Chaviaras Kyriacos - Χαβιαρας Κυριακος

Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Απομνημονεύματα Μακρυγιάννης Ιωάννης Bιβλίον Δ΄. 1843-1851


Bιβλίον Δ΄. 1843-1851

[ Kεφάλαιον πρώτον ]
Άνοιξε η Συνέλεψη κι’ άρχισε της εργασίες της. Όλοι οι Πρέσβες μέσα ο Λάγυνης με τους ανθρώπους της πρεσβείας του, ο Πισκατόρης, ο Πρόκενς της Αούστριας και οι άλλοι με τους οπαδούς τους. ’Ρεθίζουν αυτοί τους πληρεξουσίους και δεν τους αφίνουν ήσυχους· και φεύγοντας από την Συνέλεψη τους έχουν έτοιμον το τραπέζι, το βράδυ, λαμπρό, και σιαμπάνιες κι’ άλλα πιοτά. Είναι αλήθεια, της Ρουσσίας ο πρέσβυς ή άλλος από την ρούσσικη πρεσβεία δεν ζύγωσε εις την Συνέλεψη όσο οπού διαλύθη. Αφού μιλήθηκαν καμπόσα σοβαρά πράματα εις την Συνέλεψη, έλεπες από αυτούς κι’ από τους οπαδούς τους πολλοί φέρναν την Συνέλεψη άνου κάτου. Τότε μιλώ με τον Κριτζώτη, με τον Γρίβα, με τον Ίσκο κι’ άλλους, τους λέγω· «Αδελφοί, αν θέλωμεν να κάμωμεν νόμους στέρεους διά την πατρίδα μας και με ησυχία, πρώτο να ειπούμε του υπουργού του Πολέμου να μην κάμη καμμιά βαθμολογία όσο να τελειώση η Συνέλεψη. Τότε να διοριστή μια επιτροπή να δικιώση τους ανθρώπους, εκείνους οπού τους ανήκει. Τώρα να μείνη, να μην πέσουμε σε διχόνοια και φατριαστούμεν· και δεν θα γένουν κι’ άνθρωποι του Αγώνος· θα βάλη ο καθείς τους κόλακάς του και θα κάμωμεν ό,τι κάμαμεν ως τώρα· και θα διαιρεθούμεν. Πρώτο να κάμωμεν αυτό. Δεύτερον, να σας ειπώ· ο Καλλέργης τον διόρισε η Κυβέρνηση αρχηγόν όλων των στρατεμάτων της πρωτεύουσας. Εμείς να κάμωμεν μίαν φρουρά της Συνελέψεως από την Ρούμελη, από την Πελοπόννησο, από την Σπάρτη, από τα νησιά· να είναι πολίτες και στρατιωτικοί χίλιοι, δυο χιλιάδες, να γένη μια δύναμη εθνική κι’ ανεξάρτητη, να μην ’πηρεάζεται η Συνέλεψη από καμμιά φατρία, ούτε από ντόπιους, ούτε από ξένους. Και μη στοχάζεστε ότι θέλω να μπω αρχηγός· βάλτε όποιον θέλετε. Εγώ είμαι σύνφωνος και τον βοηθάγω και μ’ Αθηναίους, αν θελήση. Όμως αυτό να γένη, ότι είναι πολύ αναγκαίον να είναι δυναμωμένη η Συνέλεψη. Δεν θέλησε κανένας ν’ ακούση τίποτας από αυτά οπού τους είπα. Το ’μαθε ο υπουργός του Πολέμου κ’ έστειλε και με φώναξε και μου είπε αυτά να μη ματά τα ειπώ και ’ρεθίζονται οι πληρεξούσιοι. Άρχισε της βαθμολογίες και δεν άφησε κανέναν παραλυμένον οπού να μην τον βαθμολογήση από τους φίλους του κι’ αυτεινών, οπού τους μιλούσα πατριωτικά. Τότε άρχισαν οι διχόνοιες. Τότες, σαν είδαν οπού τους έλεγα αυτά διά να κάμωμεν πατριωτικά πράματα, καμπόσοι από αυτούς, κι’ ο Καλλεφουρνάς σύνφωνος, ήθελαν να κάμουν ταραχές κι’ αναρχίες εις την πρωτεύουσα. Ο κόσμος όλος μ’ υπολήπτετον, μ’ αγαπούσαν, ότι τους μιλούσα την αλήθεια και ήθελα την ασφάλεια τους και χάλαγα τα σκέδια εκεινών και την κακή τους θέληση. Τότε αυτείνοι, διά να με κατηγορήσουνε εις το κοινό, βάνουν εις τον τύπο ότι ο Μακρυγιάννης πήρε εικοσιπέντε χιλιάδες δραχμές, ο Μακρυγιάννης πήρε ένα κάρρο χρήματα ασημένιες ταμπακέλλες, από τους ξένους. Βλέπω αυτά, μιλώ εις την Συνέλεψη ο ’σαγγελέας να πιάση τον τυπογράφο να ιδούμεν ποιος μο ’δωσε αυτά τα πλούτη. Μίλησαν του ’σαγγελέως – κι’ αυτός σύντροφος αυτεινών. Έβαλαν εις τον τύπο ότ’ ήταν ψέματα όλα. Πήγα εις την Μεγαλειότη του τον Βασιλέα μας. Μου είπε ότι· «Είχες έναν όρκο με υπογραφές; – Είχα, του λέγω. – Να μου τον δώσης να ιδώ τους ανθρώπους. – Τι τους θέλεις να τους ιδής; – Να τους ξέρω, να τους βάλω εις ’πηρεσία. – Δεν τον δίνω τον όρκον. Εκείνοι οπού με μπιστεύτηκαν και μο ’δωσαν την υπογραφή τους ήξεραν ότι δεν θα της δώσω αλλουνού – τότε είμαι άτιμος άνθρωπος». Κ’ έφυγα.
     Αφού οι ξένοι κι’ όλοι οι οπαδοί τους μάθαν οπού οργάνιζα τόσα χρόνια το Κράτος κι’ όρκιζα τους ανθρώπους και τους έδενα με υπογραφές, τους κακοφάνη πολύ – διατί δεν βάργα τα τούμπανα να το μάθουν, να με βάλουν εις την τζελατίνα! Έμεινε μυστικόν και το ανασπάστηκαν όλοι οι Έλληνες και δεν έμεινε καμμιά επαρχία, ότι σε όλες ήταν άνθρωποι ορκισμένοι· κι’ έγεινε με την ευλογίαν του Θεού – και δι’ αυτό πικραίνεται τώρα ο Κωλέτης και η συντροφιά του, ότι δεν ήταν σαν το δικό του σύνταμα, να χυθούν τόσα αίματα και ν’ αφανιστούν οι κάτοικοι. Και βαίνουν τώρα εις τον τύπον ότι αγοράστηκα με κάρρα γιομάτα χρήματα, οπού δεν τα ’χει κι’ ο Βασιλέας τόσα χρήματα· και αν ξέρω παρόμοιον, του Θεού ψυχή να μη δώσω. Να γένω προδότης της πατρίδος μου και θρησκείας μου, οπού αφάνισα το σπίτι μου κι’ άφησα δυστυχισμένα τα παιδιά μου τόσα χρόνια – και θα γένω προδότης τώρα και πουλημένος!
     Αφού δεν μπόρεσαν να μου κάμουν τίποτας μ’ αυτά, σκεδιάζουν να γένη μια οχλαγωγία την νύχτα και να πάγω εγώ να την σβέσω, να με δολοφονήσουν. Μίαν ημέρα έρχεται ένας άνθρωπος εις το σπίτι μου και μου λέγει· «Θέλω κάτι θα σου ειπώ· ορκίσου να μη με προδώσης και χάνομαι». Ορκίστηκα. Μου λέγει· «Είσαι τίμιος άνθρωπος και δεν επιθυμώ να χαθής. Τούτες της ημέρες θα γένη μια οχλαγωγία, θα γένη την νύχτα· και θα πας να την ησυχάσης· και είμαστε πέντε πλερωμένοι να σε δολοφονήσωμεν. Είμαι κ’ ένας εγώ. Ούτε τους ανθρώπους σού προδίνω, ούτε εκείνους οπού μας βάλαν. Τούτον μόνον σου λέγω· αν γένη νύχτα είτε και ημέρα, να μην πας, ότι θα χαθής, και μου κακοφαίνεται». Εγώ το πήρα ως παραμύθι. Σε έξι ημέρες ’νεργούνε του Ράλλη, του πρωτοϋπουργού περί της μεταβολής, και του κάνουν μπλόκο· μαζώχτη όλος ο λαός και του αφάνισαν το σπίτι απόξω πετάγοντας πέτρες την νύχτα. Τότε μου παραγγέλνουν να πάγω να σβέσω το κακό. Δεν πήγα. Μου παράγγειλαν πολλές φορές, δεν πήγα. Λυπήθηκα τον άνθρωπον κι’ έστειλα τον Γιάννη Κώστα, και τον έσωσε. Και τον έχω φίλο ως σήμερα.
     Οι μεγάλοι μας οι πολιτικοί δεν επιθυμούν ποτές την ησυχίαν, κι’ όλο πατριωτισμόν με τα χείλη θυσιάζουν. Θέλουν εις την Συνέλεψη να κομματιάσουνε το Έθνος. Το ’καμαν αυτόχτονας κι’ ετερόχτονας. Και μια διχόνοια, οπού τηράγει ο ένας χριστιανός τον άλλον, οι μέσα με τους έξω, ως Τούρκους όταν τους πολεμούσαμεν. Αυτά ήταν έργα του κυρίου Κωλέτη και των αλλουνών – συνοημένοι και με τον Παλαμήδη και μ’ άλλους. Ήταν αυτά σκέδια των ξένων διά να μας λευτερώσουνε, και καταξοχή των ευεργέτων μας Άγγλων· είχαν τόσα στρατέματα εις τους Κορφούς έτοιμα και γύρευαν όλο τοιούτες διαίρεσες, να πιαστούμεν αναμεταξύ μας, να ’ρθουν να μας λευτερώσουν με τα στρατέματά τους κι’ εμάς και τον Βασιλέα. Κι’ άλλα λένε εκεινού, άλλα εμάς· και με την παραμικρή τρέλλα αναμεταξύ τους να κάμουν απόβαση. Ενήργησαν πρώτα με το κεφάλαιον της θρησκείας – εκόπηκαν όλοι οι οπαδοί των ξένων· του κάκου κοπιάσαν. Ύστερα από μεγάλες συζήτησες λέγει ο Μεταξάς να το βάλωμεν εις την ψηφοφορία. Τότε οι ευλογημένοι πληρεξούσιοι είπαν πανψηφεί. Και φαρμακώθηκαν όλοι. Ο Καλλέργης, οπού ήταν αρχηγός εις τα πάντα με την συντρομή των Πρέσβεων – πήρε και καμμιά ογδοηνταριά χιλιάδες δραχμές από την Κυβέρνηση – γύρισε με τους ξένους κι’ αστόχησε την Τρίτη Σεπτεβρίου. Γύρισε αυτός κι’ ο Λόντος κι’ άλλοι. Συχνές συναστροφές και τραπέζια. Θέλουν να τον βάλουν και φρούραρχον της Συνέλεψης – και διά να ’πιτύχουν αυτό αφανίστηκαν εις τα τραπέζια οι Πρέσβες κάνοντας των πληρεξουσίων. Μίαν ημέρα ο φίλος του Καλλέργη και των Πρέσβεων ο Πετζάλης, πληρεξούσιος από την Χαλκίδα, σύντροφος του Κριτζώτη, κάνει έναν λόγον εις το βήμα και προτείνει ότι όποια συζήτηση είναι εις την Συνέλεψη διά τα πράματα τα γενικά να είναι φανερή η ψηφοφορία· εις τα προσωπικά ζητήματα να είναι μυστική. Παραδεχτήκαμεν όλοι την πρότασή του. Την άλλη ημέρα πάλε κάνει έναν λόγον κι’ εγκωμιάζει τον Καλλέργη διά της αρετές του και της ’πηρεσίες του προς την πατρίδα, και δι’ αυτά όλα να τον διορίσουνε φρούραρχον της Συνελέψεως. Παραδέχτη κι’ έγινε. Ο Γρίβας, ο Κριτζώτης και οι άλλοι στρατιωτικοί κολακεύονταν από τον Καλλέργη και ήταν αναντίοι εμένα. Και διά ’κείνο δεν δέχτη κανένας από αυτούς όσα τους μίλησα διά να κάμωμεν φρουρά εθνική απ’ ούλο το κράτος. Κι’ αυτό έμαθε η Κυβέρνηση κ’ έπεσα εις την οργή της.
     Ο γέρο Πανούτζος Νοταράς, αξιοσέβαστος άνθρωπος, ήταν Πρόεδρος της Συνελέψεως· και πάντοτες εις της Συνέλεψες ήταν πρόεδρος. Τότε ήταν νεώτερος κ’ έκανε αυτά τα χρέη· τώρα τον φορτώθηκαν τα γερατειά και δεν μπορεί. Ζητούνε αυτείνη την θέση πολλοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί – κι’ ο Γρίβας κι’ ο Κριτζώτης· και θέλουν και την συντρομή του Καλλέργη, ότι κι’ αυτείνοι βόηθησαν κ’ έγινε φρούραρχος. Την θέλει την θέσιν του προέδρου ο Κωλέτης, ο Μαυροκορδάτος, ο Λόντος, ο Μεταξάς, ο Παλαμήδης κι’ άλλοι πολλοί τοιούτοι. Εγώ, όταν πρωτοσυνάχτηκαν οι πληρεξούσιοι εδώ, ήταν και πολλοί από ’κείνους οπού ’χα εις τον όρκον· αυτεινούς κι’ άλλους οπού τους είχα ’μπιστοσύνη, τους σύναζα και τρώγαμεν εις το σπίτι μου· και τους μιλούσα πατριωτικά και φρόνιμα – «τώρα είναι εις το χέρι των αγαθών πατριώτων, να ’μαστε σύνφωνοι, να κάμωμεν πατριωτικά πράματα». Έφκειασα κ’ έναν νέον όρκον και τον υπόγραψαν καμμιά εικοσιπενταριά· και ήμαστε σύνφωνοι. Τότε διά τον πρόεδρον όσοι είχαν αυτείνη την επιθυμίαν ήρθαν εις το σπίτι μου να τους συντρέξω. Στοχάστηκα, να βγάλωμεν τον Πρόεδρο τον γέρο Νοταρά κι’ ατιμία κι’ άδικον· να μείνη, δεν αξίζει. Να μπη ένας, θα φέρωμεν διχόνοιες – να μπούνε τέσσεροι αντιπρόεδροι και οι καλύτεροι· κι’ έχοντας αυτείνοι την φιλία των ξένων, να μη γένωνται αντενέργειες από αυτούς και διγαίρεσες αναμεταξύ μας. Έκρινα εύλογον να μπη ο Μεταξάς, ο Μαυροκορδάτος, ο Λόντος κι’ ο Κωλέτης, δυο Σεπτεβριανοί και οι άλλοι δυο· και να μείνη κι’ ο Πανούτζος εις την θέση του. Μίλησα με καμπόσους από τους φίλους μου, τους άρεσε αυτό. Σηκώθηκα την αυγή πήγα εις τον Πρωτοϋπουργό Μεταξά· τους ηύρα αυτούς όλους καταλυπημένους, ότι έμαθαν αυτεινής της θέσης βήκαν πολλοί μουστερήδες και δεν θα ’πιτύχη κανένας από τους δικούς τους. Τους είπα την γνώμη μου να γένουν οι τέσσεροι και να μείνη κι’ ο Πανούτζος. Κι’ αν το δέχωνται, να μου δώσουνε και τον λόγον της τιμής τους ότι θα ενωθούν και οι τέσσεροι και θα τηράνε τα συνφέροντα της πατρίδος μας κι’ όχι τα ξένα. «Αυτό γένεται, μου είπαν· όμως δεν θα ’πιτύχωμεν, ότι διαίρεσαν τους πληρεξουσίους ο Κριτζώτης κι’ ο Γρίβας και οι άλλοι. – Εγώ το παίρνω απάνου μου, τους είπα, και θα μιλήσω φανερά και θα προτείνω τα ’νόματά σας· κ’ εσείς εις την Συνέλεψη, αφού μιλήσω εγώ πρώτα, να υποσκεθήτε ότ’ είστε κ’ οι τέσσεροι μονοιασμένοι». Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό, και σηκωθήκαμεν και πήγαμεν εις την Συνέλεψη. Ζήτησα ο πρώτος τον λόγον από τον Πρόεδρο και λέγω· «Συναδελφοί κύριοι πληρεξούσιοι! Ο αξιοσέβαστος Πρόεδρος πάντοτες ’στον καιρό της επανάστασής μας διά της αρετές του ετιμήθη από την πατρίδα μ’ αυτείνη την θέση του Προέδρου· αλλά τότε ήταν νεώτερος και υπόφερνε τους κόπους· τώρα είναι πολύ γέρων και η θέση αυτείνη θέλει εργασία. Διά τούτο προτείνω να μείνη εις την θέση του, αλλά να γένουν και τέσσεροι αντιπροέδροι. Κρίνω εύλογον – λέγω την γνώμη μου – να μπουν οι κύριοι Μαυροκορδάτος, ο Κωλέτης, ο Μεταξάς και ο Λόντος». Τότε σηκώνεται ο Πετζάλης και μ’ αντιπολεμεί· ότ’ είχε νιτερέσιον με τους άλλους και ’νεργούσαν μυστική την ψηφοφορία. Και είπε ότι αυτά είναι πρόσωπα κι’ αποφασίστη να είναι μυστική η ψηφοφορία. Τότε πήρα τον λόγο πίσου και του αντιμίλησα. Είπα· «Ο κύριος Πετζάλης το έκαμε· «δάσκαλε οπού δίδαχες και νόμον δεν εβάσταγες». Μόνος του έκαμε τον νόμον και μόνος του τον πάτησε. Εχτές με την πρόταση διά τον διορισμό του κυρίου Καλλέργη φρουράρχου της Συνελέψεως, όνομα προσώπου ήταν κι’ εκείνο καθώς ετούτα. Θα τον χτυπούσα εχτές, όμως να μην ειπήτε ότ’ είμαι αντίζηλος του κυρίου Καλλέργη σιώπησα. Έχει ένα προτέρημα ο Κύριος Πετζάλης, ότι είναι διπρόσωπος. Όποτε είναι πατριωτικά ζητήματα βγαίνει έξω και πίνει το τζιγάρο του· κι’ όταν είναι φατριαστικά και συνφέροντά του έρχεται και κάνει νόμους – και τους χαλάγει μόνος του, αλλά θέλει να τους φυλάξουν οι άλλοι». Τότε μίλησαν ο Μεταξάς, Μαυροκορδάτος, Κωλέτης και Λόντος πολλά διά την ένωσή τους χάριν της πατρίδος. Πήραμεν την πολυψηφία· και διορίστηκαν και οι τέσσεροι· κι’ ο Πανούτζος έμεινε εις την θέση του. Οχτώ ημέρες κάμαν μονοιασμένοι, και ύστερα πήρε καθείς τον δρόμο του και την φατρία του· και κατακομματιάστηκαν. Μαθαίνοντας αυτό λυπήθηκα πολύ. Διά να τους ενώσω πίσου κάνω ένα τραπέζι και τους παίρνω όλους και τους πληρεξούσιους οπού ήταν μαζί μου. Φάγαμεν· εις το τραπέζι απάνου με ήθελε ο καθένας με το μέρος του. Και τους άφησα όλους· και τους έπιασα οχτρούς. Και ηύρα τον διάβολό μου.
     Ο Παλαμήδης, ο Κριτζώτης, ο Γρίβας, Πετζάλης κι’ άλλοι προκομμένοι τράβαγαν ένα κόμμα· ήθελαν να γένη μια Βουλή, όχι Γερουσία. Κι’ αυτό δεν το ’καναν με ’λικρίνεια, αλλά να γένη αναρχία. Είχαν και με το μέρος τους ως τριάντα ψήφους απάνου κάτου. Πήγα μίαν ημέρα εις τον Βασιλέα, με ρώτησε τι γνώμη είμαι διά της Βουλές. Του είπα μια να γένη, ότ’ είναι φτωχό το έθνος και δεν υποφέρνει έξοδα. Μου είπε τα αίτια οπού δεν μπορούμεν να κάμωμεν με μία. Είχα ρωτήση και γνωστικούς κι’ αδιάφορους ανθρώπους και μου είπαν κι’ αυτείνοι τα ίδια. Εμείς οι δυστυχισμένοι δεν τα γνωρίζομεν αυτά. Τότε λέγω του Βασιλέα αν γένουν δυο, παραπάνου από δεκαπέντε γερουσιασταί να μην γένουν. Η Μεγαλειότης του έμεινε ως τους εικοσιέναν το πολύ. Ηύρα κι’ άλλους αδιάφορους, μίλησα δι’ αυτό, μου είπαν είναι καλό. Έκαμα μίαν έκθεσιν, την έβαλα εις τον τύπο και είπα την γνώμην μου. Έμεινε διά το παρόν αυτό, ότ’ ήταν άλλα ζητήματα.
     Αφού Παλαμήδης, Κριτζώτης, Γρίβας, Καλλεφουρνάς και οι άλλοι είχαν λίγους συντρόφους κ’ εγώ γγίχτηκα και με τους άλλους, μόνον με το Μεταξά μιλούσα και ήμαστε σύνφωνοι. Τότε μιλώ και με τον Κριτζώτη κι’ άλλους να πηγαίνωμεν σύνφωνοι όλοι πατριωτικώς και να μπορέσουμεν να λάβωμεν την πολυψηφία να τράμεν τα συνφέροντα της πατρίδος. Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό. Ήταν ένα ζήτημα μια ημέρα, μίλησα. Εκεί πήραμεν εκατόν ογδοήντα ψήφους· πήραμεν την πολυψηφία. Ακολουθήσαμεν αυτό καμπόσες ημέρες, και πάλε αυτείνοι το χάλασαν. Τραβήχτηκα κι’ από αυτούς.
     Αφού ο Καλλέργης έλαβε την φρουραρχίαν της Συνέλεψης και οι Αντιπρόεδροι έφυγαν από τον δρόμο τους, καταξοχή Μαυροκορδάτος, Λόντος και Κωλέτης – ήταν παιδιά των ξένων και πολύ κολάκευαν και τον Βασιλέα – παράλυσαν την Συνέλεψη. Μπαίναν άνθρωποι από το ακροατήριον, οδηγούσαν τους πληρεξούσιους και τους κατακομμάτιαζαν. Αφού τους ανακάτωναν αυτείνοι, μπήκαν και οι αξιωματικοί του Καλλέργη κι’ αρχίσανε να βρίζουν τους πληρεξούσιους και να τους κάνουν φοβερισμούς πολλούς. Κάτι θέλησε να κρίνη ο Κριτζώτης κι’ ο Γρίβας κι’ άλλοι, ρίχτη απάνου τους ο φίλος τους ο Καλλέργης κι’ άλλοι αξιωματικοί. Πήγα εκεί, τρόμαξα να τους ξεχωρίσω· όμως πολύ αναμμένοι ο Καλλέργης και οι συντρόφοι του οι αξιωματικοί. Άλλη φορά διάλυσε ο Πρόεδρος την Συνέλεψη και φύγαμεν όλοι αγαναχτισμένοι. Την άλλη ημέρα θα ’χαμεν καυγά. Ελέπετε ένα θόρυβο – ανακατώθηκαν όλοι οι κάτοικοι, άλλοι υπέρ κι’ άλλοι κατά. Το βράδυ έπεσα να κοιμηθώ, περνώντας τα μεσάνυχτα, όσο να φύγουν οι άνθρωποι από το σπίτι μου· κάνα δυο ώρες να φέξη, εκεί οπού κοιμώμουν, ακούω να μου λένε· «Σήκου, τι κοιμάσαι; Ότι δεν είστε καλά· κιντυνεύετε!» Ξύπνησα. Είπα η υποψία μού δίνει αυτές της παραλογίες. Ματακοιμήθηκα· πάλε το ίδιον. Πάλε κοιμήθηκα. ’Στο τρίτο μού δίνει έναν χτύπον, έτζι μου ’ρθε, μου λέγει· «Σήκου!» Τότε σηκώθηκα, φώναξα τα παιδιά, τους στρατιώτες οπού ’χα, τους λέγω· «Εσύ κ’ εσύ να πάτε να ειπήτε των ’πιτρόπων των εκκλησιών να ειπούνε των πολιτών καθείς εις την ενορία του να μην πάνε κανένας εις τα χτήματά τους ή ’σ άλλη τους δουλειά· να κάτζουν εις τα σπίτια τους με τ’ άρματά τους όλοι – να μη βγη κανένας έξω μ’ όπλα όσο να σας μιλήσω εγώ τι να κάμετε». Στέλνω άλλους εις τους πρωτοσιναφιτζήδες να μιλήση καθένας εις το σινάφι του να μην ανοίξουν τ’ αργαστήρια, μόνον της πόρτες· να ’χουν τ’ άρματά τους. Στέλνω άλλους εις τον Γρίβα και ’σ άλλους να συναχτούν ξημερώνοντας εις του Κριτζώτη το κονάκι όσο να πάγω κ’ εγώ. Πήγαν οι άνθρωποι παντού και μίλησαν· κι’ ακολούθησαν ό,τι τους παράγγειλα.
     Την αυγή πήγα ’στου Κριτζώτη· συνάχτηκαν όλοι. Άρχισε ο Γρίβας με τον Κριτζώτη να μου μιλούν αναντίον του Καλλέργη κι’ αξιωματικών του. Τότε τους λέγω· «Τι σας είπα εγώ διά να μην πάθωμεν αυτά; Σας είπα να κάμωμεν την φρουρά την εθνική και να βάλετε όποιον θέλετε από σας αρχηγόν. Εσείς υποπτευτήκετε να μην μπω εγώ, το είπετε του Λόντου και Καλλέργη και των αλλουνών και με πήραν ’στην οργή τους. Και γέλασαν κ’ εσάς κ’ έκαμαν τον Καλλέργη παντοδύναμον· το ’δωσαν και του δίνουν τόσα χρήματα καθεμερινώς – κάνει τώρα ό,τι θέλει. –Μου λένε, εμείς σε πήραμεν εις τον λαιμό μας. – Εμένα πήρετε εις τον λαιμό σας; Πήρετε την πατρίδα γενικώς και του λόγου σας· και πού θα καταντήσουμεν ο Θεός το ξέρει». Τότε τους είπα το σκέδιο οπού έκαμα· και παράγγειλα και του Γιάννη Κώστα κι’ άλλων αξιωματικών να συνάξουν όσους στρατιώτες είναι εις την πρωτεύουσα και φερμένοι από τ’ άλλο το κράτος, να ’χουν τα σπαθιά τους και της πιστιόλες τους κρυμμένες, και να μαζωχτούν εις την Συνέλεψη οπού είναι η βάρδια και καμμιά ’κοσαριά να πιάσουν άξαφνα τα σπίτια του Καρατάσιου, του Κολοκοτρώνη, του Μεταξά, του Λόντου, όσα σπίτια είναι κοντά εις την Συνέλεψη. Και να είναι μυστικό αυτό, από ’νας δυο αξιωματικοί να το ξέρουν – ο καθένας το σπίτι οπού θα πιάση. Τους είπα και στέκονταν όλοι καθένας εις το μέρος του. Είπα όλα αυτά αυτεινών και να πάρουν και οι άνθρωποί τους ολουνών τα σπαθιά τους και πιστιόλες τους και να είναι όλοι απόξω· κι’ όταν μπούμεν εις την Συνέλεψη και δώση αιτία ο Καλλέργης με τους συντρόφους του, άξαφνα οι δικοί μας να ριχτούνε εις την βάρδια να τους πάρουν τα όπλα τους και τότε να πιάση κι’ ο καθείς τα διορισμένα σπίτια· τους άρεσε το σκέδιόν μου. Τους είπα να πάμε όλοι εις το Μεταξά και να φωνάξη τον Μαυροκορδάτο, τον Κωλέτη, τον Λόντο, τον Καλλέργη κι’ από καμμιά δεκαριά πληρεξούσιους Ρούμελης, Πελοπόννησος και νησιών και να μιλήσουμε μ’ αυτούς· κι’ αν δεν συναγροικηθούμεν, ο Θεός ας τους το πλερώση. Μείναν σύνφωνοι και εις αυτό. «Ποιος θα κρίνη, τους είπα, αυτά; – να φαίνεται ότ’ έχομεν γνώση, να μη μας παίρνουν διά ζώα». Μου είπαν εγώ να κρίνω. Σηκωθήκαμε όλοι πήγαμε ’στο Μεταξά. Του είπα κ’ έστειλε και σύναξε όλους αυτούς. «Αδελφοί, τους είπα, εμείς συναχτήκαμεν να κάμωμεν ελεύτερη Συνέλεψη και φρόνιμη και πατριωτική, όχι φατριαστική και με ξένες θέλησες. Αν εις το εξής εσείς οι Αντιπρόεδροι βάλετε την Συνέλεψη σε τάξη, και οι ακροαταί να μην μπαίνη κανένας μέσα κι’ ο κύριος Καλλέργης να βγάλη όλους εκείνους τους αξιωματικούς, οπού διατίμησαν τους αντιπροσώπους της πατρίδος και βήκαν από τα χρέη τους τα στρατιωτικά, και να μη ματακολουθήσουν παρόμοια και διατιμιώμαστε από τους ξένους ανθρώπους, οπού ’ναι τόσοι ακροαταί, κι’ απ’ ούλους τους φρόνιμους – και διατιμιώμαστε κι’ εμείς και η πατρίδα μας θα ζημιωθή. Κι’ αν δεν γένουν αυτά, εμείς τραβιώμαστε, και ο αίτιος του κακού ας δώση λόγον εις τον Θεόν κι’ ο αθώος ας προσκαλεστή την βοήθεια του να μπη το δίκιον εις τον τόπο του. Και να δειχτούμεν με γενναιότητα αναμεταξύ μας». Αποκρίνεται ο γενναίος Καλλέργης, ο Σεπτεβριανός, ο σύντροφός μου ο ορκισμένος, και μου λέγει· «Έμαθα ότι όπλισες ανθρώπους και μέρασες και πολεμοφόδια, και θα πάρωμεν μέτρα εις αυτό». Του λέγει ο Γρίβας· «Είναι ψέματα» αυτά και συκοφαντίες αναντίον του Μακρυγιάννη». Του λέγω εγώ· «Είναι αληθινά αυτά οπού μου είπες, κι’ ο Γρίβας δεν σου λέγει την αλήθεια. – Διατί τα ’καμες; μου λέγει. – Τα ’καμα ότι είδα το φέρσιμο το δικό σου και των συντρόφωνέ σου εις την Συνέλεψη και κατάλαβα την θέλησή σας. Την Αθήνα δεν την καίτε και ν’ αλιμουργιαχτή δεν αφίνω εγώ. Ότ’ ήρθα νέος εδώ, εις τα 1822, και είμαι γέροντας τώρα. Και ήμουν μόνος μου όταν ήρθα, και τώρα έχω σπίτια και φαμελιά. Κι’ όλους τους Αθηναίους τους θεωρώ καλύτερα από τα παιδιά μου κι’ από το σπίτι μου· ότι μ’ είχαν αρχηγόν τους εις τον αγώνα της πατρίδος και σκοτωνόμαστε μαζί και πληγωνόμαστε. Αυτό σου είναι γνωστό· το είδες εις Περαία, οπού πλέγαμε εις το νερό και εις τους πάγους μ’ αυτούς. Μέσα τον κάμπο φκειάναμεν ταμπούρια και κολυμπούγαμεν νύχτα και ημέρα ανάμεσα των Τούρκων τα πόστα. Κ’ εσείς οι άλλοι ήσαστε εις τα ψηλώματα. Φαίνονται ως την σήμερον πού είναι τα πόστα μας. Κι’ από αυτά μείναμεν οι μισοί κι’ όσοι μείναμεν όλοι σάπιοι. Δι’ αυτό κι’ ότι και τώρα μ’ έχουν οι Αθηναίγοι πρόεδρο του Συβουλίου και μ’ έκαμαν και τώρα πάλε αρχηγόν τους και πληρεξούσιόν τους, θα φυλάξω αυτούς πρώτα και τα σπίτια τους και γενικώς την πατρίδα μου, όταν βλέπω ’διοτέλεια. Κι’ αν κάμετε όσα μιλήσαμεν· οι Αντιπρόεδροι να βάλουν την τάξη εις την Συνέλεψη κ’ εσύ να βγάλης τους αξιωματικούς προς ’κανοποίησιν των πληρεξουσίων, είμαστε φίλοι κι’ αδελφοί όπως πρώτα· ειδέ κάμετε ό,τι μπορήτε εσείς, κ’ εμείς είμαστε έτοιμοι να κάμωμεν ό,τι μπορέσωμεν». Τότε μίλησαν κ’ οι άλλοι. Και υποσκέθηκαν αυτά. Και τα ’νέργησαν. Και ήταν η καλή αρμονία αναμεταξύ μας. Και ξαναενώσαμεν την φιλία μας.
     Είδαν οι ξένοι και οι φίλοι τους ότι απέτυχαν κι’ από αυτό, ότι τους πείραξε πολύ το σαράντα άρθρο διά την θρησκείαν και η βάφτιση του διαδόχου – νιτερέσια μέραζαν ένας του αλλουνού. Εγώ απόταν έγινε η μεταβολή με προσκαλούσαν οι Πρέσβες να φάμεν και να μιλήσωμεν – ούτε ματαπάτησα ως την σήμερον, ούτε θέλω πατήση μ’ όλον οπού τους είχα φίλους και τους έκαμα τόσες φορές τραπέζια. Αν θέλουν αυτείνοι να ’χουν το δικό τους σπίτι, θέλομεν κ’ εμείς να φκειάσωμεν το δικό μας. Τώρα ο Μαυροκορδάτος, ο Κωλέτης, ο Λόντος, ο Καλλέργης και οι συντροφιές τους ενώθηκαν με τους Άγγλους, με τους Γάλλους και τους άλλους κι’ ως δυσαρεστημένοι από αυτείνη την μεταβολή ταμπουρώνονται αναμεταξύ τους και τάζουν και του Βασιλέα λαγούς με πετραχήλια – κι’ ανάθεμα και του θέλη κανένας το καλόν του. Ούτε οι ξένοι του θέλουν το καλό, ούτε οι συντρόφοι τους, αλλά του λένε λόγια της όρεξής του κι’ ελπίζει οπού τους έχει φίλους. Και τον ασκουντούνε ολημέρα εις τον γκρεμνόν. Και κακοσυσταίνουν τους Σεπτεβριανούς, όσοι μείναν και δεν πήγαν εις την βούλλα τους· αυτούς όλους τους κακοσυσταίνουν εις τον Βασιλέα κι’ αυλικούς και τους κάνουν ύποπτους και περισσότερον τον Μεταξά – τον γύμνωσαν κι’ από τους φίλους του πολιτικούς και στρατιωτικούς. Ότι κι’ αυτός από τα δυο του ποδάρια το ’να τ’ άφησε εις την Τρίτη Σεπτεβρίου και το άλλο εις τον Βασιλέα κι’ αδρασκελάγει – ούτε εις την Τρίτη Σεπτεβρίου σώνει με τα σωστά του, ούτε εις τον Βασιλέα. Όταν τραβάγη το ’να του ποδάρι να πάγη εις το ένα μέρος, τ’ άλλο ανεμένει εις τ’ άλλο μέρος· κ’ έτζι πουθενά δεν πηγαίνει να δώση τον λόγον της πίστεως, τι πιστεύει αληθινά. Κανένα μέρος από τα δυο δεν ξέρει ως την σήμερον πού τρέχει. Ο Θεός γνωρίζει των ανθρώπων της καρδιές· και οι άνθρωποι – γνωρίζει ένας του άλλου τα χείλη κι’ όχι την καρδιά. Όποιος βρίσκει κάνα ηύρεμα και δεν ξέρει τι αξίζει – όποιος τ’ αγοράση αυτό ξέρει την τιμήν του. Δι’ αυτείνη την μεταβολή είκοσι πέντε δραχμές ξόδιασε ο κύριος Μεταξάς. Είχα να στείλω έναν άνθρωπο να πάγη οπού ’ταν ανάγκη και το ’ταξα τρακόσες δραχμές και μο ’λειπαν πενήντα· και μο ’δωσε αυτός της είκοσι πέντε. Αυτείνη την θυσία έκαμεν· και του δώσαμεν έτοιμες και τιμές και δόξες και της μουτζώνει· και της αφίνει και παίρνει άλλον δρόμον. Και κιντυνεύομεν κ’ εμείς οι άλλοι Σεπτεβριανοί από τον χαραχτήρα αυτεινού.
     Μίαν ημέρα πήγα εις τον Κωλέτη να τον ιδώ, ότι ήρθε εις το σπίτι μου και δεν είχα πάγη. Εκεί ήταν πολλοί φίλοι του· κι’ ο Κουντουργιώτης. Μιλήσαμεν πολλά. Μου είπε ο κύριος Κωλέτης να ενωθούμεν. Του είπα· «Πολλές φορές αυτό το κάμαμεν και δεν τελεσφόρησε. Ξέρω την καρδιά σου διατί θέλεις την ένωσή μας. Τα είπαμεν πολλές φορές. Εγώ θέλω του σπιτιού μας τα κεραμίδια να σάσουμεν, να μην τρέχουν και πέση το σπίτι μας και μας πλακώση. Τα ξένα τα σπίτια τα ’χουν καλά σκεπασμένα οι νοικοκυραίοι τους και δεν παίρνει ο αγέρας τα κεραμίδια τους όσο σφοδρός και να είναι. Του δικού μας του σπιτιού τα κεραμίδια λίγος άνεμος να φυσήξη δεν αφίνει κανένα. Και έχει και κάτι μαστόρους – παίρνουν τα κεραμίδια και σκεπάζουν τα ξένα σπίτια». Ζύγωσε η ώρα να πάμεν εις την Συνέλεψη και μείναμεν σύνφωνοι να κολλήσωμεν εις το δωμάτιον, διαλώντας η Συνέλεψη, να μιλήσωμεν ο Κωλέτης, ο Κουντουργιώτης κι’ εγώ. Εις την Συνέλεψη πήγαν οι ομιλίες τους αυτεινών με τον Μεταξά πολύ ξεμακρυσμένες. Διαλύθη η Συνέλεψη· μου είπαν να πάγω απάνου. Τους είπα· «Σύρτε κ’ έρχομαι». Πήγαν αυτείνοι απάνου. Πήρα εγώ τον Μεταξά και πήγαμεν. Ηύραμεν απάνου και τους Πρέσβες, τον Λάγυνς, τον Πισκατόρη και Πρόκενς. Σα μ’ είδαν με τον Μεταξά δεν μο ’πιασαν ομιλίαν. Αρχινούνε όλοι αυτείνοι – ήρθε κι’ ο Μαυροκορδάτος· την γλώσσα δεν την καταλάβαινα. Βλέπω τον καϊμένον τον Μεταξά εις της ομιλίες του λυπημένον πολύ και θύμωνε. Μετά πολύ του λέγω· «Τι τρέχει; – Δεν τους αρέσουν καμπόσα πράματα. Δεν είναι της αρεσιάς τους και θα παρατηθώ, δεν υποφέρνω πλέον». Και τραβήχτη από ’μέναν και πήγε κ’ έπιασαν οπίσου την φιλονικίαν. Ύστερα τραβγιώνται και πάνε οι μισοί ’στην άλλη κάμαρη με τους Πρέσβες κ’ οι μισοί μείναν εκεί και φιλονικούσαν. Τους λέγω αυτεινών· «Ετούτο το Σύνταμα οπού αποχτήσαμεν δεν είναι ανθρώπινον έργον, είναι του Θεού, οπού αποφάσισε να λευτερώση αυτό το δυστυχισμένον έθνος από της αδικίες των εγωιστών. Εγώ έχω να σας ειπώ ότι πρέπει να κάμωμεν την Συνέλεψή μας ελεύτερη – εκείνο οπού είναι συνφέρον εις την πατρίδα μας. Και ξένες γνώμες πλέον δεν θ’ ακούσωμεν ότι δεν θα ξαναπέσωμεν εις τον χαμόν. Κι’ αν φαντάζεστε οπού ’στε δυνατοί εσείς οι μεγάλοι πολιτικοί κ’ εμείς αδύνατοι, θα κάμωμεν το χρέος μας κ’ εμείς οι αδύνατοι· κι’ αν χαθούμεν, ας χαθούμεν. Ότι μας έφαγαν πλέον οι ξένοι ως γλάροι. Και καλύτερα βάλτε την θέλησή σας εις ενέργεια μίαν ώρα αρχύτερα να μπούμεν σε καλόν δρόμον». Και σηκώθηκα κι’ έφυγα. Πήγα εις το σπίτι του Μεταξά κ’ έκατζα και τον περίμενα. Ήρθε αυτός θυμωμένος. Σε ολίγες ημέρες απαρατήθη· δεν μπόρεσε ν’ ανθέξη εις της αντενέργειες των αλλουνών.
     Το Σύνταμα εις την Συνέλεψη προβόδεψε σε όλα όσα ήταν αναγκαία. Τότε οι καλοθεληταί του Βασιλέως τυπώνουν εις το κεφάλι του να κάμη προσταφαίρεσες εις το Σύνταμα· και του κάνουν και νέον σκέδιον. Του Βασιλέα του πουλούσαν δούλεψη οι ξένοι κι’ αυτείνη η συντροφιά. Όξω εις το Κράτος διαδόθηκε ότι ο Βασιλέας θα χαλάση το Σύνταμα – οπού δεν θα ’μενε ποδάρι ούτε από τον Βασιλέα, ούτε από αυτεινούς τους ανθρώπους. Κι’ εμείς χαμπέρι δεν είχαμεν! Εγώ πρώτος, μα τ’ όνομα του Θεού, δεν είχα μάθη τίποτας από ’δω. Από της επαρχίες μο ’γραφαν ότι· «Αυτού κάτι θα γένη κ’ εσύ δεν μας γράφεις· κι’ αν είναι ανάγκη, να ’ρθωμεν με δύναμη». Εγώ τους έλεγα δεν είναι τίποτας. Κι’ από το μέρος αυτεινών κουβαλιώνταν εις την πρωτεύουσα· και τους έλεγαν οι επίβουλοι· «Μην ειπήτε του Μακρυγιάννη τίποτας, ότι τον αγόρασε ο Βασιλέας και πήρε τόσα χρήματα». Αφού έβαλα περιέργεια έμαθα αυτό, την προσταφαίρεση του Συντάματος και το νέον σκέδιον. Τότε σηκώνομαι και πάγω εις τον Βασιλέα. Του λέγω· « Τ’ είναι αυτό οπού κάνεις, Βασιλέα; Πώς απατήθης; Μία τρίχα να πειραχτή κιντυνεύεις και η Μεγαλειότη σου και το Κράτος κι’ όλοι. Αυτά είναι σκέδια φατριαστικά διά να σε βάλουν εις αυτό το παιγνίδι, να σ’ εκθέσουν. Να το τραβήσης πίσου, του λέγω, και να παρατηθής από αυτείνη την ιδέα. – Δεν μπορώ, μου λέγει, έγινε τώρα· δεν μπορώ να κάμω αλλοιώς». Πάσκισα πολύ, δεν στάθη τρόπος. Αφού είδα ότι επιμένει εις την γνώμη του, του λέγω· «Σαν θα κάμης προσταφαίρεση εις το Σύνταμα, εγώ δεν είμαι με την Μεγαλειότη σου. Ότι μ’ αυτείνη την προσταφαίρεση όσοι άνθρωποι είναι της μεταβολής είναι σε ριζικόν. Είμαι ένας κ’ εγώ από αυτούς. Σου έδωσα τον λόγον της τιμής μου, όταν παρουσιάστηκα και σου μίλησα πώς έγινε αυτείνη η μεταβολή· και σου είπα αυτό οπού υπόγραψες να το βαστάξης κ’ εγώ κι’ όλοι οι τίμιοι υπηκόοι σου πεθαίνομεν εις την πόρτα του παλατιού σου διά το νύχι της Μεγαλειότης σου. Ήταν κι’ ο Γαρδικιώτης παρών τότε οπού σου είπα αυτά. Τώρα δεν είμαι μαζί σου· και σου το λέγω πρωτύτερα να μην λες ότι σ’ απάτησα και να με λες άτιμον κι’ άπιστον». Μου λέγει η Μεγαλειότης του· «Είσαι ορκισμένος στρατιωτικός και δεν μπορείς να είσαι αναντίος μου. – Είμαι ως στρατιώτης ορκισμένος, όμως είμαι κ’ Έλληνας και θέλω να ζήσωμεν εγώ και οι πατριώτες μου με νόμους· και δεν σε απατώ. Η γνώμη μου είναι αυτείνη και να δώσουνε λόγο εις τον Θεόν εκείνοι οπού σε συβούλεψαν να κάμης αυτό – εχάθη και η πατρίδα και η Μεγαλειότη σου!» Τότε αναστέναξε μεγάλως και είπε· «Με πήραν εις τον λαιμό τους!» Εγώ τον λυπήθηκα πολύ, του είπα· «Βασιλέα μου, έχεις καιρό να το χαλάσης αυτό (και δάκρυσαν τα μάτια μου). Μη μας κιντυνεύεις και κιντυνέψης κ’ εσύ». Δεν στάθη τρόπος. Μου είπε να είμαι πιστός της Μεγαλειότης του. Του είπα και πάλε· «Δεν μπορώ να σε γελάσω, δεν είμαι». Κ’ έφυγα.
     Ήρθα εις το σπίτι μου και φωνάζω καμπόσους πληρεξούσιους από ’κείνους οπού ’χα ορκισμένους διά να είμαστε σύνφωνοι διά τα συνφέροντα της πατρίδος και θρησκείας μας. Τους λέγω· «Αύριο την αυγήν να συναχτήτε όλοι εδώ εις την σάλλα μου και θα φέρω έναν να του μιλήσω· κι’ όταν φωνάξω εγώ «φέρτε καφφέ», εσείς θα ξέρετε ότ’ είναι αυτός και θ’ αρχίσετε· «Τ’ είναι αυτά οπού θα γένουν προσταφαίρεσες του Συντάματος; Εδώ θα λυώσουμεν όλοι μ’ εκείνους οπού ’νεργούνε αυτά! Έχομεν τόσους ανθρώπους και θα λυώσουμεν όλοι! Και θα βάλωμεν φωτιά να γένη η Αθήνα γης Μαδιάμ». Και να με φωνάξετε κ’ εμένα και μ’ αγανάχτηση, τους είπα, να μου ειπήτε· «Κ’ εσύ συνφώνησες κ’ έγινες ένα μ’ αυτούς – κ’ εσύ θα προκόψης κι’ αυτείνοι οπού θέλουν να κάμουν αυτά!» Έστειλα και ήρθε ο Λάμπρο Νάκος, ότ’ είναι πολύ αγαπημένος του Βασιλέα και τον συβουλεύει πάντοτες και του λέγει και χαμπέρια. Ήρθε κι’ ακούγει αυτά και τρόμαξε. Του λέγω· «Σύρε ’πες της Μεγαλειότης του ότ’ ήρθες να πιούμεν τον καφφέ και ήμαστε οι δυο μας και τι έλεγαν οι πληρεξούσιοι· και τι μου είπαν κ’ εμένα». Και του είπα να πάγη και ’σ άλλες μεριές να διαδώση αυτό, ότ’ είμαστε χαμένοι· και να μιλήσουν κι’ αυτείνοι του Βασιλέα. Αφού πήγε και του τα είπε όλα του Βασιλέγα (και συχρόνως του μίλησαν και οι άλλοι), του λέγει ο Βασιλέας του Νάκου· «Σύρε να ειπής του Μακρυγιάννη –όμως αυτά οπού θα σου ειπώ πρώτα να τα ξέρη ο Θεός κ’ ύστερα εσύ κ’ εγώ κι’ ο Μακρυγιάννης, όχι άλλος· να είναι μυστικόν – να του ειπής να μην αλλάξη γνώμη και να βαστήση την ησυχία εις την πρωτεύουσα και εις την Συνέλεψη – κι’ απαρατιώμαι απ’ ούλα· δεν θα γένη ούτε τρίχα προσταφαίρεση». Τότε βαστάξαμεν την ησυχίαν όλ’ οι τίμιοι άνθρωποι και μέσα εις την Συνέλεψη κι’ έξω εις την πολιτεία. Κι’ όλοι οι πληρεξούσιοι συναχτήκαμεν και κάμαμεν μίαν μυστική συνεδρίαση και φιλονικήσαμεν πολλά. Ήρθε η Μεγαλειότης του εις την Συνέλεψη με μεγάλην παράταξιν και παραδέχτη όλα του Συντάματος κ’ υπόγραψε.1 Σαν έπεσα εις την οργή και των ξένων και των μεγάλων πολιτικών μας συντρόφων των Πρέσβεων, ότι δεν ήμουν σύνφωνος με της όρεξές τους και φατρίες τους, ενέργησαν όλοι να μη με κάμη κ’ εμένα ο Βασιλέας υποστράτηγον· αλλά ο Βασιλέας επίμενε κ’ είπε ότ’· «Είναι άδικο αυτό και δεν τον αδικώ». Και μ’ έκαμεν. Μαθαίνοντας εγώ την διάθεσίν τους, είπα ότι δεν θέλω προβιβασμό· και στανικώς του υπουργού – μ’ έβγιασε κ’ έφκειασα τα χαραχτηριστικά του υποστράτηγου. Πήγα και παρουσιάστηκα εις τον Βασιλέα και μου είπε ότι θα μ’ έκανε και ’πασπιστή του, όμως διά της πληγές του σώματός μου, οπού είμαι πάντοτες αστενής, να μην πάθω εις την ’πηρεσία, δι’ αυτό μ’ αφίνει. Τον ευκαρίστησα κ’ έφυγα.


ΣHMEIΩΣH

1. Θυμηθήτε το χρυσό πουλί οπού ’πιασα· οπού ’ταν νυστασμένο εις τον πλάτανο και το ’πιασα κι’ αφού είδα τα παιδιά το ’κρυψα εις την τζέπη μου. Και γλύτωσε από αυτόν τον κίντυνο το πουλί (ο Βασιλέας). Και διάλυσε την Συνέλεψη. Κ’ έδωσε τον Μεγαλόσταυρον του γέρο Πανούτζου. Έκαμε και τον Καλλέργη ’πασπιστή του κ’ υποστράτηγο.

[ Kεφάλαιον δεύτερον ]
Τους συντρόφους μας και παληκάρια τους Σεπτεβριανούς διά συντρομής...1 τους πήραν όλους ο Μαυροκορδάτος και η γενεά, ο Λάγυνς, Πισκατόρης, Πρόκενς και οι άλλοι. Μιλούν με τον Βασιλέα να κάμη πρωτοϋπουργόν τον Μαυροκορδάτο και να περιλάβη και τον Κωλέτη. Ο Κωλέτης δεν δέχτη – έχει αυτός πατριωτισμόν δι’ άλλη περίσταση· να μπη κι’ ο Μαυροκορδάτος με την συντροφιά του, να τζακιστή καθώς τζακίστη ο Μεταξάς· τότε αυτός απόξω με την συντροφιά του αρχινούν φατρίες αναντίον αυτεινών· τζακίζονται κι’ αυτείνοι και μπαίνει ο Κωλέτης κι’ αποδιορθώνει την πατρίδα. Μπήκε ο Μαυροκορδάτος πρωτοϋπουργός, της Οικονομίας και Ναυτικού, ο Α. Λόντος του Εσωτερκού, ο Ρόδιος του Στρατιωτικού, ο Τρικούπης του Εκκλησιαστικού, ο Λοντίδης της Δικαιοσύνης. Αφού εμπήκε η νέα κυβέρνηση από μίαν φατρία, άρχισαν οι άλλοι διά το καλό της πατρίδος και ’ρέθιζαν τους κατοίκους αναντίον της. Ήταν και καλοί πατριώτες οι ίδιοι αυτείνοι οπού μπήκαν, είχαν και τους άλλους αναντίους. Κι’ αφανίστη το Κράτος χερότερα από άλλες φορές.2
     Μπαίνοντας εις τα πράματα ο Μαυροκορδάτος και οι συντρόφοι του διάταξαν να γένουν οι πρώτες εκλογές των βουλευτών της πατρίδος διά να στερεωθούν νόμοι πατρικοί και να πάγη ομπρός η δυστυχισμένη και ματοκυλισμένη πατρίδα με τον Βασιλέα της, να σωθούν τα δεινά της. Να ’ρθουν αντιπρόσωποι του Έθνους, της μπιστοσύνης του και της εκλογής του, αυτό η Εκλαμπρότης του και η συντροφιά του δεν το θέλουν ούτε αυτείνοι, ούτε ο Λάγυνς, ούτε ο Πισκατόρης, ούτε ο Πρόκενς, αλλά θέλουν κοπέλια της συντροφιάς τους διά να προκόψουν την πατρίδα. Κάνει η Κυβέρνηση επέβασες παντού εις το Κράτος και χύθηκαν αίματα κι’ αφανίστη ο κόσμος – κ’ έδωσε και νέον παράδειγμα νέων εκλογών διά ν’ ακολουθούν και οι άλλες μ’ αυτόν τον πατριωτισμόν κι’ αρετή, διά να λέπη η πατρίδα και οι τίμιοι άνθρωποι τον όλεθρό τους. Και κατακομμάτιασαν τους ανθρώπους και τους διάγειραν· και σκοτώνεται αδελφός με τον αδελφόν και κυτάγεται ένας Έλληνας με τον άλλον όπως κύταγαν τους Τούρκους όταν τους πολεμούσαν. Και παντού θέλει να μπαίνη η Εκλαμπρότης του ο κύριος Μαυροκορδάτος, ν’ ακούγεται εις την Ευρώπη ότ’ είναι μέγας και πολύς· κι’ όλοι οι άνθρωποι όταν πίνουν νερό να ομώνουν εις τ’ όνομά του διά το καλό οπού έκαμεν εις την πατρίδα τους αυτός και οι όμοιοι του αρχή και τέλος – οπού την γύμνωσαν από ηθική, από θρησκεία, από πατριωτισμόν. Κατατρέχουν όσους τα ’χουν όλα αυτά κι’ αδελφώνονται με την κακία, με τον δόλο και με την απάτη.3
     Ο κύριος Μαυροκορδάτος αν μπόργε να κατορθώση να τον έκλεγε όλο το Κράτος βουλευτή, ήταν η μεγαλύτερή του ευκαρίστηση να μάθουν ο έξω κόσμος τι μεγάλον άντρα απόχτησε η Ελλάς, πόση αρετή θυσιάζει – και πρώτον υπουργό τον βάνουν και γενικόν βουλευτή (κι’ απαρατιώντας αυτός διορίζει να βάνουν οι κάτοικοι τους φίλους της μπιστοσύνης του διά να ’χη τα κλειδιά εις το χέρι και των μέσα σπιτιών και των έξω μεγάλων σπιτιών. Ότι αυτό το παράδειμα το ’δωσε κι’ ο Κυβερνήτης μας εις την Συνέλεψη του Άργους· ενήργησε με τους διοικητάς του και με τους ομόφρονάς του κι’ έγινε από το περισσότερον μέρος του Κράτους πληρεξούσιος. Κι’ ο κύριος Μαυροκορδάτος δεν θέλει ν’ αφήση αυτό το δικαίωμα – δεν θέλει να ξεφορτώση το σαμάρι από τα γαϊδούρια, οπού ’ρθε να τα λευτερώση αυτός και οι όμοιοι του). Τέλος πάντων διατάττει να γένουν οι εκλογές παντού – κι’ όσα θυσιαστούν κι’ όσοι άνθρωποι σκοτωθούν σε όλο το Κράτος, δεν πειράζει· αυτό οπού είπε αυτός και οι συντρόφοι του, αυτό να γένη! Γράφει κι’ ο υπουργός Λοντίδης Πατρινός εις την Πάτρα των ομοφρόνων του, των φίλωνέ του, και του λέγει· «Σκοτώστε, χαψώστε, ό,τι βίγια μπορήτε να κάμετε κάμετε, όμως εμένα να με βγάλετε βουλευτή σας χωρίς άλλο». Ποιους να σκοτώσουν; Τους συνπολίτες οι συνπολίτες! Πιάστη το γράμμα αυτό, το ήφεραν εδώ· τα ’μαθε κι’ ο Βασιλέας όλα αυτά. Και καθεμερινώς έρχονται οι κάτοικοι και σκούζουν και φωνάζουν δι’ αυτείνη την άνομην επέβασιν σε όλο το Κράτος, οπού ανοίχτηκαν κι’ ανοίγονται ολοένα νέοι τάφοι των αθώων Ελλήνων. Και διά να προκόψουν την πατρίδα και να σκοτώνονται οι άνθρωποι σαν τα σκυλιά σε όλο το Κράτος και να τους κομματιάσουνε και να τους βάλουν σε μεγάλη διχόνοιαν κι’ αντιζηλία, έκαμαν πλήθος αξιωματικούς και μέρασαν χιλιάδες αριστεία – και τότε έπεσε η μεγαλύτερη διχόνοια αναμεταξύ των ανθρώπων. Ότι οι καλύτεροι, οπού ’χουν και δικαιώματα, αδικιώνται· εκείνοι οπού δεν έχουν δικαιώματα λαβαίνουν. Και γεννήθη η διχόνοια· και ξέκλησαν τους κατοίκους σε όλο το Κράτος κι’ αφάνισαν και της ’διοχτησίες, κόβοντας τα δέντρα ένας του άλλου και τ’ αμπέλια τους και σκοτώνοντας τα μεγάλα τους ζώα και ρημάζοντας τα γιδοπρόβατα. Εμείς θέλομεν να μας λένε μεγάλους πολιτικούς, μεγάλους στρατιωτικούς – κι’ ας κατακομματιάζωμεν τους συνπολίτες μας κι’ ας τους δίνωμεν ασκιά γιομάτα αγέρα κι’ ας τους κάνωμεν και σκοτώνωνται. Εμείς λέμε· «Έχομεν επιρροή, έχομεν προκοπή, μας αγαπούνε οι άνθρωποι».
     Ο Βασιλέας κάνει σίγρι οπού γένονται αυτά τα κακά εις το κράτος του. Φαίνεται και η Μεγαλειότης του αδικήθη από ’μας και δεν αποφασίζει να προφυλάξη αυτό οπού τον μπιστεύτηκε ο Θεός και να κυβερνήση με τον φόβον εκεινού, οπού διορίζει βασιλείς ν’ αναστήνουν τα κράτη τους και να προικίζουν τους υπηκόγους τους ηθική κι’ αρετή και να ’χουν την σέβαση εις την πατρίδα τους και πίστη εις την θρησκεία τους – τότε και οι βασιλείς κι’ ο λαός έχουν την ευλογίαν του Θεού και γένεται κοινωνία ανθρώπινη. Τι του έκαμεν της Μεγαλειότης του αυτό το έθνος; Τι κακό είδε απ’ αυτό το δυστυχισμένο; ’Σοδήματα μόλις πιάνει δέκα έντεκα ’κατομμύρια, ότι τ’ άλλα τα κλέβουν εκείνοι οπού τους μπιστεύεται και βάνει και το κυβερνούν. Παίρνει η Μεγαλειότης του ένα ’κατομμύριον, κι’ όλα τ’ άλλα τα ’χει εις το χέρι του κι’ όπου θέλη κι’ όποιον θέλη του δίνει και τον αναστήνει, ή έχει δικαίωμα ή όχι. Του είπε κανένας τίποτας; Μίλησε κανένας των συμπολίτων του των Μπαυαρέζων, οπού μας γύμνωσαν, κι’ όταν φεύγαν μ’ όλη την ευγένειαν τους μπαρκαρίσαμεν χωρίς να θυμηθούμεν τι μας έκαμαν τόσο καιρόν οπού μας κυβερνούσαν ως είλωτες – το ίδιον κι’ όσους μπιστεύεται η Μεγαλειότης του εις την κυβέρνησή του και εις τ’ άλλα της πατρίδος. Πικράθη διά το άρθρο της θρησκείας; Της Μεγαλειότης του δεν της έβαλε θέλησιν το Έθνος, του είπε να μείνη εις την θρησκείαν του – ο διάδοχός του να βαφτιστή, να οικειωθή μ’ αυτό το έθνος, οπού έχυσε ποταμούς αίματα όσο να βγη από του λιονταργιού το στόμα. Διατί να χύσωμεν το λοιπόν τόσο αίμα; Διατί να γιομώση η Τουρκιά σκλάβους; Διατί να τουρκέψουν τόσοι Χριστιανοί; Κάλλιο να καθόμαστε μ’ εκείνον τον βασιλέα οπού ’χαμεν – και είχαμεν και την τιμή μας και βαστούσαμεν και την θρησκείαν μας, κι’ όχι τοιούτως οπού καταντήσαμεν. Έφκειασε και παλάτι η Μεγαλειότης του, και ναόν του Θεού δεν έχει επιθυμίαν ούτε να φκειάση, ούτε να ιδή με τα μάτια του, αλλά πηγαίνει της επίσημες ημέρες με τους Πρέσβες κι’ άλλους ξένους σε ένα καλύβι. Εις την πρωτεύουσα να μην είναι εκκλησία αναλόγως με την τιμήν των υπηκόγων του, λούσσα και πολυτέλειες –περάσαμεν την Ευρώπη. Όταν ήταν η Ευρώπη εις την δική μας κατάστασιν, είχε αυτή τέτοιες πολυτέλειες, είχε θέατρα; Εμάς μας έκαμαν οι κυβέρνησές του και μας κάνουν ολοένα θέατρο και ήταν περιττό το άλλο. Σαν το θέλετε κι’ αυτό, καλό είναι.4
     Ο Θεός, οπού μας έδωσε αυτό το μικρό βασίλειον, μπορεί να μας δώση και τρανό. Και τότε αυτός ο ίδιος θα βασιλέψη. Εγώ τόση τύχη έχω – σολντάτος είμαι. Αν δεν με πέθανε το ντουφέκι του Τούρκου, θα με πεθάνη το σκαλιστήρι. Όμως εγώ δεν ξέρω κολακείες και πάντοτες του είπα την αλήθεια. Ό,τι γράφω εδώ του το είπα και στοματικώς πολλάκις, ότι ’σ αυτείνη την πατρίδα, οπού βασιλεύει αυτός, όσο να γένη έτοιμον το βασίλειον έλυωσαν λιοντάρια – εγώ ’μπρος ’σ εκείνους είμ’ ένας ψύλλος. Όμως έκαμα κ’ εγώ ό,τι μπορούσα. Είχα δυο ποδάρια, τζακίστη το ένα, είχα δυο χέρια, έχω ένα· την κοιλιά μου τρύπια, το κεφάλι με δυο τρύπες. Το λοιπόν, αν θέλωμεν το λίγον να γένη μεγάλον, πρέπει να λατρεύωμεν Θεόν, ν’ αγαπάμε πατρίδα· να ’χωμεν αρετή· τα παιδιά μας να τα μαθαίνωμεν γράμματα κ’ ηθική. Αυτό μου κόβει το κεφάλι μου και λέω. Κι’ ο Βασιλέας να ’χη κυβέρνησες πατριωτικές· κι’ ο ίδιος να είναι αλλάργα από τους γλυκόγλωσσους, τους κόλακες, και να μην τους δίνη και πολυτρώνε και σκάσουν από την πολυφαγιά, ενώ οι αγωνισταί μένουν γυμνοί και πεθαίνουν της πείνας. Όποιος δουλεύει θέλει το μεριάτικόν του. Και να είναι δίκια η Μεγαλειότης του ’σ εκείνο οπού του μπιστεύτηκε ο Θεός. Κ’ εκείνο οπού ορκίστη κ’ υπόγραψε τώρα να μη μετανογάη, ότ’ είναι έργον του Θεού. Τώρα, οπού ’ναι έργα του Μαυροκορδάτου και συντροφιάς του, και χρήματα ξοδιάζομεν άδικα και σταυρούς και χιλιάδες αριστεία μεράζομεν· κι’ ούτε δάση έμειναν ’στο περισσότερόν του κράτος, ούτε ζωντανά· και το αίμα των ανθρώπων, οπού χύνεται, πάγει ποταμός. Κι’ αυτείνοι οπού σκοτώνονται είναι οι καλύτεροι υπήκοοι της Μεγαλειότης του και θα τους χρειαστή μιαν ημέρα κι’ αυτός και η πατρίδα, και πού θα τους εύρουν; Τους Τούρκους τους έχομεν γειτόνους πάντοτες – τότε χάνομεν και το μικρό, όχι να ’βρωμεν και τρανό.
     Το Σεπτεβριανόν στοιχείον κι’ ο πολιτικός αρχηγός, ο Μεταξάς, απόστασε· και οι συντρόφοι μας δραπέτεψαν και πάνε γυρεύοντας νέαν τύχη (ότι το σκυλί οπού είναι μαθημένο εις το χασαπλειό δεν φυλάγει ποτέ πρόβατα). Ότι ο αρχηγός μετανόησε δι’ αυτείνη την γενναιότητα και πατριωτισμόν οπού ’δειξε – και τα παληκάρια σκόρπισαν. Η πατρίδα πλέον στερεώθη, αφού έγινε πρωτοϋπουργός ο Μαυροκορδάτος. Και τώρα με την μεγάλη συντρομή των Πρέσβεων και του Βασιλέως όποιος δεν πηγαίνη με την θέληση αυτεινού και της συντροφιάς του πρέπει να τον κατατρέξουν. Αφού όλες αυτές της συντροφιές της δοκίμασα, δεν μ’ άρεσε κι’ αυτείνη· ότ’ ίσως και είναι καλή κ’ εγώ κακός. Πάσκισαν να με γυρίσουνε, δεν θέλησα. Ότι εκείνα οπού ορκίστηκα και κιντύνεψα δι’ αυτά, τώρα βλέπω ότι νεκρώνουν. Τότε άρχισαν να με κακομεταχειρίζωνται όλοι αυτείνοι και καταξοχή ο συναδελφός μου Καλλέργης, ο συχνοβαφτισμένος πότε κόμμα Ρούσσικον – αφού βύζασε τόσες χιλιάδες δραχμές όταν ήταν ο Μεταξάς εις τα πράματα, απαρατιώντας αυτός και μπαίνοντας ο Μαυροκορδάτος, έγινε κόμμα Αγγλικόν και Γαλλικόν και σε όλες της παντιέρες καταγραμμένος. Αφού είναι παντοδύναμος ’στο στρατιωτικό, έβαλε τον συνπολίτη του τον Αντωνιάδη της «Αθηνάς» κι’ ως ψυχραμένη αυτείνη όλη η συντροφιά μ’ εμένα, ότι δεν τους άφησα τότε εις την Συνέλεψη να παίξουν τον άσο τους, (οπού ’βριζαν τους πληρεξούσιους και πιάστη ο Καλλέργης με τον Κριτζώτη και Γρίβα και την άλλη ημέρα θα κάναν θόρυβο εις την Συνέλεψη και σύναξα ανθρώπους και τους χάλασα όλα αυτά τα σκέδια και ματαμπήκε η τάξη. Κ’ ύστερα διά την προσταφαίρεση του Συντάματος, οπού απάτησαν τον Βασιλέα, να χαθή κι’ αυτός και η πατρίδα, και του ξηγήθηκα την αλήθεια τι έτρεχε και το ’νοιωσε κι’ ο ίδιος κ’ υπόγραψε το Σύνταμα κατά την θέληση των πληρεξουσίων), έβαλε τον Αντωνιάδη και τον Ζυγομαλά τον Σεπτεβριανόν με τους τύπους τους και λένε ότι· «Αυτό οπού ’καμε ο Μακρυγιάννης εις την Συνέλεψη, και σύναξε ανθρώπους κ’ είχε ορκίση και τόσους πληρεξούσιους να είναι μια γνώμη, ήταν αναντίον της πατρίδος και Βασιλέως – καθώς κι’ ο πρωτινός όρκος οπού ’καμε ήταν κι’ αυτός αναντίον του». Τότε βιάστηκα κ’ έβαλα τον όρκον εις τον τύπον, χωρίς της υπογραφές, και ξιστορίζω όλα αυτά, πότε όρκισα τον Καλλέργη και τους άλλους όσους είχα ορκισμένους σε όλο το Κράτος, καθώς και τους πληρεξούσιος.5
     Τότε ’νεργούνε αυτείνοι κι’ ο Καλλεφουρνάς και γένονται αι εκλογές εις την εκκλησία μ’ έναν θόρυβον μεγάλον· και καταπετζοκόπηκαν τόσοι άνθρωποι. Ύστερα κάνουν μια οχλαγωγία τεχνική· πάνε ο κόσμος εις το Παλάτι, πάνε κι’ αυτείνοι με τα φουσσάτα τους και καταφάνισαν τους κατοίκους. Σαν έβλεπα ότ’ ήταν τέτοια μπερμπάντικα κινήματα, δεν ανακατώθηκα ποτέ πουθενά, να μη δώσω αιτία και πάθη η πατρίδα, οπού γύρευαν πρόφαση να γένη ξένη επέβαση, και να μην πάθω κ’ εγώ αδίκως. Αφού όμως είδα ότι χάνονται αδίκως οι άνθρωποι, πήγα εις την Πλάκα· ήταν συνασμένοι πλήθος λαός να πάνε να χτυπηθούν μ’ αυτούς, οπού τους έκαμαν την απιστιά και τους έβαλαν εις αυτό το παιγνίδι και ύστερα τους βαρούσαν οι ίδιγοι. Μαθαίνοντας αυτείνη την ετοιμασίαν, πήγα μίλησα πολλά των ανθρώπων, ότι θα σκοτωθούν αδίκως και θα κιντυνέψουν και την πατρίδα τους· και με πολλά μιλώντας των ανθρώπων, δάκρυσαν τα μάτια μου. Μπήκαν σε συμπάθεια οι άνθρωποι κι’ άφησαν τα όπλα τους κ’ ησυχάσανε. Αυτεινών οπού τους ’ρέθιζαν το σκέδιόν τους ήταν ότι θα πήγαινα κ’ εγώ εκεί, να με κομπρεμετάρουν και να με τελειώση η δικαιοσύνη τους. Και μ’ αυτό όμως οπού έκαμα πάλε τον διάβολόν μου ηύρα. Κινάγει το βράδυ ο αρχηγός Καλλέργης με την καβαλλαρία του κι’ άλλους και με μπλοκάρουν εις το σπίτι μου. Κάθισαν ως τα μεσάνυχτα και φύγαν. Και κάθε νύχτα έρχονταν και με μπλοκάραν διά να δίνουν δούλεψες εις τον Βασιλέα, ότι εγώ είμαι το σκάνταλο της ανησυχίας.
     Από τ’ άλλο το κόμμα, της Φιλορθόδοξης Εταιρίας, ένας λεγόμενος Στέφανος Βαλλιάνος είχε κάμη μίαν εταιρίαν διά την μεγάλην ιδέαν, τα έξω, και βάνει όλους τους σουρτούκηδες· και τους γέλαγε και τους έλεγε έχει καράβια, όπλα, τζεπχανέδες πλήθος και στρατέματα και πεντακόσες χιλιάδες τάλλαρα. Γέλαγε τους ανθρώπους, τους έπαιρνε χρήματα, τα ’τρωγε. Ύστερα πήγαινε και τους πρόδινε όλους εις την Κυβέρνηση και τον Βασιλέα. Με τοιούτον άνθρωπον και με τοιούτα μέσα θέλουν να κάμουν κίνημα διά την μεγάλη ιδέα, να πάνε εις την Κωσταντινόπολη. Σύναξαν ανθρώπους – τους ρωτούσαν· «Ποιοι είναι οι αρχηγοί;» Τους έλεγαν πολλούς και το Μακρυγιάννη, εκείνους τους ανθρώπους οπού ήταν με γνώση, με πατριωτισμόν κι’ αγαπούσαν το καλό της πατρίδας. Τους σουρτούκηδες τους γέλαγε ο Βαλλιάνος μ’ ασκιά γιομάτα αγέρα κι’ από το άλλο μέρος έπαιρνε χρήματα όπου εύρισκε κι’ απάταγε πολλούς. Κ’ έλεγε ύστερα εις την Κυβέρνηση και εις τον Βασιλέα αυτά τα μυστήρια. Τον είδα ’θουσιασμένον πριν την Τρίτη Σεπτεβρίου, τον ήφερα εις το σπίτι μου· του είπα ότι όποιος φαντάζεται να κάμη καλό εις την πατρίδα πρέπει να συλλογέται ότι να κιντυνέψη ένα σπίτι το ματαφκειάνομεν – είναι πατρίδα· κ’ έχομεν και δυνατούς οχτρούς κ’ εμείς είμαστε αδύνατοι. Τότε του είπα την δική μου εταιρία, τον όρκισα και του πήρα και την υπογραφή του· και του είπα εις το εξής να με ρωτάγη, να συνβουλευώμαστε· και να μην κάνη τίποτας μόνος του. Αυτός πήγε κι’ έβαλε κι’ άλλους και τους είπε και πήγαν κι’ όρκιζαν εξ ονόματός μου, χωρίς εγώ να ξέρω. Αφού με κατάτρεχε η Κυβέρνηση, ο Χρηστίδης, και μ’ έκριναν εις το κριτήριον, έρχεται μίαν ημέρα ένας άνθρωπος επίτηδες μ’ ένα γράμμα και μου λέγει· «Κατά οπού μου είπε ο Βαλλιάνος διά λόγου σου πήγα εκεί, πήγα εκεί κι όρκισα εν ονόματί σου αυτούς όλους». Τότε ξέσχισα το γράμμα, έδιωξα και τον άνθρωπον. Ανταμώθηκα και με τον Βαλλιάνο και του είπα όσα μπόρεσα και εις το εξής να μην πιάνη τ’ όνομά μου. Έτιμ διαλύθη η Συνέλεψη, χωρίς να συλλογιστή αυτός και η συντροφιά του, να υπομείνωμεν να συναχτούνε οι Βουλές και μίαν περίοδο κι’ άλλη και να ιδούμεν και τα εξωτερκά, και τότε ο Κύριος γένεται οδηγός, αυτός πηγαίνει ολούθε, ’νεργάγει και η συντροφιά του, άνθρωποι με ιδέα, και ’ρεθίζουν τους ανθρώπους – κ’ έτοιμοι να κινηθούν· ξυπόλυτοι και γυμνοί και χωρίς καμμίαν ετοιμασία «σύρτε όξω κ’ εκεί σας προφτάνω» – με πέτρες. Πάλε ξοδιάζει τ’ όνομά μου. Τότε ένας ορκισμένος μου φέρνει έναν όρκον τους. Τον δείχνω του Ζυγομαλά, ως σύντροφός μου Σεπτεβριανός, να συβουλευτούμε να μην γένη αυτό το κίνημα και κιντυνέψη η πατρίδα. Τότε αυτός τον βάνει εις τον τύπον τον όρκον τους. Μίλησα κ’ εγώ των ανθρώπων να νεκρώση αυτό το ανόητο κίνημα. Τότε βάνουν τον άνθρωπον οπού μο ’δωσε τον όρκον ή να με δολοφονήση, ή να με φαρμακώση. Ήρθε αυτός εις το σπίτι μου, δεν μπόρεσε να μου κάνει τίποτας.6
     Αφού η Κυβέρνηση του Μαυροκορδάτου δυνάμωσε παντού εις το Κράτος το κόμμα της με χρήματα, άρχισε εις την Σπάρτη ο εφύλιος πόλεμος· και εις την Μεσσηνίαν σκοτώθηκαν περίτου από πεντακόσοι. Άρχισε το ίδιο και εις την Ρούμελη. Τότε ο Μεταξάς και η κουμπανία μιλούν με τον Γρίβα να πάγη εις το Ξερόμερον να κάμη της βουλευτικές εκλογές και ν’ ανοίξη εφύλιον πόλεμον. Το ’δωσαν και τα μέσα κ’ έναν πιστόν τους άνθρωπον, πήγε κάτου, σύναξε καμμίαν πενηνταργιά ανθρώπους· δεν ’μπόρεσε να κάμη άλλους, ότι δεν τον ακολουθούσε ο τόπος. Διάταξε η Κυβέρνηση τον Σωτήρη Στράτο και τον πήρε ομπρός και τον ήφερε εις τ’ Απόκορο εις τον Αβαρίκο και τον έκλεισε· και ήθα τον έπιανε. Ο Βασιλέας έχοντας συμπάθειαν εις αυτό το σπίτι και καταξοχή εις τον Γαρδικιώτη, έστειλε τον Τζαβέλα και τον έσωσε· και μπήκε ’σ ένα Γαλλικόν πλοίον. Τον ζήτησε η Κυβέρνηση, το Γαλλικό δεν τον έδωσε και τον πήγε εις το Μισίρι. Τώρα θυμήθη ο Μεταξάς τι είχε και το ’χασε από την ανοησία του και γυρεύει από τον Γρίβα να ματααναστηθή. Πέταξε το πουλί, το ’πιασαν άλλοι οπού δεν το είχαν!
     Αφού είδα τον πατριωτισμόν και του Μεταξά κι’ ολουνών αυτεινών, οπού θέλει καθένας να δοξολογάγη θεούς δικούς του κι’ όχι να ωφελήση την πατρίδα του – γομάρια είναι οι Έλληνες, αυτείνοι τα ’χουν φκειασμένα τα σαμάρια και τους σαμαρώνουν – τότε τραβήχτηκα όλως διόλου. Και δι’ αυτό με αγκυλώνουν. Η επέβαση της Κυβέρνησης ’στης εκλογές σε όλο το Κράτος άναψε παντού φωτιά· και εις το Λιδορίκι την πατρίδα μου έστειλε τόσα ασκέρια· και καταφανίστηκαν οι άνθρωποι από αυτά και τα ζωντανά τους· κ’ έγινε ο τόπος άνου κάτου. Κι’ αν πιάνεταν ντουφέκι, θα γίνεταν θρήνος, ότ’ είναι οι άνθρωποι όλοι του ντουφεκιού. Ο Θεός εφύλαξε και φώτισε τους τίμιους ανθρώπους και καταπράγυναν το ’να μέρος και τ’ άλλο. Στείλαν ανθρώπους μ’ αναφορές εδώ ’σ εμένα, της πήγαινα εις την Κυβέρνησιν, δεν μπορούσα να κάμω τίποτας. Ματαήρθαν άνθρωποι τρίτως· πήγα και παρουσιάστηκα εις τον Βασιλέα και ξιστόρησα όλα αυτά και το πάθος της Κυβέρνησης. Του είπα αυτά όλα της Ρούμελης και της Πελοπόννησος· και του Λοντίδη του υπουργού της προκοπές. Είχα κ’ ένα γράμμα από την Πάτρα οπού μο ’γραφαν αυτά. Το ’ξερε και η Μεγαλειότης του, ότι το ’στειλαν οι αρχές από ’κει.
     Άρχισαν και μαζώνονταν όσοι βουλευταί βήκαν από λίγες επαρχίες. Ο Μαυροκορδάτος κι’ ο Καλλέργης ήθελαν να βγουν από την πρωτεύουσα βουλευταί διά ν’ ακουστή εις την Ευρώπη πόση δύναμη κ’ επιρροή έχουν εις την Ελλάδα. Άρχισαν κ’ εδώ να κάνουν ό,τι κάναν και ’στο άλλο το Κράτος· και κατακομμάτιασαν τους ανθρώπους· τους τάγιζαν υπόσκεσες και τους τάζαν πλήθος αγαθά. Εις το σπίτι μου προ ημερών ήρθαν και πολίτες κι’ από τα χωριά και μου είπαν· «Ποιους θέλεις συντρόφους να τραβήσουμεν να βγήτε βουλευταί; – Τους λέγω, όποιος δώση ψήφο ’σ εμένα να είναι αρνητής του Χριστού και να πέση το χέρι του! Δεν ματαμπαίνω εγώ εις τα πολιτικά, να δουλεύω τιμίως και να με θεατρίζουν με της ’φημερίδες ότι αγοράστηκα από τους ξένους». Αυτείνοι θέλαν, εγώ δεν δέχτηκα και φύγαν.
     Ο Κωλέτης ήταν γυμνός όλως διόλου από δύναμη· τον άφησαν και οι Γριβαίγοι κι’ ο Κριτζώτης κι’ όλοι οι άλλοι οπλαρχηγοί οπού ήμασταν εις την Συνέλεψη. Τότε ανταμωθήκαμεν οι δυο μας και μιλήσαμεν. Μου λέγει· «Δεν έχω συντρόφους· μ’ αφήσετε από την Συνέλεψη. – Του λέγω, εγώ σου κάνω συντρόφους με την συνφωνίαν να μου ορκιστής να μην είσαι προσκολλημένος σε ξένους. Κι’ αφού σου κάμω τους συντρόφους να έμπης και εις τα πράματα και να ’νεργήσης φρόνιμα διά την πατρίδα σου και να λες την αλήθεια εις τον Βασιλέα. Και να ’τοιμάζωμεν λίγο λίγο τα μέσα· κι’ όταν ιδούμεν αρμόδιον τον καιρόν, να τηράξωμεν την άξηση της πατρίδας φρόνιμα και μυστικά κι’ όχι σαν το Βαλλιάνο κι’ άλλους. Να μου δώσης τον όρκον σου δι’ αυτά κ’ εγώ σάζω τ’ άλλα». Ορκιζόμαστε οι δυο ’σ αυτά. Ήμουν ’γγισμένος με τον Μεταξά – ίσως αυτός ο διάβολος τώρα οπού γέρασε γένη άνθρωπος. Πήγα αντάμωσα τον Γαρδικιώτη, του μίλησα πολλά, τον πήγα κι’ ορκιστήκαμε κ’ οι τρεις. Συνφωνήσαμε τα ίδια. Θέλουν αυτείνοι να ’μπω κ’ εγώ ’πασπιστής του Βασιλέως να μ’ έχουν βοηθόν. Εγώ τους είπα είμαι αστενής, δεν μπορώ να υποφέρω αυτές της ’πηρεσίες. Με βιάσαν να έμπω διά ένα χρόνο. Συνφωνήσαμεν κ’ εις αυτό. Πήγα και τον Κριτζώτη, Μαμούρη κι’ άλλους. Δυναμωθήκαμεν.
     Τότε πήγα εις τον Βασιλέα και του είπα διά τους Λιδορικιώτες και διά όλο το Κράτος και «θα κάμουν τα ίδια εις την Αθήνα· και θα πάθη και η Μεγαλειότη σου και η πολιτεία αυτείνη, ότι ο κόσμος είναι αναμμένος και κατακομματιασμένος». Φοβήθη πολύ η Μεγαλειότης του· μου λέγει· «Να πας να μιλήσης με τον Μαυροκορδάτο. –Του λέγω, πήγα πολλάκις και δεν μο ’δωσε ακρόασιν και δεν ματαπάγω». Τότε έφυγα εγώ. Έστειλε και μίλησε του Μαυροκορδάτου και του είπε όλα αυτά οπού του είπα και να με φωνάξη να μου μιλήση να μην γένη κάνα δυστύχημα. Με φώναξε ο Μαυροκορδάτος, του είπα όσα είπα του Βασιλέα αναντίον του κι’ όλης της συντροφιάς του· «κι’ αν κάμετε εις την Αθήνα ό,τι κάματε και κάνετε όξω εις το Κράτος, είν’ ελπίδες από τον Θεόν να υπάρξωμε εμείς πενήντα φορές κ’ εσείς μία· και ο αίτιος ας δώση λόγον εις τον Θεόν». Κ’ έφυγα. Όταν πήγα εις τον Βασιλέα του είπα να το γκρεμίση αυτό το υπουργείον, ότι θα τον χάση. Πήγα τα 1844 Αγούστου 2. Μαθαίνει ο Λόντος όλα αυτά οπού μίλησα του Βασιλέα και Μαυροκορδάτου – ήταν εις το σπίτι του κι’ ο Κολιόπουλος, ο Κανέλλος Ντηλιγιάννης κι’ άλλοι πολλοί – λέγει ο Λόντος ο υπουργός· «Ο κερατάς ο Μακρυγιάννης αυτός ανακατώνει όλα αυτά κάθε καιρό. Αύριο θα του κόψω το κεφάλι του. Και την Αθήνα θα την κάμω στάχτη, ότ’ έχω στρατέματα ταχτικά κι’ άταχτα, πεζούρα και καβαλλαρία». Το βράδυ στέλνει και με μπλοκάρει. Την αυγή στέλνει ο Κανέλλος Ντηλιγιάννης, ο Κολιόπουλος κι’ άλλοι πολλοί – ότ’ ήταν συνασμένοι νέοι βουλευταί και γερουσιασταί – και μου λένε τι άκουσαν από τον υπουργόν Λόντο· «κ’ εδώ, καθώς ακούσαμεν, θα γένη θόρυβος και κιντυνεύομεν όλοι· κι’ ως άνθρωπος εδώ του τόπου να πάρης τα μέτρα σου δι’ αυτά, ότι κιντυνεύεις κ’ εσύ ατομικώς από ’κείνο οπού φαίνεται». Τους είπα εγώ μίλησα του Βασιλέως και της Κυβέρνησης· και με βιάσαν όλοι να πάγω πίσου εις τον Βασιλέα να μιλήσω κι’ αυτά. Τους είπα να πάμεν και μαζί μ’ αυτούς δυο τρεις. Εκρίθη εύλογον να πάγω μόνος μου. Πήγα εις το σπίτι μου, συγυρίστηκα. Κατεβαίνοντας από την πόρτα μου πλάκωσαν πολίτες από το παζάρι – τους στείλαν οπού ήταν συνασμένοι όλοι οι κάτοικοι εις την Αγιά Ειρήνη. Άρχισε η ψηφοφορία και η δύναμη της εξουσίας δεν τους άφινε ελεύτερους να κάμουν όποιους θέλαν. Τότε αντάμωσα το παιδί του Μιαούλη, οπού ’ναι εις τον Βασιλέα, και του είπα τι μίλησε ο Λόντος, τι μου είπε ο Κολιόπουλος και οι άλλοι· και ήθα πάγαινα εις την Μεγαλειότη του, αλλά ο λαός έστειλε και με ζητάγει. Και σήμερα θα γένουν όλα όσα είπα του Βασιλέως – κι’ αυτός κιντυνεύει και η πατρίδα. Του παράγγειλα να γκρεμίση αυτό το υπουργείον και να βάλη τον Κωλέτη μ’ όποιους άλλους συβιβαστή· «και να μιλήσης της Μεγαλειότης του και να μου φέρης απάντησιν εις την Αγιά Ειρήνη».
     Πήγα εγώ εις την Αγιά Ειρήνη· ήταν ο λαός συνασμένος, γιομάτα όλα τα σοκάκια· Τους λέγω· «Τι με θέλετε, αδελφοί; – Να λάβης πολίτες εις το χέρι σου από ’μας και να σταθής εδώ εις την εκκλησίαν διά την ασφάλειαν μας». Τους έβαλα κ’ εγώ μίαν μικρή ομιλίαν, τους είπα πολλά, ότι· «Η αρετή κι’ ο πατριωτισμός και η φρονιμάδα κάνουν την πατρίδα να υπάρξη και να ευτυχήση. Η κακία και η ’διοτέλεια χάνουν την πατρίδα· και την χάνουν και ζημιώνονται όσοι μένουν ζωντανοί. Το λοιπόν φωνάζετε εμένα να σταθώ εις την ευταξίαν σας; Αν έχετε αρετή κι’ ομόνοια, θα ευλογήση ο Θεός τα έργα σας και θα σας φωτίση εις το καλό και θα σας σώση, αυτός οπού σας έσωσε από την τυραγνία των Τούρκων, αυτός οπού σας ανάστησε και κάμετε την Τρίτη Σεπτεβρίου· κ’ επιστάτησε μόνος του τόσους μήνες και δεν μάτωσε μύτη σε όλο το Κράτος. Παρακαλέστε τον Θεόν και τώρα να κάμη το έλεός του ’σ εμάς τους αμαρτωλούς και να φέρη και τώρα την ευλογίαν του. Εγώ ένα μπαστούνι έχω εις το χέρι μου – αν η αφεντειά σας δεν έχετε αρετή κι’ ομόνοιαν, τι να σας κάμω κ’ εγώ;» Μου λένε γενικώς με μιαν φωνή· «Ό,τι μας ειπής εσύ όλοι θ’ ακολουθήσωμεν! – Κ’ εγώ αν σας απατήσω, ας δώσω λόγον εις τον Θεόν! Εγώ δεν γνωρίζω φατρίες και να με θεωρή άλλος φίλο του κι’ άλλος οχτρό. Γενικώς όλους σας σας θεωρώ αδελφούς, ότι με διορίζετε όλοι και πρέπει να μην είμαι αναντίος κανενού. Και να δίνετε τους ψήφους σας ελεύτερους, όθεν θελήση κάθε ένας. Εμένα (καθώς είχα μιλήση) μη μου δίνετε». Μείναμεν σύνφωνοι ’σ αυτό. Πήρα πολίτες και τον Γιάννη Κώστα με καμπόσους αξιωματικούς. ’Στην ίδια στιμή μου στέλνει και η Μεγαλειότης του ότι να βαστήξω την ησυχίαν· και το Υπουργείον το γκρέμισα και ήφερα τον Κωλέτη να κάμη υπουργείον.
     Άρχισε η ψηφοφορία με την μεγαλύτερη ’λικρίνειαν και φόβον του Θεού, καθώς πηγαίνουν οι άνθρωποι να μεταλάβουν. Το παλιό υπουργείον δεν έπεσε ακόμα, ’νεργούσε όσο ο Κωλέτης να μιλήση μ’ ανθρώπους να κάμη υπουργείον. Ξακολούθησε η ψηφοφορία ως την άλλη ημέρα το μεσημέρι μ’ αυτείνη την ησυχίαν. Τότε στέλνει το παλιό υπουργείον τον μοίραρχο της πρωτεύουσας – σύντροφος αυτεινών – και τον Καλλέργη και κάνουν επέβασιν· κι’ ανακάτωσαν όλους τους ανθρώπους. Οι πολίτες ρίχτηκαν απάνου τους και τους καταδιάλυσαν· και γύρευαν να κομματιάσουν και τον μοίραρχον. Τότε έπεσα εγώ εις τον λαόν και τους πήρα τον μοίραρχον και τον έβαλα εις την εκκλησία και τον έσωσα. Τότε αυτός, ο αφιλότιμος άνθρωπος, βγαίνει από την πίσου πόρτα της εκκλησίας και πάγει εις τον στρατώνα, οπού ’ναι πλησίον της εκκλησίας, και παίρνει δύναμιν κ’ έρχεται άξαφνα και φωνάζει· «Πυρ!» Και ρίχνουν μέσα εις τους ανθρώπους· και σκότωσαν δυο τρεις. Τότε ορμούν ο λαός κι’ ανακατώθηκαν με τους χωροφύλακες. Ρίχνονται και πεντέξι χωροφύλακες απάνου μου με της μπαγυοννέτες. Εγώ τήραγα να ησυχάσω τον λαόν, κι’ αυτείνοι άξαφνα μου ρίχτηκαν να με σκοτώσουνε. Κόντεψαν να με τρυπήσουνε σαν μπακακάκι – ο Θεός με γλύτωσε. Βλέποντας αυτό ο λαός, τους πιάσαν και γύρευαν να τους σκοτώσουν. Έπεσα, αν και χτυπημένος ’στ’ αχαμνά από έναν από τους χωροφύλακες, και περικάλεσα τους ανθρώπους και τους έσωσα. Τότε ματαρρίχτηκαν πίσου οι δήμιοι της Κυβερνήσεως. Μου φεύγει κι’ ο Γιάννη Κώστας· ’σ εκείνον τον θόρυβο τον πήραν οι άνθρωποί του ομπρός να σωθούν από τον κίντυνον. Εγώ ήμουν τυλιμένος με τους ανθρώπους, δεν ήξερα τι γίνεταν. Τότε είδες μίαν ορμή του λαού αναντίον της εξουσίας! Έβγαλαν ξύλα, πέτρες από τ’ αργαστήρια και τους πήραν ομπρός. Τότε έρχονται αναντίον μου με δόλο άνθρωποι αγορασμένοι με τα μαχαίρια, λάζους, κρυφίως μέσα εις τον λαόν, οπού ήμουν τυλιμένος να τους ησυχάζω, να με δολοφονήσουνε. Εκεί οπού θέλησε να με βαρέση ένας, τον είδαν άνθρωποι και τον σκότωσαν. Τότε ο λαός φωνάζει να πάνε να πάρουν τα όπλα τους να σκοτώσουν τους αίτιους, Μαυροκορδάτο και συντροφιά. Με δάκρυα περικαλώ τους ανθρώπους να μην κάνουν αυτό το κίνημα, ότι χάνεται η πατρίδα, θα γένη ξένη επέβαση. Ο λαός αναμμένος δεν κόβει την θέλησίν του. Τους βάvω ένα λόγο και ν’ ακολουθήσουν όλοι μαζί μου. Τράβησα εγώ ομπρός, διά να τους ησυχάσω από την ορμή τους, και τους παίρνω κ’ έρχομαι εις το σπίτι μου κι’ ανοίγω τα βαρέλια με το κρασί και τους λέγω να πιουν. Αφού κάναμεν αυτό, έστειλα εις την Μεγαλειότη του να βγη να ’συχάση τον λαόν.
     Αφού ξεθύμαναν οι άνθρωποι, τους πήρα και κατεβήκαμεν πίσου εις την εκκλησία (ότ’ ήταν άνθρωποι μέσα κλεισμένοι, οπού φύλαγαν την ’πιτροπή και της κάλπες). Εκεί ήρθε και η Μεγαλειότης του με τους ’πασπιστάς του. Με ρώτησε πώς έγινε το πράμα και του ξηγήθηκα όλα τα τρέχοντα. Τότε μου είπε να βαστήξω την ευταξία και να διοριστή μια ’πιτροπή να πάγη εις την Μεγαλειότη του να του ειπή την αλήθεια και να παιδευτούνε οι αίτιοι. Του κάμαμεν το «ζήτω» κ’ έφυγε. Είχε κι’ ο Καλλέργης κονάκι εκεί πλησίον, διά να είναι κοντά εις την εκκλησίαν και να ’νεργάγη να γένωνται οι εκλογές υπέρ αυτών. Θέλησε να βγη εις το μπαλκόνι, τον είδε ο κόσμος, ρίχτηκαν να μπούνε μέσα. Τρόμαξα να τους ησυχάσω· και του έκαμαν το...7 και τόσες αισχρές βρισές. Ότι χτύπησε τους πολίτες μ’ απιστιά, όταν τους ’ρέθισαν οι ίδιοι αυτείνοι και πήγαν εις το Παλάτι, και ύστερα τους χτύπησαν μ’ απιστιά και πάθαν τόσοι άνθρωποι αδίκως.
     Νύχτωσε. Έκλεισα της κάλπες, έβαλα κι’ ανθρώπους. Μίλησα των ανθρώπων αύριο την αυγή να συναχτούνε να τηράξωμεν την ψηφοφορία και να κάμωμεν και την ’πιτροπή να πάγη εις τον βασιλέα. Ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα. Πήγα κάτου εις την εκκλησίαν· άνοιξαν οι κάλπες. Τότε λέγω όλων των ανθρώπων· «Διορίστε την ’πιτροπή όποιους θέλετε κι’ όσους να πάνε εις τον Βασιλέα». Μου λέγει ο λαός· «Να τους διορίσης εσύ όποιους θελήσης· δώδεκα ανθρώπους θέλομεν μ’ εσένα». Διόρισα έξι από το ένα κόμμα κι’ έξι από τ’ άλλο κι’αυτείνοι όλοι θέλησαν συνφώνως εμένα μόνον να πάγω εις την Μεγαλειότη του να πάρω την ευκαρίστησιν απ’ όλον τον λαόν διά την παρουσίαν του, οπού τους τίμησε· και διά όσα έγιναν ας βάλη την δικαιοσύνην του. Πήγα εις την Μεγαλειότη του, του είπα αυτά. Μου είπε της ευκαρίστησες της μεγάλες οπού ’χει από τους υπηκόγους του όλους και να ειπώ ότι διορίστη ο Κωλέτης πρωτοϋπουργός κι’ ο Μεταξάς της Οικονομίας κι’ ο Τζαβέλας του Στρατιωτικού και μπαίνουν και οι άλλοι. Πήγα είπα εις τον λαόν όλα αυτά κ’ ευκαριστήθη. Κι’ ακολούθησε την ψηφοφορία. Τελείωσε η ημέρα αυτείνη της ψηφοφορίας, κλείσαμεν της κάλπες. Πήγα το βράδυ εις τον Κωλέτη, τον νέον μου φίλον, να τον συχαριαστώ οπού άνθισαν οι λόγοι μου διά της δύναμης του Θεού. Αφού τον ευκήθηκα, σηκώθηκα να φύγω ότ’ ήμουν αστενής. Εκεί οπού κατέβαινα, εις τον κάτου πάτο, τήραξα διά τους ανθρώπους μου, οπού ’χα μαζί μου να μ’ ακολουθούνε· τηράγω δι’ αυτούς και βρίσκω μέσα τον Γενοβέλη μοίραρχον, οπού ’φερε όλα αυτά τα δεινά εις την πρωτεύουσα. Δεν του μίλησα τίποτας. Ηύρα τους ανθρώπους έξω ’στην πόρτα και πήγαμεν εις το σπίτι. Τον Γενοβέλη τον ζήταγε ο λαός με το κερί να τον κομματιάση, κι’ ο νέος πρωτοϋπουργός τον φύλαγε εις το σπίτι του. Τότε κάνω τον κουτό και με τον νέον φίλον μου, ότι δεν ξέρω τίποτα – κι’ αν μιλούσα χανόμουν, ότι θα ’λεγαν ότι κι’ όντως εγώ είμαι το σκάνταλο σε όλα αυτά κι’ ανακατώνω τον κόσμον.


ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Παρελείφθη λέξις τις υπό του συγγραφέως.

2. Κοντά εφτά μήνες και περισσότερον οπού τελειώσαμεν το Σύνταμα, και χωρίς να είχαμεν κυβέρνηση και με τόσες αντενέργειες και φατρίες και ξένους σκοπούς και των δικώ μας, μύτη δεν μάτωσε κανενού, κόττα δεν κλέφτηκε, άνθρωπος δεν διατιμήθη εις όλο το Κράτος. Τηράτε της εποχής τους τύπους, μ’ όλον οπού είναι και κομματιασμένες κι’ αυτές, και φαίνεται η αλήθεια. Τότε κυβερνούσε ο ίδιος Θεός, ότι είδε τους άνθρωπους εις μετάνοιαν κι’ αποσταμένους από την κακία και γύρισαν οπίσου εις τον Θεόν κ’ έπεσαν εις μετάνοια. Τότε κι’ αυτός έκαμεν το έλεός του κ’ έδωσε την ομόνοια σε όλο το Κράτος.

3. Αδελφοί αναγνώστες, ούτε δόξες θέλω, ούτε της ζητώ – ούτε μου δίνουν. Και διά ’κείνο τραβήχτηκα και σκαλίζω τον κήπο μου όταν είναι γερός, ειδέ φυλάγω το στρώμα μου. Του αναθέματος να είμαι αν έχω ’διοτέλεια διά όσους μιλώ εδώ μέσα. Η πατρίδα, η θρησκεία, η ηθική εις την κοινωνία είναι το πλέον αγαπημένον εις τον άνθρωπον τον τίμιον. Εις αυτείνη την κοινωνία θα ζήσω κ’ εγώ και τα παιδιά μου και δεν μου μένει ελπίδα και φωνάζω. Και δι’ αυτό γράφω απελέκητα γράμματα, όχι όμως να λείπη από αυτά η αλήθεια.

4. Τρελλάθηκαν και οι γερόντοι με της θεατρίνες κ’ έχασαν τα μυαλά τους και δανείζονται και πλερώνουν· και οι δυστυχισμένοι οι μαθηταί οι περισσότεροι πουλούνε τα βιβλία τους και μένουν χωρίς βιβλία· και γίνηκαν και θα γένουν κι’ αυτείνοι θεατρίνοι. Γίνηκε και του Αναστάση Λιδορίκη το παιδί θεατρίνος. Σαν πάγη εις την πατρίδα του, εις το Λιδορίκι, ας σπουδάξη και τους πατριώτες του τα φώτα. Οι γονέοι τους τρώνε ψωμί και κρεμμύδι και τους δίνουν τα έξοδα να ’ρθουν εις την πρωτεύουσα να μάθουν γράμματα εις το Γυμνάσιον και το Πανεπιστήμιον, κ’ έρχονται κι’ από μέσα την Ελλάδα κι’ απόξω διά να προκόψουν κι’ αυτά τέτοια προκοπή λαβαίνουν.

5. Με κατηγοράγει συνχρόνως ο πειρατής της Γραμπούσας Αντωνιάδης, η ξένη κρεατούρα, ότι και τα κάδρα οπού έφκειασα δεν έχουν έννοια, ότ’ είμαι αγράμματος

6. Είχα έναν σύντροφο εις το σπίτι μου, γενναίον παληκάρι· τον πήρε αυτός μίαν ημέρα εις το σπίτι του να τον τρατάρη και τον φαρμάκωσε. Το καλό ήταν οπού ξέρασε πολύ και οι γιατροί τον πρόφτασαν. Κ’ έκαμε τόσον καιρό αστενής. Τότε ο σύντροφος του Βαλλιάνου Φιλήμονας βάνει εις τον τύπον του τόσα αναντίον μου – ότι δεν άφησα τους ανθρώπους να πάνε να χαθούν και να κιντυνέψη και η πατρίδα! Ορίστε πατριωτισμόν από πατριώτες!

7. Mια λέξη δυσανάγνωστη, ίσως γιούχα.

[ Kεφάλαιον τρίτον ]
Τελείωσαν οι εκλογές. Βήκε ο Κωλέτης. Ότ’ ήταν και η προσπάθεια μας αυτείνη. Βήκαν από την Αθήνα βουλευταί ο Μεταξάς, ο Καλλεφουρνάς κι ο Βλάχος. Είπε ο Πρωτοϋπουργός να κάμη κ’ εμένα γερουσιαστή και ’πασπιστή του Βασιλέως. Του είπα· «Εγώ φκαριστιώμαι οπού μπήκετε εις τα πράματα και λείψαμεν από τα κακά, και δεν θέλω τίποτας. Το ίδιο είναι και να είμαι και να μην είμαι. – Όχι, αγαπητέ μου, μου λέγει, πρέπει να μπης καθώς μιλήσαμεν και με τον Γαρδικιώτη, να τηράξωμεν κι’ όποτε βρούμεν την περίσταση συνφώνως και τα έξω. Και πρέπει να είσαι εις την Γερουσίαν και ’πασπιστής. Και θα σου δώσω και τον Μεγαλόσταυρον. – Του λέγω, από αυτά δεν θέλω τίποτας, ούτε η υγεία μου μου το συχωρεί διά ’πηρεσίες. Και σταυρούς έχω κολλημένους εις το σώμα μου, οπού μου τους έδωσαν τα ντουφέκια των Τούρκων και δεν μου τους παίρνει κανένας κι’ ούτε ξεκολλάνε από το σώμα μου όσο να πάγω εις τον τάφο. Όμως ένα σε περικαλώ· εις την πρωτεύουσα εδώ να βάλης έναν τίμιο δοικητή, έναν αστυνόμον τοιούτον, έναν αγρονόμον διά να φυλάν την τάξη. Ότ’ είναι και ξένοι άνθρωποι και θα κατηγοριέσαι εσύ και οι συντρόφοι σου. Και να βάλης και δύο αρχηγούς της εθνοφυλακής εις τα Ντερβένια και εις τον δρόμον της Χαλκίδος ν’ αραδίζουν οι άνθρωποι ελεύτερα, να μην τους γυμνώνουν και κατηγοριέται η πατρίδα και εσύ· και θα μας λένε θερία ο ξένος κόσμος. Ότι τώρα είναι οι Βουλές και θ’ αραδίζουν πολύς κόσμος. Βάλε αρχηγούς αξιωματικούς της μπιστοσύνης σου· βάλε από τον Ρωπό τον Σκουρτανιώτη οπού ’ναι φίλος σου, κατά της Φήβας τον δρόμον τον Κριεκούκη, οπού ’ναι κι’ αυτός φίλος σου και ντόπιοι και οι δυο. Το ίδιον κάμε και σε όλον το Κράτος να σβέση η διχόνοια και να ενωθή πίσου το Έθνος, να μην είμαστε εις αυτείνη την άχλια κατάστασιν και να σκοτώνωνται άνθρωποι κάθε ολίγον· είμαστε λίγοι και να μην χαθούμεν αδίκως. – Μου λέγει, σε ευκαριστώ, αγαπητέ, διά την πρότασίν σου· είναι πατριωτική και θα την ακολουθήσω. Είναι χρέος μου». Και σύναξε σε ολίγον καιρόν και τρογύρισε την πρωτεύουσα με τους πλέον μπερμπάντες. Κι’ αστυνόμο – έβγαλε έναν από την φυλακή, Γιαννάκη Κυργιακό τον λένε. Κι’ ο δήμαρχος κι’ αυτός ο καλός άνθρωπος ο Κυργιακός φίλοι στενοί του Καλλεφουρνά· και τοιούτο και το Δημοτικόν Συνβούλιον· ότι τραβηχτήκαμεν οι άλλοι από μέσα, όσ’ είχαμεν συνείθησιν. Δεν κόταγε άνθρωπος να περπατήση την νύχτα εις τους δρόμους. Τοιούτοι όλοι αυτείνοι και οι κλήτορες. Και γίνονταν οι μεγαλύτερες κλεψές κι’ ατιμίες· και σκότωμα την νύχτα τους τίμιους ανθρώπους, όσοι δεν ήταν μ’ αυτούς και είχαν και κατάστασιν. Από τον Περαία ως εδώ γύμνωναν τους εμπόρους και δεν μπορούσαν οι άνθρωποι να κάμουν την δουλειά τους μόνοι τους, να πάνε απάνου και κάτου χωρίς συντροφιά. Κι’ όποτε έρχονταν χρήματα του ταμείου έπρεπε να τα συντροφέψουν με δύναμη εις την Οικονομία από τον Περαία. Και σκότωσαν και γύμνωσαν τόσους ανθρώπους.1
     Ο Μαυροκορδάτος και οι φίλοι του, οπού γύρευαν να σκοτωθούν οι κάτοικοι, όμως να βγουν αυτείνοι βουλευταί, δεν εβήκε ούτε αυτός, ούτε εκείνοι. Βήκαν καμόσοι με τον Μεταξά· τον ακολούθησαν πίσου κι’ από τους παλιούς του φίλους· και το κόμμα το περισσότερον του Μαυροκορδάτου μ’ αυτόν. Και οι φίλοι του οπού γύρισαν και οι άλλοι ήταν περισσότερον το χατίρι του υπουργού της Οικονομίας κι’ όχι του Μεταξά. Ότι τα σκυλιά όταν τα μαθαίνουν εις το χασαπαρειό οι πιστικοί, μένουν πλέον εις αυτό· όσο ψωμί να ξοδιάση ο τζοπάνης, ’στο μαντρί δεν πηγαίνουν άλλη φορά να φυλάξουν πρόβατα, να μην τα φάγη ο λύκος. Και πρέπει ο τζοπάνης να ’χη γνώση όταν πηγαίνη πράματα εις τον χασάπη, τα σκυλιά να μην τα παίρνη μαζί του, ότι γνωρίζουν τον χασάπη τότε και θέλουν να τρώνε κοιλιές κι’ άντερα. Το λοιπόν συνάχτηκαν όλα τα σκυλιά, οι φίλοι του Μεταξά και των αλλουνών, όταν τον είδαν εις το χασαπαρειό της Οικονομίας, κι’ αυτός παντύχαινε με τα σωστά του ότ’ είναι πλέον δικά του και τα τάγιζε κομμάτια. Κι’ άρχισε ν’ αντιπολεμή τον Κωλέτη. Κι’ όντως συνάχτη ένα μεγάλο μέρος και είχαν την πολυψηφίαν. Όμως ανόγητα κινήματα κακό έβγαλαν κι’ όχι καλό. Αφού έβλεπε αυτά ο Κωλέτης και την καταισκύνη οπού το ’καναν εις της Βουλές, με πλατειά καρδιά τραβούσε αυτά καμόσον καιρόν. Τράβησε πίσου τους φίλους του Μεταξά και τον άφησε μ’ ολίγους – είχε και τον Βασιλέα βοηθόν – κι’ έτζι δυνάμωσε. Είχε έρθη κι’ ο φίλος του Μεταξά ο Γρίβας από το Μισίρι. Τον δέχτη ο Μεταξάς και οι συντρόφοι του κι’ ο Φιλήμονας με τόσα εγκώμια, στεφάνια ασημένια, σε κάδρα τύπωμα κι’ άλλα πολλά. Αφού απόλαψε όλα αυτά, πάγει με τον Κωλέτη αυτός, ο Κριτζώτης κι’ άλλοι. Τότε έβλεπες, ήταν μια χαρά η πρωτεύουσα – κι’ ο Καλλεφουρνάς ενωμένος – και κλεψές κι’ άλλες ακαταστασίες πλήθος. Πγιάσαν κάτι ξένους σημαντικούς και τους γύμνωσαν. Ήρθε και μια γυναίκα από τη Σμύρνη με μεγάλη κατάστασιν και δυο κορίτζα να τα παντρέψη εις την Ελλάδα και να μείνη εδώ, να φκειάση σπίτι και ν’ αγοράση χτήματα. Πήγαν μίαν βραδειά της πήραν και τα χρήματα και τα τζιβαϊρκά της και τ’ ασήμια της κι’ όλα της τα πράματα. Και διακόνευαν και ζούσαν. Όθεν μίλησαν, δικαιοσύνη δεν είδαν. Τότε κατάντησαν να γένουν άτιμες να τρώνε ψωμί.
     Ένας από αυτούς της κακής συντροφιάς δεν είχε συμμεθέξη εις αυτά τότε, είχε τραβηχτή, αλλά η συντροφιά είχε πίστη εις αυτόν· έρχεται και μου ξηγέται αυτά οπού κάνουν αυτείνοι οι άνθρωποι, δολοφονίες, κλεψές κι’ άλλα. Μου λέγει να μη μαθευτή αυτός και κιντυνεύει εις την ζωή του – να του δώσω έναν πιστόν μου άνθρωπον να πάνε σε μέρος να του δείξη όλα τ’ αντικλείδια και της κλεψές· και τα χρήματα της γυναικός και τ’ ασήμια της κι’ όλο της το βιον και ξένα ρωλόγια κι’ άλλα τα ’χουν ’σ ένα νησί σε μίαν τρύπα. Εγώ ήμουν απλός πολίτης, καμμίαν εξουσίαν δεν είχα· να το ειπώ του δοικητή, είναι σύντροφος του αστυνόμου· του Μεταξά, είχα πολύν καιρό οπού δεν του έκρινα, ούτε μο ’κρινε. Το λοιπόν αποφάσισα να το ειπώ του Βασιλέως, να δώση έναν άνθρωπον κι’ ας υπάγη να ιδή αυτά. Αφού τα είπα της Μεγαλειότης του, μου λέγει· «Μπορείς αυτά να τ’ αποδείξης εις το κριτήριον; – Του λέγω, τι έχει αυτό οπού σου λέγω εγώ με το κριτήριον; Δώσε έναν άνθρωπον πιστόν σου να πάγη μαζί μ’ εκείνον να ιδούνε· κι’ αν είναι αλήθεια όλα αυτά, να πάρης μέτρα, ότι πηγαίνει η κοινωνία κακά· έγινε ρουμάνι η πρωτεύουσά σου και δεν μπορούνε να κινηθούν οι άνθρωποι διά της δουλειές τους». Μου λέγει το ίδιον, να τ’ αποδείξω εις το κριτήριον. Του λέγω· «Δεν έχω καμμίαν δουλειά με τα κριτήρια. Εμένα με κιντυνεύουν καθημένον εις το σπίτι μου κι’ όχι ν’ ανακατώνωμαι εις κριτήρια. – Μου λέγει, εις το εξής να είσαι ενωμένος με τον πρωτοϋπουργόν μου. – Του λέγω, δεν συνείθισα να απατώ απλούς ανθρώπους, όχι την Μεγαλειότη σου. Δεν είμαι σύνφωνος μ’ αυτόν. – Σε διατάττω εγώ να είσαι σύνφωνος! – Του λέγω δεν μ’ έχεις σκλάβον η Μεγαλειότη σου· υπήκογον μ’ έχεις». Σαν του είπα αυτό, βαρυθύμωσε πολύ. Του λέγω· «Το βλέπεις εκείνο το παλεθύρι, Μεγαλειότατε; – Το βλέπω, μου λέγει. – ’Σ εκείνο το παλεθύρι να είναι τρακόσοι, τετρακόσοι υπήκοοί σου, οι πλέον τίμιοι, πολιτικοί, στρατιωτικοί, θρησκευτικοί, εκείνοι οπού σου διατηρούν τον θρόνο σου, και να είναι ο Κωλέτης μ’ έναν με δυο μόνον φίλους του από ’κείνους τους μπερμπάντες ή Κλεομένη, ή Σοφιανόπουλον, ή άλλον τοιούτον, κ’ ένας μόνον από αυτούς να του ειπή· «Ρίξε αυτούς όλους τους τίμιους ανθρώπους κάτου, ειδέ θα πέσω εγώ», έχει τέτοια ψυχή, οπού ρίχνει όλους εκείνους κάτου να σκοτωθούν διά να γλυτώση έναν μπερμπάντη. Για χατίρι αυτεινών των μπερμπάντων είναι έτοιμος να χαλάση κάθε τίμιον άνθρωπον, κάθε ηθική, το Ταμείον, το ιερόν Κράτος σου όλο και να μην αφήση κανένα γερόν πράμα και τίμιον. Και με τους τοιούτους τήρα σε τι άχλιαν κατάστασιν είναι η ίδια σου πρωτεύουσα». Μου λέγει ’σ απάντηση και πάλε να είμ’ ενωμένος. Του λέγω· «Ως κυβέρνησή σου υποτάζομαι, ως άτομον δεν θέλω να ’νεργήση την θέλησή του ’σ εκείνο οπού δεν είναι δίκιον». Το ’καμα το σκήμα κ’ έφυγα. Μαθαίνει αυτά ο Κωλέτης, άρχισε να λαβαίνη μέτρα αναντίον μου κακά. Συχνά έλεγε του Βασιλέα διά να τον αποκοιμίση, κι’ αν μου κάμη τίποτας, να είναι προϊδεασμένος. Του έλεγε· «Αυτός ο Μακρυγιάννης είναι καλός άνθρωπος, όμως απλός κι’ ό,τι του λένε τα πιστεύει· ποτέ δεν ησυχάζει· και είναι επικίντυνος πολύ». Σε λίγον καιρόν γίνονται κι’ άλλες κλεψές από τον αστυνόμον και τους κλητήρες του – μπαίνουν σε ανάκρισιν από τον ’σαγγελέα και μαρτυρούνε τα νέα κλεψιμιά και τα παλιά· μπαίνουν ο αστυνόμος εις την χάψη και οι κλήτορες. Ως την σήμερον είναι χάψη εις το μπουντρούμι της Χαλκίδος κι’ από χρήματα και τζιβαϊρκά οι άνθρωποι ως την σήμερον δεν πήραν τίποτας – ασήμαντα πράματα πήραν, τ’ άλλα τα ’φαγαν όλα αυτείνοι οι καλοί άνθρωποι. Με χιλιάδες μέσα τρόμαξαν να λευτερώσουν τον σύντροφόν τους αστυνόμο Γιαννάκον Κυργιακόν διά την τιμή τους, ότι τους έβαλαν οι άνθρωποι ομπρός κι’ όλες οι ’φημερίδες. Και με πολύν καιρόν τον έβγαλαν από την χάψη.
     Βάλθηκαν να χαλάσουν το Σύνταμα. Φκειάνουν μίαν εταιρίαν πρώτα· ’σ έναν καιρόν να σκοτώσουν όλους τους Σεπτεβριανούς, όσοι δεν βουλλώθηκαν με την βούλλα τους. Τον όρκον τον είχε ο συνταματάρχης Γιώργη Ζέρβας Σουλιώτης εις την κασσέλλα του· κατηχούσαν μ’ αυτόν και πάλε τον έβαιναν μέσα. Ήταν κ’ ένας μ’ εμάς και τον παντύχαιναν δικό τους· κι’ αφού έμαθε αυτά, βήκε έξω μίαν ημέραν ο συνταματάρχης, ο άνθρωπος έκλεψε τον όρκον αυτόν και τον πήγε του Γιάννη Κώστα κι’ αυτός τον ήφερε εμένα. Σύναξα τους Σεπτεβριανούς Κριτζώτη κι’ άλλους και τον είδαν. Σε ολίγες ημέρες έστειλα και του Μεταξά και ήρθε εις το σπίτι μου, ότ’ είχαμεν από τον καιρόν της Συνέλεψης να κρίνη ένας τον άλλον. Αφού τον είδε τον όρκον τρόμαξε. Και τότε του λέγω· «Επειδήτις είχαμεν τέτοια αρετή κι’ ομόνοια παθαίνομεν αυτά, και θα μας φάνε και τα κεφάλια μας· κι’ ας ενωθούμε οπίσου, ίσως και σωθούμεν. Τον Καλλέργη κι’ άλλους τους έκαμαν εξορίαν, εμάς θα μας φάνε». Κ’ ενωθήκαμεν πίσου τον Μάρτιον μήνα το 1845.
     Διατάττει ο Κωλέτης εις το τόξον της γιορτής της 25 Μαρτίου να μην βάλουν την επιγραφή του Συντάματος. Και πηγαίνοντας ο Βασιλέας εις την εκκλησιά κ’ εμείς οι αξιωματικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί – είχε δυο συντροφιές κάμη, μίαν με τον Γιαννάκο τον Κυργιακό κι’ άλλη μ’ άλλους τοιούτους: η μία κομπανία να ειπή «κάτου το Σύνταμα», η άλλη να ειπή «κάτου το Υπουργείον», και τότε να βάλη την στρατιωτική δύναμιν να πελεκήση εμάς. Αυτό το ’μαθα εγώ από φίλον στενόν· και μέσα εις αυτό το σκέδιον ’νεργούσε κι’ αυτός· τους έκανε τον φίλον. Τότε μαθαίνοντας αυτό, αντάμωσα τους οπλαρχηγούς όλους Κριτζώτη, Γρίβα, Παπακώστα κι’ άλλους πολλούς και τους είπα αυτό το σκέδιον· και τους είπα ’κείνη την ημέρα να μην πάμε κανένας εις την εκκλησίαν· κι’ αν ιδούμεν τίποτας να συναχτούμεν όλοι ’σ ένα μέρος και να συνάξωμεν και τον λαόν· κι’ ο αίτιος ας δώση λόγον εις τον Θεόν. Μείναν σύνφωνοι όλοι να συναχτούνε εις το σπίτι μου ως παράμερον μέρος. Το κόμμα του Μαυροκορδάτου ήταν κι’ αυτό πολύ φοβιμένο, ως αγαναχτισμένοι οι άνθρωποι από αυτούς διά τα όσα ακολούθησαν εις την κυβέρνησή τους, και δεν ήξεραν τι τρέχει. Εγώ ήμουν γγισμένος μ’ αυτούς, όχι όμως να θέλω και το κακό τους. Στέλνει ο Μαυροκορδάτος τον Κοντογιάννη κ’ έρχεται εις το σπίτι μου. Του είπε· «Σύρε αντάμωσε τον Μακρυγιάννη κι’ αν είναι κανένα κακόν, θα σου το ειπή, ότι αυτός δεν μπαίνει μέσα εις αυτά». Ήρθε κι’ ο Σπυρομήλιος κι’ άλλοι. Τους είπα τα τρέχοντα και τους είπα τι αποφασίσαμεν· κι’ αν τύχη τίποτας πού θα συναχτούμεν. Τότε μαθαίνει αυτά ο Κωλέτης, στέλνει τον Γαρδικιώτη, πήγαμεν εκεί. Μου λέγει· «Τ’ είναι αυτές οι υποψίες οπού βάνεις των ανθρώπων χωρίς να υπάρχουν; Και πρέπει όλοι να πάτε εις την εκκλησίαν, οπού θα πάγη κι’ ο Βασιλέας. – Του λέγω, δεν πάμεν πουθενά· κι’ ό,τι εργάζεστε τα εργάζεστε μ’ ανθρώπους και οι άνθρωποι τα λένε των ανθρώπων». Φύγαμεν με τον Γαρδικιώτη. Του λέγω· «Αυτός ο άνθρωπος είναι απατεώνας και ξένη κρεατούρα. Εσύ πρέπει να μιλήσης του Βασιλέως και να ’χης τον νου σου». Τότε ο Κωλέτης σαν είδε αυτά, διάταξε τον δοικητή κ’ έβαλε την επιγραφή του Συντάματος εις το τόξον και μίλησε της συντροφιάς τους να νεκρώσουνε αυτό το σκέδιον. Δεν πήγε κανένας απ’ όσους μιλήσαμεν εις την εκκλησίαν, ούτε βήκαμεν από τα σπίτια μας. Άρχισε ο Κωλέτης να λαβαίνη μέτρα αναντίον μου και να στέλνη να με μπλοκάρη την νύχτα μ’ ανθρώπους της εξουσίας2 δια να με κακοσυσταίνη ότ’ είμαι άγριον θερίον της κοινωνίας και πρέπει να λείψω από ’δω, να ησυχάση αυτείνη η κοινωνία.3
     Εις το κατάστημα οπού συνάζονταν οι Βουλές είχαν βάλη μπαρούτι κρυφίως από κάτου να τους αναποδογυρίσουν, όταν συναχτούν. Αυτό μαθεύτηκε, έγινε ένα μεγάλο πατριντί. Εγώ ήμουν αστενής· πήγα εις του Κριτζώτη το κονάκι. Συνάχτηκαν πολλοί οπλαρχηγοί κι’ άλλοι, πιάστη η ομιλία αυτείνη. Εγώ τους είπα πρέπει να προσέχουν εκείνοι οπού φυλάνε βάρδιες και να μην γένωνται παρόμοια. Αυτό είπα. Φιλονίκησαν καμπόσο. Σηκώθηκα κ’ έφυγα. ’Ρεθίζουν το ταχτικόν ότι τους ατίμησα και θέλει ο στρατός ’κανοποίηση από ’μένα. Το Φρουραρχείον με προσκάλεσε να με ξετάξη –σύντροφός τους κι’ ο φρούραρχος – και τρόμαξα να ξεμπερδέψω από την άδικη κατηγορίαν.
     Από τότε οπού έπεσε ο Μαυροκορδάτος και η φατρία του έπεσε όλως διόλου και η επιρροή της Αγγλίας και η δύναμη της Αγγλικής πρεσβείας. Ελαμπρύνθη ο Κωλέτης και η συντροφιά του κι’ όλες οι ξεκλησμένες παντιέρες και οι σαβούρες του τόπου. Κι’ ο πρέσβυς της Γαλλίας ήταν το παν και κοντά εις τον Βασιλέα και εις την Κυβέρνησιν. Και ήταν το «λύσε» και το «δέσε» και γενικός συβουλάτορας σε όλα ο κύριος Πισκατόρης· κι’ αδελφός στενός του πρώτου υπουργού Κωλέτη. Κι’ ό,τι οδηγίες έστελνε ο Φίλιππας ο βασιλέας της Γαλλίας και η κυβέρνησή του εκείνο γένονταν. Κι’ όλος ο αγώνας τους, τόρα οπού έλαβαν επιρροή και τα μέσα εδώ, είναι διά την θρησκείαν· σκολειά γαλλικά, μοναστήρια, εκκλησίες και πλήθος άλλα μέσα και κατήχησες εις τον κόσμο για να προβοδέψουν αυτό το έργον. Μάσαν κι’ όλους τους μπερμπάντες δικούς μας και ξένους κι’ αγωνίζονται εις αυτό το αντικείμενον με μεγάλη προθυμία. Και ποιοι εργάζονται εις αυτό; Μεγάλοι άντρες, βασιλέας πλούσιος από σοφία, από κατάστασιν, από υπηκόγους. Και τι αγωνίζεται αυτός; Ν’ αλλάξη την θρησκείαν ενού ξεψυχησμένου και μικρούτζικου έθνους – να πάρη μισό δράμι νερόν να το ρίξη εις την θάλασσα να την γλυκάνη, να πγη νερό αυτός. Μεγάλε βασιλέα, δεν είναι δική σου δουλειά αυτείνη. Οι θρησκείες είναι έργα ενού ανώτερου βασιλέα, του Θεού. Θέλει αυτός ν’ ακούγη δοξολογίαν ξεχωριστή από την δική σου. Θέλει κάθε έθνος κατά την θρησκείαν του να τον σέβεται, να τον λατρεύη και να τον δοξάζη. Οι ψεύτες και οι κόλακες, οπού σας κάνουν όλους εσάς τους βασιλείς με την γλυκή τους γλώσσα και χάνετε την δικαιοσύνη σας και γίνεστε επίορκοι εις τον Θεόν και δοξολογάτε τον διάβολον, αυτείνοι δεν πιστεύουν Θεόν. Δεν δουλεύουν διά την πατρίδα και θρησκεία αυτείνοι, δουλεύουν οι γενναίγοι άντρες και σκοτώνονται δι’ αυτά. Εκείνοι θέλουν να ’χουν την θρησκεία τους και να δοξάζουν τον Θεόν με το μέσον της θρησκείας, και τότε λέγεστε κ’ εσείς δίκαιοι βασιλείς, επίτροποι του Θεού, όταν τους αφίνετε ελεύτερους εις τα αιστήματά τους. Και ζήτε δοξασμένοι από τους υπηκόγους σας κι’ όχι από τους τεμπέληδες. Όχι να κάθεσαι εσύ, ένας μεγάλος βασιλέας, και να καταγένεσαι ν’ αλλαξοπιστήσης μίαν χούφτα ανθρώπους, οπού ήταν τόσους αιώνες χαμένοι και σβυσμένοι από την κοινωνίαν. Εκείνος οπού τους κυρίεψε τους έκαιγε εις τους φούρνους, τους έκοβε γλώσσες, τους παλούκωνε ν’ αλλάξουν την θρησκείαν τους και δεν μπορούσε να κάμη τίποτας. Τώρα ο Θεός, ο δίκιος και παντοδύναμος, οπού ορίζει κ’ εσένα, ανάστησε αυτείνο το μικρό έθνος και θέλει να δοξάζεται απ’ αυτό το μικρό ορθόδοξο έθνος ορθοδόξως κι’ ανατολικώς, καθώς οι εδικοί σου υπήκοοι τον δοξάζουν δυτικώς. Κ’ εσύ ο μεγάλος χριστιανός δυτικός βασιλέας, ο επίτροπος του Θεού εις τον λαόν σου, πρέπει να προσέχης να ’χη αυτός ο λαός αρετή και ηθική και να τον παρακινής να δοξάζη τον Θεόν κατά την θρησκείαν του· κ’ εσέναν και την πατρίδα του να σας σέβεται, κι’ όχι να χάνης της βασιλικές σου στιμές και της πολυτίμητες· να οδηγής τον «γκενεράλ» Κωλέτη σου, (οπού δεν ήξερε πώς βάνουν την πέτρα εις το ντουφέκι και τον ονόμασες και γκενεράλη· ότι οι Μεγαλειότες σας όλους τους τοιούτους τους τιμάτε και δοξάζετε, ότι αυτείνοι εκτελούν την θέλησή σας), και καταγίνεται να γυρίση από την θρησκεία τους τους απογόνους των παλιών Ελλήνων, τα παιδιά του Ρήγα, του Μάρκο Μπότζαρη, του Καραϊσκάκη, του Δυσσέα, του Διάκου, του Κολοκοτρώνη, του Νικήτα, του Κυργιακούλη, του Μιαούλη, του Κανάρη, των Υψηλάντων κι’ αλλουνών πολλών, οπού θυσιάσαν και την ζωή τους και την κατάστασίν τους δι’ αυτείνη την ορθόδοξη θρησκεία και δι’ αυτείνη την ματοκυλισμένη μικρή τους πατρίδα. Η Μεγαλειότη σου μπορεί να μην τα ξέρης αυτά· ο Κωλέτης και οι συντρόφοι του δεν τα ξέρουν; Ο Μαυροκορδάτος και οι οπαδοί του δεν τα ξέρουν; Και οι άλλες φατρίες δεν τα ξέρουν, να σας ειπούνε, της Μεγαλειότης σας και της συντροφιάς σας, ότι· «Αυτό δεν γένεται εις την θρησκεία μας και εις την πατρίδα μας, ότι αυτείνη η θρησκεία κι’ αυτείνη η πατρίδα είναι δική μας και μας τίμησε κιόλα και μας γιόμισε δόξες, σταυρούς και μας έδωκε βαρυούς μιστούς και έκαμεν Εκλαμπρότατους και μας τιμάει και μας σέβεται, οπού ήμαστε πρώτα τουρκοκόπελα και τώρα εγίναμεν τοιούτοι». Αν είναι τοιούτοι αυτείνοι όλοι, προδότες της θρησκείας τους κι’ όλων των τίμιων ορθόδοξων Χριστιανών, ο Βασιλέας μας διατί αμελεί απάνου εις αυτό; Όταν δέχτη να ’ρθη να βασιλέψη κι’ ορκίστη ότι θα βασιλέψη και θα δοικήση Έλληνες ορθόδοξους χριστιανούς και θα τους διατηρήση θρησκεία, τιμή, κατάσταση και συνταματικώς θα κυβερνάγη – όλα αυτά η Μεγαλειότης του διατί τα αμέλησε και τα τζαλαπάτησε;
     Μάθαινα από ανθρώπους τίμιους ότι η κατήχηση των ξένων αναντίον της θρησκείας μας προοδεύει. Τότε κάπνισαν τα μάτια μου. Πάγω εις τον κουμπάρο μου τον Κωλέτη, τον παίρνω σε μίαν κάμαρη, του λέγω πώς ήρθε εις αυτείνη την πατρίδα, ξυπόλυτος, γυμνός. Οι άλλοι γιατροί οπού ’ρθαν φέραν κι’ από ’να γλυστήρι και γιατρικά και τήραγαν τους αστενείς· «Εσύ, του είπα, ούτε αυτά ήφερες, ούτε αστενείς κύταξες. Ετιμήθης, δοξάστης από την πατρίδα σου. Γιόμωσες σταυρούς, χρήματα· –δεν μας αφίνεις πλέον ήσυχους να ζήσουμεν εδώ εις την ματοκυλισμένη μας πατρίδα με την θρησκεία μας, αλλά μας τζαλαπατάς και μας διαιρείς;» Αφού του είπα πολλά, του λέγω· «Γνωρίζομεν της ενέργειες της μυστικές των ξένων οπού εργάζονται διά την θρησκεία μας – θρησκείαν δεν αλλάζομεν εμείς, ούτε την πουλούμεν! Σου είπα και εις Άργος, όταν γύρισες με τον Αγουστίνο και γέλαγες εμάς τους άλλους· το κεφάλι του Καποδίστρια έγινε μια τρύπα κ’ εσένα θα γένη καυκιά. Τότε, όταν ’σ απάτησαν εις τα νιτερέσια σου και θα σε σκότωναν, γύρισες μ’ εμάς και τρομάξαμεν να σε σώσωμεν και να σωθούμεν κ’ εμείς, όσοι μείναμεν. Τώρα θα γένης κομμάτια από αυτά οπού εργάζεσαι εσύ με τους όμοιους σου κι’ αφίνεις και τους ξένους κ’ εργάζονται διά την θρησκείαν μας». Ήρθε κ’ έγινε κατακίτρινος και πέρασε καμπόσο διάστημα να μου δώση απάντησιν. Μου λέγει· «Η Κυβέρνηση πρέπει να λάβη μέτρα διά ’σένα. – Του είπα, κουσούρι να μην κάμης εσύ και η Κυβέρνησή σου!» Σηκώθηκα κ’ έφυγα. Τότε έστειλε στρατιώτες, την νύχτα, μου τρογύριζαν το σπίτι. Ότι καθώς εγίναμεν κουμπάροι τούς είχε σηκώση· σαν είδε οπού δεν απόλαψε τίποτας από την κουμπαριά του, έβαλε εκ νέγου στρατιώτες και φίλους του πιστούς κι’ αφού με φύλαγαν, έρχονταν και πέτρες εις το σπίτι μου διά να βγω να τους μιλήσω, να κάμουν τον κακό τους σκοπόν. Αυτό το πετροβόλησμα το ακολουθούσαν πάντοτες. Μίλησα του υπουργού του Στρατιωτικού Τζαβέλα, του κάκου. Το ’βαλα εις την ’φημερίδα. Έρχονταν πάντοτες άνθρωποι και μο ’λεγαν να φυλαχτώ, ότι θα με σκοτώσουνε. Μίαν ημέρα έρχεται ο υποστράτηγος Γιατράκος· ήταν κι’ ο Μαμούρης ομπροστά· μου ’χε παραγγείλη κι’ άλλες φορές· αυτός ήταν μ’ αυτούς, όμως ως συναγωνιστή τον είχα και εις τον όρκον πρωτύτερα. Μου λέγει ομπρός εις το Μαμούρη ότι· «Σου παράγγειλα τόσες φορές θα σε σκοτώσουν χωρίς άλλο και θ’ αφήσης τόση φαμελιά εις τους πέντε δρόμους. Σου είπα να ’νωθής μ’ αυτούς, καθώς ενωθήκαμεν όλοι· εσύ δεν θέλεις. Σαν δεν θέλης, φυλάξου, ότι θα σε σκοτώσουν. Έχεις πολλούς οχτρούς. – Του λέγω, οχτρούς αν τους έκαμα, δεν λυπώμαι, ότι κακό κανενού δεν έκαμα διά το νιτερέσιον μου. Όταν μου πειράζουν την πατρίδα μου και θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα ’νεργήσω κι’ ό,τι θέλουν ας μου κάμουν». Είχε κάμη μεγάλη κάψη· και οι κόρυζες και τα κουνούπια μας αφάνισαν κλεισμένους όλους μέσα· και μ’ αρρώστησε όλη μου η φαμελιά.
     Μίαν ημέρα καθόμουν εις την κρεββάτα· ήταν κι’ άλλοι άνθρωποι, και μιλούσαμεν. Απόξω τα τείχη του περιβολιού μου πέρναγαν δυο άνθρωποι, και καταπάταγαν τον τόπον. Λέγει ένας· «Αυτείνοι δεν είναι καλοί άνθρωποι». Και πιάσαμεν πάλε την ομιλίαν. Το βράδυ ήρθαν εναδυό φίλοι εις το σπίτι μου κι’ ο δήμαρχος των Μεγάρων. Φάγαμεν ψωμί. Έπεσαν να κοιμηθούν εις την ταράτζα· και είχα και δυο τρεις δικούς μου. Την νύχτα σηκώθηκα· από μέσα το περιβόλι μου, εις τ’ αγκωνάρι του σπιτιού μου φύλαγαν άνθρωποι, μο ’δωσαν ένα ντουφέκι – πέρασε από το μπλέφαρό μου· δεν με πήρε. Ρίχτηκα εγώ πήρα το ντουφέκι μου, έρριξα· έρριξαν κ’ εκείνοι πάλε. Φύγαν. Τότε βήκαμεν έξω αναντίον αυτεινών. Πήραν ποδάρι, νύχτα, φύγαν. Ήταν και τ’ Αλώνια – ανακατεύτηκαν οι άνθρωποι. Άλλοι, συντρόφοι τους αυτεινών, έλπιζαν ότι με σκότωσαν· είπαν· «Τρόμαξε να βγη όξω η νύφη, οπού κοπιάζαμεν τόσον καιρό». Αυτό τ’ άκουσαν οι άνθρωποι εις τ’ Αλώνια, δεν γνώρισαν τους ανθρώπους. Την ημέρα ήρθε ο αστυνόμος, ο μοίραρχος – της συντροφιάς τους – να ξετάσουνε. Δεν θέλησα να τους μιλήσω τίποτας.
     Τότε έφκειασα μίαν έκθεσιν εις τον τύπον, έβαλα και την κόπια του όρκου, οπού θα σκότωναν τους Σεπτεβριανούς, και τ’ άλλα όλα. Σηκώθηκα και πήγα και μίλησα και του Βασιλέα καμπόσα και του υπουργού του Στρατιωτικού. Τους είπα, εις το εξής τόμως ιδώ άνθρωπον οπού να με φυλάγη, θα ρίξω να τον σκοτώσω. Τότε με προσκαλεί ο υπουργός του Στρατιωτικού και βάνουν ανακριτάς και μ’ ανάκρεναν τόσες ημέρες. Προσκάλεσα κι’ όσους ήταν εις το σπίτι μου μάρτυρες. Ο Γιατράκος αρνήθη όλως διόλου, οπού τον άκουσε κι’ ο Μαμούρης, ο Χατζηχρήστος κι’ άλλοι τόσοι αξιωματικοί. Τον φώναξε ο Κωλέτης και οι συντρόφοι του κ’ έγινε επίορκος. Σε λίγον καιρόν έφκειασαν του αδελφού του το κεφάλι εις την πατρίδα του σκαφίδα, τον δολοφόνησαν την νύχτα. Τότε βάργε το κεφάλι του ο υποστράτηγος.
     Οι Βουλές κι’ όλες οι ’φημερίδες θέλανε η Κυβέρνηση ν’ αποδείξη τους αίτιους της εταιρίας οπού ’ναι αναντίον των Σεπτεβριανών και του Συντάματος. Έβαλαν ’πιτροπή οι Βουλές να συναγροικιέται με την Κυβέρνησιν περί αυτής της εταιρίας. Ο Κωλέτης αντίς διά τον συνταματάρχη Ζέρβα, οπού ’χε τον όρκον, το έρριξε εις έναν Αντώνη Πατέρα λοχαγό. Τον φαρμάκωσαν κι’ αυτόν, πέθανε. Και γύρα γύρα, σήμερα ταχιά, σαν είδε ότι το πράμα χοντραίνει, γύρισε και καμόσους από την ’πιτροπή βουλευτές και γερουσιαστές κ’ έμεινε ως την σήμερον νεκρό και παγωμένο.
     Εγώ, αφού έγινε η μεταβολή της Τρίτης Σεπτεβρίου και κατατρέχτηκα απ’ ούλους αυτούς, Μεταξά, Μαυροκορδάτο, Κωλέτη και συντροφιές τους, ακολουθούσα να ’νεργάω τον όρκον διά τα έξω· κ’ έστελνα τίμιους ανθρώπους και κατηχούσαν· και σύσταιναν και ’πιτροπές. Κι’ αγροικιώμουν παντού μέσα κ’ έξω. Και μο ’στελναν κ’ εμένα ανθρώπους και γράμματα. Ήρθε ένας άνθρωπος από την Γουργαροσερβία στελμένος ’σ εμένα και εις τον Χατζηχρήστο και τον Κωλέτη, επειδή ήταν εις τα πράματα και είχε κι’ αυτός αυτείνη την ιδέα και την μίλησε και εις το βήμα της Συνελέψεως. Από τους ανθρώπους οπού ’στελνα έξω, ως φαίνεται, κανένας είχε φίλον κι έναν σημαντικόν Τούρκον – ήταν αναντίος του Σουλτάνου. Σαν έγινε η μεταβολή της Τρίτης Σεπτεβρίου κ’ έμαθε ο Τούρκος αυτός ότι ’νέργησα κ’ εγώ κατά δύναμιν, υποπτεύτηκε να μην κινηθούμεν μ’ αυτείνη την ορμή και διά έξω αναντίον τους. Βρίσκει ο Τούρκος εκείνος έναν φρόνιμον Ρωμιόν και τον ορκίζει και του δίνει τα μέσα και του λέγει να ’ρθή να μ’ ανταμώση. Μου λέγει· «Ο τάδε Τούρκος μ’ έστειλε να σ’ ανταμώσω – να μην ξέρη άλλος κανένας, ότι προδίνεται και χάνεται. Μου είπε να σου ειπώ, αν έχετε σκοπόν να κινηθήτε όποτε είναι καιρός, να βάλωμεν ένα καβούλι να μας φυλάξετε τιμή και κατάστασνι και να ’χωμεν κ’ εμείς τα ίδια δικιώματα· κι’ αυτός σας βρίσκεται με δέκα χιλιάδες ανθρώπους». Έκατζε ’δω καπόσες ημέρες. Του λέγω μίαν ημέραν· «Να πας να ειπής αυτά του Κωλέτη». Τον έπιασε τρομάρα τον άνθρωπον. «Δεν πηγαίνω, μου λέγει, εις αυτόν, ότι χανόμαστε. –Του λέγω, να πας καθώς θα σου ειπώ εγώ, ότι θέλω να μάθω τι φρονεί αυτός διά τα έξω· να τον ορκίσης και να του ειπής «ένας Τούρκος μ’ έστειλε» – ούτε τ’ όνομά του, ούτε την πατρίδα του· και να του ειπής όσα μου είπες εμένα. «Και μ’ έστειλε, να του ειπής, ’σ εσένα και εις τον Μακρυγιάννη, κι’ όποτε είναι καιρός αγροικιέστε εσείς οι δυο μ’ εμένα κ’ εγώ μ’ αυτόν». Και του είπα· «Να μην του ειπής ότι μ’ αντάμωσες εμένα και μου μίλησες, αλλά πρωτοπήγες εις αυτόν». Πήγε τον αντάμωσε και του είπε να πάγη το βράδυ, του λέγει αυτά κι’ ότι τον έστειλε ο Τούρκος ’σ αυτόν και ’σ εμένα. Του λέγει ο Κωλέτης· «Να μην πήγες εις αυτόν; – Όχι. Πρώτα ήρθα εις την Εκλαμπρότη σου, έτζι είμαι διαταμένος. – Μην πας ’σ αυτόν τον μπερμπάντη. Αυτός είναι εις την οργή του Βασιλέως, ότι απάτησε τον λαόν και τους όρκισε και τους πήρε της υπογραφές τους κ’ έκαμε αυτό το μπερμπάντικο πράμα. Και μ’ αυτό οπού ’καμεν θα λάβη τα ’πίχειρα της κακίας του». Τον ορκίζει να μη μου ειπή εμένα παρόμοιον, ούτε αλλουνού αυτό. Του είπε ότι αυτός έχει ’νεργήση και μ’ άλλους σημαντικούς κι’ όποτε είναι καιρός, «έχομεν όλες της ετοιμασίες και θα λευτερώσουμεν όλα αυτά τα μέρη». Πήγαν άνθρωποι πολλοί – του είπε να γυρίση την άλλη ’μερα να του μιλήση ακόμα. Τον άνθρωπο τον στένεψε να μάθη τ’ όνομα του Τούρκου. Έρχεται μου λέγει αυτά, καταλυπημένος διατί να τον στείλω εκεί, και μπορεί να προδοθή. Του λέγω· «Αυτά ήθελα να μάθω εγώ. Σήκου να πας εις την δουλειά σου και να μη ματαπατάς εις αυτόν». Του είπα τι να μιλήση και του Τούρκου. Και πάγει κι’ αυτός εις την δουλειά του· και δεν τον ματάειδε ο Κωλέτης. Και βήκα κ’ εγώ από την απάτη, οπού νόμιζα κάτι μπορεί να βγη από αυτόν διά τους αδελφούς μας τους σκλαβωμένους.
     Αφού κι’ ο Μεταξάς τον γνώρισε καλά, απαρατήθη. Είναι η αλήθεια ότι εις την Οικονομίαν όσο εστάθη έκαμεν τα χρέη του πολλά τίμια και πατριωτικά· κι’ ωφέλησε το δημόσιο κι’ άφησε και καμόσα χρήματα εις το ταμείον. Και βγαίνοντας αυτός, τα πάστρεψε ο Κωλέτης και η συντροφιά. Πήρε με το μέρος του πολλούς βουλευτάς πολιτικούς και στρατιωτικούς ’διοτελείς όλους, Κριτζώτη, Γριβαίους, Παπακώστα κ’ επίλοιπους κ’ έκαμεν διά ’νεργείας αυτεινών τους κακούς του σκοπούς – ωφελήθηκαν κι’ αυτείνοι. Κι’ αφού τους καταλάσπωσε, τους δίνει μίαν κλωτζά. Και τους κατατρέχει όλους. Τότε κι’ αυτείνοι θέλησαν να δείξουν τα πατριωτικά τους αιστήματα εις την Βουλή – γύρισαν με την αντιπολίτεψιν. Ο Κωλέτης είχε κάμη όλα του τα θελήματα εις την Βουλή και τότε οπού δεν τους είχε ανάγκη τους κυνήγησε. Και γίναμεν συντρόφοι. Όταν ήταν μ’ αυτόν με κατάτρεχαν κι’ αυτείνοι όλοι. Τώρα μο ’λεγαν· «Πώς τον γνώρισες εσύ κ’ εμείς απατηθήκαμεν; – Κ’ εσείς, τους είπα, τον γνωρίζεταν καλύτερα από ’μένα, όμως η ’διοτέλεια τα ’κανε αυτά».
     ’Νέργησα κ’ έγιναν συντρομηταί εισέ όλο το Κράτος και κάμαμεν μίαν εφημερίδα «Εθνοκρατία» και βαρούγαμεν με φρονιμάδα τα κακά. Αυτείνη η ’φημερίδα πείραζε τον Κωλέτη και συντροφιά του διατί μιλούσε με ηθική κ’ έλεγε τα σφάλματά τους. Ήταν τρεις καλοί νέοι και με μεγάλη αρετή οπού γράφαν κ’ εγώ ήμουν ταμίας.
     Ένα βράδυ, τη νύχτα, να ένας άνθρωπος βαλμένος να με δολοφονήση. Ήξερε την ώρα αυτείνη, οπού καθόμουν μόνος μου εις την κάμαρά μου, παράμερη. Είχε κι’ άλλους τέσσερους ανθρώπους· δυο άφησε εις την αυλόπορτα, δυο ήφερε απάνου εις την άλλη πόρτα κι’ αυτός μπήκε μέσα. Είχαν και τα διαβατήρια τους βγαλμένα από τρεις ημέρες πρωτύτερα. Μπήκε μέσα, είδε τους ανθρώπους, μου λέγει· «Έβγα ’στην σάλλα, κάτι θα σου μιλήσω μυστικά. – Του λέγω, μίλησέ μου εδώ. – Όχι, λέγει, έξω. – Σύρε, του λέγω, εις την σάλλα κ’ έρχομαι». Μπήκε εις την σάλλα. Οι άνθρωποί μου έτρωγαν ψωμί κάτου εις το υπόγειον κλεισμένοι όλοι, ότ’ ήταν κρύο πολύ. Τότε τους λέγω να ’ρθουν απάνου. Εγώ πήρα το μαχαίρι μου και το είχα από κάτου εις την καπότα μου· και πήγα κ’ έκατζα κοντά του, εις τα δεξιά του. Του λέγω· «Τι ορίζεις, αδελφέ; Άλλη βολά εις το σπίτι μου δεν εκόπιασες. – Ήρθα κι’ άλλη βολά, μου λέγει, με τον αρχηγό μου τον Γρίβα. – Τι θέλεις τώρα τη νύχτα; – Θέλω, λέγει, ωρέ, τα δίκια μου! – Τι δίκια ζητείς από ’μένα; Βασιλέας είμ’ εγώ, Κυβέρνηση είμαι, Βουλές είμαι; Ο αρχηγός, οπού είσαι, είναι Γενικός Επιθεωρητής, είναι βουλευτής. Εγώ είμαι ένας ιδιώτης κατατρεμένος· κάθομαι εις το σπίτι μου. – Από ’σένα θέλω τα δίκια μου!» Εις τον ίδιον καιρόν μπήκαν και οι άνθρωποί μου μέσα. Τότε άρχισε να χάνη την γενναιότητα. Του είπα· «Πήγαινε εις την δουλειά σου και να μη ματαρθής εδώ». Βγαίνοντας έξω, είδαμεν και τους συντρόφους του αρματωμένους. Αυτό το πράμα το είπα κι’ αλλουνών, κ’ ένας φίλος μού είπε ότ’ είχαν βγάλη και τα διαβατήρια τους προ ημερών – ήταν εις την αστυνομίαν όταν τα ’βγαλαν. Ούτε πήγαν πουθενά. Κι’ όταν πήγαν εις την παταρίδα τους το καυκήθηκαν αυτό, έμαθα, μ’ όλον οπού δεν πέτυχαν τον σκοπόν τους.
     Αφού ο Κωλέτης έκαμεν την δουλειάν του καθώς ήθελε με της Βουλές, τότε τους διάλυσε για να ’νεργήση να γένουν νέες. Τότε ο Κριτζώτης, Γρίβας, Παπακώστας, Μαμούρης κι’ άλλοι ενώνονται με τον Μεταξά και Μαυροκορδάτο και γίνονται ένα. Μου λένε κ’ εμένα να ενωθώ. Τους λέγω δεν θέλω μήτε υπέρ, μήτε κατά. Όταν ιδώ πράματα πατριωτικά και φρόνιμα, είμαι μαζί τους, ειδέ δεν είμαι· «Και δεν είμαι και προδότης να σας προδίνω», είπα του Μεταξά και Μαυροκορδάτου. Ο Κωλέτης, σαν φύγαν αυτείνοι, μου στέλνει τον Γαρδικιώτη να πάγω, με θέλει. Σηκώθηκα πήγα. «Αγαπητέ κουμπάρε, τόσον καιρόν εδώ πλησίον σου και να μην έρθης να σε ιδώ; – Του λέγω, έχεις πολλές δουλειές και δεν σε βαρύνω κ’ εγώ με την παρουσίαν μου. Τι με θέλεις; – Σε θέλω να σε ιδώ». Του λέγει ο Γαρδικιώτης· «Ο Μακρυγιάννης είναι κουμπάρος μας, να έμπη τώρα εις της εκλογές της νέες βουλευτής αυτός κι’ ο Βλάχος, να ’μπης κ’ εσύ κι’ ο Καλλεφουρνάς. Και να ενωθούμεν όλοι. – Αγαπητέ Γαρδικιώτη, ο Μακρυγιάννης να ’μπη βουλευτής; Εγώ τον έχω να τον κάμω γερουσιαστή! Εγώ θα τον κάμω αρχηγό της Εθνοφυλακής, θα τον κάμω ’πασπιστή του Βασιλέως – όσα μιλήσαμεν οι τρεις όταν ορκιστήκαμεν· κι’ όποτε βρούμεν τον καιρόν, να τηράξωμεν διά τα έξω, ν’ αξήνωμεν την πατρίδα μας. Ο Μακρυγιάννης έφκειασε αυτό το τραπέζι, οπού καθόμαστε, και μας σύναξε όλους· κι’ αφού το ’στρωσε, σηκώθη κ’ έφυγε και μας άφησε μοναχούς. Εγώ του είχα τον Μεγαλόσταυρον έτοιμο. «Ο Μακρυγιάννης (λένε του Βασιλέα, λένε εμέναν) κάνει νέους όρκους και παίρνει υπογραφές». Εγώ λέγω του Βασιλέα· «Ψέματα, Μεγαλειότατε». Ο «Μακρυγιάννης τώρα εις της νέες Βουλές πρέπει να συντρέξη την Κυβέρνησιν να μπούνε εκείνοι οπού θα διορίσω κ’ εγώ, διά ν’ ακούγεται και εις τους έξω ανθρώπους ότι ο Κωλέτης είναι με το μέρος του...4 και τον υπολήπτονται οι Έλληνες. Ο Μακρυγιάννης πρέπει εις το εξής να είναι με το πνεύμα της Κυβερνήσεως. – Κύριε Κωλέτη, στάσου να σου μιλήσω κ’ εγώ. – Σ’ ακούω, αγαπητέ. – Δεν ήρθα μόνος μου εδώ· έστειλες τον Γαρδικιώτη και με φώναξες: Ούτε βουλευτής θέλω, ούτε γερουσιαστής, ούτε αρχηγός, ούτε ’πασπιστής, ούτε σταυρό – ούτε εσύ μου τα δίνεις, ούτε εγώ τα φαντάζομαι. Υπογραφές κι’ όρκους νέους οπού μου λες δεν έκαμα και κανένας από σας δεν θέλω να έχη εσπλαχνία ’σ εμένα. Ομιλίες και συνωμοσίες είχα κάμη νέες, να βάλω εσέναν ’στα πράματα και τους φίλους σου, οπού είσαστε ως την σήμερον. Εις αυτείνη την συνωμοσίαν έβαλα και τον ίδιον Βασιλέα, να σε βάλη εις τα πράματα, οπού είσαι. Αν έστρωσα το τραπέζι και κάθεστε και τρώτε εσείς, αν έφαγα καμμίαν χαψιά, να σας πλερώσω το κόστος. Συντροφιά δεν θέλω αν δεν ιδώ να κυβερνάγη η αρετή κι’ ο πατριωτισμός. Τι με γυρεύεις σύντροφον; Εσύ στέλνεις ένα λόχο και κάποτε δυο και με τρογυρίζεις ως να «ήμουν ο μεγαλύτερος κακούργος, διά να με δείχνης εις τον κόσμον και εις τον Βασιλέα ότ’ είμαι τοιούτος κ’ εσύ προσέχεις διά ’μένα τον κακόν άνθρωπον, διά ν’ ασφαλίσης το Κράτος και τον Βασιλέα από ’να ληστή. Πόσες ληστείες είδες από ’μένα κι’ απ’ όσους οδηγούσα όταν ήσουνε εις τα πράματα, εις την Επανάστασιν; Τότε οπού ήμουν νέος και χωρίς γυναίκα και παιδιά, ήμουν φρόνιμος· τώρα οπού γέρασα και είμαι φορτωμένος τόσον κόσμο φαμελιά, τρελλάθηκα; Θα κάτζω εις το σπίτι μου· ούτε την Κυβέρνησιν βοηθώ, ούτε είμαι αναντίος της. Κι’ αυτείνη την υποψίαν οπού ’χεις, τώρα οπού τραβήχτη ο Κριτζώτης και οι άλλοι, να μην ενωθώ μ’ εκείνους, δεν ενώνομαι, ότ’ είναι εγωιστές και δεν κάνουν δουλειά πατριωτική». Και σηκώθηκα κ’ έφυγα.
     Ο Κριτζώτης, Γρίβας, Μαμούρης, Παπακώστας κι’ άλλοι ενώθηκαν με τον Μεταξά, Μαυροκορδάτο κι’ άλλους και πάνε διά της νέες εκλογές να κάμουν δύναμιν να ’ρθούνε αναντίον της Κυβέρνησης. Και συνομίλησαν να γένη μίαν ημέρα κίνημα παντού, ώστε η Κυβέρνηση να μην μπορή να προφτάση. Δεν ήταν πατριωτική η καρδιά τους. Πήγε ο Γρίβας εις την Βόνιτζα, σήκωσε την σημαία. Τον πλάκωσαν χωρίς να ρίξη ντουφέκι, τον έρριξαν εις την θάλασσα. Αν δεν τον σώναν οι Άγγλοι, ήταν χαμένος. Πήγε εις την Αγιομαύρα με καμμίαν ογδοηνταριά ανθρώπους οπού ’χε, έκατζε καμόσες ημέρες κι’ από ’κει πήγε εις την Πρέβεζα κι’ από ’κει ’στα Γιάννενα. Τελειώνοντας αυτός, σηκώνεται ο Φαρμάκης μ’ άλλους εις τον Έπαχτον. Παίρνει ο Μαμούρης του Μεταξά και Μαυροκορδάτου τριάντα πέντε χιλιάδες δραχμές, οπού σύναξαν συνεισφορά διά να βοηθήσουνε αυτό το κίνημα, τους γέλασε και γύρισε με την Κυβέρνησιν. Πήγε και σκοτώνεταν με τους συντρόφους του, τον Φαρμάκη και τους άλλους. Γύμνωσε κι’ ένα χωριόν, κεφαλοχώρι του Κράβαρι, οπού ήταν ο Φαρμάκης μέσα και τ’ άφησε κ’ έφυε· μπήκε ο Μαμούρης με το φουσσάτο της Κυβέρνησης, δεν τους άφησαν ούτε στάχτη. Καταπολέμησαν τον Φαρμάκη, τον νίκησαν. Τον έπιασαν μ’ άλλους και τον πήγαν εις το Παλαμήδι. Σηκώνεται ο Κριτζώτης εις την Χαλκίδα. Πάγει ο Γαρδικιώτης μ’ όλη την δύναμη, πολεμούν. Κόβει το κανόνι το χέρι του Κριτζώτη. Σώθη εις την Χιόν. Ρήμαξε το Γριπονήσι το φουσσάτο κι’ ο αρχηγός Γαρδικιώτης. Και σκοτώθη τόσος κόσμος. Σηκώνεται ο Παπακώστας, Κοντογιανναίγοι, Μπαλατζός, Βελέτζας κι’ άλλοι πολλοί, δεν μπόρεσαν να κάμουν τίποτας. Πάνε εις την Τουρκιά. Καταφανίστηκαν κι’ αυτείνοι κι’ ο τόπος. Οι πολιτικοί αρχηγοί τους εδώ νεκρωμένοι· με δόλο το ένα μέρος με τ’ άλλο ’μονοιασμένοι, με τα χείλη κι’ όχι με την καρδιά· άλλα ’νεργούσε το ’να το μέρος και το άλλο άλλα. Όσοι σηκώθηκαν έπαθαν κι’ αυτείνοι, οι δυστυχισμένοι, κι’ ο τόπος ’σ άχλιαν κατάστασιν.
     Όταν σηκώθηκε ο Βελέτζας με τους άλλους, ηύρα κ’ εγώ τον διάβολό μου. Ο υπουργός του Πολέμου ο Τζαβέλας είπε ότι του έδωσα τα μέσα και τον έβγαλα έξω κι’ ότι και του Κριτζώτη του έστειλα ανθρώπους· κι’ αν ανακατώθηκα εις αυτά όλα, είμαι άτιμος άνθρωπος. Με φύλαξε ο Θεός και με φώτισε, ότι έβλεπα την συντροφιά τους ολουνών, και στρατιωτικών και πολιτικών, και την ’λικρίνειαν τους, και δεν ανακατώθηκα. Και τρόμαξα να σωθώ από αυτείνη την αδικίαν. Ότι με διαβάλαν και εις τον Βασιλέα.
     Ο Κωλέτης άρχισε να κάμη της εκλογές. Αν δεν είχαν οι συντρόφοι του ψήφους πολλούς κατά τον νόμον, γιόμιζαν της κάλπες αυτοί και της Κυβέρνησης τα όργανα. Παντού εις το Κράτος γίνηκαν σκοτωμοί κι’ αφανισμός των κατοίκων. Ο Κωλέτης πήρε όλες της εκλογές, κι’ ο Μαυροκορδάτος ούτε εις της εκατό μία. Έχει όμως την δόξαν ο Μαυροκορδάτος ότι ’σ της πρώτες εκλογές έδειξε αυτός με τους συντρόφους του το παράδειμα. Βήκε κι’ ο Κωλέτης από την Αθήνα βουλευτής κ’ έβγαλε και τον Καλλεφουρνά, τον Βρυζάκη και Πετράκη, ανθρώπους της μπιστοσύνης του. Τ’ άλλο το μέρος Μεταξάς, Βλάχος, Ζαχαρίτζας, Σκουρτανιώτης απέτυχαν. Εγώ καθόμουν εις το σπίτι μου, δεν ανακατώθηκα ούτε ’στο να το μέρος, ούτε ’στ’ άλλο. Αφού ο Κωλέτης κιντύνεψε τον Κριτζώτη κι’ αλλουνούς και τους έδιωξε από την πατρίδα τους, οπού ’χυσαν το αίμα τους εις τους κιντύνους της, και πάνε εις τους Τούρκους να βρούνε άσυλο, ήρθε και η αράδα η δική μου να με βγάλη από τα μάτια του. Κάνει συβούλιον με τους φίλους του πώς να μπορέσουν να με συλλάβουν την νύχτα. Έρχονταν και με φύλαγαν να βρούνε καιρό. Φίλοι ήρθαν μου είπαν ότι μιλούσε αυτός ο καλός άνθρωπος αυτά ’σ ενού Δεσπότη φίλου του το σπίτι, οπού οϊντίζει κ’ εκεινού του άγιου ανθρώπου η ψυχή μ’ εκεινού. Ήρθαν κι’ άλλοι, οπού άκουσαν τα ίδια μέσα-εις την Γραμματείαν. Είδα και τους ανθρώπους οπού με τρογύριζαν εκ νέου να μου κάμουν αυτείνη την τιμή. Άλλοι με βιάζαν να φύγω να σωθώ. Εγώ τους έλεγα από το σπίτι μου δεν μπορώ να φύγω κι’ ό,τι μ’ εύρη να μ’ εύρη εδώ. Τότε κάθομαι και φκειάνω μίαν έκθεσιν κ’ έλεγα πώς με ζήτησε ο Κωλέτης τόσες φορές και τι ήταν οι σκοποί του, τι δουλεύει διά την πατρίδα και θρησκεία, πως πιάστηκα μ’ αυτόν, πώς έστειλε εις το υστερνό το Γαρδικιώτη και πήγα εκεί· κι’ ό,τι μου είπε κι’ ό,τι του είπα. Το ’φκειασα αυτό, το ’δωσα ενού φίλου μου· του είπα, αν κλειστώ εις το σπίτι μου –με βιάσουν αυτείνοι, ή με διώξουν, ή με σκοτώσουνε – αυτός ευτύς να το δώση εις τους τύπους· και τους όρκιζα όλους να το βάλουν. Έσασα τ’ άρματά μου όλα, μίλησα και πέντ’ έξι παιδιών να ’τοιμαστούν να το βροντήσουμεν ώσο να λυώσουμεν. Έτοιμοι αυτείνοι οι αγαθοί άνθρωποι· «Πεθαίνομεν, μου λένε, όποτε θέλεις!».
     Τότε έκρινα εύλογον να πάγω να τους μιλήσω πρώτα εκεινών. Πήγα εις τον Γαρδικιώτη, οπού ήταν παρών όταν μίλησα του Κωλέτη, οπού ’ρθε ο Γαρδικιώτης και με πήγε. Δεν τον ηύρα το Γαρδικιώτη. Είχε πάγη εις την Κόρθο να συβιβάση τα οτζάκια των Νοταράδων, ότι τρώγονταν. Πήγα εις τον Παλαμήδη· ήταν υπουργός του Εσωτερκού. Του είπα όσα μου κάνει ο αφέντης του κι’ αυτείνοι και να τα ειπή του Βασιλέα όλα κι’ εκεινού του μπερμπάντη. Μου είπε ότι πάγει και μιλεί, όμως την έκθεση να μην τη δώσω εις τον τύπον. Πήγε και μίλησε. Συχρόνως ήρθε κι’ ο Γαρδικιώτης. Του μίλησα κι’ αυτεινού. Το δειλινό βλέπω τον κουμπάρο μου τον Κωλέτη κ’ έρχεται εις το σπίτι μου και μου κάνει χιλιάδες τζιριμόνιες· κι’ έκατζε περίτου από τέσσερες ώρες. Ούτε καταδέχτηκα να του μιλήσω δι’ αυτά, ούτε μου μίλησε· αλλά μου είπε πρέπει να ετοιμαζώμαστε διά έξω – όσα είχαμε μιλημένα προ καιρού. Ότι έστειλε τα μέσα του Γκιουλέκα και πολεμάγει εις την Αρβανιτιά και να μην τον αφήσουμεν να χαθή. Μου είπε αυτά κ’ έφυγε. Μου σήκωσε και τον μπλόκον.
     Σε δυο τρεις ημέρες τον κολλάγει ένας νεφρίτης και γύριζε και φώναζε νύχτα και ημέρα. Του βαστήχτη το κάτουρό του. Μαζώχτηκαν όλοι οι γιατροί. Πήγε κι’ ο Βασιλέας τόσες φορές. Τον έκαμε κι’ αντιστράτηγον. Είδε οπού θα πεθάνη, συβούλεψε τον Βασιλέα να μην αλλάξη το σύστημά του – και το βαστάγει ως την σήμερον. Μπήκε ο Τζαβέλας πρωτοϋπουργός. Τον έκαμαν βουλευτή, ή να ειπώ καλύτερα έγινε μόνος του με την βοήθεια της συντροφιάς του· γιόμωσαν της κάλπες ψήφους. Κ’ έδειξε κι’ αυτός αρετή και δείχνει σαν τον μακαρίτη κατά της οδηγίες οπού άφησε εις τον πεθαμό του – δεν αλλάξαμεν ούτε γιώτα. Και κυβερνιώμαστε και τώρα καθώς πρώτα και χερότερα. Και σε όλες της τάξες από την μεγαλύτερη και κάτου και εις την Κυβέρνησιν και Βουλές και παντού εις το Κράτος δεν γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του. Κλεψές ’στα ταμεία και ’στα ’σοδήματα, ληστείες. Η αρετή, η αλήθεια, ο πατριωτισμός εχάθηκαν. Ότι όποιος έχει αυτά τον κιντυνεύουν, κι’ όθεν ψεύτης και κατρεγάρης και κλέφτης, ή ντόπιος ή ξένος, εκείνος έχει την τύχη του.
     Τον Μαυροκορδάτο και Μεταξά και συντρόφους τους κατατρέχουν επειδήτις ήταν αντιπολιτευόμενοι κ’ έγιναν αυτά τα κινήματα έξω, χωρίς να βγάλουν κι’ αυτείνοι κάνα πατριωτικόν αποτέλεσμα· ότι ποτές δεν στοχάστηκαν πατριωτικώς και να είναι σύνφωνα και τα δυο μέρη, αλλά άλλα έκανε το ’να το μέρος κι’ άλλα το άλλο· και τους ανθρώπους τους έχασαν, οπού τους άκουγαν, και η πατρίδα έπαθε τόσα κακά.
     Είχε έρθη ένας αξιωματικός – είχε αγωνιστή εδώ και είχε πάγη εις την Σερβογουργαρίαν· ήταν από ’κείνα τα μέρη – τον έστειλαν από ’κει έμποροι κι’ άλλοι να ’ρθη εις τον Χατζηχρήστον και ’σ εμένα να μας ειπή εκεινών την κατάστασιν και την ετοιμασίαν τους και να του ειπούμεν κ’ εμείς τα εδώ· λέγοντας αυτά του Χατζηχρήστου – δεν είχε έρθη ακόμα ’σ εμέναν – αυτός ο ευλογημένος, άκακος άνθρωπος κι’ ως ’πασπιστής του Βασιλέως, του το είπε· το είπε και του Γαρδικιώτη. Ύστερα μου το είπαν κ’ εμένα. Του λέγω του Χατζηχρήστου να πάη να ειπή του Βασιλέα ότι εγώ δεν ανακατώνομαι εις αυτά – πρέπει να τα ξέρη πρώτα η Μεγαλειότης του· ότι και τα καλά είναι δικά του και τα κακά. Το είπαν αυτό του Βασιλέα και του άρεσε. Τότε πήρα τον Χατζηχρήστο και πήγαμεν εις τον Γαρδικιώτη και του είπα, αυτά θέλουν μυστικότη και να ’νεργούνε άνθρωποι με συνείθησιν και πολύ μυστικοί, ότι κιντυνεύομεν από τους δυνατούς. «Κι’ αν θέλετε, ν’ αγροικιέσαι εσύ, Γαρδικιώτη, κι’ ο Χατζηχρήστος κ’ εγώ· και τον Βασιλέα να τον έχωμεν πολύ φυλαμένον». Του άρεσε κι’ αυτεινού. Το είπε και της Μεγαλειότης του και τ’ άρεσε. Τότε πηγαίνω και του λέγω· «Αυτά θέλουν και ικανούς ανθρώπους εις τα πράματα και καταξοχή εις το υπουργείον του Πολέμου. Ο Τζαβέλας δεν είναι άξιος εις αυτά». (Κι’ όταν ζούσε ο Κωλέτης και ύστερα αυτός έστειλαν προξένους παντού ανίκανους τους περισσότερους. Ο Τζαβέλας είχε κάμη μίαν εταιρίαν με τον Τισαμενόν, Βέικον, Χατζηπέτρο κι’ άλλους και γελούγαν τους ανθρώπους έξω ότι θα κινηθούν αναντίον της Τουρκιάς· και συνάχτηκαν τόσα χρήματα παντού – τα ’φεραν αυτεινών και τα ’φαγαν όλα χωρίς να χρησιμέψουν πουθενά. Και τότε πιάστηκαν αναμεταξύ τους και τα ’βαλαν αυτά όλα εις τους τύπους και το ’μαθε κι’ όλη η Ευρώπη· και η Τουρκιά πειράχτη πολύ· κ’ έπαθαν τόσοι χριστιανοί. Τι κάνει ο Θεός! Καίγεται το σπίτι του Τζαβέλα κι’ όλο του το πράμα. Κόντεψαν να καγούνε κι’ όλοι οι άνθρωποι μέσα. Με μίαν μπουνάτζα έλυωσε όλο αυτό μόνον· και κολλητά του ήταν σπίτια με τζατμάδες κι’ άλλα καρσί και δεν πειράχτη τίποτας αλλουνού, οπού αν ήταν ολίγος αγέρας, καθώς ήταν εις το κέντρο του παζαριού, θα κιντύνευε η περισσότερη πολιτεία). Είπα του Γαρδικιώτη ότι ο Τζαβέλας δεν κάνει εις το υπουργείον και ήταν καλό να βάλη ο Βασιλέας τον Μεταξά υπουργό του Πολέμου. Ότι και εις τα σαράντα οπού μπήκε ο Μαυροκορδάτος κ’ έβαλε αυτόν υπουργόν του Πολέμου, εφέρθη τιμίως όσον καιρόν έκαμε, καθώς και εις την Οικονομίαν. Την αλήθειαν να την λέμε. «Πού θέλει να τους ξέρη, μου λέγει, αυτούς ο Βασιλέας; (Μαυροκορδάτο και Μεταξά). – Του λέγω, διατί; – Ότ’ είναι αντιπολιτευόμενοι. – Κ’ εσένα, του λέγω, να σ’ αφήση ο Βασιλέας χωρίς μιστόν κ’ εμένα – δεν γενόμαστε έθνος έτζι, του λέγω. Και κατατρέχετε κ’ εμένα οπού είμαι φίλος αυτεινών. Όσα έκαμεν ο Κωλέτης και τούτοι οπού είναι τώρα είναι πολύ περισσότερα από εκείνα οπού κάμαν εκείνοι. Πες του Βασιλέως την γνώμη μου. Πρέπει να ενωθή μ’ όλους τους τίμιους ανθρώπους».
     Όταν έγινε η Δημοκρατία της Γαλλίας και πήραν φωτιά κι’ άλλα μέρη της Ευρώπης, άρχισαν κ’ εδώ τα κόμματα και οι φατρίες και καταξοχή το παρτίδο του Κωλέτη και τουτουνών οπού μας κυβερνούν, οι άνθρωποι της διαθήκης του Κωλέτη. Αυτό το σύστημα της δημοκρατίας δεν το θέλαμεν οι τίμιοι άνθρωποι, ότι το γευτήκαμεν κι’ αυτό. Πήραν μπούγιον οι άνθρωποι εδώ, γύρευαν αυτό το σύστημα· ’νεργούσαν απάνου εις αυτό και να κινηθούνε να πάνε να πάρουν και την Κωσταντινόπολη. Έρχονταν πολλοί τοιούτοι εις το σπίτι μου και με ζητούγαν κ’ εμένα σύντροφόν τους να συνπράξωμεν. Τους έλεγα· «Αυτό το σύστημα, οπού το ’χαμεν και πρώτα, τι καρπόν μας ήφερε και πού καταντήσαμεν φαίνεται. Πρέπει να περιμένωμεν, να ιδούμεν αυτείνη η φωτιά της Ευρώπης πού θα καταντήση, και τότε να τηράξωμεν και διά τα έξω· να κάμη η Κυβέρνηση αμνηστείαν, να μπούνε μέσα οι αγωνισταί οπού ’ναι εις την Τουρκιά και να βγάλωμεν και τους άλλους αγωνιστάς από της φυλακές, οπού ’ναι γιομάτα από αυτούς όλα τα μπουντρούμια του Κράτους, και τότε γένονται αυτά με τον καιρόν τους – να μην χάσουμεν κι’ αυτά οπού ’χομεν». ’Σ αυτά οπού τους έλεγα αυτείνοι μο’ ’λεγαν· «Έχασες κ’ εσύ τον εθνισμό σου, έγινες ένα με τους άλλους και είσαι αντιπατριώτης. – Τους λέγω, σαν μου λέτε αυτό, κοπιάστε βάλτε τα μέσα όλα, οπού χρειάζεται το κίνημα αυτείνο, να κινηθούμεν. Έχετε τα μέσα; –Βάνουμεν, μου λένε, ένα σπίτι, οπού ’χει ένας οπού ’ναι ’σ την εταιρίαν· το πουλούμεν και κάνομεν τα μέσα. – Πόσο αξίζει αυτό το σπίτι; – Δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές. – Γένεται κίνημα με δεκαπέντε χιλιάδες;» Και τι άνθρωποι μο’λεγαν αυτά; Άνθρωποι προκομμένοι. Τότε απολπίστηκα και είπα είναι οργή Θεού να χαθούμεν. Πάγω εις το κονάκι του Μεταξά και είπα να στείλη να ’ρθη κι’ ο Μαυροκορδάτος, ότι κάτ’ έχω να τους μιλήσω και των δυωνών. Ήρθε ο Μαυροκορδάτος. Τους λέγω· «Αδελφοί, η πατρίδα χάνεται – τι κάνετε σίγρι; Αυτείνη είναι η πατρίδα οπού ’ρθετε νέοι κι’ αγωνιστήκετε και γεράσετε; Αυτείνη έγινε γης Μαδιάμ! Διατί χαθήκαμεν όλοι εμείς; Μόνον διά να δοξαστήτε εσείς οι μεγάλοι πολιτικοί μας. Πάντοτες σας έχομε κεφαλές εις τα πράματα της πατρίδος κι’ απολάψετε εκείνο οπού αγωνίζεται κάθε σημαντικός άνθρωπος ν’ απολάψη, δόξα και τιμή. Αυτά τ’ απολάψετε. Όμως σαν χαθή η πατρίδα, πού θα ζήσετε κ’ εσείς κ’ εμείς όλοι; Και καθώς φαίνεται από την τρέλλα μας χάνεται· θα κινηθούν οι τρελλοί άνθρωποι και θα μας ειπούνε· Κοπιάστε κ’ εσείς ομπρός». Να μην πάμεν, μας σκοτώνουν, ή θα μας ειπούνε τουρκολάτρες· να πάμεν εμείς μ’ άσπρα μουστάκια κοντά εις αυτούς κι’ από την ανοησία μας ολουνών να χαθή η πατρίδα, δεν είναι αμαρτία; Δεν θα ειπούνε οι μεταγενέστεροι, σαν ιδούνε αυτό, δεν θα ειπούνε· «Αυτείνη η πατρίδα δεν είχε ανθρώπους τέλειους και χάθηκαν αδίκως;» Τότε δεν θα κατηγορηθήτε εσείς πρώτα κ’ εμείς ύστερα; – Μου λένε, το βλέπουμεν. Τι να κάμωμεν οπού των ανθρώπων τα κεφάλια άναψαν ολουνών; – Εμείς σαν θέλομεν τα σβένομεν και ησυχάζουν. – Πώς; μου λένε. – Εσύ, Μαυροκορδάτο, να στείλης να φωνάξης τον τάδε, τον τάδε (καμμιά δεκαριά), εσύ, Μεταξά, το ίδιο κ’ εγώ το ίδιο και κάθε τίμιος πατριώτης. Και να μιλούμεν όλοι μίαν γλώσσα, να τους παρηγορούμεν και να τους λέμε· «Ετοιμαζόσαστε ολοένα, όμως χρειάζεται μυστικότη ώσο να ετοιμαστούμεν και να ιδούμεν και την Ευρώπη πως θ’ αποκαταντήσουν αυτά τα κινήματά της». Κ’ έτζι ακολουθήσαμεν. Κ’ έσβυσε η μεγάλη φωτιά η ανόητη, οπού ’ρθε εις το κεφάλι μας.
     Παραγγέλνω του Βασιλέως με τον Χατζηχρήστο· «Ο αγέρας οπού φυσάγει» εις την Ευρώπη (πες του Βασιλέως) αναποδογύρισε βατζέλα. Εμείς είμαστε μισή φελούκα· και θα μας πάρη αυτός ο κακός αγέρας και δεν θα ιδούμεν ένας τον άλλον. Και δεν είναι καιρός να κοιμώνται οι τίμιοι άνθρωποι κι’ ο Βασιλέας». Πήγε του τα είπε. Του λέγει ο Βασιλέας· «Σύρε πες του Μακρυγιάννη να ’ρθή εδώ». Εγώ είχα να πάγω να παρουσιαστώ από τον καιρό οπού πήγα και του μίλησα διά της ληστείες οπού γένονταν εις την πρωτεύουσα, οπού μου είπε να ενωθώ με τον πρωτοϋπουργόν του και δεν δέχτηκα· και ήμουν εις την οργή του. Παρουσιάστηκα εις την Μεγαλειότη του κατά την διαταγήν του. Μου λέγει· «Τι θα μου ειπής; – Ό,τι ιδέα είχα κ’ εγώ ως πολίτης σου την παράγγειλα με τον ’πασπιστή σου. – Τι θέλεις να μου ειπής τώρα; –Ψέματα θέλεις να σου ειπώ ή αλήθεια; – Εγώ, μου λέγει, ποτές δεν ακώ ψεύματα· όλο αλήθειες. – Του λέγω, εγώ έχω γιομάτες δυο τζέπες μίαν με ψέματα, την άλλη μ’ αλήθειες. Τώρα τι αγαπάς η Μεγαλειότη σου; – Αλήθεια» μου λέγει. Γυρίζω τα μάτια μου εις τον ουρανόν και ορκίζομαι εις το όνομα του Θεού να ειπώ την αλήθεια γυμνή εμπροστά εις τον « Βασιλέα της πατρίδος μου. Του λέγω· «Η αλήθεια είναι πικρή και θα με πάρης πίσου εις την οργή σου. Όμως διά πάντα να είμαι εις την οργή σου, την αλήθεια θα σου λέγω, ότ’ είναι του Θεού· το ψέμα του διαβόλου. Και δεν είναι καιρός να κρύβεται η αλήθεια. (Του είπα)· Θυμάσαι πόσον καιρόν έχω να παρουσιαστώ μπροστά σου; Από τον καιρόν οπού μου είπες να είμαι σύνφωνος με τον πρωτοϋπουργόν σου και σου είπα δεν είμαι, ότ’ είναι δόλιος. Τι σου είπα; Θα σου χαλάση το Κράτος σου, θ’ αφανίση το Ταμείον, θα σε τρογυρίση με κακούς ανθρώπους και θα κιντυνέψωμε. Όλα τα έκαμεν αυτά και είναι τα ως την σήμερον. Αυτός πάγει εις την δουλειά του, όμως την φωτιά την κακή την άφησε εις το κράτος σου. – Μου λέγει, μην τον καταριέσαι. – Δεν μπορώ και να τον συχωρέσω, ότι ’σ άλλη πατρίδα δεν έχω σκοπόν να ζήσω μ’ είκοσι ψυχές. Είναι καιρός να τρογυριστής με τους τίμιους ανθρώπους και να τους μπιστευτής, να διορθώσης τα εσωτερκά σου, τα κριτήριά σου, οπού αφανίστη ο κόσμος, γενικώς το κράτος σου. Αυτείνοι οπού κυβερνούνε είναι το σύστημα της Γαλλίας, οπού ’χε ο Κωλέτης. Έπεσε αυτό· κάμαν δημοκρατία. Τούτο επιθυμούν κι’ αυτείνοι εδώ. Σαν γένη αυτό, δεν θα είσαι βασιλέας η Μεγαλειότη σου. Τους έπιασες τόσα πολεμοφόδια και φέρνουν τόση ανησυχία εις το κράτος σου. Φαίνονται ποιοι τα κάνουν αυτά. Όμως είναι αδύνατοι και δεν μπορούν να φέρουν το αποτέλεσμα της θελήσεώς τους. Ότι όλοι οι τίμιοι άνθρωποι δεν θέλομεν αυτό. Να κάμης και γενικήν αμνηστείαν, να ενωθούμεν όλοι. Κι’ αν σου έφταιξε κανένας, οι μεγάλοι άνθρωποι συχωρούν τους μικρούς, μ’ όλον οπού ο αίτιος ήταν ο Κωλέτης. Ότι τους έκλεισε από τα δίκια τους, καθώς μου έκαμεν κ’ εμένα το ίδιο και ήθα χανόμουν αδίκως. Και να πάρης και τον Μαυροκορδάτο και Μεταξά ’σ αυτές της περίστασες. Διατί, Μεγαλειότατε, δεν τους δίνεις κι’ αυτούς να ζήσουνε από τον αγώνα τους; Αυτό φέρνει όλον αυτόν τον ’ρεθισμόν. – Μου είπε, να τους μιλήσης αν θέλουν. – Του είπα, να γένη ένας νόμος διά τους παλιούς αγώνες τους. Και να τους φωνάξης να τους ενώσης· και να τους μιλήσης – ’σ αυτές της περίστασες να τρογυριστής μ’ ανθρώπους ικανούς». Λέγοντάς του αυτά κι’ άλλα τέτοια πλήθος, με βάσταξε περίτου από τέσσερες ώρες. Το βράδυ τους φώναξε και τον Μεταξά και τον Μαυροκορδάτο. Δεν δέχτηκαν. Είχαν δίκιον. Ήθελαν να κυβερνήσουν με το ίδιον σύστημα. Διόρισε ύστερα τον Κουντουργιώτη πρώτον υπουργόν κ’ έκαμεν υπουργείον.


ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Τον καιρόν του Κυβερνήτη όσον καιρόν στάθηκα εις την Εκτελεστική δύναμη, 27 μήνες, από την Μοθώνη και τ’ άλλα τα μέρη της Πελοπόννησος ένας στρατιώτης κι’ ο αγωγιάτης ήφερναν τα χρήματα εις το ταμείον της Κυβέρνησης. Οι Έλληνες είναι ευλογημένο έθνος όταν τους κυβερνάη η ’λικρίνεια.

2. Ο Τζαβέλας μόνον είναι καλός άνθρωπος. Αγωνιστή να μην ιδή με τα μάτια του και χήρες κι’ ορφανά. Κ’ επειδήτις είναι μισός άνθρωπος εις τ’ ανάστημα, του φαίνεται ότ’ είναι ο πλέον ψηλότερος κι’ απάνου εις το κυπαρίσσι· και τηράγει τους άλλους ανθρώπους κάτου ως μυίγες. Αγριοκυτάγει και κακοσυσταίνει κ’ εμένα πολύ. Ο πνιμένος βροχή δε φοβάται. Είναι κι’ αυτός παιδί του Κωλέτη.

3. Πρώτα θέλησε να μου βαφτίση ένα παιδί. Μου το είχε ζητήση πριν μπη εις τα πράματα· και μου είχε δώση ο Θεός δυο μαζί. Σαν του το είχα τάξη όταν ήμαστε φίλοι, μου το ζήτησε· του είπα να κοπιάση να το βαφτίση μ’ άλλους δυο εις το κάθε παιδί – αυτός και ο Γαρδικιώτης κι’ ο Γκόσσος το ένα· ο Χατζηχρήστος, ο Παπακώστας κι’ ο Γιαννη Κώστας το άλλο· η Αγία Τριάδα εις το καθένα. Έκαμα ετοιμασίες και ήρθε και η Εκλαμπρότης του με πρέσβες και πρεσβίνες. Τους δέχτηκα, φάγαμεν, έπιαμεν. Είχα κι’ όλους τους σημαντικούς καλεσμένους. Αυτός είχε τ’ όνομά του και πήγε εις το σπίτι του, ότ’ είχε ανθρώπους. Οι άλλοι όλοι μείναν κ’ ευθυμήσαμεν.

4. Mια λέξη δυσανάγνωστη.

[ Kεφάλαιον τέταρτον ]
Το νέον υπουργείον έστειλε να πάμεν να παρουσιαστούμεν εγώ, ο Ζαχαρίτζας κι’ ο Βλάχος. Πήγαμεν. Μας είπαν ότι το κόμμα της πεσμένης κυβερνήσεως εις την πρωτεύουσα είναι ασυνείθητοι άνθρωποι και να δώσουμεν τον λόγον της τιμής μας, αν θέλωμεν, να ρωτήσουμεν και τους άλλους τους συντρόφους μας, αν είναι σύνφωνοι, να κάμωμεν νέαν εκλογή πρώτου παρέδρου, να χρησιμέψη διά δήμαρχος. Ότι αυτός ο δήμαρχος με τους συντρόφους του αφάνισαν τον τόπον. Και να συνάξωμεν κ’ εκατό πολίτες ως εθνοφύλακας. Κι’ αρχηγός ’σ αυτούς να είμαι εγώ. Ήρθαν εις το σπίτι μου όλοι οι νοικοκυραίγοι και είπαν κι’ αυτείνοι ότ’ είναι σύνφωνοι. Διάταξε τότε η Κυβέρνηση να γένη η εκλογή. Την κερδέσαμεν εμείς. Έκαμα και τους εκατό εθνοφύλακας. Με την μεγαλύτερη τιμιότη φέρνονταν εις τα χρέη τους. Κόπηκαν οι κλεψές εις την πρωτεύουσα κι’ όλες οι αταξίες. Φκαριστημένη η Κυβέρνηση, το Φρουραρχείο κι’ όλες οι αρχές κι’ όλοι οι κάτοικοι της πρωτεύουσας από την ’πηρεσία μας.
     Μαθαίνομεν μπήκαν εις το Κράτος ο Παπακώστας, ο Βελέτζας, ο Μπαλατζός, οι Κοντογιανναίοι και οι άλλοι όλοι οπού ήταν εις την Τουρκιά. Μπήκαν με μίαν δύναμιν. Κατάχρησιν δεν κάναν. Πήγαν αναντίον τους με μεγάλη δύναμη της Κυβέρνησης ο Γαρδικιώτης κι’ ο Μαμούρης κι’ άλλοι ταχτικοί κι’ άταχτοι. Πολέμησαν καμόσες ημέρες. Έπεσε η διχόνοια αναμεταξύ τους των αντάρτων και πήγαν πίσου εις την Τουρκιά. Σκοτώθηκαν καμμιά τρακοσιαριά από το ’να το μέρος κι’ από τ’ άλλο και πληγώθηκαν. Κ’ έπαθαν οι επαρχίες από τα βασιλικά στρατέματα, οπού αφανίστηκαν οι δυστυχισμένοι κάτοικοι. Και οι χάψες του Κράτους ξαναγιόμωσαν οπίσου και είναι γιομάτες ως την σήμερον. Και οι αρχηγοί των βασιλικών στρατεμάτων θησαύρισαν. Οι ’φημερίδες ξιστορίζουν όλα αυτά αρχή και τέλος.
     Αφού διαλύθηκαν αυτείνοι και πάνε πίσου εις τους Τούρκους, τότε διαλεί η Κυβέρνηση και το σώμα της εθνοφυλακής, τους εκατό ανθρώπους, οπού ήταν εις την οδηγίαν μου, όλο νοικοκυραίοι και τίμιοι άνθρωποι. Διαλώντας αυτείνοι, την άλλη βραδειά κλέψαν ένα σπίτι και πήραν καμόσες χιλιάδες δραχμές. Κι’ άνοιξε πίσου το συνειθισμένο εμπόριον της κλεψάς. Ξέκλησαν και την εκλογή. Και η δημοτική αρχή κ’ η συντροφιά της ως αγαναχτισμένοι από αυτό – άξηναν οι κατάχρησές τους. Η Κυβέρνηση προσωρινώς μετακόμισε τα πατριωτικά της αιστήματα εις τους τίμιους ανθρώπους – οπού μας γύρεψε και πήγαμεν ο Βλάχος, ο Ζαχαρίτζας κ’ εγώ και μας είπεν ότι επιθυμάγει να γυρίση με τους τίμιους ανθρώπους. Στάθη ’σ αυτόν το νου λίγον καιρόν και πάλε γύρισε εις το στοιχείον της. Παίρνει τον Καλλεφουρνά υπουργόν του Εκκλησιαστικού και της Παιδείας, ότι και παιδεία μεγάλη έχει κ’ εκκλησιαστικός άνθρωπος είναι. Σύχασε πλέον, Σωκράτη, μη λυπείσαι ότι δεν είχες ως τώρα σύντροφο εις την παιδεία και θα κιντύνευε η Ελλάς χωρίς φώτα – γεννήθη συνπολίτης σου παιδεμένος κ’ έγινε της Παιδείας υπουργός! Κ’ εσύ Μεγάλε Βασίλειε, τώρα θα ιδής δοξολογίαν από τον πατέρα της εκκλησίας Δημήτριον Καλλεφουρνά Αθηναίον!1 Αν μας έλεγε κανένας αυτείνη την λευτεριά οπού θα γευόμαστε, θα περικαλούσαμε τον Θεόν να μας αφήση εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα ειπή πατρίδα, τι θα ειπή θρησκεία, τι θα ειπή φιλοτιμία, αρετή και τιμιότη. Αυτά λείπουν απ’ όλους εμάς, στρατιωτικούς και πολιτικούς. Της πρόσοδες της πατρίδας της κλέβομεν, από υποστατικά δεν της αφήσαμεν τίποτας, σε ’πηρεσίαν να μπούμεν, ένα βάνομεν εις το ταμείον, δέκα κλέβομεν. Αγοράζομεν πρόσοδες, της τρώμεν όλες. Χρωστούν εις το Ταμείον δεκοχτώ ’κατομμύρια ο ένας κι’ ο άλλος· ο Μιχαλάκης Γιατρός πεντακόσες χιλιάδες, ο Τζούχλος τρακόσες, ο Γιωργάκης Νοταράς τρακόσες πενήντα – όλο τέτοιγοι χρωστούνε αυτά. Ο κεντρικός ταμίας ο Φίτζιος – τρακόσες πενήντα του λείπουν από το ταμείον· κι’ ακόμα δεν κυτάχτηκαν πόσα θα λείψουν ακόμα. Το ίδιο ντογάνες κι’ άλλα. Τέτοιοι μπαίνουν εις τα πράματα και τέτοιους συντρόφους βάνουν. Δύσκολο είναι ο τίμιος άνθρωπος να κάνη τα χρέη του πατριωτικώς. Οι αγωνισταί οι περισσότεροι και οι χήρες κι’ αρφανά δυστυχούν. Πολυτέλεια και φαντασία – γεμίσαμεν πλήθος πιανοφόρτια και κιθάρες. Οι δανεισταί μας ζητούν τα χρήματά τους, λεπτό δεν τους δίνομεν από – κάνουν επέβασιν εις τα πράματά μας. Και ποτές δεν βρίσκομεν ίσιον δρόμον. Πώς θα σωθούμεν εμείς μ’ αυτά και να σκηματιστούμεν εις την κοινωνίαν του κόσμου ως άνθρωποι; Ο Θεός ας κάμη το έλεός του να μας γλυτώση από τον μεγάλον γκρεμνόν οπού τρέχομεν να τζακιστούμεν.
     Αφού έγινε ο ανακατωμός της Ευρώπης, έπρεπε να είμαστε κ’ εμείς σε μίαν κατάστασιν να βασταχτούμεν, να μη μας πλακώση κάνας κίντυνος, ή και αν είναι αρμόδιος καιρός και κινηθούν κι’ άλλοι δυνατοί, και κινηθούμεν κ’ εμείς – κι’ αυτά χρειάζονται να ’χωμεν κι’ ολίγα μέσα, να βασταχτή η πειθαρχία, να μην κινηθούμεν και γυμνώσουμεν τους αδελφούς μας και τους ατιμήσουμεν, και τότε είναι χερότερα· αντίς να φκειάσουμεν φρύδια, βγαίνομεν και τα μάτια. Είχα την εταιρίαν, την ενέργαγα μυστικώς κ’ έστελνα παντού χωρίς να με ξέρουν οι μεγάλοι· ότι με κιντύνεψαν όλοι ποιος ολίγο, ποιος πολύ. Είδα ότι εις αυτείνη την περίστασιν δεν μπορώ μόνος μου να κάμω τίποτας· συλλογίστηκα να βάλω και τον Μεταξά και τον Μαυροκορδάτο. Πήγα τους αντάμωσα, τους είπα· «Να μου δώσετε τον λόγον της τιμής σας – κάτι θα σας ειπώ». Υποσκέθηκαν. Τότε τους ξηγήθηκα όλα. Τους είπα και τα ένγραφα οπού έχω· τους τα ’δειξα, όμως να μην τα διαβάσουν και ιδούνε τα άτομα· και είμαι ορκισμένος εις αυτό να τα ’χω μυστικά. Κι’ όταν είναι καιρός, στέλνουν από ’ναν άνθρωπον κι’ αυτείνοι και συσταίνομεν μίαν ’πιτροπή. Έκαμα κ’ έναν όρκον να καταγράφωνται οι άνθρωποι ό,τι μπορή ο καθένας. Τους είπα, εκείνοι ν’ αγροικιώνται έξω με τους ομογενείς μας κ’ εγώ να ’χω τον οργανισμόν του Κράτους. Έγραψα έξι χιλιάδες δραχμές· πρωτοέγραψα εγώ διά να ελκύζωνται οι άνθρωποι. Τους είπα χρειάζονται έξοδα, οπού θ’ αγροικιώμαστε με τους ανθρώπους έξω και μέσα εις το Κράτος. Με χωρίς έξοδα δουλειά δεν γένεται. Μου λένε· «Δεν έχομεν εμείς. – Πουλώ, τους λέγω, ένα σπίτι οπού ’χω εις τ’ Ανάπλι να κάμωμεν την δουλειά μας, με την συνφωνίαν όσοι γράφουν χρήματα – λεπτό δεν έχει να πιάση κανένας μας εις το χέρι· όταν είναι καιρός, να γένη μια ’πιτροπή να ξοδιάζη. Και εις το εξής ό,τι θα κάνω, θα σας ρωτώ κ’ εσείς θα με ρωτάτε». Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό. Και σε άλλην εταιρίαν να μην έμπωμεν, αλλά να ’χωμεν την δική μας. Μοναχά να ξέρωμεν τι κάνουν οι άλλοι, να μην κάμουν κανένα άγουρο κίνημα – να τους αποκόβωμεν, να μην πάθη η πατρίδα από της ανοησίες μας.2
     Μείναμεν σύνφωνοι σε όλα αυτά. Το σπίτι μου, οπού είχα εις τ’ Ανάπλι, άξιζε τριάντα χιλιάδες δραχμές· το πουλώ πέντε κι’ οχτακόσες. Έστειλα ανθρώπους εκ νέου παντού κι’ οργάνισα όλο το Κράτος. Ό,τι έκανα τους το ’λεγα, όμως τον όρκον με της υπογραφές τον βάσταγα και τον βαστώ εγώ. Συνφώνως πηγαίναμεν καμόσον καιρόν. Του Γαρδικιώτη κι’ αλλουνών τους έλεγα άλλα, όχι όμως ν’ απατώ τους ανθρώπους, μόνον να μην προδινώμαστε· κι’ αν δώση ο Θεός κάνα καλό, όλοι σε μίαν στράτα ανταμωνόμαστε. Κ’ έλεγα ολουνών να ’νεργούμεν την ένωσιν και να ’χωμεν ομόνοια πατριωτική. Έλκυσα και τον Βασιλέα ’σ αυτά, όχι όμως να ξέρη και τον οργανισμόν μας. Ήφερα τον Χατζηχρήστο και Γαρδικιώτη σε συμπάθεια διά αυτούς, διά να τους ’γκολπωθή ο Βασιλέας εις αυτές της περίστασες. Θέλησε ύστερα ο Βασιλέας να κάμη αυτούς τους δυο αντιστράτηγους κ’ εμένα ’πασπιστή του. Στέλνει τον Χατζηχρήστο ο Γαρδικιώτης να πάγω να τον ανταμώσω. Μου είπε αυτό ο Χατζηχρήστος, ότι του το είχε ειπή ο Βασιλέας δυο τρεις μήνες πρωτύτερα. Πήγα εις τον Γαρδικιώτη μαζί με τον Χατζηχρήστο. Μου λέγει αυτό. Του λέγω· «Ευκαριστώ τον Βασιλέα εις την τιμή οπού μου κάνει· είμαι αστενής, δεν μπορώ να ’περετήσω». Μ’ έβγιασε πολύ, δεν δέχτηκα. Μου λέγει· «Θα το δεχτής να σηκώσης κάθε υποψίαν από πάνου σου, ότι είπαν του Βασιλέως ότι κάτι νεργάνε ο Μαυροκορδάτος κι’ ο Μεταξάς κ’ έχουν εσέναν ως αρχηγόν. – Του λέγω, δεν έχομεν κάναν κακόν σκοπόν οι τίμιοι άνθρωποι. Και ίσα ίσα δι’ αυτόν τον λόγον οπού μου είπες δεν δέχομαι τίποτας ως ύποπτος· και να μάθη ο Βασιλέας να μη σκιάζεται από τους υπηκόους του για να τους βαίνη σε θέσες. Έτζι έκανε ο Καλλεφουρνάς, τον έσκιαζε, και το’ ‘δωσε δυο υπουργεία. Και δεν δέχομαι». Δέχτη ο Μεταξάς την αντιστρατηγία· ο Μαυροκορδάτος δεν δέχτη, ότι δεν ήταν του επαγγέλματός του. Τότε παραξήγησαν ότι δεν δέχτηκα. Και πάλε είμαι, καθώς ήμουν, χωρίς την βασιλική εύνοια.
     Το μυστήριον οπού ’χαμεν αναμεταξύ μας θέλησαν ύστερα να το κάμουν κοινό με τα σκέδια αλλουνών. Πάνε και μπαίνουν εις την εταιρία του Τζαβέλα και ’σ άλλες τοιούτες. Μιλούσαν μ’ ανάξιους ανθρώπους – πήγαιναν και τα πρόδιναν εις τους ξένους και εις τον πρέσβυ της Τουρκιάς. Παίρνει τον Τζαβέλα ο Βασιλέας τον κάνει υπουργόν πίσου, αφού του μαρτύρησε αυτά. Κάνουν μια ’πιτροπή από δεκάξι άτομα και βάνουν τέσσερους γραμματείαν ’σ τα εσωτερκά, τέσσερους ’σ τα οικονομικά, ταμίες, κι’ άλλα τέτοια χωρίς να ξέρω εγώ τίποτας από αυτά. Σαν το ’μαθα, πήγα και τους μίλησα καμόσα. Τους είπα εις το στερνό· «Να διαλύσετε αυτείνη την ‘πιτροπή, ότι το ’μαθαν» όλοι κ’ εγώ δεν είμαι σύνφωνος. Όταν έρθη ο καιρός, θα μπούνε ‘πιτροπή εκείνοι οπού θα δώσουν τα χρήματά τους, να βλέπουν που ξοδιάζονται. Τότε βιασμένοι την διάλυσαν. Δοξάζω τον Θεόν οπού δεν ήξεραν τον κατάλογον των ανθρώπων οπού ήταν εις την εταιρίαν και τι ποσότη χρήματα έγραφε ο καθείς. Ο ευλογημένος λαός έγραψε ως διακόσες χιλιάδες δραχμές. Πήγαν και μπήκαν εις της λάσπες των εταιριών, οπού ’κανε ο Τζαβέλας κι’ άλλοι, και χτύπησαν όλοι οι τύποι αυτά· κ’ έπαθαν και οι ομογενείς μας έξω εις την Τουρκιά, χωρίς να τους κάμωμεν μικρή ωφέλεια. Πάντοτες τους βαίνομεν εις κιντύνους και χάνονται αδίκως και παραλόγως άνθρωποι.
     Την επιτροπή τα δεκαέξι άτομα κι’ ό,τι κάναν τα ’μαθε ο Βασιλέας και η Κυβέρνηση και οι Πρέσβες· και δικαίως κατηγορούσαν αυτούς και τους επισώρεψαν όλα όσα κακά έκαμαν οι εταιρίες. Κι’ ως συνένοχοι αυτείνοι οι δυο τούς βάζαν εις της ’φημερίδες και τους έλεγαν τουρκολάτρες. Κι’ από αυτά όλα δεν πάθαινε άλλος, μόνον οι αθώοι άνθρωποι εις την Τουρκιά και η δυστυχισμένη πατρίδα. Ότι έχουν ένα σύστημα· τα σκέδια τους και τα μυστήρια τους βαίνουν τους νέους να τα εκτελούν.3 Ο Μαυροκορδάτος κι’ ο Μεταξάς οπού ήταν προσωρινώς φίλοι, πάλε μετανοήσανε και είναι πολύ οχτρεμένοι. Βάλθηκαν φίλοι τους, καθώς κ’ εγώ, δεν μπορέσαμεν να τους φιλιώσουμεν. Φαίνεται από αυτό ότι τα σαμάρια οπού ’χουν φκειασμένα φοβάται ο ένας από τον άλλον να μη σαμαρώση τα γουμάρια ο ένας και χάση ο άλλος· αυτό είναι κι’ όχι άλλο. Το κακόν είναι ότι πλήγωσε η ράχη όλων των γουμαριών σαμαρώνοντας αυτείνοι και φορτώνοντας όλο λιθάρια...4 Εμείς ως αδύνατοι ούτε καλό μπορούμεν να σας κάμωμεν, ούτε κακό. Αναμεταξύ σας πάθετε όλα αυτά. Κι’ ό,τι πάθαμεν εμείς και παθαίνομεν είναι έργα δικά σας και των οπαδώ σας. Όμως και σας ο Θεός δε σας αφίνει. Ξέχωσαν τον Κωλέτη άλυωτον διά να ιδή της πράξες του της καλές οπού έκαμεν εις την πατρίδα του, όταν κυβερνούσε με τόση αρετή και πατριωτισμόν, και την έφερε ’σ αυτείνη την άχλια κατάστασιν. Πέθανε αυτός και η πατρίδα του κιντυνεύει από της καλές του πράξες. Είχε συνάξη όλους τους κακούργους της κοινωνίας απ’ ούλες της τάξες και τους βόηθαγε με τα πλούτη της πατρίδος και με της θέσες· και ξεμάκρυνε και κατάτρεξε όλους τους τίμιους ανθρώπους. Κ’ έλαβαν αυτείνοι την κυβέρνησιν του Κράτους· και η ίδια η συντροφιά τους είναι κι’ ως σήμερον, ότι άφησε εκείνος διαθήκη εις τον Βασιλέα να μην αλλάξη σύστημα· και η Μεγαλειότης του ακούγοντας έναν τέτοιον σημαντικόν κυβερνήτη –τον βάφτισε και μεγαλόγνωσον – δεν έφυγε ούτε τρίχα από τα πατριωτικά αιστήματα του μεγαλόγνωσου και της συντροφιάς του.
     Μίαν Λαμπρή καμπόσοι πολίτες, συντρόφοι του Κωλέτη και του Τζαβέλα, κι’ άλλοι από το μπαγιράκι του Κυργιακού πήγαν κι’ αλιμούργιαξαν το σπίτι ενού Οβραίου ξένου, ονομαζόμενου Πατζίφικου, και το καταχάλασαν· και κιντύνεψαν και οι άνθρωποι του σπιτιού και τρόμαξαν να σωθούνε. Η Κυβέρνηση δεν έλαβε καμμίαν πρόνοια. Αναφέρθη πολλάκις ο Οβραίος και μπορούσαν το πολύ με δεκαπέντε ως είκοσι χιλιάδες δραχμές να σβέσουνε αυτό το κακό. Όσες φορές αναφέρθη, τίποτας δεν έκαμαν. Ήταν και σούντιτος Άγγλος. Αναφέρθη ο πρέσβυς του, κι’ αυτός δεν εισακούστη. Ήταν κι’ άλλα παράπονα της Αγγλίας, κανένας δεν τους έδινε ακρόασιν. Ο Κωλέτης είχε τον Φίλιππα και τον Γκιζότη βοηθούς· κι’ ο Πισκατόρης τον δυνάμωνε εις της όρεξές του. Γίνεται η μεταβολή ’στη Γαλλία – πέθανε κι’ ο Κωλέτης πρωτύτερα – τότε ο Πάλμεστρον ετοιμάζει έναν σημαντικόν στόλο με βατζέλα, με φεργάδες, με μπρίκια και με στρατέματα κι’ ο Πάρκερ ναύαρχος κ’ έρχονται εις τον Περαία κι’ Αμπελάκι και μας κάνουν στενόν μπλόκο με τον λόγον ότι ζημιώσαμεν τον Οβραίον και τον Φίνλεϋ – Άγγλος κάτοικος εις την Αθήνα, ’διοχτήτης και σύβουλος επαρχιακός· του πήραν έναν τόπον πλησίον εις το Παλάτι και δεν τον είχε αποζημιώση το δημόσιον. Και παίρνουν όλα τα εθνικά πλοία και τα εμπορικά· κι’ αφανίζουν το εμπόριον γενικώς και τους δυστυχισμένους τους νησιώτες. Βάσταξε ο μπλόκος μπαίνοντας ο Γενάρης τα 1850 ως τον Μάρτιον5. Και μας έφκειασαν όλους νοικοκυραίους. Και φοβέριζαν σήμερα θα κινηθούν διά την πρωτεύουσα κι’ αύριο θα κινηθούν. Το κόμμα το Αγγλικόν αδύνατο· νέκρωσε από το μίσος των ανθρώπων. Κ’ ενώθη όλο το έθνος αναντίον τους. Διόρισε κ’ εμένα η Κυβέρνηση αρχηγόν των Αθηναίων. Εγώ είπα να ’χωμεν φρόνησιν και γνώση, ότ’ είναι μια δύναμη μεγάλη κ’ εμείς μικροί· και να μη χαθούμεν. Κι’ ο Θεός, οπού μας γλύτωσε τόσες φορές, μας έσωσε και τότε.6
     Ο Βασιλέας μπαίνοντας ο Άγουστος τα 1850 πήγε διά την υγείαν του εις την Μπαυαρία. Άφησε υπουργείον τον Κριεζή πρώτον υπουργόν και του Ναυτικού, τον Νοταρά Γιωργαντά του Εσωτερκού, Χρηστίδη της Οικονομίας, τον Ντεληγιάννη του Εξωτερκού, Μήλιο του Στρατιωτικού και ο Πάικος της Δικαιοσύνης και ο Κορφιωτάκης της Παιδείας και του Εκκλησιαστικού – ύστερα τον σκότωσαν αντίπαλοί του Σπαρτιάτες.7 Ο Γαρδικιώτης αυλάρχης, σταυλάρχης, ’πασπιστής, αρχηγός κι’ άλλα. Η Βασίλισσά μας την άφησε ο Βασιλέας εις το ποδάρι του να κυβερνάγη ώσο να γυρίση η Μεγαλειότητά του.
     Άρχισαν οι δημοτικές εκλογές. Η Κυβέρνηση έφκειασε έναν κατάλογον κ’ έβαλε δημοτικούς συβούλους, παρέδρους και δήμαρχον εκείνους οπού ’θελε – της μπιστοσύνης της. Κ’ έγινε όλο το σώμα από αυτούς οπού διορίσαν. Έφκειασαν μ’ αυτόν τον τρόπον και τους βουλευτάς από ’δω, την πρωτεύουσα, κι’ απ’ ούλο το Κράτος – όποιους ήθελε η Κυβέρνηση εκείνοι βήκαν. Έστειλε η Κυβέρνηση τον Μεταξά πρέσβυ εις την Κωσταντινόπολη και τον Μαυροκορδάτο εις την Γαλλία. Πριν τους διορίσουνε ήταν σε μεγάλη διχόνοιαν ο Μεταξάς κι’ ο Μαυροκορδάτος εξ αιτίας των Αγγλικών πραμάτων και τα κόμματά τους σε σύνχυσιν· το ένα μέρος βάργε τ’ άλλο εις τους τύπους και εις της συναστροφές.
     Έβλεπε κάθε τίμιος άνθρωπος την άχλια κατάστασιν της πατρίδας του, έβλεπα κ’ εγώ ο μικρότερος όλα μας τα πράματα παραλυμένα από την Κυβέρνησιν κι’ απ’ ούλες της αρχές· όξω εις το Κράτος κλεψές κι’ άλλες ακαταστασίες. Είπα πως αν πήξουν αυτά τα δυο κόμματα ’σ ένα, ίσως και γένη κάνα καλό. Εκείνους τους δυο, Μαυροκορδάτο και Μεταξά, τους είχε η Κυβέρνηση κι’ ο Βασιλέας και οι αυλικοί σε μεγάλη οργή και καταξοχή τον Μαυροκορδάτο και τους συντρόφους του. Τότε πάσκισα με μυστικόν τρόπον και τους ένωσα να μπορέσουν να κάμουν κανένα καλό ’σ αυτείνη την πολύπαθη πατρίδα, οπού βλέπουν πού κατάντησε και θα χαθή. Κ’ ενώθηκαν μυστικά.
     Αφού ήταν να γένουν οι νέες εκλογές των βουλευτών ενέργησα να μπούνε από την Αθήνα οι δυο, Μεταξάς κι’ ο Μαυροκορδάτος, κι’ ο Βλάχος με τον Καλλεφουρνά, να πάψωμεν κάθε κίντυνο της πολιτείας. Ήθελε κι’ ο Σκούφος κι’ άλλοι να μπούνε βουλευταί. Το ’μαθε το Παλάτι και η Κυβέρνηση, με παραξήησαν, ότι εγώ εργάζομαι δι’ εκείνους και είναι πολιτικοί σκοποί· κι’ άλλα τοιούτα. Και μπήκα σε μια μεγάλη οργή από αυτούς όλους. Παρουσιάστηκα, τους μίλησα· «Αυτείνη είναι η γνώμη μου, τους είπα, και ’σ αυτείνη στέκω διά να μην γένη κάνα δυστύχημα εις την πολιτεία». Τότε διορίζουν τον Μαυροκορδάτο να βγη από το Μισολόγγι· και τον Μεταξά τον έβγαλαν από ’δω, ν’ ανεμείνη και τόπος να μπη κι’ ο Σκούφος, ότ’ είναι αναγκαίος και εις το Παλάτι και εις την Κυβέρνησιν. Ότι οι τοιούτοι άνθρωποι χρειάζονται πολύ την σήμερον.
     Μίαν ημέρα δυο ώρες δεν ήταν οπού μιλήσαμεν με τον Μεταξά ο Μιχαήλ Σκινάς κ’ εγώ, και μας έλεγε αυτείνη την άχλιαν κατάστασιν οπού είμαστε και θα χαθούμεν· και με κάθε τρόπον να ενωθούμεν με πατριωτισμόν· και να δείξουν κι’ αυτείνοι φρόνηση εις την Βουλή κ’ εμείς – πηγαίνοντας εις το σπίτι μου έρχονται και μου λένε, ο Μεταξάς δέχτη να πάγη πρέσβυς εις την Κωσταντινόπολη. Πήγα εις το κονάκι του, το βρίσκω γιομάτο από αβδέλλες της πατρίδας οπού τον χαίρονταν. Αφού φύγαν οι άνθρωποι, μ’ είδε οπού ήμουν πικραμένος· μου λέγει· «Δέχτηκα διά να σώσω τους φίλους μας». Του είπα κ’ εγώ· «Καλά έκαμες» – τι μπορούσα να του ειπώ; Ύστερα διόρισαν και τον Μαυροκορδάτο και δέχτη. Αυτός είχε δίκιον, ότι δεν είχε τους τρόπους να ζήση. Όμως ο Μεταξάς παίρνει μιστόν αυτός και τα δυο του παιδιά περίτου από χίλιες δραχμές και δεν ξοδιάζει της μισές. Πάγει αυτός, παίρνει και το παιδί του πρώτον γραμματέα – κι’ από ’κεί θα σώση την πατρίδα. Και εις της Βουλές κι’ όξω άφησαν τα κόμματά τους χωρίς κεφάλι· και τα μαντριά τους τ’ άφησαν οι δυο μεγάλοι άντρες γιομάτα λύκους νηστικούς και τρώνε τα δυστυχισμένα τα πρόβατα. Οι δυο μεγάλοι άντρες, οι βουλευταί του Μισολογγιού και της Αθήνας, πάνε πρέσβες κι’ από ’κει θα βουλεύωνται τα δίκια αυτεινών των επαρχιών. Ως αυτού είχαν την φιλοτιμίαν τους και τα πατριωτικά τους αιστήματα. Από ’κει θα προσέξουν και διά τους φίλους τους, εκείνα τα γομάρια οπού τους επιστήριξαν και τους φκειάσαν Εκλαμπρότατους και πρέσβες τώρα με χοντρούς μιστούς. Όμως αυτούς τίποτας από αυτά δεν τους έγνοιασε. Πήραν της οικογένειές τους και πάνε.
     Παρουσιάστη νομοσκέδιον εις την Βουλή υπέρ της γυναικός του Κορφιωτάκη και δέχτη η Βουλή να παίρνη τρακόσες δραχμές τον μήνα. Ποιους αγώνες είχε ο Κορφιωτάκης; Πότε δούλεψε την πατρίδα; Όταν μπήκε ’στην ’πηρεσία του Κράτους πήρε τόσα υποστατικά και χρήματα. Έχει μόνον εφτά χιλιάδες ρίζες ελιές και τόσα χρήματα εις τον τόκον. Αυτά τα είπαν παντού κι’ ο ίδιος ο αδελφός του κι’ άλλοι συγγενείς του και οι συνπολίτες του, οπού η κατάστασή του διαβαίνει της διακόσες πενήντα χιλιάδες δραχμές. Του Νικήτα του Τουρκοφάγου η φαμελιά δεν παίρνει ένα λεπτό, του Δυσσέα σαράντα οχτώ δραχμές· άλλων πολλών αγωνιστών οι γυναίκες δεν παίρνουν τίποτας – άλλες διακονεύουν κι’ άλλες στανικώς δίνουν την τιμή τους.8 
     Τον Γενάριον μήνα απάνου κάτου ήφερε νομοσκέδιον ο Χρηστίδης, υπουργός της Οικονομίας, διά την σύνταξη της Κορφιωτάκαινας, οπού η Βουλή παραδέχτη να λαβαίνη τρακόσες δραχμές κατά μήνα. Εις την Γερουσίαν το γκρέμισαν οι αξιοσέβαστοι Γερουσιασταί. Πάντοτες μ’ αυτόν τον πατριωτισμόν εστάθηκαν και στέκονται ως σήμερον. Όλα τα ταξίματα των υπουργών κι’ άλλα παρόμοια τα καταφρόνεσαν και τα καταφρονούν. Κι’ ο Γεώργιος Ψύλλας είναι πάντοτες το αγαθό τέκνο της πατρίδας, οπού μιλεί φρονίμως και πατριωτικώς εις το δίκιον και λέγει την γνώμη του ελεύτερα.


ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Κι’ ο Γιαννάκος Κυργιακός – τον έβγαλε από την φυλακή – ’πασπιστής του υπουργού.

2. Καθώς και θα το παθαίναμεν από τους ανοήτους, οπού θέλαν να κινηθούνε να πάνε να πάρουν την Κωσταντινόπολη.

3. Αυτό το σύστημα είχε κι’ ο μακαρίτης ο Λόντος. Τον καιρόν της κυβερνήσεώς του κι’ αυτεινού του φάνηκαν οι αρετές του. Ο μακαρίτης αυτός έπεσε σε μεγάλον χρέος, ότι δεν έβαινε ποτές πήχη εις τα πράματά του. Ένας άνθρωπος, μόνος του, έπαιρνε τον μιστόν του υποστρατήγου, οπού να ζήση καλά· ότι φαμελιά δεν είχε. Εκείνο οπού φάνη, εμπήκε σε μια μεγάλη ποσότη χρέος. Από αυτό ήταν από άλλο – μίαν αυγή ευρέθη σκοτωμένος, όλο του το κεφάλι σκόρπιον και η πιστιόλα του άδεια. Αυτό μόνον ο Θεός το ξέρει – μόνος του σκοτώθη, άλλος τον σκότωσε. Ζούσε κι’ ο Κωλέτης τότε. Δεν άφηναν να τον θάψουν με παπάδες και με παράταξιν. Αυτό το φιλονίκησαν καμόσες ημέρες, κι’ αφού δεν άφιναν να τον θάψουν με παράταξιν τον μπαλσάμωσαν και τον πήραν οι συγγενείς του και τον πήγαν εις την Βοστίτζα, την πατρίδα του. Κι’ ως την σήμερον είναι άθαφτος εις την κάσσα.

4. Ενταύθα φαίνονται απεσπασμένα φύλλα τινά του χειρογράφου.

5. «Σε ολίγον καιρόν ήρθε ο Πάκερ με όλο το στόλο του, ο ναύαρχος της Αγγλίας, και μας μπλοκάρισε καμπόσον καιρόν. Τότε με διόρισαν αρχηγό κ’ ενώθηκα με όλους τους Αθηναίους· και πήγα και μίλησα του αξιοσέβαστου Γκενεράλ Τζούρτζη και τον περικάλεσα με δάκρυα να πάη να μιλήση του Πάκερ. Τότε ο Γκενεράλης πήγε και μίλησε. Ο Βασιλέας και η Κυβέρνηση μού έστειλαν τον Γαρδικιώτη και μου είπανα να βαρέσω ντουφέκι. Τους είπα, ντουφέκι δεν βαρώ, ότι όσα κανόνια έχει ο Πάκερ, δεν έχομε ντουφέκια εμείς. Και τότε ήτανε εταιρία να τον σκοτώσουνε».

6. Τότε έβγαλαν και το σώμα του Κωλέτη άλυωτο από τον τάφο του. Αφού αρρώστησε ο γκενεράλ Κωλέτης και φώναζε νύχτα και ημέρα και βούιξε και γκάριξε και βγήκε η ψυχή του, κοντά σε τρία χρόνια θέλησαν οι συγγενείς του να τον ξεχώσουνε· κι’ ο φίλος του ο στενός πρέσβυς Πισκατόρης, οπού εργάζονταν μαζί εδώ και ξόδιαζαν και κατηχούσαν τους ορθοδόξους χριστιανούς να τους κάνουν δυτικούς, στέλνει να φκειάση τάφον μαρμαρένιον του φίλου του του Κωλέτη. Και τον βγαίνουν καθώς τον θάψαν· μόνον τα μάτια του ήταν βουλιασμένα και η μύτη του ολίγον πειραμένη – τα μάτια του ότι έβλεπαν της πράξες οπού ’κανε διά την πατρίδα του και θρησκεία του και τόσους άδικους φόνους των αγωνιστών, του Νούτζου, του Παλάσκα, του Δυσσέα κι’ αλλουνών, κι’ αχώρια πόσους νέους τάφους άνοιξε εις της εκλογές, πόσοι σκοτωμοί έγιναν και γίνονται, πόσες μείναν χήρες κι’ ορφανά, τι έπαθε η πατρίδα γενικώς, πόσοι αγωνισταί πήγαν εις τους Τούρκους, κι’ όλες οι φυλακές γιομάτες από αυτούς ως την σήμερον διά ν’ αναστηθή η παρανομία κι’ αδικία, να μη μείνη φωνή εις τον λαόν, ούτε ψήφος, αλλά η δύναμη η στρατιωτική και οι υπάλληλοι να γιομίζουν της κάλπες και να βγάζουν όσους ήθελαν· και μας έκαμεν όπως είμαστε διά να φανή πιστός και τίμιος εις τους ξένους του φίλους. Τότε η βρώμα του πεθαμένου δεν άφινε να ζυγώσουν οι άνθρωποι πλησίον του· κ’ έτρωγε αναθέματα πλήθος από τους μαστόρους ώσο να του χτίσουν τον μαρμαρένιο του τον τάφο.

7. Κάνουν ανάκρισες ως την σήμερον. Λένε ότι τον σκότωσαν από τους Μαυρομιχαλαίους. Ακόμα οι ανάκρισες δεν τελείωσαν.

8. Τέτοιοι Τούρκοι να ’τρωγαν αυγά, δεν έβγαινε η κόττα πουλιά – τέτοιοι πολιτικοί οπού είσαστε, φέρατε την πατρίδα σ’ αυτείνη την κατάσταση.



[ Eπίλογος ]


Ήρθετε εσείς οι μεγάλοι μας πολιτικοί να μας λευτερώσετε, όταν σηκώσαμεν την επανάστασιν μόνοι μας κι’ αγωνιζόμαστε της πρώτες χρονιές με τους σημαντικούς της πατρίδος μας πολιτικούς – φαίνεται ο αγώνας εκείνος κι’ ο πατριωτισμός και η αδερφοσύνη οπού ’χαμεν αναμεταξύ μας. Όταν κοπιάσετε εσείς, μας γυμνάσετε την διχόνοια, μας φέρατε της φατρίες και τ’ άλλα τ’ αγαθά· και κακοβάλετε το δυστυχησμένο αθώον έθνος. Πρωτόηφερες την διχόνοιαν εσύ, Κύριε Μαυροκορδάτε, κι’ από αυτό άλλοι καπεταναίγοι πήγαν οπίσου εις τους Τούρκους, άλλους ήθελες με τους νόμους σου να τους σκοτώσης. Θα σκότωνες τον Καραϊσκάκη· πού θα τον εύρισκε η πατρίδα, όταν ξαναγιόμωσε Τουρκιά; Δεύτερος έρχεσαι εσύ, κύριε Κωλέτη· θα σκότωνες τον Δυσσέα – και ύστερα δεν γλύτωσε από σένα· πού θα τον ευρίσκαμεν μ’ έναν τεσκερέ να διώξη δώδεκα χιλιάδες Τούρκους, οπού ’ταν περισσότεροι άλλοι εις το Γριπονήσι και Ρωπό κι’ αλλού, και πρόσμεναν κι’ αυτείνη την δύναμιν ν’ αφανίσουν όλη την Ελλάδα, κι’ αυτό τους νέκρωσε όλα τους τα σκέδια; Αν ήταν κακοί στρατιωτικοί εκείνοι κ’ εσείς καλοί πολιτικοί, τους κάνετε κι’ αυτούς κι’ όλο το στρατιωτικόν καλό και με πειθαρχίαν. Αν ήσουνε εσύ, κύριε Μεταξά, καλός, έκανες τον Κολοκοτρώνη πλέον καλύτερο. Ήταν καλός πατριώτης, αλλά οι δικές σου συβουλές όλο σε εφύλιους πολέμους τον κινούσανε και σε μεγάλη διχόνοια με τους πατριώτες του· και κάποτε τον γύριζες με το ένα κόμμα και κάποτε με το άλλο. Και χύνονταν τόσα αθώα αίματα. Θυμήσου τον Κανέλλο Ντεληγιάννη, οπού πιάστη με τον Κολιόπουλον και με τους Κολοκοτρωναίους – πρώτη διαίρεση και φατρία, οπού δεν το ξέραμεν αυτό το φρούτο και τότε το μάθαμεν. Ήρθα εγώ εις την Πελοπόννησον· έφυγα από τον Δυσσέα και ήρθα εις τον Κολοκοτρώνη κ’ εσένα, οπού ήσασταν εις τα πράματα, εις το Εκτελεστικόν Σώμα· και μου είπετε να ’ρθω κ’ εγώ με τους ανθρώπους μου βοήθεια εδική σας και δεν θέλησα – πόσα αίματα χύθηκαν τότε; Θυμήσου όταν βήκατε εις το Άργος να διαλύσετε την Βουλή του Έθνους και να τους πάρετε και τα πραχτικά, στάθηκα συνφώνως με τον Ζαχαρόπουλον και τους ’περασπιστήκαμεν και κρύψαμεν και τα πραχτικά. Κ’ έπεσα εις την οργή σας. Θυμήσου αυτό τι έβγαλε. Στάθηκες του λόγου σου και οι άλλοι εις τ’ Ανάπλι και οι Κολοκοτρωναίγοι κι ο Πετρόμπεγης πήγαμεν εις την Τροπολιτζά -πόσοι τάφοι εκεί άνοιξαν; Τελειώνοντας από την Τροπολιτζά, οπού την λαφυραγώγησαν και σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι, πήγαμεν εις τα Τρίκκαλα. Και χάλασα αυτό σας το σκέδιο κ’ έπεσα εις την οργή σας, γιατί ήθα κάνετε μίαν μεγάλη ετοιμασίαν αναντίον των βουλευτών και του Κουντουργιώτη. Αφού εγώ έφυγα από την συντροφιά σας, όταν ματαπήγαμεν με την Κυβέρνησιν εις την Τροπολιτζά, οπού ήταν οι Κολοκοτρωναίγοι κι’ ο Πετρόμπεγης κι’ άλλοι, πόσοι τάφοι πάλε άνοιξαν; Και σας βγάλαμεν όλους από την Τροπολιτζά, και την πήρε η Κυβέρνηση. Από εκεί κατεβήκαμεν εις τ’ Άργος και ήρθαν αναντίον μας όλοι αυτείνοι – πόσοι σκοτώθηκαν εις του Άργους τον κάμπο και εις τ’ Ανάπλι απόξω; Και πήραμεν τ’ Ανάπλι και τα κάστρα.
     Ύστερα πιάσετε κομπανία με Ζαΐμη, Ντεληγιανναίους κι’ άλλους πολλούς – πόσοι σκοτώθηκαν εις την Μεσσηνίαν και ύστερα εις την Τροπολιτζά, εις τα χωριά, οπού χάθηκε κι’ ο Πάνος Κολοκοτρώνης; Ήρθα εις την Αθήνα κ’ έμπασα τους Καρατασσαίους και Γκούρα εις τον Μωριά. Και πήγαν εις τον Αγιώργη της Κόρθος, οπού τον βαστήγετε, κι’ από εκεί αλλού – πόσοι τάφοι άνοιξαν σε όλο αυτό το διάστημα, οπού τους πιάσαμεν όλους αυτούς και τους πήγαν εις την Ύδρα ρέστο; Τι έπαθαν οι κάτοικοι από τους Ρωμαίγους, όχι από τους Τούρκους; Ύστερα εις Παλαμήδι, Ανάπλι, Άργος, Κρανίδι διά της εκλογές της Συνέλεψης τι έγινε, τι έπαθε « η πατρίδα, και εις Κόρθο κι’ άλλα μέρη ώσο οπού ’ρθε ο Κυβερνήτης; ’Στην αρχή δεν τον ρεθίζετε εσείς οι μεγαλοκέφαλοι και ήτον με την πατρίδα. Τον αγαπούσε όλος ο λαός και δυο χρόνια κυβέρνησε καλά. Ύστερα περιλάβετε εσείς τον Κυβερνήτη – πόσοι τάφοι έγιναν εις Σπάρτη και Μεσσηνία, εις Πόρον κι’ αλλού και πού κατάντησε η κυβέρνησή του; Ύστερα πιάστη με τους Μαυρομιχαλαίγους. Σας έλεγαν άνθρωποι γνωστικοί να κλίνετε κ’ εσείς την θέλησή σας, καθώς συγκατάνευε κ’ ο Κυβερνήτης, ν’ αγαπηθή μ’ αυτούς· δεν στάθη τρόπος. Και χάθη κι’ αυτός και η πατρίδα διατιμήθη.
     Σκοτώνοντας ο Κυβερνήτης, πόσοι άνθρωποι χάθηκαν εις τ’ Άργος εξ αιτίας σας και πόσοι σε όλο το διάστημα οπού γυρίσαμεν εις τ’ Ανάπλι; Εις τ’ Άργος ύστερα γύρευε η συντροφιά σας να χτυπήσουν τους Γάλλους – στρατέματα της Συμμαχίας! Αυτείνοι με δύναμη και μ’ όλα τ’ αναγκαία κ’ εμείς με χωρίς φουσέκια ηθέλαμεν να τους σκοτώσουμεν! Κι’ αναντιώθηκα εγώ εκεί και κιντύνεψα· και κρυφίως έφυγα· και ύστερα εις το κονάκι του Χατζηχρήστου ήρθαν ο Κριτζώτης, ο Νότης και οι άλλοι και μίλησα όλων των αξιωματικών και ρίχτηκαν απάνου εις τους αρχηγούς τους, οπού ‘χαν ορκιστή να βαρέσουν τους Γάλλους να τραβηχτούν αυτείνοι. Δεν ήρθαν οι φίλοι σας μόνοι τους εις το Κιόσκι του Αναπλιού κι’ Αγροκήπιον; Κ’ εγώ πήγα εις τ’ Ανάπλι και ‘σύχασα τους γκενεραλαίγους τους Γάλλους, οπού ’ρεθίστηκαν κ’ έλεγαν ότ’ είναι γενικόν κίνημα και ήταν αναντίον γενικώς της πατρίδας. Κι’ ως αδύνατοι οι Κολοκοτρωναίγοι κι’ ο Τζαβέλας και οι άλλοι φύγαν οπίσου ευτύς, αφού μάθαν ότι δεν έχουν άλλους συντρόφους· κ’ έμεινε αυτό διά την ώρα. Και ύστερα ο Τζόκρης, ο Κριτζώτης κι’ άλλοι θέλησαν να κάμουν αυτείνη την γενναιότητα εις τ’ Άργος αναντίον των Γάλλων και πιάστη το ντουφέκι. Δεν σκοτώθηκαν περίτου από τρακόσοι άντρες κι’ αθώα γυναικόπαιδα; Και γύρεψα την άδεια εσάς των κυβερνήτων και ήρθε κι’ ο Ρουάν, ο πρέσβυς της Γαλλίας, και σας είπε να μου δώσετε την άδεια από την αυγή να πάγω να μιλήσω με τους γκενεραλαίους, οπού είχα εις την φιλίαν τους, διά να σβέση αυτό το κακόν, να μην πάθη τόσος αθώος κόσμος, και δεν θελήσετε – μόνον ο Κωλέτης ήταν σύνφωνος με την γνώμη μου – και το δειλινό μ’ αφήσετε και πήγα, οπού ‘χε τελειώση το κακόν· και μιλήσαμεν των γκενεραλαίγων κι’ όλων των αξιωματικών εγώ, ο Μήτρο Ντεληγιώργης, ο Δανίλης Πανάς, οπού μας στείλετε η Κυβέρνηση και οι πληρεξούσιοι κι’ όλοι οι πολίτες να ειπούμεν την μεγάλη λύπη οπού δοκιμάσετε ακούγοντας αυτό το δυστύχημα. Και τους καταπραγύναμεν και σήκωσαν την αγανάχτησίν τους, οπού ’χαν γενικώς εις το Έθνος.
     Πόσοι τάφοι άνοιξαν εις την Τροπολιτζά, οπού πήγε ο Γρίβας και οι Κολοκοτρωναίγοι; Τι έπαθαν οι κάτοικοι και πού τους κατοίκισαν; Ήμουν κ’ εγώ με τον Ντεληγιώργη, με το σώμα μας, πρωτύτερα εκεί – πήγα και μάζωξα τους κατοίκους από τα σπήλαια και τους ήφερα και κάναν το εμπόριον τους, οπού ήταν τόσα ασκέρια. Πειράχτη τίποτας; Πόσο ξύλο τους τίναζα μέσα εις το παζάρι; Και δι’ αυτείνη την ησυχίαν και τάξη ούτε τους μιστούς μας ολουνών εμάς δεν μας δώσετε! Δεν πληρώσετε τον Ζέρβα κι’ αλλουνούς και δέσαν τους πληρεξούσιους του Έθνους εις την Πρόνοια; Δεν αφανίστη όλος ο κόσμος εκεί; Δεν κόβαν το νερό σήμερα ο ένας κι’ αύριον ο άλλος και πλερώνονταν και τ’ άφιναν, οπού θα σκάζαμεν όλοι μέσα εις τ’ Ανάπλι; Τι έπαθε το Μισολόγγι και τ’ Αντελικό από τους Γριβαίους; Το ‘παθε χερότερα από τους Τούρκους.
     Όταν ήρθε ο Βασιλέας, ποιος τους ’ρέθιζε τους αγωνιστάς; Η αφεντειά σας οι μεγάλοι πολιτικοί. Και πήγαν εις την Τουρκιά και χάθηκαν οι περισσότεροι. Και τόσοι άλλοι χάθηκαν εις την Πελοπόννησο, οπού σκοτώθη ο Κρίτζαλης κι’ άλλοι, και εις την Σπάρτη κι’ αλλού. Και τόσοι εις τα τριάντα έξι, οπού χάθη το άνθος του Έθνους. Και τόσους οπού έκοψε η τζελατίνα και τόσοι οπού πέθαναν εις της φυλακές. Και τόσοι εις της διάφορες εκλογές εσάς των Εκλαμπρότατων πολιτικώ μας. Σας ερωτώ, εσάς τους Εκλαμπρότατους και μεγαλόγνωσους πολιτικούς της Ελλάδος αρχή και τέλος· αν ήρθετε από καλωσύνη σας να μας φωτίσετε, να μας λευτερώσετε, διατί να χυθούν αυτά τα αίματα οπού χύθηκαν και η πατρίδα να είναι εις την κατάστασιν οπού είναι ως την σήμερον, και να γένη αυτείνη η δυστυχία γενικώς εις τους τίμιους ανθρώπους; Και να θέλουν οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Ρούσσοι, οι Αουστριακοί ή άλλο κράτος να μας κυβερνήσουν με το μέσον το δικόν σας;
     Η αφεντειά σας, οι ξενοφερμένοι πατριώτες, ήστε και οι πρώτοι πολιτικοί και οι δεύτεροι και οι τρίτοι και οι τέταρτοι και οι πέφτοι και οι έχτοι κι’ ακόμα εις όλα τα πράματα της πατρίδας· αν είχετε αρετή κι’ ομόνοια, γένονταν αυτά; Διατιμιέταν το δυστυχισμένο, το αθώον Έθνος; Μπαίναν όλοι οι μπερμπάντες παντού; Πότε συβουλέψετε το στρατιωτικόν πατριωτικώς, κι’ αυτό εβήκε από τα καθήκοντά του και δεν σας άκουσε; Μεγαλύτερον είχαμεν εις την Πελοπόννησον τον Κολοκοτρώνη· όπως του λέγετε έτζι έκανε· «πολέμα υπέρ της πατρίδος», πολέμαγε· «κάνε εφύλιους πολέμους», έκανε. Ήταν ο Δυσσέας εις την Ανατολική Ελλάδα· από τίνος συβουλή επέταξε το ντουφέκι κ’ έβαλε το καλαμάρι κ’ έγινε πολιτικός και φατριαστής ο στρατιωτικός; Από δική σας. Έστειλε ο κύριος Κωλέτης εις τον Δυσσέα τον Αλέξη Νούτζο και τον σκότωσε αυτόν και τον γενναίον και τίμιον Παλάσκα. Ο Δυσσέας τους σκότωσε, αλλά ο Κωλέτης και η συντροφιά του τους έστειλε – ή εκείνοι σκότωσαν τον Δυσσέα, ή ο Δυσσέας αυτούς, όφελος του Κωλέτη και της συντροφιάς του ήταν. ‘Υστερα σκότωσε και τον Δυσσέα.
     Είπα τα πατρικά σας αιστήματα και τον πατριωτισμόν οπού δείξετε όλοι σας, οπού κοπιάσετε να μας λευτερώσετε. Αυτείνοι είναι οι αγώνες σας. Είχαμεν τόσα σπίτια σημαντικά και εις την Ρούμελη και εις την Πελοπόννησο και νησιά, οπού πραματικώς θυσιάσαν διά την πατρίδα. Πού είναι τώρα; Χάθηκαν τα περισσότερα. Τα παιδιά μας και πολλοί οπού ζούνε από αυτούς στραβώνουν μυίγες μέσα εις τους δρόμους της ματοκυλισμένης πατρίδας τους. Θυσιάστηκαν απόξω ορθόδοξοι χριστιανοί και σκοτώθηκαν τόσοι σημαντικοί αρχηγοί, τόσοι νοικοκυραίοι – τα παιδιά τους κι’ όσοι ζούνε λένε «ψωμάκι» οι περισσότεροι, και πούν’ το; Εσάς σας τιμήσαμεν, σας δοξάσαμεν, σας κάμαμεν Εκλαμπρότατους, αντιπρόσωπους εις τα δυνατά έθνη. Και πληρώνεστε χοντρούς μιστούς. Ότι σας κάμαμεν σημαντικούς και βέβαια θέλετε και καλούς μιστούς να ζήσετε. Ενώ εμείς και πρώτα και τώρα ζούμεν όπως μπορέσωμεν – όμως οι Εκλαμπρότητές σας δεν θέλομεν να κακοπορέψετε· κι’ αν σας ιδούμεν δυστυχείς λυπώμαστε κ’ ευτύς θαν’ αναπάψωμε τα δεινά σας. Κι’ ως τίμιοι άνθρωποι αυτό πρέπει να κάμωμεν διά ν’ αναστήσωμεν στύλους εις την πατρίδα μας από ανθρώπους άξιους να την βοηθούν, καθώς κάνουν όλα τα έθνη. Εμείς αυτό αρχή και τέλος το ακολουθούμεν εις την Εκλαμπρότη σας· η Εκλαμπρότη σας τι κάμετε ’σ εμάς;
     Όταν θα ’ρχονταν ο Βασιλέας από την Μπαυαρία, δεν έπρεπε, αν ήσασταν καλοί ποιμένες, να συναχτήτε όλοι εσείς, οπού μας κυβερνάγετε, και να συνάξετε κι’ άλλους προκρίτους, πολιτικούς και στρατιωτικούς, και να τους ειπήτε· «Ό,τι διχόνοιαν έχομεν αναμεταξύ μας το ’να το κόμμα με τ’ άλλο (οπού η καλωσύνη σας μας κάμετε κόμματα· και να ειπήτε), τώρα έρχεται διαδοχικός βασιλέας και πρέπει να μονοιάσουμεν αναμεταξύ μας, να μας εύρη μονοιασμένους, να μας εύρη έθνος κατά τους αγώνες μας και θυσίες μας και τοιούτως να μας διατηρήση και με τοιούτους νόμους να μας κυβερνήση». Και να ειπήτε ολουνών των οπλαρχηγών· «Να πάρετε τ’ ασκέρια σας και να τοποθετηθήτε ’σ εκείνο, ’σ εκείνο το μέρος· και να παίρνετε το ψωμί σας και ν’ αφήσετε ήσυχους τους πολίτες να κάνουν το έργον τους, να είμαστε όλοι καθείς εις την θέσιν του ώσο οπού να ’ρθη ο Βασιλέας και η Αντιβασιλεία να μας εύρη τοιούτους. Και θα τους μιλήσουμεν διά τα δίκια γενικώς και πολίτων και στρατιωτικών». Αν κάνετε αυτό, ποιος θ’ αντίτεινε, Εκλαμπρότατοι; Εσείς να συστηθήτε! Κι’ αποδείξατε και σε όλους τους ξένους και εις τον ίδιον τον Βασιλέα κι’ Αντιβασιλεία τι θερία ήσασταν κι’ ότι η αρετή σας και τα πλούτη σας βάστηξαν αυτό οπού έγινε βασίλειον. Βάλετε τον υπουργόν Ζωγράφο των Στρατιωτικών τότε κ’ έφκειασε μίαν προκήρυξη κ’ έλεγε από τον Κολοκοτρώνη και κάτου ως τον μικρότερον στρατιωτικόν είναι όλοι λησταί και μπερμπάντες. Δεν εβάλετε κι’ αυτό εις την προκήρυξη· ό,τι έκανε ο Κολοκοτρώνης και η συντροφιά του ποιων σκέδια ήταν; Ήταν του Μεταξά, ήταν του Ζαΐμη, του Ντεληγιάννη κι’ αλλουνών. Ό,τι έκαναν οι ναυτικοί ήταν των ανωτέρων τους πολιτικών· ό,τι έκαναν οι άλλοι ήταν του Κωλέτη και Μαυροκορδάτου. Κι’ ό,τι λάφυρα έκανε το ’να το κόμμα και σκοτωμούς του αλλουνού του αδύνατου, τα ’κανε κ’ εκεινού του κόμματος γύμνωνε τους κατοίκους. Κι’ όποιος δεν ήθελε ν’ ακούση την συβουλή σας και την διαταγή σας, Εκλαμπρότατοι, και ήταν τίμιος άνθρωπος και λυπάταν τους ομογενείς του, τους συναγωνιστάς του τους κατοίκους και δεν είχε αυτείνη την ψυχή να τους γυμνώση και να τους πάρη την χαψιά από το στόμα τους, να πεθάνουν αυτείνοι και η φαμελιά τους, αυτόν δεν τον λέγετε τίμιον τον τοιούτον, αλλά τον λέγετε ανάξιον και άναντρον.
     Η αφεντιά σου ο ίδιος, κύριε Μεταξά, μας είπες αυτό του Μήτρου Ντεληγιώργη κ’ εμένα όταν σας δείξαμεν τα ευκαριστήρια του Επιθεωρητή εις την Τροπολιτζά, οπού η δική μας η διαγωή έδωσε παράδειμα και εις τ’ άλλα τα σώματα, οπού ’ταν τόσα σε όλα τα χωριά και εις την πολιτεία· κι’ αφού ως μέλη της Κυβερνήσεως σού είπαμεν διά την μεγάλην ευταξίαν των ανθρώπω μας, οπού τους ξεποδαριάζαμεν νύχτα και ημέρα και προφυλάγαμεν τους κατοίκους χώρα και χωριά, και σου είπαμεν αυτό διά να χαρής και να ευκολύνετε τους πενήντα φοίνικες, οπού αποφασίστηκαν γενικώς σε όλα τα σώματα εις τον κάθε άνθρωπον, και να μας στείλετε κ’ εμάς σε μίαν επαρχίαν, η απάντησή σου ποια ήταν; Ότ’ ήμασταν ανάξιοι και δεν γυμνώσαμεν κ’ εμείς καθώς και οι άλλοι! Μ’ εφτακόσιους τόσους ανθρώπους δεν ήταν αξιότη, ήταν αναξιότη! Και δεν μας δώσετε εμάς των ανάξιων ό,τι εδώσετε εις τους φίλους σας. Μας στείλετε εις το Μυστρά· κ’ έστειλε κι’ ο κύριος Μαυροκορδάτος τον Κοντογιάννη εκεί, κ’ εμάς μας παράγγειλε θα μας πλερώση από άλλο μέρος, ως υπουργός τότε της Οικονομίας. Όταν του ζητήσαμεν, μας είπε σώθηκαν όλα· και πλερώσαμεν εξ ιδίων μας τους ανθρώπους. Και του Ντεληγιώργη του δόθηκε διαταγή να τα λάβη από το Μισολόγγι κ’ εμένα μου δόθηκαν υποθήκη οι Μύλοι του Γράδου ν’ αποπλερωθώ από εκεί· κι’ ως την σήμερον δεν έλαβα τίποτας όξω από τέσσερες χιλιάδες δραχμές οπού έλαβα όταν μπήκε ο Μαυροκορδάτος πρωτοϋπουργός και υπουργός της Οικονομίας παύοντας η Συνέλεψη. Και τότε δι’ αυτό έβαλες τον τυπογράφο σου Φιλήμονα, κύριε Μεταξά, και ξιστόριζε της κατάχρησες του Μαυροκορδάτου. Όταν έπαψε αυτός και μπήκε ο Κωλέτης και η Εκλαμπρότη σου εις την Οικονομίαν, έλεγε ο αγαθός σου φίλος Φιλήμονας, ότ’ ήμασταν ’γγισμένοι· «Αφάνισε το ταμείον και ο Μακρυγιάννης». Και σας έκαμα την απάντησιν εις τον τύπον πώς ήταν αυτές και πού της έδωσα – σε χρέος της Μεταβολής· κ’ έβαλα εξ ιδίων μου κι’ άλλες χίλιες πεντακόσες και πλέρωσα. Ότ’ η Εκλαμπρότη σου μόνον είκοσι πέντε δραχμές θυσίασες εις αυτείνη την μεταβολή, κι’ όσοι άνθρωποι αγωνίζονταν σου έλεγα να τους βάλης να φάνε κομμάτι ψωμί και με τα «σήμερα, ταχιά» – ενταυτώ εγώ τους ζωοτρόφιζα.1
     Η προκήρυξη του Ζωγράφου ήταν ότι ο Βασιλέας κι’ όλοι οι άλλοι να ιδούνε ότι όλος ο αγώνας και οι θυσίες έγιναν από σας τους πολιτικούς, και το στρατιωτικόν όλοι θερία. Κι’ από τον ζήλο σας τον μεγάλο προς την πατρίδα υποφέρνεταν αυτά τα θερία ώσο οπού ’ρθε ο Βασιλέας για να τιμωρηθούν αυτοί ως λησταί και οι Εκλαμπρότητές σας ως σωτήρες ν’ ανταμειφτήτε. Και διά να δυναμώσετε την προκήρυξη του Ζωγράφου τι κάμετε εις τους αγωνιστάς; Πόσον ’ρεθισμόν αναντίον του Βασιλέως και της Αντιβασιλείας! ’Ρεθίσετε τα στρατέματα, οπού ήταν χωρίς αξιωματικούς εις τ’ Άργος και εις τα χωριά, για να τους αποδείξετε κι’ όντως θερία κατά την προκήρυξή σας. Και ήρθαν τα στρατέματα ως απόξω εις τ’ Ανάπλι. Και τότε οι Μπαβαρέζοι με το ταχτικόν τους έστειλαν εις τους Τούρκους ξυπόλυτους και γυμνούς· και βάλαν Τούρκον αρχηγόν· και χάθηκαν οι περισσότεροι διά να στερεωθούν τα γραφόμενα της προκήρυξής σας.
     Οι Εκλαμπρότητές σας ήσασταν άγιοι εις τον Αγώνα και λευτερώσετε την πατρίδα, και το στρατιωτικόν όλοι λησταί και θερία ανήμερα! Και πώς υποφέρετε μ’ αυτούς; Ήταν τα πατριωτικά σας αιστήματα και οι γενναίες σας θυσίες προς όφελον αυτής της πατρίδας! Αυτό εφάνη κι’ από τον διορισμόν εις τα τάματα των συντρόφωνέ σας. Και πήγα κ’ έβαλα με δάκρυα εις τον Αϊντέκ αυτά υπόψει του και σε τι θα καταντήσωμεν όταν αδικήται το δίκιον. Και τα χάλασε όλα αυτά. Μίλησα και του Βασιλέως, όταν παρουσιάστηκα. Και μπήκε σε συμπάθειον ο Βασιλέας και η Αντιβασιλεία. Τότε με βάλετε ’στην οργή της Αντιβασιλείας. Τότε έφυγα και ήρθα εδώ· και ήρθε κι’ ο Ψύλλας και μου είπε τα ίδια ως υπουργός του Εσωτερκού. Μου είπε ότ’ ήμαστε όλοι λησταί. Τότε εστείλετε άνθρωπον να με ’ρεθίση και τον πλάκωσα με το δαυλί. Κι’ ο Κωλέτης μο ’στειλε τον Κλεομένη του. Τότε φυλακώσετε όλους τους οπλαρχηγούς εις τ’ Ανάπλι. Κ’ έπαθαν τόσοι αγωνισταί. Και χάθηκαν από την τζελατίνα κι’ από το ντουφέκι. Από αυτόν σας τον πατριωτισμόν και θυσίες μπήκετε σε σημαντικές θέσες, γίνετε πρέσβες με χοντρούς μιστούς και με πλήθος σταυρούς. Όποτε σας λένε οι ξένοι σας φίλοι ντύνεστε το πουκάμισο της αρετής· κλαίτε την πατρίδα και τους αγωνιστάς καθώς κλαίγει η φώκια τον πνιμένον – είναι τα δάκρυά της καυτερά, σαπίζει τον πνιμένον και κάθεται και τον τρώγει.
     Εις την Αθήνα με δυο χιλιάδες ιππικό του Κιουτάγια και με πλήθος πεζικόν σκοτώθηκαν Έλληνες εφτακόσοι ή οχτακόσοι· σε μια εκλογή του Εκλαμπρότατου Μαυροκορδάτου και συντροφιάς του εις την Μεσσηνίαν και Σπάρτη οι σκοτωμοί πέρασαν αυτόν τον αριθμόν. Και οι κάτοικοι καταφανίστηκαν κι’ από κατάστασιν κι’ από ζωντανά κι’ από δενδροφυτείες. Άσε του Κωλέτη – ούτε γράφονται, ούτε θέλουν γραφτούνε οι προκοπές του. Όμως αυτός δικαιολογέται, ότι η εδική σου η συντροφιά, κύριε Μαυροκορδάτε, άνοιξε αυτείνη την στράτα. Και πόσοι χάθηκαν και χάνονται ως την σήμερον και πόσοι θα χαθούμεν ακόμα κ’ εμείς δεν ξέρομεν. Ότι τα φώτα κι’ ο πατριωτισμός φαίνεται ως την σήμερον ολουνών.
     Δείξατε τι πατριωτισμόν και τι εθνικά φρονήματα είχετε κ’ εσείς και οι συντρόφοι σας, οι ρήτορές σας οι φιλελεύτεροι, οι φόρτζα Σεπτεβριανοί και Συνταματικοί, οπού άφριζαν εις το βήμα κ’ ενθουσιάζαν γενικώς τους Έλληνες – με λόγια παχιά και μ’ ασκιά μ’ αγέρα. Τώρα αυτείνοι οι ρήτορες, οι φιλελεύτεροι, είναι όλοι σήμερον βουλευταί μ’ έλεος της Αυλής και των υπουργών. Τι κάνουν σήμερα αυτείνοι; Ό,τι κάμετε κ’ εσείς οι αρχηγοί τους. Ήσασταν πρώτα φιλελεύτεροι; Εις το υπουργείον τούτο, οπού ’ναι ο Χρηστίδης υπουργός, οπού ’ναι ο Γιωργαντάς ο γνωστός, οπού ’ναι τέλος πάντων το χτεσινό παιδί ο Ντεληγιάννης, προσκυνήσετε, αρνηθήκετε όλα όσα κάμετε· όσα είπετε σας βάλαν και τα γλύψετε σα να μην τα είπετε, και τότε κάμαν έλεος και σας βγάλαν βουλευτάς· και λάβετε την διαταγή κι’ οδηγίες του Ντεληγιάννη και πάτε πρέσβες οι Εκλαμπρότητές σας. Και οι ρήτορές σας ρητορεύουν εις το βήμα κι’ ό,τι νομοσκέδια δίνουν οι υπουργοί, «σοι, Κύριε». Τέτοιοι είστε εσείς, τέτοιοι είναι κ’ οι οπαδοί σας. Φανήκετε όλοι τι αξίζετε και τι κάμετε εις την πατρίδα αρχή και τέλος. Σας θεωρούσαν οι μέσα και οι έξω πως κάτι ήσασταν· κ’ είστε ό,τι είστε. Ήσασταν ό,τι θεωρούσαν οι Ευρωπαίοι τον Σουλτάνο και δεν τολμούσαν να του αφαιρέσουν τον τίτλο του «Γκρανσινιόρη». Όσο έλεπαν το τζαμί εις την Βγιέννα σκιάζονταν κ’ έτρεμαν να μην πάγη και παραμέσα και φκειάση κι’ άλλα τζαμιά. Κι’ από αυτόν τον φόβον κάποτε του πλέρωναν και φόρον. Κι’ όταν βήκαν μια χούφτα άνθρωποι και τους απόδειξαν ότι δεν έχει πλέον ο Γκρανσινιόρης μαστόρους να χτίση τζαμιά, ότι θα πέσουν κι’ αυτά οπού έχει, από τότε τον λένε «ο Τούρκος». Και δι’ αυτό οι ευεργέτες μας βάνουν τα φώτα τους να μας προκόψουν. Όμως και χωρίς κανένας από αυτούς να μας πειράξη μ’ έργα, ας είστε καλά εσείς οπού δεν αφήσετε κανένα κουσούρι και μας καταντήσετε τέτοιους οπού είμαστε.
     Εγώ είμαι στενός τους φίλος, αυτό τους είναι γνωστόν. Τον Μεταξά τον έχω και κουμπάρο και σύντροφο σε μίαν μεταβολή, τον Κωλέτη κουμπάρο, το Μαυροκορδάτο το ίδιον – στενός φίλος από εξαρχής μ’ όλους. Δεν τους τα γράφω αυτά ως οχτρός. Εκείνα οπού έπραξαν γράφω. Και λέγω εις αυτούς και εις τους φίλους τους· αν φανταστούν ότι γράφω παραμικρόν ψέμα, έχουν το δικαίωμα να το αναιρέσουνε και να ειπούνε κ’ εγώ ό,τι έκαμα. Μπορώ ως άνθρωπος, κι’ αγράμματος κι’ απλός, να ’καμα περισσότερα, και δεν το αιστάνομαι ή δεν μπορώ να δικάσω του λόγου μου μόνος μου. Κάθε άνθρωπος εις τον εαυτό του κάνει τον συνήγορον, αλλά άλλες παρατήρησες θα κάμη η κατηγορία. Οι αναγνώστες τηράτε και τους τύπους αρχή και τέλος, μ’ όλον οπού ’ναι και φίλοι τους κι’ άλλα λένε κι’ άλλα κρύβουν· ότι έχουν την φιλίαν τους και την ανάγκη τους, ότι είναι πάντοτες σημαντικοί άνθρωποι και μπαίνουν σε σημαντικές θέσες. Εγώ είμαι απλός ιδιώτης και κηπουργός κ’ έγραψα αυτά χωρίς πάθος διά να φαίνωνται, να μην κατηγοριέται η πατρίδα. Εσείς λοιπόν, αναγνώστες, κι’ όλοι οι πατριώτες, οπού θα ζήσετε εδώ, να γένετε προσεχτικοί κριταί και να κρίνετε την αλήθεια και το ψέμα.
     Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερον εις τα χέρια τους, όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, το ’χουν σε δόξα, το ’χουν σε τιμή, το ’χουν σε ικανότη το να τους ειπής ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά εις την πατρίδα.2 Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται. Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας.
     Αυτά δεν τα λέγω εγώ μοναχός, τα λέγει όλο το κοινό και οι ’φημερίδες. Κι’ όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικον να πνίγη το δίκιον. Διά ’κείνο έμαθα γράμματα εις τα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμον το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω· ήμουν φτωχός κ’ έκανα τον υπερέτη και τιμάρευα άλογα κι’ άλλες πλήθος δουλειές έκανα να βγάλω το πατρικό μου χρέος, οπού μας χρέωσαν οι χαραμήδες, και να ζήσω κ’ εγώ σε τούτην την κοινωνίαν όσο έχω τ’ αμανέτι του Θεού εις το σώμα μου. Κι’ αφού ο Θεός θέλησε να κάμη νεκρανάστασιν εις την πατρίδα μου, να την λευτερώση από την τυραγνίαν των Τούρκων, αξίωσε κ’ εμένα να δουλέψω κατά δύναμη λιγώτερον από τον χερώτερον πατριώτη μου Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα – ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κ’ εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι· όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι’ όλοι μαζί και να μην λέγη ούτε ο δυνατός «εγώ» , ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση, ή χαλάση, να λέγη εγώ· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκειάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» κι’ όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκειάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ειδούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζωνται διά την πατρίδα τους, διά την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε· «Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες», αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζωνται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας. Ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζωνται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν τον νόμον και να ’χουν την επιρροή για ικανότη.3


ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Και τον μιστόν, το τρίτο, μου ’κοψε ο φίλος μου Ρόδιος· και κάνα παιδί των αγωνιστών δεν πλερώνει εις τους Ευέλπιδες, εγώ πλερώνω.

2. Λένε του αδερφού του Κορφιωτάκη· «Ο αδερφός σου έφαγε τόσα εθνικά υποστατικά και χρήματα του Έθνους· διατί να δώση της χήρας τώρα το Έθνος και τρακόσες δραχμές τον μήνα; – Ήταν άξιος και τα πήρε όλα αυτά, λέγει, κι’ από την αξιότη του αυτείνη τον έβαλε κι’ ο Βασιλέας δυο βολές υπουργόν, μίαν εις την Οικονομίαν (και διόρθωσε όλα αυτά οπού είχε κάμη και πήρε κι’ άλλα) – τώρα δι’ αυτά πλερώστε και τρακόσες δραχμές τον μήνα!» Κάνει το νομοσκέδιον ο Χρηστίδης, ο υπουργός ο τωρινός της Οικονομίας. Πουλεί κι’ αυτός το σμυρίδι έντεκα δραχμές το καντάρι· του δίνουν δεκάξι· «Το ’δωσα τώρα» λέγει. Πιάνει ο Μπάλμπης, οπού ήταν υπουργός της Οικονομίας, τον συναδερφόν του τον Γιωργαντά Νοταρά, υπουργόν του Εσωτερκού, και του ζητεί τα όσα έχει κατακρατήση του Έθνους, 350 χιλιάδες δραχμές. «Κι’ αν δεν τα δώσης, του λέγει, δεν συνεδριάζομεν μαζί· απαρατιώμαι». Του λέγει ο Βασιλέας· «Είναι δεχτή η απαραίτησή σου». Κι’ απαρατήθη. Κι’ άλλα κι’ άλλα πλήθος τοιούτα.

3. Επειδήτις ολοένα λέγω κατάχρησες, μη στοχάζεστε ότι έχω πάθος εις τους ανθρώπους. Ψάξετε της ’φημερίδες, τηράτε και τα πραχτικά των Βουλών, μ’ όλον οπού ’ναι τέτοιες Βουλές οπού ’περασπίζονται την κλεψιά και ’διοτέλεια και πολεμούνε την δικαιοσύνη· και μ’ όλον αυτό θα ιδήτε αν αληθινά είναι αυτά οπού σημειώνω. Είπα σε πολλά μέρη, λέγω και τώρα· εγώ τα ’γραψα αυτά όλα κι’ όποιος απ’ όσους μιλώ προσωπικώς στοχάζεται ότι τον αδικώ και είναι κακία μου κι’ όχι αλήθεια, έχει το ελεύτερον να γράψη κι’ αναντίον μου ό,τι λάθη έκαμα εις τον αγώνα της πατρίδος· όχι όμως παθητικώς, αλλά συντροφεμένος με την αλήθεια, με την παρατήρησιν. Όμως δεν έχει κανένας το δικαίωμα να γράψη ούτε υπέρ μου, ούτε κατά αν δεν διαβάση πρώτα όλο τούτο αρχή και τέλος κι’ όλα μου τ’ αποδειχτικά και τα χαρτιά μου – και τότε ας γράψη ό,τι ο Θεός τον φωτίση. Κι’ όταν τα διαβάση, τότε ας κάμη την παρατήρησή του, όχι πρωτύτερα. Κ’ εγώ έκαμα λάθη και κάνω· άνθρωπος είμαι. Και πρέπει να γράφωνται και τα καλά μας και τα κακά μας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα