα τοῦ δευτέρου, πού μᾶς διέσωσε τή βιογραφία τοῦ δασκάλου του, τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου.
 
Ανακοµιδή λειψάνου Αγ. Αθανασίου Αλεξανδρείας. Ο Άγιος Αθανάσιος Αλεξανδρείας είναι σπουδαία µορφή της Ορθοδοξίας, πολέµησε τους αιρετικούς και υπέµεινε συνεχείς και άδικες εξορίες (373).

 Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος εἶχε τό προνόμιο νά γεννηθεῖ ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς -ὅπως μαρτυρεῖ ἡ χριστιανική ἀνατροφή του- στήν πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας τό 295 μ.Χ. Ἡ Ἀλεξάνδρεια ἦταν τά χρόνια ἐκεῖνα τό ἐπιστημονικό κέντρο τοῦ κόσμου. Ταυτόχρονα ἦταν σημαντικό κέντρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀφοῦ σήμερα γνωρίζουμε ὅτι ἐκεῖ κατέφυγε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καί ἡ πρώτη ἐκκλησία τῶν Ἰεροσολύμων μετά ἀπό διωγμό. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία πού καυχᾶται ὅτι ἔχει ὡς πρῶτο της ἐπίσκοπο τόν συνεργάτη τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, Ἀπόστολο Μάρκο, τόν Εὐαγγελιστή. Σ’ αὐτήν τήν εὐλογημένη πόλη, πού συνδέθηκε μέ τήν ἱστορία τοῦ ἴδιου τοῦ Εὐαγγελίου, ἔζησε τά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του. Δυστυχῶς δέ γνωρίζουμε πολλά γιά τά παιδικά του χρόνια. Τό σίγουρο εἶναι ὅτι ἀπό μικρός ἔλαβε πολύ καλή μόρφωση, ὅπως μαρτυροῦν τά ἔργα του. Ἡ λαμπρότερη, ὅμως, πνευματική κατάκτησή του ἦταν ἡ γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στήν ἀλήθεια τῆς ὁποίας ὑπέταξε καί τή γενικότερη πλούσια μόρφωσή του. Ἀπό μικρή ἡλικία ἐντρυφοῦσε στή μελέτη της καί σύντομα εἶχε φτάσει νά μελετήσει σέ τέτοιο βάθος τήν Καινή καί τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅσο δέν κατάφεραν νά ἐμβαθύνουν σέ μία ἀπό αὐτές ἄλλοι σπουδαῖοι ἐκκλησιαστικοί Πατέρες καί συγγραφεῖς. Ἡ Ἁγία Γραφή στάθηκε τό ἐφόδιο καί τό ὅπλο του στήν ἀνάδειξή του σέ μιά ἀπό τίς μεγαλύτερες προσωπικότητες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καί σίγουρα στή σπουδαιότερη τῆς ἐποχῆς του. Τό θεόπνευστο κείμενο δέν εἶχε μόνο ἀποτυπωθεῖ στό νοῦ του, ὥστε νά τό γνωρίζει «ἀπ’ ἔξω» ὅπως λέμε σήμερα. Εἶχε σφραγίσει τήν ἴδια τήν καρδιά του, φώτιζε τό δρόμο του, ἐξαγίαζε τή δυνατή σκέψη του, ὥστε νά χρησιμοποιεῖ κάθε του προτέρημα μόνο γιά τό καλό καί τήν πνευματική οἰκοδομή τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῆς Ἐκκλησίας.

 Ἔτσι, ὁ Ἀθανάσιος ζοῦσε κατά τά πρότυπα τῶν Ἁγίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων οἱ ὁποῖοι μέ τή ζωή τους τάχθηκαν ὑπέρ τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ καί τά θυσίασαν ὅλα γιά χάρη της. Αὐτούς τούς ἀνθρώπους εἶχε ἀπό τήν νηπιακή ἡλικία ὡς πρότυπά του. Τό παράδειγμά τους κατεύθυνε τή ζωή του. Ὅπως τολμᾶ,  μάλιστα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος νά σχολιάσει κάποιους ἀπό αὐτούς, λίγο τοῦ ἔμενε νά τούς φτάσει, ἄλλους ὅμως τούς ξεπέρασε κιόλας «τῶν δέ μικρόν ἀπελείφθη, ἔστι δέ οὕς καί ὑπερέχεν, εἰ μή τολμηρόν εἰπεῖν». Ὅσους ἦταν σπουδαῖοι στό λόγο καί στό κήρυγμα τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ τούς ξεπέρασε στήν πράξη, ἐνῶ ἐκείνους πού εἶχαν νά ἐπιδείξουν μιά φωτεινή ζωή τούς νίκησε μέ τά κείμενά του, ἐπιχειρηματολογεῖ ὁ βιογράφος του.

 Γιά νά μή νομίσει ὁ ἀναγνώστης ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι ὑπερβολικά, εἶναι χαρακτηριστική ἡ διήγηση πού σώζεται, ἀπό τίς λίγες δυστυχῶς, γιά τά παιδικά του χρόνια. Ὁ μικρός Ἀθανάσιος, μιμούμενος τίς ἁγίες μορφές πού προαναφέραμε, λαχταροῦσε νά διδάξει τή χριστιανική πίστη καί σέ ἄλλα παιδιά τῆς ἡλικίας του, πού δέν εἶχαν τήν τύχη νά γεννηθοῦν σέ χριστιανικές οἰκογένειες, ὅπως αὐτός, καί ἀγνοοῦσαν παντελῶς τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, παρά τό μικρό τῆς ἡλικίας του, ὀργάνωνε κατηχητικές ὁμάδες καί δίδασκε τούς συνομηλίκους του. Καί δέ σταματοῦσε ἐκεῖ. Μέ τήν ἀφέλεια πού διακατέχει τά παιδιά τῆς μικρῆς ἡλικίας, ὁδηγοῦσε τούς συνομηλίκους στό βάπτισμα! Τούς συγκέντρωνε στό ποτάμι καί ἐκεῖ τελοῦσε τό βάπτισμά τους. Τό περιστατικό αὐτό στάθηκε ἀφορμή τῆς γνωριμίας του μέ τόν τότε ἐπίσκοπο καί ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας Ἀλέξανδρο. Παρακολουθώντας, συμπτωματικά, ὁ Πατριάρχης τῆς πόλης ἀπό τό παράθυρό του τά παιδιά πού «ἔπαιζαν» δίπλα στό ποτάμι, παρατήρησε ὅτι δέν ἐπρόκειτο γιά ἕνα τυχαῖο παιχνίδι, ἀλλά γιά ἀναπαράσταση βάπτισης. Κάλεσε, λοιπόν, τά παιδιά κοντά του γιά νά διαπιστώσει τί πραγματικά συνέβαινε. Ἔμεινε ἔκπληκτος ὅταν τοῦ εἶπαν ὅτι δέν ἔπαιζαν, ὅπως νόμιζε, ἀλλά πράγματι τελοῦσαν βάπτιση! Τοῦ ὑπέδειξαν μάλιστα ὡς κατηχητή καί «ἱερέα» τους τό φίλο τους Ἀθανάσιο. Ἀκόμη μεγαλύτερη ἦταν ἡ ἔκπληξη τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου ὅταν, μετά ἀπό σοβαρή συζήτηση μαζί τους, ἐξακρίβωσε ὅτι ὁ μικρός Ἀθανάσιος εἶχε κατηχήσει μέ σοφία πεπειραμένου κατηχητῆ τά παιδιά τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἦταν ἄξιο θαυμασμοῦ ὅτι τά παιδιά αὐτά γνώριζαν μέ ἀκρίβεια τίς ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἀπαντοῦσαν σωστά σέ ὅλα τά ἐρωτήματα πού τούς τέθηκαν καί ἐπιθυμοῦσαν ὅλα, ὄχι ἁπλῶς νά παίξουν ἀλλά νά λάβουν πράγματι τό ἅγιο βάπτισμα. Ἐκεῖνο, ὅμως, πού πραγματικά ἄφησε ἄφωνο τόν Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο ἦταν ὅτι ὁ μικρός Ἀθανάσιος ἀκολούθησε ἐπακριβῶς τό τυπικό τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, χωρίς νά παραλείψει ἤ νά ἀλλοιώσει κάποια εὐχή ἤ νά παραλείψει τό ἐλάχιστο ἀπό τό συγκεκριμένο μυστήριο. Δοξάζοντας τόν Θεό ὁ ἐπίσκοπος, θεώρησε ἔγκυρο τό βάπτισμα ἐκεῖνο, ὡς βάπτισμα κανονικά τελεσθέν ἀπό ἤδη βαπτισμένο Χριστιανό, καί πρόσθεσε μόνο τή σφαγίδα τοῦ Χρίσματος στούς μικρούς νεοφώτιστους τοῦ Ἀθανασίου. Ἔκτοτε δέν παρέλειπε νά δείχνει φανερό ἐνδιαφέρον γιά τή μόρφωση καί τήν γενικότερη πρόοδο τοῦ Ἀθανασίου καί πολύ γρήγορα τόν κατέστησε, ὄχι ἄδικα, τό «δεξί του χέρι».

 Στά νεανικά του χρόνια ὁ Ἀθανάσιος, νιώθωντας ἔντονη δίψα γιά ἀκόμη ἀνώτερη χριστιανική ζωή, κατέφυγε στήν ἔρημο, ὅπου ἀσκήτευε ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Παρακολούθησε ἀπό κοντά τή ζωή του καί τούς ἀνύσταχτους ἀγῶνες του στόν πόλεμο κατά τοῦ διαβόλου, διδάχθηκε ἀπό τήν ἀσκητική ἐμπειρία του καί βίωσε τήν ἔκφραση τῆς ἀπόλυτης ἀγάπης πρός τόν Χριστό. Ἀπό τότε καί στό ἑξῆς, καθ’ ὅλο τό διάστημα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ὁ Ἀθανάσιος κατέφευγε στή φωτισμένη καθοδήγησή του καί στίς ἀκριβές συμβουλές τοῦ ἁγίου ἀσκητῆ.  Ἀλλά καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος τόν ἐκτιμοῦσε βαθύτατα καί διέβλεπε τή γνήσια προσήλωση πρός τόν Θεό πού χαρακτήριζε τόν νεαρό Ἀθανάσιο. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἀργότερα, πρίν τό θάνατό του, ὁ Μέγας Ἀντώνιος τοῦ ἀφησε ὡς ἐνθύμιο μία ἀπό τίς δύο μηλωτές του. Γιά νά μή σβηστοῦν ἀπό τή λήθη τά ἀσκητικά παλαίσματά του, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος φρόντισε νά καταγράψει μέ τήν, κατά τό δυνατόν, μεγαλύτερη λεπτομέρεια τή βιογραφία τοῦ πνευματικοῦ του διδασκάλου, ὥστε νά καθοδηγηθοῦν καί ἄλλοι ἄνθρωποι στήν πορεία τῆς δικῆς τους πνευματικῆς ζωῆς ἀπό τήν πείρα τοῦ κορυφαίου ἐρημίτη. Αὐτή ἡ βιογραφία εἶναι καί ἡ πρώτη πού καταγράφηκε καί ἀποτέλεσε τό πρότυπο γιά τή σύνταξη ἄλλων παρόμοιων ἔργων πρός οἰκοδομή καί ὠφέλεια τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.

 Φυσικό ἦταν γιά τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο, πού ὅπως προείπαμε μέ φανερό ἐνδιαφέρον παρακολουθοῦσε τήν πνευματική ἐξέλιξη τοῦ νεαροῦ Ἀθανασίου, νά θέλει νά τόν ἔχει κοντά του στό Πατριαρχεῖο. Ἕνας τέτοιος φωτισμένος καί βαθειά καταρτισμένος νέος ἦταν ἀκριβῶς ὅ,τι χρειαζόταν ὁ Πατριάρχης. Γιά αὐτό καί τόν χειροτόνησε διάκονο. Κατά τήν περίοδο αὐτή τῆς διακονίας τοῦ Ἀθανασίου ἔκανε τήν ἐμφάνισή του ὁ Ἄρειος, ὁ ὕπουλος αὐτός ἐχθρός τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἄρειος ἦταν ἕνας ἐκ τῶν πλέον γνωστῶν πρεσβυτέρων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας, πού μάγευε τούς ἀκροατές μέ τά κηρύγματά του. Ἔχοντας πλούσιο, λοιπόν, τό χάρισμα τοῦ λόγου, μέ ἔπαρση διακήρυττε ὅτι τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε στή συνέχεια ἄνθρωπος γιά μᾶς, δέν εἶναι Θεός ἀλλά κτίσμα, δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Τόν χαρακτήριζε «ὁμοιούσιο», παρόμοιο δηλαδή ὡς πρός τήν οὐσία μέ τόν Πατέρα, κι ὄχι «ὁμοούσιο», τῆς ἴδιας δηλαδή οὐσίας, ἰσότιμο κατά πάντα μέ τόν Πατέρα, ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καί ἐπανέλαβαν οἱ ἅγιοι Ἀποστολοι τῆς Ἐκκλησίας. Γιά τό λόγο αὐτό καί συμπερασματικά ἐπαναλάμβανε τή φράση «ἦν ποτέ ὅτε οὐκ ἦν», δηλαδή ὅτι ὑπῆρχε χρόνος κατά τόν ὁποῖο δέν ὑπῆρχε ὁ Χριστός, ἀφοῦ δημιουργήθηκε ὅπως δημιουργηθήκαμε κι ἐμεῖς, μόνο πού ἡ δημιουργία του συντελέστηκε νωρίτερα ἀπό τή δική μας. Ἡ βλάσφημη αὐτή διδασκαλία –παρόμοια μέ αὐτή πού ἔχουν σήμερα οἱ μάρτυρες τοῦ Ἱεχωβᾶ- ἐπηρέασε πολύ κόσμο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἐξάλλου, ὅπως προαναφέρθηκε, ὁ ἱερέας Ἄρειος εἶχε μεγάλη φήμη γιά τή θεολογική του κατάρτιση καί ἦταν χαρισματική φυσιογνωμία, κάτι πού δυστυχῶς ἐκμεταλλεύτηκε πρός ἄγραν ὁπαδῶν του, ἀντί γιά τήν ἀνάδειξη τῆς ἀποστολικῆς ἀλήθειας.

 Ὁ Κύριος τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως, δέν ἐπρόκειτο νά ἀφήσει τό ψέμα νά μονοπωλήσει. Ἀκριβῶς σ’ αὐτή τήν κρίσιμη μάχη τῆς Ἐκκλησίας καλεῖ τό στρατιώτη του Ἀθανάσιο νά ὑπερασπιστεῖ τήν ἀλήθεια. Ὁ διάκονος τότε Ἀθανάσιος συμμετέχει στίς τοπικές συνόδους πού συγκροτήθηκαν ἀρχικά στήν Ἀλεξάνδρεια γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς καινοφανοῦς διδασκαλίας. Ἡ βαθύτατη γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἡ ἀκριβής συναίσθηση τῆς ἀποστολικῆς παράδοσης εἶναι στοιχεῖα τοῦ διακόνου Ἀθανασίου πού δέν μποροῦν νά μείνουν στήν ἀφάνεια, ἀλλά τόν ἀναδεικνύουν κορυφαῖο θεολόγο. Αὐτό ἀκριβῶς ἐκτιμᾶ καί ὁ Πατριάρχης Ἀλέξανδρος καί –παρά τό νεαρό τῆς ἡλικίας του- τόν ἐπιλέγει στή συνοδεία του ὡς γραμματέα του κατά τίς ἐργασίες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ἔλαβε χώρα στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, μιά πόλη ὄχι πολύ μακριά ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, τό 325 μ.Χ.  Ἐκεῖ ὁ Ἀθανάσιος ἀναδείχθηκε ἡ ψυχή τῆς Συνόδου. Ὄντας καταρτισμένος, μέ δυναμισμό ἀλλά καί ταπεινή προσήλωση στήν ἀλήθεια πού παρέδωσε ὁ Χριστός καί οἱ Ἀπόστολοι, ὑποστήριξε μέ ὅλη του τή δύναμη τήν ἀλήθεια τῆς ὁμοουσιότητας τοῦ Υἱοῦ, ὅπως ἀκριβῶς μαρτυροῦμε καί σήμερα στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως». Παρότι ἦταν ἁπλός διάκονος, ἡ θέση του στίς συζητήσεις ἦταν τέτοια ὥστε ὅλοι οἱ παρόντες τόν ἐτίμησαν καί οἱ μεταγενέστεροι τόν ἐπευφήμησαν.

 Κατά τή διάρκεια τῆς Συνόδου αὐτῆς, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 328, ἀπεβίωσε ὁ Πατριάρχης Ἀλέξανδρος. Ὅλοι οἱ πιστοί τῆς Ἀλεξάνδρειας ἐπιθυμοῦσαν νά δοῦν τό τριαντατριάχρονο ἁγνό παλικάρι τοῦ Χριστοῦ πού ἀναδείχθηκε ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας καί ὑπερασπιστής τῆς ἀλήθειας, ὄχι ἁπλῶς νά στέκεται μπροστά στό θεῖο θυσιαστήριο ὡς ἐκπρόσωπός τους, ἀλλά νά τόν καμαρώσουν Πατριάρχη στό θρόνο τοῦ ἁγίου Εὐαγγελιστῆ Μάρκου. Ἡ ἀνάδειξή του σέ Πατριάρχη μάλιστα δέν ἔγινε ἀπό τούς ἐπισκόπους τῆς Αἰγύπτου, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο τό λαό πού τήν ἐποχή ἐκείνη εἶχε ἐνεργό δράση στά ἐκκλησιαστικά πράγματα. Καυστικός εἶναι, ἐν προκειμένῳ, ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ  Θεολόγου: «Οὕτω μέν οὖν καί διά ταῦτα, ψήφῳ τοῦ λαοῦ παντός, οὐ κατά τόν ὕστερον νικήσαντα πονηρόν τύπον, οὐδέ φονικῶς καί τυραννικῶς, ἀλλ’ ἀποστολικῶς καί πνευματικῶς, ἐπί τόν Μάρκου θρόνον ἀνάγεται, οὐχ ἧττον τῆς εὐσεβείας, ἤ τῆς προεδρίας διάδοχος».  Ὁ ἴδιος ἅγιος μάλιστα, ἐπαινώντας τήν ἱερατική του δράση τόν συγκρίνει μέ ἄλλους ἱερεῖς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης πού, ὅπως γράφει, εἰσέρχονται στήν ἱεροσύνη χωρίς ἐφόδια, ἀλλά ἀδαεῖς, καθώς εἶναι ,γίνονται ταυτόχρονα μαθητές καί δάσκαλοι καί, πρίν ἀκόμη καθαρίσουν τόν ἑαυτό τους ἀπό τά πάθη τους, προβαίνουν στήν κάθαρση τῶν ἄλλων. Καί συνεχίζει ὁ Θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπί μακρόν στηλιτεύοντας ἐκείνους πού ἦταν «χθές ἱερόσυλοι, καί σήμερον ἱερεῖς· χθές τῶν ἁγίων ἔξω (μακριά δηλαδή ἀπό τά μυστήρια) καί μυσταγωγοί σήμερον… οἵ, ὅταν πάντα διεξέλθωσι βιαζόμενοι, τελευταῖον τυραννοῦσι καί τήν εὐσέβειαν».

 Μέγας Ἀθανάσιος, ὡς γνήσιος ποιμένας, ἀκολουθώντας τό πρότυπο τοῦ ἀρχιποιμένα Χριστοῦ, ἀνεβαίνει στόν Πατριαρχικό θρόνο ἀντιμετωπίζοντάς τον ὄχι ὡς τιμή, ἀλλά ὡς τόν προσωπικό του Γολγοθᾶ. Σηκώνει μέ κάθε κόστος τό σταυρό τῆς ἀλήθειας, ὁ ὁποῖος ἀποδείχθηκε βαρύς γιά τόν ἀγωνιστή Πατριάρχη. Τό μέτωπο πού ἔχει νά ἀντιμετωπίσει εἶναι πολύπλευρο. Τά καθημερινά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων, τούς ὁποίους σπεύδει νά συμπαρασταθεῖ μέ κάθε τρόπο σάν φιλόστοργος πατέρας, εἶναι πολλά. Ἀναγκάζεται νά γίνει «τοῖς πᾶσι τά πάντα» (Α΄ Κορ. 9,22). Ἔτσι, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος, στό πρόσωπό του οἱ μοναχές βρίσκουν τό νυμφαγωγό, οἱ ἔγγαμοι τό σωφρονιστή, οἱ ἐρημίτες τόν ἀναπτερωτή, οἱ ἄνθρωποι τῆς κοινωνίας τό νομοθέτη, οἱ χῆρες τόν προστάτη, οἱ ὀρφανοί τόν πατέρα, οἱ ἀσθενεῖς τό ἰατρό, οἱ ὑγιεῖς τό φύλακα τῆς ὑγείας. Κυρίως, ὅμως, πονᾶ καθώς βλέπει τό ποίμνιό του νά ἄγεται καί νά φέρεται ἀπό τίς αἱρετικές διδασκαλίες. Πρώτιστη εὐθύνη του εἶναι, πρίν ἀκόμη ἀπό ὁποιοδήποτε κήρυγμα, νά προβάλλει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του ὡς πρότυπο ζωῆς, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων. Ἔτσι, ὡς Πατριάρχης, χαρακτηριζόταν ἀπό ὑψηλά ἔργα καί ταπεινό φρόνημα, ὅπως σχολιάζει γιά ἄλλη μιά φορά ὁ βιογράφος του. Ἡ ἀρετή του ἦταν ἀπρόσιτη, ἀλλά ὁ ἴδιος παρέμενε κατά πάντα προσιτός στήν καθημερινότητά του. Γλυκύς στούς λόγους του καί ἀκόμη περισσότερο γλυκύς στούς τρόπους του, συνδύαζε τήν πραότητα μέ τή σοβαρότητα καί τήν αὐστηρότητα, ὅπου αὐτό ἦταν ἀπαραίτητο. Κάθε στιγμή τῆς ζωῆς του τή μετέτρεπε σέ ἠχηρή καί πολύτιμη διδασκαλία πρός ὅλους.

 Ἡ φροντίδα γιά νά ἀνταποκριθεῖ στίς καθημερινές καί τίς πνευματικές ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, δέν τόν ἀφήνει ἥσυχο. Ὀργώνει ὁλόκληρη τήν ἐπαρχία του, γιά νά βρεθεῖ κοντά στό ποίμνιό του, νά ἀφουγκραστεῖ τά προβλήματά του καί νά ἐνισχύσει στήν ὀρθόδοξη πίστη. Κατά τή διάρκεια τέτοιας διακονίας του δέν παρέβλεψε τήν ἔκκληση τοῦ Φρουμέντιου, πού οἱ συγκυρίες τῆς ζωῆς του τόν ἔριξαν στή χώρα τῶν Αἰθιόπων, γιά ὀργανωμένη ἱεραποστολική δράση πρός τή γειτονική Ἀφρικανική χώρα. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἀναγνωρίζοντας τό ζῆλο τοῦ Φρουμέντιου γιά τή διάδοση τῆς Χριστιανικῆς πίστης, τόν χειροτόνησε ἐπίσκοπο Αἰθιοπίας, τοῦ ἐξασφάλισε ὅσα μέσα πνευματικά καί ὑλικά ἦταν ἀπαραίτητα καί μέ ἄγρυπνο ἐνδιαφέρον παρακολουθοῦσε τήν ἔκβαση τῆς ἱεραποστολικῆς δράσης πρός τούς Ἀφρικανούς, ἕτοιμος πάντα νά συμπαρασταθεῖ μέ κάθε τρόπο.

 Ὡς λάτρης τῆς ἀποστολικῆς παράδοσης, ὑποφέρει καθώς βλέπει τήν ἄγνοια τῶν χριστιανῶν γιά τό ἀγαπημένο του βιβλίο, τήν Ἁγία Γραφή, γιά τήν ὁποία καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ διδάσκαλός του, διαρκῶς μιλοῦσε στούς μαθητές του. Γνωρίζει ἐκ πείρας πλέον, πώς αὐτή ἡ ἄγνοια τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι πού γεννᾶ τίς αἱρέσεις, πού ἀπομακρύνει τούς ἀνθρώπους ἀπό τό Θεό, πού προκαλεῖ ὅλα τά δεινά στήν Ἐκκλησία, ὅπως κατ’ ἐπανάληψη θά διακηρύξει καί μετά ἀπό αὐτόν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἀποστέλλει, λοιπόν, ἐγκύκλιο ἐπιστολή του (πρόκειται γιά τή ΛΘ΄ Ἑορταστική Ἐπιστολή), ὄχι μόνο πρός τή διοικητική του περιφέρεια, ἀλλά πρός ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὅπου κι ἄν βρίσκονται –γιά τό λόγο αὐτό πρόκειται γιά ἐπιστολή πού εἶχε κύρος συνόδου τήν ἐποχή ἐκείνη- μέ θέμα τόν Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

 Ἄς μᾶς ἐπιτρέψει ἐδῶ ὁ ἀναγνώστης νά κάνουμε μιά μικρή παρένθεση γιά νά διευκρινίσουμε τό τόσο καθοριστικό θέμα γιά τήν ἀλήθεια τῆς πίστης μας. «Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς» ὀνομάζουμε τόν κατάλογο τῶν γνήσιων βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού εἶναι θεόπνευστα. Δυστυχῶς, ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων, ὑπῆρξαν ἄνθρωποι πού ἔγραφαν κείμενα νοθευμένα μέ τίς δικές τους διδασκαλίες ἤ φανταστικές ἱστορίες καί –γιά νά γίνουν αὐτά ἀποδεκτά ἀπό τούς πιστούς- τά ὑπέγραφαν ψευδῶς, χρησιμοποιώντας τό ὄνομα κάποιου Ἀποστόλου. Κάποια ἀπό τά κείμενα αὐτά εἶναι γραμμένα ἀπό αἱρετικούς, πού χύνουν μέσα σ’ αὐτά τό πνευματικό τους δηλητήριο γιά νά ἐξυπηρετήσουν τούς σκοπούς τους καί ἄλλα εἶναι μυθώδη καί βλάσφημα. Ὑπῆρξε πολύ μεγάλος ἀριθμός τέτοιων κειμένων, κάποια ἀπό τά ὁποῖα χάθηκαν ἐντελῶς στό πέρασμα τῶν αἰώνων καί σήμερα τά ἀνακαλύπτουν οἱ ἀρχαιολόγοι. Παρά τήν ἀρχαιολογική τους ἀξία στή μελέτη τῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς, δέν ἔχουν καμία ἀπολύτως ἀξία γιά τήν πίστη μας, ἀντίθετα πολλές φορές μποροῦν νά ἀποβοῦν καί ἐπιζήμια γιά τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού δέν ἔχουν τήν ἀνάλογη θεολογική κατάρτιση. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, λοιπόν, διευκρίνισε ποιά βιβλία εἶναι γνήσια καί θεόπνευστα. Τή διδασκαλία του αὐτή στήριξε ὄχι στίς προσωπικές του ἐκτιμήσεις, ἀλλά στήν ἴδια τήν ἀποστολική παράδοση.  Γιά τό λόγο αὐτό τονίζει ὅτι τά γνήσια βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί μόνον αὐτά ὀφείλουν οἱ Χριστιανοί νά ἔχουν ὡς πνευματική τροφή τους. Τά ὑπόλοιπα, πού ὀνομάστηκαν ἀπόκρυφα, ἐπειδή οἱ συγγραφεῖς τους ἀπευθύνονταν σέ λίγους καί «ἐκλεκτούς» καυχόμενοι ὅτι ἄντλησαν τά γραφόμενά τους ἀπό πηγές πού εἶναι κρυμμένες ἀπό τόν πολύ κόσμο, δέν ἔχουν καμία θέση στά χέρια τοῦ πιστοῦ πού εἶναι μέλος τοῦ Χριστοῦ «ὅς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2,4).

 Ὅπως εἶναι φυσικό, ἡ δράση του αὐτή ἐξόργισε τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας.  Οἱ ὁμάδες τῶν αἱρετικῶν δέν μποροῦσαν νά τά βάλουν μέ ἕνα τόσο σπουδαῖο καί ἅγιο ἡγέτη, ὅπως ὁ Ἀθανάσιος. Κατά τήν πάγια τακτική τους, ἀρχίζουν σφοδρό καί ὕπουλο πόλεμο, αὐτό τῶν συκοφαντιῶν καί τῆς δυσφήμισης. Διαδίδουν, λοιπόν, ὅπως διασώζει ὁ Θεοδώρητος στήν Ἐκκλησιαστική του Ἱστορία, ἀσύστολα ψεύδη γιά οἰκονομικές καταχρήσεις καί, ὅταν αὐτές οἱ κατηγορίες ἀνασκευάζονται ἀπό τά ἴδια τά πράγματα, τότε ἐπινοοῦν πολλές ἄλλες, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ σημαντικότερες εἶναι οἱ ἑξῆς: α) Κατηγοροῦν τόν Ἀθανάσιο ὅτι φόνευσε τόν ἐπίσκοπο Ὑψηπολιτῶν Ἀρσένιο καί χρησιμοποιοῦσε τό κομμένο χέρι τοῦ τελευταίου γιά μαγεῖες. β) Δωροδοκοῦν γυναίκα νά διαδίδει ὅτι βιάστηκε ἀπό τόν Ἀθανάσιο μέσα στό σπίτι της.

 Ὁ αὐτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος καλεῖ Σύνοδο στήν Τύρο γιά νά ἐξεταστοῦν ὅλες αὐτές οἱ σοβαρές κατηγορίες πού ἐκκρεμοῦσαν ἐναντίον τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας. Ἐκεῖ ἀποδεικνύεται περίτρανα ἡ ἀθωότητα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὅσον ἀφορᾶ τίς δῆθεν οἰκονομικές καταχρήσεις. Πῶς, ὅμως, θά μποροῦσε νά ἀποδείξει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὅτι δέν θανάτωσε τόν ἐπίσκοπο Ἀρσένιο ἤ ὅτι εἶναι ἠθικά ἀκέραιος, τή στιγμή πού δέν ὑπῆρχαν μάρτυρες; Οἱ ἐχθροί του, τυφλωμένοι ἀπό τό μίσος ἐναντίον τοῦ Ἀθανασίου, εἶχαν κάνει ἕνα μεγάλο λάθος. Εἶχαν ἀποκρύψει ὅτι στήν πραγματικότητα ὁ Ἀρσένιος ἦταν ἐν ζωῇ. Ὁ Ἀθανάσιος τό ἀνακάλυψε. Ἀντί ἄλλης ἐπιχειρηματολογίας, ἀφοῦ τούς ἄφησε νά χύσουν ὅλο τό δηλητήριο ἐναντίον του, παρουσίασε ξαφνικά, κατά τή διάρκεια τῆς Συνόδου, τό ζωντανό Ἀρσένιο. Οἱ ἐχθροί του, πού σέ καμία περίπτωση δέν περίμεναν τέτοια ἐξέλιξη, δέν πίστευαν στά μάτια τους. Δείχνοντας μάλιστα καί τά δύο χέρια τοῦ τελευταίου, σχολίασε ὁ κατηγορούμενος Ἀθανάσιος: Ἀς μή ζητᾶ κανείς ἄλλο χέρι, διότι κάθε ἄνθρωπος ἔλαβε δύο μόνον χέρια ἀπό τό Θεό!

 Ἀφήσαμε τελευταία τήν περίπτωση τῆς ἀνασκευῆς τῆς κατηγορίας τοῦ βιασμοῦ, γιατί ἐκτός ἀπό τήν καταισχύνη τῶν αἱρετικῶν, μαρτυρεῖ τήν εὐφυΐα τοῦ ἁγίου Πατρός. Ἡ γυναίκα πού ἐπέλεξαν γιά τό ρόλο αὐτό δέ γνώριζε οὔτε ἐξ ὄψεως τόν Πατριάρχη. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μικρόσωμος καί ἀδύνατος καθώς ἦταν, ἐπέλεξε νά ἔχει δίπλα του κατά τή διάρκεια τῆς ἐκδίκασης τῆς ὑπόθεσης τόν ἐμφανίσιμο καί ἐπιβλητικό -ὡς πρός τό παρουσιαστικό του- πρεσβύτερο Τιμόθεο. Τοῦ εἶχε προφανῶς ἐξηγήσει τό σχέδιό του. Ἔτσι, ὅταν ἡ γυναίκα, ὡς ἄφθαστη ἠθοποιός, σπαρακτικά περιέγραφε τή διακόρευσή της ἀπό τόν Ἀθανάσιο, ὁ πρεσβύτερος Τιμόθεος, δῆθεν θιγμένος καί ἔντονα ἀμυνόμενος, τῆς ζήτησε νά τόν κοιτάξει προσεκτικά καί νά βεβαιώσει σέ ὅλους τούς παραβρισκόμενους ὅτι εἶναι σίγουρη πώς ἐκεῖνος ἦταν ὁ βιαστής της. Τό ἀκροατήριο τῶν αἱρετικῶν πάγωσε, γιατί ὅπως προαναφέρθηκε ὁ πρεσβύτερος Τιμόθεος ὄχι ἁπλῶς δέν ἔμοιαζε, ἀλλά ἦταν καί ἐμφανισιακά ἐντελῶς διαφορετικός ἀπό τόν Πατριάρχη του. Δυστυχῶς γιά τούς συκοφάντες τοῦ Ἀθανασίου, ἡ γυναίκα ἔπεσε στήν παγίδα καί ὁμολόγησε μετ’ ἐπιτάσεως ὅτι, πράγματι, ὁ συνομιλητής της ἦταν ὁ μόνος αἴτιος τῆς συμφορᾶς της. Εἶναι περιττό νά ἀναφέρουμε τό σάλο πού ἐπακολούθησε. Ντροπιασμένοι οἱ διάφοροι ἐχθροί τοῦ Ἀθανασίου, ἔσπευσαν νά ἀπομακρύνουν τή γυναίκα κακήν-κακῶς, ὅπως θά λέγαμε σήμερα, ἀπό τό χῶρο ἐκεῖνο.

Παρά τό διασυρμό τους οἱ αἱρετικοί δέν τό βάζουν κάτω. Πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νά «βγεῖ ἀπό τή μέση» ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού γίνεται συνώνυμο τῆς ἀλήθειας στή συνείδηση τοῦ πιστοῦ λαοῦ. Νέες κατηγορίες διαμορφώνονται. Αὐτή τή φορά τόν κατηγοροῦν ὅτι ἐμπόδισε τή μεταφορά σίτου ἀπό τήν Αἴγυπτο πρός τήν πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, πράγμα πολύ σοβαρό γιά τήν οἰκονομία ἀλλά καί τή γενικότερη καθημερινή ζωή τῆς ἐποχῆς. Ἡ ἀθωότητα τοῦ Ἀθανασίου εἶναι δεδομένη, ἀλλά αὐτή τή φορά ὁ αὐτοκράτορας, ὑπό τήν ἐπιρροή τῶν ἀρειανῶν, δέ δείχνει πρόθυμος νά ξανασχοληθεῖ μέ τά θέματα αὐτά. Χωρίς ἄλλη καθυστέρηση διατάσσεται ἡ πρώτη ἀπό τίς πέντε συνολικά ἐξορίες τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου. Ὁ λαός τῆς Ἀλεξάνδρειας μάταια διαμαρτύρεται πρός τόν Αὐτοκράτορα, καί μαζί του καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Ὁ Ἄρειος βρίσκει τήν εὐκαιρία νά πάει στήν ὀρφανή πλέον Ἀλεξάνδρεια, ἀλλά εἰσπράττει τήν ἔντονη ἀντίδραση τῶν πιστῶν καί ἐγκαταλείπει τήν πόλη. Μετά ἀπό λίγο καιρό πεθαίνει.

 Μιά δεκαετία περίπου ἀργότερα ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἐπιστρέφει ἀπό τόν τόπο τῆς ἐξορίας του στόν ἀγαπημένο του λαό. Μόλις φτάνει ἡ εἴδηση τῆς ἐπιστροφῆς του, αὐθόρμητα οἱ πιστοί πλημμυρίζουν τούς δρόμους καί τόν ὑποδέχονται ζητωκραυγάζοντας. Ἡ  εἰκόνα τῆς εἰσόδου του στήν πόλη θυμίζει αὐτήν τῆς εἰσόδου τοῦ Κυρίου στά Ἱεροσόλυμα, ὅπως περιγράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ  Θεολόγος. Τά παιδιά προπορεύονται καί χορεύουν ἀπό χαρά, ὅλοι στρώνουν ἱμάτια γιά νά περάσει τό γαϊδουράκι μέ τόν κατασυκοφαντημένο Πατέρα τους πού τόσο πολύ τούς εἶχε λείψει,  κραδαίνουν κλαδιά, ρίχνουν ἀρώματα καί φωνάζουν μ’ ὅλη τους τή δύναμη γιά νά τόν ὑποδεχτοῦν. Ὁλόκληρη ἡ Ἀλεξάνδρεια εἶναι στολισμένη καί φωταγωγημένη, οἱ δρόμοι, τά δημόσια κτήρια, τά σπίτια, τά πάντα συνεορτάζουν στό πανηγύρι τῆς Ὀρθοδοξίας πού ἀπολαμβάνει τήν ἀποκατάσταση τοῦ στύλου της.

 Πρῶτο μέλημα, μετά τήν ἐπιστροφή του, εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῆς τάξης τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία λυμαίνονταν διάφοροι κατά τήν ἀπουσία του. Ὅπως καί πάλι καταθέτει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, προβαίνει στήν κάθαρσή της ἀπό τούς «θεοκαπήλους καί χριστεμπόρους». Ἐπαναλαμβάνει τό πολύπλευρο ἔργο πού εἶχε διακόψει ἡ ἐξορία του καί ἀγωνίζεται μέ νεανικό ἐνθουσιασμό στήν ὑπηρεσία τῆς ἀποστολικῆς ἀλήθειας. Οἱ ἐχθροί του τόν κυνηγοῦν καί ὁδηγεῖται σέ νέα ἐξορία. Ἡ ἱστορία αὐτή ἐπαναλαμβάνεται πέντε συνολικά φορές, ὅσες καί οἱ ἐξορίες του, πού κράτησαν συνολικά 16 χρόνια. Πρό τῆς τέταρτης ἐξορίας του, μέ ἀφορμή τήν προσχώρηση στό Χριστιανισμό ἐπισήμων γυναικῶν πρώην εἰδωλολατρῶν, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὄχι μόνο δέν ταράχθηκε ἀλλά καί παρηγοροῦσε τούς δακρυσμένους πιστούς μέ τά λόγια: «Θαρρεῖτε· νεφύδριον ἐστί καί θᾶττον παρελεύσεται». Καί πράγματι σύντομα ἀπομακρύνθηκε τό «συννεφάκι» παρά τήν αὐτοκρατορική ἐντολή νά τόν σκοτώσουν, κάτι πού τελικά δέν ἔγινε γιατί στάθηκε ἀδύνατος ὁ ἐντοπισμός του.

 Μετά τήν τελευταία ἐπάνοδό του στήν Ἀλεξάνδρεια ἔζησε εἰρηνικά διακονώντας τήν Ἐκκλησία του γιά ἄλλα 6 χρόνια. Γέροντας πιά, ἔχοντας ὁ ἴδιος ὑποφέρει κατ’ ἐπανάληψη γιά χάρη τῆς ἀλήθειας, εἶχε διδάξει τούς πιστούς τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά καί κάθε ἐποχῆς, ὅτι ἀξίζει κανείς νά διώκεται καί νά ὑφίσταται πλεῖστες ὅσες ταλαιπωρίες γιά χάρη της. Ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο αὐτό γιά νά συναντήσει τόν Κύριό του, γιά τή διδασκαλία τοῦ ὁποίου μέ τόση προθυμία ἐργάστηκε, στίς 2 Μαΐου τοῦ 373 μ.Χ.  Ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 2 Μαΐου καί στίς 18 Ἰανουαρίου, μαζί μέ τή μνήμη τοῦ ἁγίου Κυρίλλου.

 Ὁ ἅγιος πατριάρχης ἄφησε πίσω του τό λαμπρό παράδειγμά του, πού -κατά τή ρήση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου- ἀνέδειξε τή ζωή καί τή δράση του ὡς «ὅρον ἐπισκοπῆς… νόμον δέ ὀρθοδοξίας τά ἐκείνου δόγματα». Ὁ λαός δικαιολογημένα εἶχε ταυτίσει τήν ἴδια τήν ὀρθοδοξία μέ τή διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου: Ὅ,τι δίδασκε ὁ Ἀθανάσιος, ἦταν σίγουρα ὀρθόδοξο καί ἀληθές. Ὅ,τι δέν ἀποδεχόταν, ἦταν αἱρετικό καί ἀπορριπτέο. Κανένας ἄλλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας δέν ταυτίστηκε τόσο ἄμεσα μέ τήν Ὀρθοδοξία, ὅσο ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Ἄς ἐπικαλούμαστε τίς μεσιτεῖες του νά ἀναδείξει ὅλους μας ἀληθινούς προσκυνητές τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, νά συμποιμαίνει τό λαό τῆς Ἐκκλησίας κατά τούς χρόνους τῆς εἰρήνης καί νά ἐπαναφέρει στήν ἀλήθεια σέ κρίσιμες περιόδους, ὅπως εὔχεται καί ὁ βιογράφος του: «Αὐτός δέ ἄνωθεν ἡμᾶς ἐποπτεύοις ἵλεως, καί τόν λαόν τόνδε διεξάγοις τέλειον τελείας τῆς Τριάδος προσκυνητήν, τῆς ἐν Πατρί, καί Υἱῷ, καί ἁγίῳ Πνεύματι θεωρουμένης καί σεβομένης· καί ἡμᾶς, εἰ μέν εἰρηνικῶς, κατέχοις καί συμποιμαίνοις· εἰ δέ πολεμικῶς, ἐπανάγοις ἤ προσλαμβάνοις, καί στήσαις μετά σεαυτοῦ καί τῶν οἷος σύ, κἄν μέγα ᾖ τό αἰτούμενον, ἐν αὐτῷ Χριστῷ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν· ᾧ πᾶσα δόξα, τιμή, καί κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν».

 ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

 Τό συγγραφικό ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ὑπῆρξε πλουσιότατο. Δύο πρῶτα συγγράμματά του μέ ἀπολογητικό περιεχόμενο, πού συνέγραψε ἐνῶ ἦταν μόλις 20 ἐτῶν, εἶναι οἱ πραγματεῖες: Κατά εἰδώλων καί Περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου. Στήν πρώτη ἀπορρίπτει τή μυθολογία καί τήν πολυθεΐα, δίνει ὅμως ἰδιαίτερη θέση στή φιλοσοφία, τήν ὁποία καί χρησιμοποιεῖ.  Στό δεύτερο ἔργο περιγράφει ὅλο τό σχέδιο τῆς σωτηρίας, ἀπό τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τό Θεό, μέχρι τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί τήν νίκη ἐναντίον τοῦ θανάτου, στήν ὁποία μετέχουμε ὅλοι οἱ πιστοί, ὡς μέλη τοῦ σώματός του.

Πολλά ἀπό τά ἔργα του γράφηκαν στήν περίοδο τῆς μάχης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἐναντίον τῶν ἀρειανῶν. Τά ἔργα αὐτά εἶναι: 1. Ἀπολογητικός κατά Ἀρειανῶν, 2. Ἀπολογία πρός τόν βασιλέα Κωνσταντῖνο, 3. Ἀπολογία περί τῆς φυγῆς αὐτοῦ, 4. Ἱστορία Ἀρειανῶν, 5. Ἐγκύκλιος τοῖς κατά τόπον συλλειτουργοῖς, 6. Πρός τόν κλῆρον καί τόν λαόν τῆς Μαρεώτιδος. 7. Πρός τόν κλῆρον τῆς Ἀλεξανδρείας, 8. Πρός τούς ἐπισκόπους Αἰγύπτου καί Λιβύης. 9. Περί τῶν γενομένων ἐν Ἀριμίνῳ τῆς Ἰταλίας καί ἐν Σελευκείᾳ τῆς Ἰσαυρίας Συνόδων. 10. Τόμος πρός τούς Ἀντιοχεῖς. 11. Πρός Ρουφινιανόν ἐπίσκοπον. 12. Πρός τούς μοναχούς. 13. Πρός τούς ἐν Ἀφρικῇ ἐπισκόπους.

Τά δογματικά ἔργα του εἶναι: 1. Τρεῖς Λόγοι κατά Ἀρειανῶν.  2. Περί τῆς ἐνσάρκου ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ κατά Ἀρειανῶν. 3. Πρός Ἰοβιανόν περί πίστεως. 4. Πρός Σεραπίωνα περί Ἁγίου Πνεύματος. 5. Πρός Ἐπίκτητον Κορίνθου. 6. Πρός Ἀδέλφιον ἐπίσκοπον καί ὁμολογητήν. 7. Πρός φιλόσοφον Μάξιμον. 8. Περί τοῦ ὅρου τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου. 9. Περί Διονυσίου Ἀλεξανδρείας. 10. Πρός παρθένους.

Τά ἑρμηνευτικά ἔργα του, ἐκ τῶν ὁποίων δυστυχῶς τά περισσότερα ἔχουν χαθεῖ καί ἀπό τά ἄλλα σώζονται ἐλάχιστα ἀποσπάσματα, εἶναι: 1. Πρός Μαρκελλῖνον εἰς τήν ἑρμηνείαν τῶν ψαλμῶν. 2. Ἑρμηνεία εἰς τούς Ψαλμούς. 3. Ἑρμηνεία εἰς τόν Ἐκκλησιαστήν καί τό ᾎσμα. 4. Ἑρμηνεία εἰς τήν Γένεσιν. 5. Ἑρμηνεία εἰς τήν Ἔξοδον. 6. Ἑρμηνεία εἰς τόν Ἰώβ. Ἐπίσης σώζονται ἀποσπάσματα ἑρμηνειῶν του σέ χωρία τῶν εὐαγγελίων τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Λουκᾶ, καθώς καί σέ χωρία τῆς Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς.

Τά ἀσκητικά του ἔργα εἶναι: 1. Βίος καί πολιτεία τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου. 2. Λόγος περί παρθενίας. 3. Πρός τάς ἐπανελθούσας ἐξ Ἰερουσαλήμ παρθένους. 4. Διδαχαί καί κανόνες περί παρθενίας. 5. Περί παρθενίας ἤ Λόγος σωτηρίας πρός παρθένον.  6. Περί ἀγάπης καί ἐγκρατείας.  7. Περί ἀσθενείας καί ὑγείας. 8. Πρός Ἀμούν. 9. Πρός Δρακόντιον.

Ἐπίσης σώζεται πλῆθος ὁμιλιῶν, καθώς καί ἀρκετές Ἑορταστικές Ἐπιστολές, μέ σπουδαιότερη τήν 39η Ἑορταστική Ἐπιστολή.

 
ΤΕΛΟΣ
 
 

Ετικέτες

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Απολυτίκιο του Αγ. Γεωργίου - 23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ

              Άγιος Γεώργιος- 23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ

ΚΑΝΕ ΚΛΙΚ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Αγιου Γεωργιου
Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής, ἀσθενούντων ἰατρός, βασιλέων ὑπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ο Άγιος Γεώργιος, αποκαλούμενος από την Ορθόδοξη Εκκλησία Μεγαλομάρτυς και Τροπαιοφόρος, είναι από τους δημοφιλέστερους αγίους σε ολόκληρο το Χριστιανικό (και μη) κόσμο. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Απριλίου ή για τις Εκκλησίες που πηγαίνουν σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο, όπου εάν η ημέρα συμπέσει πριν την Ανάσταση, μετατίθεται τη Δευτέρα της Διακαινησίμου. Ο Άγιος Γεώργιος θεωρείται Άγιος της Καθολικής, της Αγγλικανικής, της Ορθόδοξης, της Λουθηρανικής και της Αρμενικής Εκκλησίας.
Γεννήθηκε μεταξύ των ετών 280-285 μ.Χ., πιθανώς στην περιοχή της Αρμενίας, από τον Έλληνα Συγκλητικό, στρατηλάτη στο αξίωμα, κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, Γερόντιο. Εκεί, σε ένα μοναστήρι της περιοχής, ο Άγιος δέχθηκε το Μυστήριο του Βαπτίσματος και έγινε μέλος της Εκκλησίας. Ο πατέρας του Αγίου, Γερόντιος, καταγόταν από πλούσια και επίσημη γενιά της Καππαδοκίας. Σε παλαιό χειρόγραφο αναφέρεται ότι γεννήθηκε στη Σεβαστούπολη της Μικρής Αρμενίας, αρχικά ήταν ειδωλολάτρης και αργότερα έγινε χριστιανός. Η σύζυγός του ονομαζόταν Πολυχρονία, ήταν χριστιανή και καταγόταν από το γνωστό Λύδδα (Διάσπολη) της Παλαιστίνης. Όπως αναφέρουν οι πηγές, η οικογένεια του Αγίου, όταν εκείνος ήταν σε μικρή ηλικία, μετοίκησε στη Λύδδα, λόγω του θανάτου του πατρός του
 Σε νεαρή ηλικία ο Γεώργιος κατατάχθηκε στο ρωμαϊκό στρατό. Διακρίθηκε για την τόλμη και τον ηρωισμό του και έλαβε το αξίωμα του Τριβούνου. Λίγο αργότερα ο Διοκλητιανός τον έκανε Δούκα (διοικητή) με τον τίτλο του Κόμητος (συνταγματάρχη) στο τάγμα τον Ανικιώρων της αυτοκρατορικής φρουράς· «πολλάκις πρότερον μεγαλοπρεπώς διαπρέψας του των σχολών μετά ταύτα πρώτου τάγματος κόμης κατ' εκλογήν προεβλήθη».
Το 303 μ.Χ., όταν άρχισαν οι διωγμοί του Διοκλητιανού, ο Άγιος Γεώργιος δε δίστασε να ομολογήσει τη χριστιανική του πίστη, προκαλώντας το μένος του Διοκλητιανού, ο οποίος τον υπέβαλε σε σειρά βασανιστηρίων. Η πίστη του Αγίου γίνεται αφορμή να βαπτιστούν οι στρατιωτικοί Ανατόλιος και Πρωτολέων, Βίκτωρ και Ακίνδυνος, Ζωτικός και Ζήνωνας, Χριστοφόρος και Σεβιριανός, Θεωνάς, Καισάριος και Αντώνιος, των οποίων τη μνήμη εορτάζει η Εκκλησία στις 20 Απριλίου και η βασίλισσα Αλεξάνδρα, σύζυγος του Διοκλητιανού, μαζί με τους δούλους της Απολλώ, Ισαάκιο και Κοδράτο, των οποίων η μνήμη τιμάται στις 21 Απριλίου.
Ο Διοκλητιανός δεν το περίμενε και έφριξε με τη στάση του Γεωργίου. Τότε άρχισε για τον Άγιο μια σειρά φρικτών βασανιστηρίων, αλλά και θαυμάτων, που έφεραν πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Αφού τον λόγχισαν, ξέσκισαν τις σάρκες του με ειδικό τροχό από μαχαίρια. Έπειτα, τον έριξαν σε λάκκο με βραστό ασβέστη και κατόπιν τον ανάγκασαν να βαδίσει με πυρωμένα μεταλλικά παπούτσια. Από όλα αυτά ο Θεός τον κράτησε ζωντανό και έγινε αιτία να εξευτελιστούν τα είδωλα και οι εκφραστές τους.
Ο Άγιος μαρτύρησε προσευχόμενος, «απετμήθη την κεφαλήν», την Παρασκευή 23 Απριλίου του έτους 303 μ.Χ. Κατά δε τον υπολογισμό του ιστορικού Ευσεβίου, και σύμφωνα με το μακεδονικό ημερολόγιο, αντιστοιχούσε στην Παρασκευή της Διακαινησίμου του Πάσχα. Κρυφά σήκωσαν οι Χριστιανοί το πάντιμο λείψανό του και το έθαψαν, μαζί με αυτό της αγίας μητρός του, η οποία μαρτύρησε την ίδια ή την επόμενη ημέρα. Ο πιστός υπηρέτης του Αγίου, Πασικράτης, εκτελώντας την επιθυμία του Αγίου, παρέλαβε το άγιο λείψανο του Μάρτυρα, μαζί με αυτό της μητέρας του και τα μετέφερε στη Λύδδα της Παλαιστίνης. Από εκεί, όπως βεβαιώνουν οι πηγές, οι Σταυροφόροι πήραν τα ιερά λείψανα της Αγίας Πολυχρονίας και τα μετέφεραν στη Δύση.
Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Αγίου μαρτύρησαν και οι συνδέσμιοί του Ευσέβιος, Νέων, Λεόντιος, Λογγίνος και άλλοι τέσσερις μαζί. Τη μνήμη τους τιμά η Εκκλησία στις 23 Απριλίου. Βλέπουμε ότι με κέντρο την ημέρα του μαρτυρίου του Αγίου δημιουργείται μέσα στο λειτουργικό χρόνο της Εκκλησίας ένας εορτολογικός κύκλος, ο οποίος καλλιεργείται περισσότερο από τα Τυπικά της Κωνσταντινούπολης, που ξεκινά στις 20 Απριλίου και τελειώνει στις 24 του αυτού μηνός. Ο εορτολογικός αυτός κύκλος δείχνει την περίοπτη θέση του Μάρτυρος στη ζωή της Εκκλησίας. Από την υμνογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας κοσμείται με τα επίθετα «ο μαργαρίτης ο πολύτιμος», «ο αριστεύς ο θείος», «ο λέων ο ένδοξος», «ο αστήρ ο πολύφωτος», «του Χριστού οπλίτης», «της ουρανίου στρατιάς ο συνόμιλος».
Άγιος Γεώργιος θεωρείται προστάτης του Πεζικού και του Στρατού Ξηράς, ενώ είναι και ο προστάτης Άγιος της Αγγλίας. Επίσης, θεωρούταν Άγιος προστάτης των Σταυροφόρων και των Προσκόπων. Ως τροπαιοφόρος (στρατιωτικός) άγιος και ελευθερωτής συγκεντρώνει πολλές θαυμάσιες διηγήσεις και παραδόσεις, από τις οποίες η σπουδαιότερη είναι αυτή που μιλάει για το φόνο του δράκοντα και της σωτηρίας της βασιλοπούλας. Το θηρίο αυτό φυλούσε το νερό μιας πηγής κοντά στη Σιλήνα στη Λιβύη και το άφηνε να τρέχει μόνον όταν έβρισκε κάποιον άνθρωπο να φάει. Οι κάτοικοι της περιοχής όριζαν με κλήρο το θύμα του δράκοντα. Ολόκληροι στρατοί είχαν αντιταχθεί με αυτό το τέρας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο κλήρος έφερε και τη σειρά της βασιλοπούλας, την οποία έσωσε ο Άγιος Γεώργιος φονεύοντας το δράκο.
Πρώτος τη βιογραφία του έγραψε ο Πάπας Γελάς στο Acta Sancti Georgii (496), ενώ ακολούθησε ο Άγιος Ανδρέας από την Κρήτη. Η συριακή Εκκλησία από τον 4ο αιώνα τον κρατούσε σε μεγάλη εκτίμηση. Λόγω της ιπποτικής του συμπεριφοράς, ο Άγιος Γεώργιος έγινε δημοφιλής στην Ευρώπη κατά το 10ο αιώνα, με αποτέλεσμα κατά το 15ο αιώνα η γιορτή του να είναι ίση σε σημασία και δημοφιλία με αυτή των Χριστουγέννων. Στο Συμβούλιο της Οξφόρδης το 1222, η ημέρα του Αγίου Γεωργίου κηρύχθηκε επίσημη αργία και το 14ο αιώνα έγινε προστάτης Άγιος της χώρας. Είναι επίσης ο προστάτης Άγιος της Μόσχας, της Αραγονίας, της Γεωργίας και της Καταλονίας, ενώ μέχρι το 18ο αιώνα ήταν και της Πορτογαλίας. Ο Άγιος Γεώργιος, όντας προστάτης Άγιος της Αγγλίας και έφιππος, θεωρείτο από το σχετικό θρύλο και ως προστάτης Άγιος των ιπποτών της Στρογγυλής Τράπεζας.
Σε πολλά μέρη της ελληνικής επικράτειας ο μήνας Απρίλιος, που συμβαίνει να εορτάζεται η μνήμη του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Γεωργίου, ονομάζεται και "Αϊγιώργης", ή "Αϊγιωργίτης".
Χαρακτηριστικό επίσης είναι εκ της αρχαίας γνωστής παροιμίας η σύγχρονη σχετική, όπου ο Άγιος αντικατέστησε την Αθηνά: «Άγιε μου Γιώργη βόηθα με, κούνα και συ το χέρι σου».
Σημαντικότερα από τα ελληνικά έθιμα στη μνήμη του Αγίου είναι της Θράκης, όπου την παραμονή της εορτής μαζεύουν τσουκνίδες και τις βάζουν στην πόρτα του σπιτιού, γιατί "τη νύχτα λένε πως βγαίνει το "τζάντι" (= δαιμόνιο) και παίρνει το "ούρι" (= ευτυχία του σπιτιού)", καθώς και της Σύμης, όπου ομοίως την παραμονή ανάβουν φωτιές και πηδούν τραγουδώντας τον ακόλουθο στίχο: «έξω ψύλλοι και κοριοί και μεγάλοι ποντικοί» που είχε να κάνει με την καθαριότητα και το ασβέστωμα του σπιτιού που γίνεται την παραμονή.


κρητη 
       Παραλία Άγιος Γεώργιος (Αγία Γαλήνη)

Η κοιλάδα του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται 3km δυτικά της Αγίας γαλήνης, 69km νοτιοανατολικά του Ηρακλείου και 60km νότια του Ρεθύμνου.
Στην έξοδο της υπάρχουν δύο μικροί απόμεροι κόλποι με υπέροχο βοτσαλάκι που χωρίζονται μεταξύ τους από μια βραχώδη ακτή. Οι καιρικές συνθήκες είναι πάντα πολύ ήπιες, γεγονός που κάνει τις παραλίες ιδανικές για μπάνιο.
Παρόλο που η περιοχή δεν είναι ανεπτυγμένη τουριστικά, στην ανατολική παραλία, η οποία ονομάζεται Λιχνιστής, υπάρχουν μερικά δωμάτια, ταβερνούλα και ομπρέλες. Το όνομα προέρχεται από το γεγονός ότι εδώ λίχνιζαν παλαιότερα, δηλαδή ξεκαθάριζαν το αλωνισμένο στάρι από το άχυρο πετώντας το στον αέρα (ο οποίος παρέσερνε το άχυρο μακρυά). Στο Λιχνιστή έρχονται και καραβάκια από την Αγία Γαλήνη. Αν επιθυμείτε να απομονωθείτε περισσότερο, μπορείτε να πάτε στην δυτική παραλία στην περιοχή Λούρος που ονομάζεται Κολυμπιστήρι. Εδώ, μπορείτε να απολαύσετε το μπάνιο σας απομονωμένοι, αλλά και να ψαρέψετε καθώς ο βυθός ενδείκνυται.
Αν έρθετε στον Άγιο Γεώργιο μπορείτε να κάνετε μια βόλτα μέσα στο άγριο Κρητικό τοπίο και να περπατήσετε ως την Μονή του Αγίου Γεωργίου (500m βόρεια), από όπου παίρνει το όνομα της η περιοχή. Παρατηρήστε την κλίση της εκκλησίας, που έχει υποστεί λόγω της παλαιότητας της και της καθίζησης του εδάφους. Η Εκκλησία είναι γνωστή για τις παλιές τοιχογραφίες της.
Για να έρθετε στις παραλίες του Αγίου Γεωργίου, μπορείτε να ακολουθήσετε τον ασφαλτοστρωμμένο δρόμο που οδηγεί εδώ από την Αγία Γαλήνη (δείτε χάρτη). Επίσης, εκτελούνται εκδρομές με καΐκι από την Αγία Γαλήνη, οι οποίες περνούν από εδώ.
 

Ετικέτες

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Απολυτίκιο Αγ. Βασιλείου - 1 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

Απολυτίκιο Αγ. Βασιλείου - 1 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

.

 

ΚΑΝΕ ΚΛΙΚ http://www.youtube.com/watch?v=-zoHF9q5Pvg

Γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια της Καππαδοκίας από Άγιους γονείς. Ο πατέρας του Άγιος Βασίλειος ασκούσε το επάγγελμα του καθηγητή ρητορικής στη Νεοκαισάρεια και η μητέρα του Αγία Εμμέλεια ήταν απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων (ο πατέρας της είχε πεθάνει ως Χριστιανός μάρτυρας). Στην οικογένεια εκτός από το Βασίλειο υπήρχαν άλλα οκτώ ή εννέα παιδιά. Μεταξύ αυτών, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο Ναυκράτιος που έγινε ασκητής και θαυματουργός Άγιος, η Μακρίνα (Οσία Μακρίνα) και ο Πέτρος, Επίσκοπος Σεβαστείας, ενώ κάποιο φαίνεται να πέθανε σε βρεφική ηλικία.
Ο Βασίλειος μεταφέρθηκε από τη γιαγιά του Μακρίνα στο κτήμα των Αννήσων κοντά στον ποταμό Ίρι, όπου ανατράφηκε από αυτήν μέχρι το θάνατό της και μετέπειτα από την πρωτότοκη αδερφή του Μακρίνα η οποία επηρέασε καθοριστικά τον μικρό Βασίλειο να στραφεί στην Χριστιανική πίστη. Την εγκύκλια παιδεία έλαβε από τον πατέρα του ενώ μετά την εκδημία του (γύρω στα 345) μετέβη στην Καισάρεια. Κατόπιν η ανάγκη του για περαιτέρω μόρφωση τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε κοντά στο γνωστό δάσκαλο της εποχής Λιβάνιο και επακόλουθα στην Αθήνα (352).
Στην Αθήνα γνωρίστηκε με το Γρηγόριο από την Καππαδοκία, αναπτύσσοντας μία μεγάλη φιλία, εγγράφηκε στη σχολή του Χριστιανού φιλοσόφου Προαιρεσίου και παρακολούθησε τη διδασκαλία του καθώς και τη διδασκαλία άλλων φιλοσόφων όπως ο Ιμέριος.

Η Λειτουργία του Αγίου Βασιλείου (Subleyras Pierre, 1743, Μουσείο Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη)
Επέστρεψε στην πατρίδα του το καλοκαίρι του 356, εγκαταστάθηκε στην Καισάρεια και, συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, έγινε καθηγητής της ρητορικής. Το 358, επηρεασμένος από το θάνατο του αδερφού του μοναχού Ναυκρατίου, βαπτίζεται Χριστιανός, πιθανόν από τον επίσκοπο Διάνιο, και αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό του στην ασκητική πολιτεία. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ξεκινά ένα οδοιπορικό σε γνωστά κέντρα ασκητισμού της Ανατολής, επιθυμώντας την ανεύρεση κατάλληλου τόπου διαμονής. Επέστρεψε το 359 στον Πόντο και για μικρό χρονικό διάστημα διέμεινε στην Αριανζό, κοντά στο φίλο του Γρηγόριο.
Τον Ιανουάριο του 360 φαίνεται να συμμετείχε, ως παρατηρητής εντεταλμένος από τον επίσκοπο Διάνιο, στην αρειανική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, για την έριδα μεταξύ Ομοουσιανών και Ομοιανών. Μετά την υπογραφή, από μέρους του Διανίου, του συμβόλου των Ομοιανών, ο Βασίλειος απογοητευμένος αποσύρθηκε στο ησυχαστήριο της αδερφής του εγκαινιάζοντας τη μνημειώδη αλληλογραφία του με το Γρηγόριο.
Το καλοκαίρι του 364 ο Ευσέβιος Καισαρείας τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Η μεγάλη δραστηριότητα και η μόρφωση του Βασιλείου προκάλεσαν τα ζηλόφθονα αισθήματα του Ευσεβίου γεγονός που οδήγησε τον πρώτο, για ακόμα μία φορά, να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η μεσολάβηση, όμως, του Γρηγορίου επιφέρει εξομάλυνση των σχέσεων και την επιστροφή του Βασιλείου στην Καισάρεια. Μετά το θάνατο του Ευσεβίου, με τη συνδρομή του Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου επισκόπου Ναζιανζού, εκλέγεται διάδοχός του στην επισκοπική έδρα της Καισάρειας και αναλαμβάνει συν τω χρόνω, λόγω του κύρους της προσωπικότητάς του, την εξαρχία της Αρχιεπισκοπής του Πόντου.
Στον εκκλησιαστικό τομέα, ως επίσκοπος πλέον, ο Βασίλειος αντιμετώπισε την προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ουάλη να επιβάλει τον Ομοιανισμό (ρεύμα του Αρειανισμού), όντας σε επιστολική επικοινωνία με το Μέγα Αθανάσιο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον Πάπα Ρώμης Δάμασο. Στην περιφέρεια της ποιμαντικής του ευθύνης είχε να αντιμετωπίσει την έντονη παρουσία του αρειανικού στοιχείου και άλλων χριστιανικών, μη ορθόδοξων, ομολογιών. Σε αυτό τον τομέα έδρασε και ως επίσκοπος, δηλαδή οργανωτικά, αλλά και με την αντιρρητική του γραμματεία. Μέσα από τις επιστολές του φαίνονται οι προσπάθειες που κατέβαλε για την ανάδειξη άξιων κληρικών στο ιερατείο, την καταπολέμηση της σιμωνίας των επισκόπων, την πιστή εφαρμογή των ιερών κανόνων από τους πιστούς καθώς και η ποιμαντική μέριμνα, που επέδειξε έναντι των αποκομμένων και περιθωριοποιημένων μελών της Εκκλησίας. Η όλη του δραστηριότητα επιφέρει τη βαθμιαία αναγνώρισή του ως κοινού έξαρχου ολόκληρου του ασιατικού θέματος της Αυτοκρατορίας.
Στην οικουμενική Εκκλησία ο Βασίλειος αναλαμβάνει τα πνευματικά ηνία από το Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος βαθμιαία αποσύρεται από την ενεργό δράση λόγω γήρατος. Εργάζεται για την επικράτηση των ορθόδοξων χριστιανικών αρχών και υπερασπίζεται το δογματικό προσανατολισμό της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Προσπαθεί να βρίσκεται σε αλληλενέργεια με τα ορθόδοξα πατριαρχεία και ουσιαστικά υποκαθιστά και αντικαθιστά την αρειανίζουσα ιεραρχία του πολιτικού κέντρου της Αυτοκρατορίας. Σε αυτή την προσπάθεια συναντά την αδιάφορη ή προκατειλημμένη στάση των άλλων πατριαρχείων, γεγονός, που παρά την απογοήτευση που του επιφέρει δεν τον καταβάλει στη συνέχιση του αγώνα του.
Έργο ζωής και σημαντικό σταθμό στην πορεία του, αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία ενός κοινωνικού φιλανθρωπικού συστήματος, του Πτωχοκομείου ή Βασιλειάδας. Εκεί διοχετεύει όλη την ποιμαντική του ευαισθησία, καθιστώντας την πρότυπο κέντρου περίθαλψης και φροντίδας των ασθενέστερων κοινωνικά ατόμων. Ουσιαστικά η Βασιλειάδα υπήρξε ένας πρότυπος οίκος για τη φροντίδα των ξένων, την ιατρική περίθαλψη των φτωχών άρρωστων και την επαγγελματική κατάρτιση των ανειδίκευτων. Καθίσταται η μήτρα ομοειδών οργανισμών που δημιουργήθηκαν σε άλλες επισκοπές και στάθηκε η σταθερή υπενθύμιση στους πλουσίους του προνομίου τους να διαθέτουν τον πλούτο τους με έναν αληθινά χριστιανικό τρόπο.
Καταπονημένος από την ευρεία δράση που ανέπτυξε σε πολλούς τομείς της χριστιανικής μαρτυρίας καθώς και την ασκητική ζωή, την οποία ακολουθούσε, ο Βασίλειος πεθαίνει την 1 Ιανουαρίου του 379 σε ηλικία 50 ετών. Ο θάνατός του βυθίζει στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο το χριστιανικό κόσμο της Ανατολής. Στην κηδεία του συμμετέχουν Ιουδαίοι, πιστοί της εθνικής θρησκείας και ένα πλήθος ανομοιογενούς θρησκευτικής και εθνικής απόχρωσης. Η παρακαταθήκη του υπήρξε το τεράστιο σε μέγεθος και σημασία θεολογικό – δογματικό του έργο μαζί με τη συμβολή του στη λειτουργική και την πρωτότυπη ανθρωπιστική του δράση.
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την 1η Ιανουαρίου ενώ από το 1081 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης Ιωάννης Μαυρόπους (ο από Ευχαΐτων) θέσπισε έναν κοινό εορτασμό των Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννη Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, στις 30 Ιανουαρίου ως προστατών των γραμμάτων και της παιδείας. Η Αγγλικανική και η Καθολική εκκλησία τιμούν την μνήμη του στις 2 Ιανουαρίου, ενώ η Λουθηρανική και η Επισκοπελιανή, στις 14 Ιουνίου.

To Έργο του Μεγάλου Βασιλείου [Επεξεργασία]

Ο Μέγας Βασίλειος είναι ένας από τους σημαντικότερους δογματικούς θεολόγους του Χαλκηδόνιου Χριστιανισμού με σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη του Τριαδολογικού δόγματος. Διακήρυξε την ενότητα της Αγίας Τριάδας ως μιας ουσίας και προχώρησε στον προσδιορισμό του υποστατικού διαχωρισμού των Προσώπων της. Κάθε υπόσταση διακρίνεται από ορισμένους τρόπους ύπαρξης και μεμονωμένα χαρακτηριστικά (ιδιώματα): ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννηθείς αχρόνως και το Άγιο Πνεύμα εκπορευτό διά του Πατρός. Η μόνη προτεραιότητα του Πατέρα είναι λογική, μη χρονική και δεν ενέχει καμία ανωτερότητα.
Στο έργο τόνισε επίσης τη σημασία της διάκρισης μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού. Μεταξύ του άκτιστου Θεού και του κτιστού κόσμου υπάρχει οντολογικό χάσμα, που αποκλείει την κατ’ ουσία κοινωνία και σχέση μεταξύ τους. Ο Θεός καθίσταται αντιληπτός στον κόσμο διά των ενεργειών του. Το ότι ο κόσμος διατηρείται στο "είναι" οφείλεται στη δημιουργική, συνεκτική και ζωοποιό ενέργεια του Θεού.
Ο Βασίλειος υπήρξε θαυμαστής του μεγάλου αλεξανδρινού φιλοσόφου Ωριγένη αλλά στο ερμηνευτικό του έργο απορρίπτει την αλληγορική μέθοδο και πλησιάζει προς την αντιοχειανή σχολή. Ερμηνεύει χρησιμοποιώντας το κείμενο ως αφορμή έκθεσης των προσωπικών του θέσεων.
Κεφαλαιώδης ήταν και η συμβολή του στην αξιολόγηση της θύραθεν παιδείας μέσα στη χριστιανική Εκκλησία. Μελετητής ο ίδιος και γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, τη χρησιμοποιεί ως όργανο επεξεργασίας και διατύπωσης των θεολογικών του αντιλήψεων. Η φιλοσοφία, κατά το Βασίλειο, πρέπει να μελετάται υπό το νέο χριστιανικό πρίσμα. Δεν απορρίπτει τη μελέτη των κλασσικών γραμμάτων, αντίθετα προτρέπει στη χρήση τους ως ένδυμα της χριστιανικής θρησκευτικής διδασκαλίας.
Στον τομέα του μοναχισμού ανέλαβε δράση θέτοντάς τον υπό τον έλεγχο της εκκλησιαστικής ηγεσίας και εισήγαγε την ομολογία της αφιέρωσης στο Θεό και της ένταξης στην αδελφότητα, η οποία προέβλεπε αγαμία, υπακοή και ακτημοσύνη. Επίσης έθεσε την αυθαίρετη πνευματικότητα του μοναχισμού στη σταθερή βάση της Αγίας Γραφής και τοποθέτησε τους μοναχούς στη γραμμή του κοινού βίου και της οργανωμένης δράσης.
Πλούσιο είναι και το νομικό του έργο το οποίο βρίσκουμε συγκεντρωμένο κυρίως στις επιστολές του προς τον Αμφιλόχιο Ικονίου, από τις οποίες προήλθαν οι 85 κανόνες που, αφού επικυρώθηκαν από τη Σύνοδο εν Τρούλω στα τέλη του 7ου αιώνα (691/2), αποτελούν ως σήμερα, ως συστατικό στοιχείο των νομοκανονικών συλλογών, βασικό βοήθημα του εκκλησιαστικού δικαίου. Το ίδιο ισχύει και για ένα άλλο νομικό του έργο, τους λεγόμενους «μοναχικούς κανόνες» διατάξεις που αφορούν την οργάνωση των μονών και τη διαβίωση των μοναχών.[1]Οι κανόνες αυτοί δεν επικυρώθηκαν ποτε. Η έλλειψη ωστόσο συνοδικής επικύρωσης δεν επηρέασε, λόγω του κύρους του συντάκτη, την εφαρμογή τους στην πράξη. Ενδεικτικό της μεγάλης εκτίμησης στο έργο του Μ.Βασιλείου που έτρεφαν οι ερμηνευτές των δικαιϊκών πηγών όχι μόνο του χώρου της Εκκλησίας αλλά και της Πολιτείας, αποδεικνύεται από την συχνή παραπομπή των κανόνων του στα σχόλια των Βασιλικών, της τελευταίας δηλαδή επίσημης κωδικοποιήσεως που πραγματοποιήθηκε κατ΄εντολήν του Λέοντος ΣΤ' του Σοφού στα τέλη του 9ου αιώνα.[2] Ιδιαίτερα αισθητή είναι η επίδραση του Μ. Βασιλείου στο Οικογενειακό Δίκαιο , όπου πρώτος έθεσε με κατηγορηματικότητα το όριο των τριών επιτρεπόμενων γάμων, που απετέλεσε μέχρι το 1982 πολιτειακό δίκαιο και εξακολουθεί ακόμη να ισχύει επί του θρησκευτικού Γάμου.

Ετικέτες

Απολυτίκιο της Αγ. Καλλιόπης - 8 ΙΟΥΝΙΟΥ

                         Αγία Καλλιόπη

    ΚΑΝΕ ΚΛΙΚ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓΙΑΣ ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ


H Αγία Καλλιόπη υπήρξε μάρτυρας της Χριστιανικής πίστης. Έζησε στα μέσα του 3ου μ.Χ αιώνα, κατά την εποχή του αυτοκράτορα Δέκιου. Κατά την παράδοση, χαρακτηριστικά της ήταν η σωματική και η «ψυχική» της ομορφιά. Η μνήμη της εορτάζεται στις 8 Ιουνίου.
Για τον θάνατο της, μία είναι η επικρατέστερη εκδοχή: Την εποχή των μεγάλων διωγμών των χριστιανών, η αγία Καλλιόπη φυλακίστηκε. Κατά τη διάρκεια της δίκης της, της ζητήθηκε από τον αυτοκράτορα Δέκιο να απαρνηθεί τον Χριστιανισμό, με αντάλλαγμα να ελευθερωθεί. Αυτή αρνήθηκε και θανατώθηκε με βίαιο και απάνθρωπο τρόπο. Έτσι κατατάχτηκε ανάμεσα στους οσιομάρτυρες άγιους της Εκκλησίας.

Υπάρχει και ο όσιος Καλλιόπιος ο οποίος γιορτάζει στις 8 Μαΐου.


Καλλιόπη (μυθολογία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
    

Καλλιόπη και Όμηρος από το Meyers Lexikon (1888)
Κατά τον Ησίοδο η Καλλιόπη ήταν η μεγαλύτερη και ευγενέστερη από τις 9 Μούσες. Προστάτις της επικής ποίησης και της Ρητορικής, καθώς και όλων των καλών τεχνών (Καλλιέπουσα).
Την Μούσα Καλλιόπη ιδιαίτερα την επικαλούνταν οι ραψωδοί προκειμένου να τους βοηθήσει στην έμπνευση. Με την επίκλησή της ξεκινούν και τα Ομηρικά έπη.
Αν και παρθένος κατά μερικούς η Καλλιόπη φέρεται κατ΄ άλλους ως μητέρα του Ιολέμου, εκ του Απόλλωνα, ή του Ορφέα ή του Λίνου, του Υμεναίου και του Κομαθέοντα. Πολλοί ήταν και εκείνοι που θεωρούσαν και τον Όμηρο ως γιο της.
Στις παραστάσεις της απεικονίζεται με μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα με στέφανο δάφνινο ή χρυσό κρατώντας ή βιβλίο σε κύλινδρο ή πινάκιο και γραφίδα και συχνά με τα έπη του Ομήρου στους πόδες της.

Αυτή η παράσταση με πινάκιο και γραφίδα ενέπνευσε αργότερα την απεικόνιση της «Δόξας των Ψαρών» στον αγώνα του 1821, αλλά και πολλούς αγιογράφους σε παραστάσεις αγγέλων κατά τη Θεία Κρίση.




The muse Calliope

Calliope was the muse of lyric writing, of poetry and of epic stories. She was also the muse of eloquence, bestowing kings and princes with her gift.
Homer starts his Odyssey with a plead to the muse Calliope to inspire him so as to finish his poem successfully. This made some people think that Calliope was actually Homer’s mother.
Calliope was the eldest of the muses and she was mother of Orpheus, the lyric poet and bard of Greek Mythology, who fell in love with Eurydice.

calliope, the greek muse calliope
The muse Calliope, muse of poetry
In ancient Greece, and most specifically in the classical times, the muses were assigned particular characteristics and artistic abilities.
Calliope was named the muse of epic and lyric poetry, this is why she is usually portrayed holding a stylus and a scroll, or a tablet. In some cases, you might also see her holding a lyre, but the muse of music was Euterpe.
There is also a musical instrument named Calliope, named after this muse. It is a loud instrument that produces its sound with compressed air that passes through large whistles.
Calliope was supposedly God’s Apollo lover, with whom she had two children, while other myths suggest that she was involved with Ares or other Gods.

The name Calliope in Greece today

The name Calliope or Kalliopi is still used in Greece and it is a common name for Greek women.

Ετικέτες

Απολυτίκιο της Αγ. Όλγας - 11 ΙΟΥΛΙΟΥ

Απολυτίκιο της Αγ. Όλγας - 11 ΙΟΥΛΙΟΥ
 
        ΚΑΝΕ ΚΛΙΚ        ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΟΛΓΑΣ

                               Αγία Όλγα

Княгиня Ольга.jpg
Η Αγία Όλγα (ρωσ. Ольга) είναι η πρώτη αγία προερχόμενη από τους Ρως, τους προγόνους των σημερινών ρώσων και ουκρανών. Γεννήθηκε στο Πσκοβ και ήταν κόρη βαράγγων ευγενών - το αυθεντικό σκανδιναβικό της όνομα ήταν Χέλγκα (Helga). Για το ακριβές έτος γέννησής της δεν είμαστε βέβαιοι. Το μεταγενέστερο Πρώτο Χρονικό την τοποθετεί το 879, όμως με βάση αυτή τη χρονολογία φαίνεται πως γέννησε το μοναχογιό της Σβιάτοσλαβ σε ηλικία άνω των 60 ετών! Πιθανότερο είναι να γεννήθηκε γύρω στα 890.
Σε πολύ νεαρή ηλικία (~903) η Όλγα παντρεύθηκε το ρουρικίδα Ιγκόρ, μετέπειτα αρχηγό του Κράτους των Ρως, και εγκαταστάθηκε στο Κίεβο. Ο σύζυγός της δολοφονήθηκε το 945 από τους Δρεβλιανούς κατά τη συλλογή φόρου υποτέλειας, με αποτέλεσμα ο θρόνος να περάσει στο μικρό γιο τους Σβιάτοσλαβ που ήταν ακόμη βρέφος. Έτσι η Όλγα ανέλαβε χρέη επιτρόπου μέχρι την ενηλικίωσή του, ασκώντας για σχεδόν δύο δεκαετίες την πραγματική εξουσία στο κράτους.
Πρώτο μέλημά της ήταν να λάβει εκδίκηση για το χαμό του άνδρα της, πράγμα που έπραξε με μεγάλη αγριότητα. Σε μια εποχή που δεν υπήρχε γραπτή καταγραφή και είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς την αλήθεια από το παραμύθι, λέγεται ότι κατέσφαξε πολλούς Δρεβλιανούς και έκλεισε άλλους ζωντανούς μέσα σε πλοία, τα οποία κατόπιν βύθισε. Άλλοι εκτελέσθηκαν στην πυρά, ενώ τέλος μαρτυράται η εξής χαρακτηριστική ιστορία: Ενώ πολιορκούσε μια πόλη, υποσχέθηκε να αποχωρήσει εάν κάθε σπίτι τής χάριζε από ένα οικόσιτο περιστέρι για εξευμενισμό. Οι πολιορκημένοι την πίστεψαν και της παρέδωσαν τα δώρα, αλλά καθώς αποχωρούσε η Όλγα έβαλε φωτιά στα πόδια των περιστεριών. Αυτά τρομαγμένα γύρισαν ενστικτωδώς στις εστίες τους, βάζοντας φωτιά στις ξύλινες στέγες των σπιτιών. Έτσι κάηκε ολόκληρη η πόλη.
Σε θρησκευτικό επίπεδο, η Όλγα ήταν ο πρώτος ηγέτης των Ρως που εγκατέλειψε τον παγανισμό για το χριστιανισμό. Η βάπτισή της έγινε το 955 με μεγάλη επισημότητα στην Κωνσταντινούπολη και έλαβε το χριστιανικό όνομα Ελένη από τη νονά της Ελένη Λεκαπηνή, σύζυγο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ'. Μία άλλη επίσκεψή της στην Πόλη, δύο χρόνια αργότερα, περιγράφεται λεπτομερώς από τον Κωνσταντίνο στο σύγγραμμά του De Ceremoniis Aulae Byzantinae. Σλαβικές πηγές αναφέρουν ότι ο Κωνσταντίνος εντυπωσιάσθηκε από την ομορφιά της και τη ζήτησε σε γάμο, φήμη όμως που αναιρείται τόσο από την ηλικία της όσο και από το γεγονός ότι ήδη ο Κωνσταντίνος ήταν παντρεμένος.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, μετά την ενηλικίωση του Σβιάτοσλαβ και τη λήξη της επιτροπείας (965), τα πέρασε στο κάστρο του Βίσγκοροντ κοντά στο Κίεβο μαζί με τα εγγόνια της. Ένας από τους εγγονούς της, ο Βλαδίμηρος, θα γινόταν αργότερα ο ηγέτης των Ρως που εισήγαγε το χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Ταυτόχρονα η Όλγα ασκούσε την εσωτερική διοίκηση, αφού ο Σβιάτοσλαβ απουσίαζε διαρκώς σε μακροχρόνιες εκστρατείες. Ο θάνατος τη βρήκε σε προχωρημένη ηλικία το 969. Για τις προσπάθειές της να διαδώσει το χριστιανισμό στην επικράτεια των Ρως ανακηρύχθηκε αγία και ισαπόστολος από την ορθόδοξη εκκλησία το 1587. Η μνήμη της εορτάζεται την ημερομηνία του θανάτου

ΑΓΙΑ ΟΛΓΑ (11 Ιουλίου)
Καταγόμενη από οικογένεια ευγενών της χώρας του Πσκωφ, με πρωτοβουλία της οποίας οι Βάραγγοι είχαν έλθει στη Ρωσία, η πριγκίπισσα Όλγα είχε λάβει από τον Θεό σπάνια ομορφιά και ευφυία. Μία ήμερα, ενώ περνούσε το μεγάλο ποταμό, το κάλλος της είλκυσε το νεαρό πρίγκιπα Ίγκορ και έτσι σε λίγο καιρό η Όλγα κατέβαινε στην ηγεμονία του Κίεβου για να τον νυμφευτεί (903). Το 945, όμως, ο μέγας ηγεμών Ίγκορ δολοφονήθηκε από τους Σλάβους της Βολυνίας και η αντιβασιλεία της ηγεμονίας του Κιέβου περιήλθε στην Όλγα μέχρι την ενηλικίωση του γιου της Σβιατοσλάβ (945-960). Κυβερνώντας με σοφία και ευσπλαγχνία και επιδεικνύοντας συνάμα έναν ενεργητικό χαρακτήρα, η πριγκίπισσα κατόρθωσε να συγκεντρώσει την μέχρι τότε διάχυτη εξουσία και μπόρεσε να βάλει τέλος στις φονικές εισβολές των σλαβικών φύλων. Οργάνωσε το εμπόριο και ευνόησε τις ανταλλαγές με το Βυζάντιο με σκοπό να προσφέρει στο λαό της τα σπέρματα του πολιτισμού. Το 957 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου έγινε δεκτή με τιμές από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’ τον Πορφυρογέννητο, ο οποίος την τοποθέτησε μεταξύ των ανώτερων κυριών της αυλής του, όπου και φαίνεται πως έλαβε το Βάπτισμα από τον πατριάρχη Πολύευκτο με το όνομα Ελένη.
Επιστρέφοντας στη Ρωσία περιέτρεξε τη χώρα κηρύσσοντας τον Χριστό και ίδρυσε την πόλη Πσκωφ, μετά από τήν εμφάνιση μιας τριπλής ακτίνας φωτός που κατέβαινε από τον ουρανό. Κατά την απουσία του γιου της Σβιατοσλάβ που μετείχε σε εκστρατείες, η αγία Όλγα ανέλαβε τη μόρφωση των τριών γιων του, Ιαροπόλκ, Όλεγκ και Βλαδίμηρου· δεν κατάφερε όμως να τους βαπτίσει, εξαιτίας της αντίθεσης του πατέρα τους που παρέμενε αμετάπειστος ειδωλολάτρης. Το 969 αρρώστησε και προσπάθησε για τελευταία φορά να μεταστρέψει το μεγάλο ηγεμόνα, συνάντησε όμως την πείσμονα άρνησή του. Η αγία προείπε τότε την επικείμενη μεταστροφή της Ρωσίας στον Χριστιανισμό καθώς και το θλιβερό τέλος του γιου της, που δολοφονήθηκε τρία χρόνια αργότερα από τους Πετσενέγκους. Παρέδωσε το πνεύμα της στον Θεό στις 11 Ιουλίου 969. Τα λείψανά της μεταφέρθηκαν στο Κίεβο από τον άγιο Βλαδίμηρο, φυλάχθηκαν κρυμμένα κατά τις συχνές λεηλασίες της πόλης και δεν γνωρίζει κανείς που βρίσκονται σήμερα.
Παρά τις προσπάθειες της ισαποστόλου πριγκίπισσας, η μεταστροφή της δεν είχε άμεσο αντίκτυπο στον λαό της· προετοίμασε εντούτοις εκείνην του εγγονού της Βλαδίμηρου [15 Ιουλ.] και έπαιξε το ρόλο της ζύμης για την ανάπτυξη του χριστιανικού βίου της Ρωσίας, «όπως ο φαεινός όρθρος που προηγείται της λαμπρής ήμερας».


ΑΓΙΑ ΟΛΓΑ (11 Ιουλίου)



Ετικέτες

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

Ο τελευταίος λόγος του Έλληνα Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου


Ο τελευταίος λόγος του Έλληνα Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.

Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
που, μ' αυτήν αν συγκριθεί
κείνη η κάτω οπού σας έχω,
σαν δροσιά θέλει βρεθεί.
 

 
Από το Χρονικό του Φραντζή


«Ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί, και γενναιότατοι συστρατιώτες, και όλος ο πιστός και τίμιος λαός, ξέρετε καλά πως έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας θέλει με κάθε τέχνασμα και τρόπο να μας στενοχωρήσει περισσότερο και να μας κάνει πόλεμο σφοδρό, με μεγάλες συγκρούσεις και συρράξεις από στεριά και θάλασσα, για να κατορθώσει και να χύσει το δηλητήριό του, σαν φίδι, και να μας καταπιεί σαν ανήμερο λιοντάρι. Σας λέω λοιπόν να σταθείτε αντρειωμένοι και γενναιόψυχοι, όπως κάνατε πάντοτε ως τώρα εναντίον των εχθρών της πίστης. Σας παραδίνω την εκλαμπρότατη και φημισμένη αυτή πόλη, πατρίδα σας και βασίλισσα των πόλεων.
Ξέρετε καλά, αδέρφια, ότι για τέσσερις λόγους οφείλουμε όλοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή: πρώτον, για την πίστη και την ευσέβειά μας· δεύτερον, για την πατρίδα· τρίτον, για το βασιλέα και το Χριστό· και τέταρτον, για τους συγγενείς και φίλους. Λοιπόν αδέρφια, αν οφείλουμε να αγωνιστούμε μέχρι θανάτου για έναν και μόνο από τους τέσσερις αυτούς λόγους, πολύ περισσότερο για όλους μαζί, όπως προφανώς κατανοείτε. Αν για τις αμαρτίες μας παραχωρήσει ο Θεός τη νίκη στους ασεβείς, θα.....
διακινδυνεύσουμε υπέρ της πίστεως της αγίας που μας παραχώρησε ο Χριστός με το αίμα του. Αυτό είναι το σπουδαιότερο απ’ όλα. Τι θα ωφεληθεί κανείς αν κερδίσει τον κόσμο όλο και χάσει την ψυχή του; Δεύτερον, χάνουμε έτσι μια περίφημη πατρίδα και, ακόμη, την ελευθερία μας. Τρίτον, χάνουμε την άλλοτε περιφανή και σήμερα ντροπιασμένη, ταπεινωμένη και εξουθενωμένη βασιλεία, η οποία γίνεται έρμαιο του ασεβούς τυράννου. Τέταρτον, στερούμεθα τις προσφιλείς γυναίκες και τα παιδιά μας και τους συγγενείς μας.
Ο Παλαιολόγος μπροστά στα τείχη της Πόληςέργο του λαϊκού ζωγράφου θεόφιλου
Ο αλιτήριος αυτός αμιράς έχει πενήντα εφτά ημέρες αφότου ήρθε, και μας πολιορκεί και μας πολεμάει νυχθημερόν, με κάθε τέχνασμα και με όλη του την ισχύ. Χάρη στον παντεπόπτη Χριστό και Κύριό μας, διώχτηκε ντροπιασμένος κακήν κακώς πολλές φορές ως τώρα από τα τείχη. Μη δειλιάσετε και τώρα, αδερφοί, επειδή το τείχος έπεσε σε μερικά μέρη από τα βλήματα και τις εκπυρσοκροτήσεις των τηλεβόλων, γιατί, όπως και εσείς βλέπετε, όπως μπορούσαμε το διορθώσαμε.
Εμείς κάθε ελπίδα μας τη στηρίζουμε στην ακαταμάχητη δύναμη του Θεού. Αυτοί έχουν πλήθος όπλα και στρατό και ιππικό, αλλά εμείς έχουμε πίστη στο όνομα του Κυρίου και σωτήρα και, δεύτερον, στα χέρια μας και τη δύναμή μας, που μας χάρισε η θεία πρόνοια. Ξέρω ότι αυτό το αναρίθμητο μπουλούκι των εχθρών, καθώς είναι η συνήθειά τους, θα βαδίσει εναντίον μας με βαναυσότητα και με έπαρση, με πολύ θράσος και βία, για να μας συνθλίψουν, λόγω του ολιγάριθμου της παράταξής μας, και να μας καταπονήσουν με την κούραση, και με φωνές πολλές και ισχυρές να μας φοβίσουν. Τις φλυαρίες τους αυτές τις ξέρετε καλά και δεν είναι ανάγκη να μιλήσουμε γι’ αυτές. Και σε λίγη ώρα θα τα κάνουν όλα αυτά, και θα πετάξουν πάνω μας σαν άμμο της θάλασσας αναρίθμητες πέτρες, βέλη και βλήματα. Ελπίζω να μη μας βλάψουν με αυτά, γιατί βλέποντάς σας χαίρομαι πολύ και τρέφω τη σκέψη μου με ελπίδες σαν κι αυτή, δηλαδή πως, αν και είμαστε λίγοι, είμαστε ωστόσο πολύ επιδέξιοι, επιτήδειοι, ρωμαλέοι, δυνατοί, ικανοί για μεγάλα έργα, και καλά προπαρασκευασμένοι. Με τις ασπίδες σας καλύπτετε καλά τα κεφάλια σας στις συμπλοκές και τις συρράξεις. Το δεξί σας χέρι, που κρατάει τη ρομφαία, να είναι πάντοτε μακρύ. Οι περικεφαλαίες σας, οι θώρακες και η σιδερέ νια πανοπλία σας είναι πολύ ικανά, όπως και τα άλλα σας όπλα, και στη συμπλοκή θα σας εξυπηρετήσουν πολύ. Οι αντίπαλοι ούτε έχουν τέτοια ούτε γνωρίζουν να τα χρησιμοποιούν. Εσείς είσαστε, επίσης, προστατευμένοι πίσω από τα τείχη, και οι απροστάτευτοι δύσκολα προχωρούν. Γι’ αυτό γίνετε μαχητές έτοιμοι, ισχυροί και μεγαλόψυχοι, για όνομα του Θεού.
Η Άλωση της Πόλης
Μιμηθείτε τους λίγους ελέφαντες των αρχαίων Καρχηδονίων, που μόνο με τη φωνή και την όψη τους έτρεψαν σε φυγή μέγα πλήθος ρωμαϊκού ιππικού. Και αν είχαν τη δύναμη να τρέψουν σε φυγή ζώα χωρίς λογική, πόσο μάλλον εμείς που είμαστε κύριοι των ζώων· αυτοί που έρχονται να μας αντιπαραταχθούν σαν ζώα χωρίς λογική, είναι χειρότεροι απ’ αυτά. Τα δόρατά μας, οι ρομφαίες μας, τα τόξα μας και τα ακόντιά μας θα στραφούν εναντίον τους. Και φανταστείτε πως παίρνετε μέρος σε κυνήγι αγριόχοιρων, για να καταλάβουν οι ασεβείς ότι δεν αντιμάχονται με ζώα χωρίς λογική, όπως είναι αυτοί, αλλά με άρχοντες, και αφέντες τους, και απογόνους των Ελλήνων και των Ρωμαίων.
Ξέρετε καλά πως ο ασεβέστατος αυτός αμιράς και εχθρός της αγίας μας πίστης, χωρίς καμιά δικαιολογημένη αιτία, καταπάτησε την ειρήνη που είχαμε και αθέτησε τους πολλούς του όρκους χωρίς να λογαριάζει τίποτε· φτάνοντας ξαφνικά εδώ έστησε οχυρό στο στενό του Ασωμάτου, για να μπορεί να μας βλάπτει κάθε μέρα. Τα χωράφια μας, τους κήπους μας, τα οικογενειακά μας καταφύγια, τα σπίτια μας τα έχει κιόλας πυρπολήσει. Τους αδερφούς μας τους Χριστιανούς, όσους βρήκε, τους θανάτωσε και τους αιχμαλώτισε. Διέλυσε τη φιλία μας και έπιασε φιλίες με τους κατοίκους του Γαλατά, και αυτοί χαίρονται, μη γνωρίζοντας και αυτοί οι ταλαίπωροι το μύθο του παιδιού του γεωργού, που έψηνε σαλιγκάρια και είπε “ω ανόητα ζώα” και τα λοιπά.

Ήρθε λοιπόν, αδερφοί, και μας απέκλεισε, και κάθε μέρα έχει ανοιχτό το αχανές στόμα του για να βρει ευκαιρία να μας καταπιεί, εμάς και την Πόλη που έκτισε ο τρισμακάριστος και μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος, και την αφιέρωσε στην πάναγνη και αειπάρθενη δέσποινά μας, τη Θεοτόκο· και τη χάρισε σ’ εκείνη, ώστε να είναι Κυρία της Πόλεως, αλλά και σύμμαχός της και σκέπη της πατρίδας μας και καταφύγιο των χριστιανών, ελπίδα και χαρά όλων των Ελλήνων, το καύχημα όλων που ζουν κάτω από τον ήλιο. Και αυτός ο ασεβέστατος την άλλοτε περιφανή και ζωηρή σαν ρόδο του αγρού Πόλη θέλει να την υπαγάγει υπό την εξουσία του.
Αφού η αυτοκρατορία μας υποδούλωσε, μπορώ να πω, σχεδόν όλη την υφήλιο, και υπόταξε κάτω από τα πόδια της τον Πόντο, την Αρμενία, την Περσία, την Παφλαγονία, Αμαζόνες και Καππαδοκία, Γαλατία και Μηδία, Κολχούς και Ίβηρες, Βοσποριανούς και Αλβανούς, Συρία και Κιλικία και Μεσοποταμία, Φοινίκη και Παλαιστίνη, Αραβία και Ιουδαία, Βακτριανούς και ΣκύΘες, Μακεδονία και Θεσσαλία, Ελλάδα, Βοιωτία και Λοκρούς και Αιτωλούς, Ακαρνανία, Αχαΐα και Πελοπόννησο, Ήπειρο και Ιλλυρικό, τους Λυχνίτες κοντά στην Αδριατική, Ιταλία, Τοσκάνη, Κέλτες και Κελτογαλάτες, Ιβηρία ως τα Γάδειρα, Λιβύη και Μαυριτανία και Μαυρουσία, Αιθιοπία, Βελέδες Σκούδη, Νουμιδία και Αφρική και Αίγυπτο, Τώρα σκέφτεται αυτός να μας υποδουλώσει, και την Πόλη που κυριαρχεί στον κόσμο να την υποτάξει σε ζυγό και δουλεία, και τις άγιες εκκλησίες μας, όπου προσκυνούνταν η αγία Τριάδα και δοξολογούνταν ο Θεός, και όπου οι άγγελοι ακούγονταν να υμνούν τη Θεία και ένσαρκη πρόνοια του Λόγου του Θεού, Θέλει να τις κάνει προσκύνημα της δικής του βλασφημίας και του ανόητου ψευδοπροφήτη του Μωάμεθ, και στάβλο για άλογα και καμήλες.
Λοιπόν, αδερφοί και συμμαχητές, θυμηθείτε όλα αυτά, για να μνημονεύουν τη δόξα σας και την ελευθεροφροσύνη σας αιώνια».
Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 1453
από γαλλική μινιατούρα της Βιβλιοθήκης του Παρισιού.
Στράφηκε τότε στους Ενετούς, που στέκονταν προς τα δεξιά και τους είπε: «Ευγενείς Ενετοί, αγαπημένοι αδερφοί μας εν Χριστώ τω Θεώ, άνδρες ισχυροί και δυνατοί στρατιώτες και δόκιμοι στους πολέμους, εσείς που με τις αστραφτερές σας ρομφαίες θανατώσατε πολλές φορές πλήθος Αγαρηνών, και το αίμα τους έτρεξε από τα χέρια σας σαν ποτάμι, σας παρακαλώ σήμερα την πόλη τούτη, που βρίσκεται σε τόση συμφορά πολέμου, να την υπερασπιστείτε ολόψυχα. Γνωρίζετε πως πάντα την είχατε δεύτερη πατρίδα σας και μητέρα σας. Σας λέω λοιπόν άλλη μια φορά, και σας παρακαλώ, αυτή την ώρα να ενεργήσετε ως φίλοι της πίστης, ομόθρησκοι και αδερφοί».
Κατόπιν, γυρίζοντας προς τα αριστερά, λέει στους Γενουάτες: «Ω Γενουάτες, αδερφοί εντιμότατοι, άντρες πολεμιστές και μεγαλόκαρδοι και φημισμένοι, ξέρετε καλά και καταλαβαίνετε ότι η δυστυχισμένη αυτή πόλη δεν ήταν πάντοτε μόνο δική μου, αλλά και δική σας, για πολλές αιτίες. Εσείς μας βοηθήσατε πολλές φορές πρόθυμα, και με τη δική σας συνδρομή σώθηκε από τους Αγαρηνούς εχθρούς. Τώρα πάλι έφτασε ο καιρός να δείξετε, βοηθώντας την, την αγάπη σας εν Χριστώ, την ανδρεία σας και τη γενναιότητά σας».
Και γενικά, αφού στράφηκε προς όλους, είπε: «Δεν έχω καιρό να πω περισσότερα· μοναχά το ταπεινωμένο σκήπτρο μου το αναθέτω στα χέρια σας, για να το διαφυλάξετε με προθυμία. Σας παρακαλώ ακόμα, και ζητώ την αγάπη σας, να είστε πειθαρχικοί στους στρατηγούς σας, τους δημάρχους και τους εκατόνταρχους, ο καθένας κατά την τάξη του, τη θέση του και την υπηρεσία του.
Να ξέρετε τούτο: αν από μέσα από την καρδιά σας φυλάξετε τις εντολές μου, ελπίζω στο Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του. Δεύτερον, σας περιμένει στον ουρανό το αδαμάντινο στεφάνι, και η μνήμη σας θα είναι αιώνια και άξια στον κόσμο».
Με αυτά τελείωσε τη δημηγορία του, ευχαριστώντας με δάκρυα και στεναγμούς το Θεό, ενώ όλοι, με ένα στόμα, του αποκρίνονταν με δάκρυα λέγοντας: «θα πεθάνουμε για την πίστη του Χριστού και την πατρίδα μας».
Τα άκουσε ο αυτοκράτωρ και, αφού τους ευχαρίστησε θερμά, υποσχόμενος πολλές δωρεές, τους είπε τέλος: «Λοιπόν, αδερφοί και συμμαχητές, να είσαστε έτοιμοι το πρωί. Με τη χάρη και την αρετή που μας δώρισε ο Θεός και με τη βοήθεια της Αγίας Τριάδος, στην οποία αναθέτουμε “την πάσαν ελπίδα μας”. Θα κάνουμε τον εχθρό να φύγει κακήν κακώς και ντροπιασμένος από εδώ»

Κυριακή, 9 Σεπτεμβρίου 2012
Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς ...Αρχίζει να ανασηκώνεται !

“Ο Τούρκος Στρατηγός είπε στο φίλο του Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς ειναι εδώ στα υπόγεια και αρχίζει να ανασηκώνεται
...Εσείς οι Έλληνες , δεν πιστεύετε στον θρύλο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά; ...Γιατί σήμερα οι Τούρκοι ψάχνουν στα υπόγεια της Αγιάς Σοφιάς για το Άγιο Δισκοπότηρο ;
!” Είπε ο Τούρκος στρατηγός, στον Έλληνα ομόλογό του :

Δεν λέτε και ξαναλέτε μεταξύ σας, πως βόλι εχθρού δεν τον άγγιξε ; Πως τον κατάπιε το μανιασμένο πλήθος των πορθητών της Πόλης ;
Αλλά πως τον τράβηξε η Παναγιά στην αγκαλιά της, για να τον κάνει Αθάνατο. Δεν είστε βέβαιοι πως ΖΕΙ Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ: Δεν είναι θρύλος. Ψεύτικη ελπίδα. Ονειροφαντασία. Είναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Δες και μόνος σου..>>
…”ΔΕΝ ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ, ουτε και πρόκειται να αλωθη.
Καθώς γράφουμε, ξεπηδά απο τα βάθη της μνήμης μας μια ιστορία, που αν δεν είναι αληθινή, τουλάχιστον θα μπορούσα να αποθανατίσει σαν θρύλος.
Μας την αφηγήθηκε, πριν μερικά χρόνια, προσωπικότητα αξιόλογη (τηρούμε την ανωνυμία της) και πάντως ούτε ευφάνταστη, ούτε παραμυθολογα.
Πριν μερικά χρόνια λοιπόν, λιγότερα απο μια δεκαετία, υπηρετούσαν, απ΄τη μια κι΄απο την άλλη πλευρά του Έβρου, στα σύνορα, που διαιρούν την Θράκη μας στα δυο, αντίστοιχα, Έλλην και Τούρκος στρατηγός.
Οι δυο ανδρες ειχαν συνδεθεί με στενή μεταξύ τους φιλία. Πολύς περισσότερο που ο Τούρκος στρατηγός, είχε σύζυγο Ελληνίδα.
Οταν έφθασε ο καιρός να μετατεθούν για αλλη υπηρεσία, προσκάλεσε ο Τούρκος τον Έλληνα συνάδελφο του.
“Τοσον καιρο”, του ειπε, “περασαμε ανέφελα μαζί. Οι διαφορές που έχουν οι δυο χώρες μας, μεταξύ τους, δεν επηρέασαν τη φιλία μας. Αλλά κι΄εμεις οι Τούρκοι θεωρούμε τη φιλία ιερή. Θα ήθελα αύριο το βράδυ να σου το αποδείξω.”
Την επόμενη, στις 10 ακριβώς, ο Έλλην επιβιβαζοταν στο ιδιωτικο αυτοκινητο του Τουρκου. Νυχτα αφεγγαρη ηταν.
Ερημικοι οι δρομοι. Ανοιχτη κι η λεωφορος ταχειας κυκλοφοριας προς την Πολη.
Κοντα μεσανυχτα πρεπει να πλησιασαν στις παρυφες της. Υπνος βαθυς ειχε καθηλωσει στα κρεβατια τους κατοικους της. Ησυχια στους δρομους.
Γρηγορος, ο οδηγος Τουρκος, μπηκε βγηκε απο στενα, απο περιπλεγμενα σαν κουβαρι καλντεριμια.
Νυχτα αφεγγαρη. Εσβησε τη μηχανη, σταματησε μπροστα σε καγκελοπορτα με γραφες στα Ελληνικα.
Ο γοργος ρυθμος, η αγωνια, η περιεργεια, δεν αφηναν στον Ελληνα περιθωρια να ψαξει, ουτε καν να προβληματισθει.
Ακολουθουσε τον Τουρκο πειθηνια, σαν αυτοματο, χωρις φοβο, με περισσια εμπιστοσυνη. Ουτε καν που του περασε απ’ το μυαλο, πως μπορουσαν να΄ναι και κακες οι προθεσεις του.
Σταθηκαν μπροστα σε διπλομανταλωμενη σιδερενια στενη θυρα. Εβγαλε κλειδι απ’ την τσεπη του ο Τουρκος. Ξεκλειδωσε. Ανοιξε. Υπογειο ηταν. Μουχλα ανεδιναν οι τοιχοι. Μουχλα και κλεισουρα. Λησμονια, καταχωνιασμενη στα εγκατα της γης. Περπατησαν κι οι δυο, σε διαδρομους, χωρις να σκονταφτουν. Τους βαραινε η σιωπη, η αναμονη. Που πηγαιναν, ετσι στα τυφλα ; Που κατευθυνονταν ; Αναστροφα στον χρονο. Σε ποιον χρονο ;Τον ανθρωπινο ή τον Θεικο;
Ο Τουρκος ηξερε. Αλλα δεν ηξερε ακομη ο Ελληνας. Δεν μπορουσε να δικαολογησει την περιπλανηση.
Μα ουτε και προφταινε να προβληματιστει. Ακολουθουσε. Με την βεβαιοτητα, πως η στιγμη ηταν μοναδικη. Πως δεν θα’ χε την ευκαιρια, ποτε ξανα, να την ξαναζησει. Ακολουθουσε. Ονειρευοταν αραγε ; Υπνοβατουσε;
Φτερωμενη η φαντασια του, αναπλαθε μονοπατια, που μονο σε ελαφρυ υπνο βαδιζει κανεις.
Ενα ηταν σιγουρο: δεν θα ξαναβρισκε ποτε τον δρομο. Δεν θα τον ξαναβρισκε χωρις οδηγο.
Ειχαν φθασει στο τερμα.
Θυρα και παλι αρματωμενη μπροστα τους. Βαρια σιωπη. Η σιγη της υστατης ωρας.
Που ηρθε να διακοψει μονο το τριξιμο της κλειδαριας. Το γκρινιασμα του σκουριασμενου σιδερου. Μισανοιξε η βαρια θυρα.
Ισχνο φως στο εσωτερικο. Υπερκοσμιο. Μυστηριακο. Υπογειο ; Μπουντρουμι ; Κενοταφιο;
Και τοτε, τοτε μονον μιλησε ο Τουρκος : “Εσεις οι Ελληνες, δεν πιστευετε στον θρυλο του Μαρμαρωμενου Βασιλια ; Δεν λετε και ξαναλετε μεταξυ σας, πως βολι εχθρου δεν τον αγγιξε ; Πως τον καταπιε το μανιασμενο πληθος των πορθητω της Πολης ; Αλλα πως τον τραβηξε η Παναγια στην αγκαλια της, για να τον κανει Αθανατο ; Δεν ειστε βεβαιοι πως ΖΕΙ Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ; Δεν ειναι θρυλος. Ψευτικη ελπιδα. Ονειροφαντασια. Ειναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Δες και μονος σου.”
Στο πατωμα, μισοανασηκωμενο στον ενα αγκωνα ο Ελληνας ειδε, ειδε με τα ματια του, τον ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ. ΑΝΑΣΗΚΩΜΕΝΟ.
Ριγος μεταφυσικο τον διαπερασε. Θολωσαν απ’ τα δακρυα τα ματια του. Θαμπωθηκε η οραση του.
Εκανε το σταυρο του. Μπροστα του, εκει, σε αποσταση ανασας, το ΘΑΥΜΑ.
Κι ηταν αυτος, ο τυχερος, που ειχε αξιωθει να το ζησει με τις αισθησεις του. Σε συγκεκριμενο χωρο και χρονο.
Πηχτη η σιωπη, σχεδον, κοβοταν με το μαχαιρι.
Μιλησε και παλι ο Τουρκος :
“Πριν μερικα χρονια κειτοταν στο εδαφος ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Τον τελευταιο καιρο αρχισε σιγα-σιγα ν’ ανασηκωνεται. Παμε.”
Ξανακλεισαν τη θυρα. Την ξανακλειδωσαν. Αντιστροφα βγηκαν μεχρι την αυλη απ’ τα υπογεια.
Ξαναπερασαν την καγκελλενια πορτα.
Δεν αφησαν πισω ιχνη απ’ τις πατημασιες τους. Κανεις δεν τους ειχε δει. Μπηκαν στο αυτοκινητο, πηραν το δρομο του γυρισμου.
Σιωπηλοι. Χωρις να ανταλλαξουν κουβεντα.
Δεν ειχε ακομη ξημερωσει οταν εφτασαν στον Εβρο. Προτου αποχωρισθουν, φιληθηκαν σταυρωτα. Το ποταμι κυλουσε ορμητικα προς το Αιγαιο.
“Γυριζει πισω το ποταμι”, μονολογησε ο Ελλην στρατηγος. “Γυριζει οταν το θελησει ο Θεος”.
Υπηρετησε αργοτερα στο Κεντρο.
Προτου αποστρατευθει θεωρησε υποχρεωση του ν’ αποκαλυψει το μεγαλο μυστικο στην προσωπικοτητα που μας το εμπιστευθηκε, κατονομαζοντας και τον στρατηγο, κατω απο το βλεμμα του Θεου και της Παναγιας. Καναμε και μεις τον σταυρο μας μουρμουριζοντας “Η ΠΟΛΙΣ ΔΕΝ ΕΑΛΩ”.
ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΗ
* Η Λαικη παραδοση λεει για τον Κωνσταντινο Παλαιολογο, στην πραγματικοτητα κανεις Αγιος και κανεις προφητης δεν μιλαει για Κωνσταντινο, ολοι οι προφητες μιλουν για Ιωαννη.
* Ο Ελληνας στρατηγος πεθανε τον Φεβρουαριο του 2001 πληρης ημερων. Εμεις μετα απο επισταμενη ερευνα, αναζητησαμε και βρηκαμε την αδελφη του στρατηγου και μας επιβεβαιωσε οτι η μοναδικη ευκαιρια που ειχε ο αδελφος της ηταν πραγματικοτητα, ειδε με τα ματια του τον Αυτοκρατορα Ιωαννη, γιατι ετσι εγραφε η επιγραφη πανω απο το κεφαλι.
Αναγράφεται στο τέλος ( σελ.21 ) από την Ελένη Κυπραίου, δημοσιογράφο -συγγραφέα :
Έρευνες για το χαμένο δισκοπότηρο ξεκίνησαν οι Τούρκοι!
 
Το κρυφό δωμάτιο από το οποίο σύμφωνα με το θρύλο διέφυγε ο ιερέας μετά λειτουργία της 29ης Μαΐου 1453, κατά την Άλωση της Πόλης και το οποίο βρίσκεται στις ανεξερεύνητες στοές στα έγκατα της Αγίας Σοφίας, ψάχνουν Τούρκοι αρχαιολόγοι.

Οι έρευνες συνεχίζονται αδιάκοπα από το 2009 όταν για πρώτη φορά μετά από αιώνες πάτησε πόδι ανθρώπου στις μυστικές υπόγειες στοές της Αγιάς Σοφιάς, αλλά μόλις πρόσφατα έγινε γνωστό ότι αναζητούν το δισκοπότηρο του θρύλου.
Τα μέχρι τώρα ευρήματα είναι εντυπωσιακά και έχουν τεράστια αρχαιολογική και ιστορική σημασία ωστόσο ο μεγάλος πόθος των Τούρκων ερευνητών είναι η ανακάλυψη ενός μυστικού δωματίου στο οποίο θρυλείται ότι βρίσκεται φυλαγμένο το δισκοπότηρο της μεγάλης εκκλησίας της Ορθοδοξίας.

Ο Κουτσί Ακιλί, μέλος της ομάδας των ερευνητών, πιστεύει πως σύντομα θα ανακαλύψουν πολύ σημαντικά, ιερά κειμήλια της χριστιανοσύνης καθώς και κυβερνητικά έγγραφα της εποχής του Βυζαντίου τα οποία καταγράφουν ακριβή στοιχεία για τον πληθυσμό και τις συνθήκες ζωής στην Αυτοκρατορία.
«Αυτό το δωμάτιο δεν μπορεί να είναι μακριά, είναι κάπου εκεί. Και όταν ανακαλυφθεί, πολύ πιθανόν μέσα σε αυτό να βρίσκονται πολλά σημαντικά, ιερά κειμήλια της χριστιανοσύνης», λέει ο Κουτσί Ακιλί και υπογραμμίζει ότι το κρυφό δωμάτιο μέσα στις διαδαλώδεις στοές κάτω από την μγάλη εκκλησία είναι το πιο σημαντικό απ'όλα. Δεν αποκλείει μάλιστα μέσα σε αυτό το μυστικό δωμάτιο της Αγίας Σοφίας να βρίσκονται ακόμη και επιστημονικές έρευνες που έγιναν τα βυζαντινά χρόνια καταγράφοντας στοιχεία για τον πληθυσμό και τις συνθήκες ζωής του, αλλά και στρατιωτικά μυστικά, όπως η σύνθεση του "υγρού πυρός" που είχε τόσες φορές σώσει την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας από βαρβάρους εισβολείς.

Ετικέτες