Chaviaras Kyriacos - Χαβιαρας Κυριακος

Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Ὁ Διγενὴς κι ὁ Χάροντας


Καβάλλα πάει ὁ Χάροντας
τὸν Διγενῆ στὸν Ἅδη,
κι ἄλλους μαζί... Κλαίει, δέρνεται
τ᾿ ἀνθρώπινο κοπάδι.
Καὶ τοὺς κρατεῖ στοῦ ἀλόγου του
δεμένους στὰ καπούλια,
τῆς λεβεντιᾶς τὸν ἄνεμο,
τῆς ὀμορφιᾶς τὴν πούλια.
Καὶ σὰ νὰ μὴν τὸν πάτησε
τοῦ Χάρου τὸ ποδάρι
ὁ Ἀκρίτας μόνο ἀτάραχα
κοιτάει τὸν καβαλλάρη.
«Ὁ Ἀκρίτας εἶμαι, Χάροντα
δὲν περνῶ μὲ τὰ χρόνια.
Μ᾿ ἄγγιξες καὶ δὲ μ᾿ ἔνοιωσες
στὰ μαρμαρένια ἁλώνια;
Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀκατάλυτη
ψυχὴ τῶν Σαλαμίνων,
στὴν Ἑφτάλοφην ἔφερα
τὸ σπαθὶ τῶν Ἑλλήνων.
Δὲ χάνομαι στὰ Τάρταρα,
μονάχα ξαποσταίνω,
στὴ ζωὴ ξαναφαίνομαι
καὶ λαοὺς ἀνασταίνω!»

Κωστής Παλαμάς
------------------------------------------------------------------------

 "Ὁ Διγενὴς κι ὁ Χάροντας"    πίνακας του Δημήτρη Σκουρτέλη


«Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάζει» 
Ποιος δεν ξέρει αυτόν εδώ τον στίχο; Για τον πιο αντρειωμένο από όλους τους άντρες, που κανείς δεν κατάφερε να τον νικήσει εκτός από τον ίδιο το θάνατο.
Ο Βασίλειος Διγενής ήταν Ακρίτας, φύλακας στα σύνορα του Βυζαντίου. Ήταν όμως τόσο δυνατός που ο θρύλος του ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα, μέσα από τους αιώνες και τραγουδιέται μέχρι και σήμερα. Στην Κύπρο, που είναι ένα κομμάτι του ελληνισμού, υπάρχουν πάρα πολλές ιστορίες με τα κατορθώματα του Διγενή Ακρίτα όπως, η πέτρα του Ρωμιού, το κυνηγητό του Σαρακηνού στον Πενταδάκτηλο, οι έρωτες του με την Ρήγαινα κ.λ.π
Από μικρός φαινόταν ότι ήταν ξεχωριστός. Ενός έτους κρατούσε στο χέρι του σπαθί και δυο χρονών κοντάρι. Από τριών χρονών έμοιαζε ίδιος παλικάρι. Σπίτι δεν μπορούσε να τον σκεπάσει ούτε σπηλιά να τον χωρέσει. Τα ίδια τα βουνά δεν τον σταματούσαν. Ο Διγενής πάλεψε με άγρια θηρία, προστάτεψε τον λαό από το άδικο, πολέμησε με τους Σαρακηνούς. Ήταν ο φόβος για κάθε εχθρό και η παρηγοριά για κάθε αδύναμο κι αδικημένο. Ποτέ κανένας δεν κατάφερε να τον νικήσει.
Όμως ο Χάρος ζήλεψε βλέποντας όλη αυτήν την ανδρεία και θέλησε να τον πάρει. Αλλά ο Διγενής προκάλεσε το Χάρο σε μονομαχία. «Μόνο αν με νικήσεις θα σε αφήσω να πάρεις την ψυχή μου!». Και πάλεψαν, στα μαρμαρένια αλώνια. Τρεις μέρες κράτησε η μάχη. Όπου χτυπούσε ο Διγενής το αίμα έτρεχε σαν αυλάκι κι όπου χτυπούσε ο χάροντας το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι. Εννέα φορές ο Διγενής έριξε κάτω τον χάροντα. Κι έβλεπε εκείνος ότι δεν μπορούσε να τον νικήσει. Και θέλησε να τον ξεγελάσει. Του ζήτησε λοιπόν να σταματήσουν για λίγο τη μάχη, να ξεκουραστούν. Ο Διγενής το δέχτηκε. Ο Χάροντας όμως μεταμορφώθηκε σε αετό κι ανέβηκε ψηλά στο Θεό και του ζήτησε βοήθεια. Και ο Θεός συμφώνησε κι έστειλε αρρώστια στον Διγενή. Κι έτσι ο Διγενής νικήθηκε κι ο Χάροντας πήρε την ψυχή του.
Ο Διγενής είναι ένας γνήσιος λαϊκός ήρωας του ελληνισμού που μάχεται ολομόναχος ενάντια στο άδικο, στο σκοτάδι, στο κακό. Μάχεται περήφανα, σχεδόν ασυλλόγιστα, ακόμα και ενάντια στο θάνατο. Και τελικά υπακούει στο θέλημα του Θεού. 

Βασίλειος Διγενής Ακρίτας 

( Ο θάνατος του Διγενή )   


Ψυχομαχάει ο Διγενής κι η γης ανατρομάζει

Το μάθανε τρεις φίλοι του, τρεις μπιστεμένοι φίλοι
ένας του φέρνει κρυό νερό κι άλλος αφράτο μόσκο
κι ο τρίτος τον αντίψυχο να μην ψυχομαχήσει.
Στην τάβλα που καθόντανε κι οπού ψωμίν ετρώγαν
αθιβολή δεν είχανε κι αθιβολή ευρήκαν. 
-τρεις αντρειωμένοι ειμάστενε κι οι τρεις καλαντρειωμένοι
μα σαν τον άντρα που είδα χτες στου Δράκου το λιβάδι
χαρά τον που τον έσπερνε κι οπού τον κοιλοπόνα
Σα βράχος είν οι πλάτες του σαν κάστρο η κεφαλή του
και τα πλατιά τα στήθεια του τοίχος χορταριασμένος
Κάπως σαν τ' άκουσε ο νεκρός και βαριαναστενάζει¨:
-Φέρτε μου 'δω κρασί να πιώ, φέρτε ψωμί να φάω
και συ Γραμματικόπουλε, κατέβασ' το σπαθί μου
και το βαριό κοντάρι μου ν' αναστηθεί η καρδιά μου.
Κάνει τα χέρια βασταριό, αντρειώθη και σηκώθη.
Ντύνεται τσάκους δώδεκα και δίπλες δεκαπέντε 
               και χάλκινο πουκάμισο και πόσι* σιδερένιο                                 κι επήγε και τον εύρηκε στον κάμπο που κυνήγα
-Ποιός είσαι συ που κυνηγάς στου Δράκου το λιβάδι;
-Αφέντης μου και κύρης σου κι αφέντης τ αφεντός μου.
-Βάρει μου συ να σου βαρώ, κρούγε μου να σου κρούω!
Μια πρώτη του κατέβασε, μια δεύτερη του δίνει
το στόμα αίμα γιόμισε, του μάκρου τον ξαπλώνει
κι όλος ο κόσμος έτρεξε να ιδεί τον λαβωμένο
-Χαρά στον τον κειτάμενο, τον μισοπεθαμένο
χαρά σ' και σε τέτοιονε γιατρό, που νεκροθεραπεύει !

πόσι* = καπέλλο > κράνος

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα