Chaviaras Kyriacos - Χαβιαρας Κυριακος

Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Απομνημονεύματα - Μακρυγιάννης Ιωάννης Bιβλίον A΄. 1797-1827

Απομνημονεύματα

 Μακρυγιάννης Ιωάννης


AΔEΛΦOI ANAΓNΩΣTEΣ!

Eπειδή έλαβα αυτείνη την αδυναμία να σας βαρύνω με την αμάθειά μου (αν έβγουν εις φως αυτά οπού σημειώνω εδώ και ξηγώμαι πότε με κόλλησε αυτείνη η ιδέα, –από τα 1829, Φλεβαρίου 26, εις το Άργος– και ακολουθώ αγώνες και άλλα περιστατικά της πατρίδος) σας λέγω, αν δεν τα διαβάσετε όλα, δεν έχει το δικαίωμα κανένας από τους αναγνώστες να φέρη γνώμη ούτε υπέρ, ούτε κατά. Ότι είμαι αγράμματος και δεν μπορώ να βαστήσω ταχτική σειρά ’σ τα γραφόμενα, και...1 τότε φωτίζεται και ο αναγνώστης.
     Μπαίνοντας εις αυτό το έργον και ακολουθώντας να γράφω δυστυχήματα αναντίον της πατρίδος και θρησκείας, οπού της προξενήθηκαν από την ανοησίαν μας και ’διοτέλειά μας και από θρησκευτικούς και από πολιτικούς και από ’μάς τους στρατιωτικούς, αγαναχτώντας και εγώ απ’ ούλα αυτά, ότι ζημιώσαμε την πατρίδα μας πολύ και χάθηκαν και χάνονται τόσοι αθώοι άνθρωποι, σημειώνω τα λάθη ολωνών και φτάνω ων σήμερον, οπού δεν θυσιάζομε ποτές αρετή και πατριωτισμόν και είμαστε σε τούτην την άθλια κατάστασιν και κιντυνεύομεν να χαθούμεν.
     Γράφοντας αυτά τα αίτια και τις περίστασες, οπού φέραμεν τον όλεθρον της πατρίδας μας όλοι μας, τότε ως έχοντας και εγώ μερίδιον εις αυτείνη την πατρίδα και κοινωνία, γράφω με πολλή αγανάχτησιν αναντίον των αιτίων, όχι να ’χω καμμιά ιδιαίτερη κακία αναντίον τους, αλλά ο ζήλος πατρίδος μου δίνει αυτείνη την αγανάχτησιν και δεν μπόρεσα να γράψω γλυκώτερα. Αυτό το χειρόγραφον, από την περίστασιν οπού μου έγιναν πολλές καταδρομές, το είχα κρυμμένο. Τώρα οπού το έβγαλα, το διάβασα όλο και έγραψα ως τα 1850 Απρίλη μήνα, και διαβάζοντάς το είδα ότι δεν ξηγώμαι γλυκώτερα δια κάθε άτομον.
     Πρώτο λοιπόν αυτό, και ύστερα σε πολλά μέρη ’παναλαβαίνω πίσω τα ίδια (ότι είμαι αγράμματος και δεν θυμώμαι και δεν βαστώ σειρά ταχτική) και τρίτο, εκείνα οπού σημειώνω εις την πρωτοϋπουργίαν του Κωλέτη, οπού έκαμεν τόσα μεγάλα λάθη αναντίον της πατρίδος του και της θρησκείας του και των συναγωνιστών του, όλων των τίμιων ανθρώπων και να χύση τόσα άδικα αίματα των ομογενών του και να πάθη η δυστυχισμένη του πατρίδα και να παθαίνη και τώρα εις τον πεθαμό του από τους ίδιους τους μαθητάς του και συντρόφους του, οπού μας κυβερνούν, και οι προκομμένες του οι Βουλές και άλλοι τοιούτοι, οπού δεν άφησαν λεπτό εις το ταμείο, και όλο το κράτος το ’φεραν σε μίαν μεγάλη δυστυχία και ανωμαλία, και ένας μεγάλος στόλος των σκύλων μας έχουν μπλόκον, οπού ’ναι περίτου από τρεις μήνες, και μας πήραν όλα τα καράβια και μας κατακερμάτισαν όλο το εμπόριον και τζαλαπάτησαν την σημαίαν μας και πεθαίνουν της πείνας οι ανθρώποι των νησιών και εκείνοι οπού ’χουν τα καράβια τους γκιζερούν εις τους δρόμους και κλαίνε με μαύρα δάκρυα.
     Όλα αυτά τα δεινά και άλλα πλήθος είναι έργα του Κωλέτη και της συντροφιάς του, οπού άφησε εντολή να κυβερνιώμαστε με αυτό το σύστημα και με τους τοιούτους συντρόφους του. Και από αυτό παθαίνομεν και τι θα πάθωμεν ακόμα ο Θεός το γνωρίζει. Και αυτά ήταν δια τους ξένους σκοπούς του και τις ’διοτέλειές του και για να κατακερματίσουνε και την Τρίτη Σεπτεβρίου – οπού διαλαβαίνει περί θρησκείας και άλλης σωτηρίας της πατρίδος αυτό το Σύνταμα – και τόχομεν εις το χαρτί και αντίς να μας ωφελήση μας αφανίζει ολοένα. Όλοι οι άλλοι, οπού γράφω εξ αρχής, είναι άγιοι ομπρός ’σ αυτόν και την συντροφιά του τη σημερνή, μ’ όλον οπού τα λάθη τα πρώτα εγέννησαν και τούτα.
     Δια όλα αυτά γράφω εδώ. Ως άνθρωπος μπορώ να πεθάνω και ή τα παιδιά μου, ή άλλος τα αντιγράψη, για να τα βγάλη εις φως, πρώτο τους ανθρώπους, οπού γράφω μ’ αγανάχτησιν αναντίον τους, να βάνη τις πράξες του κάθε ενού και τ’ όνομά του με καλόν τρόπον, όχι με βρισές, δια να χρησιμεύουν αυτά όλα εις τους μεταγενεστέρους και να μάθουν να θυσιάζουν δια την πατρίδα τους και θρησκεία τους περισσότερη αρετή, να ζήσουν ως ανθρώποι ’σ αυτήν την πατρίδα και μ’ αυτήν την θρησκείαν. Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν. Και προσοχή να μην τους απατάγη η ’διοτέλεια. Και αν σκοντάψουν, τότε εις τον κρεμνόν θα πηγαίνουν, καθώς το πάθαμεν εμείς. Όλο εις τον κρεμνόν κυλάμεν κάθε ’μέρα. Όταν λοιπόν βγη αυτό το χειρόγραφον εις φως, διαβάζοντάς το όλο οι τίμιοι αναγνώστες, αρχή και τέλος, τότες έχουν το δικαίωμα να κάμη ο καθείς των την κρίση του είτε υπέρ, είτε κατά.
  

  ΣHMEIΩΣH

1. Λέξεις δυσανάγνωστες, λόγω φθοράς του χειρογράφου.
 
[ Eισαγωγή ]
 
1829 Φλεβαρίου 26, Άργος.

Eίμαι διορισμένος από την κυβέρνηση του Κυβερνήτη Καποδίστρια Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής δύναμης της Πελοπόννησος και Σπάρτης. Ο σταθμός μου είναι εδώ εις Άργος. Κάθομαι και αγροικιώμαι με την Κυβέρνηση και παντού εις τις επαρχίες μ’ αρχές κι’ αξιωματικούς και όποτε κάνει χρεία, φέρνω και γύρα σε όλα τα μέρη αυτά δια την γενική ησυχία και ξακολουθώ τα χρέη μου καθήμενος τον περισσότερον καιρόν εδώ.
     Και για να μην τρέχω εις τους καφφενέδες και σε άλλα τοιούτα και δεν τα συνηθώ – (ήξερα ολίγον γράψιμον, ότι δεν είχα πάγη εις δάσκαλο από τα αίτια οπού θα ξηγηθώ, μην έχοντας τους τρόπους) περικαλούσα τον έναν φίλον και τον άλλον και μ’ έμαθαν κάτι περισσότερον εδώ εις Άργος, οπού κάθομα άνεργος. Αφού λοιπόν καταγίνηκα ένα δυο μήνες να μάθω ετούτα τα γράμματα οπού βλέπετε, εφαντάστηκα να γράψω τον βίον μου, όσα έπραξα εις την μικρή μου ηλικία και όσα εις την κοινωνία, όταν ήρθα σε ηλικία, και όσα δια την πατρίδα μου, οπού μπήκα εις της Εταιρίας το μυστήριον δια τον αγώνα της λευτεριάς μας και όσα είδα και ξέρω οπού ’γιναν εις τον Αγώνα, και σε όσα κατά δύναμη συμμέθεξα κ’ εγώ κ’ έκαμα το χρέος μου, εκείνο οπού μπορούσα.
     Δεν έπρεπε να έμπω εις αυτό το έργον ένας αγράμματος, να βαρύνω τους τίμιους αναγνώστες και μεγάλους άντρες και σοφούς κοινωνίας και να τους βάλω σε βάρος, να τους κινώ την περιέργειά τους και να χάνουν τις πολυτίμητες στιμές εις αυτά. Αφού όμως έλαβα και εγώ ως άνθρωπος αυτείνη την αδυναμίαν, σας ζητώ συγνώμη εις το βάρος οπού θα σας δώσω.
     Αν είμαι τίμιος άνθρωπος, θέλω γράψη την αλήθεια, καθώς έγιναν τα γραφόμενα, οπού θα σημειώσω. Όλοι οι αναγνώστες έχετε χρέος πρώτα να ’ρευνήσετε δια την διαγωγή μου, πώς φέρθηκα εις την κοινωνία και Αγώνα, και αν τιμίως φέρθηκα, βάλετε βάση και εις τα γραφόμενά μου, αν ατίμως φέρθηκα, μην πιστεύετε τίποτας. Και αφού μάθετε ότι φέρθηκα τιμίως και ιδήτε σημειωμένα έγγραφα και απόδειξες, αρχή και τέλος, από διαφόρους, από κυβέρνησες και από αρχές και από άλλους πολλούς, όθεν χρημάτισα εγώ με τους αδελφούς μου συναγωνιστάς, οπού μ’ αξίωσε ο Θεός να έχω εις την οδηγίαν μου, όλο καλύτερούς μου εις τον αγώνα και εις υπηρεσίες, όθεν διατάχτηκα.
     Με δεκοχτώ ανθρώπους πρωτοκινήθηκα εις τον αγώνα, ως τους χίλιους τετρακόσιους μ’ αξίωσε ο Θεός να ’χω εις την οδηγίαν μου. Ποτέ δεν μολύθηκαν τ’ αρχεία της πατρίδος μου, ούτε εις την κυβέρνησιν, ούτε εις επαρχίες, ούτε εις άτομα, οπού αγωνιστήκαμεν εις την Ρούμελη, Πελοπόννησον και νησιά και Σπάρτη, δεν είναι πουθενά κατηγορία παραμικρή δια εμάς. Ευκαριστήρια θα ιδήτε απ’ ούλα τα μέρη πλήθος εδώ μέσα σημειωμένα, και παντού εις το κράτος και εις τ’ αρχεία της κυβέρνησης φαίνονται αυτά. Και μ’ όσους ανθρώπους μ’ αξίωσε ο Θεός και διοίκησα, διάφορες ακαταστασίες και αρπαγές ηύραν την πατρίδα, αρχή και τέλος, δοξασμένο να είναι το πανάγαθον όνομα του Θεού, εμάς δεν μας άφησε να μολυθούμεν.
     Και αυτές τις χάριτες πρέπει να τις χρωστάγη η πατρίς εις τους αξιότιμους και αγαθούς και γενναίους πατριώτες τους συναγωνιστάς μου, οπού ’χα εις την οδηγίαν μου εις τον αγώνα, οπού συνεισφέραμεν και εμείς κατά δύναμιν εις τις ανάγκες πατρίδος. Είναι η αρετή και ο πατριωτισμός, οπού έδειξαν, αυτείνων των καλών πατριώτων, όχι εμένα. Ότι εγώ δεν είχα αυτείνη την αρετή, ούτε την έχω ακόμα, καθώς εις τους πολέμους, και τώρα εις την ’πηρεσίαν είναι αυτείνοι οι καλύτεροί μου.
     Είναι και τώρα εις την ’πηρεσία, εις την οδηγία μου, οι γενναίγοι και αγαθοί αξιωματικοί Μισολογγιού με τον αγαθόν και γενναίον αρχηγόν τους Μήτρο Ντεληγιώργη, φρούραρχο εις τον αγώνα του Μισολογγιού. Είναι πολλοί γενναίγοι και αξιότιμοι νησιώτες και Πελοποννήσιοι, αγαθοί αγωνισταί, είναι Ρουμελιώτες. Είναι οι αγαθοί και φιλόπατροι νοικοκυραίοι και αξιωματικοί Αθηνών, οπού αγωνιζόμαστε εις το κάστρο των Αθηνών και αλλού εις τους αγώνες πατρίδος. Και η αρετή αυτείνων όλων των καλών πατριώτων – η αγαθότη πρώτα του Θεού – μας γλύτωσε απ’ όσα βλάβουν την πατρίδα.
     Η αφεντειά σας, αγαθοί αναγνώστες, σας περικαλώ, αν και θέλετε να μάθετε την αλήθεια, ’ρευνήσετε όλα αυτά οπού θα ιδήτε, αν είναι αλήθεια ή ψέματα. Ένα σας περικαλώ, όλους τους αξιότιμους αναγνώστες, δεν έχετε το δικαίωμα να φέρετε καμμίαν κρίση ούτε υπέρ, ούτε κατά, αν δεν το διαβάσετε όλο – και τότε είστε νοικοκυραίοι να κάμετε ό,τι κρίση θέλετε ή υπέρ, είτε κατά.
     Όταν το διαβάσετε όλο, αρχή και τέλος, τότε να κάμετε την κρίση για όσους φέραν δυστυχήματα εις την πατρίδα και εμφύλιους πολέμους δια τα ατομικά τους νιτερέσια και την ’διοτέλειά τους και από αυτούς έπαθε και παθαίνει ως σήμερον η δυστυχισμένη πατρίδα και οι τίμιοι αγωνισταί. Θα σημειώσω γυμνή την αλήθεια και χωρίς πάθος.
     Αλλά η αλήθεια είναι πικρή και όσοι κάμαμεν το κακό μας κακοφαίνεται, ότι και το κακό το θέλομε και το νιτερέσιον να το κάνωμε και καλούς πατριώτες θέλομε να μας λένε. Και αυτό δεν γίνεται, ούτε θα το κρύψω εγώ και να μείνη κρυμμένο, ότι η πατρίς ζημιώθη, διατιμήθη και όλο ’σ αυτό κατανταίνει, ότι μας ηύρε όλους θερία. Και τα αίτια του κακού θα τα ειπούνε κ’ ιστορίες και ’φημερίδες καθημερινώς τα λένε. Και δεν σημαίνουν τα δικά μου, και πρέπει να τα γράφουνε προκομμένοι κι’ όχι απλοί αγράμματοι, και να τα γλέπουν οι νεώτεροι, και οι μεταγενέστεροι να ’χουν περισσότερη αρετή και πατριωτισμόν.
     Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν και πρέπει να θυσιάζη και πατριωτισμόν και να ζη αυτός και οι συγγενείς του ως τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνία. Και τότε λέγονται έθνη, όταν είναι στολισμένα με πατριωτικά αιστήματα, το αναντίον λέγονται παλιόψαθες των εθνών και βάρος γης. Και δια τούτο ως πατρίδα γενική του κάθε ενού και έργο των αγώνων του μικρότερου και αδύνατου πολίτη, έχει κι’ αυτός τα συμφέροντά του εις αυτείνη την πατρίδα, εις αυτείνη την θρησκεία. Δεν πρέπει ο άνθρωπος να βαρύνεται και να αμελή αυτά, και ο προκομμένος πρέπει να φωνάζη ως προκομμένον αλήθεια, το ίδιον και ο απλός. Ότι κρικέλλα δεν έχει η γης να την πάρη κανείς εις την πλάτη του, ούτε ο δυνατός, ούτε ο αδύνατος, και όταν είναι ο καθείς αδύνατος εις ένα πράμα και μόνος του δεν μπορεί να πάρη το βάρος και παίρνει και τους άλλους και βοηθούν, τότε να μην φαντάζεται να λέγη ο αίτιος εγώ, να λέγη εμείς.
     Ότι βάναμε όλοι τις πλάτες, όχι ένας. Οι άρχοντές μας, οι αρχηγοί μας έγιναν και οι ντόπιοι και οι φερτικοί, όμως τίποτας δεν τους αναπεύει. Ήμασταν φτωχοί, εγίναμεν πλούσιοι. Ήταν ο Κιαμίλμπεγης εδώ εις την Πελοπόννησο και οι άλλοι οι Tούρκοι πλουσιώτατοι, έγινε ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι οι συγγενείς και φίλοι πλούσιοι από γες, αργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες και άλλα πλούτη των Tούρκων. Όταν ο Κολοκοτρώνης και οι συντρόφοι του ήρθαν από την Ζάκυθο, δεν είχαν ούτε πιθαμή γης, τώρα φαίνεται τι έχουν. Το ίδιον και εις την Ρούμελη, Γκούρας και Μαμούρης, Κριτζώτης, Γριβαίγοι, Στάικος και οι άλλοι, Τζαβελαίγοι και άλλοι πολλοί. Και τι ζητούνε από το έθνος; Μιλλιούνια ακόμα δια τις μεγάλες δούλεψες. Και σε αυτά ποτές δεν αναπεύονται, όλο νόμους και φατρίες δια το καλό της πατρίδος, όλο αυτό πασκίζουν.
     Όσα έπαθε η πατρίς δια τους «νόμους» και το καλό αυτεινών και όσα παληκάρια σκοτώθηκαν, δεν τάπαθε η πατρίς εις τον αγώνα των Tούρκων. Κατοικίσαμεν τους κατοίκους μέσα τα σπήλαια και ζούνε με τα θερία και ρημώσαμε τους τόπους και εγίναμε η παραλυσία του κόσμου. Όλα αυτά μου δώσαν αφορμή να μάθω γράμματα εις τα γεράματα, να τα σημειώσω όλα. Ένας από αυτούς ήμουν και εγώ. Ας γράψη άλλος δια ’μένα ό,τι γνωρίζη. Εγώ την αλήθεια θα την ειπώ γυμνή. Ότι έχω το μερίδιό μου, ’σ αυτείνη την πατρίδα θα ζήσω εγώ και τα παιδιά μου. Ότ’ ήμουν νέος και στραβογέρασα από αυτά τα δεινά της πατρίδας, πέντε πληγές πήρα εις το σώμα μου εις διάφορους αγώνες πατρίδος και αποκαταστάθηκα μισός άνθρωπος και τον περισσότερον καιρό είμαι εις τα ρούχα αστενής από αυτά.
     Δοξάζω τον Θεόν οπού δεν μου σήκωσε την ζωή μου και ευκαριστώ και την πατρίδα μου οπού με τίμησε βαθμολογώντας κατά την τάξη, κατά τις περίστασες, ως τον βαθμόν του στρατηγού και ζω ως άνθρωπος μ’ εκείνο οπού ευλόγησε ο Θεός χωρίς να με τύπτη η συνείδησή μου, χωρίς να γυμνώσω κανέναν ούτε μίαν πιθαμή γης.



 
Bιβλίον A΄. 1797-1827
 
 
(από το Στρατηγού Mακρυγιάννη Aπομνημονεύματα)

[ Kεφάλαιον πρώτον ]
Η πατρίς γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι, χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη, τρεις ώρες είναι από το Λιδορίκι μακρυά το άλλο το χωριό, πέντε καλύβια. Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί και η φτώχεια αυτείνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Tούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασσα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί και όταν ήμουνε ακόμα εις την κοιλιά της μητρός μου, μίαν ημέρα πήγε δια ξύλα εις τον λόγκον. Φορτώνοντας τα ξύλα ’στο νώμο της, φορτωμένη εις τον δρόμον, εις την ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα μόνη της η καϊμένη και αποσταμένη εκιντύνεψε και αυτείνη τότε και εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη ολίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου εις τα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε εις το χωριόν. Σε κάμποσον καιρόν έγιναν τρία φονικά εις το σπίτι μας και χάθη και ο πατέρας μου. Οι Tούρκοι του Αλήπασσα θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε δια νυχτός όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώθηκαν και έφυγαν και ήθα παγαίνουν εις την Λιβαδειά να ζήσουνε εκεί. Θα πέρναγαν από ’να γιοφύρι του Λιδορικιού ονομαζόμενον Στενό, δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι. Εκεί φύλαγαν οι Tούρκοι να περάσουν να τους πιάσουνε, και δεκοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι κ’ έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κ’ έτρωγα αυτό το γάλα. Μην υποφέρνοντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γιοφύρι, και ως βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέταξαν εις το δάσος, εις τον Κόκκινον ονομαζόμενον, και προχώρεσαν δια το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου και τους λέγει, «Η αμαρτία του βρέφους θα μας χάση, τους είπε, περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε...1 το παίρνω κι’ αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνομεν»...2 η μητέρα του κι’ ο Θεός μας έσωσε. Αυτά όλα τα ’λεγε η μητέρα μου και οι άλλοι συγγενείς. Σηκωθήκαμεν όλη η φαμελιά και συγγενείς και πήγαμεν εις Λιβαδειά και μας περασπίστηκαν οι φιλάνθρωποι άρχοντες εκεί κάμποσον καιρόν, όσο οπού πιαστήκαμεν και κάμαμεν εκεί σπίτια, υποστατικά.
     Εγώ έγινα ως εφτά χρονών. Με βάλαν να εργάζωμαι σε έναν εκατό παράδες τον χρόνον, τον άλλον χρόνον πέντε γρόσια. Αφού έκανα πολλές δουλειές, ήθελαν να κάνω κι’ άλλες δουλειές ταπεινές του σπιτιού και να περιποιώμαι τα παιδιά. Τότε αυτό ήταν ο θάνατός μου. Δεν ήθελα να κάμω αυτό το έργον και μ’ έδερναν και οι αφεντάδες και οι συγγενείς. Σηκώθηκα και πήρα και άλλα παιδιά και πήγαμεν εις Φήβα. Η κακή τύχη και εκεί οι συγγενείς ήρθαν και μας πιάσανε και με φέραν πίσω εις την Λιβαδειά και εις τον ίδιον αφέντη. Και την ίδια ’πηρεσία ξακολουθούσα κάμποσον καιρόν. Τότε δια– να γλυτώσω από αυτήν την ’πηρεσίαν, ότι η φιλοτιμία μου δεν μ’άφηνε ήσυχον ούτε μέρα ούτε νύχτα, άρχισα ξύλο, τρύπημα κεφάλια των παιδιών και της ίδιας μου μητέρας και έφευγα μέσα τις ράχες. Και μ’ αυτό βαρέθηκαν και με λευτέρωσαν, ότι αυτείνη η ’πηρεσία μ’ είχε καταντήση να χαθώ.
     Έγινα ως δεκατέσσερων χρονών και πήγα εις έναν πατριώτη μου εις Ντεσφίνα. Ήταν ο αδελφός του με τον Αλήπασια και ήταν ζαπίτης αυτός εις την Ντεσφίναν. Στάθηκα με εκείνον μιαν ημέρα. Ήταν γιορτή και παγγύρι τΆγιαννιού. Πήγαμεν εις το παγγύρι, μόδωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη. Τότε μ’ έπιασε σε όλον τον κόσμον ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο. Δεν μ’ έβλαβε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου. Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώση, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αϊγιάννη, ότι εις το σπίτι του μό’ ’γινε αυτείνη η ζημία και η ατιμία. Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησιά του και κλειω την πόρτα κι’ αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες, τ’ είναι αυτό οπού ’γινε ’σ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν; Και τον περικαλώ να μου δώση άρματα καλά κι’ ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον. Σε ολίγον καιρόν γράφει ο αδελφός του αφέντη μου από τα Γιάννενα ότι θέλει ένα παιδί να του κάνη χοσμέτι. Μ’ έστειλαν εμένα, τα 1811. Τον πάντρεψε αυτόν ο Αλήπασσας εις την Άρτα. Έκατζε κάμποσον καιρόν εις Άρτα, τον γύρεψε ο Αλήπασσας να πάγη, ότι τον αγαπούσε και τον είχε εις τα μυστικά του γράμματα. Ήταν τίμιος άνθρωπος, τον λένε Θανάση Λιδορίκη. Τότε γυρεύει να μ’ αφήση εις το σπίτι του εμένα, δεν ήθελα να κάτζω. Μου είπε: «Θα κάτζης και με το στανιόν». Αυτό δεν μπορούσα να το αποφύγω, οτΈίχε την δύναμη. Έκατζα με συμφωνίες ότι εγώ ως δούλος δεν κάθομαι. «Κάνω την ’πηρεσία του σπιτιού σου, όμως θα γνωριστώ και με τους κατοίκους να δανειστώ, να κάμω και εμπόριο, ότ’ είμαι γυμνός, να ντυθώ. Αυτός ήταν φιλάργυρος, δεν μό’δινε τίποτας). Πρώτη συμφωνία αυτείνη, του είπα, και δεύτερον τα ψώνια του σπιτιού σου να βαστάη η γυναίκα σου τα χρήματα και τον λογαριασμόν, ξέρει γράμματα, και να μου δίνη να της ψωνίζω, να ζυάζη όταν φέρνω το ψώνιο και ό,τι κάνει να πλερώνη. Το ίδιον και εις τ’ άλλα τα ψώνια, να μην με λέτε ότι σας έκλεψα, ότι τώρα με βλέπετε γυμνόν και αύριον ντυμένον και θα λέτε ότ’ είμαι κλέφτης. Έκατζα μ’ εκείνες τις συμφωνίες οπού του είπα και έκαμα ’σ αυτόν δέκα χρόνους. Μό’ ’δωσε και αυτός δια μιστόν τετρακόσια γρόσια όλα. Του ζήτησα ένα δάνειο και μου τό’ ’δωσε με τόκον τα δέκα δώδεκα τον χρόνον. Του ’φκιασα ομολογία και την έχω ως σήμερον. Αυτό το τζιρακλίκι μό’ ’καμε κι’ αυτός.
     Εκεί ’μπρός εις το σπίτι του ήταν μία πιάτζα και μαζώνονταν οι άρχοντες, οι έμποροι, και κάθονταν ως τα μεσάνυχτα το καλοκαίρι. Τότε εγώ έβανα και καθάριζαν το μέρος εκείνο, τους έδινα και ό,τι τους χρειάζονταν, τους καλόπιανα. Γνωρίστηκα μ’ όλους αυτούς και με τους προεστούς των χωριών. Ζήτησα από αυτούς τους προεστούς και εμπόρους ένα δάνειον και με δάνεισαν πεντέξι χιλιάδες γρόσια, είχα και εγώ ως τότε καπετάλι εικοσιτέσσερα γρόσια, τα προστοίχησα εις τους χωργιάτες και έπιασα βρώμη τον χειμώνα, να την λάβω εις τ’ αλώνια. Την πιάνω τέσσερα γρόσια το ξάι, την σύναξα εις τ’ αλώνια (και ήταν έλλειψη) και την πουλώ δεκαέξι. Πιάνω όλα αυτά τα χρήματα. Την άλλη χρονιά τον χειμώνα τα πιάνω αραποσίτι από έντεκα γρόσια το ξάι, το συνάζω εις τΆλώνια, το πουλώ εις την Άρτα τριάντα τρία. Ότ’ ήταν πανούκλα εις την Άρτα και ήταν έλλειψη το ψωμί. Τότε έφκιασα ντουφέκι ασημένιον, πιστιόλες και άρματα και ένα καντήλι καλό. Και αρματωμένος καλά και συγυρισμένος το πήρα και πήγα εις τον προστάτη μου και ευεργέτη μου κι’ αληθινόν φίλον, τον Αϊγιάννη, και σώζεται ως τον σήμερον – έχω και τ’ όνομά μου γραμμένο εις το καντήλι. Και τον προσκύνησα με δάκρυα από μέσα από τα σπλάχνα μου, ότι θυμήθηκα όλες μου τις ταλαιπωρίες οπού δοκίμασα...3
     Ύστερα άρχισα το εμπόριον και μ’ είχαν οι κάτοικοι Ρωμαίγοι και Tούρκοι ως ταμίαν και καζάντησα του Θεού τα ελέγη και έφκιασα εκεί σπίτι, υποστατικά, και είχα και μετρητά και ομολογίες πλήθος και τις έχω ως σήμερον περίτου από σαράντα χιλιάδες γρόσια. Και το κιμέρι μου γιομάτο. Απόχτησα ό,τι ήθελα και δεν είχα την ανάγκη αλλουνού. Έκατζα εις Άρτα ως δέκα χρόνια, έκαμα πολλούς φίλους. Εκεί είχα φίλον και έναν σακελλάριον ύστερα έγινε οικονόμος. Τον είχα στενόν φίλον, ότι η συντροφιά μου ήταν με τους καλύτερούς μου. Αυτός ο οικονόμος μ’ είχε καλύτερα από τα παιδιά του, και νύχτα και ημέρα από το σπίτι του δεν έλειπα. Ότ’ ήταν ένας τοίχος με το σπίτι του πατριώτη μου και πλησίον και εκείνο οπού αγόρασα εγώ δικό μου από ’ναν δυστυχή άρχοντα. Πολύ προκομμένος οικονόμος, δεν ήταν άλλος εις την Άρτα τοιούτος και είχε και τέσσερα παιδιά σερνικά. Το ένα απ’ αυτά ήταν εις την Ευρώπη οπού σπούδαζε, και ήταν φίλος και αγαπημένος του Καποδίστρια. Το παιδί έσωσε τα έξοδά του και ζήτησε του Καποδίστρια να πάγη να σπουδάξη την γιατρική. Του λέγει ο Καποδίστριας, ότι κάτι καταγινόμαστε να λευτερώσωμεν την Ελλάδα, και αν τελειώση αυτό, δεν σου χρειάζεται η γιατρική, και αν μείνη, σου στέλνω από την Ρωσσίαν τα μέσα και πας και σπουδάζεις. Και αν γίνη αυτό, σου γράφω και ανταμωνόμαστε. Το παιδί ήρθε εις Άρτα, το είπε του πατέρα του αυτό και έφυγε πίσω δια Κορφούς. Πέρασε κάμποσος καιρός, του γράφει ο Καποδίστριας και πήγε κι’ ανταμώθηκαν, και τον κατήχησε δια την πατρίδα το μυστικόν.
     Και επειδή ο Αλήπασσας ήταν πολλά δυνατός και αγόρασε την Πάργα και άλλες ακαταστασίες έκανε, του επισώρεψαν εγκλήματα αναντίον του να μαχευτή με τον Σουλτάνον. Του ενέργησαν πολλά από αυτά και άξαινε η διχόνοια του Σουλτάνου και αυτεινού. Ήρθε το παιδί εις Άρτα κατηχημένο, ορκίζει τον πατέρα του και φεύγει οπίσω. Ο πατέρας του θέλει να βάλη κ’ εμένα εις το μυστήριον. Παίρνει να μ’ ορκίση και πάλι μετανογούσε και αυτό μου τό’ ’καμε πολλές φορές. Τότε και εγώ πείσμωσα αναντίον του και του λέγω: «Σου πέρασε υποψία οτ’ ειμαι άτιμος του σπιτιού σου και ντρέπεσαι να μου το πεις; Και όντως είμαι άτιμος αν ματαπατήσω εις την πόρτα σου!» Και σηκώθηκα και έφυγα. Φωνάζει ο παπάς, εγώ δεν ματαγύρισα οπίσω. Πέρασαν δυο τρεις ημέρες, ήρθε, ξαναήρθε, δεν ματαζύγωσα.
     Αφού ήρθε πολλές φορές, με δάκρυα εις τα μάτια μου τ’ αποκρίθηκα: «Δια μένα να σου περάσει κακή ιδέα, το παιδί σου;» Έκλαψε κι’ αυτός και με περικάλεσε να πάμε μαζί και ύστερα να μην ματαπάγω, σαν μου ξηηθή. Πήγα. Κατεβάζει τις εικόνες όλες και μ’ ορκίζει και αρχινάγει να με βάλη εις το μυστήριον. Αφού προχώρεσε, τότε τ’ ορκίστηκα ότι δεν θα το μαρτυρήσω κανενού, όμως να μου δώση καιρόν οχτώ ημέρες να συλλογιστώ αν είμαι άξιος δι’ αυτό το μυστήριον και αν μπορώ να ωφελήσω, να το λάβω, ή να κάτζω, είναι σα να μην το ξέρω ολότελα. Πήγα στοχάστηκα και τάβαλα όλα ομπρός και σκοτωμόν και κιντύνους και αγώνες – θα τα πάθω δια την λευτερίαν της πατρίδος μου και της θρησκείας μου. Πήγα και του είπα: «Είμαι άξιος». Του φίλησα το χέρι, ορκίστηκα. Τον περικάλεσα να μη μου μαρτυρήση τα σημεία της κατήχησης, ότ’ είμαι νέος και να μην αντέσω και λυπηθώ την ζωή μου και προδώσω το μυστήριον και κιντυνέψη η πατρίς. Συφωνήσαμεν και εις αυτό και μου είπε ότι όθεν δουλέψω, χρήματα... και κατάχρησες δεν μπορώ να κάμω, όμως να παίρνω από ’να αποδειχτικόν, αυτά τα πλούτη να κάνω. Και η ευκή του παπά του ευλογημένου και της πατρίδος μου και θρησκείας μου, ως την σήμερον δεν μ’ άφησε ο Θεός να ντροπιαστώ. Τράβησα δεινά, πληγές και κιντύνους, όμως είμαι καλά σαν θέλει ο Θεός. Του είπα: «Ολα θα πάνε καλά, όμως ο Αλήπασσας είναι πολύ δυνατός και θα μας κιντυνέψη αυτός, ότι είναι οι καπεταναίοι μ’ αυτόν». Μου είπε τα αίτια και σε ολίγον καιρόν θέλησε ο Θεός και τον κλείσανε παντού, εις τα 1820.
     Μπήκα ’στο μυστικόν και αναχώρησα από τον πατριώτη μου και πήγα εις το σπίτι μου και εργαζόμουνε δια την πατρίδα μου και θρησκείαν μου να την δουλέψω ’λικρινώς, καθώς την δούλεψα, να μην με ειπή κλέφτη και άρπαγον, αλλά να με ειπή τέκνο της και εγώ μητέρα μου. Ο Σουλτάνος διόρισε τον Χουρσίτ πασσά αρχιστράτηγον με πολλούς πασιάδες να πολιορκήσουνε τον Αλήπασια και γιόμωσαν τα Γιάννενα και η Άρτα Tούρκους και Αρβανίτες και άρπαγους και παραλυμένους, πήραν πολλές γυναίκες Ρωμαίγισσες στανικώς, πήραν και μίαν δούλα του πατριώτη μου και ήθελαν να του πάρουν και την γυναίκα του. Ήταν ωραία και θα την έπαιρνε ένας πασσάς οπού ήταν εις την Άρτα, τον έλεγαν Χασάνπασια, κακός άνθρωπος, αυτός και ένας, τον έλεγαν Μπαμπάπασια, αφάνισαν την τιμή και πλούτη των ανθρώπων. Αυτός ο Μπαμπάπασιας έπιασε τον πατριώτη μου κ’ εμένα και μας φυλάκωσε και γύρευε να μας χαλάση, και με πολλές πλερωμές οπού ’καμε ο πατριώτης μου σωθήκαμε. Και αφού σωθήκαμε, του είπα να φύγωμε να πάμε εις την πατρίδα μας, εις το Λιδορίκι, να σωθούμε. Δεν μ’ άκουσε, άκουγε τις γυναίκες και έπαθε πολλά. Και από αυτό αναχώρησα από αυτόν. Ύστερα τον κιντύνεψε και ο Χασάνπασσας και έφυε κρυφίως και άφησε την φαμελιά του εις Άρτα, και θα του την έπαιρνε αυτός γυναίκα. Και ήταν γκαστρωμένη, ετοιμόγεννη, και την άφησε όσο να γεννήση, να την πάρη.
     Αφού ήταν πολλή Τουρκιά εις Άρτα και Πρέβεζα και Σούλι και άλλα μέρη της Ήπειρος οπού τα βαστούσε ο Αλήπασσας, καθώς και ’σ τα Γιάννενα, ήταν παντού δύναμες μεγάλες του Σουλτάνου και βάλαν και σφίξη και μάζωναν και τ’ άρματα των Ρωμαίγων και να βουλώσουνε και τον πάλτο της μπαρούτης, του μολυβιού, των στουρναριών της Άρτας. Και αυτόν τον πάλτο τον είχε ένας αγαθός άνθρωπος, φίλος μου στενός, κάναμε εμπόριον μαζί, Γιωργάκη Κοράκη τον έλεγαν, συγγενής των αγαθών και καλών πατριώτων Ζωσιμάδων. Αφού τον ήξερα τίμιον άνθρωπον, ρώτησα τον Οικονόμο και τον μακαρίτη Γώγο Μπακόλα και Σκαρμίτζο, ότι μπήκαν και αυτείνοι εις το μυστήριον (γενναίοι άντρες και αγαθοί πατριώτες) και αφού τους ρώτησα, δεν ήθελαν να τον βάλουν εις το μυστήριον τον Κοράκη, ότι φοβώνταν να μην τους προδώση το μυστήριον. Και πολεμοφόδια δεν είχαμε τελείως ’σ εκείνα τα μέρη, και ο τόπος όλος πιασμένος, και θα κάναμε επανάστασιν χωρίς πολεμοφόδια, και τα περισσότερα ντουφέκια με σκοινιά δεμένα. Τότε αποφασίζω μόνος μου, χωρίς να ρωτήσω τους άλλους, και ορκίζω τον παλταδόρο, τον αγαθόν πατριώτη, και αδειάσαμε όλον τον πάλτο και πήραμε το μπαρούτι, μολύβι και στουρνάρια. Και είχα δυο κρυψώνες εις το σπίτι μου και αυτός εις το σπίτι του και τα κουβαλήσαμε εκεί και κάτι ολίγον αφήσαμε μέσα εις τον πάλτο. Και η θεία χάρη, δόξα να έχει, στράβωνε τους Tούρκους και δεν βλέπαν οπού τα κουβαλάγαμε. Και έβαλε χρήματα ο αγείμνηστος Κοράκης – ότι ύστερα εχάθη– και εγώ και αγοράζαμε με τρόπον άρματα και τα κρύβαμε εκεί οπού ’χαμε το μπαρούτι και εις τα ταβάνια των σπιτιών μας, και αρματώναμε τους Εφτανησιώτες και άλλους και τους δίναμε και πολεμοφόδια και τους... εις τους καπεταναίους, όθεν έκανε χρεία, δίναμε και των ίδιων καπεταναίων.
     Αφού εβήκε ο Χουρσίτ πασσάς από την Πελοπόννησο, οπού ’ταν εκεί, και διατάχτη δια τον Αλήπασσα και πήρε και όλα τ’ ασκέρια μαζί του, και εις την Πελοπόννησο μείναν πολλά ολίγοι, άρχισαν να υποπτεύωνται από την Πελοπόννησο οι ντόπιοι Tούρκοι, ότι άρχισαν οι Πελοποννήσιοι και κομμανταρίζονταν δια την επανάσταση. Έβαιναν υποψία και δια την Ρούμελη. Εμείς λέγαμε, δεν είναι τίποτας, αλλά αγρίεψε ο ραγιάς εις την Ρούμελη από τόσον πλήθος τουρκιάς, οπού γιόμωσε όλος ο τόπος εξ αιτίας του Αλήπασσα και αφανίστη ο τόπος από τις αγγάρειες και γύμνωμα των κόσμων. Και με ταύτο τους αποκοιμούσαμε. Όμως αφανίστη και όντως ο τόπος όλος της Ρούμελης και κατεξοχή Γιάννενα και Άρτα και όλα εκείνα τα μέρη τα ρήμαξαν όλως διόλου. Οι ντόπιοι Tούρκοι της Πελοπόννησος έγραφαν την υποψίαν για τους Ρωμαίγους του Χουρσίτ πασσά και να πάρη μέτρα δι’ αυτό ο Χουρσίτ πασσάς. Τότε εμείς στενά πολιορκημένοι από τους Tούρκους παντού, και δεν μαθαίναμε και τίποτας, ευρέθη εύλογον από τον Οικονόμο της Άρτας και Γώγο και Σκαρμίτζο να στείλουν εμένα ως πραματευτή να πάγω εις Πάτρα και από ’κεί να περάσω εις την ανατολική Ελλάδα ν’ ανταμώσω πρώτα τον Διάκο, να τον ρωτήσω δια τα τρέχοντα και να του ειπώ να βαρέσουνε σε όλα αυτά τα μέρη, και να πάγω να μιλήσω και με τον Πανουργιά και άλλους καπεταναίους να βαρέσουνε αυτείνοι και οι Πελοποννήσιοι, να τραβηχτή κάμποση Τουρκιά, να βαρέσουμε και εμείς εκεί τότε.
     Τον Μάρτιον μήνα, τα 1821, πήρα κάμποσα χρήματα και πέρασα εις την Πάτρα. Οι Tούρκοι υποψιασμένοι, να ’βλεπαν Ρουμελιώτη, κιντύνευε, άρχισαν να με ξετάζουν οι Ρωμαίγοι ανόγητα μέσα εις το κονσουλάτο το Ρούσσικο οπού ’ταν κόνσολας ο Βλασσόπουλος. Ήμουν κονεμένος ’στου Ταταράκη το χάνι ονομαζόμενον. Ήταν εκεί και Γιαννιώτες, οπού κάθονταν, και Αρτηνοί. Πήγα εις το κονσουλάτο, τους είπα τα τρέχοντα της Ρούμελης και το κακό οπού ’παθε ο Αλήπασσας, είχαν βγη από το κάστρο αναντίον των βασιλικών ει την πολιτείαν των Γιαννίνων και του σκότωσαν πλήθος του Αλήπασσα, του χάθη όλο τ’ άνθος οπού ’χε. Αυτείνοι δεν πίστευαν τίποτας απ’ όσα τους έλεγα, αλλά τον ήθελαν νικητή να τους λευτερώση, αυτός ο τύραγνος να φέρη το Ρωμαίγικον και την λευτεριά της πατρίδος – και αν έβγαινε αυτός, δεν θ’ άφινε μήτε ρουθούνι από ’μάς. Σαν τους είπα πολλά και δεν πίστευαν, αναχώρησα και πήγα ’σ έναν μεγάλον έμπορον πως ψωνίζω πράμα, να σηκώνω κάθε υποψία όσο να ξετάξω τα τρέχοντα εκεί, να μάθω. Αφού πήγα εις τΆργαστήρι του, μου είπε ο έμπορος: «Ψώνισε ό,τι θέλεις και ό,τι σε βαστάξη η ψυχή πλέρωσε». Αφού ψώνισα ό,τ’ ήθελα, με πήρε να πάγω εις το σπίτι του να φάγω και να κοιμηθώ εκεί. Πήγα, με ρώτησε. Άρχισε να μου κάνη τα σημεία της Εταιρίας, τότε άρχισα να τον ορκίζω και του είπα πως δεν τα ’μαθα από τον σακελλάριον. Τότε του είπα όσα εγώ ήξερα από την Ρούμελη και αυτός της Πελοπόννησος. Τον ρώτησα αν είναι άργητα ακόμα και αν έχουν ετοιμασίες. Μου είπε: «Οι Tούρκοι άρχισαν να υποπτεύωνται και δεν είναι δέκα ημέρες οπού ζήτησαν ένα δάνειον και τους έδωσα εκατόν πενήντα χιλιάδες γρόσια ως δανεικά να τους αποκοιμάμε. Όμως, μου λέγει, το πράμα δεν δέχεται άργητα» Του λέγω: «Σαν είναι αυτό, τι ετοιμασία έχετε;» Μου είπε: «Του Κολοκοτρώνη στείλαμε κάμποσα χρήματα εις την Ζάκυθο και ήρθε με καμμίαν τριανταριά ανθρώπους και είναι εις την Μάνη. Και άλλη ετοιμασίαν δεν έχομε». Του λέγω: «Αυτά τα χρήματα, όπου βλέπω θεμωνιά τάλλαρα (και γράφαν και πέντ’ έξι γραμματικοί), δεν τα στέλνεις πουθενά να χρησιμέψουν δια του λόγου σου και δια την πατρίδα;» Μου λέγει: «Τι στοχάζεσαι, αυτό το Ρωμαίγικο θα κάμη άργητα να γένη; Θα κοιμηθούμε με τους Tούρκους και θα ξυπνήσουμε με τους Ρωμαίγους» Είπα και εγώ: «Μεγάλοι άνθρωποι, ξέρετε μεγάλα πράγματα. Εγώ μικρός, ξέρω ολίγα, κάμετε ό,τι σας φωτίση ο Θεός». Κοιμήθηκα. Την αυγή πήγα να ψωνίσω ό,τι μόλειπε. Ο ζαπίτης έμαθε οπού πήγα και με γύρευε παντού. Αντίς εμένα, έπιασαν έναν του Βαρνακιώτη και τον πήγαν. Τον ξέτασε, είδε ότι δεν ήταν εκείνος. Είπε: «Οχι αυτόν, έναν άλλον. Εκείνος είναι τζασίτης φερμένος εδώ και να τον πιάσετε να τον κρεμάσω, να πάθη ό,τ’ ήρθε γυρεύοντας εδώ». Τα είπε ο άνθρωπος του Βαρνακιώτη αυτά εις το χάνι και ήρθαν οι Αρτηνοί και μου το είπανε και πήγα εις το κονσουλάτο το Ρούσσικον και είπα τα αίτια και να μείνω εκεί φυλαμένος. Δεν με βάσταγε ο κόνσολας. Μου λέγει, τέτοιες ώρες κιντυνεύει και αυτός. Με το στανιό έμεινα ως το βράδυ και σουρπώνοντας να βγω. Μ’έβαλαν σε μια κάμαρη μέσα και με κλείσανε χωρίς να ζυγώνη κανείς. Μου ’ρθε να κατουρήσω, ήταν μια τρυπούλα εις το πάτωμα και κατούραγα. Ήρθε ένας δούλος και μ’ έβρισε. Του είπα, είμ’ άνθρωπος και δεν μπόρεσα να υποφέρω. Με ρωτάγει ο δούλος πούθεν είμαι. Του είπα από την Ρούμελη. Μου λέγει, και αυτός είναι από το Βραχώρι. Τον περικάλεσα να μου ειπή αν ξέρη τον Κωνσταντίνο Γερακάρη (ότ’ ήταν εκεί ’στο κονσουλάτο, όταν με ξέταζε ο κόνσολας), να του ειπή να ’ρθη να τον ανταμώσω. Μου λέγει ο δούλος: «Εψές ήταν ο Δυσσέας εδώ και έφυγε. – Σύρε πες του Γερακάρη», του είπα. Πήγε του είπε και ήρθε. Του λέγω: «Να με πας βράδυ εκεί όπουναι ο Δυσσέας και θέλει μάθης χαμπέρια πλήθος, ότ’ ήρθα δια τον Δυσσέα» Μου είπε να του τα πω πρώτα. Του είπα: Έίμαι ορκισμένος και δεν τα λέγω αλλουνού». Εφυγε ο Γερακάρης. Πήρε να νυχτώση. Μ’ έβιαζαν να φύγω από το κονσουλάτο. ’Ισασα τις πιστιόλες μου, το γιαταγάνι μου, έκαμα την προσευκή μου, είπα και του παιδιού, μόφερε κάμποσο ρακί και ήπια ν’ αυγατήση το σπίρτο και να βγω με το γιαταγάνι έξω, ας ήμουν και κιοτής. Φύλαγαν απόξω την πόρτα οι διασαχτζήδες οι Tούρκοι του κονσόλου και άλλοι Tούρκοι, ότι τόμαθαν οπού ήμουν μέσα και ήθελαν να βγω να με πιάσουνε. Και εγώ έλεγα να μην πιαστώ ζωντανός και με παιδέψουνε και βρεθώ μπόσικος και προδώσω τίποτας – καλύτερα να σκοτωθώ. Εκεί οπού ετοιμάζομουν να βγω, έρχεται ένας Κεφαλλωνίτης, μου λέγει: «Εσείσαι οπού ήσουν ’δω μέσα;» Του λέγω «Εδώ είναι πολλοί, ποιον γυρεύεις; ποιος σ’ έστειλε;» Μου λέγει: « Ο Γερακάρης. – Εγώ είμαι» του είπα. Μου είπε: «Πάμε να κάνουμε δουλειά μας». Του λέγω: «Στην πόρτα φυλάνε Tούρκοι και τήρα από του περιβολιού τον τοίχο θα πέσω εγώ κάτου και εσύ να πας απόξω να φυλάς εκεί οπού θα πέσω, να φύγωμε, ότι δεν ξέρω τα σοκάκια». Πήγε απόξω. Ρίχτηκα από τον τοίχο, ήταν ψηλός, μισοτσακίστηκα από τ’ άρματά μου. Ο φόβος μ’ έτρεχε καλύτερα από γερόν. Πήγαμε κάτου κατά την θάλασσα. Του είπα να πάμε από το μέρος των σταφίδων, μ’ άκουσε, ότι ’στην Ντογάνα ήταν Tούρκοι και θα μας πιάναν. Του είπα να κρυφτώ εις τα χαντάκια να φωνάξη την βάρκα. Ότι ο Δυσσέος ήταν μέσα ’σ ένα μαρτίγο. Σαν του είπα να κρυφτώ, μου λέγει: «Τι βρωμόκωλοι είσται εσείς οι... Φοβάστε και από τον ίσκιον σας» Ντράπηκα πήγα μαζί του. Φωνάζει δια την φελούκα, μας βλέπουν οι Tούρκοι και μας στρώνουν να μας πιάσουνε. Θέλησε ο Θεός και ήταν μια φελούκα. Τους μίλησα και ριχτήκαμε μέσα και μας βάλαν απάνου ’στην γολέττα τους. Πλάκωσαν και οι Tούρκοι. Πήραν και αυτείνοι τα τριμπόνια τους και αντιστάθηκαν.
     Ύστερα με πήγανε κι’ ανταμώθηκα με τον Δυσσέα και του είπα όλα τα τρέχοντα, και του είπα οπού θα πάγω και εις τον Διάκο και αλλουνούς και μου είπε ότι αγροικήθη αυτός και θα χτυπήσουνε, και πήρε πολεμοφόδια να πάγη εις το Ξερόμερον εις την Ζάβιτζα. Και μου είπε να πάμε αντάμα. Του είπα: «Θα ιδώ το τέλος εδώ και να πάρω και το ντουφέκι μου, όπου είναι ’στο χάνι. Και θα πάγω χαμπέρι έξω ό,τι μάθω και μου είπες». Και ανεχώρησε την νύχτα.
     Σε δυο ημέρες χτύπησε ντουφέκι ’στην Πάτρα. Οι Tούρκοι κάμαν κατά το κάστρο και οι Ρωμαίγοι την θάλασσα. Τότε πήρα καμμιά δεκαριά παιδιά από το καράβι με τ’ άρματά τους και βήκαμε έξω. Εις την Ντογάνα κουβαλιώνταν ο κόσμος και γιόμωσε η θάλασσα γυναικόπαιδα, ως το λαιμό μέσα. Τότε βλέπω και τον φίλο μου τον πραματευτή, έφερνε ’στο ’να του χέρι την φαμιλιά του και ’στ’ άλλο τα παιδιά του και τίποτας άλλο από τόσο βιον οπού ’χε – οπού θα ξύπναγε να βρη Ρωμαίικον. Μεγάλοι άνθρωποι, μεγάλα λάθη, οι μικροί θα κάμουν μικρά. Τους πήρα και τους πήγα μέσα εις το καράβι και τους παρηγορούσα. Στάθηκα εκεί και την άλλη ημέρα και πέρασα εις Μισολόγγι. Ψώνισα λαμπάδες άσπρες, οπού είχε έρθη ένα καράβι από Τριέστι, και ρούμες και λάδι και καπνόν να πάγω ως πραματευτής εις την Άρτα, να ιδούνε οι Tούρκοι και να μην υποψιαστούν. Φόρτωσα το καΐκι, βήκα απόξω από το Βασιλάδι ’σ ένα λιμάνι πλησίον εκεί, το λένε Βούκεντρο. Ξημερώνοντας των Βαγιών, την νύχτα (ότ’ ήταν καιρός ανάντιος) βλέπομε από αγνάντια ’στην Πάτρα φωτιά πολλή, και κανονισμός και ντουφεκίδι.Το γιόμ έρχεται εκεί εις το πόρτο ο Βλασσόπουλος και άλλα καΐκια με φαμιλιές. Ρώτησα, μου είπαν, μπήκε ο Ισούφ πασσάς μέσα εις την Πάτρα και την ρήμαξε και αφάνισε τους κατοίκους.
     Έφυγα από εκεί την Μεγάλη Παρασκευή. Πήγα εις Πρέβεζα, πούλησα τις λαμπάδες και ρούμες και καπνό με μια μεγάλη τιμή. Το μεγάλο Σαββάτο την νύχτα, ξημερώνοντας Λαμπρή, πήγα εις Άρτα, αντάμωσα τους δικούς μας, τους είπα τα τρέχοντα. Φέραν και τα κεφάλια των Πατρινών εκεί, να τα πάνε του Χουρσίτ πασσά. Τότε πιάνουν κ’ εμένα ως χαΐνην του Σουλτάνου, οπού ήμουν εις Μωριά, με πάνε εις το κάστρο της Άρτας. Μου περνούνε σίδερα εις τα ποδάρια και άλλους παιδεμούς, να μαρτυρήσω το μυστικόν. Εβδομήντα πέντε ’μέρες παιδεμούς.
     Μας πάνε είκοσιέξι ανθρώπους να μας κρεμάσουνε και ο Θεός γλύτωσε μόνον εμένα. Ήταν Βονιτζάνοι και απ’ άλλα μέρη και τους κρέμασαν όλους ’στο παζάρι. Δια να με ξετάξουνε ακόμα και να τους μαρτυρήσω το βιον μου με γύρισαν οπίσω από την καταδίκη εις τον πασιά και με ξέταζε δια το δικό μου βιον και του πατριώτη μου. Με πήγαν πίσω εις το κάστρο, άλλη βολά να με χαλάσουνε, και μ’ έβαλαν ’σ ένα μπουντρούμι. Και ήμαστε εκατόν ογδόντα άνθρωποι. Και ήταν σάπιο ψωμί μέσα και μαγαρίζανε απάνου ’στο ψωμί, ότι αλλού δεν είχαμε τόπον. Και η ακαθαρσία εκείνη και τα χνώτα έκαναν μίαν βρώμα, οπού δεν είναι ’στην γης άλλη χειρότερη. Και από την κλειδωνότρυπατης πόρτας βαίναμε τη μύτη μας και παίρναμε αγέρα. Και μόριχναν εμένα ξύλο και παιδεμούς πλήθος, και αφού πήγαν να με χαλάσουνε. Και από τα χτυπήματα επρίστηκε το σώμα μου και καντήλιασε και ήμουν εις θάνατο. Έταξα αρκετά χρήματα ενού Αρβανίτη να βγω να με ιδή γιατρός και να πάρω και γιατρικά και τα χρήματα. Μου δίνει έναν Tούρκον να πάμε εις το σπίτι μου. Καθώς πηγαίναμε ’στον δρόμον, πήγαινα κρατώντας και πολύ κουτζαίνοντας και βογγώντας. Ο Tούρκος, βόδι θεοτικόν, και παντήχαινε θα μου βγη η ψυχή μου – δεν ήξερε ότ’ είναι βαθιά. Πήγα εις το σπίτι, ξαπλώθηκα του πεθαμού. Ήρθε ο γιατρός, εγώ στοχάζομουν τον Tούρκο, πώς να του φύγω. Βγάνω και του δίνω τα χρήματα και του λέγω, του Tούρκου: «Σύρ’ τα (τάχα κρυφά). Μου είπε να του τα δώσης να μην είναι άλλος». Τόδωσα και εκεινού καμμιά εκατοστή γρόσια. Τα πήρε, του λέγω: «Σύρ’ τα (τάχα) εις το κάστρο και έλα όσο να μου φκειάση το γιατρικό ο γιατρός, να πάμε μαζί εις το κάστρο, ότι μόνος μου δεν βγαίνω έξω. Φοβώμαι από τους ντόπιους Tούρκους». Τα πήρε. Αυτός βγαίνοντας από την πόρτα, ετοιμάστηκα εγώ. Του δίνω ένα φευγάκι και πάγω εις το κονάκι ενού ξαδέρφου του Αλήπασσα, τον λέγαν Σμαήλμπεη Κόνιτζα, ο Θεός μακαρίση την ψυχή του. Αφού μ’ είδε, με λυπήθη πολύ. Του είπα τι δοκίμασα και αν με φυλάγη, να μη με δώση πίσω. «Ντουφέκι, είπε, έχω με τους Κονιάρους, εσένα δεν σε δίνω». Ευτύς μόδωσε άρματα και με πήρε με τ’ ασκέρι του και πήγαμε εις το Κομπότι. Ήταν το Tούρκικον ορδί εκεί, είναι τρεις ώρες από την Άρτα.
     Αφού καθίσαμε εκεί κάμποσες ημέρες, αυτός ο δυστυχής αρρώστησε βαριά και ως ευεργέτης δικός μου τον συγύριζα καλύτερα από τον γονιόν μου. Αν ήθελα, από ’κεί έφευγα, ένα κάρτο ήταν οι δικοί μας αλάργα. Όμως είπα του ευεργέτη μου να μην του γένω άπιστος και τον αφήσω άρρωστον. Σηκώθη άρρωστος και εγώ μαζί του και πήγαμε πίσω εις την Άρτα – και αυτόν να δουλέψω όσο– να γερέψη και να γλυτώσω και την γυναίκα του αλλουνού ευεργέτη μου, του πατριώτη μου, οπού ’χα φάγη το ψωμί του τόσα χρόνια, και θα την έπαιρναν οι Tούρκοι να την τουρκέψουν. Και δι’ αυτούς τους δυο ευεργέτες μου πήγα πίσω εις τον κίντυνον, μέσα εις την Άρτα. Αφού πήγαμε μέσα εις την Άρτα, μια ημέρα ήρθαν οι πασσάδες εις το κονάκι του μπέγη και όλοι ο σερασκέρηδες οι Αρβανίτες να τον ιδούν. Του λέγω του μπέγη δια την γυναίκα του πατριώτη μου, οπού θα την πάρη ο Χασάνπασιας. Μιλεί των πασσάδων κι’ αλλουνών, οτζάκια της Αρβανιτιάς, τους λέγει:
     «Πασσάδες και Μπεηδες, θα χαθούμε. Θα χαθούμε! ο μπέγης τους λέει, ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με τον Μόσκοβον, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντζέζο. Αδικήσαμεν τον ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε, και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε ντουφέκι. Και ο Σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται, τον γελάνε εκείνοι οπού τον τρογυρίζουν. Και η αρχή είναι τούτη, οπού θα χαθή το βασίλειόν μας. Πλερώνομε βαριά να βρούμε προδότη και δεν στέκει τρόπος να μαρτυρήση κανένας το μυστικόν, να μάθωμε μόνος του ο ραγιάς μας πολεμεί ή και οι Δυνάμες. Δι’ αυτό πλερώνομε και παλουκώνουμε και σκοτώνομε και αλήθεια ποτέ δεν μάθαμε».
     Αφού τους είπε πολλά ο μπέγης από αυτά, τους λέγει ύστερα πως ο Σουλτάνος στέλνει πασιάδες τους πλέον παντίδους και γύμνωσαν τον κόσμο και του πήραν και τις γυναίκες. «Αυτείνοι θα φύγουν δια τον τόπο τους κ’ εμείς θα μείνουμεν εδώ». Τότε έπιασε και για την γυναίκα του πατριώτη μου, πως γυρεύει να την πάρη ο πασσάς. Και τότε όλοι με μίαν φωνή είπανε και πήγαν και την πήραν από ’κεί οπού την είχε και την πήγαν εις το Αγγλικόν κονσολάτο να είναι φυλαμένη.
     Αφού σιγούρεψα την γυναίκα και του αλλουνού ευεργέτη μου, μίαν ημέρα είχε κάψη πολλή ο δυστυχής μπέγης και πήγα δια τον γιατρό. Οι Tούρκοι φύλαγαν να με πιάσουνε εξ αιτίας οπού τους έφυγα από το κάστρο, και ο πασσάς έμαθε ότι εγώ ’νέργησα και δια την γυναίκα, φύλαγαν να με πιάσουνε να με κρεμάσουνε. Αφού πήγα δια τον γιατρό, μου ρίχτηκαν οι Tούρκοι. Ήμουν ελεύτερος εις τα ποδάρια και τους έφυγα. Με πήγαν κυνηγώντα ως του μπέγη το κονάκι. Εκεί βγήκανε δικοί μας άνθρώποι, πιαστήκαμε από άρματα και εσώθηκα.
     Αφού ξεγέρεψε ο μπέγης, του πήρα την ευκή του και του είπα: «θα φύγω». Δεν μ’άφινε. Του είπα: «Εγώ σαν ήθελα έφευγα και από το Κομπότι, όμως δεν τόκανα δια την τιμή μου». Αφού είδε όπου δεν θα καθώμουν, μόδωσε την ευκή του και μου είπε να ειπώ των καπεταναίων έξω ’στου Πέτα και αλλού νάχουν δικαιοσύνη εις τον κόσμον, να πάνε ομπρός. Ότι τοιούτως έκαναν αδικίγες οι Tούρκοι και θα χαθούν: «Νάχουν αυτείνοι δικαιοσύνη, να πάρη τέλος να ησυχάσουμε και εμείς οι Tούρκοι, ότι πλέον μας έγινε χαράμι από τον Θεόν το βασίλειόν μας, ότι φύγαμε από την δικαιοσύνη του» Του φίλησα το χέρι να φύγω, μόδωσε χρήματα, του είπα: «Μπέγη μου, έχω και δεν θέλω, ότι έχεις έξοδα μεγάλα εις τους ανθρώπους σου». Μόδωσε άρματα και με διάταξε να φέρνωμαι καλά και να πάγω με τον Γώγο, ότ’ είναι άξιος και τίμιος και φίλος του, και να τους ειπώ των καπεταναίων να μην μπούνε εις την Άρτα, ότ’ είναι πολλοί Tούρκοι και θα σκοτωθούν, όμως να τους κλείσουνε και φεύγουν μόνοι τους, ότι δεν έχουν ζαερέδες. Τον περικάλεσα και δια την γυναίκα του πατριώτη μου να την προσέχη και αναχώρησα τα 1821, μπαίνοντας ο Αύγουστος.


ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Φθαρμένες λέξεις.

2. Φθαρμένες λέξεις.

3. Δύο φθαρμένες λέξεις.

[ Kεφάλαιον δεύτερον ]
Είχα μιλήση κάτι Κορφιάτων, Κεφαλλωνίτων, Ζακυθινών, οπού δούλευαν εις Άρτα, και τους είχα δώση άρματα, τους είπα και τα ’βγαλαν εις τ’ αμπέλια και τα ’χωσαν με τα δικά μου και με πολεμοφόδια και μια νύχτα τα πήραμε και πήγαμε εις του Πέτα. Ηύρα τους καπεταναίους, τους είπα τα τι δοκίμασα και ό,τι μου είπε ο μπέγης. Και έμεινα με τον γενναίον και αγαθόν Γώγον Μπακόλα. Ήταν πολλά ολίγοι οι δικοί μας εκεί και εις Λαγκάδα και δεν μπορούσαν να κινηθούν δια πουθενά. Αφού μάθαν οι Αρτηνοί οπού έφυγα, φεύγαν και αυτείνοι κρυφά και έρχονταν και μ’ αντάμωναν και καθόμαστε μαζί και άξαινε ολίγον το μπουλούκι μας. Πρώτα κινηθήκαμε δεκοχτώ όλοι από Άρτα.
     Ο αρχιστράτηγος του Σουλτάνου ο Χουρσίτ πασσάς αφού έμαθε ότι χτύπησε και η ανατολική Ελλάς, ο Διάκος και οι άλλοι, άρχισε να το στοχάζεται, να στέλνη παντού ασκέρια και πολεμοφόδια εις τις θέσες τις αναγκαίες. Θέλει να ’φοδιάση και τον Έπαχτον ως σημαντικόν κάστρο και θέση αναγκαία. Διατάττει τον Σμαήλπασσα Πλιάσα ως άξιον πασιά, οπού τον είχε εις την Γλυκειά, και έστειλε άλλους ’σ εκείνη τη θέση, και ο Σμαήλπασσας να πάρη το σώμα του να πάγη εις τον Έπαχτον με δύναμη και πολεμοφόδια να ’φοδιάση το κάστρο και όλες τις άλλες θέσες ’σ εκείνα τα μέρη και να σταθή εκεί κεφαλή. Ήρθε εις Άρτα τα 1821, Μαγιού 26 με πλήθος ασκέρι. Αφού μάθαν ότ’ είναι υποψίες, διαλύθηκαν και έμεινε με πολλά ολίγους, ως οχτακόσιους. Και με αυτούς τις 28 Μαγιού κινήθη δια εκεί οπού ’ταν διαταμένος. Και εις το Μακρυνόρο, εις την Κούλια ήταν πολλά ολίγοι Έλληνες και τους χτύπησαν γενναίως και πατριωτικώς και σκότωσαν αρκετούς και πλήγωσαν και τους πήραν λάφυρα και με τα μαχαίρια τους φέραν κυνηγώντα ως όξω εις το Μακρυνόρο. Και οι Tούρκοι πήγαν εις Κομπότι και μείναν. Και μαθαίνοντας αυτόν τον χαλασμόν των Tούρκων εις την Κούλια, ψύχωσαν οι Έλληνες και πολιόρκησαν σε όλα τα μέρη συνφώνως τους ντόπιους Tούρκους και φρουρές, σε Βόνιτζα, Βραχώρι, Μισολόγγι και όλα τα μέρη της δυτικής Ελλάδος. Και παντού με μεγάλη γενναιότητα τους πολιορκήσανε.
     Της 30 Μαγιού ο Καραϊσκάκης και ο Γιαννάκη Κουτελίδας, αφού μάθαν τους Tούρκους εις το Κομπότι, πήραν σαράντα Έλληνες και πήγαν και πολέμησαν αρκετές ώρες και ως ολίγοι οι Έλληνες φύγαν χωρίς να βλαφθή ούτε το ’να το μέρος, ούτε τ’ άλλο.
     Της 8 Γιουνίου ξαναπήγαν πίσω εις το Κομπότι ο Καραϊσκάκης και ο Κουτελίδας με τους ολίγους Έλληνες και πολέμησαν ως έξι ώρες και σκοτώθηκαν κάμποσοι Tούρκοι και πληγωθήκανε. Επληγώθη και ο Καραϊσκάκης εις την φύση, περιπαίζοντας τους Tούρκους τους γύρισε τον κώλο και πληγώθη.
     Τότε έγραψε όλα αυτά ο πασσάς του Χουρσίτ πασσά και του λέγει όλους αυτούς τους πολέμους και να του στείλη δύναμιν, ότ’ είναι αδύνατος. Και το ’στειλε τον Χασάμπεγη Βεργιόνη, τον Μπεκίρη Τζογαδούρο, τον Σούλτζε Κόρτζα, και άλλους πολλούς μπιμπασάδες, ως εφτά χιλιάδες. Πήγαν εις Άρτα και εκεί συνάχτηκαν και πήγαν εις Κομπότι και κάμαν σκέδιον ν’ αφήσουνε όλη την αδυναμίαν οπίσω εις Κομπότι και αυτείνοι όλοι ως έξι χιλιάδες εις το γελέκι να κινηθούν δια την Λαγκάδα, οπού ’ναι ένα στένωμα όλο κοντόρεικον και αγριόβατα τυλιμένον. Και εκεί, την θέση εκείνη την βαστούσε ο Γώγος, ο ’Ισκος, ο Γιωργάκη Βαλτινός, ο Καραγιαννόπουλος, και ήταν και οχτώ Tούρκοι με τους Έλληνες, κεφαλή ο Σουλεϊμάν Βερνόζης, όλοι εκεί ογδοήντα ένας. Ριχτήκανε όλη αυτείνη η δύναμη των Tούρκων ’σ αυτούς τους ολίγους. Ο Γώγος τους είπε να μην ρίξη κανένας, αν δεν ρίξη πρώτος αυτός. Ριχτήκανε απάνου τους οι Tούρκοι με μεγάλη γενναιότητα, ότι εκείνη η ’μέρα εκεί ήταν η τύχη και των Tούρκων και Ελλήνων. Παίρναν οι Tούρκοι μίαν πέτρα και βαίναν εις το μέτωπον και ’σ τ’ άλλο χέρι το σπαθί και κάμαν πλήθος γερούσια αναντίον των Ελλήνων και όλο σκοτώνονταν χωρίς να βγάλουν αποτέλεσμα. Ότι τότε οι Έλληνες ορκίστηκαν να δουλέψουν δια θρησκεία και πατρίδα και δεν τους κόλλαγε μολύβι, ούτε σπαθί.1
     Αφού πολέμησαν σαν λιοντάρια Tούρκοι και Έλληνες περίτου από οχτώ ώρες, σκοτώθηκαν Tούρκοι εκεί απάνου από χίλιοι και ήταν τα κουφάρια τους έναν χρόνον άλυτα, ξεράθηκαν. Καθώς επέσανε και πληγωμένοι αρκετοί, γιόμωσε η Άρτα. Και τους πήραν ομπρός οι Έλληνες με τα μαχαίρια και τους πήγαν κυνηγώντας ως το Κομπότι σκοτώνοντας και παίρνοντας λάφυρα. Δεν κατηγοριώνται ούτε οι Έλληνες εις την αντρεία, ούτε οι Tούρκοι σαν λιοντάρια πολέμησαν και τα δυο μέρη. Όμως η αδικία, όσο να κάμη η αντρεία, νικιέται, ότι βήκαν από του Θεού τον δρόμον οι Tούρκοι. Όλοι οι αρχηγοί, οπού ’ταν εκείνη την ημέρα εκεί, και οι στρατιώτες κάμαν τα χρέη τους. Λαμπρύνεται και δοξάζεται ο μακαρίτης Γώγος. Χάριτες του χρωστάγει η πατρίς, ως λιοντάρι πολεμούσε και ως φιλόσοφος οδηγούσε. Και ανάστησε την πατρίδα εκείνη την ημέρα. Αν διάβαιναν αυτείνη η Τουρκιά τότε, καθώς ετοίμαζε κι’ άλλες μεγάλες δύναμες ο Χουρσίτ πασσάς, θα λευτέρωναν όλους τους πολιορκουμένους παντού, οπού τους πολιορκούσαν οι Έλληνες εις Βόνιτζα, Βραχώρι και αλλού. Και απολπίστηκαν σαν μάθαν αυτόν τον σκοτωμόν αυτεινών. Και τους κυρίεψαν όλους τους Tούρκους παντού οι Έλληνες και λευτέρωσαν αυτά τα μέρη. Ο πόλεμος έγινε τα 1821, Γιουνίου 18. Έλληνας δεν σκοτώθη κανένας.
     Της 28 του ίδιου έγινε μικρή μάχη εις το Πέτα. Ολίγοι σκοτώθηκαν και λαβώθηκαν Tούρκοι. Της 29 ξαναπήγαν πίσω εις το Πέτα πολλοί Tούρκοι και οι πασσάδες. Και οι Έλληνες ολίγοι. Και πολέμησαν γενναίως και τα δυο μέρη από την αυγή μπονόρα ως το δειλινό. Και χάλασαν τους Έλληνες. Σκότωσαν και τον αρχηγόν τους, τον γενναίον και καλόν πατριώτη Σκαρμίτζο. Η πατρίς του από το Βάλτο, ήταν εις το μυστήριον και θυσίασε δια την πατρίδα αρκετά και την ίδιαν του ζωή. Την θέσιν του Πέτα την κυρίεψαν οι Tούρκοι. Και όταν γίνονταν αυτείνοι οι πολέμοι, εμείς εις το κάστρο τραβούσαμε μαρτύρια από τους Tούρκους δέρνοντας και βασανίζοντας.
     Εις τα τέλη του Γιουνίου ο Μήτρο Κουτελίδας και ο Μήτρο Γώγος και και ο Γιαννάκη Ράγγος πολιόρκησαν τον Κώστα Πουλή εις το Μοναστήρι των Καλαρρύτων, οπού ήταν με τους Tούρκους. Την ίδια εποχή κινήθη ο Γώγος και πήγε εις την Πλάκα, οπού την βαστούσαν πολιορκία. Τους πολέμησε γενναίως, κυρίεψε την θέση, σκότωσε αρκετούς και πλήθος λάφυρα κάμαν οι Έλληνες και τους πήγαν κυνηγώντα ως δυο ώρες.
     Αφού έμαθε αυτόν τον χαλασμόν των Tούρκων ο Χουρσίτ πασσάς εις την γειτονιά του, ότ’ είναι πλησίον από τα Γιάννενα, και τον κυριεμό της θέσης, στέλνει μίαν μεγάλη δύναμη περίτου από οχτώ χιλιάδες και κεφαλή τον Αλήπασσα Μωραΐτη και άλλους. Αυτείνη την ετοιμασίαν την παράγγειλαν του Γώγου από τα Γιάννενα φίλοι του, και τότε ο Γώγος παραγγέλνει αυτό του ’Ισκου, του Βαρνακιώτη, του Κουτελίδα, ότ’ ήταν με πολλά ολίγους ο Γώγος, και ήρθαν από βραδύς αυτείνοι όλοι μιντάτι. Και την αυγή μπονόρα πήγαν οι Tούρκοι και άρχισε ο πόλεμος ολλά πεισματώδης και βάσταξε από την αυγή ως τρεις ώρες να νυχτώση. Και κάνουν ένα σκοτωμόν των Tούρκων μεγάλον και βγάζουν τα σπαθιά οι Έλληνες και τους αφάνισαν πολλά περισσότερον από τα πρώτα.
     Αφού έμαθε και αυτό ο Χουρσίτ πασσάς, γύρευε να πάγη μόνος του και δεν τον άφησαν. Και έστειλε άλλους πολλούς Tούρκους και κεφαλές. Μαθαίνοντας αυτείνη την μεγάλη ετοιμασίαν ο Γώγος, έστειλε του Μαρκομπότζαρη και πήγε μιντάτι και πιάστη ο πόλεμος την άλλη ημέρα από δυο ώρες να φέξη ως το σουρούπωμα. Και τους ρίχτηκαν των Tούρκων και τους καταφάνισαν ’στον σκοτωμόν, και ζωντανούς και βιον και σημαίες των Tούρκων πιάσαν και τον Κώστα Πουλή ζωντανόν, οπού ’ταν με τους Tούρκους. Τις ίδιες ημέρες πήγαν οι Tούρκοι εις τα χωριά Σκορέτζαινα και εκεί ήταν ο Κιτζοπάσκος και ο Γιαννηκώστας, γενναίον παληκάρι και καταπληγωμένος από τους πολέμους. Ρίχτηκαν των Tούρκων και εκεί και τους καταδιάλυσαν και σκοτώθηκαν και εκεί Tούρκοι όχι πολλή ποσότη.
     Την ίδια εποχή πήγαν και εις τα χωριά Άγναντα πολλοί Tούρκοι να σκλαβώσουν και να χαλάσουν το σκέδιον των Ελλήνων. Πήγε ο Γώγος, ο Κατζικογιάννης, ο Δράκος, οι Τζαβελαίγοι και άλλοι αξιωματικοί και άρχισε ο πόλεμος από την αυγή ως το γιόμα πολλά πεισματώδης και γενναίος. Και οι Tούρκοι και οι Έλληνες πολέμησαν αντρείως. Και τους έκαμαν ένα χαλασμόν και εκεί των Tούρκων μεγάλον και τους διάλυσαν.
     Την ίδια εποχή ο Γιαννάκη Ράγγος, ο Κουτελίδας, ο Μητρογώγος πήγαν εις τους Καλαρρύτες, ήταν ως τρακόσοι Tούρκοι. Τους πολέμησαν και τους έβγαλαν και πήραν την θέση οι Έλληνες και την βαστούσαν. Ολίγοι οι Έλληνες, πήγαν πολλή Τουρκιά. Δεν είχαν προσοχή οι Έλληνες εις τα στενά, είπαν ότι σώθηκαν οι Tούρκοι, και χάλασαν τους Έλληνες και αφανίστηκαν οι δυστυχείς Καλαρρυτιώτες, οπού ’ταν οι πλέον πλούσιοι ’σ εκείνα τα μέρη, κ’ έμειναν διακονιαραίγοι. Αφανίστηκαν αυτείνοι και ο τόπος τους ερήμαξε.
     Μ’ αυτείνη την ορμή οι Tούρκοι και κουράγιον, οπόλαβαν εις τους Καλαρρύτες, οι ίδιγοι Tούρκοι πήγαν εις την Πλάκα, ολίγοι οι Έλληνες εκεί και τους χάλασαν και κέρδεσαν και την θέσιν εκεί.
     Την ίδια εποχή όλοι αυτείνοι οι Tούρκοι της Πλάκας πήγαν εις τα χωριά Μελισσουργούς και Ματζούκι και χάλασαν και κεί τους Έλληνες με μεγάλη τους ζημίαν, των Ελλήνων. Και αυτό το θάρρος των Tούρκων ήταν από την ανοησίαν εκείνων οπού πήγαν εις τους Καλαρρύτες με ξερή φαντασίαν. Χάθηκαν τόσοι άνθρωποι από την αμέλειάν τους κ’ έλαβαν και κουράγιον οι Tούρκοι μεγάλον. Δεν ήταν από κακίαν των Ελλήνων, όμως πρώτη φορά έμπαιναν σε τέτοιον αγώνα, δεν ήξεραν οι άνθρωποι καλά την πολεμική. Και γίνηκαν και πολλά λάθη.
     Τον Σεπτέβριον μήνα το ίδιον έτος εις το Τζουμέρκο ’στον Σταυρόν ήρθαν Tούρκοι περίτου από πέντε χιλιάδες. Ο Γώγος, ο Μπαλωμένος, ποτέ δεν βγαίναμε τρακόσοι πενήντα. Ο πόλεμος άρχισε από την αυγή ως το βράδυ. Ήρθαν μιντάτια δικά μας ο Ράγκος, ο Κατζικογιάννης και έγινε ένας χαλασμός των Tούρκων μεγάλος και πλήθος λάφυρα πήραν οι Έλληνες. Και τα δυο μέρη πολεμήσαμε αντρείως. Όμως βγάλαμε τα δανεικά, οπού κέρδεσαν τόσους πολέμους οι Tούρκοι, και τους τζακίσαμε τη μύτη εκεί. Και ο χερότερος Έλληνας εκείνη την ημέρα έκαμε το χρέος του. Όμως προτιμιέται και δοξάζεται ο Γώγος ο αθάνατος. Δεν στοχάζεταν θάνατον αυτός ο αγαθός πατριώτης. Θε, συχώρεσε την ψυχή του, και συ, πατρίδα,να τον μακαρίζης όσο είσαι πατρίδα ελεύτερη.
     Σεπτεβρίου έντεκα οι Tούρκοι της Άρτας μάθαν ότ’ ήμαστε ολίγοι εις του Πέτα και μία μεγάλη δύναμη θα ’ρχονταν άξαφνα την αυγή μπονόρα να μας χαλάση. Ο Δεσπότης της Άρτας μας παράγγειλε αυτό, και μας βάνει οληνύχτα ο Γώγος και μεράζει του κάθε ενού το ταμπούρι του και το φκιάσαμε. Η θέση του Πέτα είναι πολλά εκτεταμένη και αδύνατη σε πολλές μεριές. Ξημέρωσαν νύχτα οι Tούρκοι, ήφεραν και κανόνια. Τότε οι Έλληνες φοβώνταν τα κανόνια πολύ, ότι ήταν ατζαμήδες από αυτά. Κεφαλές των Tούρκων ο Χασάν πασσάς και ο χασνατάρης του Χουρσίτ πασσά, ο Σμαήλπασσα Πλιάσας, ο Σμαήλπασσα Γιαννιώτης, ο Χασάμπεγη Βεργιόνης, ο Σεφτήπασσας, ο Γιακόβης, ο Μαξούταγας, ο Σούλτζε Κόρτζας, κι’ άλλοι πολλοί σερασκέρηδες περίτου από εννιά χιλιάδες. Αρχηγός της θέσης ο Γώγος, ο Σταμούλη Μαλεσιάδας μ’ ολίγους Βαλτινούς και ο Δημοτζέλιος με Ξερομερίτες. Το όλο ήμασταν ως τρακόσοι πενήντα. Έβαλε ο Γώγος τον Φώτο Σκαλτζογιάννη από την πλάτη με πενήντα και κάθονταν. Άρχισε ο πόλεμος από την αυγή ως το δειλινό, πεθάναμε από την δίψα. Ο πόλεμος πολλά πεισματώδης και συχνά γερούσια απάνου μας. Ένα μπεγόπουλο δεν έβαινε θάνατον, ολοένα γερούσια έκανε και του ρίχναμε και δεν μπορούσαμε να το βαρέσουμε κανείς από ’μάς. Ο Γώγος ήφερνε γύρα σε όλα τα ταμπούρια με φουσέκια εις την ποδιά του. Έρχεται εις το ταμπούρι μας, μας λέγει: «Μην καίτε τα φουσέκια αδίκως μ’ αυτόν το γουρνομύτη, στεκάτε να ρίξω εγώ μόνος μου, λέγει, ότι εσείς δεν ξέρετε, και να μου φέρετε το κεφάλι του να το ιδώ ύστερα». Του λέμε: «Εκείνος οπού τόχει δεν μας το δίνει να σου το φέρωμε, το θέλει ο ίδιος. – Τώρα το λέπετε», μας λέγει. Απάνου οπό ’κανε γερούσι, του δίνει ένα ντουφέκι εις το μέτωπον και έπεσε ξερός. Του λέγει: «Γκιντί, γουρνομύτι, με τα παιδιά παίζεις όλημέρα και μόκαψαν αδίκως τα φουσέκια!» Ύστερα του πήγαμε το κεφάλι και το είδε. Το δειλινό μίλησε εκεινών οπού ’ταν κρυμμένοι από τις πλάτες, και ρίχτηκαν εκείνοι, οι ξαπόστατοι, και εμείς και κάμαμε έναν μεγάλον σκοτωμόν των Tούρκων και τους πήγαμε ως το ποτάμι κυνηγώντα και πήραμε και τόσα λάφυρα, και πάνε κακωσέχοντα οι Tούρκοι εις την Άρτα. Σκοτώθηκα τρεις από ’μάς και έξι πληγωμένοι. Επληγώθηκα και εγώ ολίγον εις το δεξί ποδάρι. Ο Σταμούλη Μαλεσιάδας εφέρθη πολλά αντρείως, – όλοι πολέμησαν γενναίως, όμως αυτός περισσότερον, πολεμιστής γενναίος και οδηγίες φρόνιμες.
     Όσες βολές βγαίναν οι Tούρκοι εκεί, όλο αυτά πάθαιναν, ποτές δεν κέρδεσαν. Ότ’ είναι πολλά πλησίον η Άρτα και βγαίναν κάθε ολίγον πεζούρα και καβαλλαρία. Και όσους πολέμους κάναμε με τους Tούρκους εις Κουμιτζάδες και ’σ άλλα μέρη, οπού πέρναγαν οι Tούρκοι με ζαϊρέδες, όλο χαλιώνταν. Ήτανε πολλά άξιος και γενναίος ο Γώγος και τυχερός εις τον πόλεμον και με πολύ κουμάντο.
     Τελειώνοντας ο πόλεμος συνάχτηκαν και οι πρόκριτοι των χωριών της Άρτας και οι νοικοκυραίγοι και μιλήσανε πώς θα βαστάξουν αυτόν τον μεγάλον οχτρό, οπού ’ταν πνιμένος όλος αυτός ο τόπος από τα Γιάννινα, Άρτα, Πρέβεζα, Σούλι, όλο αυτό το καυκί πλήθος τουρκιά και πασσάδες και όλο νέοι κουβαλιώνταν απ’ ούλα τα μέρη της τουρκιάς και Αρβανιτιάς εξ αιτίας του Αλήπασσα την πολιορκία. Και ύστερα γεννήθη και το δικό μας το Ελληνικόν κ’ εμείς το πηγαίναμε σκεπασμένο ότι δουλεύομε δια τον Αλήπασσα, τον αφέντη μας, να τον σώσωμε, ότι αδίκως τον κατατρέχει ο Σουλτάνος. Αυτά βγαίναμε, να ελκύζωμε τους Tούρκους Αρβανίτες, το κόμμα του Αλήπασσα, να τους έχωμε φίλους αυτούς, να μας βοηθήσουνε κι’ αυτείνοι, ότι ήμαστε ολίγοι και οι Tούρκοι πλήθος. Αφού συνάχτηκαν οι πρόκριτοι και οι νοικοκυραίγοι, μιλήσαμε να είναι αυτό το μυστήριον κρυφό, και των ανθρώπων του Αλήπασσα να τους λέμε συντρόφους δια τον σωμό του Αλήπασσα. Αφού μιλήσαμε δι’ αυτό, είπαμε και με τι μέσα θα βαστήσουμεν τον πόλεμον. Και δεν είχαμεν ούτε όπλα οι περισσότεροι, ούτε τ’ αναγκαία του πολέμου όλοι. Αποφάσισαν οι νοικοκυραίοι ότι η τυραγνία των Tούρκων – την δοκιμάσαμεν τόσα χρόνια, δεν υποφέρνονταν πλέον. Και δι’ αυτείνη την τυραγνία, οπού δεν ορίζαμεν ούτε βιον, ούτε τιμή, ούτε ζωή (ξέραμεν κι’ ότ’ ήμασταν ολίγοι και χωρίς τ’ αναγκαία του πολέμου) αποφασίσαμεν να σηκώσωμεν άρματα αναντίον αυτής της τυραγνίας. Είτε θάνατος, είτε λευτεριά. Τώρα οπού αρχίσαμεν, να τους πολεμήσωμεν και να θυσιάσωμεν και το βιον μας εις το στρατόπεδον και ’σ εκείνους οπού δεν έχουν τον τρόπον, να τους ζωοτροφίζωμεν και να κάνουν και εκείνοι τα χρέη τους δια την πατρίδα. Τότε σύστησαν τους ανθρώπους τους τίμιους και πρόβλεπαν δια τ’ αναγκαία και δεν καρτερούσαν οι άνθρωποι. Από ’κείνους πάλε όποιος είχε τον τρόπον τους έδινε και το δικό του και πολέμαγε και δια την λευτεριάν του πολιτικός και στρατιωτικός, ήταν το ίδιον. Και αυτό το σύστημα ήταν σε όλη την πατρίδα, και με αυτό το σύστημα πορέψαμε δυο χρόνια. Τηράτε το ιστορικόν εκείνου του καιρού πόσο προβοδέψαμεν, πόση αρμονίαν είχαμε, πόση ομόνοια και αδελφωσύνη.2
     Αφού ο Γώγος σύναξε τους νοικοκυραίγους και μίλησε και ακολούθησαν την εργασίαν του ο καθείς, έγραψε και εις το Σούλι, οπού ’ταν του Αλήπασσα ασκέρια, Αρβανίτες, σύνφωνα με τους Σουλιώτες και λέγαμεν όλοι ότι δουλεύομεν να βγάλωμεν τον δίκαιον Αλήπασσα (και αν έβγαινε αυτός ο σκύλος, ήμαστε χαμένοι, ότι όλη την Εταιρίαν μας την ήξερε, ότι την πρόδωσε ένας Εφτανήσιος, τόδειξε όλα τα έγγραφα και όρκον, κι’ αυτός τα ’στειλε του ίδιου Σουλτάνου και του έλεγε να τον συχωρέση, ότι θα κιντυνέψη το βασίλειόν του, και αυτός να διαλύση όλα αυτά, να δώση νιζάμι. Ο Σουλτάνος παντήχαινε ότ’ είναι πρόφασες αυτεινού δια να συχωρεθή, ότ’ ήταν φώτιση θεοτική να γένη αυτό και τους στράβωνε όλους, και δεν έβαλε πίστη. Αφού έγραψε ο Γώγος ’στο Σούλι, ήρθε ο Άγο Βάσιαρης, ο αρχιστράτηγος του Αλήπασσα, πολλά φρόνιμος και γενναίος, ήρθε με πολλούς αξιωματικούς, και Σουλιώτες ο Νότη Μπότζαρης, Νάση Φωτομάρας. Μάρκο Μπότζαρης και άλλοι αξιωματικοί. Του Μάρκου τον πατέρα τον είχε σκοτώση ο Γώγος εις την Άρτα – τον έβαλε ο Αλήπασσας– και είχαν όχτρια με τον Γώγον. Όταν ήρθε εις το Πέτα φιλήθηκαν με τον Γώγον αυτός και ο Νότης και είπαν, «Ό,τι είχε γίνει τότε και σκότωσες τον ανθρωπό μας σ’έβαλε ο τύραγνος. Αυτά τώρα αλησμονήθηκαν και εις το εξής είμαστε φίλοι και αδελφοί. Και να τηράξωμεν το έργον τούτο». Και φιλιώθηκαν. Μίλησαν ύστερα και με τους Tούρκους και κάμαμεν σάρτια, ομιλίες νΆγωνιστούμεν να βγάλωμεν τον Αλήπασσα. Αυτά μιλήσαμεν με τους Tούρκους. Και με τους Έλληνες μυστικώς τους είπαμεν δια την λευτεριά της πατρίδος, και να βαστιέται πολλή μυστικότη να μην το μάθουν οι Tούρκοι, το κόμμα τ’ Αλήπασσα,και τους πιάσωμεν οχτρούς. Και έχωμεν την ανάγκη τους ν’ αδυνατίζωμεν την δύναμη του Σουλτάνου.
     Εις την Πελοπόννησο ήταν πολλοί Αρβανίτες με τον Χουρσίτ πασσά, τους άφησε οπίσω εις την Πελοπόννησο. Ότ’ ήταν φίλοι του Αλήπασσα αυτείνοι όλοι, και κεφαλή αυτεινών ήταν ο Ελμάζ Μέτζος κι’ άλλοι αξιωματικοί, ως χίλιοι άνθρωποι. Δεν τους πήρε μαζί του ο Χουρσίτ πασσάς όταν βήκε από την Πελοπόννησο και διατάχτη από τον Σουλτάνο δια να πολεμήση τον Αλήπασσα. Αφού σήκωσε ντουφέκι η Πελοπόννησο και η Ρούμελη, ως φίλοι δικοί μας αυτείνοι, αγροικηθήκαμε με τους Πελοποννήσιους και τους έβγαλαν έξω από το Βραχώρι και Μακρυνόρο. Αφάνισαν οι Έλληνες τους περισσότερους δολερώς, και κατεξοχή οι Βαλτηνοί. Οι Tούρκοι οι δυστυχισμένοι έλπιζαν ότι μέναν πίσω, ότι ήταν νηστικοί και απόστασαν, κι’ αυτείνοι τους σκότωναν και τους γύμνωναν.
     ’Στην άκρη ’στο Μακρυνόρο, κοντά εις το Κομπότι, είναι ένα ρέμα και εκεί μέσα επνίξανε πολλούς Tούρκους. Τους δέναν μίαν τριχιά εις τον λαιμόν και τους τελείωναν και τους ρίχναν μέσα. Έναν δεν τον πνίξαν καλά και τον γύμνωσαν και τον άφησαν και φύγαν, ότι τελείωσαν την εργασίαν τους τους ξέκαμαν όλους. Τότε ο μισοπνιμένος την νύχτα σηκώνεται γυμνός κ’ έρχεται εις το Κομπότι. Ήμασταν όλοι εκεί και ετοιμαζόμαστε, να ’ρθουν κι’ από το Μισολόγγι, Βραχώρι κι’ όλα αυτά τα μέρη, και Ξερόμερον και Βάλτο, να συναχτούνε οι οπλαρχηγοί από αυτά τα μέρη να πάμεν να πολεμήσωμεν την Άρτα, να την κυργέψωμε. Και τους προσμέναμεν εις το Κομπότι να συναχτούνε όλα τ’ ασκέρια. Ήταν εις το Κομπότι και ο Ελμάζ Μέτζος και οι άλλοι αξιωματικοί Tούρκοι με τους ολίγους Tούρκους οπού λαγάρισαν, και πρόσμεναν και τους αποσταμένους, οπού μείναν οπίσω και δεν ξέραν οπού τους τελείωσαν εις τον πνιμόν. Τα μεσάνυχτα πάγει ο πνιμένος κι’ ανταμώνει τον Ελμάζη και τους άλλους και τους λέγει όλη την υπόθεσιν, κ’ έρχονται εκεί οπού ’ταν οι καπεταναίγοι, ο Γώγος και οι άλλοι, οπού ’μαστε συνασμένοι να πάμεν να βαρέσωμεν ένα χωριόν οπού το ’λεγαν Νιοχώρι (ήταν πολλοί Tούρκοι εκεί και ’σ τ’ άλλα τα χωριά) και να σώσωμεν και τους κατοίκους, να τους περάσωμεν εδώθε από το ποτάμι.3 Τότε παρουσιάζουν οι Tούρκοι τον μισοπνιμένον και μολογάγει αυτό το απάνθρωπον κάμωμα. Και την αυγή πήγαμε όλοι και είδαμεν το αμολόγητον κακόν. Τότε οι δυστυχείς αξιωματικοί Tούρκοι κι’ όσοι μείναν βάλαν τις φωνές και σ’ έπαιρνε η νίλα. Και είπαν: «Θε μου, τι μας οργίστης εμάς τους δυστυχείς; και οι οχτροί μας μας σκοτώνουν, και οι φίλοι μας, οπού μας δίνουν τον λόγο της πίστης να ’μαστε φίλοι, με την απιστιά μας σκοτώνουν κρυφίως». Εφαρμακωθήκαμεν όλοι, τι να τους αποκριθούμεν, ούτε ήξερε κανείς από τους καπεταναίους αυτό, ούτε από ’μάς. Τους παρηγορήσαμεν, όμως το καρφί τους έμεινε των Tούρκων.4
     Σηκωθήκαμεν καμμιά τρακοσιαριά απ’ ούλους τους καπεταναίους (έδωσαν αναλόγως ο Γώγος έδωσε εμένα με καμμιά τριανταριά) κι’ ο Καραϊσκάκης κεφαλή μας ολωνών, και πήγαμε δια το Νιοχώρι και τ’ άλλα τα χωριά να χτυπήσωμεν τους Tούρκους και να πάρωμεν τους κατοίκους ’στην εξουσία μας και ζαϊρέδες, ότι δεν είχαμεν. Η κακή μας τύχη, το ποτάμι είχε πολύ νερό, ήταν τα πρωτοβρόχια, έβαλαν εμένα μ’ ολίγους, οπού ’ξερα τον τόπον, να περάσω, να ιδούνε και οι άλλοι. Γυμνωθήκαμεν, βάλαμεν εις το νώμο μας τα σκουτιά μας κι’ άρματά μας και μπροστά εγώ και κοντά όσους είχα με κίντυνο της ζωής μας, και νύχτα, κακοπεράσαμεν. Αφού είδαν οπού περάσαμεν εμείς, άρχισε να ’μπη ο Καραϊσκάκης με τους άλλους. Πέρναγε ένας μ’ ένα άλογον καβάλλα, τον έλεγαν Γιωργάκη, γουρούνι απελέκητο ήταν, έπεσε ’σ ένα βόθηλα ’στην άκρη, ήταν γλίνα και βούλιαξε με τ’ άλογόν του. Έβαλε τις φωνές: «Χαθήκαμεν!» Ακουσε τ’ ασκέρι αυτόν τον λόγον, οπού ’ταν ’στην μέση ’στο ποτάμι, κιότεψαν όλοι και γύρισαν οπίσω και κόντεψαν να πνιγούν. Τότε εμείς μείναμεν μόνοι μας από πέρα. Μας έννοιωσαν οι Tούρκοι, πιάσαμεν τον πόλεμον. Πήραμεν καμπόσους κατοίκους γυμνούς και δυστυχείς, τρομάξαμεν να τους σώσωμεν και να σωθούμεν από τον πόλεμον των Tούρκων κι’ από το ποτάμι. Και έπαθαν οι δυστυχείς οι κάτοικοι από τους Tούρκους εξ αιτίας αυτό το κίνημα. Τους είπαν οι Tούρκοι ότι αυτείνοι φέραν εμάς.
     Τον Οκτώβριον μήνα διατάζει ο Χουρσίτ πασσάς πολύ ασκέρι από τα Γιάννενα με ζαϊρέδες και πολεμοφόδια να πιάσουνε εις τα Πέντε Πηγάδια. Είναι σαν κάστρο, ήταν χάνι και το ’φκειασαν οι Tούρκοι σαν κάστρο. Είναι τα μισά των Γιωαννίνων κι’ Άρτας και Σουλιού, θέση δυνατή και αναγκαία. Ήταν Tούρκοι μέσα και τους πολιορκούσαν οι Σουλιώτες κι’ άλλοι και οι Tούρκοι του Αλήπασσα, οπού ’ταν μαζί μας. ’Στον ίδιον καιρόν διατάζει ο Χουρσίτ πασσάς και τους Tούρκους της Άρτας ν’ αφήσουνε την φρουρά εις Άρτα και συνφώνως να χτυπήσουνε κι’ από τα δυο μέρη ’σ τα Πέντε Πηγάδια τους δικούς μας. Αυτό το πρόδωσαν των δικώνε μας κι’ από τα Γιάννενα κι’ από την Άρτα και μας παράγγειλαν κ’ εμάς, όταν κινηθούν από την Άρτα, να κινηθούμεν κ’ εμείς από της πλάτες τους, καθώς θα ’καναν και οι άλλοι οι δικοί μας. Κινήθηκαν οι Tούρκοι από τα Γιάννενα κι’ από την Άρτα συνφώνως, κατά την ομιλίαν τους, με ζαϊρέδες και πολεμοφόδια αρκετά, να πέσουν εις τους πολιορκητάς. Εκινήθηκαν και από τα δυο μέρη, κΈμείς από τις πλάτες τους, καθώς και οι άλλοι. Άμα πλησιάσαν ’σ τα Πέντε Πηγάδια, τους γίνη ένας σκοτωμός των Tούρκων και πήραμε ως διακόσους ζωντανούς και λάφυρα και έντεκα μπαϊράκια και όλους τους ζαϊρέδες και πολεμοφόδια. Και διαλυθήκανε οι Tούρκοι κακώς κακού.
 


ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Τώρα τους λέγει ο Βιάρος και ο Αγουστίνος: «Ποιος σας είπε να σκοτωθήτε και ν’ αφήσετε χήρες γυναίκες κι'' αρφανά παιδιά; Σύρτε διακονέψετε», τους λέγει. Και ο Αγουστίνος δεν είχε ούτε γομάρι, όταν ήρθε από τους Κορφούς, και τώρα έχει είκοσι άτια κι’ αλάφια και πλατόνια. Και παραλυσίες πλήθος. Από τον Μουχτάρπασσα και Βελήπασσα γλυτώσαμε και εις την ηθικήν αυτείνων αντέσαμε.

2. Ύστερα ο κύριος Μαυροκορδάτος και οι συνάδελφοί του μας ήφεραν τα φώτα της φατρίας και της μεγάλης διχόνοιας. Και ο Βιάρος και Αγουστίνος μας λένε: «Ποιος σας είπε να πιάσετε ντουφέκι; Σύρτε και διακονέψετε». Από τον Χασάνη φύγαμεν ’ς τον Βιάρο καταντήσαμεν και τον Αγουστίνο και οπαδούς τους. Κι’ ο τόπος γιομάτος σπιγούνους. Όλοι αυτείνοι οι φερτικοί νοικοκυραίους μας κάμαν μας μαθαίνουν γράμματα, οπού δεν τα ''χαμεν ακούση. Και ο Θεός το καλό.

3. Ξιστορίζω ακολούθως αυτό.

4. Και όταν μπήκαμεν εις την Άρτα, σημειώνω τι πάθαμεν.

[ Kεφάλαιον τρίτον ]
Οι εδικοί μας, οπού πολεμούσαν ’στο πέρα μέρος του Σουλιού, οι Tούρκοι τ’ Αλήπασσα και οι Σουλιώτες, αγροικήθηκαν και μ’ εμάς και είπαμε να παραγγείλωμεν και των αλλουνών από Μισολόγγι κ’ εδώθε να ’ρθούνε εις Κομπότι και Πέτα, να συναχτούν κ’ εκείνοι από ’κείνο το μέρος, να γένη το κίνημα δια την Άρτα. Έγραψαν αυτό οι καπεταναίγοι ολούθε να συναχτούνε, καθώς συνάζονταν κι’ από το πέρα μέρος του ποταμού όλοι. Κ’ εκείνοι όσο να συναχτούνε, περάσαμεν πίσου εις το Νιοχώρι και εις τ’ άλλα τα χωριά κι’ αφανίσαμεν εκείνους τους Tούρκους και διαλύθηκαν, και πήραμε τους κατοίκους εδώθεν, καμπόσους, και πήραμεν και ζαϊρέδες να ’χωμεν δια το κίνημα της Άρτας. Συνάχτηκαν οι άνθρωποι κι’ από το ’να το μέρος κι’ από τ’ άλλο. Από το πέρα μέρος συνάχτηκαν ως τρεις χιλιάδες, του Σουλιού το μέρος κι’ όλα τα χωριά εκείνα, και οι Tούρκοι του Αλήπασσα, κεφαλές ’σ αυτείνο το μέρος οι Έλληνες Νοτημπότσαρης, Φωτομάρας, Μαρκομπότσαρης, Δράκος, Βέικος, Τζαβελαίγοι κι’ άλλοι αξιωματικοί, των Tούρκων Αγοβάσιαρης, ο Σουλεϊμάνη Μέτος, του Μούρτο Τζάλιου το παιδί κι’ άλλοι αξιωματικοί Tούρκοι. Έλληνες από το δώθε μέρος Γραμμενίτσας Τζερακλής, Καραϊσκάκης, Κουτελιδαίγοι κι’ άλλοι αξιωματικοί. Όλοι αυτείνοι πιάσαν το Μαράτι αντίκρυα από την Άρτα, είναι ως ένα κάρτο μακρυά, είναι περιβόλια κι’ ολίγα σπίτια κ’ ένα τζαμί πολλά δυνατό. Στάθηκαν εις Μαράτι αυτείνοι όλοι. Από το δώθε μέρος εμείς συναχτήκαμεν όλοι ως χίλιοι άνθρωποι, πήγαμεν δια νυχτός εις τον Άγιον Ηλία πανουκέφαλα της Άρτας, εις το Βουνό ονομαζόμενον, από κάτου, τίρα ντουφεκιά, το λένε εις τις Πόρτες και παρακάτου η Φανερωμένη το μοναστήρι ως ένα κάρτο. Αυτές τις θέσες από την Άρτα τις βαστούσαν οι Tούρκοι οι καλύτεροι, ο Σμαήλπασσα Πλιάσας κι’ άλλοι αξιωματικοί Tούρκοι. Το όλο των Tούρκων οπού ήταν ’στην Άρτα (όλοι πασσάδες κι’ άλλοι αξιωματικοί) ως δώδεκα χιλιάδες. Κεφαλές δικές μας, των Ελλήνων όσοι πήγαμεν εις Αγηλιά ο Γώγος, ο Βαρνακιώτης, ο ’Ισκος, ο Τσόγκας και οι Γριβαίγοι (ήρθαν ύστερα, ότι τρώγονταν αναμεταξύ τους) ο Βαλτηνός, ο Κατζικογιάννης), ο Βλαχόπουλος κι’ άλλοι αξιωματικοί. Και πήγαμεν το ίδιον έτος, της 15 Νοεβρίου. Την ίδια ’μέρα οι Tούρκοι πεζούρα και καβαλλαρία πήγαν, ένα μεγάλο μέρος, αναντίον των δικώνε μας εις Μαράτι και πολέμησαν οι Tούρκοι γενναίως τους δικούς μας και σκότωσαν καμπόσους και πληγώσανε, και τους ρίξαν εις φυγή τους δικούς μας. Και μέσα εις το τζαμί εκλείστη ο Καραϊσκάκης κι’ ο Μάρκος και πολέμησαν γενναίως τους Tούρκους, και γύρισαν και οι νικημένοι οι εδικοί μας κι’ όλοι συνφώνως με του τζαμιού κάμαν έναν μεγάλον σκοτωμόν των Tούρκων και τους βάλαν εις την Άρτα.
     Της 16 ήρθαν από το Μαράτι εις τον Αγηλιάν, οπού ’μαστε εμείς, ήρθε ο Φωτομάρας, ο Καραϊσκάκης, ο Άγος κι’ άλλοι Tούρκοι δικοί μας και κάμαν συνφώνως σκέδιον μ’ εμάς να διορίσουνε από το Μαράτι τρακόσους να πιάσουνε τους Μύλους της Άρτας, οπού ’ναι απόξω από την Άρτα, εις την άκρη την χώρα, και το ονομαζόμενον Μουχούστι, οπού ’ναι πλησίον εις τους Μύλους. Κι’ από το μέρος το δικό μας διορίσαν εκατό να πιάσουνε τους Αγιαποστόλους και το μοναστήρι Οδηγήτρα ’στην άκρη την χώρα και ήταν Tούρκοι μέσα να τους πολεμήσουνε οι εκατό και να πιάσουν την θέση να μείνουν μέσα ως δευτέρα διαταγή των ανωτέρων. Το ίδιο να κάμουν και οι τρακόσοι, να σταθούν εις τις διορισμένες θέσες. Εις τους τρακόσους διορίστηκαν κεφαλές ο Μάρκος, ο Καραϊσκάκης, ο Βέικος, ο Δράκος, ο Κουτελίδας, ο Τζερακλής, του Μούρτο Τζάλιου το παιδί κι’ άλλοι αξιωματικοί Tούρκοι κ’ Έλληνες. Δια τους εκατό διορίστηκαν κεφαλές ο Νάση Φωτομάρας κ’ εγώ, με διόρισε ο Γώγος. Κινήθηκαν οι τρακόσοι δια τις θέσες τους και εμείς οι εκατό δια την δικήν μας θέσιν. ’Στους τρακόσους ερρίχτηκαν πεζούρα και καβαλλαρία πλήθος, ’σ εμάς ως οχτακόσοι πεζούρα, ότ’ ήταν βουνό και η καβαλλαρία δεν δούλευε. Λέγω εις τους αναγνώστες μου, μά την πατρίδα, οι τρακόσοι αυτείνοι δεν ήταν άνθρωποι, ήταν αϊτοί ’σ τα ποδάρια και λιοντάρια εις την καρδιά. Ένα ντουφέκι ρίξαν εις τους Tούρκους και βγάλανε τα σπαθιά, και τους αφάνισαν και τους έμπασαν μέσα εις την χώρα και εις το σαράγι και γύρα εις τις δυνατές τους θέσες κ’ εκεί τους άφησαν, και πιάσαν τα διορισμένα τους πόστα οι τρακόσοι. ’Στον ίδιον καιρόν μας ριχτήκανε κ’ εμάς των εκατό οι Tούρκοι εις τους Αγιαποστόλους, ότι δεν μπορούσαμεν να κινηθούμεν, ότι την κούλια της Μητρόπολης, του περιβολιού, κι’ όλα τα τριγύρα τείχη και την Οδηγήτρα τα βαστούσαν Tούρκοι και μας χτυπούσαν ήταν πολλά πλησίον μας. Ριχτήκανε απάνου μας οι οχτακόσοι. Αν ήμαστε οι εκατό κιοτήδες κι’ ανάξιοι, οι τρακόσοι μας φιλοτίμησαν, η γενναιότητα οπού ’δειξαν εκείνοι, και μας κάμαν κ’ εμάς πολεμιστάς. Καθώς έρχονταν απάνου μας οι οχτακόσοι, ρίξαμεν το πρώτο ντουφέκι, βαρέθη ο... κι’ άλλοι καμμιά εικοσιαριά και μ’ εκείνον τον σκοτωμόν τους πήραμε ομπρός αυτούς και ’στον ίδιον καιρό κι’ ορμή πετάξαμεν κ’ εκείνους τους Tούρκους από την Οδηγήτρα και μ’ αυτείνη την ορμή είναι μία μεγάλη εκκλησία ονομαζόμενη Παρηγορίτσα κ’ έχει απάνου ως μπεντένια του κάστρου, τα ’φκειασε ο Πασόμπεγης Γιαννιώτης και είχε και κανονάκια απάνου, και ήταν Tούρκοι μέσα και γύρα την Παρηγορίτζα ως το Σαράγι – μ’ αυτείνη την ορμή τους βγάλαμεν κι’ από την Παρηγορίτζα και πιάσαμεν αυτείνη την θέσιν και γύρα όλον τον μαχαλά του Βουνού. Και οι τρακόσοι τους βγάλαν τους Tούρκους από το Σαράι και βάλαν φωτιά και πιάσαν ολόγυρα εκείνο το μέρος και μισό παζάρι, ονομαζόμενον Γύφτικα. Νύχτωσε, παραγγείλαμεν εμείς και οι τρακόσοι εις τους ανωτέρους μας για τις θέσες οπού πιάσαμεν και προχωρέσαμεν. Τότε αυτείνοι μας στείλανε ολουνών, «την θέση του να φυλάξη ο καθείς οπού σας διορίσαμεν κι’ όσες πιάσετε του κεφαλιού σας να τις αφήσετε». Εμείς δεν ακούσαμεν αυτούς, θέλαμεν του κεφαλιού μας. Πήρα καμμιά πενηνταριά ανθρώπους εγώ οπού ’ξερα τα σουκάκια, οπού κατοικούσα τόσα χρόνια εκεί, και κατεβήκαμεν μέσα εις το παζάρι ’στον Άγιον Δημήτρη και μπήκαμεν μέσα εις τα κονάκια των Tούρκων, πήραμε τ’ άλογά τους, άλλο βιον και πήγαμεν πίσου εις τα πόστα οπού πιάσαμεν του κεφαλιού μας κι’ όχι εκείνα οπού μας διάταξαν οι μεγαλύτεροι. Τότε μας παραγγέλνουν οι ανώτεροι ότι: «Ακούτε και σύρτε εκεί οπού σας διατάξαμεν, ή γίνετε εσείς κεφαλές να οδηγάτε εμάς να σας ακούμεν ό,τι μας λέτε». Τότε αφήσαμεν όλες τις θέσες και πήγε ο καθείς όθεν διορίστηκε και κοιμηθήκαμεν.
     Την αυγή πήγαμεν εις τους ανώτερους όλοι χολιασμένοι. Τότε μας λένε: «Διατί χολιάσατε, ότι σας είπαμεν να πάτε εις τα πόστα σας; Να σας ειπούμεν την αιτίαν: Εμείς είμαστε τόσες ημέρες νηστικοί και άγυπνοι, τώρα ηύραμε φαγί, κρασί, και θα φάτε καλά και θα πιήτε – καθώς το κάμετε– και θα μεθύσετε, κι’ αποσταμένοι, έρχονταν οι Tούρκοι, σας βρίσκαν ’σ αυτείνη την κατάσταση, σας αφάνιζαν, και κοντά ’σ εσάς κιντυνεύαμεν κ’ εμείς, ότι είμαστε ολόγυρα τρογυρισμένοι από τους Tούρκους». Της πόρτες και Φανερωμένη της βαστούσαν οι Tούρκοι. Τότε είπαμεν ότι έχουν δίκιον αυτείνοι κ’ εμείς άδικον και θα παθαίναμεν ό,τι μας είπαν.
     Την αυγή τους ρίχτη ο αθάνατος Γώγος των Tούρκων εις τις Πόρτες και μοναστήρι και σε όλα τα πόστα οπού βαστούσαν και τους αφάνισε και μπήκαν όλοι εις την πολιτεία και πήραμεν κ’ εκείνες τις θέσες, και τους ριχτήκαμεν όλοι μαζί και τους πήραμεν την μισή χώρα και περισσότερη. Τους κλείσαμεν εις την Ντογάνα, Μαχαλέ και Κομπότη κι’ όλο εκείνο το μέρος. Αυτείνοι βαστούσανε όλο το Τουρκοπάζαρον ως το Αγγλικόν κονσουλάτο κι’ απάνου. Τ’ άλλα πόστα τους τα κυργέψαμεν, όλα τα μέρη και τους αφανίσαμεν.
     Όταν με φυλάκωσαν οι Tούρκοι εις το κάστρο της Άρτας, με κατάτρεχε κ’ ένας προγεστός της Άρτας ονομαζόμενος Παπαδόπουλος κι’ απ’ αυτό με κιντύνεψαν οι Tούρκοι περισσότερο. Πήρα την άδεια από το Γώγο κι’ αλλουνούς, ότι μπαίνοντας εις την Άρτα θα τον σκοτώσω αυτόν κι’ όλη του την φαμελιά. Μπαίνοντας μέσα, σηκώθηκα και πήγα και τόπιασα το σπίτι του. Αυτός έφυγε και ήταν εις το κονσουλάτο. Του το παράγγειλαν φίλοι του απόξω, ότι θα τους σκοτώσω και αναμέρησε. Μέσα εις το κονσουλάτο ήταν πλήθος φαμελιές Αρτηνές κι’ από τα Γιάννενα κι’ άλλα μέρη και βιον αρίθμητον. Πήγα πολεμώντας και κιντύνεψα και μπήκα εις το κονσουλάτο και εις την εκκλησίαν οπού ’ναι πλησίον της Αγιασωτήρος και είδα την δυστυχίαν τους και τους λυπήθηκα. Του είπα αυτεινού: «Ο,τι θέλησες εσύ να κάμης ’σ εμένα με την βοήθεια των Tούρκων, με γλύτωσε ο Θεός, σ’ έχω τώρα εις το χέρι να σ’ αφανίσω μ’ όλη σου τη φαμελιάν. Δεν σου το κάνω». Πήρα την γυναίκα του πατριώτη μου, όπου θα την έπαιρνε ο πασσάς γυναίκα και την γλύτωσε ο μπέγης, πήρα κι’ αυτόν, τον Παπαδόπουλο, μ’ όλη του την φαμελιά, χωρίς να καταδεχτώ ούτε εγώ, ούτε όσους είχα μαζί μου να πειράξουν ούτε μίαν τρίχα βιον. Πήρα τις δυο φαμελιές, του πατριώτη μου και Παπαδόπουλου, και του πατριώτη μου την έδωσα εις το χέρι του και του είπα: «Δεν σου χρωστώ άλλο τίποτας δια το ψωμί όπου’φαγα τόσα χρόνια εις το σπίτι σου». Κι έμεινε πολλά ευκαριστημένος ο Παπαδόπουλος δια την ζωήν τους. Εις το σπίτι του ήταν μία μεγάλη κρυψιώνα κ’ είχανε αυτείνοι το βιον τους μέσα κι’ όλος ο μαχαλάς. Εγώ την ήξερα, δεν τόκανα δια την τιμή μου να πάρω το βιον τους, ότι τους είχα φίλους τώρα κι’ αναθρέφτηκα ’σ αυτόν τον τόπο και δεν μπορούσα να τους αδικήσω.
     Αφού άφησα εγώ το σπίτι και πήγα εις του Θιοχαράκη, οπού ’ταν ένας πλούσιος, και ήτανε κι’ ο Γώγος εις το σπίτι του μ’ όλο τ’ ασκέρι του κι’ ολόγυρα ’σ εκείνον το μαχαλά πήγα κ’ εγώ εις την Αγιά Σοφιά. Τότε μία δούλα, οπού ’χε μέσα εις το σπίτι ο Παπαδόπουλος, προδώνει την κρυψιώνα του Βαλτηνού, Κατζικογιάννη και Γριβαίων και κάτι συγγενών του ίδιου Παπαδόπουλου και πήραν όλο το βιον. Βλέπει ο δυστυχής Παπαδόπουλος την κρυψιώνα ανοιμένη, έλπιζε ότι την άνοιξα εγώ και πήρα το βιον του, και δι’ αυτό τους χάρισα την ζωή τους. Ρωτάγει τους συγγενείς του, οπού είδε ’σ αυτούς τα ειδίσματά του, ποιος την πρόδωσε την κρυψιώνα και του είπαν η γριά δούλα του. Και ήρθε και μου το είπε γυμνός και δυστυχής αυτός και η φαμελιά του όλη κ’ έπαιρνε συχώρεσιν από ’μένα, έλπιζε ότι του τόκαμα εγώ, και οι συγγενείς του είχαν το βιον του και χαίρονταν, κι’ αυτείνοι όλοι γυμνοί και κλαίγαν.
     Όταν μπήκαμεν εις την Άρτα ήμαστε τέσσερες χιλιάδες. Ύστερα, δια να γυμνώσωμεν τους δυστυχείς Αρτηνούς, γενήκαμεν περίτου από δέκα. Γύμνωσαν το κονσουλάτο κ’ εκκλησίαν της Αγιασωτήρος, οπού ’ταν γιομάτα βιον των Αρτηνών και Γιαννιώτων κι’ αλλουνών από άλλα μέρη. Όταν μπήκαμεν με πόλεμον ’στην Άρτα, δεν σκοτωθήκαμεν τίποτας, μικρά πράγματα, δια το βιον του κονσουλάτου σκοτωθήκαμεν πλήθος, ότι το είχαν ολόγυρα πιασμένο οι Tούρκοι κι’ όλο σε κρέας βαρούγαν. Εκεί χάθηκαν πολλοί και εις τα κρασιά. Και γυμνώσαμεν όλους τους καϊμένους και τους αφήσαμεν δυστυχείς. Μά την πατρίδα, δεν πήρα εγώ από αυτά μίαν τρίχα. Οι συντρόφοι μου άνοιξαν μίαν κρυψιώνα και μόδωσαν εις το μερίδιόν μου, ως κεφαλή, δυο μερδικά. Τα ξετιμήσαμεν τα δυο μερδικά πεντακόσια γρόσια, κι’ αυτά όποτε αρρώσταινα τ’ άφινα εις την διαθήκη μου να τα δώσουνε ’σ εκκλησιές. Και χάθηκαν αυτείνοι όλοι οπού τα ’χαν, οι καϊμένοι, από την ταλαιπωρίαν.
     Τότε πήγα κι’ άνοιξα εις το σπίτι μου τις κρυψιώνες και μέρασα ό,τι ολίγον μπαρούτι ήταν ακόμα μέσα κι’ άλλα αναγκαία, και τα ντουφέκια, οπού ’χαμεν με τον Κοράκη, τα δώσαμεν, όσα είχαν μείνη. Και πήρα όλα μου τ’ άρματα, οπού ’χα μέσα, και σκουτιά μου και τα ’βγαλα έξω ’σ ένα χωριόν της Μητρόπολης κατ’ το Κομπότι από κάτου, το λένε Αγιά. Και πολεμούσαμεν εις την Άρτα νύχτα και ημέρα. Την βαστήσαμεν δεκάξι ημέρες. Και είχαμεν μείνη πολλά ολίγοι, ως τρεις χιλιάδες, ότι πήρε ο καθείς το βιον των Αρτηνών και πήγε εις τον τόπο του να το σώση.
     Τον Ταΐρ Αμπάζη, έναν αγαπημένον του Αλήπασσα, γνωστικόν και πολλά άξιον Tούρκον Αρβανίτη, τον είχαν στελμένον οι Tούρκοι, το κόμμα του Αλήπασσα, εις το Μισολόγγι και Βραχώρι, σε όλα αυτά τα μέρη να ιδή τα τρέχοντα των Ρωμαίγων, αν δουλεύουν δια τον αφέντη τους τον Αλήπασσα, όπως έλεγαν. Πηγαίνοντας εκεί, ηύρε τις Tούρκισσες βαφτισμένες, τους ντόπιους Tούρκους σκοτωμένους, τα τζαμιά τους γκρεμισμένα και κατακοπρισμένα. Τότε αυτός πικράθη πολύ και, Tούρκος θρήσκος δεν τον βάστηξαν κι’ αυτείνοι, οι προκομμένοι, στανικώς εκεί, τον στείλαν και ήρθε εις την Άρτα, και λέγει των Tούρκων όλα αυτά κι’ ότι χάθη η Τουρκιά και να λάβουν μέτρα. Δια έναν παλιόγερον, είπαν, (δια τον Αλήπασσα) να μην χαθή η Τουρκιά και η πίστη τους. Τότε άρχισαν να λαβαίνουν διαφορετικά μέτρα και δολερά δια ’μάς, με τρόπον να μας φάνε όλους. Κ’ εκεί, εις την Άρτα, ήταν όλες οι κεφαλές των Ελλήνων, εκείνοι οπού άξιζαν, κι’ όταν τους σκότωναν, τελείωνε η υπόθεση, χανόμαστε. Αγροικήθηκαν μυστικώς και με τους Tούρκους της Άρτας όλους, οπού τους πολεμούσαν ως τώρα, πώς να γένη αυτό με τρόπον να ’πιτύχουν τον σκοπόν τους χωρίς να μαθευτή, να το σκεδιάσουνε καλά. Τους είπε κι’ ο Ελμάζ Μέτζος και οι άλλοι για τους πνιμένους εις το Κομπότι. Απ’ ούλα αυτά αυτείνοι γύρευαν πώς να βγάλουν το δανεικό, να μας πλύνουν όλους. Πρωτύτερα είχαμεν στενεμένο το κάστρο και όλους τους Tούρκους εις τα πόστα τους και θα τους παίρναμεν. Αφού ήρθε ο Ταΐρης και τους είπε αυτά, κι’ ο Ελμάζης και οι άλλοι τους ανάφεραν τους πνιμένους, τότε είπαν των Tούρκων της Άρτας να βαστήξουνε, να μην παραδοθούν.
     Αφού τους είπαν των βασιλικών Tούρκων να βαστήξουν εις την Άρτα, τότε οι δικοί μας Tούρκοι Αρβανίτες στείλαν επίτηδες άνθρωπον Tούρκο από τους ίδιους εις τα Γιάννενα, εις τον Ομέρπασσα Βεργιόνη και του ξηγιέται όλα τα τρέχοντα και του λέει να μιλήση ο Ομέρπασσας του Χουρσίτ πασσά, να τους συχωρέση, κι’ αυτείνοι υπόσκονται να παραδώσουνε και τον Αλήπασσα και να γένη κι’ αυτό, να σκοτώσουνε κ’ εμάς. Το’ ’δωσαν σκέδιον του ανθρώπου οπού στείλαν, ότι πρέπει να σκοτωθούν όλοι οι καπεταναίγοι Έλληνες και να στείλουν κι’ άλλους Tούρκους από τα Γιάννενα και να τους στείλουν από δυο μεριές, από την Λάμαρη και Πλάκα, να πιάσουνε τις θέσες αυτές, και θα μεράσουνε τους καπεταναίους οι Έλληνες δι’ αυτά τα μέρη, και εδώ θα μείνουν λίγοι και εκεί θα πάνε πολλοί, και θα πάνε και Tούρκοι μαζί τους (από τους δικούς μας, του Αλήπασσα). Και με τρόπον να τους βαρέσουνε, το ίδιον κ’ εμάς εις Άρτα. Πήγε ο άνθρωπος, μίλησε του Ομέρπασσα και αυτός του Χουρσίτ πασιά κ’ έβαλαν το σκέδιόν τους ’σ ενέργειαν. Και χάρηκε κι’ ο Βεργιόνης κι’ ο Χουρσίτ πασσάς και τους συχώρεσαν και τους παράγγειλαν να ’νεργήσουνε ό,τι υπόσκονται.
     Κινήθηκαν τ’ ασκέρια από τα Γιάννενα, κατά το σκέδιόν τους, από δυο μέρη. Τότε κατά τη Λάμαρη βρέθη εύλογον και διορίστη ο Μάρκος και καμπόσοι Έλληνες αξιωματικοί και Tούρκοι, κατά την Πλάκα να πάγη ο Γώγος, Ο Τζόγκας κι’ άλλοι. Αφού θα πάγαινε ο Γώγος, πήρε τους μισούς ανθρώπους του, ’στους άλλους μισούς άφησε το παιδί του κεφαλή κ’ εμένα, εις τους ανθρώπους οπού μέναν πίσου, ότι εμείς είχαμεν τα πόστα οπού φυλάγαμεν εις το Οβριοπάζαρον και σε όλο εκείνο το μέρος ως πλησίον του κάστρου, και πολεμούσαμεν νύχτα και ημέρα. Σαν αποφασίστη ο Γώγος να πάγη, πήρε το παιδί του κ’ εμένα και μας παρουσίασε εις τους αγάδες, τους δικούς μας, οπού κάθονταν εις την Οδηγήτρα. Τους είπε: «Καθώς συνφωνήσαμεν, εγώ πάγω κι’ αφίνω εις τους ανθρώπους μου, οπού μένουν εις τα πόστα, αφίνω κεφαλές τα δυο παιδιά και να τους δίνετε φυσέκια κι’ ό,τι άλλο τους χρειάζεται, κ’ εγώ πάγω με την ευκή του Θεού και την δική σας. Και θα τους γανώσω το μύτο εκείνων των γουρνομύτων», λέγει δια τους Tούρκους, σα να μην ήταν Tούρκοι αυτείνοι οπού τους το ’λεγε. Πικραμένα του αποκρίθη ο Ελμάζη Μέτζος, ότ’ ήταν ένα σκυλί, και γενναίος και προκομμένος. Αυτόν τον είχε ο Αλήπασσας εις την Κωσταντινόπολη αντιπρόσωπόν του. Του λέγει του Γώγου: «Σύρε, ωρέ Γώγο και ξέρομεν όπου δεν αφίνεις κουσούρι εις τους Tούρκους, κι’ ας έρχονται τα δυο παιδιά και τους δίνομεν ό,τι θα τους χρειαστή». Οτι αυτείνοι είχαν όλα τ’ αναγκαία του πολέμου και μας δίναν ολουνών.
     Αφού φύγαν οι καπεταναίγοι ο καθείς δια το πόστο οπού διορίστη, ο Γώγος και οι άλλοι, οι μέσα Tούρκοι κι’ αυτείνοι, οι φίλοι μας, όλο κρυφοαγροικιώνταν. Πρώτα πάγαιναν εις την ομιλίαν τους κι’ από ’μάς, ύστερα δεν ζύγωναν κανέναν, όλο πρόφασες γύρευαν. Μίαν ημέραν μας στένεψαν οι Tούρκοι εις τα πόστα μας και είχαμεν πόλεμον ακατάπαυτα ’μέρα και νύχτα. Σώσαμεν τον τζεμπιχανέ. Πάγω γυρεύω, δεν μου δίνουν, πήγα εις τον Καραϊσκάκη και μόδωσε. Του είπα ότι οι αγάδες δεν μόδωσαν και με τήραξαν άγρια. Μου είπε κι’ αυτός: «Νάχουμε το νου μας, ότι κάτι τρέχει, μου το είπε ένας φίλος μου Αρβανίτης», λέγει ο Καραϊσκάκις. Ο πόλεμος ακολουθούσε, τα πολεμοφόδια σώθηκαν. Πήγα εις αυτούς, τους το είπα πάλε. Μου είπαν: «Σαν δεν έχετε πολεμοφόδια, μην πολεμάτε». Το είπα αυτό του Καραϊσκάκη και μου απάντησε ότι ο φίλος του του είπε, ότι θα μας χτυπήσουνε και θα χτυπήσουνε κ’ εκείνους οπού πήγαν εις τ’ άλλα πόστα, το Γώγο και τους άλλους, και τους στείλαν επίτηδες άνθρωπο να ’χουν το νου τους, να μην τους βαρέσουνε μ’ απιστιά. Και μου είπε με τρόπον να τραβήσω τους ανθρώπους από τα πόστα κατ’ του Βουνού τα σπίτια, οπού ’ναι γερός ο τόπος δια πόλεμον. Οδήγησα τους ανθρώπους εκεί. Την νύχτα ακώ την τρουμπέτα του Καραϊσκάκη, ανταμωθήκαμεν, μιλήσαμεν, είδαμεν ότι θα μας χτυπούγαν. Άναψε ο πόλεμος από παντού. Τραβηχτήκαμεν εις την άκρη, πήρα την φαμελιά του Θιοχαράκη να την βγάλω έξω. Ρίχτηκαν οι Tούρκοι. Ανακατωθήκαμεν, βήκαμεν πολεμώντας έξω. Έμεινε ένα παληκάρι γενναίον μέσα ’σ ένα πόστο δεν μπόρεσα να τον βγάλω, με δεκαπέντε ανθρώπους, Γιάννη Σπαθή, τον έλεγαν, κι’ όντως ντιμισκί σπαθί πολυτίμητο ήταν. Πολέμησε κλεισμένος όλη την ημέρα. Εμείς φύγαμεν, και το βράδυ με τα σπαθιά εις το χέρι σώθηκαν όλοι, χωρίς να βλαφτή κανένας. Και φύγαμεν όλοι κατ’ το Πέτα και Κομπότι. Εγώ πήρα μίαν γριά αδελφή του Θιοχαράκη εις το νώμο, ότ’ ήταν αδύνατη και σακάτισσα, και την πήγα εις το Κομπότι, καθώς και όλη την φαμελιάν αυτείνη, ότι μου την παράδωσε ο ανώτερός μου Γώγος και μου είπε να τους σώσω, αν ακολουθήση τίποτας, και τους έβγαλα μ’ ό,τι φορούσαν.
     Αφού φύγαμεν,1 οι Tούρκοι οι δικοί μας όλοι Άγος, Ταχίρ Αμπάζης, Ελμάζης και οι άλλοι πήγαν εις τα Πέντε Πηγάδια, τους πρόσμενε ο Ομέρ πασσάς, και του είπαν τα τρέχοντα και τους πήγε εις τον Χουρσίτ πασσά και προσκύνησαν κι’ από ’κεί αγροικήθηκαν μ’ εκείνους εις το κάστρο των Γιαννίνων, οπού ’ταν με τον Αλήπασσα. Τους είπανε τα δικά μας τα τρέχοντα κι’ ότι θα χαθή η Τουρκιά, τους σκοτώσαμεν δια το Ρωμαίικο και τους βαφτίσαμεν. Τότε γύρισαν όλους αυτούς και κολάκεψαν τον Αλήπασσα όλοι αυτείνοι και του είπαν ότι μίλησαν με τον Χουρσίτ πασσά και έστειλε εις τον Σουλτάνο να τον συχωρέση να βγη να κάμη φέτι τους ραγιάδες, οπού σήκωσαν κεφάλι. Χάρηκε ’σ αυτό ο τύραγνος και δεν έβαινε φωτιά να καγή, ν’ αθανατίση τ’ όνομά του και να τους αναποδογυρίση όλους. Όμως ήθελε πίσου να γένη τύραγνος. Τον γέλασαν ότι του ’ρθε η συχώρεση. Τον έβγαλαν εις το νησί, από πέρα την λίμνη, και τόκοψαν το κεφάλι του σαν του γουμαριού και το ’στειλαν του αλλουνού τύραγνου Σουλτάνου να το φκειάση πατσά να το φάγη. Τον σκότωσαν και του σύναξαν κι’ όλα του τα πλούτη και πήραν και την γυναίκα του κυρά Βασιλική και τον τύραγνον Θανάση Βάγια κι’ άλλους ζυγωμένους του και τους πήγαν κ’ εκείνους εις την Κωσταντινόπολη.2
     Φεύγοντας από την Άρτα, η Τουρκιά, πεζούρα και καβαλλαρία, μας πήρε κοντά και σκλάβωνε ανθρώπους και σκότωνε. Τότε πήγα εις την Αγιά, οπού ’χα τα ειδίσματά μου στείλη, κ’ εκεί ηύρα τους δυστυχείς Αρτηνούς οπού έρχονταν ξυπόλυτοι και γυμνοί και νηστικοί. Και μόπεσαν όλοι εις τον λαιμό μου να τους σώσω. Ήταν όλοι οι σημαντικοί της Άρτας εκεί και γυναικόπαιδα πλήθος περίτου από πεντακόσες φαμελιές. Τους πήρα είχα και καμμίαν τριανταριά ανθρώπους μαζί μου δικούς μου και τους πήγα από γάλια και τους έβγαλα ’σ ένα μέρος οπού ’ταν νερό, εις την άκρη εις το Μακρυνόρο. Και τους συνάξαμεν ξύλα και τους περιποιηθήκαμεν. Τα μεσάνυχτα έρχονται κάτι Βαλτηνοί κι’ άλλοι και ρίχνουν ντουφέκια, κ’ ελπίζαμεν ότ’ είναι Tούρκοι, κι’ άλλοι πέσαν εις το ρέμα, κι’ άλλοι πήραν τα βουνά κι’ άλλοι μπαγίλντισαν, οπού ’ταν αμαθείς από τα τοιούτα. Τότε ντουφεκιστήκαμεν κ’ εμείς μ’ αυτούς και τους γνωρίσαμεν. Και ήρθαν να τους πάρουν και τα πουκάμισα, ότι άλλο τίποτας δεν τους αφήσαμεν, μόνον ό,τι φορούσαν. Μαλλώσαμεν μ’ αυτούς και τσακίστηκαν κ’ έφυγαν. Και συνάξαμεν τους ανθρώπους και τους στεγνώσαμεν εις τις φωτιές, οπού ’ταν χειμώνας, και την αυγή τους πήρα και τους πέρασα από το Μακρυνόρον. Και εκεί μέσα, εις το Μακρυνόρον, έβλεπες άλλον πεσμένον, άλλον μπαϊλντισμένον από την πείνα και ξυπολυσιά κι’ αμάθεια, δεν ήξεραν οι δυστυχείς να βγούνε πολλοί έξω από τα σπίτια τους, κ’ εκεί ήταν ντιπ καμπόσοι ξυπόλυτοι, με μπαλώματα τύλιγαν τα ποδάρια τους τα ’κοβαν από τα φορέματά τους. Μία γυναίκα είχε τέσσερα παιδιά κι’ ανήλικα, το τρανύτερον ήταν εφτά χρονών, και πέταξε τα δυο και τα λυπήθηκα. Και τα ’δεσα και τα πήρα εις το νώμο μου και τα ’σωσα. Και για να σώσω αυτά απόστασα. Τράβησα ομπρός, κι’ ακολουθούσαν μαζί μας όσοι μπορούσαν να περπατήσουν. Κ’ έτρεχα να βγω από το Μακρυνόρον, και εις την άκρη είναι κάμπος κ’ ένα γιβάρι, και να μαζώξω ξύλα με τους ανθρώπους μου να κάμωμεν φωτιές και να στείλω και ’σ ένα χωριόν οπού ’ταν πλησίον να πάρωμεν νερό και ψωμί ν’ αγοράσω δια τους ανθρώπους. Το χωριόν το λένε Βλύχα. Αφού τραβήσαμεν ομπρός κι’ ακολουθούσα αυτά, μείναν κάμποσες φαμελιές οπίσου και μία γυναίκα από τις Βραναίισσες, δυχατέρα του Κομπότη, την πιάσαν αυτή μ’ όλους οι καλοί πατριώτες και τους γύμνωσαν. Κι’ αυτείνη η Βράναινα είχε ένα δαχτυλίδι εις το χέρι της και δεν έβγαινε, και γύρευαν να της κόψουν το δάχτυλον του χεριού της να το πάρουν. Κ’ εκεί οπού την παίδευαν, της μπήκε ένα ξύλο εις το ποδάρι της και δεν το ’νοιωσε κοτζάμ παλούκι. Τους περικάλεσε πολύ να τζακίσουνε την βέργα του δαχτυλιδιού να πάρουν το δαχτυλίδι τζακισμένο και τρόμαξαν να συγκατανέψουν, και το τζάκισαν και γλύτωσε το χέρι της. Ήρθε εκεί οπού ήμαστε κουτζαίνοντας και διηγήθηκε αυτά. Πήγαμεν οπίσου, δεν μπορέσαμεν να ’βρωμεν κανέναν μέσα τον λόγκο, τρύπωσαν. Της έβγαλα το παλούκι από το ποδάρι της και το ζεμάτισα με ξύγγι. Όμως γίνη τούμπανο, θύμωσε. Και είχα ένα ζώον, οπού ’χα τα σκουτιά μου, και την έβαλα απάνου να μην μείνη εις το δρόμο. Κι’ από τότε βλέποντας αυτείνη την αρετή, σιχάθηκα το Ρωμαίικον, ότ’ είμαστε ανθρωποφάγοι. Αυτείνοι οι φίλοι οπού γυμνώσανε την γυναίκα και τους άλλους, καθώς μας είπανε, οπού τους γνώρισαν εκεί, ήταν οι Γριβαίοι. Εγώ δεν τους είδα να ειπώ ούτε υπέρ, ούτε κατά. Καθόμαστε ολη νύχτα και τους φυλάγαμεν όσο να ξημερώση με τα ντουφέκια εις το χέρι, να μη φάνε οι ανθρωπινοί λύκοι τ’ αδύνατα πλάσματα.
     Από ’κεί τους πήγα εις το Σπαρτοβούνι, και πέρναγαν οι καϊμένοι οι Καραγκούνηδες με τα πράτα τους, κι’ αγόρασα πεντέξι σφαχτά και μας δώσαν κι’ αυτείνοι άλλα τόσα κι’ αλεύρι και τους πορέψαμεν. Κι’ από ’κεί, πήγαν άλλοι δια Βραχώρι και Μισολόγγι, και οι περισσότεροι τους πήγα εις την Κατούνα, και γιόμωσαν τα σκουτιά τους και οι γούνες τους ψείρες και μάζωνα διάργυρον και τόλυωνα και τους άλειβα να ψοφήσουνε οι ψείρες και οι κονίδες. Στάθηκα καμμιάν εικοσιαριά ημέρες εκεί. Μου παράγγειλε ο Γώγος να πάγω πίσου εις τ’ ορδί. Αυτείνοι δεν μ’ άφιναν. Το ’στειλα τους ανθρώπους όσο να πάγω κ’ εγώ. Σε δεκαπέντε ημέρες πέθαναν εκεί όλοι οι σημαντικοί, Βραναίγοι, ο καϊμένος ο αγαθός πατριώτης Κοράκης κι’ ο Παπαδόπουλος, οπού γύρευα να σκοτώσω, κι’ άλλοι σημαντικοί. Συνάχτηκαν απ’ ολούθε οι Αρτηνοί και γύρευαν να με βάλουν κεφαλή τους, να τους πάρω να πάμεν εις τ’ ορδί. Αφού γυμνώθηκαν δια την λευτερίαν, ο πατριωτισμός δεν τους άφινε. Εγώ δεν ήθελα, αυτείνοι όλοι με βιάζαν. Έγραψα αυτό του Γώγου, να μην πειραχτή, ότ’ ήταν καπετάνος του τόπου. Μ’ αποκρίθη ότι έχει μεγάλη ευκαρίστησιν και με θεωρεί ως παιδί του. Κι’ όντως, ο Θεός μακαρίση την ψυχή του, ως παιδί του μ’ αγαπούσε και με γύμναζε. Ήταν τίμιος άνθρωπος και γενναίος πατριώτης κι’ αγαθός. Αρρώστησε σε κάμποσον καιρόν κι’ από την πίκρα του απέθανε. Η πατρίς χάριτες χρωστάγει εις αυτόν τον γενναίον άντρα. Αφού οι Αρτηνοί με βιάζαν να τους συνάξω να πάμεν έξω ’στο ορδί, ντουφέκια κι’ άλλα αναγκαία δεν είχαν, τους γύμνωσαν πρώτα οι Tούρκοι, οπού τους σύναξαν τ’ άρματά τους, και ύστερα κ’ εμείς οι λευτερωταί όλο τους τον βίον. Σηκώθηκα να πάγω εις Μισολόγγι και Βραχώρι, οπού ’ταν πολλοί πατριώτες, να κάμωμεν τίποτας, να μιλήσωμεν όλοι μαζί. Πήγα εις Μισολόγγι πούντιασα εις τον δρόμον κι’ από το κιντέρι μου αρρώστησα και πήγα να πεθάνω. Είχα πέντε γιατρούς. Άνοιξε η μύτη μου και δεν στανιάριζε, το αίμα πήγαινε λεγένια και μόβαιναν φτήλια μέσα. Κ’ έκαμα άρρωστος εις τον κίντυνον ως το Μάρτη. Πιάστηκαν τα ποδάρια μου, δεν έβλεπα κι’ από τα μάτια. Και οι καϊμένοι οι Αρτηνοί διακόνευαν, και πλέρωναν άνθρωπον κ’ έρχονταν τόσες ημέρες δρόμον να ιδούνε τι κάνω. Τόση ευγένειαν είχαν ’σ εμένα.
     Αφού ήμουν αδύνατος πολύ και δεν μπορούσα να κινηθώ ούτε από τα ποδάρια, ούτε από τα μάτια, ήρθε ο αδελφός μου και με πήρε εις το Σάλωνα, ’σ ένα χωριόν ονομαζόμενον Σερνικάκι, ήταν παντρεμένος, κ’ εκεί αλλάζοντας τον αγέρα, ανάλαβα από αυτό και περιποίησιν συγγενική.


ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Εις τα τέλη του Νοεμβρίου, τα 1821, φύγαμεν από την Άρτα.

2. Eις τα 1822 Γεναρίου 24 τον σκότωσαν τον τύραγνον Aλήπασσα σαν βόιδι, ότι οι τύραγνοι φοβώνται να πεθάνουν σαν παληκάρια. Σ’ αυτείνη την ηλικίαν οπούταν ήθελε ακόμα να ζήση να τυραγνάγη.
[ Kεφάλαιον τέταρτον ]
Τα 1822, τον Φλεβάρη μήνα, οι Ρουμελιώτες βιάζαν τους Πελοποννήσιους να βγούνε εις την Ρούμελη να συναγωνιστούν μαζί, ότ’ ήταν πολλοί οι Tούρκοι και ήρθε και ο Δράμαλης εις το Ζιτούνι με μεγάλη δύναμη. Τότε διατάττει η Διοίκηση τον Νικήτα Σταματελόπουλον μ’ ένα σώμα να βγη εις την Ρούμελη οπού ’ναι ανάγκη. Ο Υψηλάντης ήταν μέλοστης Κυβερνήσεως, αφού είδε τα αιστήματά τους ολουνών αυτεινών οπού κυβερνούσαν, κι’ ως άνθρωπος με συνείδησιν1 – έβλεπε τους συντρόφους του γιομάτους κακία και πάθη και ιδιοτέλειαν και αναντίον της αρετής, ό,τι άνθρωπος κι’ αν έρχονταν να υπερετήση την πατρίδα του, πολιτικός, στρατιωτικός, θρησκευτικός, αυτείνοι τον πολεμούσαν δια το έτσι θέλω – αποφάσισε λοιπόν δι’ αυτά όλα να παρατηθή ο Υψηλάντης από την Κυβέρνησιν και μαζί με τον Νικήτα να πάνε εις την Ρούμελη, να σμίξουν και τον Δυσσέα, να κουβεντιάσουνε και μ’ άλλους αρχηγούς της Ρούμελης, ν’ αγωνιστούν συνφώνως δια την πατρίδα, να μην κιντυνέψη και χαθή αδίκως. ’Στους συντρόφους του η απαραίτηση του Υψηλάντη και να πάγη εις το στρατόπεδον δεν τους άρεσε, να μην τύχη και δοξαστή αυτός και μαρτυρήση και τους καλούς τους σκοπούς οπού ’χαν δια την πατρίδα και κατεξοχή δια το στρατιωτικόν. Δια όλα αυτά, να μην ’πιτύχη ο Υψηλάντης, λένε του Νικήτα και τον βάνουν σε σύλογα. «Τώρα οπού θα βγης έξω με το σώμα σου να μην πάρεις και τον Υψηλάντη μαζί σου, ότι θα ειπούνε οι άνθρωποι εις την Ρούμελη ότι ο Υψηλάντης είναι αρχηγός κ’ εσύ εις την οδηγίαν αυτεινού και χάνεις την υπόληψή σου». Ο Νικήτας αγαθός πατριώτης, δεν τους άκουσε, ενώθη με τον Υψηλάντη κ’ εβήκαν μαζί εις την Ρούμελη. Σαν δεν ’πέτυχαν τον σκοπόν τους οι καλοί πατριώτες να τους διαιρέσουνε, γράφουν ένα γράμμα του Δυσσέα και του λένε: «Ο Νικήτας κι’ ο Υψηλάντης ενώθηκαν οι δυο κ’ έχουν ένα σώμα κ’ έρχονται αναντίο σου να σε βαρέσουνε, να μείνουν αυτείνοι εις το ποδάρι σου». Αφού πήγαν εις Ρούμελη, έγραψε ο Δυσσέας τους έβαλαν ’σ ένα χωριόν μακρυά από αυτόν. Ύστερα τους παράγγειλε να πάνε προς αντάμωσίν του μ’ ολίγους ανθρώπους. Αφού ανταμώθηκαν οι τρεις, τους λέγει: «Εσένα, Υψηλάντη, δεν σε γνωρίζω, το Νικήτα τον έχω ακουστά, δεν είχαμεν γνωριμιά. Καθώς μου γράφουν οι φίλοι, αν είστε τοιούτοι, φευγάτε να μην σκοτωθούμεν αναμεταξύ μας αδίκως, αν είστε φίλοι μου και φίλοι της πατρίδος, ελάτε να φιληθούμεν και να γενούμεν αδέλφια, ν’ αγωνιστούμεν δια την πατρίδα μας, ότι κιντυνεύει». Εβγαλε ο Δυσσέας το γράμμα και τους έδειξε, οπού το’ ’γραφαν αναντίον τους. Έβγαλε κι’ ο Νικήτας το δικόν του, είπε κι’ ο Υψηλάντης τον πατριωτισμόν τους, των κυβερνήτων μας. Πιάστηκαν και οι τρεις και φιλήθηκαν κι’ ορκίστηκαν να είναι αχώριστοι δια το καλό και στερέωσιν της πατρίδος, ν’ αγωνιστούνε δι’ αυτείνη και να ενωθούν και με τους άλλους. Και τους παράγγειλαν ολουνών των αρχηγών ν’ ανταμωθούν ’σ ένα μέρος να μιλήσουνε και να ενωθούνε και να κινηθούν αναντίον των Tούρκων.
     Επήγαν όλοι κι’ ανταμώθηκαν, όλοι οι αρχηγοί της ανατολικής Ελλάδος, ανταμώθηκαν εις τουρκοχώρι, γνωρίστηκαν με τον Υψηλάντη και Νικήτα και μιλήσανε να κινηθούν δια την πατρίδα. Μετρήθηκαν πόσα στρατέματα μπορεί να ’χουν όλοι, και μετρήθηκαν το όλο και ήταν ως εφτά χιλιάδες. Κι’ αποφάσισαν να ετοιμαστούν να κινηθούν δια την Αγιαμαρίνα και Στυλίδα και Πατρατζίκι. Κι’ ο Αργειοπάγος να τους ετοιμάση τα καράβια και τ’ αναγκαία του πολέμου.
     Αφού ανάλαβα κ’ εγώ, οπού ήμουν αστενής, μου παράγγειλε ο Γώγος επίτηδες να πάγω εκεί. Αυτό μαθαίνοντας οι πατριώτες, με παρακίνησαν να μην πάγω εκεί, να μείνω εδώ οπού ’ναι η πατρίδα μου, κ’ ένας αγώνας είναι κ’ εκεί κ’ εδώ. Τότε του παράγγειλα του Γώγου, ότι είμαι αστενής και δεν πάγω.2 Αφού έμεινα ’στην ανατολική Ελλάδα, γράφτηκα ότι θέλω δουλέψη την πατρίδα μου με πίστη κι’ αμιστί. Οι άλλοι όλοι, οι αρχηγοί και στρατιώτες, πλερώνονταν από τους κατοίκους. Θέλησαν και τέσσερα χωριά του Σαλώνου Σερνικάκι, Κούσκι, Αγιώργης, Σεργούνι να με βάλουν κεφαλή τους, να τους συνάζω να πηγαίνωμεν εις τα δεινά κι’ αγώνες της πατρίδος, το φτόνησαν οι άλλοι οι αρχηγοί αυτό, να μην τους λιγοστέψω τον ραγιά τους. Όμως τα χωριά επίμεναν και τα τέσσερα συνφώνως, και τα σύναζα και πηγαίναμεν όθεν ήταν αγώνας και πηγαίνανε και οι άλλοι. Έγινε το σκέδιον να κινηθούν αναντίον των Tούρκων. Ο Αργειοπάγος ετοίμασε τα καράβια. Πέρασε ο Δυσσέας, ο Νικήτας κι’ ο Γιωργάκη Δυοβουνιώτης δι’ Αγιαμαρίνα και Στυλίδα. Ο Πανουργιάς κι’ ο Υψηλάντης αποφασίστη να καθίσουνε εις την Δρακοσπηλιά, οι άλλοι, Σαφάκας, Καλτζοδήμος, Κοντογιανναίγοι, Δυοβουνιώτης, Γιολντασαίοι να πάνε εις Πατρατζίκι. Και το σκέδιόν τους ήταν να βαρέσουνε όλοι μαζί εις την Στυλίδα και Αγιαμαρίνα και Πατρατζίκι το Μεγάλο Σαββάτο συνφώνως, εκείνη την ημέρα, να μεραστούν οι Tούρκοι. Και κινήθη ο καθείς δια την διορισμένη του θέσιν. Εβήκαν εις την Στυλίδα κι’ Αγιαμαρίνα την διορισμένη ’μέρα, τα ’βραν πιασμένα από τους Tούρκους και τα δυο μέρη, τους πολέμησαν γενναίως, άλλους κάψαν εις τα σπίτια, άλλους κυργέψαν, άλλους σκοτώσαν και πήραν και τις δυο θέσες οι Έλληνες. Οι άλλοι οπού πήγαν εις Πατρατζίκι δεν βάρεσαν ντουφέκι το Μεγάλο Σαββάτο, οπού βάρεσαν οι άλλοι εις Αγιαμαρίνα κι’ αλλού. Τότε η Τουρκιά έπεσε, όλη η δύναμη, απάνου τους με καβαλλαρία, με πεζούρα, με κανόνια, με πρώτη ορμή των Tούρκων, και τους πήγαν μέσα εις τα ταμπούρια τους τους Έλληνες, κ’ έφκειασαν χαρακώματα οι Tούρκοι, ότ’ ήταν πολλή δύναμη και με τ’ αναγκαία τους, και οι δικοί μας δεν είχαν ούτε ψωμί.
     Αφού είδε ο Δυσσέας όλη αυτείνη την δύναμη απάνου τους, τους έστειλε άνθρωπο εις το Πατρατζίκι και τους περικάλεσε να βαρέσουνε κατά την συνφωνίαν τους κ’ έτζι να μεραστή η δύναμη των Tούρκων. Τρόμαξαν λοιπόν να βαρέσουνε, χωρίς όρεξη, την Τρίτη της Λαμπρής. Αφού όμως είδαν οι Tούρκοι αυτείνη την αδιαφορία εκείνων ’στο Πατρατζίκι και την διχόνοιαν, λίγη προσοχή είχαν εκεί, κι’ ο πόλεμος πεισματώδης, νύχτα και ημέρα πολεμούσαν εις Αγιαμαρίνα, κι’ αφανίστηκαν οι άνθρωποι από τον σκοτωμόν του ντουφεκιού και γρανάτων, και καταπληγώθηκαν και γιατρόν δεν είχαν, και ταίνιασαν από την πείνα. Μισή χούφτα αραποσίτι παίρναν κ’ έτρωγαν δεκαφτά μερόνυχτα. Είχαν τον Άργειον Πάγον να τους προμηθεύη τ’ αναγκαία του πολέμου κι’ αυτείνοι, οι αφεντάδες, κάθονταν εις τα καράβια κ’ έτρωγαν κ’ έπιναν, κ’ εκείνους οπού κιντύνευαν δια την πατρίδα τους προμήθευαν διχόνοιαν και διαίρεσιν αναμεταξύ τους. Αφού τ’ ασκέρια είδανε οπού λαβώνονταν οι άνθρωποι και πέθαιναν αδίκως, και νηστικοί και διψασμένοι, αγανάχτησαν αναντίον των αρχηγών τους, οπού τους πήγαν εις το μακελλειό χωρίς καμμίαν ετοιμασίαν, και τους βιάσανε είτε να τους πάνε φελούκες να μπαρκαριστούν, είτε να φύγουν με γερούσι της στεργιάς. Παραγγέλνει αυτό ο Δυσσέος τ’ Αργειοπάγου, δεν του αποκρίνονται τίποτας, αλλά φώναξε τους καραβοκυραίους ο Άργειος Πάγος και τους λέγει να μην πλησιάση κανένας με φελούκα εις τ’ ορδί – και ας χαθούνε όλοι. Είχαν πάθος με τον Δυσσέα κι’ αποφάσιζαν οι καλοί πατριώτες δια την ιδιαιτέρα τους διχόνοιαν με ένα άτομο, να χαθούνε τρεις χιλιάδες στράτεμα και περίτου. Και η πατρίς αυτό το στράτεμα μόνον είχε εις την εξουσίαν της, ότι οι άλλοι γύρευαν βαθμούς και ταξίματα και κάθονταν άνεργοι. Και σαν χάνονταν αυτείνοι, ποιοι θα πολεμούσαν τους Tούρκους; Εκείνοι οπού πολεμούσαν εκεί πολέμησαν και ύστερα τον Δράμαλη εις Πελοπόννησο κ’ έξω εις την Ρούμελη, τους ζαϊρέδες οπού θα ’μπαζαν οι Tούρκοι, τους σκότωναν αυτούς εις τα στενά και δεν πήγαν οι ζαϊρέδες εις την Πελοπόννησον και χάθη ο Δράμαλης. Αν είχε ζαϊρέ, τι λόγο είχε να χαθή; Οι φίλοι Αργειοπαγίτες, κιότεψαν ότι δεν θα υπάρξωμεν, με το φτάσιμον του Δράμαλη, και θα ’καναν δούλεψη των Tούρκων ν’ αφήσουνε να σκοτωθούνε οι κεφαλές και να χαθή το στράτεμα εκείνο – και θα ήταν σίγουροι αυτείνοι κι’ ασφαλισμένοι, σαν αφεντάδες οπού ήταν, κοντά εις τους Tούρκους.3
     Τότε ο Δυσσέος, αφού είδε ότι ο Αργειοπάγος θέλει να χαθούνε και τ’ ασκέρι θύμωσε αναντίον τους, των αρχηγών, και ήθελαν να τους σκοτώσουνε, αποφάσισε ν’ αφήση την θέση, είχε κάτι καραβοκυραίους φίλους του κ’ έστειλε και πήγαν κρυφίως την άχλιαν κατάστασίν τους και την νύχτα του πήγαν φελούκες κ’ έβαλε ανθρώπους και πήγαν κ’ έφεραν κι’ άλλες κι’ άρχισε το μπαρκάρισμα μυστικώς όλη νύχτα, να μη νοιώσουν οι Tούρκοι τίποτας. Μπαρκάρισε πρώτα τους λαβωμένους κι’ άρρωστους, ύστερα τους κιοτήδες και ύστερα μπαρκάρισε τους άλλους. Από την μίαν αυγή ως την άλλη μπαρκαρίζονταν, κι’ αλλού ύστερα στάθη με τον Νικήτα κι’ άλλους κ’ έβαλαν φωτιά, και τότε πήραν χαμπέρι οι Tούρκοι κ’ έρριχναν κανόνια κοντά τους. Και σώθηκαν όλοι εις τα καράβια. Τότε οι Αργειοπαγίτες έστειλαν τους καραβοκυραίους και τον αρχηγό της φρουράς τους και του είπαν του Δυσσέου να τον πάνε εις το καράβι, πως έχουν να μιλήσουνε, και μ’ απιστιά να τον σκοτώσουνε. Κι’ αυτείνοι ως πατριώτες δεν θέλησαν να γένη αυτό, ότι κιντύνευε η πατρίς τότε, είχε ανάγκη από καντιποτένιους ανθρώπους κι’ όχι από τον Δυσσέα οπού ’τρεμε η Τουρκιά, οπού ’λεγαν πως είχε εξήντα χιλιάδες στράτεμα, και είχε φτερά εις τα ποδάρια. Λίγο τους έμελλε τους καλούς πατριώτες ότι θα κιντύνευε η πατρίς. Κι’ αν ήταν κακός ο Δυσσέας, αυτείνοι ως γνωστικοί μπορούσαν να τον συβουλέψουν να γένη κι’ αυτός καλός και τα δεινά της πατρίδος να λιγόστευαν.
     Αφού μπαρκαρίστηκαν, δεν τους μίλησε τίποτας των Αργειοπαγίτων ο Δυσσέας. Εβήκαν εις Μπουντουνίτζα το στράτεμα όλο. Από ’κεί ο Δυσσέας τους έκαμεν μια αναφορά και βάνει και το δίπλωμα μέσα, οπού τον είχε κάμη ο Αργειοπάγος χιλίαρχον, και τους γράφει: «Προς τον σεβαστόν Άργειον Πάγον. Όσες αντενέργειες μου κάμετε και σκέδια αναντίον μου, δια να χαθώ κ’ εγώ, να χαθή κι’ όλο το στράτεμα εξ αιτίας μου, μου είναι γνωστά όλα αυτά. Σας είχα εις το χέρι, και σας έχω, να σας κάμω ό,τι θέλω, δεν καταδέχομαι, ότ’ είστε κυβερνήται της πατρίδος μου. Σαν γνωρίζετε ότ’ είμαι κακός άνθρωπος και κιντυνεύει η πατρίς εξ αιτίας μου, τραβιώμαι ’σ ένα μέρος και δεν ανακατώνομαι. Και στείλτε λάβετε τους ανθρώπους και βάλτε όποιον θέλετε κεφαλή σ αυτούς. Λάβετε και το δίπλωμά σας οπίσου και εις το εξής δεν ανακατώνομαι σε τίποτα, να μην κιντυνεύη η πατρίς δια ’μένα και κάθε ολίγον κιντυνεύουν να χαθούν και οι αγωνισταί». Απάντηση τ’ Αργειοπάγου: «Προς τον Δυσσέα Αντρίτσο: Ελάβαμε την αναφορά σου και δίπλωμα, κόπιασε εις την δουλειά σου και στέλνομε και κυβερνούμε τους ανθρώπους». Τον Δυσσέα εγώ τον έχω εχθρό, γύρευε να με σκοτώση, όμως σημειώνω αυτά εδώ, γιατί τ’ άκουσα από τον ίδιον τον Νικήτα, από τον γραμματικόν του κι’ απ’ άλλους αξιωματικούς. Ο Υψηλάντης κι’ ο Πανουργιάς μαθαίνουν την απάντηση τ’ Αργειοπάγου, ρωτάν τον Δυσσέα τι είναι αυτό. Τούτος τότε τους έδειξε την κόπια της αναφοράς του και την απάντησίν τους, των Αργειοπαγίτων. Λέγει ο Υψηλάντης: «Εγώ σου τα είπα όλα, όταν σμίξαμε, αυτά έβλεπα οπού ’νεργούσαν μέσα εις την Κυβέρνησιν, οπού ήμουν μέλος κ’ εγώ, και σηκώθηκα κ’ έφυγα κ’ ήρθα ν’ ανταμωθούμε όλοι μαζί να δουλέψωμε πιστά, ίσως και σώσουμε την πατρίδα, ότι κιντυνεύει από ’μάς τους ίδιους, και θα χαθή κατά τον πατριωτισμόν οπού δείχνεται εις τους αγωνιστάς και εις τους τίμιους ανθρώπους».
     ’Σ αυτά όλα έφταιγε ο Κωλέτης. Από τον Αλήπασσα – ήταν γιατρός του Μουχτάρπασια– γνώριζε τον Δυσσέα τι νου είχε, ήταν ο καλύτερος απ’ όλους τους άλλους στρατιωτικούς. Δεν μπορούσε να τον παίξη αυτόν ο Κωλέτης. Κ’ ήθελε να τον βγάλη από τη μέση και να κάμη τους δικούς του, σκοπούς. Ο Κωλέτης είναι από τους Καλαρρύτες. Όταν χαλάστηκαν οι Καλαρρύτες από τους Tούρκους, πέρασε από το Γώγο κι’ αλλουνούς αρχηγούς της δυτικής Ελλάδος και πήρε συστατικά εις την Κυβέρνησιν, ότι γνωρίζαμε αυτόν και τον κάναμε αντιπρόσωπό μας. Οι Πελοποννήσιοι και οι άλλοι άμαθοι και άπραγοι ’σ τα πολιτικά, τότε αυτός, πανούργος, ενώθη με τους ξεκλησμένους ανθρώπους κ’ έπαιξε την πατρίδα όπως ήταν η όρεξη του. Μαθητής των Tούρκων και κατεξοχή του τύραγνου Αλήπασσα, τέτοια φώτα σαν εκεινού θα δώση εις την πατρίδα και τέτοια έργα να ’νεργήση.
     Όταν κιντυνεύει η πατρίς, αυτός κατατρέχει τους άξιους ανθρώπους, τους κατατρέχει αυτός και οι φίλοι του, οπού ’ναι Αργειοπαγίτες. Ότι ο Δυσσέας δεν τον γνώριζε ως πληρεξούσιον κι’ όποιον κεντρί τον αγκυλώση – εκείνο τήραγε κι’ ο Κωλέτης να ξερριζώση, τους άλλους τους γέλαγε με κούφια καρύδια – λόγια παχειά και με λιθάρια ’στον τουρβά τους ανάπευε. Να μην του κόψη το βυζί του Κωλέτη ο Δυσσέας, θα τον φάγη κι’ ας κιντυνέψη και η πατρίς. Αυτός τι τον μέλει; ’σ άλλον πασιά γίνεται γιατρός, γράφει και του Κιτάγια να είναι εις την εύνοιά του. Αλοίμονο εις την πατρίδα κ’ εμάς, οπού θα χαθούμε μαζί μ’ αυτείνη.
     Αφού έμαθε ο κόσμος, όλοι οι κάτοικοι της Λιβαδιάς κι’ ασκέρια, τι έγραψε ο Δυσσέας τ’ Αργειοπάγου και την απάντησιν οπίσου εις τον Δυσσέα, πήγαν όλοι και το’ ’πεσαν εις το λαιμό του, το ίδιον κι’ ο Υψηλάντης και Νικήτας κι’ άλλοι, κ’ έμεινε. Τότε ο Αργειοπάγος μαθαίνοντας αυτό, στέλνει έναν γραμματικόν του πιστόν εις τον Νικήτα και του λέγει να σκοτώση τον Δυσσέα ο Νικήτας και να βάλουν αυτόν αρχηγόν. Ο γραμματικός είχε κ’ ένα γράμμα από αυτούς και του είχαν ειπή να το διαβάση ο ίδιος γραμματικός, (ότι δεν ξέρει γράμματα ο Νικήτας). Όταν το διάβασε και του είπε και στοματικώς, τότε του λέγει ο Νικήτας: «Να σε σκοτώσω δεν καταδέχομαι, έναν τοιούτον άνθρωπον, και φεύγα να μην σε μάθη ο Δυσσέας και σε σκοτώση και μαγαρίση τα χέρια του σε τέτοιους κακούς πατριώτες, οπού κιντυνεύει η πατρίς και θέλουν να σκοτώσουνε τους ανθρώπους οπού είναι ελπίδα να την σώσουνε». Ο γραμματικός είδε αυτή την συμπάθεια από τον Νικήτα και του λέγει: «Κάτι να σου ξηγηθώ, και μην με προδώσης, του λέγει: εμένα μο’ ’λεγαν ότι εσείς όλοι είστε θερία και πίστευα τα λόγια αυτεινών. Εσείς κι’ όντως θα σώσετε την πατρίδα. Αυτεινών, του λέγει, είμαι πιστός τους και συγγενής ενού από αυτούς και ’σ ό,τι ’νεργάγη η Διοίκηση κι’ ο Αργειοπάγος εμένα στέλνουν, και τα σκέδιά τους κι’ ό,τι ’νεργούνε τα ξέρω όλα, κ’ είναι αυτά, να βαίνουν έναν τον άλλον να σκοτώνη και να σας σκοτώσουνε όλους και τότε να βάλουν δικούς τους ανθρώπους. Και δεν θ’ αφήσουνε, αν μπορέσουνε, κανέναν από σας». Και του λέγει όλα τους τα σκέδια κι’ ορκίζει αυτόν και τον Δυσσέα να μην ειπούμε τίποτας, ότι τον σκοτώνουν κι’ αυτόν, ότ’ είναι τοιούτως ορκισμένοι. «Και να παραγείλετε αυτό, τους λέγει και του Κολοκοτρώνη κι’ όλων των σημαντικών αρχηγών». Τότε τους τα είπε κι’ ο Υψηλάντης κ’ έστειλαν το γράμμα του Κολοκοτρώνη και μίλησαν και των αλλουνών και πήραν μέτρα.4
     Και πότε θέλουν να κάνουν αυτά; Όταν ο Δράμαλης κι’ άλλοι πασσάδες με τόσες χιλιάδες φοβερίζουν την δυστυχισμένη πατρίδα και κιντυνεύει. Αχ, πατρίδα μου, δεν θα σ’ αφήσουν ζωντανή, ότι αυτείνοι σε κυβερνούν κι’ άλλοι τοιούτοι κι’ απ’ αυτούς κρέμεσαι. Η ψυχή τους ολουνών είναι η ίδια, δόλον θυσιάζουν δια εσένα πλήθος, κι’ αρετή και πατριωτισμόν τελείως. Και κιντυνεύεις, μ’ αυτά δεν θα πας ομπρός. Πότε γύρευαν να σκοτώσουνε τους οπλαρχηγούς σου; Όταν εσύ, πατρίδα, είσαι εις τον γκρεμνό να τζακιστής, να χαθής. Και βέβαια δεν θα γλύτωνες τότε, ότι εκείνοι οπού είχαν την επιρρογήν θα τους σκότωναν. Οι νέγοι τι θα ’κάναν, όταν σε κυρίεψε τόση Τουρκιά, Ρούμελη και Πελοπόννησο; Πώς θα πάγαινε ο πολίτης με νέους οδηγούς, οπού δεν ήξερε να φυλάξη την πατρίδα, όταν τον οδηγούσαν κεφαλές, κ’ εκείνος έτρεχε όθεν μπορούσε κι’ άκουγε λόγια αυτεινών και ύστερα τα αιστάνεταν και πάγαινε και συμμορφώνεταν με την κεφαλή του, τον μεγαλύτερόν του, και τον οδηγούσε και γλύτωνε κ’ εκείνος και οι πολίτες.5 Δεν άφιναν οι καλοί πατριώτες να ’βγη η πατρίς από τον κίντυνον – και ύστερα ας βάλουν την διάθεσίν τους ’σ ενέργειαν να σκοτώσουν όλους. Ότι αυτό είναι πατρογονικόν, όποιος δουλεύει πατριωτικώς αυτό το βραβείο έχει. Και οι Αθηναίγοι του Θεμιστοκλή αυτείνη την ανταμοιβή το ’καμαν, κι’ αλλουνών πολλών. Όχι όμως όταν ήταν η πατρίς σε κίντυνον, όταν ησύχαζε.
     Εβάλετε και νέον αρχηγόν εις το φρούριον της Κόρθος, Αχιλλέα τον έλεγαν, λογιώτατον, κι’ ακούγοντας το όνομα Αχιλλέα, παντηχαίνετε ότ’ είναι εκείνος ο περίφημος Αχιλλέας. Και πολέμαγε τ’ όνομα τους Tούρκους. Δεν πολεμάγει τ’ όνομα ποτέ, πολεμάγει η αντρεία, ο πατριωτισμός, η αρετή. Κι’ ο Αχιλλέας ο δικός σας, ο φρούραρχος της Κόρθος, λεβέντης ήταν, Αχιλλέγα τον έλεγαν, είχε και το κάστρο εφοδιασμένο από τ’ αναγκαία του πολέμου, είχε και τόσο στράτεμα. Όταν είδε τους Tούρκους του Δράμαλη από μακρυά, και ήταν και καταπολεμησμένος από Ρούμελη, από Ντερβένια, βλέποντάς τον ο Αχιλλέας άφησε το κάστρο κ’ έφυγε, απολέμηστο. Να ήταν ο Νικήτας, έφευγε; Ο Χατζηχρήστος και οι άλλοι; Όχι βέβαια. Ότι τον καρτέρεσαν αυτοί τον Δράμαλη εις τον κάμπο και τον αφάνισαν, όχι ’σ εφοδιασμένο κάστρο και σαν το κάστρο της Κόρθος.
     Σαν σκοτώναμε τον Δυσσέα, κύριε Κωλέτη, τότε οπού ’θελες η Εκλαμπρότη σου, όταν ήρθαν τόσοι πασσάδες και δώδεκα χιλιάδες ασκέρι και η ανατολική Ελλάς μισοπροσκύνησε κι’ ο Δυσσέας μ’ ένα ντεσκερέ του τους έδιωξε, ποιος θα τους έδιωχνε, αν δεν ήταν ο Δυσσέας; Ποιος είχε την επιρρογή και ικανότη αυτεινού; Δεν θα κυριεύαν όλα τα μέρη εις την άχλιαν κατάστασιν οπού βρισκόμασταν; Λίγον σ’ έμελλε εσένα και τους συντρόφους σου τους αγάδες τους έχετε αφεντάδες κ’ εσείς ψυχοπαίδια τους, δεν θα παθαίνετε εσείς τίποτα. Όμως από την Αθήνα κι’ απάνου θα τους σκλάβωναν όλους, θα σκλάβωναν και το Γριπονήσι, γιατ’ ήταν εκεί κι’ άλλο πλήθος Tούρκοι και πρόσμεναν κι’ αυτούς ν’ αφανίσουνε τους κατοίκους, και μ’ ένα ντεσκερέ του Δυσσέα πήγαν ’στο Ζιτούνι και Λάρσα και διαλύθηκαν όλως διόλου.
     Ο Εκλαμπρότατος Μαυροκορδάτος ήταν σύνφωνος κι’ αυτός, ο Φαναριώτης, εις το σκέδιον να ξεκάμουν τους στρατιωτικούς. Το ’βαλε και αυτός ’σ ενέργεια ευτύς, άμα ήρθε ’στο Μισολόγγι, χωρίς να χάση καιρόν. Ηύρε πρόφαση η Εκλαμπρότη του εις το Μισολόγγι, ότι ο Καραϊσκάκης αγροικήθη με τους Tούρκους. Έβαλε ανθρώπους δικούς του, τους έκαμε κριτάς να τον περάσουνε από το κανάλι της δικαιοσύνης του, να τον σκοτώσουνε. Τον κρίναν και τον είχαν χαζίρι, κι’ αν δεν τον γλύτωναν οι συντρόφοι του, θα τον σκότωναν.
     Ακούτε, εσείς; Ο Καραϊσκάκης, από δέκα χρονών παιδί κλέφτης, θα γύριζε με τους Tούρκους, οπού τους σκότωνε μέσα τους λόγγους και περπάταγε ξυπόλυτος από μικρό παιδί δια την λευτεριά. Ο Εκλαμπρότατος, το ζυμάρι των Tούρκων, ο δουλευτής αυτείνων, των Tούρκων, ο Μαυροκορδάτος, ο αγαπημένος των τύραγνων, κατάτρεχε τον Καραϊσκάκη να τον καταδικάση εις θάνατον! Χαζίρι τ’ αργαλεία της δικαιοσύνης του και της αρετής του να τον πάνε εις τον Άδη, αφού γλύτωσε από τόσες πληγές και δυστυχίες, οπού υπόφερε δι’ αυτείνη την πατρίδα.
     Σκότωμα τον Καραϊσκάκη, ότι δεν είναι κόλακας του Μαυροκορδάτου, δεν είναι ποταπός καθώς εκείνοι οπού τον κολακεύουν. Η γυναίκα με τα μουστάκια, ο Κωσταμπότζαρης, ο Στάικος και οι άλλοι του όμοιοι, οπού τον θυμιατίζουν και τους θυμιατίζει, τον λένε «Εκλαμπρότατον» και τους λέγει «γενναιότατους», πού αγωνίστηκαν αυτείνοι, οι φίλοι σου οι Γενναιότατοι; Εσύ, Εκλαμπρότατε, από τον καιρόν οπού κόπιασες όλο νέα πράματα ήφερες εις την πατρίδα, διαίρεσιν αναμεταξύ μας δεν είχαμε, φατρίαν μας ήφερες, νέον φρούτο ’σ εμάς τους Έλληνες, παραλυσίαν κι’ αφανισμόν. Αν ’πιτύχαινες να σκοτώσης τον Καραϊσκάκη, πού θα τον βρίσκαμε όταν η Ρούμελη γιόμωσε Τουρκιά και προσκύνησαν όλοι από την καλή σας κυβέρνησιν κι’ αρετή, οπού δείξετε εις την πατρίδα όλοι εσείς οι πολιτικοί; Αυτός ο Tούρκος, ο Καραϊσκάκης, σύναξε όλους τους οπλαρχηγούς και πήγε μαζί μ’ αυτούς με τα ίδια τους έξοδα και θυσίες, κ’ έχοντας όλη την αγάπη ’σ αυτόν, πήγαν και ξαναλευτέρωσαν την πατρίδα και εις την Αράχωβα και Δίστομον στήσαν πύργους με κεφάλια των Tούρκων. Πώς δεν πάγαινες κ’ εσύ, Εκλαμπρότατε, πώς δεν πάγαινε ο άλλος Εκλαμπρότατος, ο «τζίτζιλε φίτζιλε» συναδελφό σου Κωλέτης; Πώς δεν πάγαινε ο Εκλαμπρότατος Μεταξάς, ο Κόντε Λάλας οπού μάτωσε το χέρι του εις το Λάλα και θέλει όλη την Ελλάδα να πάρη υποστατικόν, να ξαγοραστή το πολυτίμητό του αίμα οπού ’χυσε εις το Λάλα; Βέβαια αυτός θυσιάστη, ο Κόντε Λάλας, ο Εκλαμπρότατος. Και συνφωνείτε όλοι εσείς να σκοτώσετε τους οπλαρχηγούς και σημαντικούς στρατιωτικούς, οπού θυσιάστηκαν δια την πατρίδα και το ’βρετε σεις χαζίρι. Ο Γιαννούλη Νάκος, Κόντε Λάλα, τι σπίτι ήταν; Σημαντικόν, με τόση κατάστασιν κι’ όλα του τ’ αγαθά και τζιφτιλίκια. Κ’ έμεινε δυστυχής δια την πατρίδα. Κι’ ως γείτονας εσύ, Κόντε Λάλα, και ως σημαντικός, σ’ έκαμε κουμπάρον και του βάφτισες τόσα παιδιά. Και του διατίμησες την φαμελιά του, όσο οπού τον πέθανες κι’ αυτόν, τον τίμιον άνθρωπον, το σημαντικόν σπίτι της Ρούμελης.
     Κ’ ενωθήκετε όλοι με τους παντίδους κι’ αφανίσετε την πατρίδα από ηθική και από αρετή και πατριωτισμόν. Δεν πάγει η πατρίς ομπρός με τον πατριωτισμόν και ηθική την δική σας, πάνε τα ξένα σας όργανα. Δεν σας άρεσε ο Υψηλάντης, βέβαια δεν είχε την δική σας αρετή, ότι θυσιάσαν οι Υψηλάντες πρώτα ζωή, πλούτη, και θυμώνται Θεόν, πατρίδα και θρησκεία. Και δι’ αυτό δεν είναι καλός. Δεν είναι καλός ο Καποδίστριας και του αντενεργάτε, όμως είναι μάστορής σας, στο σκολείον οπού διαβάζετε εσείς ακόμη, εκείνος το ξεσκόλησε. Και είτε θα μονοιάσετε όλοι να προκόψετε την πατρίδα, είτε θα την προκόψη μόνος του αυτός με τ’ αδέλφια του. Η διάθεσή σας ολουνών φαίνεται, κι’ ο Θεός βλέπει τον πατριωτισμό σας και θα λάβετε την ανταμοιβή, οπού αξίζετε, ότι τόσα αίματα αθώα οπού χύθηκαν και τόσες θυσίες οπού ’γιναν δεν θα τ’ αφήση αυτός να πάνε χαμένα.
     Ο Αλέξη Νούτζος ήταν το σημαντικώτερον σπίτι της Ρούμελης πρίντζηπας του Ζαγοργιού, αγαπημένος πολύ του Αλήπασσα κι’ όλων των αλλουνών πασσάδων και ριτζαλιών τους, τίμιος άνθρωπος, καλοθελητής της ανθρωπότης. Πολλούς Ρωμαίους, Οβραίους, Tούρκους εγλύτωνε από την κρεμάλα. Τέλος ήταν πασσάς Ρωμαίος, αγαπημένος απ’ ούλους τους σημαντικούς Έλληνες στρατιωτικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς. Ήταν στο Σούλι οπού αγωνίζονταν, εις την Λαγκάδα, Μακρυνόρο κι’ αλλού εις τα δεινά της πατρίδος. Και ξόδιασε κι’ όλη του την κατάστασιν δια την πατρίδα.
     Τελειώνοντας ο πόλεμος από την δυτική Ελλάδα, ήρθε εις την Κυβέρνησιν. Αυτός ο δυστυχής δεν τους γνώριζε αυτούς. Ο κύριος Κωλέτης ήταν ’σ τα πράματα, υπουργός του πολέμου και τρογυρισμένος με τους όμοιους του φίλους. Αφού είδε τον Αλέξη Νούτζο ο Κωλέτης οπού ’ρθε, υποπτεύτηκε ότι θα ’παιρνε αυτός τα πρωτεία κ’ επιρρογή της Ρούμελης, ότι τον ενικούσε ’στην ικανότη κι’ όλος ο κόσμος τον αγάπαγε. Τότε λέγει ο Κωλέτης: «Πρώτα υποπτεύομουν τον Δυσσέα, τώρα ήρθε τρανύτερος». Ηρθε κι’ ο Χρήστος Παλάσκας άνθρωπος γενναίος, τίμιος, από καλό σπίτι. Αυτεινού του δυστυχή το’ ’κανε τον φίλο ο Κωλέτης περισσότερον δια την γυναίκα του κι’ όχι δια εκείνον τον ίδιον. Τώρα ο Κωλέτης, άνθρωπος από το σκολείον του αφέντη του του Αλήπασσα, μέτρησε: «Τον Δυσσέα τον έχω αντίζηλο, τον Αλέξη Νούτζο το ίδιο, τον Παλάσκα δια το κέφι μου καλό είναι να χαθή, να κάμω την γυναίκα του μορόζα».6 Ότι τέτοιοι είναι οι άνθρωποι οπού μας κυβερνούν και θέλουν να μας λευτερώσουνε, και να μας διατιμήσουνε θέλουν και να μας σκοτώσουν. Αυτό βλέπομεν ως σήμερον από τον Κόντε Λάλα Μεταξά κι’ από τον Εκλαμπρότατον Κωλέτη κι’ άλλους.
     Αφού είχε την δύναμη της Κυβερνήσεως ο Εκλαμπρότατος Κωλέτης, διατάττει με τους συντρόφους του κυβερνήτες (αφού ο γραμματέας, οπού ’στειλαν η Διοίκηση κι’ ο Αργειοπάγος εις τον Νικήτα να σκοτώση τον Δυσσέα, δεν θέλησε), τότε διατάττουν τους άλλους δυο Αλέξη Νούτζο και Χρήστο Παλάσκα, να πάνε αυτείνοι οι δυο αναντίον του άλλου οχτρού του Κωλέτη, του Δυσσέα, διορίζουν τον Νούτζο προμηθευτή των στρατεμάτων και τον Παλάσκα εκτελεστική δύναμη. Κι’ αν δεν ακούση ο Δυσσέας, να τον χτυπήσουνε. Ήρθαν και οι δυο έξω, συναχτήκαμε όλ’ οι αρχηγοί κι’ απλοί στρατιωτικοί ’σ ένα μέρος κι’ ο Δυσσέας μαζί, διαβάσαμε τις διαταγές της Κυβερνήσεως. τους είπαμε: «Στο στρατόπεδον φέρνουν ζαϊρέ οι δημογέροντες κι’ ό,τι άλλα του πολέμου κάνη χρεία. Αν έχετε τα μέσα, χρήματα, ακολουθάτε την δουλειά σας, όμως να μην είστε άδειγοι από τα μέσα, και τότε θ’ αμελήσουνε και οι δημογέροντες, και μείνη το στρατόπεδον απρομήθευτον και διαλυθή, ότι οι Tούρκοι ξαπλώθηκαν πολλοί και μας ήρθαν πολλά πλησίον, πιάσαν όλα τα στενά κ’ ετοιμάζονται να μπούνε μέσα. Κι’ αφού περάσουνε από τα στενά, δεν τους βαστούμε. Και καθεμέρα έχομε πόλεμον μ’ αυτούς και οι άνθρωποι μπαΐλντισαν, και να μην μείνουν και νηστικοί και διαλυθούνε και κιντυνέψη Ρούμελη και Πελοπόννησο όλη. Ότ’ είναι πολλή Τουρκιά κι’ όλο συνάζονται. Κι’ αν έχετε τα μέσα, καθίστε και ’νεργάτε, ειδέ, αγροικηθήτε με την Κυβέρνησιν να σας ευκολύνη τα μέσα κι’ αναφέρετε κι’ ό,τι σας είπαμε». Αναφέρθηκαν τόσες φορές χωρίς να λάβουν απάντησιν. Σηκώθηκαν και πήγαν οπίσου εις την Κυβέρνησιν να της πούνε την κατάστασιν των στρατεμάτων και το προχώρεμα των Tούρκων, και οι άνθρωποι ακατάπαυτα πολεμούν, και τρέξιμον νύχτα και ημέρα, μπαϊλντίσαμεν να βαστούμε τους Tούρκους εις τα στενώματα, να μην περάσουνε κι’ αφανιστή ο τόπος. Αφού φύγαν αυτείνοι δια την Κυβέρνησιν να μιλήσουνε κι’ ό,τι τους διατάξουν ν’ ακολουθήσουνε...
     Οι Tούρκοι όλο κουβαλιώνταν. Είχαμε στείλη έναν τζασίτη εις το Ζιτούνι και ήρθε και μας είπε ότι θα κινηθούν από τρεις μεριές να μπούνε μέσα, από το Πατρατζίκι να πέσουνε από πάνου τον ζυγόν, από τις Θερμοπύλες κι’ από τη Νευρόπολη τ’ ορδί του Σαλώνου. Είχαμεν πιάση τη Νευρόπολη τον Απρίλιον μήνα, τα 1822, καρσί από το Ζιτούνι. Του Δυσσέα τ’ ορδί ήταν ’στην Δρακοσπηλιά και Μπουντουνίτζα κι’ ολόγυρα ’σ αυτά τα μέρη. Οι Tούρκοι τους ήρθε είδηση από Πελοπόννησον, από Αθήνα, από Έγριπον ότι στενεύτηκαν πολύ εκεί οι δικοί τους και να τους προφτάσουνε μιντάτια και ζαϊρέδες. Πήγαν οι Έλληνες εις την Φούρκα Ντερβένι, τους έκαμαν ένα καρτέρι των Tούρκων και τους σκότωσαν καμπόσους και τους πήραν λάφυρα και ζαϊρέδες πλήθος και ζώα. Ύστερα συνάχτηκαν Tούρκοι πολλοί, και με τα σπαθιά εις το χέρι αναχώρησαν οι Έλληνες άβλαβοι. Οι Tούρκοι ήρθαν απόκάτου εις το γιοφύρι της Αλαμάνας και γύρα ’σ αυτά τα μέρη, τα τρογυρινά, κι’ όλο ετοιμάζονταν δια να μπούνε μέσα και φύλαγαν κι’ αυτές τις θέσες. Διαλέγονται δια νυχτός ο αθάνατος Παπά Αντριάς, ο Θιοχάρης, ο Παπακώστας, ο Τρακοκομνάς και τους πέφτουν και τους δίνουν ένα χαλασμόν διαβολεμένον, και πέρασαν από πέρα το γιοφύρι πίσου οι Tούρκοι και τους κόπηκε η ορμή τους η μεγάλη, αφού έβλεπαν και τον τόπον εκείνον των Βασιλικών, των Θερμοπύλων κι’ όλες αυτές τις θέσες οπού ήταν τα κόκκαλα των δυο πασσάδων, οπού ’ρθαν με τον Μπαγεράμπασσα κ’ ήταν περίτου από εννιά χιλιάδες τουρκιά κι’ άλλοι τρεις πασσάδες με πλήθος γκαμήλια κι’ αμάξια κι’ άλλα ζώα φορτωμένα ζαϊρέδες και πολεμοφόδια, κανόνια κι’ άλλα είδη του πολέμου, να μπούνε μέσα – ήταν την πρώτη χρονιά – δια να φοδιάσουνε τα κάστρα κι’ όλα τα μέρη. Και τους καρτέρεσαν οι αθάνατοι Έλληνες ως εφτακόσοι άνθρωποι, κεφαλές αυτείνων ο γενναίος Γκούρας, Γεροδυοβουνιώτης, Παπά Αντριάς, λαμπρύνεται αυτός ’σ εκείνη την μάχη, χωρίς να κατηγορηθή κανένας. Ότι όλοι πολέμησαν αντρείως, ο Νάκος, ο Γεράντωνος, ο Μπούσγος, Ρούκης, Λάππας, Θιοχάρης, Καλύβας, Κανταίγοι, Ρουμάνης, Κόντος, Παπακώστας, Τρακοκομνάς, Καραπούλης, Κουτρουμπαίγοι κι’ άλλοι αξιωματικοί πολλοί, οπού εγώ δεν γνωρίζω. Αυτείνοι όλοι οι γενναίοι άντρες, οι σωτήρες της πατρίδος, αφάνισαν όλως διόλου αυτό το πλήθος των Tούρκων, σκότωσαν τους περισσότερους και δυο πασσάδες και πήραν όλα τ’ αμάξια και γκαμήλια και τα κανόνια τους, οπού τ’ άφησαν όλα εκεί. Κι’ όσοι μείναν ζωντανοί Tούρκοι διαλυθήκαν ένας ένας και πήγαν εις την πατρίδα τους. Κι’ όποιος είναι ζωντανός ακόμα θυμάται την μαχαίρα των αθάνατων Ελλήνων. Ξαγόρασαν όλοι αυτείνοι οι γενναίοι άντρες το αίμα του συναγωνιστού τους περίφημου Διάκου, οπού πρωτοκινήθη αυτός μ’ ολίγους ανθρώπους κι’ απάντησε την πρώτη ορμή των Tούρκων, αυτός κι’ ο αγείμνηστος Δεσπότης Σαλώνου. Αυτείνοι κι’ ο αδελφός του Διάκου κι’ ο Μπακογιάννης κι’ ο Καλύβας κι’ ο αδελφός του Δεσπότη κι’ άλλοι αξιωματικοί με τους ολίγους τους στρατιώτες έλυωσαν απάνου εις το γιοφύρι της Αλαμάνας πολεμώντας με τόσον πλήθος Tούρκων. Κι’ ο περίφημος γενναίος Διάκος, αφού τελείωσε τον τζεμπιχανέ, καταπληγωμένον και μισοσκοτωμένον τον έλαβαν ζωντανόν οι Tούρκοι και τον παλούκωσαν. ’Στην θέσιν οπού επέθανες εσύ Λεωνίδα, με τους τρακόσους σου, πέθαναν κι’ αυτείνοι δια την θρησκεία και πατρίδα.7
     Και με την ίδια ορμή αυτείνοι οι Tούρκοι και πασσάδες, οπού σκότωσαν τους ολίγους και τον Διάκον, κινήθηκαν, όλη αυτείνη η δύναμη, να μπούνε εις τα Σάλωνα και ’σ τ’ άλλα μέρη να εφοδιάσουνε τους ντόπιους Tούρκους και να λύσουνε και τους πολιορκημένους, οπού ’ταν εις το κάστρο Σαλώνου, Λιβαδειάς, Αθήνας και τ’ άλλα μέρη αυτά, και να προχωρέσουν δια την Πελοπόννησο. Ήταν ο Ομέρ Βεργιόνης κι’ άλλοι πασσάδες, όλο διαλεμένο και πολύ ασκέρι. Και εις το χάνι της Γραβιάς εκλείστη ο Δυσσέας, ο κακός πατριώτης, κι’ ο Γκούρας κι’ άλλοι και πολέμησαν μ’ αυτείνη την μεγάλη δύναμιν εκατό ανθρώποι. Και φαίνονται ως την σήμερον οι τάφοι των Tούρκων εκεί εις το χάνι. Και τους αφάνισαν, και τους χάλασαν όλα τους τα σκέδια. Και γλύτωσε ο κόσμος, οπού θα σκλάβωναν αυτείνοι τους περισσότερους και μπορούσε να κιντυνέψη κι’ όλη η πατρίς, Ρούμελη και Πελοπόννησο (ότ’ ήταν αυτά τα πρώτα κινήματα), αν προχωρούσανε μέσα και να ’βγαιναν και τους πολιορκημένους Tούρκους.
     Πατρίς, να μακαρίζης γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθής άλλη μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη και σβυσμένη από τον κατάλογον των εθνών.
     Όλους αυτούς να τους μακαρίζης. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνης εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Tούρκων, κ’ εκείνους οπού αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μίαν μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς, κ’ εκείνους οπού λυώσανε τόση Τουρκιά και πασσάδες εις τα Βασιλικά, κ’ εκείνους οπού αγωνίστηκαν σαν λιοντάρια εις την Λαγκάδα του Μακρυνόρου, οπού πολεμήθηκαν συνχρόνως σε αυτές τις δυο θέσες, οπού ’ναι τα κλειδιά σου, ένα η Πόρτα του Μακρυνόρου και τ’ άλλο των Θερμοπύλων. Κι’ αφού πήγανε κι’ από τα δυο μέρη ν’ ανοίξουνε δρόμο οι Tούρκοι, εκείνοι οι αθάνατοι τόσοι ολίγοι, (ογδοήντα ένας εις την Λαγκάδα) γιόμωσαν τον τόπον κόκκαλα εκεί. Και τους καταδιάλυσαν εκείνοι οι ολίγοι ’σ τ’ άλλο το μέρος των Θερμοπύλων κι’ αλλού. Αυτείνοι σε ανάστησαν και δεν μπήκε δύναμη και ζαϊρέδες και πολεμοφόδια, αυτείνοι ψύχωσαν εκείνους οπού πολιορκούσαν τους ντόπιους Tούρκους και φρουρές. Και νηστικούς κι’ αδύνατους τους περιλάβαν και τους σφάξαν σαν τραγιά. Και τέλος πάντων, πατρίδα, αυτείνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, από τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι’ αδελφούς του. Ο Αγουστίνος κι’ ο Βιάρος αυτείνων των σκοτωμένων τις γυναίκες και κορίτζα κυνηγούν. Αυτούς τους αγωνιστάς κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν: «Ποιος σας είπε, τους λένε, να σηκώσετε άρματα να δυστυχήσετε;» Έχουνε δίκαιον, ότι ο Ζαΐμης χρώσταγε των Tούρκων ένα μιλιούνι γρόσια, και οι Ντεληγιανναίγοι και οι Λονταίγοι και οι άλλοι, κι’ ο Μεταξάς, κόντες της πιάτζας, χωρίς παρά, κι’ ο Κωλέτης ένας γιατρός, ο Μαυροκορδάτος τζιράκι της Κωσταντινοπόλεως. Τους φκειάσαν αυτείνοι οι διακονιαραίγοι, οι αγωνισταί, Εκλαμπρότατους, τους λευτέρωσαν από τους Tούρκους κι’ από τα χρέη, οπού χρώσταγαν των Tούρκων, κ’ έγιναν τώρα μεγάλοι και τρανοί. Γύμνωσαν και τους Tούρκους, παίρνοντας το βιον τους, και το έθνος το γύμνωσαν και το αφάνισαν, γιόμωσαν φατρίες και κακίες τους ανθρώπους του αγώνος. Τους καταδιαιρούν – γιομόζουν αυτείνοι αγαθά. Και οι Κολοκοτρωναίγοι οι φίλοι τους τα καλύτερα υποστατικά και πλούτη της πατρίδος. Έμειναν οι αγωνισταί διακονιαραίοι, τους κατατρέχει ο Κυβερνήτης μας κι’ ο Αγουστίνος κι’ ο Βιάρος, καταφρονούν όλους αυτούς και βαθμολογούνε πολλούς, οπού ’παιζαν το μπιλλιάρδο μέσα τους καφφενέδες και τώρα είναι σπιγούνοι του Κυβερνήτη και των αλλουνών.
     Αυτείνοι βαθμολογώνται, αυτείνοι πλερώνονται βαρυούς μιστούς. Οι αγωνισταί δυστυχούν. Των σκοτωμένων τις φαμελιές όποια είναι νέα την θέλει ο τάδε, σα να λέμε ο Βελήπασσας, ο Μουχτάρπασσας, ότι δεν έχει η φτωχή να φάγη. Λευτερώθηκαν κάμποσες σκλάβες Μισολογγίτισσες κι’ από άλλα μέρη (τις λευτέρωσαν οι φιλάνθρωποι) και διακονεύουν εδώ εις τ’ Άργος και εις τ’ Αναπλιού τους δρόμους. Των αγωνιστών οι άνθρωποι διακονεύουν και γυρεύουν να πάνε πίσου εις τους Tούρκους. Τους είχανε αυτείνοι σκλάβους, τους ντύνανε, τους συγυρίζανε και τρώγαν. Εις την πατρίδα τους ξυπόλυτοι και γυμνοί διακονεύουν. Από όλα αυτά, καϊμένη πατρίδα, δεν θα σωθούνε τα δεινά σου, ότι σιδερώνουν την αρετή εκείνοι οπού σε κυβερνούσαν και σε κυβερνούν, και τώρα κατατρέχουν το δίκαιον και την αλήθειαν και με ψέματα θέλουν και με σπιγούνους να σε λευτερώσουνε, μήτε τώρα είσαι καλά, μήτε δια τα μέλλοντά σου, με τους ανθρώπους οπού σε τριγυρίζουν, πολιτικούς, σπιγούνους και τοιούτους αξιωματικούς.
     Συχωράτε με, αναγνώστες, οπού ’φυγα από το προκείμενον. Μη στοχάζεστε ότ’ είμαι ή γόητας, είτε φαντασμένος, είτε εγώ αδικημένος. Λυπούμαι και γράφω αυτά ότι ήτανε πέντε αδέλφια κ’ έμεινε ένας μόνον από το ντουφέκι, και οι άνθρωποί τους ήτανε τόσον καιρόν σκλαβωμένοι και σώθη μία γυναίκα μόνον κι’ αυτείνη πείναγε, κ’ εκείνοι οπού τους ζήταγε ψωμί θέλαν να κάμουν το κέφι τους να της δώσουνε να φάγη. Κι’ αυτό κι’ άλλα πολλά τοιούτα μ’ έκαμαν να βγω από το προκείμενον. Ότι τα τοιούτα δεν λευτερώνουν πατρίδα, την χάνουν, κ’ έχω σκοπόν να ζήσω κ’ εγώ ’σ αυτείνη την πατρίδα. Ότι έχω τόση αδύνατη φαμελιά και δεν ’πιτηδεύομαι να κολακεύω τους δυνατούς. Και είμαι δυστυχής, και κλαίγω και την δυστυχισμένη μου πατρίδα, οπού δι’ αυτείνη χύσαμε το αίμα μας αδίκως.
     Αυτούς τους μήνες, Απρίλη και Μάγη, έγινε ένα σκέδιον να πάμε να κυργέψωμε το Πατρατζίκι και να κινηθούν όλα τα γειτονικά μέρη και συνφώνως να χτυπήσουμε όλοι μαζί. Συνάχτηκαν τ’ αναγκαία εις το Μαυρολιθάρι, εις το χωριόν, και είπαμε να συναχτούμε όλοι να βαρέσουμε συνφώνως. Μαζωχτήκαμε εις Μακροκάμπι μέρος του Δυσσέως, από την Λιβαδειά, ένας αξιωματικός του ο Σταμούλης Χοντρός, από το Σάλωνα ο Πανουργιάς και Γκούρας, οπού ’μαστε μαζί, κ’ εγώ με τα τέσσερα χωριά, οπού ’χα διοριστή ’σ αυτούς, ο Γεράντωνος από Ταλάντι, ο Δυοβουνιώτης Ζιτούνι, Καλτζοδήμος Λιδορίκι, Σαφάκας Κράβαρι, Γιολντασαίγοι Καρπενήσι, Κοντογιανναίγοι Πατρατζίκι, Νικήτας και Χατζηχρήστος κι’ άλλοι αξιωματικοί από Πελοπόννησο, ο Νικήτας αρχηγός τους αυτεινών. Τα χαράματα ζυγώσαμεν απόξω την Πάτρα όλοι, ως τρεις χιλιάδες, μεραστήκαμε από δυο μέρη, προχωρέσαμε ως την άκρη την χώρα, πιάστη ο πόλεμος καμπόσον. Η δύναμη των Tούρκων πολλή, και χωρίς σκέδιον καλό να κάμωμε εμείς, χαλαστήκαμε. Σκοτώθηκαν καμπόσοι Tούρκοι κι’ από ’μάς το ίδιο, σκοτωθήκαμε και πληγωθήκαμε. Κόντεψα να σωθώ κ’ εγώ, ότ’ ήμουν κουτζός από την αρρώστεια του Μισολογγιού, με πονούσαν τα γόνατά μου. Και κλειστήκαμε σε μια ράχη καμμιά δεκαριά, ο Μπαλαούρας, ο Φαρμακάκης, ο Μπισμπιρούλας κι’ άλλοι και φκιάσαμε ταμπούρι και πολεμούσαμε με την χώρα και με το κάστρο. Ότ’ ήταν ο Ρούκης από κάτου το κάστρο κι’ ο Ρουμάνης κι’ άλλοι ένα δυο και κιντυνεύανε από τους Tούρκους του κάστρου και τους βαστούσαμε εμείς.
     Θα σας ειπώ κ’ ένα γενναίον πολύ περιστατικόν: Ένας ατρόμητος άντρας από τους Κολοβάτες (είναι του Σαλώνου χωριόν), τον λένε Μήτρο Καθάριον (αλήθεια καθάριος κι’ ατίμητος είναι), αφού τζακιστήκαμε ’στην χώρα και τραβηχτήκαμε εις το ψήλωμα, οι εδικοί μας όλοι κ’ εμείς φκειάσαμε ταμπούρι και πολεμούσαμε. Αυτός ο δυστυχής ήταν μέσα εις την χώρα σε σπίτι μπασμένος, Αφού φύγαμε εμείς, αυτός έμεινε μόνος του κλεισμένος, τόφυγαν οι συντρόφοι του κ’ έμεινε μόνος του. Του ρίχτηκαν οι Tούρκοι απάνου του, παίρνει ένα γιαταγάνι Tούρκικον και σκοτώνει τέσσερους, κ’ εκεί οπού τον πολεμούσαν του δίνουν μίαν μαχαιριά εις την κοιλιά, και σκοτώνει τον Tούρκον και με το μαχαίρι εις την κοιλιά ήρθε εκεί οπού ήμαστε εμείς, εις το ταμπούρι. Και δεν του πειράξαμεν το μαχαίρι, με τούτο εις την κοιλιά τον πήγαμε εκεί οπού ’ταν οι εδικοί μας και ήταν ο γιατρός, και το’ ’βγαλε το μαχαίρι και με των μερμήγκων τα κεφάλια το’ ’ρραψε την κοιλιά. Και τράβησε ο καϊμένος κοντά έναν χρόνον να γιατρευτή. Γέρευε και πάλε ξηλώνεταν, κ’ έβγαιναν οι κοπριές από την κοιλιά οπού ’ταν η πληγή. Και ζη τώρα και δεν έχει ψωμί να φάγη.
     Σταθήκαμεν εκεί ως το δειλινό και πολεμούσαμε, αποκόβαμε τους Tούρκους να πηγαίνουν και να ’ρχωνται εις το κάστρο. Ηύραν καιρό, έφυγαν με γερούσι ο Ρούκης κι’ ο Ρουμάνης και σώθηκαν. Τότε πήγαμε κ’ εμείς απάνου, οπού ήταν οι άλλοι, ξαποστάσαμε. Τότε, από το δεξιόν του κάστρου είναι ένα βουνάκι και βήκαν καμμιά διακοσιαριά Tούρκοι και το έπιασαν. Αρχίσαμε να τους πολεμήσουμε από ’μπρός. Πήρε καμπόσους ο Γκούρας συντρόφους και πήγε κρυφά και τους πήρε τις πλάτες, και τους βαρούσε εκείνος από τις πλάτες κ’ εμείς από ’μπρός. Και τους τελειώσαμεν όλους, τους στείλαμε εις την άλλη ζωή, και με την ορμή εκεινών, οπού τους σκοτώσαμε, πήραμε και το κάστρο με γερούσι και σκοτώσαμε κ’ εκεί καμπόσους, οι περισσότεροι φύγαν από τ’ άλλο το μέρος.
     Τότε είχαμε το κάστρο και πιάσαμε και τους μύλους, ’στο Μπογόμυλο ονομαζόμενον, και την άκρη την χώρα. Και πολεμούσαμε κ’ εμείς αντρίκεια και οι Tούρκοι γενναία. Τους ήρθε ένα μικρόν μιντάτι των Tούρκων από το Ζιτούνι. Τους σκοτώσαμε εις την άκρη τους μύλους, το ’χαμε πιασμένο και τους τελειώσαμε όλους. Σε ολίγον έρχεται πολλή Τουρκιά. Άφησε ο Γκούρας εις το ποδαρικό του εμένα να σταθώ εκεί αυτός πήρε καμπόσους ανθρώπους και πήγε να βαστήση το μιντάτι το νέον. Αφού πήγε εκεί, είδε οπού ’ταν πολλοί, ο Δράμαλης, και δεν μπόρεσε να τους βαστήση. Μου παράγγειλε να ειπώ των ανθρώπων να τραβηχτούνε με τρόπον, να μη μας χαλάσουνε οι Tούρκοι, και να σηκώσω και τον τζεμπιχανέ. Όσο να καλομεράσω τον τζεμπιχανέ, πλάκωσαν ο νέοι Tούρκοι και της χώρας, μας πήραν ομπρός. Εμείς τζακίσαμε, ότ’ ήμαστε πολλά ολίγοι από ’κείνο το μέρος, οι άλλοι ήταν από το πέρα μέρος της χώρας. Από τρίχα γλύτωσα ο δυστυχής, ήμουνε κουτζός και είχα κ’ ένα ντουφέκι μεγάλο, έτρωγε τριάντα δράμια και ήταν πολύ βαρύ, δυο τα ’χαν στείλη από την Ζάκυθο, ένα είχε ο Γκούρας και τ’ άλλο εγώ. Κ’ έσωσε τ’ ασκέρι και μ’ έρριξε κάτου, όταν φεύγαμε, και ήταν στενός ο τόπος και πατούσαν όλοι απάνου μου κ’ έμεινα αλλού κοντινός μ’ άλλον έναν – κουτζός κ’ εκείνος. Σε έναν γκρεμνόν πέρασε εκείνος, εγώ ο δυστυχής έμεινα, δεν μπορούσα να διαβώ, κι’ αποφάσισα να γκρεμιστώ κάτου, να μη με πιάσουνε οι Tούρκοι. Εκείνος, ο κουτζός, φώναζε: «Πέτα το ντουφέκι να γλυτώσεις!» Εγώ χωρίς ντουφέκι τί να ’κανα; Και το λυπούμουν. Ύστερα θέλησε ο Θεός και κρεμάστη αυτός κ’ έπιασε την μπούκα του ντουφεκιού και πάτησα ολίγον με τα νύχια και σώθηκα. Έκαμα όρκον να μη ματαπάγω εις πόλεμον ’στην κατάστασιν οπού ήμουν, χωρίς ποδάρια. ’Στον ανήφορο πάταγα, ’στον κατήφορο τελείως, με πονούσαν τα γόνατά μου. Αφού σωθήκαμε κ’ εμείς οι δυο κουτζοί, φούσκωσα και ξέκλησα τα ρούχα μου να πάρω αγέρα, και τότε έκανα τον όρκον. Ξαποστάσαμε ολίγον. Οι Tούρκοι έφτασαν καμπόσους δικούς μας και θα τους πιάναν. Με φωνάζει ο Νικήτας να τρέξωμε να τους σώσουμε. Τρέξαμε δια ’κείνους και κιντυνέψαμε κ’ εμείς. Τότε οι Tούρκοι ρίχτηκαν παντού, μπλοκάραν και τους δικούς μας εις το κάστρο και τους αφήσαμε. Και κυνηγώντας οι Tούρκοι μας πήγαν ’σ τα μισά του Αγιτού, του βουνού. Εκεί νύχτωσε και μείναμε μπαϊλντισμένοι. Χάσαμε και τον Γκούρα, τον πήραν ομπρός οι Tούρκοι και τον έρριξαν ’σ ένα ρέμα μ’ όλους τους ανθρώπους και κιντύνεψαν να σωθούνε, κ’ εμείς δεν ξέραμε ζωντανοί είναι ή χαμένοι. Εγώ ήμουν πολύ αγαπημένος με τον Γκούρα, ήμασταν καλύτερα από αδέλφια μ’ αυτόν και με τον μακαρίτη Χαλμούκη και Θανασούλα Σουλιώτη, πολλά γενναία παληκάρια και με μεγάλη αρετή.
     Αφού πήγαμε εις το βουνό, και ήταν εκεί ο Χαλμούκης και ο Θανασούλας κ’ εγώ, καθόμαστε αποσταμένοι και νηστικοί και πικραμένοι δια τον Γκούρα και τους συντρόφους οπού αφήσαμε εις το κάστρο. Δια την πείνα την μεγάλη οπού είχαμε ο Θεός στέλνει έναν άνθρωπον φορτωμένον ζαϊρέ, κρέας, πήτες, κρασί, ψωμί, ένα ζώον φορτωμένον από τις φαμελιές εκεινών οπού ’χα από τα τέσσερα χωριά και τους είχα μαζί μου κι’ από τον αδελφόν μου. Και συνάζω όλους τους συντρόφους, νηστικούς και κατατρεμένους από τους Tούρκους, και τους αδελφούς μου Νικήτα και Χατζηχρήστο και καθόμαστε να φάμε. Φτάσαν εκείνοι οπού ’ταν πολιορκημένοι εις το κάστρο, βήκαν με γερούσι χωρίς να βλαφτή κανένας. Έρχεται κ’ ένας από τον Γκούρα και μας είπε όσα δοκίμασαν και πώς σώθηκαν, και είναι ’στο τάδε βουνό. Τότε δοξάσαμεν τον Θεόν και κάμαμε τα μεγαλύτερα γλέντια και τραγούδια. Την αυγή σμίξαμε όλοι, ήρθε κι’ ο Γκούρας εις τις Καταβόθρες. Εκεί κάμαμε τα γιατάκια να κοιμηθούμε.
     Μαθαίνομε ότι, αφού πήγαν πίσου ζωντανοί ο Αλέξη Νούτζος κι’ ο Παλάσκας, ο Κωλέτης παρακινάγει και τ’ άλλα τα μέλη της Διοικήσεως και τους στέλνουν πάλε αναντίον του Δυσσέα. Πήγαν εις το Δίστομον, ήταν ανθρώποι του Δυσσέα εκεί, τους διώξαν. Ήταν και Λιβαδίτες με το πνέμα αυτεινών και συντρόφοι του Κωλέτη. Πηγαίνουν και ’σ άλλα χωριά.8 Στέλνει ο Δυσσέας ν’ ανταμωθούν και πήγανε εις την Δρακοσπηλιά. Μαζώνει ο Δυσσέας τους κατοίκους όλους και τ’ ασκέρι του. Τους λέγει ο Δυσσέας: «Διαβάστε αδελφοί, τα γράμματα (τα διάβασαν παρουσία). Αδελφοί, τους λέγει, ο Άργειος Πάγος και η Κυβέρνηση σας είναι γνωστό ότι με κατάτρεχαν και με κατατρέχουν. Όταν ήμαστε εις την Αγιαμαρίνα, εξ αιτίας δικής μου, δια να χαθώ εγώ, αποφάσισαν να χαθή και τόσο ασκέρι. Δια να μην πάθη η πατρίς δια ’μένα έστειλα την παραίτησή μου και με βαστήσετε εσείς όλοι στανικώς. Τώρα η Κυβέρνηση στέλνει αρχηγούς την αφεντειά τους τον κύριον Αλέξη και τον καπετάν Παλάσκα. Η αφεντειά σας – είναι ’στο χέρι σας: Αν θέλετε αυτούς, σκοτώστε εμένα, αν θέλετε εμένα, σκοτώστε αυτούς». Τους πιάσαν και τους σκότωσαν. Και γλύτωσε από του δυο κατά ώρας ο Κωλέτης.
     Αυτά όταν τα μάθαμε, (ήρθε άνθρωπος) ήμαστε ακόμα εις τις Καταβόθρες. Σηκωθήκαμε την αυγή, του Σαλώνου οι άνθρωποι, και πήγαμε από κάτου τη Νευρόπολη και ρίξαμε ορδί.Η σεβαστή Κυβέρνηση λυπήθη πολύ οπού άκουσε τον θάνατον αυτεινών, κι’ όντως αγαθών πατριωτών, και δια τον θάνατον αυτεινών αποφασίστη να σκοτωθή ο αίτιος, οπού ’ταν ο Δυσσέας, κ’ έπρεπε να μπη ’σ ενέργεια το σκέδιον οπού είπε ο γραμματικός, οπού τον στείλαν ’στον Νικήτα να σκοτώση τον Δυσσέα και να μείνη αυτός αρχηγός όσο να μας τελειώσουνε όλους οι καλοί κυβερνήτες, τα παιδιά των Tούρκων. Τώρα, σαν δε θέλησε ο Νικήτας δι’ αρχηγός, φρόντιζαν να κερδήσουνε τον Γκούρα. Μίαν ημέρα εκεί οπού ’χαμε τ’ ορδί βλέπω έναν φραγκοφορεμένον, εγώ τήραγα την δουλειά μου με τους ανθρώπους οπού οδηγούσα. Κουβέντιαζαν μυστικά ο Γκούρας, ο Τρακοκομνάς κι’ αυτός ο καλός πατριώτης, ο φραγκοντυμένος. Αφού ξηγήθηκαν πολύ μυστικά από ’μένα, έφυγε αυτός. Σε ολίγες ημέρες μου λέγει ο Γκούρας: «Πάρε καμμιά δεκαριά ανθρώπους κι’ άφησε άλλον κεφαλή εις τους ανθρώπους σου, κάπου θα πάμε». Ακολούθησα ό,τι μου είπε. Πάμε ’στην Αγόριανη, εις το χωριόν του Τρακοκομνά, ήταν κι’ αυτός ο ίδιος μαζί μας. Τρώγαμε, πίναμε, χορεύαμε. Ο κόσμος κουβάλαγαν και μας κέρναγαν και πίναμε κάμποσες ημέρες. Ήρθε πίσου ο φραγκοκαταραμένος άρχισαν να κουβεντιάζουν πάλε τα κρυφά οι τρεις τους, φύγαμε από το χωριόν και πήγαμε σε κάτι στάνες. Εκεί ήταν ησυχία περισσότερη δια μυστικά. Αφού κουβέντιαζαν κρυφά από ’μένα τόσον καιρό, μου κακοφάνη πολύ. Τότε του λέγω του Γκούρα: «Θα πάρω τους ανθρώπους μου να πάγω εις τ’ ορδί, ότ’ είναι μοναχοί οι άνθρωποι και οι Tούρκοι μας ήρθε άνθρωπος και μας είπε ότι έρχονται ολοένα κ’ ετοιμάζονται να μπούνε μέσα και θα σκλαβώσουνε τον κόσμον, κ’ εμείς τρώμε τα πράματά τους και στέκονται ολόρθοι και μας κερνάνε». Δεν μ’ άφησε να φύγω. Άρχισαν να μου φανερώσουν το μυστικόν ο Γκούρας κι’ ο Κομνάς (ο Φράγκος είχε φύγη). Μου λέγει ο Γκούρας: «Η Δίοικηση θέλει να με κάμη χιλίαρχον κι’ αρχηγόν της Λιβαδειάς εις το ποδάρι του Δυσσέα, φτάνει να σκοτώσω τον Δυσσέα. Και είναι εις τον Άγιον Λουκά ο Δυσσέας κλεισμένος και εις την Αράχωβα είναι ο Λάππας ο Λιβαδίτης, ο Τριανταφυλλίνας κι’ άλλοι Λιβαδίτες και χωργιάτες, ως χίλιοι άνθρωποι θα μαζωχτούν, και να πάμε κ’ εμείς να τους πάρωμε να πάμε να τον βαρέσουμε. Και το είχαμε μυστικό από σένα να μη μας κάμης αντενέργειαν και δεν θελήσης να μας ακολουθήσης». Τους είπα: «Εγώ είμαι μικρός άνθρωπος ομπρός στους δυο εσάς, ούτε το καλό μου ωφελεί, ούτε το κακό μου ζημιώνει. Αν μου το λέτε να πάμε να το κάμωμε, να πάμε, αν είναι να δώσω και γνώμη και δεν σας βαρύνη, να δώσω, αν έχω την άδειά σας». Μου λένε και οι δυο: «Εχεις γνώμη, ότ’ είσαι αδελφός μας και τα καλά, είσαι σύντροφος και εις τα κακά. – Αν είμαι σύντροφος λοιπόν, θα δώσω την ταπεινή μου γνώμη, έχω δικαίωμα. Αν πάρης εσύ, Γκούρα, την αρχηγία της Λιβαδειάς, έχω κ’ εγώ το μερίδιόν μου ή όχι; – Πρώτος είμ’ εγώ, λέγει ο Γκούρας, δεύτερος ο Κομνάς κ’ εσύ. – Ο σύντροφος ο τίμιος πότε είναι τίμιος; Όταν λέγη την αλήθεια του φίλου του κι’ ας χάνη το νιτερέσιον του, ή όταν τράγη το νιτερέσιον κι’ ας χαθή ο φίλος του κι’ ας διατιμηθή κι’ ας κιντυνέψη; – Όχι, λέγει ο Γκούρας, ο πιστός σύντροφος πρέπει να λέγη την αλήθεια κι’ ό,τι θα του συβούν ύστερα ας του συβούν. – Η καϊμένη η πατρίδα αμαρτίες οπού ’χε και γύρευε να την λευτερώσουμε εμείς οι ανθρωποφάγοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί! Κ’ έχομε αρετή να λευτερώσουμε πατρίδα εμείς κι’ αυτείνοι οπού μας κυβερνούν; Τώρα έβαλαν τον Δυσσέα σκότωσε τον Αλέξη Νούτζο, τον σεβάσμιον άρχοντα. Πόσο ψυχώνει η Τουρκιά μ’ αυτό, πόσο αδυνατίζομε εμείς! Το ίδιον και τον Παλάσκα. Δεν είναι αληθινό οπού τον έβαλαν, τον Δυσσέα, αυτείνοι και τους σκότωσε; Τους έστειλαν δυο ξένους μέσα εις το σπίτι του, ’στον τόπο του τον πατρικόν, και τον φορτώθηκαν αυτόν και τους ανθρώπους του. Ποιον άλλον καπετάνιον πείραξαν; Τον Πανουργιά, τον Καλτζοδήμο, άλλον κανένα; Μόνον τον Δυσσέα. Και σαν σκοτώσουν αυτόν, ύστερα εσάς, κ’ εμάς μας σκοτώνουν με τα πράσα, όχι με ντουφέκια και σπαθιά. Τι έκαμε ο Δυσσέας; Ότι πήγε να σκοτώση Tούρκους ήθελαν να χάσουνε αυτόν κι’ όλο του το στράτεμα. Τι να ’κανε; γύρεψε να παρατηθή, τον βάσταξαν οι κάτοικοι και τ’ ασκέρι. Ήρθαν αυτείνοι, τους σκότωσε. Κακό είναι μεγάλο. Τώρα βαίνουν εσένα να σκοτώσης τον Δυσσέα, αύριον θα βάνουν εμένα, σκοτώνω εσένα. Και να το καρτερής! Κ’ έτζι θα μας φάνε όλους. Λες να πάμε να βαρέσουμε τον Δυσσέα, αμμ’ εκείνος είναι αδύνατος, οπού ’χει τόσους ανθρώπους και βαστάει θέσιν δυνατή; Να πιάσουμε το ντουφέκι, ούτε εκείνος θα κάμη τίποτα εμάς, ούτε εμείς εκείνου. Θα μπούνε μονάχα οι Tούρκοι μέσα και θα κυργέψουν την πατρίδα κ’ εμείς θα πολεμούμε, και θα μας πιάσουνε οι κάτοικοι να μας δώσουνε των Tούρκων να μας κόψουν το κεφάλι. Κι’ ο Λάππας κι’ ο Μήτρο Τρανταφυλλίνας οι Λιβαδίτες, οπού ’ναι αναντίον του Δυσσέα ’στην Αράχωβα, προσκυνούν τους Tούρκους κ’ ησυχάζουν, και θα μας πιάσουνε κ’ εμάς να μας δώσουνε των Tούρκων. Ή ο Δυσσέας, αν τον στενέψωμε, πάγει με τους Tούρκους. Καρτεράτε τότε λευτεριά της πατρίδος, και να μείνωμε και ζωντανοί. Κλαίγει ο Κωλέτης και οι άλλοι κυβερνήται μας τον χαμόν του Αλέξη και Παλάσκα σαν την φώκια, οπού κλαίγει τον πνιμένον όσο οπού σαπίζει, και κάθεται και τον τρώγει. Έτζι θα φάνε κ’ εμάς τους δυστυχείς. Σε συβουλεύω, αδελφέ Γκούρα, να πας ν’ ανταμωθής με τον Δυσσέο και ν’ αδελφωθής και να πάμε εις τα πόστα μας, ότι θα μπούνε οι Tούρκοι αντουφέκηγοι και θα δώσουμε λόγον δι’ αυτό εις τον Θεόν και ’στους ανθρώπους. Κι’ όταν υπάρξη η πατρίς, δεν σου χρειάζονται αρματωλίκια, παίρνεις τις τιμές της πατρίδος, βαθμούς και δόξες, καθώς γίνεται και ’σ τ’ άλλα τα έθνη, οπού τιμούν και δοξάζουν τους άξιους και τίμιους αξιωματικούς τους. Κι’ αυτά τα καπεντανλίκια ήταν κλέφτικα πράματα, όταν ήταν οι Tούρκοι ’στην πατρίδα μας αφεντάδες. Εμείς όμως παιδευόμαστε δια λευτεριά και δι’ αυτό μας κερνούν ολόρθοι οι κάτοικοι κ’ έχουν τις ελπίδες τους ’σ εμάς, και μας πλερώνουν και μας ταγίζουνε, και τους βάνομε ομπρός εις τον πόλεμον και σκοτώνονται αυτείνοι και δοξαζόμαστε εμείς».
     Τότε, είναι η αλήθεια του Θεού, μετανόησε πολύ και μου είπε να πάγω ’στον Άγιον Λουκά να μιλήσω με τον Δυσσέα ν’ αδελφωθούνε και να ’βγωμε έξω. Του είπα: «Δεν πάγω μόνος μου, να πάγωμε αντάμα». Αυτός ήθελε να πάγη πρώτα εις το Σάλωνα να μαλλώση με τους ντόπιους, ότι τους ζητούσε ένα χωργιόν, το Ξεροπήγαδο, να του χαρίσουνε και ως χίλιες ρίζες ελιές. Του είπα και πήγαμε αντάμα εις το Σάλωνα και μίλησα μυστικώς των νοικοκυραίων και τα διόρθωσαν. Κ’ έστειλα κι’ άνθρωπον κρυφά εις τον Δυσσέα και του είπα να μην του μιλήση άγρια του Γκούρα, όταν ανταμωθούμε, να φερθή γνωστικά. Σηκωθήκαμε και πήγαμε εις τον Άγιον Λουκά κι’ ανταμωθήκαμε με τον Δυσσέα και φιληθήκαμε και οι τέσσεροι. Του είπε ο Κομνάς τα αίτια κι’ ότι εγώ τα συβίβασα και δεν είχε πού να με βάλη ο Δυσσέας.
     Κι’ αφού σάσαμε αυτά, όλοι μαζί κινήσαμε δια τ’ ορδί. ’Στον δρόμον πήρε ο Δυσσέας εμένα και τον Τρακοκομνά και πήγαμε την νύχτα κ’ έβγαλε έναν τενεκέ γιομάτον φλουρί, διακόσες τριανταπέντε χιλιάδες γρόσια, και πλέρωσε τους ανθρώπους του, κι’ όσα μείναν τα ’χωσε πίσου. Πηγαίνοντας εις τ’ ορδί, ως το βράδυ ήρθε ο τζασίτης οπού ’χαμεν εις το Ζιτούνι και μας είπε ότι σε δυο ’μέρες ο Δράμαλης κινείται μ’ όλες τις ετοιμασίες δια μέσα από τα στενά. Τότε στείλαμε παντού ν’ αναμερήσουνε τα γυναικόπαιδα και ζωντανά. Ήρθανε και οι νοικοκυραίγοι από τα Σάλωνα κ’ ήθελαν να στείλη ο Δυσσέας κι’ ο Γκούρας εις το Μισολόγγι, οπού ’ταν ο Μαυροκορδάτος Διευθυντής, να δώση τέσσερα καράβια να περνάσουμεν τα γυναικόπαιδα εις την Πελοπόννησον. Στείλαν εμένα και τον Παπαηλιόπουλον εις Μισολόγγι. Ετοιμάζαμε τα καράβια, μάθαμε μπήκε ο Δράμαλης εις Κόρθο αντουφέκηγος, ότι οι κάτοικοι πήγαν να κρύψουν τις φαμελιές τους. Εις τα Ντερβένια τους χτύπησαν. Κι’ αφού τους είδε τους Tούρκους από μακρυά ο Αχιλλέας, ο νέος αξιωματικός της Κυβερνήσεώς μας, άφησε ’φοδιασμένο κάστρο και πήρε τόσο ασκέρι κ’ έπιασε τα βουνά. Κι’ ύστερα σκοτώθηκε.
     Τέτοιους αξιωματικούς θέλει η Κυβέρνησή μας να λευτερώση την πατρίδα, νέους, τους παλιούς σκότωμα. Μπεζέρισαν ν’ ακούνε Γώγο με ογδοήντα ένα άνθρωπον να βαστήξη έξι χιλιάδες και να γιομίση ο τόπος σκοτωμένους. Ν’ ακούνε εφτακόσους ανθρώπους να χαλάσουν τόσες χιλιάδες. Ν’ ακούνε Δυσσέα μ’ εκατό ανθρώπους σε μίαν μάντρα να κόψουνε την πρώτη ορμή των Tούρκων. Θέλουν Αχιλλέα οι Κυβερνήται ν’ αφίνη αντουφέκηγον κάστρο, οπού ’ναι πλησίον του ουρανού εις το ψήλωμα κ’ είχε κι’ όλα του τ’ αναγκαία. (Η μαγαρισιά το φκυάρι της θέλει). Βαρέθηκαν οι άνθρωποι ν’ ακούνε Αλέξη Νούτζο, που ξόδιασε όλα του τα χρήματα και πούλησε και τα τζιβαϊρικά του μισοτιμής εις την Αγιαμαύρα και πλέρωνε τους ανθρώπους εις τον πόλεμον. Και εις την Λαγκάδα έκοβα εγώ ξύλα να φκειάσουμε φωτιά να ζυμώσουμε ψωμί κι’ ο Αλέξη Νούτζος φορτώνεταν τα ξύλα και τα κουβάλαγε. Τον στείλανε και σκοτώθηκε σαν σκυλί. Αχ, ουρανέ, μην το φτουράς, μη βαστάς την επιβουλή των αχάριστων ανθρώπων! Κι’ ο Δυσσέας δεν ήταν καλύτερος. Αυτόν θα τον κρέμαγε ο Αλήπασσας εις τα Γιάννενα, οπού το’ ’φταιξε, ο Νούτζος τον γλύτωσε. Έκαμε κι’ αυτός την ανταμοιβή εις τον ευεργέτη του.
     Τα 1822, του Γιούνη η έβγα απάνου κάτου, αφού μπήκαν οι Tούρκοι μέσα και πήγαν ’στον Μωριά, δεν μπόρεσαν να μπάσουνε ζαϊρέδες, ότι καθημερινώς τους πολεμούσαμε κλέφτικα εις τα στενώματα. Τότε μία ποσότη Tούρκων έπιασαν τη Νευρόπολη, ως τόπος δυνατός, κι’ άνοιξαν και τον δρόμον δια να περνούν ζαϊρέδες εις Πελοπόννησο, εις Αθήνα απόξω, οπού ’χαν ορδιά κατ’ τον Ρωπόν, εις Έγριπον, και να ’φοδιάζουνε όλα αυτά τα μέρη. Τότε συναχτήκαμε όλα αυτά τ’ ασκέρια της Ανατολικής Ελλάδος και πήγαμε και τους πολεμήσαμε γενναίως (κι’ αυτείνοι πολέμησαν παληκαρίσια). Τους τζακίσαμε, τους πήραμε τ’ αργαστήρια τους, σκοτώσαμε από αυτούς, τους πήραμε τόσα λάφυρα, τους βγάλαμε από τις θέσες τους και κλείστηκαν ’σ ένα δυνατόν μέρος. Τους βάλαμε κ’ ένα κανόνι και τους χτυπάγαμε. Τους πήραμε το νερόν τους και τους στενέψαμε πολύ. Τους πολεμήσαμε από το μεσημέρι ως την αυγή. Τους ήρθε ένα μιντάτι, το χαλάσαμεν. Τους ήρθε κι’ άλλο από την Αλαμάνα κ’ έγιναν τότε πολύ δυνατοί, πεζούρα και καβαλλαρία, κι’ αναχωρήσαμε μόνοι μας, άβλαβοι. Πήγε ο καθείς εις το πόστο του κ’ εμείς εις την Γραβιά. Και τους βαρούσαμε κλέφτικα πάντοτες.
     Σε ολίγες ημέρες ξαναπήγαμε συστηματικώτερα, τους πολεμήσαμε δυο μερόνυχτα. Ταμπουρωθήκαμε σε τρεις μεριές πολλά πλησίον τους. Πανωκέφαλα ήταν ο Δυσσέας, βορεινά, ανατολικώς εμείς, του Σαλώνου, δυτικώς οι Λιδορικιώτες, Σαφάκας και οι άλλοι. Τους καταφανίσαμε, τους μαζώξαμε ’σ ένα μέρος όλους μαζί. Κάναν γερούσια απάνου μας, πεζούρα και καβαλλαρία. Τους ήρθαν πάλε μιντάτια από τ’ άλλα τα πόστα κι’ από το Ζιτούνι. Σώσαμε κ’ εμείς τα πολεμοφόδια. Αυτείνοι είχαν σκοπόν την αυγή να μας κλείσουνε μέσα, και χωρίς πολεμοφόδια και ζαϊρέ θα κιντυνεύαμε. Τότε τα χαράματα τραβηχτήκαμε χωρίς να μας νοιώσουνε. Κι’ όταν θα περάσουν ζαϊρέδες κάποτε, εκεί οπού ρίχναν ορδί τους βαρούσαμε την νύχτα, ’στην Πέτρα ή αλλού, και δεν τελεσφορούσαν ποτέ. Κι’ ο γενναίος κι’ ατρόμητος Θανάσης Σκουρτανιώτης με διαλεμένους από την Φήβα και κάτου δεν τους άφινε να ξεμυτίσουν. Τους αφάνιζαν και οι Αθηναίοι.


  ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Έπαθε δια την λευτερίαν και θυσιάστη αυτό το σπίτι όλως δι’ όλου.

2. Πέθανε ο καϊμένος και δεν ανταμωθήκαμε. Ο Θεός μακαρίζη την ψυχή του.

3. Ο Κωλέτης, καθώς λένε, έγραψε του Κιουτάγια κάποτε να γυρίση μ’ αυτόν. το γράμμα του ο Κιουτάγιας το ’δειξε του Τάτση Μαγγίνα όταν τον έπιασε σκλάβον εις το Μισολόγγι, κι’ όταν λευτερώθη ο Μαγγίνας, το είπε αυτό παρουσία, και τι έγραφε το γράμμα, εις το Βουλευτικόν σώμα, εις την Αίγινα, κ’ έγινε τόσος καυγάς μ’ όλους τους βουλευτάς. Παιδιά των Tούρκων έχομεν οπού μας κυβερνούν, και δυστυχία και της πατρίδος και εμάς. Κι’ άλλοι είναι παιδιά των Tούρκων, άλλοι παιδιά αλλουνών χειρότερων από τους Tούρκους. Η πατρίς η δυστυχής κυβέρνησιν δεν είδε με τα μάτια της, ούτε θα ιδή. Κι’ ο Θεός να βγάλη εμέναν ψεύτη κι’ άδικον κι’ αυτούς πατριώτες και αληθινούς.

4. Ο Ακουμπέτι (το χειρόγραφον ακοπίτι· η λέξις τουρκική, σημαίνουσα «τέλος πάντων») ο Δυσσέος ο δυστυχής τον έφαγαν. Ακολούθως γράφω δι’ αυτό.

5. Ποίον ζώον δεν έχει τον οδηγόν του;

6. Καθώς την έκαμε και την έχει ως την σήμερον μέσα εις το σπίτι του σαν γυναίκα του.

7. Kαι ήταν τυχεροί οπού πέθαναν ενδόξως και γλύτωσαν από τον πατριωτισμόν του Κωλέτη, του Μαυροκορδάτου, του Μεταξά κι’ αλλουνών τέτοιων πατριώτων.

8. Τους έπιασε ο Δυσσέας και γράμματα, οπού γράφαν να τον σκοτώσουν.

[ Kεφάλαιον πέμπτον ]
Tην πρώτη χρονιά πολιόρκησαν τους ντόπιους Tούρκους εις το κάστρον των Αθηνών μαζί μ’ όση φρουρά ήταν, τους πολεμούσαν πολλά γενναίως. Και τους περιόρισαν εις το κάστρο και κάμαν και ρεσάλτο μέσα εις τον Σερπετζέ και σκοτώθηκαν κι’ από το ’να το μέρος κι’ από τ’ άλλο. Και τα δυο μέρη πολεμούσαν γενναίως. Ήρθε ο Ομέρπασσας Βεριόνης με μίαν δύναμιν κ’ έκαμε πολύν καιρόν ’στην Αθήνα, και διάλυσε την πολιορκίαν κ’ έπαθαν οι δυστυχείς Αθηναίγοι πολλά δεινά, σκοτωμούς, σκλαβιές και ζημιές πλήθος. Φεύγοντας ο Βεργιόνης συνάχτηκαν πάλε η χώρα και τα χωριά και πολιόρκησαν τους Tούρκους, κατοίκους και φρουρά, οπίσω ’στο κάστρο στενά. Και σώθη το νερό τους και ο ζαϊρές τους, των Tούρκων, και παραδόθηκαν με συνθήκη. Κ’ η συνθήκη έμεινε εις το χαρτί μοναχά. Ρίχτηκαν ’στους παραδομένους κ’ έσφαξαν πλήθος γυναικόπαιδα κι’ άντρες πολλούς. Γλύτωσαν και καμπόσοι δια την συνθήκη κι’ άλλοι εις τα προξενεία. Το βιον τους το ’καμαν δυο μερίδια, ένα να πάρουν εκείνοι οπού τους πολιορκούσαν και τ’ άλλο να μείνη δια το κάστρο, να πουληθή και με τα χρήματα να το ’φοδιάσουνε απ’ ούλα τ’ αναγκαία. Κουβάλησαν το βιον απάνου ’σ τα μαγαζειά, εις το κάστρο. Το δοκίμασαν ένα χέρι πρώτα οι πρόκριτοι, ήταν ο γέρο Ζαχαρίτζας κι’ ανιψιός του Νικολάκης, ήταν οι Βλαχαίγοι, ο Βρανάς κι’ άλλοι. Είχαν κι’ αρχηγόν τον Μπατζακάτζα μ’ άλλους συντρόφους του στρατιωτικούς. Τραβήσανε οι νοικοκυραίοι και οι τίμιοι άνθρωποι από αυτούς όσα δεν τράβησαν από τους Tούρκους. Τελευταία τους άφησαν κι’ όλο τους το πράμα εις την εξουσίαν τους οι νοικοκυραίγοι κ’ έφυγαν δια τα νησιά. Μαζί μ’ όσους ήταν τότε δημογέροντες ήταν κ’ ένας τίμιος νοικοκύρης, τον είχαν εις το βιον του κάστρου να το προσέχη, τον έλεγαν Χατζή Γιωργαντά Σκουζέ. Τους άφησε κι’ αυτός κρυφίως κ’ έφυγε. Και τους άφησε ελεύτερους να κάμουν τους σκοπούς τους εις το βιον του κάστρου. Αφού κάμαν ό,τι μπόρεσαν, είχαν υποψίαν από αυτόν να μην μαρτυρήση ύστερα τι λείπει, ότι ήξερε τι βιον ήταν. Να πάρουνε αυτείνοι, να δώσουν κ’ εκεινού δεν ήθελε, ότ’ ήταν τίμιος άνθρωπος. Έφυγε. Στείλαν και τον πήρανε από την Κούλουρη με δύναμη τ’ αρχηγού τους Μπατζακάτζα και με δική τους. ’Στο δρόμο το’ ’κοψαν το κεφάλι. Πιάσαν κι’ άλλους νοικοκυραίους, τους φυλάκωσαν κι’ ό,τι άλλες καλωσύνες τους υπαγόρευε η ψυχή τους τους κάναν. Τότε όλοι οι τίμιοι νοικοκυραίγοι κι’ ο Σαρρής και οι Λεκκαίγοι κι’ ο Μελέτης Χασιώτης κι’ άλλοι ενώθηκαν και με στρατήγημά τους πήραν το κάστρο και διώξαν όλους αυτούς και λευτέρωσαν και τους φυλακωμένους νοικοκυραίους από την χάψη.
     Αφού πήραν αυτείνοι το κάστρο, οι διωχμένοι πήγαν εις τον Υψηλάντη και Νικήτα και είπαν να τους παραδώσουνε το κάστρο οπού ’χαν τα κλειδιά μαζί τους, και το κάστρο το βαστούσαν άλλοι. Πήρε τα κλειδιά ο Υψηλάντης κι’ ο Νικήτας κ’ ήρθαν μ’ ασκέρια δικά τους, κι’ αυτείνοι οι φίλοι μαζί, και τήραγαν το κάστρο από κάτου την χώρα, που το βαστούσαν άλλοι κι’ αυτείνοι βαστούσαν τα κλειδιά. Τότε συναχτήκανε όλοι οι νοικοκυραίοι και οι αρχηγοί οπού ’χαν το κάστρο κι’ αποφάσισαν όλοι συνφώνως να το δώσουνε του Δυσσέα και να τον κάμουν αφέντη δικόνε τους για να λευτερωθούν από τους άλλους. Όλο το παρτίδο τους αποφασίζουν τότε και μένει ’στο κάστρο ο Σαρρής κι’ ο Γιωργάκη Λέκκας κι’ άλλοι από τα χωριά, και στέλνουν τον Μήτρο Λέκκα και Βασίλη Μελέτη Χασιώτη κ’ έρχονται γυρεύοντας κι’ ανταμώνουν τον Δυσσέα. Αφού του ξηγηθήκανε τα αίτια και του είπαν πως τον θέλουν αφέντη, αυτός γύρευε κάστρο εις τον ουρανό κι’ όταν το ’βρε εις την γης, έτρεξε σαν το όρνιον εις το ψοφίμι. Ήρθε εις την Γραβιά, οπού ήμαστε κ’ εμείς με τον Γκούρα ήφερε και τους στελμένους Αθηναίους δια να πάμε εις την Αθήνα. Τους αποκριθήκαμε αυτεινών και του Δυσσέα, δεν αφίνομε τους Tούρκους εις το προσκέφαλό μας και να πάμε να κλειστούμε εις ένα κάστρο και ν’ αφήσωμε να σκλαβωθούν οι άνθρωποι. Το φιλονικήσαμε πολύ. Εγώ ήμουν ανάντιος κι’ όσους είχα μαζί μου ήταν σύνφωνοι μ’ εμένα, καθώς κι’ όλοι οι Σαλωνίτες. Μας είπε ο Δυσσέας να πάμε να μεράσουμε το βιον του κάστρου και να πάρωμεν το μερίδιόν μας, ότι φυλάγαμε εμείς τα στενά και δεν πήγαν τροφές ’στους κλεισμένους Tούρκους και παραδόθη το κάστρο, και να πάρωμε το μερίδιόν μας. Του λέγω: «Μηνάχουμε σίγουρα τα κεφάλια μας κι’ ό,τι φορούμε, και γυρεύομε να πάμε και δι’ άλλα; Αφού όμως το φιλονικήσαμεν και μας είπαν κι’ αυτός, ο Δυσσέας, και οι στελμένοι την ακαταστασίαν τους, των Αθηναίγων, και τον σκοτωμό του τίμιου ανθρώπου και των νοικοκυραίων τα δεινά, κι’ από αυτά μπορεί να γένη σαν τον Αχιλλέα με της Κόρθος το κάστρο, και εις την Ρούμελη άλλο κάστρο δεν είχαμε, τότε δι’ αυτό αποφασίσαμε και πήγαμε εις την Αθήνα.
     Ηύραμε εκεί τον Υψηλάντη και Νικήτα. Στάθηκαν ολίγες ημέρες κ’ έφυγαν. Διόρισε ο Δυσσέας τον Γκούρα φρούραρχον κ’ εμένα να προσέχω του κάστρου τις βάρδιες και να φέρνω γύρα νύχτα και ημέρα. Αυτό το καψοβιόν το ’βγαλαν εις το παζάρι να το πουλήσουνε: το καλύτερο λελούδι, διαμάντι, του Δυσσέα, τ’ άλλο του Γκούρα. Δια ’φόδιασμα του κάστρου λίγα χρήματα πιάσανε. Κ’ έμεινε άδειον και ξερόν το κάστρο. Όταν ήρθαν εις την Γραβιά η επιτροπή των Αθηναίων και μας παρακινούσε ο Δυσσέας να πάμε εις την Αθήνα, μας έλεγε κιντυνεύει το κάστρο και δεν έχομε άλλο εις την Ρούμελη παρμένο και να πάμε να το ’φοδιάσουμε. Αφού ήρθαμε εις την Αθήνα, το καλύτερο πράμα οπού θα ’πιανε χρήματα, τζιβαϊρικό, μαργαριτάρι, ασήμι το ’θελαν δια λογαριασμό τους. Τ’ άλλα πουλήθηκαν χωρίς τιμή, ότι δεν άξιαζαν. Και το κάστρο αφόδιαστον. Ευτύς οπού ’ρθαν και περίλαβαν το κάστρο, έβαλαν τους ανθρώπους τους κι’ αρπάζανε ό,τι βρίσκανε και το πουλούγανε. Ο Μαμούρης ήρθε τότε εις την Αθήνα με μίαν ξύλινη πιστιόλα και εις τα χωργιά, οπού τον διόρισαν ντερβέναγα, τζάκιζε τους ανθρώπους σαν έναν τύραγνον του Αλήπασσα, οπού τον έλεγαν Ισούφ Αράπη και τζάκιζε τα κόκκαλα των ανθρώπων με το τζεκούρι, έτζι τζάκιζε κι’ ο Μαμούρης τους χωργιάτες όσοι δεν ήταν φίλοι του. Και γύμνωναν του κάστρου το βιον και των χωριών. Τότε, σας λέγω ως τίμιος άνθρωπος, μιαν παλιοπιστιόλα είχε, τηράτε, ρωτάτε την έχει τώρα; Ρωτάτε και δια τις τυραγνίες του. ’Στα Μισόγεια, ’στην Κερατιά, ενού δημογέροντα, Αναγνώστη Νυδραίον τον λένε, πόσες τζικουργιές το’ ’δωσε κι’ αν είδε υγείαν εις το εξής ο αγαθός άνθρωπος, κι’ άλλοι πολλοί τοιούτοι δαρμένοι και τζερεμετισμένοι.
     Ο Δυσσέας κι’ ο Γκούρας αφού ήρθαν ’σ αυτούς τους στραβούς ανθρώπους, οπού γύρευαν αφεντάδες και τους ηύρανε, τότε το μέρος οπού τους φώναξε, τους νοικοκυραίους και τον Σαρρή και Μελέτη Χασιώτη, ότ’ ήταν τίμιοι άνθρωποι, με τρόπον τους σκότωσαν, τους Λεκκαίους κι’ άλλους πολλούς τους κατάτρεξαν και τα πρωτεία τα είχαν εκείνοι οπού τους μοιάζαν εις την αρετή, οι Ζαχαρίτζηδες, οι Βλαχαίγοι. Έκαμε και συμπεθεριά ο Μαμούρης, πήρε την αδελφή του Βλάχου. Ήταν με αυτούς ο Βαρελάς, ήταν ένας Σουρμελής λογιώτατος, ήρθε τότε απόξω οπού σπούδαζε, μπερμπάντης, κακής διαγωγής. Οι καπεταναίοι μας αυτείνη την συντροφιά είχαν.
     Έτυχε τότε και ήρθαν δυο χριστιανοί από το Μισίρι και είχαν χρήματα κι’ άρματα καλά, ήρθαν κι’ αυτείνοι να δουλέψουν την πατρίδα, να χαρούνε την προκομμένη μας λευτερίαν. Δια να τους πάρουν τ’ άρματα και χρήματά τους οι αρχηγοί μας τους λένε ότ’ είναι τζασίτες και τους βάνουν ’στους παιδεμούς, ούτε ο Χριστός δεν δοκίμασε όσα δοκίμασαν αυτείνοι οι δυο. Και σας λέγω τους παιδεμούς να φωτιστήτε κ’ εσείς οι μεταγενέστεροι αυτείνη την αρετή, και τότε είστ’ ελεύτεροι, αν έχετε την αρετή μας, να κάνετε τα ίδια. Πρώτα τους δέσαν, το κεφάλι έσωσε τον κώλον, και ξύλο καταδίκι, κι’ άλλους τοιούτους παιδεμούς χερότερους, κι’ αλλού κοντά πήραν ένα μαντέρι και το ’βαλαν δίπλα, του μάκρου, ψηλά ως ένα μπόι, απάνου σε δυο φούρκες, κι’ απάνου εις το μαντέρι ξάπλωσαν τους ανθρώπους του μάκρου και δέσιμον καλό, κρέμονταν τα χέρια τους και ποδάρια κάτου. Κ’ εκεί οπού κρέμονταν τα χέρια και ποδάρια, πήραν και μεγάλες μπόμπες, τις μεγαλύτερες οπού ’ταν εις το κάστρο, το λιγώτερον πήγαινε η κάθε μια από σαράντα οκάδες, και κρέμασαν από τέσσερες του κάθε ανθρώπου εις τα χέρια του και ποδάρια του. Ο ένας σε καμπόσο διάστημα τελείωσε κι’ ο άλλος ετοιμάζεταν. Ήμουνε εις το παζάρι, γύρισα εις το κάστρο και είδα τον πεθαμένον και τον άλλον, τον μισοζώντανον. Τότε έκοψα τις μπόμπες και κατέβασα τον άνθρωπον και τον πήρα εις το κονάκι μου και ήφερα τον Κούρταλη τον γιατρό και τον περικάλεσα και τον περιποιήθηκε, και σακατεύτηκε, έσπασε και με καιρόν ανάλαβε, μόνον ήταν πάντα κατεβασμένος. Και τον πήρα και τον είχα μαζί μου πολλά χρόνια, τιμιώτατος άνθρωπος, νέος ως εικοσιπέντε χρονών. Αυτείνη την λευτερίαν ηύρανε, οπού ’ρθανε γυρεύοντας.
     Αφού ήρθανε οι αρχηγοί μας σε κάστρο και σε πολιτεία, οπού ηύραν ραγιάδες και μπλέξανε με την μπερμπάντικη συντροφιά των ντόπιων, κακομεταχειρίζονταν και τους συντρόφους, ό,τι τίποτας, ξύλο και διώξιμον, κ’ η πρόφαση αυτείνη να τρώνε τον μιστόν τους. Η Διοίκηση και η πολιτεία πλέρωνε μιστούς και οι πρόσοδοι όλης της Ανατολικής Ελλάδος ήταν εις την εξουσίαν τους δια να πλερώνουν αυτούς τους ανθρώπους, οπού δούλευαν την πατρίδα. Κι’ όποιος είχε δέκα, τους έκανε εκατό ’στον λογαριασμόν, και πάλε εκείνοι οι δέκα απλέρωτοι, κι’ αν θα τους πλέρωναν, κάλπικα εικοσάρια. Ηύραν μαστόρους καλπουζάνους και τους βάλαν εις το κάστρο και κόβαν μοννέδα κάλπικη. Και μάθαν αυτά τα πράματα και τους νοικοκυραίους, οπού πεθύμησαν την εξουσίαν τους και στείλαν και τους κάλεσαν δι’ αφεντάδες τους. Τους φκειάσανε καθώς ο Μεμεταλής έφκειασε τους Αραπάδες και τους είχε υποτάξη τέλεια, ξύλο λοιπόν καντάρι κι’ άλλα βασανιστήρια. Και τραβούσαν όλα αυτά οι δυστυχείς Αθηναίγοι δια να υπάρξουν μαζί με την άλλη πατρίδα ελεύτεροι. Και θυσιάζαν το εδικόν τους και υπόφερναν όλα αυτά τα δεινά.
     Ένα Τουρκόπουλο ήξερε μίαν κρυψιώνα, οπού ’χε βιον των Tούρκων μέσα, και το Τουρκόπουλον το μαρτύρησε ενού αξιωματικού, Μήτρο Λελούδα τον λένε, βιον είχε πολύ μέσα, καθώς μου είπε ο ίδιος αυτός ο αξιωματικός. Αυτό το ’μαθε ο Γκούρας και φοβερίζει τον αξιωματικό να μην μπερδευτή σε αυτό και να μην ειπή κανενού τίποτας. Αυτός όμως μου το είπε εμένα. Εγώ καθόμουν μαζί με τον Γκούρα ’σ ένα κονάκι, εις το κάστρο, του λέγω του Γκούρα: «Το βιον αυτό να το βγάλωμε και να γένει τρία μερίδια, το πρώτο μερίδιον του κάστρου, να το ’φοδιάσουμε, τ’ άλλο το μερίδιον να πάρη ο Δυσσέας, να δώση των ανθρώπων του, και τ’ άλλο του λόγου σου, να το μεράσης των ανθρώπων των δικώνε σου, να τους ευκαριστήσετε και μη μαλλώνετε και δέρνετε τους συντρόφους κάθε τόσον. Ότι οι Tούρκοι ζύγωσαν εις τον Ρωπό και Φήβα και ’σ άλλα κοντινά μέρη. Και είναι ανάγκη να ’φοδιάσουμε το κάστρο και τους ανθρώπους να τους ψυχώσουμε, να μην το πάθωμε σαν την Κόρθο». Ενώ του μιλούσα πατριωτικώς κι’ ως φίλος του στενός, αυτός μου λέγει: «Εις αυτά δεν έχω κανέναν σύντροφον, σε κρυψιώνες και τέτοια, και να τηράξη καθείς την δουλειά του. Και να ειπής του Λελούδα να φύγη από ’δώ, να μη με κάμη άπιστον και τον σκοτώσω». Του λέγω: «Μπορεί νάχωμε αυτείνη την τύχη, εδώ που μας φέρατε, να μας σκοτώσετε ή να είμαστε είλωτές σας». Τον άφησα κ’ έφυγα κι’ από το κονάκι του και πήγα σε δικό μου. Σύναξα τους αξιωματικούς του Δυσσέα, τους μίλησα ότι εδώ οπού ’ρθαμε θα ντροπιαστούμε και θα πάρωμε και τούτους τους δυστυχείς Αθηναίους εις το λαιμό μας, οπού ξοδιάζουν και τρώμε εμείς και πλερώνουν αυτοί. Αλλά θα κιντυνέψη και γενικώς η πατρίδα, ότι το κάστρο είναι ανεφόδιαστο και ύστερα αφού ιδούμε Tούρκους, θα τ’ αφήσουμε απολέμητο να φύγωμε, και είναι αμαρτία και ντροπή μας. Πού θα ζήσουμε ύστερα από την κατηγόρια του κόσμου; Μου λένε όλοι αυτείνοι: «Ενέργα ό,τι γνωρίζεις και είμαστε όλοι μ’ εσένα». Τότε έφερα και τους αξιωματικούς του Γκούρα, το ίδιον μου είπανε και αυτείνοι. Τους σύναξα ύστερα όλους, του Δυσσέα τους αξιωματικούς και του Γκούρα, και τους όρκισα να είναι αυτό μυστικόν και ν’ αγροικηθή καθείς και με τους στρατιώτες του. Τους ξαναντάμωσα, μου είπανε ότ’ είναι όλοι σύνφωνοι. Τότε τους λέγω: «Να κάμωμε μίαν επιτροπή να τηράξη δι’ αυτό και να μιλήση και με τους μεγαλύτερούς μας. Μπήκε η επιτροπή έξι από του Δυσσέα τους αξιωματικούς κ’ έξι από του Γκούρα, κάνουν κ’ εμένα πρόεδρόν τους. Είχα ’νεργήση κ’ έγιναν οι καλύτεροι και οι δυνατώτεροι, από το ’να μέρος κι’ από τ’ άλλο, και οι πειο τίμιοι πατριώτες από αυτούς αν τύχη τίποτας, να μη μ’ αφήσουνε μοναχό μου και κιντυνέψω. Τότε παίρνω την ’πιτροπή όλη και πάμε εις τον Δυσσέα, στέλνομε, φωνάζομε και τον Γκούρα, κι’ όλοι μαζί, τους λέγω: «Οσα μας είπατε εις την Γραβιά όλα εδώ τα λησμονήσατε, το βιον του κάστρου εχάθη, αυτό είναι ανεφόδιαστον, σας μιλεί κανένας: ξύλο και διώξιμον και φοβερισμούς δια σκότωμα. Δι’ αυτά όλα συστήσαμε μίαν επιτροπή και είμαστε όσους λέπετε, μιλώ από όλους της ’πιτροπής κι’ απ’ όσους μας στείλαν, μπουλουχτσήδες και στρατιώτες. Πρώτη ζήτησή μας είναι να ’φοδιάστε το κάστρο απ’ ούλα τ’ αναγκαία, ότ’ οι Tούρκοι μας τρογυρίζουν κι’ απολέμητο κάστρο δεν το δίνομε. Αν θέλετε να το ’φοδιάσετε εσείς, σε οχτώ ημέρες να είναι έτοιμο δια πόλεμον κι’ από αύριον θ’ αρχίσετε να μπάσετε νερό, ξύλα, δαδί και ζαϊρέδες, ειδέ και δεν θέλετε, το εφοδιάζομε εμείς με τους Αθηναίους, κι’ όποτε κάμη χρεία, κλειόμαστε κι’ από τα δυο μέρη και πολεμούμε, και δεν το παραδίνομε των Tούρκων απολέμητο. Τώρα, καθώς βρίσκεται, το παίρνουν οι Tούρκοι χωρίς ντουφέκι. Να μας δώσετε ως το βράδυ απάντησιν δι’ αυτό. Και τους στρατιώτες άλλη βολά δεν έχετε το δικαίωμα να τους δέρνετε και να τους διώχνετε και να τους φοβερίζετε δια σκότωμα, αν φταίξουν, τους παιδεύει η ’πιτροπή». Και σηκωθήκαμε και φύγαμε. Το βράδυ πήγαμε, υποσκέθηκαν όσα τους είπαμε. Κι’ εφόδιασαν το κάστρο κ’ έδωσε ο Δυσσέος χίλιους μαμουτιέδες εξ ιδίων του, ότι δεν έσωσαν τα χρήματα, και του λείπουν ως σήμερα και τους ζητάγει η φαμελιά του. Τότε αρχίσαμε να είμαστε ήσυχοι κι’ αγαπημένοι.
     Όλοι οι Αθηναίγοι με ζήτησαν να κατεβώ εις την χώρα ως πολιτάρχης. Με κατέβασαν με σαράντα ανθρώπους κάτου, ήταν και η επιθυμιά τους να λείψω από το κάστρο. Αφού κατέβηκα κάτω εις την πολιτεία, τότε οι φίλοι πήραν το Τουρκόπουλον οπού ’ξερε την κρυψιώνα και το φοβέρισαν να μη μαρτυρήση εκείνο το μέρος οπού ’ταν η κρυψιώνα, αλλά να ειπή ψέματα και να μαρτυρήση άλλο μέρος. Τότε προσκάλεσαν τους δημογέροντας και πήραν αργάτες και πήγαν κ’ έσκαψαν όλο το κάστρο, και ’σ εκείνο το μέρος, οπού ήταν ο θησαυρός, δεν τους πήγαιναν να σκάψουν. Με καιρό όμως φάνηκε άδειος ο τόπος, τι ήταν μέσα, τι δεν ήταν κανένας δεν ξέρει.
     Όταν κατέβηκα εις την χώρα, γκιζερούσαν οι κάτοικοι και οι στρατιώτες με τα ντουφέκια εις τον νώμον, έβαλα ντελάλη ν’ αφήσουνε όλοι τ’ άρματα κι’ αναλαβαίνω να τους φυλάγω εγώ. Δεν άκουσαν, ούτε του πέρασε κανενού από την ιδέα του να μένη ξαρμάτωτος. Βαριώνταν αναμεταξύ τους, πληγώνονταν, τους διάταξα άλλη μια φορά, δεν άκουγαν. Τότε κάτι παντίδοι βάρεσαν με το μαχαίρι έναν νοικοκύρη. Τους έπιασα και τους έδωσα ένα στυλιάρι καλό και τους έβαλα χάψη. Όσο οπού γιατρεύτηκε ο πληγωμένος κάθονταν κάψη. Ύστερα πλέρωσαν τα έξοδα της γιατρειάς του και τους απόλυσα.
     Αυτά οπού είδανε – δεν τους άρεσε η ευταξία. Συναχτήκανε όλοι οι συντρόφοι και γύρευαν αιτίες τότε να χτυπήσουνε δολερώς εμένα. Εγώ είχα πάγη εις τους δημογέροντες ένα βράδυ, κι’ αυτείνοι έπιασαν ένα μέρος ’στο Κάτου σαντιρβάνι, οπού ’ναι το τζαμί και καφφενέδες, είχαν πιάση όλα τα πόστα γύρω, να περάσω, να με βαρήσουνε. Αφού ακολουθούσε αυτό, ο Δυσσέας κι’ ο Γκούρας γύρευαν αφορμή δια όλους αυτούς, τους παληκαράδες Αθηναίους. Τότε θα γίνεταν έναν κακόν ’στην πολιτείαν από την ανοησίαν αυτεινών των ανθρώπων. Πάγω μόνος μου εκεί οπού ’ταν συνασμένοι να με βαρήσουνε. «Ηρθα τους λέγω. και κάμετέ με, ό,τι αγαπέτε. (Δεν μιλούσε κανένας). Καφετζή, πάρε μίαν μπότζα ρακί, κέρασέ τους να κάμουν κέφι. (Έπιαν το ρακί). Τους λέγω, αδελφοί, η παλαβιά χάνει κ’ εκείνον οπού οδηγάη να την κάμουν κ’ εκείνους οπού θα τη ’νεργήσουνε. Δεν βλέπετε, δυστυχισμένοι, πού καταντήσετε από την ανοησίαν σας; Σκοτωθήκετε εις αυτό το κάστρο κι’ αφανιστήκετε δια να γίνετε σκλάβοι αλλουνών. Αυτά πάθετε από την ανοησίαν την δική σας κι’ από ’κείνους οπού σας οδηγούσαν. Αυτοί σας ορμηνεύουν και τώρα και κάνετε άτιμα πράματα, και σκοτώνεστε αναμεταξύ σας, κι’ όποιος θέλει την ησυχίαν σας τον φοβερίζετε. Ορίστε οπού ’ρθα μόνος μου, ρίξετε, βαρήτε με... Τηράτε, δύστυχοι, να μην σας μάθη ο Δυσσέας κι’ ο Γκούρας, και γυρεύουν πρόφασιν να σας ρημάξουν». Πήραν την ευκαρίστησιν και σηκώθηκαν κ’ έφυγαν. Και με περικάλεσαν να μην μαθευτή αυτό, ότ’ ήταν πιωμένοι και τα ’καμαν όλα.
     Το ’μαθαν εκείνοι και στέλνουν και χαψώνουν από αυτούς καμπόσους κ’ έναν αγωνιστή, Σαράντη Μπανάνα τον λένε. Τον πήραν και το’ ’καμαν μαρτύρια και το’ ’βαλαν και γκιουλέδες καμένους εις τον λαιμόν και φαίνονται τα σημάδια ως σήμερον. Το ’μαθα εγώ και πήγα και τον έσωσα.
     Ένας έκλεψε έναν γρούπον με χρήματα κ’ εκείνος οπού τα είχε χάση ήρθε και μου είπε τον κλέφτη. Τον φώναξα και του είπα με το καλό να του δώση τα χρήματα πίσου, και να του δώσω και το παχτζίσι του. Δεν στάθη τρόπος να τα μαρτυρήση, τον παίδεψα, δεν μαρτύραγε. Λέγω των αξιωματικών μου: «Θα τον δέσω εις το κλαρί και θα βγάλω το το μαχαίρι πως θα τον κόψω. Εσείς θα μου κάμετε ριτζά κ’ εγώ θα σας βαρέσω από ’να δυο ξυλιές και θα σας βγάλω όξω από το σαράγι, δια να ιδή αυτός οπού βαρώ εσάς τους αξιωματικούς ν’ απολπιστή από ριτζάδες, κι’ αν έχη κάμη την κλεψιά, να την μαρτυρήση». Ακολουθήσαμε αυτό, τον έδεσα εις το κλαρί και του είπα: «Να μου δώσεις τα χρήματα και να σου δώσω τα βρετικά σου, ότι τάβρες, δεν τα ’κλεψες, και να φάμε ψωμί μαζί και να πας εις την δουλειά σου». Αυτός δεν στέργεταν με κάναν τρόπον, να μη μαθευτή ότ, είναι κλέφτης. Τότε έβαλα ’σ ενέργεια όλα αυτά, βάρεσα τους αξιωματικούς από ’να δυο ξυλιές, χωρίς βλάβη, να ιδή αυτός, τους έβγαλα έξω κ’ έκλεισα την πόρτα, μείναμε οι δυο μας. Τότε, αφού βλέπει το μαχαίρι οπού ’λαμπε: Να πάγω να σου τα δώσω, καπετάνε, και να μου δώσης τα βρετικά! φωνάζει. – Και τα βρετικά σου δίνω και ψωμί θα φάμε μαζί κ’ ύστερα θα πας εις την δουλειά σου, άμα θα σ’ απολύσω, και τοιούτως ορκίστηκα». Πήρε τους ανθρώπους της φρουράς οπού το’ ’δωσα, πήγε σε μίαν κοπριά, τα ’χε χωμένα και μαγαρισμένα από πάνου. Τότε κατά τον όρκο μου, «Οσο να σ’ απολύσω, του είπα, θα τρώμε μαζί». Εγώ είχα ανάγκη να τον βαστήσω μαζί μου πέντ’ έξι ημέρες, να μάθω γνώση αυτόν, να μη ματακλέψη ξένα χρήματα, και να λάβουν προσοχή κ’ οι άλλοι. Το παζάρι εις την Αθήνα, οπού συνάζονται τα χωριά κι’ άλλος κόσμος και ψωνίζουν, γίνεται την Δευτέρα, τον κλέφτη τον έπιασα την Τρίτη, τον είχα ανάγκη έξι ’μέρες ως την Δευτέρα. Τον πήρα, αφού έλαβα τα χρήματα σωστά και τα ’δωσα του ανθρώπου οπού τα ’χασε, και φάγαμε ψωμί κατά την συνφωνίαν μας. Του φκειάνω κ’ ένα γκιουλέ ως πέντε οκάδες και βάνω απάνου εις τον γκιουλέ αυτά: «οποιος θέλει να κλέβη καθώς η αφεντειά του, ας τηράγη τον ίδιον, κι’ ας κλέβη όποιος αγαπάη». Του πέρασα εις τον λεμόν τον γκιουλέ, και τα γράμματα απάνου, τον πήγα εις την μέση το παζάρι, οπού ’ναι η καμάρα του παζαριού, το’ ’δωσα μόνος μου εκατό ξυλιές και καμπόση ώρα κρεμασμένος από τα χέρια ότι εκείνα έκλεψαν. Τον κατέβαζα, πηγαίναμε τρώγαμε ψωμί. Το δειλινό μισή ώρα κρεμασμένος και δέκα ξυλιές όσο οπού ’ρθε η Δευτέρα. Τελειώσαμε, φάγαμε μαζί, έπιαμε ως αδελφοί, το’ ’δωσα και τ’ αγώγι και τον έδιωξα. Εις τ’ Ανάπλι τον αντάμωσα και μόκαμε ένα τραπέζι και μου συχώρεσε την μάννα και τον πατέρα, ότι έγινε τίμιος άνθρωπος και καζάντησε από την δουλειά του. Και τ’ αργαστήρια των Αθηναίων μέναν ανοιχτά την νύχτα και κλεψιές δεν ματάγιναν.
     Ήταν και κάτι αρχοντόπουλα κι’ αγαπούσαν τις γυναίκες, στανικώς πιάσαν ένα κορίτζι να το διατιμήσουν. Πήγα και τους έπιασα, την είχαν κρυμμένη σε μίαν κασσέλα μέσα, μαζί με την κοντόσα, και την φοβέριζαν να μην μιλήση, ότι την σκοτώνουν. Εψάξαμε, τις ηύραμε μέσα, και σε μια σακκούλα ηύραμε αρκετά χρήματα. Πήρα την σακκούλα και τους λέγω: «Εσείς νοικοκυρόπουλα είστε, να βοηθήσετε κ’ εσεις να λευτεροθή η πατρίδα, ή παντίδοι; Να σας πιάση στανικώς την αδελφή σας τόσες ημέρες να κάνη ένας το κέφι του καλά σας έρχεται; Δεν τον σκοτώνετε τον αίτιον; – Ναι, έλεγαν. – Εγώ δεν σας πειράζω, ούτε θέλω να μαθευτήτε. Το κορίτζι να το δικιώσετε. Όπου βρήτε γυναίκα οπού σας θέλη μοναχή της, να πάτε ελεύτερα, στανικώς σκοτωνόμαστε». Παίδεψα την κοντόσα.1 Πήρα τρία γρόσια από την σακκούλα οπού ’χα βρη, την δική τους, και τους την έδωσα πίσου. Δεν ματακολούθησε τίποτας άτιμον. Κι’ ασφαλίστη ο τόπος ησυχίαν, τιμή και πλούτη. Και ήταν η μεγαλυτέρα ευταξία και ειρήνη. Και είχαν πολύ αγάπη ’σ εμάς όλοι οι Αθηναίοι κ’ εμείς μεγάλο σέβας εις αυτούς τους πατριώτες.
     Μίαν βραδειά τρώγαμε ψωμί εις το κάστρο με τον Γκούρα και φαμελιάν του, έστειλε και με ζήτησε οπού τρώγοντας, ήρθε ο Δυσσέας. Βήκε η γυναίκα σε καμπόσο όξω. Λέγει ο Δυσσέας: «Κάτι θα μιλήσουμε. – Αν έχετε μυστικά, του λέγω, βγαίνω κ’ εγώ έξω να σας αφήσω μόνους σας. – Όχι, μου λέγει, θα μιλήσουμε οι τρεις» Ανοίγει το παλεθύρι, μου λέγει: «Τήρα κάτου Μακρυγιάννη». Εγώ υποπτεύθηκα να μην ρίξουν κάτου από το κάστρο. Του λέγω: «Τι να τηράξω, τον τόπο τον ξέρω από μακρυά. – Τήραξε, τι βλέπεις; μου είπε. – Σπίτια, του λέγω. – Και κάτου, παρακάτου βλέπεις τις ελιές και τα περιβόλια. Όλα δικά μας είναι, δια ’κείνο σας ήφερα εις την Αθήνα. – Του λέγω, ας είσαι καλά, καπετάνε, οπού μας θυμάσαι. – Έχασες τα δικά σου, μου είπε, παίρνεις άλλα περισσότερα. Δια να τα πάρωμε όμως χρειάζεται να κάμωμε ένα πράμα, να παστρέψωμε καμμιάν εικοσιαριά αγκάθια από τούτους τους γκαγκαραίους. Όποτε θέλης εσύ, γίνεται. – Να ιδούμε αν είναι καλό, του είπα, να το στοχαστούμε πρώτα. Αυτά τ’ άτομα ευτύς κατεβαίνω κάτου και χωρίς να με νοιώση κανένας, όσους γνωρίζεις μου δίνεις έναν κατάλογον, στέλνω από ’ναν άνθρωπον, φωνάζει τον κάθε έναν, πηγάδια εις το Σαράι είναι πλήθος, τον ρίχνω και ύστερα τον άλλον και δεν θα πάρη χαμπέρι ένας τον άλλον, ούτε θα μας νοιώση κανένας. – Αυτό είναι καλό, μου λέγει, και να το ακολουθήσης. – Του λέγω, το ακολουθώ. Όμως θα κάμωμε πατρίδα μ’ αυτά, θα λευτερωθούμε έτζι; Αυτά είναι τυραγνικά πράματα και δεν σου φέρνουν υπόληψη. Χάνεται τ’ όνομά σου. Δεν θα ειπούνε ότι ο Γκούρας το ’καμε, ούτε ο Μακρυγιάννης, «τόκαμε ο Δυσσέως», θα ειπούνε. Εσύ εισαι ο αρχηγός μας και δια σένα θα ειπούνε. Ξέρεις τι σε συβουλεύω; Να πάρης χίλιους, δυο χιλιάδες ασκέρι – να είμαι ο χερότερος εγώ – και να πας να πολεμήσης δια την πατρίδα, να την σώσης, και εσύ να δοξαστής και να σε λένε ευεργέτη, κατά τ’ όνομα οπόχεις. Και τέτοια θέλω να κάνης εσύ κι’ όχι ν’ ακώ τυραγνικά πράματα. Κι’ αυτά να μη ματά τα ειπής. Κ’ εγώ βιον δεν θέλω». Τότε λέγει ο Γκούρας: «Βρε, τί σε πονεί το κεφάλι σου και μιλείς με τον Μακρυγιάννη; Αυτός καμμίαν ’πιτροπή θέλει να φκειάνη ν’ ανακατώνη τους ανθρώπους και με τους Αθηναίους του έχει το είναι του. – Σύντροφός σας, του λέγω, είμαι εις τα καλά, να λευτερώσουμε την πατρίδα, δι’ αυτείνη πήγαν να με σκοτώσουν τόσες φορές κι’ άφησα την κατάστασή μου και χρήματά μου κ’ έχω ομολογίες παλιές περίτου από σαράντα χιλιάδες γρόσια. Κι’ αφού έχασα όλα αυτά, όταν παίρνετε εσείς μιστόν κάθε μήνα από τους πολίτες, εδώ και εις το Σάλωνα, εγώ κάθομαι εις τη μπάντα μου και παίρνω από ’να ντεσκερέ. Σας κρένω ’λικρινώς κι’ ως αδελφός σας, ότι από σας λευτερώνεται η πατρίς κι’ από σας χάνεται. Και την ’πιτροπή την έκαμα δια την δόξα την εδική σας, κι’ άλλη βολά θα το ιδήτε, τώρα δεν φαίνεται. Κι’ αυτά οπού μου είπετε να μην τα ειπήτε κανενού σηκώθηκα κ’ έφυγα.
     Οι Tούρκοι είχαν παραδοθή εξ αιτίας του νερού. Κοντά εις τα τείχη του κάστρου ήταν ένα πηγάδι σκεπασμένο και οι στραβοί δεν το ’βλεπαν. Το ηύρανε οι Έλληνες και στάθη ο Δυσσέας κι’ όλοι εμείς και συνάξαμε τους δύστυχους Αθηναίους κι’ αγωνίστηκαν τόσες μήνες και πλέρωναν κ’ έγινε μια ντάπια φοβερή κ’ έγινε ένα με το κάστρο και το νερό μπήκε μέσα. Ήταν ’σ αυτό πηγάδι και μία εκκλησιούλα, το νερό του γλυφό, όμως γερό. Αν έλειπε αυτό το πηγάδι, θα το παθαίναμεν εμείς χερότερα από τους Tούρκους.
     Τον Δυσσέα τον ζήλευαν όλοι οι αρχηγοί και τον κατάτρεχαν εις την Αθήνα. Οι Αθηναίοι κι’ άλλοι καμπόσοι από άλλες επαρχίες τον χεροτόνησαν αρχιστράτηγον της Ανατολικής Ελλάδος. Τότε τον ζήλευαν περισσότερον οι οχτροί του. Είναι αλήθεια, ήταν γνωστικώτερος από τους άλλους, όμως όποτε εύρισκε άνθρωπον να του μιλήση φρόνιμα και πατριωτικώς, τον κατάτρεχε. Άκουγε κι’ αυτός κι’ ο Γκούρας το κακό. Κ’ εκείνοι οπού τους πλησιάζαν έκαναν με το μέσο το δικό τους τα κακά τους θελήματα.
     Ένας παπάς από τα χωριά της Φήβας ήταν φίλος των Tούρκων πολύ αγαπημένος, κ’ έκανε τον άγιον εις τους Ρωμαίους και πήγαινε σε όλα τα ορδιά και πολιτείες και νησιά κ’ έβλεπε και μάθαινε όλα τα μυστικά των Ελλήνων και πάγαινε και τα πρόδωνε των Tούρκων. Κι’ από τις προδοσές αυτεινού πολλοί Έλληνες σκοτώθηκαν από τους Tούρκους. Τον μάθαν έπειτα οι Έλληνες, τον μαρτύρησαν χριστιανοί οπού ’ταν πλησίον εις τους Tούρκους, και τον πιάσανε και τον φέρανε εις την Αθήνα εις τον Δυσσέα και τον έχτισε ζωντανό, και χτισμένος τελείωσε. Και πήραν μέτρα οι τοιούτοι εις το εξής.
     Τον Οκτώβριον μήνα, τα 1822, οι πρόκριτοι Ταλαντιού, Λιβαδειάς κι’ όλα εκείνα τα μέρη γράφουν εις τον Δυσσέα, οπού ’ταν εις την Αθήνα, και του λένε: «Δώδεκα χιλιάδες Tούρκοι και περίτου ήρθαν και έπιασαν τους τόπους μας, χώρες και χωριά. Αυτό μαθαίνοντας εμείς από τις βάρδιες οπού ’χαμε ’σ τα στενά, αφήσαμε όλο το βιον και ζωντανά μας, και με τα παιδιά μας πιάσαμε τα βουνά, και τώρα οπού αρχινάγει ο χειμώνας θα χαθούμε όλοι από το κρύο, την γύμνια και πείνα, και δεν βαστάμε αυτό, κ’ επίτηδες σου στέλνομε να κοπιάσης μίαν ώρα αρχύτερα, ότ’ είμαστε χαμένοι και η παρουσία σου θα μας παρηγορήση και θα μας σώση». Ευτύς όπου τόλαβε ο Δυσσέος το γράμμα αυτό, σύναξε όλους τους Αθηναίους από χώρα και χωριά και τους το διάβασε. Και τους λέγει: «Να συναχτούμε από την Αθήνα κι’ απάνου να πάμε εκεί οπού ’ναι και οι άλλοι, οι δικοί μας άνθρωποι, τ’ ορδί, και να γίνωμε ένα σώμα να τους πολεμήσωμε. Αλλοιώς αν κάμωμε, οι Tούρκοι είναι πολλοί κ’ έχουν και τα χωριά και χώρες πιασμένες κ’ έχουν και ζαϊρέδες. Και δεν θ’ αφήσουνε ποδάρι ως την Αθήνα, όλα αυτά τα μέρη θα τα πλύνουν. Και θα βγούνε κι’ από Έγριπον, οπού ’ναι μία μεγάλη δύναμη, και θα μας αφανίσουνε. Και δια ’κείνο κινήθηκαν τον χειμώνα και μας πήραν όλες τις τροφές κ’ εμάς μας έρριξαν εις τα βουνά και δεν θα νταγιαντήσουμε». Οι καϊμένοι οι φιλόπατροι οι Αθηναίοι, χώρα και χωριά, αποφάσισαν κ’ έδωσαν τρακόσους Αθηναίους κι’ ο Σαρρής κεφαλή τους μ’ άλλους αξιωματικούς. Θα ’διναν πολλά περισσότερους, όμως φυλάγαμε κι’ άλλα πόστα εδώ δια τους Εγριπαίους Tούρκους. Και με μεγάλον ζήλον και πατριωτισμόν συνάχτηκαν ευτύς και διόρισε κι’ ο Δυσσέας ανθρώπους δικούς του με τον Γιωργάκη Λεπενιωτάκη, γενναίον και καλόν πατριώτη. Και συνάχτηκαν αυτοί, κι’ όλοι μαζί, με τους Αθηναίους, κίνησαν τον ίδιον μήνα και πήγαν εις της Λιβαδειάς τα μέρη. Ανταμώθηκαν και με τους άλλους δικούς μας εκεί. Οι Tούρκοι έγιναν δυο κολώνες, μια κινήθη από την Γραβιά και η άλλη από τον Ζεμενό Αράχωβας και μπήκαν εις το Σάλωνα συνχρόνως. Οι Tούρκοι είχαν γελάση τους Έλληνες, ότι έβγαλαν και λέγαν ότι θα κινηθούν δια Φήβα κι’ Αθήνα, και οι Έλληνες είχαν την προσοχή τους αυτούθε, και μ’ αυτείνη την ευκαιρίαν μπήκαν οι Tούρκοι απολέμητοι και με λίγην ζημίαν τους (κλέφτικο χτύπημα). Κεφαλές των Tούρκων ο Μεμέτ πασσάς κι’ ο Τζελαλεντίμπεγης κι’ άλλοι σερασκέρηδες. Οι Έλληνες πιάσανε όλοι τον Αγιλιά, μια ώρα μακρυά από το Σάλωνα, θέση δυνατή. Πήγαν οι Tούρκοι τρεις φορές και πολέμησαν εις τον Αγιλιά, και τις τρεις φορές τους χάλασαν οι Έλληνες.
     Οι Tούρκοι μάθανε ότι όλες οι επαρχίες οι γειτονικές ’κονόμησαν τις φαμελιές τους και συνάζονταν όλοι τώρα να πάνε να πολεμήσουνε συνχρόνως τους Tούρκους εις το Σάλωνα. Αυτό μαθαίνοντας οι Tούρκοι, κάψαν όλα τα χωριά του Σαλώνου και το Σάλωνα και φύγαν κρυφίως από το μέρος της Γραβιάς και πέσαν εις τον κάμπον άβλαβοι, και πήγαν πάλε εις τις θέσες τους οι Tούρκοι Λιβαδειάς, Μπουντουνίτζας, όλα αυτά τα μέρη του κάμπου.
     Ο Δυσσέος ήταν ακόμα εις την Αθήνα και τόγραψαν το πάεισιμον των Tούρκων εις Σάλωνα, και κινήθη δια Σάλωνα με πολλά ολίγους, και εις τον δρόμον έμαθε το φευγάκι τους. Ο Δυσσέας έμεινε εις της Λιβαδειάς τα μέρη και γράφει των ανθρώπωνέ του να πάνε εις το Δαδί ν’ ανταμωθούν. Πάγει κι’ ο Δυσσέας εκεί (χωριόν της Λιβαδειάς εις τα πρόποδα του Παρνασού, κεφαλοχώρι, ως πέντε ώρες από την Λιβαδειά). Αφού πήγε ο Δυσσέας εις το Δαδί, συνάχτηκαν και οι άνθρωποί του και οι Λιβαδίτες κι’ Αθηναίγοι. Ο Δυσσέας με τους ανθρώπους του τράβησε και πήγαν πανουκέφαλα του χωριού, εις το μοναστήρι η Παναγιά (γερώτερη η θέση εκείνη δια πόλεμον), και εις το Δαδί έμεινε ο Σαρρής με τους Αθηναίους. Άλλοι λένε ότι έμεινε μόνος του ο Σαρρής, άλλοι ότι παθητικώς τον άφησε ο Δυσσέας, ότι τον κατάτρεχε κι’ αυτός κι’ ο Γκούρας να τον σκοτώσουνε (και τον σκότωσαν ύστερα).
     Αφού λοιπόν έμεινε ο Σαρρής και οι άλλοι αξιωματικοί Αθηναίγοι εις το Δαδί, ο τόπος εκτεταμένος, λίγοι οι άνθρωποι, τους ρίχτηκαν οι Tούρκοι πολλοί και με το πρώτο τους έρριξαν εις φυγή. Σκοτώθηκαν Έλληνες καμμιά δεκαπενταριά, πιάσαν και τον Σαρρή ζωντανόν.
     Με τον χαλασμόν αυτεινών ψύχωσαν οι Tούρκοι πολύ, ρίχτηκαν και εις το μοναστήρι και ζώσαν τον Δυσσέα στενά οπού ’ταν πολλά ολίγοι εκεί και οι Tούρκοι πολλοί. Τόκαμαν πολλά γερούσια του Δυσσέα με τους ολίγους οπού ’χε εις το μοναστήρι. Τους βάστηξαν οι Έλληνες γενναίως. Τους πήραν όμως μίαν θέσιν, σκότωσαν τον Μήνιο Κατζικογιάννη καπετάνο της Φήβας, λάβωσαν και τον Αλέξη Ταργατζίκη, γενναίον πατριώτη και τίμιον. Τότε ρίχτηκαν οι Tούρκοι μ’ ορμή να πιάσουν τον Δυσσέα, τζάκισαν οι άνθρωποί του και μπήκαν εις φυγή και κιντύνεψε από την τρίχα ο Δυσσέας, έφυγε ξυπόλυτος. Τέλος κι’ αυτός και οι άνθρωποί του σώθηκαν και πήγαν εις την Αράχωβα. Και εις την Αράχωβα πήγε κι’ ο Νάκο Πανουργιάς με του Σαλώνου τους ανθρώπους και κατέβηκαν με τον Δυσσέα εις την Αγιά Ρουσαλή. Οι Tούρκοι ήταν εις Βελίτζα κι’ ολόγυρα ’σ αυτά τα μέρη.
     Τότε ο Δυσσέας, αφού είδε τους Tούρκους δυνατούς πολύ και οι Έλληνες αδύνατοι και κρύγοι, ότι σκόρπησαν με τις φαμελιές τους οι περισσότεροι και χειμώνας, και θα τους κατασκλαβώσουνε και θα πάνε οι Tούρκοι ως την Αθήνα, και μπορούσε και εις την Πελοπόννησο, ότ’ ήταν κι’ άλλοι πολλοί Tούρκοι εις Έγριπον, τότε, δια να προλάβη όλα αυτά τα κακά, τους άρχισε τους Tούρκους ο Δυσσέας μ’ ομιλίες, πως θα προσκυνήση, κ’ έστειλε τον γραμματικόν του και τους είπε να πάψουν τον πόλεμο και να μιλήσουνε. Οι Tούρκοι ακολούθησαν αυτό. Κι’ ο Δυσσέας τους ήφερνε γύρα, κ’ έστειλε παντού σε όλους τους γειτόνους του να ’ρθούνε με δύναμες, και έδινε καιρόν και παραμερούσαν οι αδύνατοι μ’ ό,τι ζωντανά τους μέναν εις τα ψηλώματα. Τότε ο πασσάς κι’ ο Τζελαλεντίμπεγης, φίλος του Δυσσέα από τον Αλήπασσα, ζήτησαν ν’ ανταμωθούν ’σ ένα μέρος μ’ αυτόν. Ανταμώθηκαν, του είπανε να προσκυνήση ο Δυσσέας μ’ όλους τους κατοίκους κι’ ό,τι θέλη του γίνεται από τον Σουλτάνο. Δολερώς ο Δυσσέας τους υποσκέθηκε αυτά, με ψευτιές. Τους ζήτησε πρώτα ασφάλειαν δική του και των κατοίκων. Μείναν οι Tούρκοι σύνφωνοι εις αυτό, ό,τι συνφωνίαν θέλη κάνουν, δια την σιγουρτά τους όμως να προσκυνήσουνε οι κάτοικοι κι’ ο Δυσσέας. Μείναν σύνφωνα και τα δυο μέρη. Φκειάνουν οι Tούρκοι ένα συνφωνητικόν, το δίνουν να το υπογράψη ο Δυσσέας. Αφού το διάβασε, λέγει των Tούρκων: «Αυτό δεν σημαίνει, να το υπογράψω ’γω μόνος μου, θέλει να είναι και όλοι οι κάτοικοι, να κάμωμε σίγουρα πράματα, να μην έβγω ψεύτης ούτε εις τον Σουλτάνο, ούτε εις του λόγου σας. Και δια να γένουν αυτά πρέπει να συναχτούν οι κάτοικοι εδώ, να θαρρύνουν. Λοιπόν να φύγετε οι Tούρκοι δια το Ζιτούνι και σας δίνω ρεέμια». Και βάλαν και μια διορίαν εις αυτό, όσο να τελειώση. Και τους έδωσε τρία ασήμαντα ρεέμια, τους είπε ο Δυσσέας τι να λένε των Tούρκων, τι μεγάλοι άνθρωποι και σημαντικοί είναι. Και με ταύτο μείναν ευκαριστημένοι οι Tούρκοι και πήγαν όλοι εις το Ζιτούνι και κάθισαν κάνα δυο μήνους εκεί. Και διαλύθηκαν. Φύγαν και τα ρεέμια κρυφά και ήρθαν εις τον Δυσσέα. Και οι κάτοικοι συνάχτηκαν πίσου εις τον τόπο τους και τήραγαν την δουλειά τους. Είχε μιλήση ο Δυσσέος των Tούρκων ό,τι ζωντανά, καματερά κι’ άλλα, πήραν των κατοίκων να τ’ αφήσουνε οπίσου, να θαρρύνουν οι κάτοικοι δια να προσκυνήσουνε. Κι’ άφησαν πολλά. Αυτούς λένε ανθρώπους σημαντικούς, και καλό κάν’νε και κακό. Είναι όμως λιγώτερον το κακό αυτεινών και πολύ το καλό, σώνουν πατρίδα, ’στο καλό, ’στο κακό, βλάβουν άτομα. Ο άνθρωπος είναι και δια το καλό και δια το κακό. Όταν κάνη λίγο κακό και μεγάλο καλό, ο Θεός τον συχωράγει.
     Όταν ανταμωθήκαμε με πολλούς αξιωματικούς του Δυσσέα και κατοίκους, οπού ήταν όλοι παρόν, μου τα είπαν αυτά κι’ από γράμματα που μόστειλαν τα γράφω όλα. Μάλιστα ένας αξιωματικός του Δυσσέα αγαπημένος του, γενναίος, τίμιος (τον είχα ορκισμένον μέλος της ’πιτροπής) μου είπε κι’ αυτός αυτά, τον λέγαν Χρήστο Τζάμη, και μου είπε, όταν ήταν ο Δυσσέος εις την Αθήνα, είπε του Γκούρα να προσέχη από ’μένα να μην του πάρω το κάστρο με την ’πιτροπή μου. Και με πρόσεχαν πολύ. Θα μ’ έπαιρνε μαζί του ο Δυσσέος, κι’ ως αγαπημένος των πολιτών μ’ άφησε δια την ησυχίαν.
     Ο Σαρρής, οπού ’ταν σκλάβος, έφυγε από μέσα από την χάψη με τα σίδερα εις τα ποδάρια, από την Λάρσα. Άξιον και γενναίον παληκάρι, γλύτωσε από τους Tούρκους, τον φάγαν οι άλλοι, τον σκότωσαν. Τον κιντύνευαν και πρωτύτερα να τον σκοτώσουν κ’ έβαλαν κ’ εμένα να τον σκοτώσω. Εγώ ως παληκάρι τον σεβόμουν και τον αγαπούσα ως αδελφό μου και του το είπα κ’ έφυγε δυο τρεις μήνες εις τα νησιά. Το ’μαθαν αυτείνοι ότι του είπα εγώ κ’ έφυγε. Σε τρεις μήνες γύρισε πίσου εις την πατρίδα του. Μ’ έστειλαν εμένα και βήκα δια δουλειά εις τα χωριά, ήρθα και τον ηύρα σκοτωμένον. Και του πήραν και τον βιον του. Υστερώτερα βρέθη σκοτωμένος κι’ ο Μελέτης Βασιλείου Χασιώτης, οπού ’ρθε εις την Γραβιά να μας πάρη εις την Αθήνα. Πολέμαγαν να σκοτώσουνε και τους Λεκκαίους και σώθηκαν εις την Πελοπόννησο. Και ’περασπίζομουν εγώ τις φαμελιές τους. ’Νεργούσαν και δια ’μένα με τρόπον να με σκοτώσουνε. Πάντοτες είχα το νου μου. Κι’ ο Θεός με γλύτωσε.
     Αφού ήταν ο Μαμούρης έξω ντερβέναγας (και τζάκιζε του φίλους του με το τζεκούρι, οπού τον έφεραν εδώ), είχε και κολτζήδες εις τα χωριά οπού περιέρχονταν. Πήγαν εις το Μενίδι αυτείνοι, μέθυσε ο αξιωματικός, γράφει του Γκούρα ότι οι Μενιδιάτες θα κάμουνε επανάστασιν αναντίον του. Τότε στέλνει με φωνάζει σουρουπώνοντας να πάγω ’στο Μενίδι. Μόδωσε κι ανθρώπους, πήρα και τους δικούς μου να πιάσω τους αίτιους οπού θα μου ειπή ο αξιωματικός, να τους δέσω, κι’ αν δεν σταθούν, σκότωμα και κάψιμον όλο το χωριόν. Πήρα τους ανθρώπους όπως διατάχτηκα και πήγα την νύχτα. Βλέπω απ’ όσους ανθρώπους μου ’χε δομένους ο Γκούρας είχαν και ζώα καμπόσοι και σακκιά. Κοντά εις το χωριόν τους ρωτάγω: «Τάχουμε, μου λένε, να φορτώσουμε πλιάτσικα. Τι ’ναι αυτείνοι, τους λέγω, οπού θα – Τ’ είναι εκείνοι, τους λέγω, όπού θα γυμνώσουμε, Tούρκοι; Αυτείνοι είναι Έλληνες, συναγωνισταί μας, κι’ αν πορευτούμε τοιούτως, τι Ρωμαίικον θα κάμωμε; Δεν σώθηκαν οι Tούρκοι ακόμα και θα μας κάμουν πλιάτσικα εμάς. Και τι στοχάζεστε, θα μπορέσουμε να γυμνώσουμεν τους Μενιδιάτες; Αυτό είναι τόσα ντουφέκια, κεφαλοχώρι. Ν’ ακούσετε εμένα ως μεγαλύτερον, κι’ όπως ιδώ εγώ τα πράματα, θα σας οδηγήσω, ότι δεν σκοτώνομαι εγώ μ’ Έλληνες, τους αδελφούς μου». Τους κακοφάνη καμποσουνών, τους είπα: «Σύρτε μόνοι σας κ’ εγώ γυρίζω πίσω». Τότε κλίναν να μ’ ακούσουνε. Άμα έφτασα ’στο χωριό, δια νυχτός πήγα εις το κονάκι του αξιωματικού, τον παίρνω κρυφά και του λέγω: «Τ’ είναι το λάθος οπού ’καμες κ’ έγραψες αυτά τα ψέματα του Γκούρα και μ’ έστειλε να ξετάξω και να σε πιάσω; – Ήμουν μεθυσμένος, μου λέγει, κ’ έκαμα αυτό το λάθος. – Δο’ μου το ενγράφως να πάγω να του κάμω ριτζά, να του μιλήσω εγώ να σε συχωρέση». Το παίρνω ενγράφως, βάνω μάρτυρες κι’ όσους ήταν εκεί, έστειλα και εις το χωριόν με τρόπον κ’ έπιασα καμμιά δεκαριά χωριάτες, τους πήρα δια νυχτός χωρίς να μάθη κανένας, τους ήφερα εις την Αθήνα, τους διάταξα τι να ειπούνε του Γκούρα κι’ ότι τους αφάνισα από το ξύλο και παιδεμούς κι’ από το πολύ δέσιμον. Κι’ όταν παρουσιαστούν εις τον Γκούρα, να φωνάζουν αναντίον μου. Τους αφίνω εις το Κονάκι, στέλνω του Γκούρα και σμίγομε οληνύχτα, του δίνω το γράμμα, το διαβάζει, του μιλώ και καμπόσα, του λέγω: «Τους ανθρώπους τους έχω δεμένους όλους και να σου τους φέρω και κάμε τους ό,τι θέλης. – Σε περικαλώ, μου λέγει, κάμε ό,τι μπορέσης και μ’ ό,τι τρόπον να τους στείλης πίσου, να μη μαθευτή αυτό». Πήγα, ηύρα τους ανθρώπους, τους έλυσα και την ίδια νύχτα πήγαν εις τα σπίτια τους.
     Έρχονται και του λένε ένα παρόμοιον σε καμπόσον καιρόν δια την Χασιά, το χωριόν, ότι οι Χασιώτες σήκωσαν κεφάλι. Πήγανε ο Μαμούρης κι’ ο Κατζικογιάννης, ότι εγώ έφυγα από τα τοιούτα, και πιάνουν τους ανθρώπους και τους αφανίζουνε, και τους πήραν το βιον τους, πάτησαν κορίτζα και τόσα άλλα κακά.
     Όταν ήρθε ο Κιτάγιας, ηύρε ανθρώπους φορτωμένους λιθάρια εις τα χωριά, οπού τους τυραγνούσαν αυτείνοι δια χρήματα, και τους ξεφόρτωσε ο Κιτάγιας και στουπίρησε κι’ αυτός, οπού ήταν Tούρκος. Και δι’ αυτά προσκύνησαν τα χωριά της Αθήνας και βαστάχτη ο Κιτάγιας και σκοτώθηκαν τόσος κόσμος κι’ αφανίστη ο τόπος όλως διόλου και ξανά τον αγοράσαμε πίσω από τους Tούρκους. Αν δεν προσκυνούσαν οι χωριάτες, δεν μπορούσαν οι Tούρκοι να κάμουν τίποτας. Αυτείνοι ξέραν όλους τους τόπους και παίρναν τους Tούρκους και πήγαιναν κι’ αυτείνοι μαζί και πολεμούσαν και νταγιάνταγαν τους Tούρκους από ζαϊρέ, και τους ψύχωναν και τους οδηγούσαν σε όλα τα μονοπάτια. Αυτό είναι το ιστορικόν.
     Τοιούτοι άνθρωποι θέλουν να πλουτήνουν, όταν δεν είναι καιρός δια πλούτη, αλλά είναι καιρός ν’ αγωνιστούν και ύστερα έρχονται τα πλούτη και η δόξα μαζί. Εμείς τους συντρόφους μας τους δένομε και τους φορτώνομε λιθάρια κ’ έρχονται οι Tούρκοι και τους ξεφορτώνουν. Εμείς τους τίμιους φίλους μας και καλούς πατριώτες τους σκοτώνομε, τους παντίδους τους σεβόμαστε, κι’ αφίνομε το Στραβοσουρμελή να κλέβη την ντογάνα, να μας δίνη κ’ εμάς και να τρώγη και αυτός, και να γράφη ψευτιές κ’ επαίνους. Και με τους κόλακας και κλέφτες κι’ απατεώνες βέβαια η πατρίς κιντύνεψε και θα κιντυνέψη. Τα σημειώνω κ’ εγώ εδώ ίσως εσείς οι μεταγενέστεροι, σαν ιδήτε την αρετή μας, θα είστε ’λικρινώτεροι δια την πατρίδα. Γλυκώτερον πράμα δεν είναι άλλο από την πατρίδα και θρησκεία. Όταν δι’ αυτά τον άνθρωπον δεν τον τύπτη η συνείδησή του, αλλά τα δουλεύη ως τίμιος και τα προσκυνή, είναι ο πλέον ευτυχής και πλέον πλούσιος.
     Τον αδελφό μου το Γκούρα τον έπιασα μια ημέρα και του είπα, ως αδελφός του ’λικρινής, καμπόσες διάτες, ό,τι μο’ ’κοβε το κεφάλι μου. Του είπα: «Εδώ εις την Αθήνα είναι πλούτη και δόξα συντροφεμένα, είναι κι’ ατιμία κι’ αρπαγή, κι’ όποιο απ’ αυτά αγαπάγη μπορεί να πάρη ο καθείς, και καταξοχή εσύ οπού μπορείς να ωφελήσης και να ζημιώσης εις την θέσιν οπού ’ναι η πατρίδα. Η πατρίς μας (του είπα) έχει μεγάλον αγώνα κ’ έχει την ανάγκη μας να την δουλέψωμε τώρα και να μας δοξάση, όταν ησυχάση, αναλόγως τον καθέναν κατά την θέσιν οπού βρίσκεται και την ικανότη οπού έχει και την αρετή οπού θα δείξη. Τώρα η πατρίς είναι εις αυτείνη την κατάστασιν, κ’ εδώ εις την Αθήνα φαίνεται και η δούλεψη του κάθε ενού και η κατάχρηση, ότι καθημερινώς έρχονται ξένοι άνθρωποι και παρατηρούνε τους σημαντικούς ανθρώπους, αν πατριωτικώς δουλεύουν ή δολερώς. Κι’ από αυτά φωτίζονται οι ξένοι, αν δουλεύωμε δια λευτεριά, μας βοηθούνε οι φιλάνθρωποι, κι αν δουλεύωμε δια ληστείαν, μας μουτζώνουν. Κι’ αν φερθής πατριωτικώς καταξοχή εσύ, οπού ’σαι κεφαλή εδώ, να η δόξα σου, να η ευτυχία της πατρίδος – να και η δυστυχία αυτεινής κ’ εμάς, αν φερθής αλλοιώτικα». Κάμποσον καιρό με άκουσε. Ύστερα εκείνοι που τον τρογύριζαν είχαν ανάγκη να βαίνουν να ψήνη αυτός το σφαχτό κι’ αυτοί χαζίρι να το τρώνε. Πιάστηκα δι’ αυτά, μαλλώσαμε, ήρθε να με πολεμήση, κλείστηκα κάτου εις το σπίτι μου, ήρθαν και οι Αθηναίοι, πολλοί, μ’ εμένα να μου βοηθήσουν, αν μ’ ακολουθήση τίποτας. Δεν ήθελα να βάλω τους ανθρώπους σε κακή θέση, και ύστερα να πάθουν αυτείνοι για ’μένα. Ήρθε ο Ζαχαρίτζας ο Νικολάκης κι’ άλλοι, τους κατάλαβαν ύστερα ότι ούτε φίλους σέβονται, ούτε οχτρούς.
     Τότε, να μην γένη κάνα δυστύχημα, πήρα καμμιά εκατόν πενηνταριά ανθρώπους και πήγα εις την Κούλουρη να περάσω εις την Διοίκησιν, ν’ ακούσω τις διαταγές της. Έστειλε ο Γκούρας εις την Κούλουρη να με γυρίσουν οπίσου, μου μίλησαν οι Αθηναίοι, οι Φηβαίγοι, οι Λιβαδίτες, δεν γύρισα. Με περικάλεσαν, ήρθε κι’ ο Νικήτας με Πελοποννήσιους. Γύρευαν να βγούνε έξω και να μην πάγω εγώ με στρατέματα μέσα εις την Πελοπόννησο και δειλιάζουν όσ’ ήταν με τον Νικήτα να βγούνε εις την Ρούμελη. Τότε δια να μη γένη και αυτό, σηκώθηκα και πήγα κι’ ανταμώθηκα με τον Δυσσέα. Πιάσαμε την Βελίτζα. Έρχονταν ένα πλήθος Tούρκοι με ζαϊρέδες και πολεμοφόδια, με γκαμήλια, μ’ άλλα φορτηγά και ρίξαν ορδί το βράδυ εις τον κάμπο της Λιβαδειάς, εις του Κατίκου το χάνι, να μείνουν εκεί. Τους ριχτήκαμε την νύχτα και τους δώσαμε ένα ντουφεκίδι και τους πήραμε γκαμήλια πλήθος, άλογα και ζαϊρέδες. Και κατασκορπίστηκαν οι Tούρκοι. Ύστερα πιάστη ο Δυσσέας με τους συντρόφους του δια τους μιστούς, ήθα τον σκοτώσουνε. Τους έφυγε και κόλλησε εις την σπηλιά του. Μ’ έστειλαν όλοι οι σύντροφοι και του μίλησα, δεν θέλησε να κάμη τίποτας. Κι’ αναχώρησαν δια το Σάλωνα, και μείναμε πολλά ολίγοι μ’ αυτόν. Κι’ αυτός έκατζε εις την σπηλιά κ’ εμείς βάναμε έναν γεροντότερον κεφαλή, Μαργετίνη τον έλεγαν, και βαρούσαμε κλέφτικα τους Tούρκους οπού ’ρχονταν με ζαϊρέδες δια μέσα. Ύστερα πήγαμε εις την Πέτρα και ρίξαμε ορδί πανουκέφαλα κι’ όταν διάβαιναν Tούρκοι με ζαϊρέδες, τους χτυπούσαμε. Και σταθήκαμε καμπόσον καιρόν εκεί.
     Γράφουν του Δυσσέα φίλοι του από την Αθήνα ότι τον Γκούρα τον γύρισε ο Κωλέτης και οι άλλοι και είναι αναντίος του. Με φωνάζει ο Δυσσέας και μου λέγει αυτό και να πάρω τους ανθρώπους μου και να μου δώση κι’ άλλους δικούς του να πάγω εις την Αθήνα, να κάμω και παρτίδο μυστικόν εκεί, να είμαστε αναντίον του Γκούρα. Κι’ αν μπορέσωμε, να του πάρωμε και το κάστρο. «Αυτά δεν μπορώ να τα κάμω εγώ, του λέγω, δεν ’πιτηδεύομαι, ν’ ανοίξη κάνα δυστύχημα ’στην Αθήνα να κιντυνέψουν οι αθώοι, οπού τους κυβέρνησε ο παγιωμός μας εις την πατρίδα τους, οπού όσα τραβούν μ’ εμάς δεν τράβησαν με τους Tούρκους». Μου έπεσαν, «Δεν θέλω να πάγω!» Να μην ειπώ κανενού τίποτας, – το βάσταξα μυστικόν, «Εγώ μου λέγει τότε ο Δυσσέας, στέλνω τον Στάθη Κατζικογιάννη» (τον είχε και συγγενή). Πηγαίνοντας εις την Αθήνα, τον γύρισε ο Γκούρας και οι συντρόφοι του με το πνεύμα τους. Και τον πάντρεψε ο Γκούρας και τόδωσε και την γυναικαδέλφην του γυναίκα. Αυτά μαθαίνοντας ο Δυσσέας, απολπίστη, και δούλευε αναντίον του πολιτική Βλάχικη (δολεροί συνβούλοι του Γκούρα, από τους συντρόφους του Κωλέτη και συντροφιά). Τότε έρχεται ο Δυσσέας εις την Πέτρα και μας πήρε όλους και πήγαμε εις την Κούλουρη. Ήταν εκεί το Βουλευτικόν σώμα κ’ Εκτελεστικόν. ’Γγίχτηκε ο Δυσσέας με τους ανθρώπου του εκεί δια τους βαθμούς. Γύρευαν να τον σκοτώσουνε, ότι τους αδίκησε. Έπεσα εκεί, τους μίλησα και ησύχασαν.
     Ήθελα να φύγω από κοντά του. Τότε ήταν ο Τουμπάζης εκεί και σύναζε ανθρώπους δια την Κρήτη. Με σύστησαν εμένα εις αυτόν, μου είπε να με κάμη αρχηγόν της εκστρατείας εις την Κρήτη και να συνάξω χίλιους πεντακόσιους ανθρώπους, να μου δώση χρήματα να τους συνάξω. Του υποσκέθηκα, μίλησα με πολλούς αξιωματικούς του Δυσσέα κι’ αλλουνών. Με μαρτύρησαν εις τον Δυσσέα, μου παραπονεύτηκε κι’ αυτός και οι άλλοι ότι θα τους πάρω τους ανθρώπους. Πήγαν εις την Διοίκησιν και μίλησε του Τουμπάζη η Διοίκηση, κ’ έμεινε δια το παρόν.
     Τότε η Διοίκηση κι’ ο Δυσσέας έστειλαν τον Νικήτα κ’ εμένα και πήγαμε εις Κόρθο να μιλήσουμε των Tούρκων οπού βαστούσαν το κάστρο της Κόρθος, να μας το δώσουν. Οι Tούρκοι μας έβαλαν εις το κανόνι, οπού δεν είδαμε πούθε να κάμωμε. Δεν ήταν ο Αχιλλέας, ο φρούραρχος της Διοίκησης, οπού τ’ αφίνει ’φοδιασμένο και φεύγει, είναι Tούρκος, πολεμάγει δια την πίστη του. Ο Tούρκος έτρωγε ποντίκια και μας γάμησε το κέρατο με τα κανόνια και μπόμπες. Ο Αχιλλέας, αρνιά και κριάρια μέσα, τ’ αφίνει όλα και πάγει να ’βρη τους συντρόφους του οπού τον διορίσαν.
     Ο Νικήτας πήγε δια τ’ Ανάπλι κ’ εγώ γύρισα και είπα αυτά εις την Διοίκηση και ύστερα πήγα εις την Αθήνα. Σε καμπόσες ημέρες ακολούθησε μία ταραχή εις την Κούλουρη αναντίον της Κυβερνήσεως. Ο Δυσσέας έστειλε εμένα να τους βοηθήσω, εγώ πήγα και ησύχασα τα πράματα υπέρ της Κυβερνήσεως. Του κακοφάνη του Δυσσέα. Τότε σηκώθηκα κ’ εγώ μίαν νύχτα, πήρα τους ανθρώπους μου κι’ άλλους καμπόσους αυτεινού και του Γκούρα και δια νυχτός πήγα εις τον Δράκον κι’ από κεί έπιασα ευτύς καΐκια και μπαρκαριστήκαμε και πέρασα εις την Πιάδα τα 1823 Οκτωβρίου 25. Εβήκα εις την Πιάδα. Έστειλε ο Δυσσέας κοντά μου να γυρίσω κι’ ό,τι θέλω να μου δώση, ότ’ ήταν αδύνατος. Του είπα εκείνου οπού ήρθε να του ειπή να κάτζη με τον Κάρπον του. Αυτός ήταν ένας παπάς (ήρθε από την Ρουσσία), όλους τους ανθρώπους τους ανακάτωνε εις τον Δυσσέα. Το’ ’διωξε όλον τον ταϊφά του, δόλιος και αιμοβόρος, οπού το’ ’λεγες να κάμη κάναν Tούρκον χριστιανόν, αυτόν τον Tούρκευε χερότερα. Αφού κυβέρνησε τ’ ασκέρι του Δυσσέα και τον έκαμε νοικοκύρη με τις διάτες του, μπήκε ύστερα εις το ταχτικό κ’ έκοψε τα γένια του. Μ’ ανακάτεψε εις την Αθήνα με τον Δυσσέα, και κοντέψαμε κάποτε να σκοτωθούμε οι δυο μας εις το παζάρι δια το ψωμί, το ταΐνι, κι’ αν δεν μο’ ’δινε τα ταΐνια, (ότι τα μέραζε μόνος του ο Δυσσέας) θα σκοτωνόμαστε εξαιτίας αυτεινού του ποταπού. Κι’ από αυτά έφυγα.
 


ΣHMEIΩΣH

1. Ύστερα έκαμε παρόμοια και την κρέμασε ο Γκούρας.
[ Kεφάλαιον έκτον ]
Ήρθα εδώ. Ήταν το Βουλευτικόν σώμα. Στάθηκα καμπόσες ημέρες, παρουσιάστηκα και τους είπα: «Δεν ματαθέλομε όλοι όσοι ήρθαμε να ξέρωμε από καπεταναίους, ό,τι διαταγές είναι από την Κυβέρνησιν, εκείνο είμαστε πρόθυμοι να κάμωμε, να πάμε ομπρός». Είχα και συντρόφους όλους διαλεμένους πατριώτες. Ζήτησε δύναμη ο Κολοκοτρώνης, ότ’ ήταν μέλος ’στο Εκτελεστικό σώμα και κυβερνούσε την πατρίδα. Ήταν αυτός, ο Πετρόμπεγης, ο Σωτήρη Χαραλάμπης κι’ ο Μεταξάς. Τότε έμαθα τι ήταν φατρία, καθώς θα ιδήτε.
     Αφού έμαθε ο Δυσσέας ότι πήγα με τον Κολοκοτρώνη, του παράγγειλε ότι εγώ δεν είμαι με το πνεύμα των καπεταναίων και να ’χη το νου του, να με κυβερνήση. Είναι η αλήθεια ότι ο Κολοκοτρώνης δεν είναι αιμοβόρος και μου το είπε αυτό. Του λέγω του Κολοκοτρώνη: «Εγώ, αδελφέ γνωρίζω τους μεγαλύτερούς μου, όσοι δουλεύουν δια πατρίδα και θρησκεία, δι’ αυτά οπού σηκώσαμε τ’ άρματα». Μου είπε να σταθώ με τον Γενναίον τον υιγιόν του. Πήγα, βλέπω ένα παιδί. Μου λέγει: «Εσύ ’σαι ο Μακρυγιάννης; – Του λέγω, εγώ. Και είσαι συ ο Γενναίος; – Εγώ, μου λέγει. – Χαίρομαι» του λέγω. Με είχαν ρωτήση τι μιστόν θέλω δια τους ανθρώπους και του λόγου μου, να μας πλερώνη η Κυβέρνηση. «Ο,τι πλερώνει και τόσους άλλους οπούχει, ας πλερώνη και τους δικούς μου, εγώ δεν θέλω τίποτας. Τα ταιργιάσαμε.
     Σε ολίγες ημέρες μαθαίνω ότι εις την Πελοπόννησο άνοιξε φατρία ο Κολιόπουλος κι’ άλλοι με της Κυβερνήσεως το μέρος και οι Ντεληγιανναίγοι, Ζαΐμης, Λονταίγοι με τ’ άλλο. Ρωτάμε εμείς τι πράμα είναι αυτή η φατρία (δεν την ξέραμε εις την πατρίδα μας αυτείνη την λέξη, ξέραμε όμως άλλες προκοπές, καπεταναίικες). Μας λένε: «Μεράστηκαν οι καλοί πατριώτες να προκόψουν την πατρίδα», – κι’ όλος ο τόπος γιομάτος Tούρκους. Με διατάζουν τότε κ’ εμένα να πάρω τους ανθρώπους μου και να πάγω με το μέρος της Κυβέρνησης, να ’περασπίζωμαι το Εκτελεστικόν (από τ’ άλλο μέρος ήταν το Βουλευτικόν). Με το Βουλευτικόν ήταν το δίκιον και η πατρίδα. Οι άλλοι ήθελαν να ρουφούνε τα εθνικά και μάλλωναν. Δεν ήξερε κανείς τι να κάμη. Ήμουν άμαθος από τέτοια. Με διατάζουν να πάγω κ’ εγώ να δοκιμάσω αυτό το καλό, να φάγω φατρία μαζί με τους ανθρώπους μου. Τους είπα: «Δεν ορκίστηκα, όταν ορκιστηκα να σηκώσουμε ντουφέκι να πάγω κ’ εγώ να πολεμήσω, με Ρωμαίγους είπαμε; Με Tούρκους. Και δεν πάμε». Δεν θέλησα να πάγω. Με βάσταξαν εκεί, εις Ανάπλι, και στείλαν άλλους.
     Αφού άναψε εκεί το ντουφέκι, θέλησε κι’ ο Γενναίος να πάη να πολεμήση τον Νοταρά, να πάρη το κορίτζι του γυναίκα. Μου λέγει ο Κολοκοτρώνης να τον ακολουθήσουμε, να πάμε εις την Κόρθο, ότι έχει δουλειά εκεί. Εμείς δεν ξέραμε αυτές τις συμπεθεριές, πήγαμε εις Κόρθο, το μάθαμε αυτό. Συνάχτηκαν οι Νοταραίοι, πήγαινε ν’ ανοίξη το ντουφέκι, φοβερίζαμε ένας τον άλλον. Τους μίλησα εγώ φρόνιμα, ό,τι μπορούσα, σηκωθήκαμε και πήγαμε πίσου εις τ’ Ανάπλι, αφού γυμνώσαμε τους δυστυχισμένους κατοίκους και τους φάγαμε τα σφαχτά τους.
     Σε ολίγες ημέρες το «κλειδί» του Κολοκοτρώνη, ο πατριώτης Μεταξάς ’ρεθίζει αυτόν και τ’ άλλα τα μέλη του Εκτελεστικού και τους παίρνουν όλους κ’ έρχονται εις τ’ Άργος, έτοιμοι ν’ ανοίξη ο εμφύλιος πόλεμος. Αφού το φέραν γύρα, μ’ έκραξε το Βουλευτικόν και μου είπε όλα τα αίτια και πως οι άλλοι θέλαν να τους πάρουν τ’ αρχεία, του Βουλευτικού. Μου ζήτησε βοήθεια. Τότε μιλάμε με τον καλόν πατριώτη Θοδωρή Ζαχαρόπουλον και συνφώνως και οι δυο μας παίρνομε τ’ αρχεία όλα του Βουλευτικού και τα κρύψαμε, και δεν τα πήραν οι άλλοι. Τότε ξαναπήγαμε εις τ’ Ανάπλι. Μαθαίνοντας όλα αυτά αυτείνοι, το Εκτελεστικό, ότι εγώ είμαι ο αίτιος που δεν πήραν τ’ αρχεία κι’ ότι δεν είμαι πλέον με το πνεύμα τους, μελέτησαν να μου την παίξουν χερότερα κι’ από τον Δυσσέα και τον Γκούρα. Μου δισπάρτισε τους ανθρώπους μου ο Γενναίος, θέλησε να μου τους πάρη με ψευτιές – και τότε χωρίς συντρόφους μο’ κάναν ό,τι θέλαν. Κατάλαβα τον σκοπόν τους, πληροφόρησα τους ανθρώπους μου, κατάλαβαν και οι ίδιοι ότι είναι ψευτιές αυτά εκεινών να μας δισπαρτίσουνε. Έδιωξα τους αίτιους οπού ’χαν όργανά τους και διάγειραν τους άλλους. Του είπα του Γενναίου: «Δεν ήξερες να την κάμης καλά αυτείνη την δουλειά, όπου ’νεργούσες. Είσαι νέος ακόμα. Άσε να σε μάθω εγώ, κ’ ύστερα... – Μου λέγει, δεν με μαθαίνεις. – Όποτε είναι καιρός θέλει σε μάθω, τότε σε θυμάγω και το βλέπεις».
     Την άλλη ’μέρα, μάθαμε ύστερα, το Βουλευτικόν διόρισε άλλο Εκτελεστικόν, πήγε εις το Κρανίδι το Βουλευτικόν, διόρισε τον Κουντουργιώτη, τον Μπόταση, τον Σπηλιωτάκη, τον Κωλέτη, τον Λόντο, τον αδελφόν του Πετρόμπεγη. Τότε ο Σωτήρη Χαραλάμπης κι’ ο Μεταξάς μείναν εις τ’ Ανάπλι να κυβερνήσουνε. Εμείς με τον Κολοκοτρώνη και τον Πετρόμπεγη πήγαμε εις την Τροπολιτζά να πολεμήσουμε. Αφού πήγαμε εις Τροπολιτζά, άνοιξε το ντουφέκι και σκοτωνόμαστε σαν τα σκυλιά εις τ’ αμπέλια. Μέθαγε ο αρχηγός Κολοκοτρώνης τους ανθρώπους, οι αναντίοι ήταν κλεισμένοι εις τα σπίτια τους κ’ εμείς απόξω, και σκοτωνόμαστε. Τότε πάμε με τον Χατζηχρήστο εις το μισό Βουλευτικόν και μισό Εκτελεστικόν, τα δικά τους, και τους λέμε: «Την πολιτείαν την γύμνωσαν οι ανθρωποί σας». (Είναι η αλήθεια του Θεού, δεν άφησα τους ανθρώπους μου να πάρουν μιαν τρίχα. Ένας πήρε ένα σαχάνι να κενώσουμε το φαΐ και τον έδιωξα και το πήγε οπίσου εκεί οπού το πήρε). Τους είπαμε: «Τώρα την γύμνωσαν την Τροπολιτζά, οι άνθρωποί μας σκοτώνονται ολοένα. Εγώ, τους λέγω, έχω τρακόσιους ανθρώπους, θα τους δώσω τρακόσια δαβλιά αναμμένα, το ίδιον κι’ ο Χατζηχρήστος και οι Χορμοβίτες, και θα κάψωμε τα σπίτια να βγούνε οι αναντίοι σας όξω να σκοτωθούμε μ’ αυτούς φανερά, όχι να σκοτώνονται οι άνθρωποι σαν τα σκυλιά μεθυσμένοι και οι αναντίοι από μέσα να μας βαρούνε». Τότε λένε όλοι αυτείνοι: « Δεν γίνεται αυτό, ότι καίτε και τα δικά μας σπίτια. – Λίγο με μέλει, τους λέγω, τώρα οπού γυμνώθηκαν οι άνθρωποι, τι τα θέλετε κ’ εσείς τα σπίτια; Ο Θεός θέλησε να μείνουν άκαγα από τους Tούρκους, εσείς θέλετε να τα κάψωμε. Αυτείνη την λευτερίαν ζητάτε να μας φέρετε, να κάμετε τα κέφια τα δικά σας, να χαθή και η πατρίδα μας». Σηκωθήκαμε κι’ ανχωρήσαμε. Το δειλινό στείλαν και πήγαμε οπίσου και μας είπανε, με τον Χατζηχρήστο οι δυο μας να μιλήσουμε των αναντίων να πάψη το ντουφέκι. Μιλήσαμε τότε μ’ αυτούς και ησυχάσαμε.
     Το βράδυ βλέπω έναν φερμένον από το Κρανίδι, Λεωνίδα τον λένε, ήταν στελμένος από την νέαν Κυβέρνησιν. Τότε το ’μαθα αυτό, δεν μας το ’λεγαν πρωτύτερα. Μου λέγει αυτός ότι έγινε νέα Κυβέρνηση, κι’ αυτή με το Βουλευτικόν μου παραγγέλνουν να γυρίσω μ’ αυτούς και μου δίνουν διακόσες χιλιάδες γρόσια. Τους παραγγέλνω: «Την δικαιοσύνη οπούχουν ετούτοι εδώ να μην την έχουν κ’ εκείνοι εκεί, και να κυβερνήσουνε πατριωτικώς, ότι κιντυνεύει η πατρίς, κ’ εγώ γρόσια δεν θέλω, δεν πουλιώμαι δια γρόσια, δεν ορκίστηκα δι’ αυτά, ορκίστηκα δια πατρίδα. Και αν είναι δια την πατρίδα, δέχομαι να την βοηθήσω εγώ, αφήτε με εμένα να τους διαλύσω αυτεινών εδώ την δύναμή τους όλη. Αλλά να μην ξέρη κανένας ότι αγροικιώνται μετ’ εμένα και κιντυνέψω αδίκως και δεν βγάλω και τ’ αποτέλεσμα». Μου στείλαν οπίσου, ό,τι γνωρίζω να κάμω και η πατρίς θα μου το γνωρίζη πολύ.
     Αφού κυβερνήσαμε την Τροπολιτζά και σκοτώθηκαν και τόσοι άνθρωποι, κινήσαμε με τον Γενναίον ως δυο χιλιάδες στράτεμα Πελοποννήσιοι, Χατζηχρήστος, Χορμοβίτες κι’ άλλοι πολλοί ξένοι κ’ εγώ με το σώμα μου και βήκαμε σε κάτι χωριά απόξω από την Τροπολιτζά. Συνκατοικούσα εγώ με τον Γενναίον, αποφάγαμε ψωμί, με πιστεύτηκε και μου είπε: «Πάμε, Μακρυγιάννη, να πατήσουμε τα Τρίκκαλα, τώρα έμαθα ότι δεν είναι πολλή δύναμη εκεί, εσείς να πάρετε το βιον του Νοταρά κ’ εγώ να πάρω το κορίτζι του, ότι αυτός είναι αναντίος της πατρίδος». (αυτείνοι ήταν κλοί, θα διόρθωναν έτζι την πατρίδα). Εγώ ακούγοντας αυτό, θέλησα ’λικρινώς να τον συβουλέψω, του είπα: «Γυναίκα θα την πάρεις ή μορόζα; – Μου λέγει, γυναίκα. – Σα θα την πάρης γυναίκα, πάρε και μίαν καντιποτένια, φτάνει να είναι όμορφη να σε ευκαριστάγη, ότι σαν πάρωμε εμείς το βιον κ’ εσύ εκείνη ξερή, τι την θέλεις και τι ζωή θα ζήσης μ’ αυτείνη και με τους συγγενείς της και με τους χωργιανούς της; Κάλλιον ν’ αποχτάς φίλους και να μετράς, κι’ όχι τοιούτους. Πρόσεξε να μην φύγωμε από τους Tούρκους και γενούμε άλλοι τοιούτοι χερότεροι». Μ’ άκουσε ο Γενναίος σ’ αυτά, κι’ αντίς– να πάμε να χαλάσουμε τα Τρίκκαλα και τον Νοταρά (και θα τους χαλάγαμε, ότι δεν ήταν δύναμη τελείως εκεί, ήταν ο Νοταράς με το παιδί του και με τον Λόντο), σηκωθήκαμε και πήγαμε εις τα Κλημαντοκαίσαρα και φάγαμε το χωριόν και τους ανθρώπους τόσες ημέρες. Εκεί πλησίον ήταν και καμμιά δεκαργιά χιλιάδες πράματα του Νοταρά και Τρικκαλιώτων. Μου είπε πάλε ο Γενναίος, ο Τζόκρης κι’ άλλοι να πάγω να πάρω τα μισά, να τα βαστήξω εγώ, και τ’ άλλα να τα δώσω να ’φοδιάσουνε τα κάστρα οπού ’χαν εις το χέρι τους αυτείνοι. Εγώ ούτε και το καζάντι τους ήθελα, να γυμνώσω αθώους ανθρώπους, ούτε και τα κάστρα να είναι ’φοδιασμένα – να μένουν εις την δικαιοσύνη αυτεινών και της συντροφιάς τους. Μου λένε: «Να πας να τα πάρης, ότι ’στην Τροπολιτζά δεν πήρετε πλιάτζικα, και να πάρης αυτά να φκαριστηθής εσύ και οι άνθρωποί σου, (ξένα πράματα δικά μας καζάντια). – Τους λέγω, πάγω». Και τους ευκαρίστησα όπού μας αγαπούνε και θα μας καζαντήσουνε. Στέλνω έναν επίτηδες και τους είπα των χωριανών και τράβησαν τα ζωντανά από εκεί. Πήγα εγώ ύστερα δεν τα ’βρα γύρισα άδειος οπίσου. Τότε αυτό μαθεύτηκε, ότι εγώ παράγγειλα αυτό. ’Γγιχτήκαμε με τον Γενναίον και τους άλλους. Πρόσμεναν ακόμα τρεις– χιλιάδες ασκέρι από Καρύταινα κι’ άλλα μέρη να πάμε να βαρέσουμε το Κρανίδι οπού ’ταν το Βουλευτικόν και η νέα Κυβέρνηση. Και σηκωθήκαμε και πήγαμε εις το Μπότζικα κι’ ολόγυρα ’σ εκείνα τα χωριά να προσμείνωμε και τους άλλους και να πάμε αναντίον της νέας Κυβέρνησης και του Βουλευτικού. ’Στο Κουτζοπόδι πιάστηκα με τον Γενναίον ότι δεν θέλομε να βαρέσουμε το Βουλευτικόν. Είχα κουβεντιάση με τον Χατζηχρήστο κι’ άλλους και ήμαστε συντρόφοι και σύνφωνοι. Αφού μάλλωσα αρκετά, σηκώθηκα πήγα εις το κονάκι μου. Αυτείνοι μίλησαν πολλών από τους ανθρώπους τους και τους έδωσαν χρήματα να τάξουν των συντρόφωνε μου, να γυρίσουνε μ’ αυτούς και να με βαρέσουν με δόλο εμένα. Ένας μπαϊραχτάρης του Γενναίου, καλό παληκάρι, ήταν παρών κι’ άκουγε τα σκέδιά τους και ήρθε και μου το είπε. Πήγα εις τον Γενναίον, του είπα ότι εγώ από αυτούς δεν τραβάγω χέρι, θα πεθάνω μ’ αυτούς. Τότε αγαπήσαμε, καθίσαμε ως τα μεσάνυχτα, φάγαμε, σηκώθηκα να φύγω, μου είπε μπονόρα να πάγω να φάμε τηγανίτες. Ο στραβοραγιάς ας δουλεύη δια ’μάς, εκείνος τρώγει λάχανα ανάλατα, εμείς τηγανίτες κι’ αρνάκια. Και τους λευτερώσαμε από τους Tούρκους, από σένα, χάρε, φεύγω, σετ’ εσένα και χερότερα κατανταίνω. Του είπα μπονόρα θα πάγω να φάγω τις τηγανίτες. Ευτύς οπού πήγα εις το κονάκι μου έστειλα τον τζαγούση μου και σύναξε όλους τους ανθρώπους μου και πήρα και καμπόσους δικούς του του Γενναίου. Ήταν μία μεγάλη βροχή και κοντέψαμε να σωθούμε από ’να παλιόρεμα. Βήκαμε καρσί εις την ράχη κι’ ανάψαμε φωτιές. Την αυγή στέλνει ο Γενναίος να φάμε τις τηγανίτες, δεν βρίσκει κανέναν. Του παράγγειλα: «Αυτείνη είναι η τέχνη, πολέμαγες να μου πάρης τους ανθρώπους μου εις τ’ Ανάπλι και τους δισπάρτισες, δια να με κάμης ό,τι θέλης χωρίς συντρόφους. Εγώ ξόδιαζα εξ ιδίων μου δια τους συντρόφους κ’ εσύ τους ανακάτευες αναντίον μου. Αυτείνη είναι η τέχνη που ήθελες να με μάθης, κι’ ό,τι ήθελες να μου κάμης το ’παθες». Αφού μάθαν ο Χατζηχρήστος και οι άλλοι ότι έφυγα εγώ, σε δυο ώρες ήρθαν όλοι εις τον Άγιον Γιώργη, εις το χωριόν, ήταν εκεί της νέας Διοίκησης τ’ ασκέρια, ο Νοταράς, Λονταίγοι κι’ άλλοι. Έμεινε ο Γενναίος με σαράντα ανθρώπους μόνον και πήγαν εις Τροπολιτζά.
     Ο Γενναίος πήγε εις την Τροπολιτζά, οπού ’ταν ο πατέρας του. Αφού μιλήσαμε τις προκοπές των καπεταναίων, οπού θα λευτερώσουνε την πατρίδα, πάμε και εις τους ευγενείς, τους αφεντάδες. Όταν φτάσαμε εις τον Αγιώργη, ήταν εκεί ο Νοταράς κι’ ο Λόντος κι’ ο θείος του ο Αντρέας. Είχαν της Κόρθος τας προσόδους κ’ έπρεπε να πλερώσουνε τα στρατέματα. Σαν έφυγα από τους Κολοκοτρωναίους, η νέα Διοίκηση διάταξε τον Νοταρά τον Γιάννη να μας πλερώση. Πάγω μίαν ημέρα εις το κονάκι του, τον βρίσκω και τυραγνούσε έναν πολίτη, τέτοιον τυραγνισμόν δεν τον ξέραν να του κάμουν μήτε οι Κατζαντωναίοι οπού ’ταν λησταί. Δεμένος ο πολίτης, κεφάλι κι’ ο κώλος ένα, και του γύρευαν χρήματα. Τότε σιχάθηκα όλως διόλου το Ρωμαίικο, ότι μάθαμε όλοι την ληστείαν γενικώς. Του μίλησα αυτεινού του ευγενή ότι δεν είναι καλά τα τοιούτα: «Ότι όταν βλέπουν εσάς οπού κάνετε τοιούτα οι άλλοι, οι μικροί, θα φάνε ζωντανούς ανθρώπους». Σας λέγω ως τίμιος άνθρωπος, είχα ως τότε μεγάλο σέβας και ’σ αυτούς και τους σιχάθηκα να μην τους βλέπω, κι’ αναθεμάτισα την λευτερίαν, οπού θα κάμωμε μ’ αυτούς όλους. Τότε απολπίστηκα και γύρεψα να φύγω δια έξω, με βάσταξαν κ’ έμεινα. Από εκεί πήγαμε εις τα χωριά, σταθήκαμε κάνα δυο ημέρες κ’ ήρθαμε εις Άργος κι’ από ’δώ πήγαμε εις Τροπολιτζά και πολιορκήσαμε Κολοκοτρώνη, Πετρόμπεγη, Γριβαίους, οπού ’ταν με τον Πετρόμπεγη κι’ όλη την συντροφιά, και βαστούσαμε απόξω τα τείχη της χώρας, οπού ’ταν κάτι χωριά, και πολεμούσαμε νύχτα και ημέρα και σκοτωνόμαστε από το ’να το μέρος και τ’ άλλο. Οι Κολοκοτρωναίγοι φοβέριζαν εμένα, αν με πιάσουνε, θα με γδάρουνε ζωντανόν. Έβγαιναν πάντοτες και πολεμούσαμε έξω από τα τείχη.
     Μίαν ημέρα έγραψαν από μέσα έξω εις τους δικούς τους, Κολιόπουλο κι’ άλλους, τους λέγανε: «την αυγή, δυο ώρες να φέξη, να πιάσετε όλοι τα Τρίκορφα κι’ όλες αυτές τις θέσες και βγαίνομε κ’ εμείς από μέσα κ’ εσείς απόξω, να ριχτούμε όλοι συνχρόνως, να μην αφήσουμε γλώσσα από τους αντιπατριώτες». ’Στο ίδιον χαρτί αποκρίθηκαν εκείνοι οπίσου, ότι δεν είχαν ως φαίνεται, άλλο χαρτί, κ’ έλεγαν: «Είμαστε έτοιμοι και δυνατοί και κατά το γράφει’ σας πιάνομε τις θέσες, και να τους ριχτούμε συχρόνως να μην αφήσουμε ποδάρι από τους αποστάτες». (Εμείς ήμαστε αποστάτες, εκείνοι νόμιμοι!). Εγώ ο δυστυχής όλο πρόσεχα τις αναγκαίες θέσες, ότι όλοι αυτείνοι εμένα φοβέριζαν, οπού τους έγινα άπιστος. Ήμουνε από κάτου τα Τρίκορφα μέσα ’σ ένα ρέμα και φύλαγα, να ένας καλόγερος και διαβαίνει, ευτύς οπού μας είδε εμάς πέταξε το γράμμα (δεν το ’δαμε). Του λέγω: «Καλόγερε, πού πας; – Πάγω εις τ’ Άργος. – Πού ’ναι το γράμμα; του λέγω ψέματα, το ξέρω οπού ’χεις γράμμα. – Δεν έχω, μου λέγει. – Πάρτε τον, σύρτε να τον σκοτώσετε! λέγω δια φόβο. – Μου λέγει, στέκα, μη με σκοτώνετε, ’λάτε να σας δώσω το γράμμα». Πάμε και το παίρνομε, ανάβομε κερί και το διαβάζομε. Είδαμε όλα αυτά. Ευτύς κατέβηκα εις το Λόντο και Νοταρά και του Ζαΐμη τους ανθρώπους κι’ αφήσαμε από λίγους εις τα πόστα. Κ’ ευτύς πήρα το Νάση Φωτομάρα και πήγαμε ομπρός και πιάσαμε τα Τρίκορφα κι’ όλα εκείνα τα πόστα. Ήρθανε οι φίλοι, τα ’βραν πιασμένα. Μας γύρεψαν να τους αφήσουμε λεύτερη είσοδον να πάνε να μιλήσουν εις την Τροπολιτζά, να μας την παραδώσουνε και να φύγουν. Έτζι ακολουθήσαμε. Και το δειλινό φύγαν όλοι αυτείνοι και την πήραμε εμείς.
     Πήγαμε εις την Τροπολιτζά τον Μάρτιον μήνα τα 1824. Καθίσαμε ως είκοσι μέρες, το Μεγάλο Σαββάτο κατεβήκαμε εις τ’ Άργος. Αφήσαμε εις Τροπολιτζά την αναγκαία φρουρά. Εις τ’ Άργος ήταν το Βουλευτικόν όλο, μας καρτέρεσε οπού πήγαμε νικηταί – από τους Tούρκους. Το Εκτελεστικόν το νέον ήταν εις τους Μύλους τ’ Αναπλιού μέσα εις το καράβι. Τότε το Βουλευτικόν μόκανε μίαν μεγάλη υποδοχή, μόδωσε κ’ ένα ευκαριστήριον καλό και με διόρισε το Βουλευτικόν σώμα και η νέα Διοίκηση αρχηγόν της φρουράς της να προσέχω δια την ασφάλειάν της. Οι καπεταναίοι της Ρούμελης ήταν όλοι ενωμένοι με τον Κολοκοτρώνη και συντροφιά τους να γένη σύστημα καθώς το θέλαν αυτείνοι, κ’ ετοιμάζονταν να μπούνε όλοι μέσα. Έφτασε ο Δυσσέας εις το Κουτζοπόδι κ’ ένα σώμα του Καραϊσκάκη, κι’ όταν έμαθαν οπού παραδόθη η Τροπολιτζά ενέκρωσαν.
     Μίαν ημέραν έλαβα ένα καψομηνιάτικον να πλερώσω τους ανθρώπους μου. Παίρνω τους αξιωματικούς μου και τους λέγω: «Να λέτε ότι εμείς κάθε εικοσιοχτώ του μηνός πλερωνόμαστε από την νέαν Διοίκησιν». Είχαν έρθει μέσα οι αξιωματικοί του Δυσσέα, του Καραϊσκάκη και του Γκούρα. Τους πήρα και τους έκαμα ένα τραπέζι ολουνών. Είπα των αξιωματικών, των δικώνε μου, να μου χαλέψουν τον μιστόν και να μου ειπούνε ότι «έχομε εικοσιοχτώ ημέρες απλέρωτοι και θέλομε τους μιστούς μας», να μου ειπούνε. Κ’ εγώ θα τους μαλλώσω. Το μηναίον οπού ’χα ήταν όλο τάλλαρα, πήρα μίαν κασσέλα και την γιόμωσα χώμα κ’ έβαλα ένα πανί να μη φαίνεται το χώμα, και βάνω από πάνου τα τάλλαρα, ότι ήταν η κασσέλα γιομάτη χρήματα. Φάγαμε ψωμί όλοι οι μουσαφιραίοι, εκεί οι αξιωματικοί μου γυρεύουν άγρια τους μιστούς τους. Τους λέγω: «Τι με φοβερίζετε δια τους μιστούς, όπού έχετε να πλερωθήτε είκοσι οχτώ ’μέρες; Μηνά είναι εδώ ο Δυσσέας, ο Γκούρας, ο Καραϊσκάκης να μη σας πλερώνουν ποτές; Εδώ είναι Κουντουριώτης, οπού ’φερε ένα καράβι γιομάτο τάλλαρα. Νόμους θέλει καλούς να γένουν δια την πατρίδα και χρήματα ξοδιάζει όσα θέλη κάθε Έλληνας. Μίαν κασσέλα γιομάτη τάλλαρα μόδωσε, σπαθί, άλογο, μουλάρια (αυτά τα είχα αγοράση μόνος μου). Γυρίζω και λέγω, των ίδιων μισαφιραίων: «Φέρτε μου, αδελφοί, αυτείνη εκεί την κασσέλα να τους πλερώσω, οπού μας χάλασαν το φαεί μας». Πάνε εκείνοι οι καϊμένοι να σηκώσουνε την κασσέλα, πού σηκώνεταν από τα χώματα; Τους λέγω: «Αφήστε την κ’ έρχομαι μόνος μου». Πήγα τους πλέρωσα. «Σύρτε εις τα κονάκια σας, τους λέγω, κι’ όποιος θέλει και παραπανισμένα χρήματα, να του δώσω».Τότε ακούνε όλοι αυτείνοι: «Νάρθομε μαζί σου κ’ εμείς, καπιτάνε, με τους συντρόφους μας, μου λένε, να γνωρίσουμε την Κυβέρνησιν! – Να ’ρθετε, παιδιά μου». Αφίνουν τον Δυσσέα μοναχόν και του μένουν κάτι ολίγοι, και οι άλλοι ήρθαν όλοι μαζί μου, το ίδιον κ’ εκείνοι του Καραϊσκάκη και του Γκούρα. Και γράφω ένα γράμμα του Γκούρα και του λέγω: «Με τον Κολοκοτρώνη τελειώσαμε εδώ, καλώς να μας δεχτής εις την Αθήνα. Να ’ρθης να υποταχτής και να ενωθής με την Διοίκησιν μπροστά και ύστερα ήρθε κι’ αυτός, ήρθε κι’ ο Γκριτζώτης, και τους πήρα και πήγαμε εις το καράβι και εις το Βουλευτικόν και γνώρισαν την Διοίκησιν.
     Ύστερα παρουσιάστη ο Δυσσέας ως πολιτικός με το καλαμάρι εις το ζουνάρι, κ’ έλεγε: «Εγώ εις το εξής είμαι πολιτικός». Ο κολοκοτρώνης και η συντροφιά του ετοιμάζονταν να ’ρθούνε αναντίον μας εις Άργος δια να διαλύσουνε το Βουλευτικόν και την Κυβέρνηση. Τ’ Ανάπλι το βαστούσαν αυτείνοι κ’ εμείς τους πολιορκούσαμε απόξω. Μου παραγγέλνει ο Νικήτας (ότι φύλαγα εις το κεφαλόβρυσον, εις τους Μύλους), μου παραγγέλνει ότι θα ’ρθη και θα με πάγη κυνηγώντας ως την Ρούμελη κι’ όπου θα με πιάση, θα σκίση τα νεύρα των ποδαριών μου να με κρεμάση ανάποδα. Εγώ του είπα να κοπιάση, κι’ αν τον πιάσω εγώ, δε θα του κάμω αυτά, θα φάμε και θα πιούμε μαζί, ότ’ είναι αγαθός αγωνιστής και πατριώτης. Σε δυο ημέρες μας πλάκωσαν όλοι, ο Νικήτας, ο Κολιόπουλος, ο Γενναίος, ο Τζόκρης, ο Αποστόλης Κολοκοτρώνης κι’ άλλοι πολλοί. Πολεμήσαμε, αυτείνοι ήθελαν να πιάσουνε την κούλια της Νταλαμανάρας, βαρεθήκανε εκεί από ’μάς, σκοτωθήκανε καμπόσοι. Έπιασα την κούλια μαζί με τον Χατζηχρήστο, την βαστήξαμε ένα μερόνυχτον, πολεμούσαμε νύχτα και ημέρα. Εκείνοι ήταν πολλοί, και σκοτωθήκανε κι’ από τα δυο μέρη. Τότε έβαλα ένα πάτερον ’στην κούλια και κολλήσαμε απάνου, ότι δεν είχε πάτωμα, και κολλώντας απάνου τους βαρούγαμε εις το κρέας, κι’ άφησαν το χωριόν, ότ’ ήθελαν να το βαστούνε, να ’χουν την είσοδον από το Κούτζι εις τ’ Ανάπλι να μπάζουνε ζωοτροφές των δικώνε τους. Σαν τους χτυπήσαμε, άφησαν το χωριόν την Νταλαμανάρα εις την εξουσίαν μας κι’ αυτείνοι όλοι πήγαν εις το Μέρμπακα και ’σ εκείνα τα χωριά ολόγυρα. Πήγα κ’ εγώ πλησίον τους κ’ έπιασα το Λάλουκα. Κινήθηκαν τότε αυτείνοι με τον ζαϊρέ να μπούνε εις τ’ Ανάπλι. Πήγε ο Χατζηχρήστος αναντίον τους, τον μπλοκάραν. Σηκώθηκα εγώ να πάγω μιντάτι του Χατζηχρήστου, εις τον δρόμον οπού ’ναι το χωριόν του Χατζηχρήστου, το Μπολάτι, το ’χε πιασμένο ο φίλος μου ο Νικήτας να μας βαρέση.
     Τους ριχτήκαμε απάνου τους και τους τζακίσαμε και τους πήγαμε κυνηγώντας ως κοντά εις το Μέρμπακα, κοντέψαμε να φάμε το βράδυ ψωμί με τον αδελφόν μου Νικήτα, από τρίχα γλύτωσε. Σκοτώθηκαν κι’ από ’κείνους κι’ από τους δικούς μου και πληγώθηκαν καμπόσοι. Χάλασε και τους άλλους ο Χατζηχρήστος και δεν έμπασαν ζαϊρέ ’σ τ’ Ανάπλι. Πήρα τους σκοτωμένους και τους έθαψα, και τους λαβωμένους τους ήφερα εδώ και τους έβαλα εις τον γιατρόν.
     Το βράδυ ο Γενναίος και οι συντρόφοι του πλέρωσαν έναν σαράντα ρουμπιέδες να ’ρθη να καταπατήση εις το Λάλουκα, οπού καθόμουν, πούθε έχει χαβαλέ το κονάκι μου, να ’ρθούνε όλοι να μου ριχτούν ή να με σκοτώσουνε, ή να με πιάσουνε ζωντανόν. Τον γνώρισε ο νοικοκύρης οπού ’ταν τζασίτης, τον έπιασαν τα παιδιά, πήγα κ’ εγώ οπού ήμουν εδώ, εις τ’ Άργος, με τους λαβωμένους, τον σφίξαμε και μαρτύρησε αυτά. Τότε αντίς να ’ρθούνε αυτείνοι ’σ εμένα, πήγα εγώ, και τους το ’πιασα ομπρός ’σ ένα ρέμα και τους πρόσμενα. Τους είπαν από το χωριόν, οπού πιάσαμε τον τζασίτη, και σηκώθηκαν και πήγανε απ’ όξω από τα χωριά να μπούνε εις τ’ Άργος να διαλύσουνε την Βουλή, ότ’ ήταν μόνοι τους εκεί οι βουλευταί. Από το ’να το μέρος αυτείνοι κι’ από την μέση εγώ, και μπλατζαστήκαμε ’στην Παναγιά του Άργους, εις το διάσελον – έτοιμοι να μπούνε μέσα. Εκεί βαρεθήκανε κι’ από τα δυο μέρη, όμως τους τζακίσαμε και τους πήραμε ομπρός, τους πιάσαμε όλα τους τα φορτώματα και τους κολλήσαμε εις το πέρα βουνό όλους, οπού ’ναι αντίκρυα από το κάστρο. Εγώ απόστασα, έσκασα από το κάμα. Πλέρωσα παιδιά ελεύτερα και κεφάλωσαν από πάνου τους. Ήρθε κι’ ο Νοταράς στο πέρα μέρος κι’ ο Χατζηχρήστος, αρχίσαμε τον πόλεμον. Ταίνιασαν εκείνοι από την δίψα, ότι δεν είχαν νερό. Τους έκαμε πλάτη ο Νοταράς και φύγαν. Πιαστήκαμε, μαλλώσαμε οι δυο μας, και ήμαστε μαζί κι’ αναχώρησα. Τότε πήραν το φύσημά τους εις το βασίλειόν τους, εις την Καρύταινα. Τότε παραδόθη τ’ Ανάπλι με το Παλαμήδι και πάνε κι’ αυτείνοι γυρεύοντας τους άλλους εις την Καρύταινα. Τότε η Διοίκηση και το Βουλευτικόν μ’ έκαμαν αντιστράτηγον και μου χάρισαν κ’ ένα άλογον. Κι’ ως φρουρά τους πήρα και πήγαμε εις τ’ Ανάπλι, Βουλευτικόν κ’ Εκτελεστικόν.
     Θέλω να σημειώσω τον πατριωτισμόν των συντρόφωνέ μας Μεταξά, Ζαΐμη, Ντεληγιανναίγων, όλοι αυτείνοι, η συντροφιά η Κολοκοτρωναίγικη και οι Λονταίγοι και οι Νοταραίγοι έγιναν ένα και δια ’κείνο τους έκαμε πλάτη ο Νοταράς και φύγαν από’κεί οπού τους είχαμε κλεισμένους. Ότι έκαμαν νέες συντροφιές να διορθώσουνε την πατρίδα – να σκοτωθούμε μ’ αυτούς, να μηνκοπιάσουν δι’ αυτό οι Tούρκοι. Άμα μπήκαμεν εις τ’ Ανάπλι, γύρισαν όλοι αυτείνοι κ’ έγιναν ένα, και είχαν πρόφασες μεγάλες. Και η μεγαλύτερη ήταν ότι πήγε εις το καράβι ο Ζαΐμης και δεν προσηκώθη ο Κουντουργιώτης, και δι’ αυτό το μέγα έγκλημα πρέπει να σκοτωθούμε όλοι και να χαθή και η πατρίς.
     Ένα βράδυ μαζώχτηκαν όλοι αυτείνοι εις του Νοταρά το σπίτι, έστειλαν και πήγα κ’ εγώ, κι’ ακώ τα νέα παγγύρια: «Τ’ είναι αυτά όπου κάνετε, αδελφοί; τους λέγω. Εσύ ’σαι ο Ζαΐμης, εσείς είσαστε οι Λονταίγοι, οι Νοταραίγοι και οι άλλοι σημαντικοί της πατρίδος; Δεν χορτάσετε τόσους μήνους σκοτώνοντας τους καλύτερους Έλληνες δια τα κέφια σας, δια τους νόμους σας; Τι αμαρτίες είχαμε εμείς οι δυστυχισμένοι Ρουμελιώτες να σκοτωθούμε όλοι δια το κέφι σας; Εγώ έθαψα τόσους Ρουμελιώτες, και οι άλλοι το ίδιον, κ’ εκείνοι οπού σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν κι’ από τ’ άλλο το μέρος οι περισσότεροι ήταν Ρουμελιώτες. Εγώ από δικό μου μέρος θα πάρω τους συντρόφους μου να πάγω εις την πατρίδα μου να σκοτωθώ με τους Tούρκους κι’ όχι με τους αδελφούς μου». Τότε με παίρνει ο Ζαΐμης και πάμε ’σ έναν οντά και μου λέγει μη φωνάζω κι’ ακούσουνε και οι άλλοι Ρουμελιώτες και φωνάζουν κι’ αυτοί, και ν’ ακολουθήσω την συντροφιά τους και να μου δώσουνε χίλια γρόσια τον μήνα μιστόν «Πενήντα χιλιάδες να μου δώσετε, κρέας δια εμφύλιον πόλεμον δεν πουλώ!» Και σηκώθηκα κ’ έφυγα.
     Ήρθαν στερνά ο Δυσσέας, ο Γκούρας, ο Καραϊσκάκης, ο Καλτζοδήμος, ο Σαφάκας και οι άλλοι, ανταμωθήκαμε εις τ’ Ανάπλι, κι’ ο Καραϊσκάκης και, οι άλλοι με φιλιώσαν με τον Δυσσέα και Γκούρα και φιληθήκαμε όλοι κ’ ενωθήκαμε, κι’ αποφασίσαμε να μην μείνη εις Πελοπόννησον Ρουμελιώτης, κι’ όποιος μείνη να τον κατατρέχωμε όλοι. Τους είπα και τις νέες συντροφιές – τις ήξεραν κ’ εκείνοι – και τι μου είπε ο Ζαΐμης.
     Τότε εκρίθη εύλογον από την Διοίκησιν να μου δώση κι’ άλλο σώμα και μαζί με τους δικούς μου να έβγω έξω, ότι, μάθαμε, έρχονταν νέγοι Tούρκοι. Ο Δυσσέας, ήθελε να πάγω μαζί του, δεν ήθελα. Έμεινα σύνφωνος να πάγω με τον Καραϊσκάκη – ήμαστε αγαπημένοι από την Άρτα. Aφού ετοιμαζόμαστε δι’ αυτό, να βγούμε έξω, ήρθε είδηση ότι τα Ψαρά τα κυρίεψε ο Καπετάν πασσάς και φοβερίζουνε με τα καράβια οι Tούρκοι να έρθουν με στρατέματα να χαλάσουνε και τη Νύδρα και Πέτζες. Τότε η Κυβέρνηση λέγει ολουνών αυτείνων των καπεταναίων να πάρουν ασκέρια και να πάνε εις Νύδρα και Πέτζες. Δεν θέλησε να πάγη κανένας. Με διατάζουν εμένα να πάγω, μου λένε αυτείνοι να μην πάγω, ότ’ είναι νησιά και θα χαθώ: «Ούθε έχει ανάγκη η πατρίδα, τους λέγω, πρέπει να πάμε και καταξοχή ’σ αυτά τα νησιά οπού έλυωσαν πολεμώντας με τους Tούρκους, κι’ άνθρωποι και καράβια και κατάστασή τους. Εγώ θα πάγω ν’ αγωνιστώ». Τότε πήρα το σώμα μου και πήγα εις τη Νύδρα. Οι άλλοι όλοι, οι Ρουμελιώτες, πήγαν έξω, εις την Ρούμελη.
     Εις τη Νύδρα διάταξαν και ήρθε ο Καρατάσιος με το σώμα του κι’ άλλοι οπλαρχηγοί Βάσιος, Χατζηχρήστος, Γριβαίγοι, και καθίσαμε εκεί πέντε μήνες. Είχα την αγάπη ολουνών των Νυδραίων εγώ και οι συντρόφοι μου και πάντοτες μ’ είχαν εις τα τραπέζα τους και συναστροφές τους.
     Μίαν ημέρα ήταν έτοιμα να κινήσουν όλα τα καράβια να πάνε να προφτάσουνε την Σάμο, ότι κιντύνευε, ήρθε επίτηδες άνθρωπος και είπε τον κίντυνό της. Τα στρατέματα τα δικά μας ήταν έξω από τη Νύδρα, την χώρα, και φύλαγαν εις την άκρη την νήσο ολόγυρα, να μην γένη ντισμπάρκο πουθενά. Το σώμα το δικό μου το ’χα εις τον Αγιλιά – οπού ’κανε χρεία, να κινηθούμε. Ετοιμάζονταν τα καράβια να προφτάσουνε την Σάμον, και ήταν ο κόσμος όλος κάτου εις τον γιαλό, εις το παζάρι, να ψωνίσουνε, εκεί έρριξε ένας Νυδραίος και σκοτώνει έναν Στεργιανόν, ρίχνει ένας άλλος Στεργιανός, σκότωσε τον αίτιον, σούμα σκοτώνονται έξι. Εγώ μ’ είχαν οι πρόκριτοι και καθόμουν εις το μοναστήρι ’στηνΠαναγιά, οπού συνάζονταν εκεί και οι πρόκριτοι, μου ’χαν οντά, κι’ όταν ερχόμουν από τους ανθρώπους μου, έμενα ’στο μοναστήρι. Ακούγοντας αυτόν τον καυγά, πήγα να τον ησυχάσω και κιντύνεψα και την ίδιαν μου ζωή, και οι καπεταναίγοι και οι νοικοκυραίοι με σώσαν από αυτόν τον κίντυνο των Νυδραίων, οπού παντήχαιναν ότ’ ήμουν ο αίτιος του κακού εγώ. Πάγω ύστερα εις το μοναστήρι ’στην Παναγιά, σύναξα εκεί κι’ όσους ήταν απ’ ούλα τα σώματα εις την πολιτεία – ήταν περίτου από εκατό άνθρωποι – τους έβαλα μέσα να μην κάμουν νέον καυγά όσο– να φύγουν τα καράβια. Έκλεισα το μοναστήρι, με τους ανθρώπους μέσα. Σε ολίγον πλάκωσαν όλοι οι Νυδραίοι με τα μαχαίρια και τρομπόνια και μου φέρνουν τους σκοτωμένους απ’ όξω την πόρτα του μοναστηριού. Μιλλιούνια βρισές εμένα, γύρευαν να ριχτούνε από τους τοίχους να μπούνε μέσα να μας πάρουν. Οι άνθρωποι οπού ’ταν μέσα ήθελαν να ρίξουν απάνου τους, εγώ ήθελα να ησυχάσω αυτό το κακό, ότι θα κιντύνευε η Νύδρα, ότ’ ήταν απάνου εις το νησί Στεργιανοί από ’μάς περίτου από πέντε χιλιάδες, και θα λυώναμε κ’ εμείς και οι Νυδραίγοι – και ύστερα κιντύνευε και γενικώς η πατρίδα. Εκείνοι με βρίζαν, εγώ τους διάταζα. Τρεις βολές μόκαμαν γιρούσι. Τους ησύχαζαν και οι νοικοκυραίοι. Τότε η χάρη του Θεού και της Παναγίας με φωτίζει και βγάζω έναν άνθρωπο κρυφίως με ντεσκερέδες σε όλους τους αρχηγούς, τους Στεργιανούς, και τους λέγω πώς ακολούθησε αυτός ο καυγάς, κ’ έρριχνα το βάρος των Στεργιανών, ότι αυτείνοι ήταν οι αίτιοι (και οι αίτιοι ήταν οι Νυδραίοι, όμως δια να σβύσω το κακό έλεγα αυτά). Τους έλεγα: «Αφού οι δικοί μας έκαμαν αυτόν τον σκοτωμόν και μείναν τα καράβια και η πατρίς είναι σε κίντυνον, να μην κινηθή κανένας σας από τα πόστα του, ούτε άνθρωπος να ’ρθη μέσα όσο να ιδούμε τι θα γένη». Γράφω κι’ ένα τεσκερέ του Κουντουργιώτη., του κυρ Λάζαρου, και του λέγω: «Οσοι ντεσκερέδες είναι τόσους ανθρώπους γλήγορους να βγάλης, να τους πάνε εις την θέσιν του κάθε ενός αρχηγού, να μη μάθουν τον καυγά και κινηθούν τ’ ασκέρια. Εγινε αυτό. Από την άκρη τη χώρα είχαν πλησιάση οι δικοί μου οι άνθρωποι, ότι μάθαν ότι μ’ έκλεισαν, κ’ εκεί οπού διάβασαν τον τεσκερέ μου μείναν, το ίδιον και οι άλλοι. Αν μπαίναν μέσα, θα ’πιαναν όλη την χώρα, ότ’ ήταν άδεια από Νυδραίους – ήταν όλοι κάτου εις το μοναστήρι – και τότε σαν πιάναν την χώρα και σπίτια, θα τους σκότωναν και θα γύμνωναν και την πολιτεία.
     Τώρα θα σας γράψω και την επιρροή του κυρ Λάζαρου Κουντουργιώτη και των άλλων νοικοκυραίων, όμως πρώτα αυτεινού. Κολλάγει ο Λάζαρος ’σ ένα ψήλωμα και τους βάνει έναν λόγον (και είχε συναχτή όλος ο λαός). Τους είπε τ’ αντραγαθήματά τους και την γενναιότητα και πατριωτισμόν οπού δείξαν σε τόσους πολέμους και σώσαν την πατρίδα. Σήμερα όλα αυτά τ’ αντραγαθήματα χάνονται, μαζί και η πατρίς. Τους είπε πολλά από αυτά. Εκείνοι είπαν: «Δεν θέλομε τα ξένα στρατέματα εις το νησί μας!». Τους αποκρίθηκε ότ’ είναι αναγκαία. «Και δια την ευταξίαν, είπε, διορίζομε τον Μακρυγιάννη κ’ έναν δικό μας Νυδραίον να ’χουν ανθρώπους δικούς μας κι’ από τους ξένους ν’ αγρυπνούν δια την ησυχίαν και τιμή μας». Μείναν σύμφωνοι όλοι εις αυτό. Κι’ όσο να κάμη τον σταυρό του ο άνθρωπος, δεν πέρασαν δυο ώρες, πότε βάλαν τα καράβια ’σ ενέργειαν; Και κινήθηκαν και πήγαν και πρόφτασαν την Σάμον κι’ αφάνισαν τον στόλον και χάθηκαν τόση Τουρκιά. Τότε με διόρισαν εμένα και πήρα κι’ απ’ ούλα τα σώματα στρατιώτες, διορίστηκε κι’ ένας Νυδραίος από πολίτες. Και βαστάξαμε την ευταξίαν.
     Γυρίζοντας οπίσου οι μπουρλοτιέρηδες, οπού κάψαν καράβια των Tούρκων, μίαν ημέρα πέρναγε από το κονάκι μου ένας μπουρλοτιέρης (είχα κονάκι έξω πιασμένο, παραπάνου από την Παναγιά), είχα εις το κονάκι μου αφημένους πεντέξι ανθρώπους τίμιους να φέρνωνται φρόνιμα εις τον μαχαλά, εγώ ήμουν εις το μοναστήρι με τους προκρίτους (πήγαινα κάθε ημέρα εκεί και μιλούσαμε, μ’ αγαπούσαν κ’ εγώ τους σεβόμουν ως μεγαλύτερους), ’στο κονάκι είχα ένα μικρό παιδί κ’ έπλυνε τα πιάτα. Έκαμε να ρίξη το νερό κάτου εις τον δρόμον, η κακή τύχη – πέρναγε εκείνη την ώρα ο μπουρλοτιέρης, οπού τότε ’σ εκείνη την περίστασιν ο κάθε μπουρλοτιέρης ήταν μισός θεός, το νερόν οπούρριψε το παιδί έπεσε απάνου εις τον μπουρλοτιέρη, χωρίς να τον ιδή το παιδί. Τότε κολλάγει εις το κονάκι ο μπουρλοτιέρης μ’ άλλους συντρόφους του, θέλουν να σκοτώσουνε τους αίτιους, μαζώνεται η μισή Νύδρα, γίνεται ένας καυγάς, άλλοι υπέρ κι’ άλλοι κατά του μπουρλοτιέρη και συντροφιάς του. Έρχονται μου το λένε εμένα, πάγω και βρίσκω αυτόν τον θόρυβον, αναντιώνονται και ’σ εμένα, χωρίς εγώ να ξέρω. Του λέγω του μπουρλοτιέρη το λάθος και τι κάνουν τα σκουτιά να τα πλερώσω να πάψη το κακό. «Τριακόσια γρόσια»! Βγάζω, μετράγω τα χρήματα, παιρνω τα σκουτιά. Μάλλωναν καμπόσοι ότι με ζήμιωσε και δεν κάναν ούτε εκατό γρόσια. Αφού τα πήρα, τα σιδέρωσα, τα ’στειλα με τον γραμματικόν μου εις τους προκρίτους, όποιος κάμη αντραγάθημα, μπουρλοτιέρης, να τα προσφέρουν από ’μένα, ότι εγώ δεν φορώ τέτοια σκουτιά. Και είπε ο γραμματικός τα αίτια πώς έτρεξαν και εις το εξής να μη φοβερίζη ο μπουρλοτιέρης και οι συντρόφοι του, και τους ακολουθήση κάνα δυστύχημα. Αφού οι πρόκριτοι άκουσαν αυτό, πικράθηκαν πολύ κ’ έστειλαν και πήραν τον μπουρλοτιέρη και συντρόφους του να τους παιδέψουν. Το ’μαθα εγώ αυτό και πήγα και τους ’περασπίστηκα. Και ησύχασαν εις το εξής οι Νυδραίοι, και μ’ είχαν τον στενώτερό τους φίλον (και είμαστε φίλοι ως την σήμερον).
     Δεν ήταν πλέον υποψία εις τη Νύδρα και ήρθε διαταγή από την Κυβέρνησιν εγώ να περάσω με το σώμα μου εις Άργος κι’ ο Καρατάσιος με το σώμα του εις την Αθήνα και οι άλλοι αλλούθεν. Εις τη Νύδρα οπού ’μαστε έφερνα όλο το σέβας εις τον Καρατάσιον, ως αρχηγόν οπού τον είχαμε όλοι κι’ ως γεροντότερον, και μ’ αγαπούσε κι’ αυτός ως παιδί του. Κι’ όλοι του οι καπεταναίοι ήταν μ’ εμένα ως αδελφοί, γενναίοι άντρες. Του είπα του Καρατάσιου κι’ ολουνών των καπεταναίων του ότι: «Εμείς ο τόπος μας εχάλασε, του κάθε ενού, και καταξοχή ο δικός σας, οπού ’στε απόξω. Το λοιπόν, επειδή τις κι’ ο τόπος σας έμεινε έξω, ο Δυσσέας, ο Γκούρας και οι άλλοι οι Ρουμελιώτες, καθώς και οι Πελοποννήσιοι σας θέλουν να σας έχουν ως δούλους, με την δύναμή σας να τηράνε τα νιτερέσια τους, να γυμνώνουν την πατρίδα, καθώς το λέπετε, να παίρνουν τα καλύτερα υποστατικά και να κάνουν συχνούς εφύλιους πολέμους. Και δια να χαίρωνται αυτά οπού άδραξαν όλοι αυτείνοι, κάθε ολίγον εφύλιους πολέμους φέρνουν εις την πατρίδα και φατριασμούς, καθώς το είδαμε ως τώρα πόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν από ’μάς δια τα κέφια εκεινών. Και η πατρίς κιντυνεύει, κ’ εμάς θα μας κάμουν κοπέλια τους. Και δια να δυναμώση η πατρίς πρέπει να ενωθούμε στενά εμείς και μ’ όσους άλλους μπορέσουμε. Και να είμαστε με την Διοίκησιν και με τους νόμους, να δυναμώνουμε αυτά, ότι έτζι δυναμώνει γενικώς η πατρίδα κι’ όχι τα άτομα». Ορκιστήκαμε εις αυτό ο Καρατάσιος, ο Γάτζος κ’ εγώ να είμαστε σύνφωνοι κι’ αχώριστοι δια την πατρίδα και θρησκεία κατά τον όρκον οπού κάμαμε όταν πρωτοσηκωθήκαμεν δια την λευτερίαν μας. Μίλησα ξεχωριστά και με τους άλλους καπεταναίους του και καταξοχή με τον γενναίον κι’ αγαθόν Βελέτζα κι’ άφησα αυτόν να τους βαστάγη, να μην τους διαγείρη κανένας και τους απατήση, ότι είναι αγαθοί άνθρωποι και μπορούν ν’ απατηθούν. Φιληθήκαμε, και πάνε αυτείνοι εις την Αθήνα κ’ εγώ ήρθα εις τ’ Άργος. Και συνφωνήσαμε ό,τι μαθαίνω ν’ αγροικιώμαστε συχνά. Κι’ ακολουθούσαμε αυτό, χωρίς να μας παίρνουν χαμπέρι οι επίβουλοι της πατρίδος και οι ’διοτελείς.
     Άμα ήρθα εδώ, εις Άργος, με διατάζει η Διοίκηση να πάρω το σώμα μου κι’ απ’ ούλα τ’ άλλα σώματα οπού ’ταν εις τ’ Ανάπλι, του Χατζηχρήστου κι’ αλλουνών, να γένουν όλοι αυτείνοι ως χίλιοι διακόσοι άνθρωποι κι’ αρχηγός να είμαι εγώ ’σ αυτούς κι’ ο Παπαφλέσσας εις τα πολιτικά, να πάμε εις την Αρκαδιάν, ότι ’ρέθισαν τους κατοίκους εκεί ο Κολοκοτρώνης με τον συβουλάτορά του Μεταξά κι’ όλοι οι συγγενείς του Κολοκοτρώνη και οι συντρόφοι του οι νέοι, όλοι της Πελοπόννησος οι κοτζαμπασήδες. – Αφού θέλησε ο Θεός να γίνωμε κ’ εμείς έθνος, δι’ αυτό σκλαβώθηκαν οι σημαντικοί της Ρούμελης, σκοτώθηκαν, θυσιάστηκαν, ήταν νοικοκυραίοι, έγιναν διακοναραίοι, κι’ άλλοι δια την πατρίδα έλειψαν και χάθηκαν ολότελα. Αυτοί πριν από την επανάστασιν βάσταγαν την πατρίδα όσο ναύρη μίαν ημέρα αρμόδια να λευτερωθή, καθώς ο Θεός φώτισε κ’ ευρέθη. Ποιοι ήταν αυτείνοι; Ήταν ο Αλέξης Νούτζος, οπού ξεκρέμαγε από τα χέρια των Tούρκων τους χριστιανούς και θυσιάστηκε και εις την επανάστασιν. Έδωσε περίτου από ’να μιλιούνι γρόσια και βασανίζονταν εις τα στρατόπεδα Σουλιού, Άρτας κι’ αλλού. Οι Νακαίγοι θυσιάσαν εις την επανάστασιν πραματικώς, ο Φίλων, ο Λογοθέτης και οι άλλοι. Οι Σαλωνίτες, οι Φηβαίγοι, οι Ταλαντιναίγοι, οι Λιδορικιώτες, οι Κραβαρίτες, οι Μισολογγίτες, οπού ’γιναν στάχτη, οι Αποκουρίτες, οι Βραχωρίτες, όλο το Κάρελι κι’ ο Βάλτος – οι Μεγαπαναίγοι, οι Μαυροματαίγοι, οι Καραγιανναίγοι– , οι Καρπενησιώτες και τ’ άλλα τα μέρη της Ρούμελης, πλούσιοι νοικοκυραίοι και κάτοικοι και πολλοί γενναίοι οπλαρχηγοί. Εις την Ρούμελη, αφού ο Tούρκος κοιμάταν με την γυναίκα του εις την Λάρσα, τ’ άλλο το βράδυ ήταν εις το σπίτι του Ρουμελιώτη. Τον κατασκότωνε, τον κατασκλάβωνε και τον έκαιγε. Πέστε μου ένα σπίτι παλιόν εις την Ρούμελη οπού να μην είναι χτίριον μοναχά. Πέστε μου πολιτείαν να μην κάηκε και οι γες έρημες και μπαΐρια ως την σήμερον. Σας είπα τις θυσίες της Ρούμελης. Κι’ αδικημένη είναι κι’ αφανισμένη. Νόμους γυρεύει και σύστημα να πάγη η πατρίς ομπρός. Ο Κολοκοτρώνης όμως κι’ ο Μεταξάς και οι άλλοι οι τοιούτοι καθημερινούς εφύλιους πολέμους θέλουν και φατρίες αυτείνοι τις γέννησαν κι’ από αυτούς προχώρεσαν κ’ οι Αράπηδες.
     Τα 1824 Οκτωβρίου 14 έλαβα την διαταγή να περιλάβω τους ανθρώπους ’στην οδηγίαν μου και να πάγω – ότι δεν προσηκώθη ο Κουντουργιώτης εις τον Ζαΐμη, ότ’ είχε άλλη δουλειά και δεν προσηκώθη εις το καράβι, αντάρτης ο Ζαΐμης. Πήγαμε ’στην Τροπολιτζά, εκεί συναχτήκαμε όλοι να πάμε εις την Αρκαδιά κι’ ο Παπαφλέσιας μαζί. Όμως κι’ αυτεινού του μακαρίτη ο χαραχτήρας ήταν σαν εκεινών. Είχαμε πιαστή πρωτύτερα και βριστήκαμε ομπρός εις την Κυβέρνησιν. Ήθελαν να στείλουν και πρωτύτερα εμένα ’σ αυτείνη την ανταρσίαν και δεν θέλησα, και στείλαν τον Χριστόδουλον Ποργιώτη και τον έπιασαν οι αντάρτες ζωντανόν μ’ όλους του τους ανθρώπους εις την Μεσσηνίαν. Και ήθελε κ’ εμένα ο άγιος Αρχιμανδρίτης να με στείλη, (ήθελε να κάνη τους πατριώτες του παληκάρια) κ’ εγώ του είπα να κοπιάση να πάμε μαζί, ότι εγώ δεν γνωρίζω ούτε τις θέσες, ούτε τους ανθρώπους. Αφού πήγαμε εις την Τροπολιτζά, ο Σταϊκούλης (ήταν εκεί, ήμαστε φίλοι) μου είπε ότι οι Κολοκοτρωναίγοι έχουν πάθος ’σ εμένα και θα με πιάσουνε ζωντανόν ή σκοτωμένον. Ότι εγώ τους βήκα άπιστος κ’ έφυγα από τα οτζάκια αυτά, από Δυσσέα και Κολοκοτρώνη, και τώρα με διατάττει η Κυβέρνηση και τους πάγω αναντίον τους. Κι’ όσα μπορέσουνε, μου είπε, θα ξοδιάσουνε ή με δικούς μου ανθρώπους, ή με δικούς τους θα με ξεμπερδέψουνε. Ο Σταϊκούλης είχε μίαν ανιψιά και ήθελε να με κάμη γαμπρό και δεν του ’λεγα το όχι κ’ έλπιζε. Ήταν κι’ αυτός, καθώς μου ’λεγε, παρών ’στην ομιλίαν τους εκεινών, οπού μιλούσαν αναντίον μου. Εγώ του είπα: «Δεν πάγω πουθενά να γυμνώσω ή να διατιμήσω κανέναν, η πατρίς μου χωρίς νόμους και διοίκησιν κιντυνεύει. Πάγω δι’ αυτείνη κι’ ο Θεός είναι αρχηγός και προστάτης του καλού». Του είπα του Σταϊκούλη ό,τι μαθαίνη, να μου στέλνη με σίγουρον άνθρωπον.
     Ο Παπαφλέσιας πήρε μίαν γυναίκα μ’ ένα ντέφι κ’ έναν με βιολί και πήγαμε εις Λιοντάρι. Από τα σώματα, τους χίλιους διακόσους ανθρώπους, δεν ακολούθησαν μαζί μας μήτε εξακόσοι, δεν θέλαν να ’ρθουν, τους ανακάτωναν οι αναντίοι και τους δείλιαζαν, σαν χάλασαν οι Μεσσήνιοι τον Ποργιώτη εις τους Λάκκους. Σηκωθήκαμε μ’ αυτούς πήγαμε εις Λιοντάρι. Κρατεί αυτό το μεγαλύτερο σώμα εκεί ο Παπαφλέσιας, κ’ εμένα με διακόσους πενήντα, οπού ’χα δικούς μου, μου είπε να κατέβω εις τους Λάκκους όσο να συνάξη πατριώτες του ο Παπαφλέσιας και την αυγή έρχονται κι’ αυτείνοι. Μπιστεύτηκα, πήρα τους ανθρώπους μου και κατέβηκα εις τους Λάκκους.Το βράδυ το μαθαίνουν οι Αρκαδηνοί, οι λεγόμενοι Ντρέδες, και δια νυχτός αυτείνοι κι’ άλλοι από τα κοντινά μέρη έρχονται και με κλείνουν ολόγυρα και πιάνουν όλα τα τριγυρινά χωριά. Μαθαίνοντας εγώ αυτό, μπονόρα – ήταν καρσί το Μελιγαλά κ’ έχει καμπόσες κούλιες, έστειλα και τήραξα, δεν τις είχαν πιασμένες ακόμα– σηκώθηκα και πήγα και τις έπιασα αυτές και το χωριόν, και δυναμωθήκαμε από κάτου. Πλάκωσαν πεζούρα, καβαλλαρία πλήθος, μου παραγγέλνουν ν’ αδειάσω το χωριόν, ότι θα μπούνε αυτείνοι, οπού λευτέρωσαν αυτούς τους τόπους, και θα φάνε αυτείνοι κόττες και γάλλους και πήτες, κ’ εγώ να φύγω να πάγω από ’κεί οπού ’ρθα, ότι πήγα και τους πάτησα τα γερά τους χώματα. Κι’ αν δεν φύγω, να τους καρτερέσω, και θα μου ριχτούνε, και θα το πάθω χερότερα από τον Ποργιώτη. Εκείνους τους εσπλαχνίστηκαν και τους πήραν τ’ άρματά τους και τους απόλυσαν, εμάς και τ’ άρματά μας θα μας πάρουν και τα κόκκαλά μας θα μείνουν εκεί. Τότε στοχάστηκα κι’ αυτούς τους αποστάτες της πατρίδος ν’ απατήσω, δια να μην πάθωμεν καμμίαν ντροπή, ξένοι άνθρωποι κι’ ολίγοι, σε τόση δύναμιν οπού ’ταν αυτείνοι, και τον γενναίον Παπά Φλέσια, οπού γλεντάγει εις το Λιοντάρι με τις γυναίκες και τα λαλούμενα – και δια να γλεντάγη βάσταξε κι’ όλους τους ανθρώπους (δια να πάθω εγώ με τους συντρόφους μου), πρέπει να φέρω και την αγιωσύνην του εδώ να μιλήση με τους πατριώτες του τους Αρκάδιους, οπού γνωρίζουν τον πατριωτισμό και την αρετή ένας του άλλου. Λέγω των Αρκάδιων οπού ’ρθαν πλησίον μου, αφού ρώτησα πώς λένε τους αρχηγούς, τον καθένα, τους λέγω να βγούνε αλάργα από τους ανθρώπους τους αυτείνοι όλοι, οι αρχηγοί, ότι θέλω να τους μιλήσω, ότ’ είμαι διαταμένος από την Κυβέρνησιν. Συνάχτηκαν όλοι ’σ ένα μέρος, δυνάμωσα το χωριόν καλά, πήρα κι’ ανθρώπους μαζί μου και πήγα.
     Εκεινών οπού άφησα εις το χωριόν τους είπα, αν έρθω μαζί μ’ εκείνους και τους κάμω το σινιάλο, να τους βαρέσουνε, όταν πλησιάσω από κάτου την κούλια, αν θελήσουνε να ’ρθουν μαζί μου να μπούνε εις το χωριόν, όπως έλεγαν να τ’ αδειάσουμε εμείς να μπούνε εκείνοι. Πήγα με πεντέξι κάτου, εκεί οπού ήταν οι αρχηγοί, τους χαιρέτησα, τους είπα: «Ποιος είναι ο αρχηγός; – Ο Μήτρος». Μου τον δείξαν, τον πήρα και πήγαμε οι δυο μας παραπέρα. Του είπα: Η Κυβέρνηση δια την γενναιότητα κι’ αγώνες οπου ’χεις προς την πατρίδα έστειλε τον άγιον Παπαφλέσιαν, τον πατριώτη σας, κ’ έχει τόσες λίρες για σένα. (Ότι τότε μας δώσαν τις λίρες να λευτερωθούμε κι’ όχι όποιοι είναι κεφαλές να τις φάνε. Μούτζες και στρούτζες να ’χουν και το ’να το μέρος και τ’ άλλο). Του είπα του γενναίου αντρός τις λίρες οπού ’χει ο Παπαφλέσιας και τον βαθμό του και δια τα παληκάρια του άλλες λίρες. (Αφού σκότωσαν τους ντόπιους Tούρκους αυτείνοι, πήραν το βιον τους. Κι’ όλα τα δικαιώματα αυτείνοι τα είχαν, κι’ όλο εφύλιους πολέμους κάναν). Αυτόν τον αρχηγόν τον ηύρα πολλά φτωχόν και τον πλούτηνα με χρήματα και βαθμούς – λόγια της όρεξής του– οπού τα ’χει ο άγιος Παπαφλέσιας, ο πατριώτης του (κι’ αυτός δεν είχε άλλο τίποτα από τα παιγνίδια οπού πήρε από την Τροπολιτζά και γλένταγε με τις συμπατριώτισσές του. Αφού διόρθωσα τον αρχηγόν, τον ρώτησα τι γενναιότητα έχει ο καθείς από τους άλλους και τι πρέπει να μεσιτέψω εις τον άγιον Παπαφλέσια. Μου σύστησε εκείνους οπού ’θελε. Πήρα τον καθέναν, το’ ’δωσα από ’να ασκί μ’ αγέρα – όσο να ’ρθη ο άγιος Παπαφλέσιας, τους ανάπαψα όλους. Γύρευαν να μείνω ’στο μισό χωριό εγώ, ’στο Μελιγαλά, και ’σ τ’ άλλο μισό να μπούνε κι’ από ’κείνους. Τους περικάλεσα να πάνε ’σ άλλα χωριά να μείνουν μίαν βραδειά όσο να ’ρθη ο Παπαφλέσιας να λάβουν τα δίκια τους, κι’ όπως μείνουν σύνφωνοι, γίνεται ύστερα. Τους ησύχασα, πιάσαν τα χωριά του Ριζού και Μπούγα και μέρος από του Κάμπου και τους Κωσταντίνους. Εκεί είχανε και την διοίκησίν τους, τα πρωτόκολλά τους κι’ όλα τους τ’ αναγκαία, ως κεντρικόν χωριόν και δυνατό.
     Αφού έφυγα από αυτούς, φκειάνω ένα γράμμα του άγιου Παπαφλέσια και του λέγω: «Εδώ μαθαίνοντας τον καλό σου ερχομό, όλοι οι Αρκαδηνοί και τα κοντινά μέρη ήρθαν μικροί μεγάλοι και προσμένουν τον πατριώτη τους, τον σωτήρα τους, και ήθελαν να ’ρθούνε αυτού και τους αλκότησα, τους είπα ότι απόψε είσαι ’δώ, και μείναν. Να μην χάσης καιρό, μίαν ώρα αρχύτερα να κοπιάσης, ότ’ είναι και πολλοί σημαντικοί οπού σε προσμένουν». Το γράμμα το ’δωσα ενού ανθρώπου μου οπού να ’ναι τέτοιος ψεύτης, να ψυχώνη τον Παπαφλέσια να ’ρθη. Ευτύς οπού το ’λαβε άφησε όλα του τα παιγνίδια και ξημέρωσε εις το χωριόν Σαντάνι. Βρέθη εύλογον από τους Αρκάδιους να σταθή εκεί να είναι σε κεντρικόν μέρος, αλάργα από μέναν και πλησίον σ αυτούς. Όταν ήμαστε εις τ’ Ανάπλι έλεγε ο άγιος Παπαφλέσιας της Κυβέρνησης ότι θα φέρη τον αδελφό του Νικήτα κι’ άλλους συγγενείς του περίτου από δυο χιλιάδες, χωριστά το σώμα οπού μου βάσταξε εμένα, κ’ εγώ έμεινα με διακόσους πενήντα ανθρώπους. Ήρθε ο αδελφός του μ’ οχτώ μόνον ανθρώπους.
     Ο άγιος Παπαφλέσιας ξημέρωσε εις το Σαντάνι, να τον δεχτούνε οι πατριώτες του, μόνον με το σώμα οπού τ’ άφησα, κι’ ο αδελφός του και οι άλλοι οι συγγενείς του όλοι οχτώ. Πάνε οι γενναίοι Ντρέδες δια τα βραβεία των αντραγαθημάτωνε τους, δια χρήματα και βαθμούς, να τους τα δώση ο Παπαφλέσιας. Ο Παπαφλέσιας γύρευε τις επιδέξες, ότι άφησε τα παιγνίδια και ήρθε οληνύχτα, οι Αργάδιγοι όλο τα βραβεία. Δεν είχε κανένας τίποτα αλήθεια να δώση του άλλου. Τότε στέλνουν επίτηδες να πάγω εγώ να τους ξηγήσω την υπόθεσιν. Τους αποκρίθηκα: Εγώ είμαι ξένος άνθρωπος, δεν γνωρίζω από αυτά. – «Ντουφέκι!» του λένε οι Αρκάδιγοι του Παπαφλέσια κι’ άρχισε το ντουφέκι. Κινιώνται και δια ’μένα όσ’ ήταν εις το Μπούγα και ’σ τα Ριζοχώρια κι’ όλα εκείνα τα μέρη, περισσότερη κι’ αντρειότερη δύναμη, ένα ότι τους απάτησα και τ’ άλλο ότι τους μόλυνα τα γερά τους χώματα – τ’ απολέμητα. Πήρα εκατό ανθρώπους διαλεμένους δικούς μου και καμμιάν πενηνταριά Μελιγαλιώτες δια να τους τραβήσω από το χωριό να μη μου κάμουν καμμίαν απιστιά, και πήγα κ’ έπιασα το παλιό Αλειτρούγι, το ’χαν καμένο οι Ντρέδες και σώζονται μια παλιοκούλια και χαλάσματα. Όλα αυτά τα χωριά ρωτούσαν πόσοι είμαστε κι’ αν έχομε και καλά άρματα, να τα πρωτοπάρη ο καθείς, όποια κολώνα μας κυργέψη. Από του Ριζού το μέρος ήταν ο Μήτρο Πέτροβας, ο Γκρίτζαλης κι’ ο Καλαμπόκης, από το Μπούγα ήταν πολλές κεφαλές κι’ ως χίλιοι άνθρωποι, όλοι ελεύτεροι εις τα ποδάρια. Μας ρίχτηκαν εκείνοι και τόσο μας πλάκωσαν – το μπαγιράκι το δικό μας κ’ εκεινών πλησιάσαν, ήμαστε χαμένοι. Βγάλαμε τα μαχαίρια, σκοτώσαμε τον μπαϊραχτάρη τους, πήραμε το μπαγιράκι τους, σκοτώσαμε και άλλους πεντέξι, πιάσαμε και καμπόσους ζωντανούς και τους κυνηγήσαμε πέρα από το Μπούγα. Μ’ εκείνη την ορμή ριχτήκαμε και των αλλουνών και τους βγάλαμε καμπόσο απάνου. Τον Παπαφλέσια τον έμασαν πολλοί εις το γιοφύρι του Σαντανιού και τον πήγαν ως το Σαντάνι, και σκότωσαν δυο τρεις δικούς του και τον Χατζή Ηλία, ένα παληκάρι σπάνιον. Τότε, δια να ξεθυμάνωμε τον πόλεμον του Φλέσια, πάμε εις το Μπούγα και τους δίνομε ένα τζάκισμα και τους πήγαμε κυνηγώντα ως το Καλυβοχώρι, οπού ’ναι λωβιασμένοι κ’ εκεί τους αφήσαμε. Οι άνθρωποί μου πήραν λάφυρα πολλά, όταν τους χαλάσαμε, κι’ από ’κείνους κι’ απ’ όσους δεν φταίγαν, δεν μπορούσα να τους βαστήσω τους ανθρώπους εις την αγανάχτησιν οπού ’χαν αναντίον των Αρκάδιων, ότι μας φοβέριζαν να μας σκοτώσουνε οπού τους πατήσαμε τα γερά τους χώματα. Μου λαβώθηκαν κι’ από τους δικούς μου καμπόσοι.
     Χαλάγοντας αυτούς ριχτήκαμε και εις εκείνους οπού ήταν εις τον Παπαφλέσια, τους πήραμε τις πλάτες και τζακίστηκαν. Και σουρούπωσε, και πήρα τους πληγωμένους και πήγα εις το Μελιγαλά. Και δια νυχτός συνάχτηκαν οι Αρκάδιγοι πίσου εις το Μπουγά και Κωσταντίνους. Και τ’ αριστερά χωριά έπιασαν και δυνάμωσαν κατά της Καρύταινας το μέρος, να ’χουν τον τόπον ανοιχτόν από ’κείνο το μέρος, ότι πρόσμεναν μιντάτι από ’κείθε την αυγή, τη δύναμή τους την πολλή τους ήρθε κι’ άλλη δύναμη δια νυχτός και πιάσαν από το Μπούγα και Κωσταντίνους κ’ εκείνη τη ράχη ως τα πρόποδα του γεφυριού ’στο Σαντάνι. Τότε πήγα κ’ εγώ εις το Σαντάνι και πήρα τους ανθρώπους, κ’ έστειλα καμμιά εκατοστή και τους πήραν τις πλάτες, και συχρόνως τους χτύπησα κ’ εγώ από ’μπρός κ’ εκείνοι από τις πλάτες και τους χαλάσαμε απ’ ούλα εκείνα τα μέρη, και τους ριχτήκαμε μέσα εις τους Κωσταντίνους. Τους χαλάσαμε κ’ εκεί και πιάσαμε ζωντανούς, τους πήραμε τα πραχτικά τους κι’ όλα τους τ’ αναγκαία και τους πήγαμε κυνηγώντα ως την αλλού ψηλότερη ράχη, οπού ’ναι από πίσου τους Κωσταντίνους. Όταν χαλάστηκαν αυτείνοι εις τους Κωσταντίνους, άφησαν και το Μπούγα και κόλλησαν όλοι ’σ εκείνο το μέρος.
     Τότε τους μίλησα και τους έδωσα λόγον της τιμής και κατέβηκαν κι’ ανταμωθήκαμε οι αρχηγοί τους και πολλοί από αυτούς. Τους είπα: «Αυτό το έθνος σήκωσε ντουφέκι του Σουλτάνου – και δεν το υπόταξε. Εσείς θα το υποτάξετε και δεν θέλετε Διοίκησιν; Και ποίον έθνος χωρίς διοίκησιν και νόμους ευδοκίμησε και δεν εχάθη; Κ’ εμείς χωρίς νόμους δεν πάμε ομπρός, και δεν μας γνωρίζουν και τ’ άλλα τα έθνη. Θα μας λένε κλέφτες και παντίδους. Και οι Tούρκοι δεν χάθηκαν με τους ντόπιους εκείνους οπού σκοτώσετε εσείς κ’ εμείς, ήρθαν εις την Ρούμελη νέγοι Tούρκοι και, καθώς τρωγόμαστε, θα μπούνε κ’ εδώ, και θα σας πατήσουνε αυτείνοι τα γερά σας χώματα, οπού φωνάζετε οπού σας τα πατήσαμεν εμείς. Εμείς είμαστε συνάδελφοί σας κ’ Έλληνες. Κι’ αν δεν μάθετε γνώση, θα τα πατήσουν αυτείνοι και θα χαθήτε κ’ εσείς κ’ εμείς. – Είναι η Πελοπόννησο, μου λένε, όλη αναντίον σας και θα κάμωμε δική μας Διοίκηση. – Στοχάζεστε; τους λέγω. Σας κουβεντιάζω ως χριστιανός, ότι θα πάθετε, ότι η Κυβέρνηση έχει τόσα στρατέματα, Καρατασσαίους, Καραϊσκάκη, Σουλιώτες κι’ άλλους πολλούς κι’ από τ’ άλλα τα μέρη τα έξω. Ότι δεν κάψαν τα σπίτια τους εκείνοι κι’ όλη η Ρούμελη δια να σκοτώσετε εσείς δυο ψωρότουρκους ντόπιους και να μας κάνετε κάθε στιμή νόμους κ’ εφύλιους πολέμους και φατρίες δικές σας. Και θα μπούνε μέσα όλοι αυτείνοι κι’ αν δεν βαίνετε εσείς γνώση, θα σας βάλωμε εμείς. Συναχτήτε ’σ ένα μέρος κ’ έρχομαι μ’ έναν άνθρωπον μόνον να σας μιλήσω και είστε νοικοκυραίοι να κάμετε ό,τι αγαπάτε».
     Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό, ότι νύχτωσε, και την αυγή να πάγω ’στο Λιάτανι. Εκεί πλησίον είναι και η Αρκαδιά και τα χωριά της κ’ εκεί συνάζονται, και να πάγω να μιλήσουμε. Κι’ αναχωρήσανε αυτείνοι κ’ εμείς. Πήγα εις τους Κωσταντίνους, μίλησα αυτά και με τον Φλέσια, να μπούμε με τρακόσιους ανθρώπους εις την Αρκαδιά (και τόσοι μείναμε πραματικώς του ντουφεκιού, ότι πήραν πλιάτζικα εκείνοι οπού ’ταν από τα σώματα κι’ αναχώρησαν οι περισσότεροι). Την άλλη ημέρα πήρα έναν άνθρωπον κ’ έναν οδηγόν και πήγα ’στο Λιάτανι. Ήταν μαζωμένοι απ’ ούλα τα μέρη, τους τα μίλησα παρουσία με λύπη της ψυχής μου κ’ έκλαψα, κι’ αυτείνοι οι καλοί άνθρωποι μ’ άκουσαν ό,τι τους είπα. Τους είχε σηκώση το νου τους ένας κερατοκαλόγερος, τον λέγαν Πρωτοσύγκελον, τζιράκι των Κολοκοτρωναίων κι’ αυτός ο άτιμος τους ’ρέθισε, ότ’ ήταν εις το ποδάρι του δεσπότη και σηκώθηκαν, κι’ ο Θανάσης Γληγοριάδης ένας συνάδελφος του Πρωτοσύγκελου και κλεφτοαλευράς. Είχαμε τ’ αλεύρια δια τ’ ασκέρι, δια τους Tούρκους να τους πολεμήσουμε, κι’ αυτός έκλεβε τ’ αλεύρια κι’ άφινε το στρατόπεδο νηστικό. Αυτοί ’ρέθισαν τους ανθρώπους κι’ άλλοι όμοιοί τους. Μείναμε σύνφωνοι να μπούμε εις την Αρκαδιά με τρακόσιους ανθρώπους, και γνωρίζουν την Κυβέρνησιν, και με περικάλεσαν να γράψω με τον Παπαφλέσια εις την Κυβέρνησιν να τους συχωρέση. Ευκαριστήθηκαν οι άνθρωποι όλοι από ’μένα κι’ εγώ από αυτούς. Πήρα τους αρχηγούς τους να μιλήσουμε και με τον Παπαφλέσια να μπούμε μέσα εις την χώρα, καθώς συνφωνήσαμε. Πήγαμε απόξω τους Κωσταντίνους εις την ράχη, ήρθε κι’ ο Φλέσιας μείναμε σύνφωνοι ό,τι μίλησα με τους Αρκάδιους εγώ να γίνη.
     Πήρε να σουρουπώση, έρχονται εις τους Αρκάδιους, οπού ’ταν εκεί, οι αρχηγοί, τους λένε ότι τους έγραψε ο Κολοκοτρώνης, ο Ζαΐμης, οι Ντεληγιανναίγοι κι’ άλλοι πολλοί, ότι μία μεγάλη δύναμη απ’ ούλους αυτούς τους συντρόφους έρχονται προς βοήθειάν τους και να μην τελειώσουνε τίποτας ομιλίες δια συβιβασμόν. Είχε πάγη ο άγιος Πρωτοσύγκελος κι’ ο Γληγοριάδης ’σ αυτούς, όταν τους χαλάσαμε εις τ’ Αλειτρούγι, και είπαν αυτά του αρχηγού Κολοκοτρώνη και διόρισε τα φουσάτα του αναντίον μας, και τους είπε με θέλει ζωντανό να με γδάρη σαν πρόβατο. (Ότ’ ήταν χασάπης εις την Ζάκυθο και γνώριζε την τέχνη αυτείνη, κι’ αφού ήρθε γυμνός εις την Ελλάδα και πλούτηναν κ’ έγιναν Κιαμιλμπέηδες αυτός και οι συντρόφοι του, καθημερινώς δουλεύουν την πατρίδα μ’ εφύλιους πολέμους και νέες φατρίες.) Τότε αναχώρησαν οι Αρκάδιοι οι αρχηγοί από την ομιλίαν μας. Σε ολίγον σουρουπώνοντας ακούμε έναν μεγάλον ντουφεκισμόν, να ψυχώσουνε οι εδικοί τους, απάνου εις την ράχη το μέρος της Καρύταινας. Τότε γυρέψαμε εμείς να κλειστούμε εις τους Κωσταντίνους κ’ ετοίμαζα τα σπίτια, τηράγω δια φουσέκια, γυρεύω του άγιου Φλέσια, μου δίνει ως είκοσι τεστέδες, ότι δεν έχει άλλα και προσμένει από την Καλαμάτα. Αφού μο’ ’δωσε αυτά τα φουσέκια, μου παίρνει κρυφίως τ’ ασκέρι και φεύγει. Εγώ είχα πάρη καμμίαν σαρανταριά ανθρώπους και ντουφεκιώμουνε με κάτι αναντίους, γυρεύω φουσέκια, δεν βρίσκω μήτε κι’ ανθρώπους. Τότε με τρόπο βγήκα ’στην ράχη, είναι ένα παλιόκαστρον, και δεν ξέραμε και τον τόπον πούθε να πάμε, ήμαστε όλοι ξένοι, και νύχτα. Τότε ο αρχηγός Κολοκοτρώνης θα ’βαινε την θέλησίν του ’σ ενέργειαν, θα μας πιάναν τους ολίγους να μας κάμουν ό,τι η συνείδησή τους τους υπαγόρευε. Μέσα εις το Σαντάνι ήταν την νύχτα κρυφίως μπασμένοι ο Πάνος Κολοκοτρώνης κι’ ο Κανέλλος Ντεληγιάννης και όταν θα περάσουμε από το γιοφύρι, κ’ εκεί είναι το χωριόν, να μας χτυπήσουν. Αυτό έμαθε ο Παπαφλέσιας και πήρε τους συντρόφους κ’ έφυγε χωρίς να μου ειπή τίποτας ’λικρινής σύντροφος (– πεθαμένος δια την πατρίδα. Δεν θέλω κατηγορήση την διαγωή του, η τύχη μου και η δικαιοσύνη του Θεού με φύλαξε, ότι εγώ δούλευα δια την πατρίδα αθώα). Εκεί οπού βήκαμε εις το παλιόκαστρο με τους ολίγους, κι’ ως ξένοι δεν ξέραμε πούθε να κάμωμε, και θα κατανταίναμε εις το Σαντάνι εις τα χέρια των αναντίων μας, τότε εκεί οπού συλλογιώμαστε να κινηθούμε, έρχεται ένας άνθρωπος μ’ έναν τεσκερέ από τον Σταϊκάκη και μου ’γραφε μυστικώς ότι ήρθαν δια νυχτός εκεί και οι φίλοι φοβερίζουν χωρίς άλλο εμένα και να πάρω μέτρα. Τότε παίρνω αυτόν τον άνθρωπον και εις τον δρόμον ηύρα κ’ έναν ντόπιον από το Σαντάνι, τον δένω καλά να μη μου φύγη, κι’ όλο μέσα το ποτάμι, ότι τ’ άλλα τα μέρη τα ’πιασαν οι αναντίοι, βήκαμε εις το Μελιγαλά. Εκεί μας πλάκωσε ο Μητροπέτροβας, μας ντουφέκισε τον πήραμε με τα μαχαίρια καμπόσο κυνηγώντας. Έπιασα με τρόπον τους σημαντικούς του χωριού και τους έδεσα κ’ εκείνους, πήρα τους λαβωμένους οπού ’χα εις τις κούλιες του Μελιγαλά, έστειλα έναν χωργιάτη και είπε του Μητροπέτροβα, αν έβγουν και μας ντουφεκίσουνε, θα τους κόψω όλους τους δεμένους. Τότε δεν μας πείραξαν, κι’ οληνύχτα πήγαμε εις την Σκάλα το χωριόν. Ήταν ο άγιος Φλέσιας εκεί και οι συντρόφοι, τους είπα όσα τους τύχαιναν, και δια νυχτός αναχωρήσαμε από ’κεί, από τα Σαμπάσικα μέσα των βουνών τον δρόμον, και πέσαμε εις τα Καλύβια της Τροπολιτζάς. Εκεί άφησα τους ανθρώπους μου, ήταν ο Βάσιος εκεί. Θέλησε να τους πολεμήση ο Πάνος ο Κολοκοτρώνης και τον σκότωσαν. Αυτό είναι το αίμα οπού χύθηκε Κολοκοτρωναίικον δια την λευτεριά της Ελλάδος.
     Αφού άφησα το σώμα μου εις τα Καλύβια της Τροπολιτζάς, πήγα εις Ανάπλι τους λαβωμένους και είπα τα τρέχοντα κι’ ότι το μέρος της Κυβέρνησης αδυνάτισε και τ’ αναντίον αξάνει. Είχαν στείλη εις Αθήνα, όταν έμαθαν ότι σηκώθη η περισσότερη Πελοπόννησο αναντίον της Κυβέρνησης, είχαν στείλη τον Αδάμη Δούκα να φέρη εις την Πελοπόννησον τον Γκούρα και Καρατάσιον μ’ όλους τους καπεταναίους. Σαν δεν έκαμε τίποτας ο Δούκας (δεν ήθελε να ’μπη ο Γκούρας, το είχε γυρίση με τους αναντίους, δεν κόταγε να κάμη και κίνημα εξ αιτίας των Καρατασσαίων οπού ’ταν εις την Αθήνα, κ’ εμείς αγροικιώμαστε με τον Καρατάσιον και Γάτζο κατά τον όρκον οπού ’χαμεν εις τη Νύδρα, όταν ήμαστε εκεί), με προστάζει η Κυβέρνηση να πάγω εις Αθήνα να μπάσω τ’ ασκέρια μέσα του Καρατάσσου και Γκούρα, εγώ δεν θέλησα. Ήμουν ’γγισμένος εξ αιτίας του Παπαφλέσια, εις την απάτη οπού μο’ ’καμε και μου πήρε τους ανθρώπους εις τους Κωσταντίνους, και κιντύνεψα να χαθώ και να ντροπιαστώ, και μ’ άφησε και χωρίς πολεμοφόδια, κι’ αυτά ήταν δολερά κινήματα ’σ εμένα. Με περικάλεσε πολύ η Κυβέρνηση – ήξερε ότ’ είμαι φιλιωμένος με του Καρατασσαίους– και μο’ ’δωσε και χρήματα να μ’ ελκύση. Τους είπα: «Θα πάγω, αλλά θέλω να σας αποδείξω ότι εγώ δεν είμαι πραματευτής να κάνω πραμάτεια την πατρίδα μου δια χρήματα, δεν έχω κρέας δια το μακελλειόν. Δια την στερέωση της πατρίδος μου και νόμους, δια ’κείνο πεθαίνω, όχι δια άλλο. Και οι Γύφτοι να ’χουν την Κυβέρνησιν, εγώ θα υποτάζωμαι. Χρήματα μάτα μου στείλετε κι’ όταν ήμουν με τον Κολοκοτρώνη, δεν τα δέχτηκα, όμως παραπονιώμαι ότι εγώ δουλεύω ’λικρινώς κι’ άλλοι μ’ επιβουλεύονται». Με παρακάλεσαν πολύ. Έλαβα την διαταγή και κίνησα δι’ Αθήνα τις 16 Νοεβρίου 1824.
     Πήγα εις Αθήνα, μίλησα πρώτα του Γκούρα, ως φίλος μου παλιός, του είπα την κατάστασιν της πατρίδος. Δεν δέχτη τελείως. Δεν το ’κρινα άλλο, να τον βιάσω. Εφάγαμε εις το κάστρο και κατέβηκα κάτου, και του είπα: «Ξαναμιλούμε». Αντάμωσα τους αγαθούς πατριώτες. Αφού τους ξηγήθηκα πως είναι η πατρίς ’σ άχλιαν κατάστασιν κι’ όσα μιλήσαμε ’στην Νύδρα όλα αυτείνοι οι εγωιστές τα βαίνουν ’στην ενέργεια, και η πατρίς κιντυνεύει, και χύνεται αθώον αίμα, τότε προθύμως αποφάσισαν να μπούνε. Φέραμε και τους άλλους τους καπεταναίους εκεί, του Καρατάσιου κι’ αυτείνοι ήταν πρόθυμοι όλοι, οι αθάνατοι, Ντουμπιώτης, Πηνειός, Βελέτζας, Αποστολάκης, Ζορμπάς κι’ άλλοι πολλοί. Αφού ετοιμάζονταν αυτείνοι να φύγουν, μου στέλνει ο Γκούρας να σμίξωμε, δεν πήγα. Τότε έρχεται κι’ ανταμωνόμαστε. Του λέγω: «Σαν δεν θέλεις, μείνε». Με περικάλεσε να μην μαθευτή εις την Κυβέρνησιν ότι δεν ήθελε ν’ ακούση εις την διαταγήν της και μπαίνει κι’ αυτός. Κ’ ετοιμάστηκαν. Και πάνε απόξω– από την Λεψίνα, δια την Κόρθο.
     Εις τον Αγιώργη, χωριό της Κόρθος, ήταν συνασμένοι πολλοί αναντίοι, οι Λονταίγοι, οι Νοταραίγοι, του Ζαΐμη, ο Νικήτας κι’ άλλοι πολλοί. Αυτείνοι όλοι οι δικοί μας, Καρατασσαίοι κι’ ο Γκούρας, πήγαν δια εκεί κ’ εγώ του πελάγου δι’ Ανάπλι. Πηγαίνοντας εις Ανάπλι, διόρισε η Διοίκηση τον Κωλέτη διευτυντή κ’ εμένα φρουρά του να φυλάμε τα χρήματα των ανθρώπων, οπού ’χε μαζί του ο Κωλέτης δια τους μιστούς. Πήγαμε εις τον Αγιώργη, είχαν κάμη δυο τρεις πολέμους οι δικοί μας με τους αναντίους και τους χάλασαν τους δικούς μας, ότι ήταν κ’ εκείνοι δυνατοί και μέσα εις το χωριόν, και οι εδικοί μας έξω εις το χιόνι. Έπιασαν και μίαν μεγάλη διχόνοιαν οι Καρατασσαίοι με τον Γκούραν και γύρευαν να γυρίσουν με τους αναντίους. Ότι ο Γκούρας τον Καρατάσσιον και Γάτζο τους άφησε πεζούς από την Αθήνα ως τον Αγιώργη κι’ αυτός είχε άλογα άδεια και τα τράβαγε γεντέκια. Και ήθελαν να γυρίσουνε με τους αναντίους, να τους πολεμήσουνε. Τότε πήγαμε εκεί με τον Κωλέτη. Μαθαίνοντας εγώ αυτό, είχα ένα άτι δικό μου, το χάρισα του Καρατάσιου. Τους έκαμα ένα σκέδιον, τους είπα: «Εδώ οι αναντίοι είναι μέσα σε χωριόν, σε φωτιά, σε κρασί κι’ άλλα, εμείς έξω εις το χιόνι – και σε πολλή διχόνοια». (Ήξερα τους τόπους απ’ όταν ήμουν με τον Κολοκοτρώνη). Τους είπα να ’ρθη ο Γκούρας κι’ ο Καρατάσιος μ’ εμένα και οι άλλοι να σταθούν με τον Κωλέτη. Κ’ εγώ με τον Γκούρα να πάμε να πιάσουμε τα Κλημαντοκαίσαρα, «κ’ εσείς, αφού κινηθούμε, να ειπήτε »πάμε εις τα Τρίκκαλα και ’σ τ’ άλλα τα μέρη των Λονταίων κι’ αλλουνών» και τότε οι αναντίοι, μαθαίνοντας αυτό, θα φύγουν δια να πάνε δια προφύλαξιν των σπιτιών τους. Και τότε αυτείνοι θα κινηθούν ομπρός, κ’ εσείς από πίσου τους κ’ εμείς από ’μπροστά, τους χορεύομε εις τον κάμπον, κι’όχι να μας σκοτώνουν από μέσα από τα σπίτια». Τότε βάλαμε το σχέδιον σ’ ενέργειαν. Πήρα τον Γκούρα με συνφωνίαν να πάμε μαζί μέσα, εις τα Κλημαντοκαίσαρα, χωρίς να γυμνώση ανθρώπους τ’ ασκέρι του. Πήγαμε μέσα, αυτόν τον άφησα μ’ ανθρώπους μου εις τα Κλημαντοκαίσαρα, ότι δεν ξέραν, δεν ματάειχαν έρθη εις Πελοπόννησον, κ’ εγώ έπιασα το Ντούσια. Αφού μας είδαν οι άνθρωποι άφησαν τα σπίτια τους ’στην διάκρισίν μας και πήραν τα χιόνια και τα βουνά. Μία γυναίκα είχε το παιδί μισογεννημένον και το ’βγαλαν παράωρα και η λεχώνα πήρε τα βουνά με τους άλλους, και τελείωσε εις το χιόνι. Την άλλη ημέρα πήγα μόνος μου ’στο βουνό και τους ορκίστηκα ότι δεν θέλω τους πειράξη. Και ήρθαν εις τα σπίτια τους. Καθίσαμε δεκαπέντε ημέρες εκεί. Και δεν μας άφιναν να φύγωμε, ότι μάθαιναν τι τράβαγαν τ’ άλλα τα χωριά από ’κείνους οπού ’ταν μέσα.
     Ο Νοταράς μαθαίνοντας τον Γκούρα εις Κλημαντοκαίσαρα, πήγε και τον έφερε εις Τρίκκαλα. Τον έπιασε αυτός και του πήρε καμπόσες χιλιάδες γρόσια, κι’ ο Σοφιανόπουλος, ο συβουλάτορας του Γκούρα (ότ’ είναι κι’ αυτός, ο καλός άνθρωπος, εις τον Γκούρα καθώς ο κόμητας Μεταξάς οπού ’ναι του Κολοκοτρώνη) πήρε, ως διερμηνέας του χίλια βενέτικα. Αφού είδαν το κίνημα δια Κλημαντοκαίσαρα, οπού πήγαμε με τον Γκούρα, ευτύς άφησαν την θέσιν του Αγιωργιού και πήγε ο καθείς δια το σπίτι του· και διαλύθηκαν. Το Νοταρόπουλον πήγε εις Τρίκκαλα και το ’στειλε ο Γκούρας εις την Κυβέρνησιν.
     Μπήκαν κι’ ο Καραϊσκάκης, Σαφάκας, Πανουργιάς, Καλτζοδήμος, Δυοβουνιώτης, Σουλιώτες, αφού μάθαν ότι της Αθήνας τα στρατέματα μπήκαν μέσα, τότε μπήκαν κι’ αυτείνοι, και πέρασαν την Βοστίτζα και πήγαν εις την Κερπινή, εις το σπίτι του κυρίου Ζαΐμη, και ο Καραϊσκάκης το κυβέρνησε, οπού δεν του άφησαν οι άνθρωποί του ούτε στάχτη μέσα, και οι άλλοι πήγαν εις τ’ άλλα σπίτια και χωριά.
     Ο Καρατάσιος έκαμε με το σώμα του κατά τα Λαγκάδια, κι’ ο Κωλέτης, ο Γκούρας κ’ εγώ κι’ ο Γκριτζώτης κατ’ το Γαστούνι. ’Στον δρόμον ανταμώσαμε τον Χρύσαντον Σισίνη με καμπόσους αξιωματικούς. Τους δώσαμε λόγον της τιμής, ορκίστη ο Γκούρας ότι δεν θέλει τους πειράξωμε, (ότι αυτός δεν συμμετέχεταν εις αυτά τα κινήματα· ο πατέρας του ήταν και οι άλλοι. Αυτός ήταν εις τ’ ορδί της Πάτρας αναντίον των Tούρκων). Πρώτος πήγα εγώ και μπήκα με το σώμα μου εις το Γαστούνι, πήγα εις το σπίτι του Σισίνη, είχε όλο του το βιον μέσα. Μά την πατρίδα, ένα κοντύλι πήρα να γράψω κ’ ένα μπάλωμα τζαρουχιών άφησα έναν στρατιώτη μου και πήρε. Σηκώθηκα και πήγα εις το παζάρι να ησυχάσω τους ανθρώπους και ν’ ανοίξουν τ’ αργαστήρια τους, και βαστούσα την ησυχίαν. Μπήκε ο Γκούρας με τους ανθρώπους του εις το σπίτι του Σισίνη και του πήραν όλο του το βιον και τα ζωντανά του και τα πήγαν εις την Αθήνα. Και τα μαγαζειά με τα γεννήματα αυτεινών κι’ όλης της συντροφιάς τα πήραν όλα. ’Γγιχτήκαμε δι’ αυτά με τον Γκούρα – ήταν και συβουλές του Σοφιανόπουλου. Τότε γύρεψα ν’ αναχωρήσω με το σώμα μου, ότι τέτοιοι νόμοι δεν μ’ αρέσουνε, να γυμνώνουν τους ανθρώπους από πλούτη και τιμή. Εκρίθη εύλογον να πάγω και το Σισινόπουλον εις τ’ Ανάπλι εις την Κυβέρνηση, περνώντας το κι’ από τα Λαγκάδια, οπού ’ταν ο Κωλέτης. Με συβουλεύει ο Σοφιανόπουλος κι’ ο Γκούρας ’στον δρόμον να γυμνώσω αυτό κι’ όλους τους αξιωματικούς του και να τα κάμωμε μερίδια, ένα ο Κωλέτης, ένα ο Φλέσιας, ένα ο Γκούρας, ένα ο Σοφιανόπουλος, ο συνβουλάτοράς του, κ’ ένα εγώ. Καλά, τους είπα, ό,τι θέλουν τα κάνω. Τον πήρα να φύγω δια να ακολουθήσω ό,τι με συνβούλεψαν. Και ό,τι μο’ λεγαν τους υποσκόμουν. Ότι γύρευα να μην είμαι μ’ αυτούς, ότι αυτά οπού έβλεπα με πείραζαν. Ότι την επανάστασίν μας θα την καταντήσουμε ληστεία, και η πατρίς κατάντησε η παλιόψαθα των ατίμων.
     Πήρα το Σισινόπουλον με τους αξιωματικούς, καμμίαν τριανταριά όλοι, οπού αγωνίζονταν με τους Tούρκους να λευτερώσουν την πατρίδα κ’ εμείς να τους γυμνώσουμε αδίκως και παραλόγως! Θε, δώσε μας γνώση κι’ αρετή να σωθούμε, να μην χαθούμε παράωρα! Τους πήρα όλους αυτούς – είχα το σώμα μου, ως τρακόσους πενήντα ανθρώπους, τίμια παληκάρια και καλοί πατριώτες, και τους είχα σε μίαν καλή τάξη. Είπα και του Σισίνη κι’ αξιωματικών του να μην έχουν καμμίαν υποψίαν ότι εγώ θα τους πειράξω μίαν τρίχα. Και τους ορκίστηκα ως τίμιος άνθρωπος. Οι άνθρωποί μου αφού είδαν τ’ ασκέρια του Γκούρα κι’ αλλουνών οπού γύμνωναν τους κατοίκους κ’ εγώ αυτούς δεν τους άφινα, τότε κι’ αυτείνοι δεν μ’ άκουγαν εις τον δρόμον. ’Σ ένα χωριόν πλησίον εις το Τριπόταμον καμπόσοι από αυτούς γυμνώνουν το χωριόν χωρίς να με στοχάζωνται ως μεγαλύτερόν τους. Φοβήθηκα μη μου γυμνώσουνε και το Σισινόπουλο κι’ άλλους και φανώ ψεύτης κι’ άπιστος. Τους είπα να πάνε εις άλλο χωριόν και ν’ ακολουθούν αχώρια από ’μάς. Αφού γύμνωσαν αυτείνοι το χωριόν, και οι δυστυχισμένοι οι κάτοικοι παρουσιάζονταν ’σ εμένα και κλαίγαν κ’ εγώ δεν μπορούσα να τους βοηθήσω, αυτό ήταν θάνατος δια εμένα. Πήρα το μπαγιράκι μου και καμμίαν εικοσαριά, οπού είχα μάγκα εις το κονάκι μου, κ’ έφυγα κρυφίως, χωρίς να μάθουνε αυτείνοι οι άτιμοι στρατιώτες μου, και κατεβαίνομε εις το ποτάμι. Ήταν κατεβασμένο, ότ’ ήταν χειμώνας, των Χριστουγεννών, εγώ με το άτι μου κι’ άλλα ζώα δυνατά, κιντυνέψαμε να περάσουμε. Αφού οι στρατιώτες μάθαν οπού ’φυγα κρυφίως, ακολούθησαν κοντά μου. Εις τον δρόμον ηύρανε τέσσερους Πελοποννήσιους και τους πιάνουν και με την αράδα πέρασαν τους μισούς από τ’ ασκέρι εις το νώμο τους (οι άλλοι είχαν ζώα και πέρασαν). Αφού τους πέρασαν πέρα από το ποτάμι – ήμουν κ’ εγώ και είχα φωτιά αναμμένη με την μάγκα μου και τρώγαμε ψωμί – βλέπω όλη αυτείνη την τυραγνίαν οπού κάναν αυτεινών των τέσσερων ανθρώπων, οπού τους αφάνισαν εις το ποτάμι και καταμαύρισαν σαν Αράπηδες από το κρύγιο και δια το σπολλάτη οπού τους σώσαν από το ποτάμι, είχαν και κάτι άρματα και τους τα πήραν κ’ εκείνα και τους άφησαν γυμνούς, και κλαίγαν σαν μικρά παιδιά, και τρέμαν από το κρύον. Τους λυπήθηκα πολύ και είπα ότι το θερίον είπαν θερίον κι’ ο άνθρωπος είναι χερότερος. Αφού οι άνθρωποι είδαν εμένα, σκούζαν κι’ αγαναχτούσαν αναντίον μου και μο’ λεγαν: «Μαθαίνοντας ότι περνάς εσύ, ο Μακρυγιάννης, οπού ’χεις την μεγαλύτερη ευταξίαν εις τους ανθρώπους σου, μπιστευτήκαμε κι’ αφήσαμε το πράμα μας και δεν το κρύψαμε, και μας γυμνώσετε, και εις το ποτάμι κιντυνέψαμε δια να τους περάσουμε, και μας πήρανε και τ’ άρματά μας και σκουτιά μας και τρέμομε, και θα πουντιάσωμε». Περιποιήθηκα τους ανθρώπους και τους είπα να μου δείξουν εκείνους οπού τους γύμνωσαν. Αποφάσισα να σκοτωθώ μ’ αυτούς. Βάρεσα τ’ άλογον, τους έπιασα με τα πράματα των ανθρώπων, τους πήρα μαζί μου εκείνους οπού ’ταν γυμνωμένοι και τους αίτιους, πήγα εις το χωρίον το βράδυ, οπού θα κόνευα. Στέλνω και κόβω βέργες καλές γερές κ’ έστειλα και ήρθαν όλοι οι αξιωματικοί. Τους είπα: «Σας έχω τόσα χρόνια τους περισσότερους, σας άφησα ποτές απλέρωτους ή νηστικούς; Όταν κάναμε ως πατριώτες τα χρέη μας, και οι πολίτες μας τίμαγαν και μας τάιζαν μ’ ευκαρίστησίν τους και μας δίναν κ’ ευκαριστήρια ’στην Κυβέρνησή μας και μας πλέρωνε. Όταν φέρνεσταν τιμίως, ήμουν κ’ εγώ αρχηγός σας, τώρα οπού γενήκετε του κεφαλιού σας και γυμνώσετε το χωριόν, οπού μας καρτέρεσαν οι άνθρωποι ως αδελφούς τους, οι χριστιανοί τους χριστιανούς, τους γυμνώσετε από το βιον τους, τα ζωντανά τους κ’ έχετε κοπάδια μαζί σας. Δεν γένομαι εγώ εσάς πιστικός, σύρτε να βρήτε άλλον αρχηγόν, είτε τον βίον του χωριού και ζωντανά να ’ρθούνε οι χωργιάτες να τους τα δώσετε χωρίς– να τους λείψη τίποτας, κι’ όταν μου δώσουνε οι χωργιάτες αυτείνη την απόδειξιν, τότε καθίστε μαζί μου. Ειδέ, βρήτε άλλον αρχηγόν. Κι’ ό,τι λείπει από το χωριόν θα ειπώ της Κυβέρνησης να τα κρατήση από τους μιστούς σας, να πλερωθούν οι άνθρωποι». Τότε στείλαμε και ήρθαν οι κάτοικοι του χωριού και πήραν το πράμα τους και πήρα απόδειξη από τους ίδιους.
     Τότε φέρνω εκείνους οπού γύμνωσαν τους ανθρώπους εις το ποτάμι, βάνω τους αξιωματικούς από πέντε και βάσταγαν τον καθέναν. Εγώ έδερνα. Σήκωσα τις πιστιόλες και είπα: «Όποιος απολύση από αυτούς όπου κρατούνε κανέναν, ή θέλει να τους ’περασπιστή, να σιάση τ’ άρματά του να σκοτωθούμε, όχι να γένουν ζώα οι άνθρωποι εις το ποτάμι να τους περάσουνε εις το νώμον και ύστερα δια την καλωσύνη να τους γυμνώσουνε!». Τους έβαλα κάτου τους τέσσερους και τους βαστούσαν απλωμένους. Με την αράδα τους έδερνα όλους όσο οπού τους πάγαινε το αίμα από τον κώλον. Εγώ γίνηκα χερότερα από αυτούς, μάτωσαν τα χέρια μου, έκαμα τόσες ημέρες αστενής. Τότε τους έβαλα εις τις προβιές, τους πλέρωσα τα μηναία τους, τους έδωσα και το διαβατήριον τους, τους άφησα εις το χωριόν, όσο ν’ αναλάβουν να τους συγυρίζουν. Από τότε σας λέγω, αδελφοί αναγνώστες, ποτέ μου ως την σήμερον άτιμον κι’ άρπαγον άνθρωπον δεν είδα, κι’ όπου πάνε από τους ανθρώπους μου, τους δέχονται οι κάτοικοι ως αδελφούς τους.
     Το Σισινόπουλον το πήγα εις τα Λαγκάδια. Μου είπε ο Κωλέτης να τους γυμνώσω και ν’ ακολουθήσω καθώς μου είπε κι’ ο Σοφιανόπουλος κι’ ο Γκούρας να γίνουν τα μερίδια, όμως τ’ άλογα τα καλύτερα θέλουν αυτείνοι. Του υποσκέθηκα ότι θ’ ακολουθήσω αυτό και με μάλλωσε διατί ακόμα δεν το ’καμα. Του είπα: «Εις Νταούλη το χάνι είναι ένα ρέμα, εκεί τους γυμνώνω, είναι δυνατός και παράμερος τόπος». Μείναμε συνφωνοι, πήρα τους ανθρώπους. Απ’ όξω τ’ Ανάπλι είπα και δώσαν τ’ άρματά τους των ανθρώπωνέ τους και μπήκανε μέσα εις τ’ Ανάπλι ξαρμάτωτοι, και τους παρουσίασα εις την Κυβέρνησιν και τους είπα που ήταν εις τ’ ορδί της Πάτρας και πως αδίκως κατατρέχονται, «κι’ εγώ, τους είπα, τους έφερα χωρίς να τους πειράξω. Αν φταίνε, ας τους κάμουν οι νόμοι ό,τι θέλουν». Τους ξηγήθηκα και τις οδηγίες οπού ’χα από τον Γκούρα και Σοφιανόπουλον. Αυτείνοι ό,τι μου είπανε δεν μου κακοφάνη, όμως ο Κωλέτης με ψύχρανε και μ’ απόλπισε, ότι έτζι δεν θα κάμωμε νόμους. Ότι οι νόμοι θα παλουκώσουν τους κακούς, και κρίμα οπού σκοτωνόμαστε, κι’ ανάθεμα τους αίτιους του εφύλιου πολέμου και της φατρίας, οπού κατάντησαν το Έθνος σε άχλιαν κατάστασιν.
     Πήρα όλους αυτούς, το Σισινόπουλον κι’ αξιωματικούς, εις το κονάκι μου και συνκατοικούσαμε μαζί και τρώγαμε. Είπα της Κυβέρνησης ότι εγώ σε εφύλιον πόλεμον, και νόμους φκειάνοντας, δεν ματαμπαίνω, μπεζέρισα, να μου δώσουνε μίαν διαταγή να πάγω εις Ρούμελη ν’ αγωνιστώ δια τους Tούρκους, ειδέ να διαλύσω το σώμα μου, «ή βάλτε άλλον κ’ εγώ κάθομαι ως απλός πολίτης, όμως δια εφύλιον πόλεμον διαταγή δεν μάτα ακούγω». Μου είπαν να λάβουν σκέψη δι’ αυτό, και το σώμα μου να το τοποθετήσω εις τα χωριά, εις τ’ Άργος.
     Τον Κολοκοτρώνη και συντροφιά του τους πιάσανε όλους και τους στείλαν εις τη Νύδρα, εις τον Αγιλιά. Φέραν και τον Γεροσισίνη. Εγώ έλειπα εις τα χωριά με το σώμα μου. Πιάνει τον Γεροσισίνη και Σισινόπουλον ο άγιος Παπαφλέσιας υπουργός (είδε ότι έλειπα εγώ) και τους βάνει ’σ ένα παλιοκάικον με χωρίς δούλο και σκουτιά και τους στέλνει δια τη Νύδρα, πιάνει πρώτα και τους γυμνώνει αυτούς και τους αξιωματικούς τους. Τους πήραν το βιον τους και τ’ άλογά τους, μου το παράγγειλαν εμένα. Πήγα εις Ανάπλι, έμαθα αυτό, πήγα εις την Κυβέρνησιν της μίλησα χοντρά και πατριωτικά: «Εγώ, τους είπα, μικρός άνθρωπος δεν καταδέχτηκα να γυμνώσω αυτούς, αλλά ξοδιάζω εξ ιδίων μου ως αδελφός τους και τους έχω εις το κονάκι μου κι’ αυτό το κάνω, ότ’ είναι ξένοι άνθρωποι εδώ, Ευρωπαίγοι οπού μας παρατηρούν, και θέλω να βλέπουν ότι κι’ όντως διψάμε δια λευτεριά και νόμους, κι’ όχι ότ’ είμαστε άρπαγες». Tου κακοφάνει του Φλέσια και των αλλουνών οπού δεν τους άκουσα να γυμνώσω τους συναγωνιστάς, και τους γύμνωσε αυτός εμπρός εις τα μάτια της Κυβέρνησης. Τότε, είναι η αλήθεια, ο Κουντουργιώτης δεν ήξερε αυτό και διατάττει τον Παπαφλέσια να δώση πίσου τα ειδίσματα ολουνών των ανθρώπων, και το’ ’δωσε βρισές, οπού δεν τις έδινε του δούλου του. Κ’ ευτύς τα ’δωσε όλα τα ειδίσματά τους. Και πιαστήκαμε με τον Παπαφλέσια οι δυο μας, όπου γενήκαμε από ασπρού. Κ’ έπεσα σε ολουνών αυτεινών την οργή.
     Όσα χρήματα πήγαμε έξω να πλερώσουμε τους ανθρώπους, οπού τα είχε ο κύριος Κωλέτης, έβαλε φύλακά τους τον μπατζανάκη του Γκούρα τον Κατζικοστάθη, και γιόμωσε τον Γκούρα ο Κωλέτης λίρες, του γιόμωσε το δισάκκι του από αυτές κι’ από τα λάφυρα του Νοταρά και Σισίνη κι’ αλλουνών. Το ίδιον και τον Κατζικοστάθη. Αφού τους έκαμε αυτείνη την καλωσύνη ο Κωλέτης, τον πουλημένον άνθρωπον κι’ άρπαγον τον έκαμε αρχηγόν να πάγη αναντίον του Δυσσέως – κι’ ο Σοφιανόπουλος συνβουλάτορας. Αυτό μαθαίνει ο Δυσσέας, άλλο δεν είχε καταφύγιον να σταθή εις την Ελλάδα, σηκώνεται και πάγει εις τους Tούρκους, και γίνεται με το στανιόν Tούρκος να γλυτώση. Καθώς έκαμε ο Μαυροκορδάτος τον Βαρνακιώτη κι’ άλλους και πήγαν εις τους Tούρκους και γλύτωσαν, έτζι πάγει κι’ ο δυστυχής Δυσσέος. Ήρθε τούτες τις ημέρες εδώ ο Γκούρας, γιόμωσε το δισάκκι του λίρες, επικύρωσε και εις την Κυβέρνηση άλλες οχτακόσες χιλιάδες γρόσια, ότι κάνει να λάβη από την Κυβέρνηση ακόμα, κι’ αχώρια μουκατάδες Αθήνας, Φήβας, Λιβαδειάς και τα εξής. Κι’ όλο το φουσάτο οπού πλερώνει ποτές δεν είναι διακόσιοι πενήντα άνθρωποι, τον έναν εις την πλερωμή τον κάνει δέκα.
     Πήγανε αναντίον του δυστυχή Δυσσέα. Ακούγοντας ότι έρχεται αναντίον του ο δικός του ο Γκούρας, το παιδί του, οπού αυτός τον δόξασε, μπιστεύτηκε και βήκε και παραδόθη εις το παιδί του. Τον πήγε εις την Αθήνα και τον σκότωσε. Τελείωσε πλέον ο κύριος Κωλέτης κι’ από τον τρίτον αντίζηλόν του. Δυσσέα Αντρίτζο, Αλέξη Νούτζο, Χρήστο Παλάσκα και τους τρεις τους σκότωσε.
     Η Κυβέρνηση, όταν πήγαμε δια τους αναντίους να τους πολεμήσουμε, μας είπε, δια να τους αδυνατίσουμε, όσους ανθρώπους μπορέσουμε να τους τραβούμε από αυτούς και να τους πλερώνωμε εξ ιδίων μας και ύστερα μας πλερώνει η Κυβέρνηση και τους βαστάγει από τους καταλόγους των αναντίων. Πήρα κ’ εγώ καμπόσους του Νοταρά ανθρώπους και του Σισίνη. Ο Κουντουργιώτης πήγε εις τη Νύδρα κι’ άφησε εις το ποδάρι του τον Αναγνώστη Οικονόμο Νυδραίο. Του είπα να μου δώση αυτούς τους μιστούς να πλερώσω τους ανθρώπους και να λάβω κι’ ό,τι έδωσα. Λέγει του Παπαφλέσια, μου δίνει τους παράδες, ό,τι μο’ κανε, όμως να του χαρίσω τις πιστιόλες μου, ότι τις λιμπίστη. Του παράγγειλα κ’ εγώ να του γαμήσω το κέρατο, όχι θα του δώσω τ’ άρματά μου, οπού τα ’χω από δεκοχτώ χρονών παιδί. Τον μούτζωσα και δεν του ξαναμίλησα. Πήγε κι’ ο Κωσταντής Λευκάδιος και του ζήτησε τους μιστούς, και του πήρε τις πιστιόλες του. Κ’ είχε ξύλινες ’στο ζουνάρι του, τον ρώτησα και μου το είπε. Ορίστε κι’ Αρβανίτικη αρετή. Ως τώρα είχαμε Βλάχικη, Κεφαλλωνίτικη, Φαναργιώτικη ορίστε κι’ Αρβανίτικη. Να δικαιοσύνη, να κυβερνήται των νέων Ελλήνων!


[ Kεφάλαιον έβδομον ]
Της Κυβερνήσεως της ζητούσα διαταγή να βγω εις την Ρούμελη, να φύγω από ’δώ μέσα, ότι μπεζέρησα, και υποσκέθη να με διατάξη να πάγω εις Ρούμελη. Τότε ήρθε αναφορά από της Αρκαδιάς τους κατοίκους και με ζητούσαν να με στείλη η Κυβέρνηση να πάγω μ’ εκτελεστική δύναμη ’στην Αρκαδιά. Ότι όσα τους είπα όταν πήγα εις το Λιάτανι, και τους σύναξα και τους μίλησα – οπού θα τους πλακώσουν Καραϊσκαίοι, Καρατασσαίοι, Σουλιώτες κι’ άλλοι, «και θ» αφανιστήτε, όμως να κλίνετε εις την Κυβέρνησιν – αυτοί άκουγαν τον άγιον Πρωτοσύγκελον, τον συνβουλάτορα του Κολοκοτρώνη, και τον Γληγοριάδη και τους πρόκοψαν, άλλοι πάνε εις τη Νύδρα, και τ’ ασκέρια, οπού ’ναι μέσα εις την Αρκαδιά και χωριά τους γιομάτα, τους γυρεύουν των Αρκάδιων φακί εις το σουφλί. Αυτείνη την καλωσύνη τους κάμαν οι καλοί πατριώτες, αφάνισαν την πατρίδα γενικώς κάθε ολίγον με τους εφύλιους πολέμους και νέες φατρίες και σκοτωμούς. Κι’ αφανίστηκαν κ’ οι κάτοικοι όλοι. Αφού η Κυβέρνηση με διάταξε χωρίς άλλο να πάγω εις την Αρκαδιά, εγώ ήθελα να πάγω εις Ρούμελη. Ήρθαν κι’ Αρκάδιοι επίτηδες στελμένοι, με περικάλεσαν κι’ όσοι σημαντικοί Αρκάδιοι είναι εις τ’ Ανάπλι, αποφάσισα να πάγω, και τα 1825 Φλεβάριον μήνα πήγα εις τ’ Αρκαδιά. Διάλεξα διακόσους ανθρώπους, έδιωξα την σαβούρα και πήγα μ’ αυτούς. Πηγαίνοντας, την άλλη ημέρα μαθαίνομε ότι ο Μπραΐμης ξεμπαρκάρισε εις τα κάστρα Μοθώνη, Κορώνη και Νιόκαστρο. Πριν μαθευτή το βγάλσιμο του Μπραΐμη εις τα κάστρα, εκρίθη εύλογον όσα ασκέρια ήταν δια τους αναντίους εις την Πελοπόννησον να συναχτούνε όλα κι’ άλλα από τους κατοίκους, να γένη μία μεγάλη δύναμη και να κινηθούμε δια τους Tούρκους της Πάτρας. Και συνάχτηκαν περίτου από δεκάξι χιλιάδες, και κεφαλή ο Κουντουριώτης, και ήταν εις την Μεσσηνίαν οπού συνάζονταν και εις την Αρκαδιά. Και στείλαν και πολεμοφόδια και ζαϊρέδες. Και ήταν με το καράβι του Τζαμαδού κι’ άλλα καράβια εις το λιμάνι του Νιόκαστρου. Η δυστυχία είναι ότι οι δυο μεγαλοκέφαλοί μας Μαυροκορδάτος και Κωλέτης ζηλεύει ένας τον άλλον, κι’ ό,τι καλό κάμη ο ένας από αυτούς το χαλάγει ο άλλος. Δια να μην πάγη ο Κωλέτης, καθώς ήταν διαταμένος, με τους Ρουμελιώτες, το χάλασε αυτό ο Μαυροκορδάτος και ’νέργησε και πάγει κεφαλή ο Κουντουργιώτης. Κι’ αυτό το σκέδιον ήταν του Μαυροκορδάτου, να μην γένη τίποτας καλό εις την πατρίδα, καθώς δεν έγινε.
     Διορίζεται ο Κουντουργιώτης, διορίζει και τον Σκούρτη το Νυδραίον αρχιστράτηγόν του, κι’ όσο ήξερε ο ένας ήξερε κι’ ο άλλος από πόλεμον. Τότε μπήκαν σε δυσαρέσκεια όλοι οι σημαντικοί αρχηγοί οπού ’ταν εκεί, οπού είδανε το Σκούρτη αρχιστράτηγον απάνου– εις τον Καρατάσιον, εις τον Καραϊσκάκη, εις τον Χατζηχρήστο, εις τον Τζαβέλα και εις τους άλλους. Ο Κουντουριώτης, κουτός, αφού είδε οπού ’ναι αυτός αμαθής από αυτά, αντίς να βάλη αρχηγόν να σώση την πατρίδα κι’ αυτός να δοξαστή, κατά δυστυχίαν από το «όμως» δεν ξέρει άλλο, και έβαλε τον Σκούρτη να διοικήση και να οδηγήση και τους αρχηγούς της ξηράς ο θαλασσινός, απλός αξιωματικός – ούτε και της θάλασσας τον πόλεμον δεν τον γνώριζε καλά. Έλεγε των στεργιανών, «Όρτσα, πότζα!» Εκείνοι έλεγαν «Τι λέγει αυτός, γαμώ το καυλί τ’;» Τέλος πάντων ο πατριωτισμός όλων αυτεινών και της συντροφιάς τους, η ψύχωση της φατρίας και η διαίρεση κι’ ο ενφύλιος πόλεμος και η διχόνοια των μεγαλοκέφαλων Κωλέτη και Μαυροκορδάτου, δια να μην δοξαστή ο ένας και χάση ο άλλος, και το «όμως» του Σκούρτη και το «καυλί» των Ρουμελιώτων – ο Μπραΐμης μπήκε στη Πελοπόννησο και την έκαμε γη Μαδιάμ όχι από την παληκαριά των Αράπηδων, αλλά από αυτά οπού λέγω. Δεκάξι χιλιάδες ασκέρια, το άνθος των Ελλήνων, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι – ύστερα βγάλαν και τους αρχηγούς τους από τη Νύδρα – Σπαρτιάτες κι’ απ’ άλλα μέρη, όλοι αυτείνοι κάθονταν εις τις Χώρες και εις τ’ άλλα χωριά και τρώγαν αρνιά και κόττες, κι’ ο Αράπης όταν τους εύρισκε τους ξεποδάριαζε κυνηγώντας. Αυτά κάνει η διαίρεση και η διχόνοια.
     Αφού ήμουνε εις την Αρκαδιά, άκουγα τον πρόβοδον των Αράπηδων, ντρεπόμουν να καθίσω με τις γυναίκες, με τρακόσιους άντρες διαλεχτούς οπού ’χα. Το λέγω του διοικητή της Αρκαδιάς, να του αφήσω έναν αξιωματικόν με πενήντα ανθρώπους και να πάγω με τους άλλους εις την ανάγκη της πατρίδος. Μ’ αποκρίνεται: «Δεν έχεις να πας πουθενά, ότι εγώ είμαι από ’κείνους οπού κατεβάζω κι’ ανεβάζω στρατηγούς». Ήταν ένας μπαρμπέρης, φίλος του αρχηγού Κολοκοτρώνη και του Πρωτοσύγκελου κι’ αλλουνών. Εγώ ’λεγα να πάγω να σκοτωθώ με τους οχτρούς, αυτός γύρευε να μου γκρεμίση τον βαθμό μου. Του μίλησα δι’ αυτό, του κακοφάνη. Είπε ενού ανιψιού του οπού ’χε εις το ψωμί και γεμεκλίκια και μας τα ’κοψε. Πήγα και τον έπιασα και το’ ’δωσα ένα ξύλο δια πεθαμόν, κι’ αν δεν πήδαγε από το παλεθύρι κάτου ο διοικητής, δεν ξέρω αν έμενε ζωντανός. Τότε αγόρασα πολεμοφόδια εξ ιδίων μου και πήρα διακόσους πενήντα ανθρώπους και πήγα εις τους Γαργαλιάνους. Στέλνω έναν τεσκερέ και μαζώνονται Αρκάδιοι περίτου από χίλιοι– εξακόσοι άνθρωποι, χώρα και χωριά – τέτοιοι αγαθοί πατριώτες είναι αυτείνοι οι μικροί, φιλόπατροι, οι κεφαλές τους άναντροι και κακής ψυχής, οι πρώτοι τους. Αφού συναχτήκαμε τόσοι, έστειλα εις τον Κουντουργιώτη να μου στείλη πολεμοφόδια, έγραψα και ’στην Αρκαδιά να μου στείλουν καμπόσα τζαπιά και φκυάρια και ζαϊρέ να πάμε δια νυχτός να πιάσουμε την Γιάλοβα, οπού ’ναι πλησίον του Νιόκαστρου. Αφού ετοίμαζα αυτά, έρχεται ο Δεσπότης της Αρκαδιάς κι’ ανακατώνει τους ανθρώπους και μπαίνουν σε μια διχόνοια κι’ ανεμένω μόνον με τον Αναγνώστη Παπατζώρη, γενναίον και τίμιον πατριώτη. Έμεινε αυτός κι’ άλλοι καμπόσοι αξιωματικοί Αρκάδιοι ως εκατό άνθρωποι. Τους άλλους τους έβαλε εις διχόνοια ο Δεσπότης, τους ήθελε να πάνε μαζί του και δεν τον θέλανε. Και δια νυχτός σκόρπησαν. Πιάστηκα με τον άγιον, το κακό, μο’ ’βαλαν και τους δικούς μου ανθρώπους εις διχόνοια. Τέτοιοι κακοί πειρασμοί στάθηκαν. Καθώς έμαθα ύστερα, δεν ήθελαν να πάγω εις τους Αράπηδες να μην αδυνατίση η πατρίδα τους και μπούνε οι Tούρκοι μέσα.
     Σε ολίγες ημέρες ήρθε του Πετρόμπεγη ο αδελφός ο Κατζής εις τους Γαργαλιάνους και μ’ αντάμωσε και μου λέγει: «Ήμουν εις το Νιόκαστρον κι’ ο Μπραΐμης μας εστένεψε πολύ, μας ζύγωσαν οι Αράπηδες από κάτου από το κάστρο και δεν μας αφίνουν να ρίξωμε κανονιά. Και δεν κοιμώμαστε ούτε νύχτα, ούτε ημέρα και γυρεύουν να μας πιάσουνε και το Παλιόκαστρο, τους Παλιοβαρίνους. Κι’ αν πιάση αυτείνη την θέση, το Νιόκαστρο κιντυνεύει, ότι δεν έχομε νερό μέσα. Μ’ έστειλαν οι πολιορκημένοι και πήγα εις τον Κουντουργιώτη οπού ’ναι εις τις Χώρες με δεκάξι χιλιάδες, τους είπα αυτό, δεν πηγαίνει κανένας. Ήρθα και ’σ εσένα να ειπώ αυτό το κακόν οπού θα γένη εις την πατρίδα, θ’ αφήσουνε το κάστρο να φύγουν, αν δεν πάγη δύναμη». Του λέγω: «Πάγω εγώ και πιάνω τους Αβαρίνους να μη γένη αυτό το δυστύχημα της πατρίδος, και στείλε είδησιν των πολιορκημένων να βαστήξουν όσο να πάγω». Έστειλε ο Κατζής, τους παράγγειλα κ’ εγώ. Παίρνω όλους τους ανθρώπους και τους μιλώ την ανάγκη της πατρίδος και να ετοιμαστούμε. Οι μισοί ήταν υπέρ εμού, να πάμε, οι μισοί γύρευαν μιστούς, και «η Κυβέρνηση, μόλεγαν, δεν μας διόρησε δια τους Αράπηδες, μας διόρισε δια την Αρκαδιά». Λόγον σε λόγον, πιάσαμε πόλεμο αναμεταξύ μας, ήρθε ο Κατζής μας ξεχώρισε. Εσύχασαν. Βάσταξα το μπαγιράκι κ’ εκείνους οπού ’ταν παληκάρια και πατριώτες, τους έβαλα πλησίον εις την εκκλησιά, εις τα σπίτια. Τα μεσάνυχτα περνώντα, έστειλα και πήρα τον παπά και μας ξεμολόγησε και λειτρούγησε και μεταλάβαμε. Και πήραμε τον αθάνατον Αναγνώστη Παπατζώρη, οπού ’ξερε τον δρόμον, και την αυγή ξημερώσαμε εις τους Παλιοβαρίνους. Άφησα τον Παπατζώρη από το πέρα μέρος, οπού ’ναι ο άμμος των Αβαρίνων, κ’ εγώ πήγα από το στόμιον, οπού ’ναι η Σφαχτηρία το νησί καρσί, και φκειάσαμε τα ταμπούρια μας. Το δειλινό ήρθαν και οι φιλόζωοι οπού μας πολέμησαν εις τους Γαργαλιάνους.
     Αφού φκειάσαμε τα ταμπούρια μας, τους κιοτήδες, οπού ανακάτωναν τους ανθρώπους, τους έστειλα εις το Παλιόκαστρο να φκειάσουνε ’μπρός εις την πόρτα ταμπούρια κι’ ούθε ήταν χαλασμένο. Ήταν και μία παλιοστέρνα κ’ έβαλα και κουβάλησαν καμπόσο νερό και ρίξαμε μέσα. Κ’ έβαλα όλους τους ανθρώπους κ’ έμασαν ξύλα, να είναι δια δέκα φωτιές τα ξύλα του καθενός, ότ’ ήταν εκεί πλησίον πολλά. Σύναξαν καθώς τους είπα κ’ έβαλαν αλάργα ο καθείς τα ξύλα του. Το βράδυ, νυχτώνοντας, τους είπα κι’ άναψαν φωτιές ο καθείς από δέκα και τις κουμαντάριζαν, να φαίνωνται ότ’ είναι από πολλούς ανθρώπους. Τήραγε ο Μπραΐμης – δεν ήταν μισή ώρα αλάργα– από ’μάς, αφού είδε τόσες φωτιές, έλπιζε ότι κατέβηκε ο Κουντουργιώτης μ’ όλο το σώμα, οπού ’ταν εις τις Χώρες. Την αυγή δυο ώρες να φέξη πλάκωσε ο Μπραΐμης, πεζούρα και καβαλλαρία, και ήρθανε πολλά πλησίον μας. Είναι ένα γιοφύρι ενού γιβαριού και πέρασαν εκεί και στάθηκαν. Εγώ κατέβασα καμμιά εικοσαριά παιδιά και πιάσαν τον χορόν και τραγουδούσαν και χόρευαν. Τηράνε οι Tούρκοι, πλησιάζουν κι’ άρχισαν με τους κατζαδόρους και καραμπίνες τον ντουφεκισμόν. Εμείς τους είπα και δεν έρριχνε κανένας. Εκεί– οπού ρίχναν μου λάβωσαν δυο παιδιά, εις τον χορόν. Κέρασα από ’να ρακί τους Έλληνες, τους αθάνατους, τα γενναία λιοντάρια, οπού ανάθεμα τους αίτιους οπού τους γιόμωσαν φατρίες και διχόνοιες, και γίνηκαν από αυτά οι Αράπηδες παληκάρια κι’ άφησαν εποχή. Αφού κέρασα το ρακί των Ελλήνων, ζύγωσαν οι Tούρκοι κοντότερα. Τότε άρχισε ο πόλεμος και βάσταξε ως εφτά ώρες. Έκαμαν πολλά γιρούσια οι Tούρκοι. Οι Έλληνες οι καλύτεροι – τους είχα κάτου εις τον άμμον κ’ εμείς τους φυλάγαμε την πλάτη τους από το τζουγκρί. Ύστερα βγάλαν τα μαχαίρια οι Έλληνες και τους δίνουν ένα τζάκισμα καλόν και τους ρίξαν από– μέσα τ’ αυλάκι κ’ έβλεπες ένα θέατρο. Και σκοτώθηκαν από ’κείνο οπού συνπεράναμε, οπού βλέπαμε, καμμιά εβδομηνταριά απάνου κάτου κι’ αχώρια οι λαβωμένοι. Δεν είχαμε μπαρούτι καλό. Ύστερα αναχώρησαν πίσου δια την θέση τους και Νιόκαστρον.1 Τότε γράφει ο Αναγνωσταράς του Κουντουργιώτη και του λέγει αυτά, και του λέγει: «Όσους ανθρώπους έφερε ο Μακρυγιάννης εις τους Αβαρίνους, την θέση την πλησίον του οχτρού, οπού κάθονται εις τις Χώρες τόσα ασκέρια και δεν αποφάσισαν να ’ρθουν να την πιάσουνε, αυτείνοι οι ολίγοι πολέμησαν αντρείως. Δια τούτο όλους αυτεινούς να τους κάμη η πατρίς αξιωματικούς κατά την τάξη». Μόστειλε ο Κουντουριώτης ένα ευκαριστήριον και «θέλει στείλη κι’ ολουνών, όταν πάγη ο υπουργός» Πέρασαν ολίγες ημέρες ξαναήρθε οπίσου ο Μπραΐμης, έκαμε ακροβολισμόν τρεις τέσσερες ώρες, και παρατηρούσαν την θέση με τα κιάλια δια να ’ρθούνε συστηματικώς.
     Τον Μάρτη μήνα πήγα εις τους Παλιοβαρίνους. Μου γράφουν από το Νιόκαστρο να πάγω μέσα, ότι τους στένεψαν πολύ, κι’ αν δεν πάγω, να δώσω λόγον δια το κάστρο, μο’ κάναν διαμαρτύρηση ο φρούραρχος και οι άλλοι. Πήρα εκατόν δεκάξη ανθρώπους και πήγα το Μεγάλο Σαββάτο το βράδυ εις το Νιόκαστρο. Τους άλλους τους άφησα εις τους Αβαρίνους. Την Δευτέρα της Λαμπρής πάγει μπονόρα ο Μπραΐμης, πεζούρα και καβαλλαρία και κανόνια, εις τους Αβαρίνους να μου πολεμήση τους ανθρώπους μου, κι’ ως ολίγους θα μου τους χάλαγε. Τότε βιασμένος βήκα έξω εις τα κανόνια του, και μέσα ’σ ένα ρέμα εις την άκρη την θάλασσα δίνομε έναν χαλασμόν των Tούρκων μεγάλον, πέταγαν τις μπαγιοννέττες καταγή και τους πελέκαγαν οι Έλληνες σαν βόιδια. Πήγε μετζίλι εις τον Μπραΐμη και γύρισε οπίσου με τ’ ασκέρια του, χωρίς– να λάβη καιρόν να πολεμήση εις τους Αβαρίνους. Αφού γύρισε όλη η δύναμη των Tούρκων, μας χάλασαν, κ’ εκεί κιντύνεψα να σωθώ, ότι μου λαβώθη ένας σύντροφός μου και οι Tούρκοι με πλάκωσαν εκεί οπού πολεμούσα να τον σώσω, κ’ έμεινα μόνος μου, κι’ από τρίχα ένας Κιουλεμένης θα μο’ ’κοβε το κεφάλι, και τον φοβέριζα με το ντουφέκι – ήταν ένα λιθάρι και κρύβονταν από πίσου οι Tούρκοι– και δεν τους άφινα να κόψουν και τον σύντροφον. Ύστερα ξαναγύρισαν οι συντρόφοι μου, ότι μας είδαν οπού κιντυνεύαμε, και βαρέθηκαν από τους δικούς μας εκεί εις τον πληγωμένον άλλοι δεκάξι, σκοτωμένοι και πληγωμένοι. Τότε τους σηκώσαμε χωρίς να μας τους πάρουν οι Tούρκοι, και τους πληγωμένους τους δέσαμε και τους έστειλα εις την Αρκαδιά. Και καθώς μας είπε ο Μιαούλης κι’ ο Αναστάσης Τζαμαδός, (τους είχε ειπή ένας Αουστριακός καπετάνιος, οπού ’ταν εις το τζαντίρι του Μπραΐμη κ’ έμαθε) σκοτώθηκαν Tούρκοι τρακόσοι εβδομήντα. Περισσότεροι ήταν, λιγώτεροι εγώ δεν ξέρω. Αυτείνοι μας το είπανε, ότι μάθαν ότι σκοτώθηκαν, και λείπονταν πολλοί. Ότι τους είχα στενούς φίλους και τον Μιαούλη και τον Τζαμαδόν και κάθισαν και φάγαμε ψωμί μέσα εις το κάστρο, και μου τα είπαν αυτά.
     Ο Μπεζαντέ Γιωργάκης Μαυρομιχάλης κι’ ο Γιατράκος είχαν διχόνοια με τον Κουντουργιώτη. Κάνουν μίαν εταιρία μέσα εις το κάστρο και τάζαν από τριάντα γρόσια του κάθε ανθρώπου να βγούνε έξω, να μαζώξουν κι’ άλλους να πολεμήσουνε τον Κουντουργιώτη – ν’ ανοίξουνε πάλε εφύλιον πόλεμον! Και είχαν και τα καΐκια ’στην άκρη, εις την πόρτα του γιαλού, έτοιμα, την νύχτα να μπούνε μέσα να φύγουν. Κάτι στρατιώτες το ’μαθαν από ’ναν μπιστεμένον τους και το είπαν του φρουράρχου και συχρόνως κ’ εμένα και πιαστήκαμε, και πήγαμε να σκοτωθούμε. Τους είπα: «εγώ ξέροντντας εσάς, ήρθα ’δώ ’σ εσάς και κατασκότωσα τους συντρόφους μου, κ’ εσείς πλερώνετε μιστούς να πάρετε τους ανθρώπους από του κάστρου την φρουρά να πάτε ν’ ανοίξετε νέον εφύλιον πόλεμον, οπού γιόμωσε ο τόπος τουρκιά;» Σκούζω και συνάχτηκαν όλοι οι Ρουμελιώτες μ’ εμένα και τους είπα: «Χωρίς άλλο να βουλιάξετε τα καΐκια, και νάρθής εσύ, Μπεζαντέ, και Γιατράκος εις το πόστο μου, εις τον Ιτζκαλέ, να είμαστε μαζί, και εις τα πόστα σας θα βάλω άλλους ανθρώπους δικούς μου. – Έχομεν πόλεμον αναμεταξύ μας και θ’ ανοίξω τις πόρτες να μπούνε και οι Tούρκοι μέσα!» Τότε βούλιαξαν τα καΐκια, και τους πήρα εις το πόστο μου κ’ έπιασα τα πόστα τους εγώ μ’ ανθρώπους σίγουρους, κ’ έτζι εσυχάσαμε. Και κάθονταν εις το πόστο μου, και με περικάλεσαν να μην μαθευτή αυτό έξω. Κ’ έκαμα τεμπίχι τους ανθρώπους και δεν το είπαμε κανενού. Όμως εγώ το βάνω εδώ. Μου είπε ο ίδιος ο Μπεζαντές ότι το είχε γινάτι, ότι εκείνοι κάθονται εις τις Χώρες κ’ εμείς σκοτωνόμαστε νύχτα και ημέρα μ’ εβδομήντα δράμια νερό, εγώ το μέραζα, και ’στο υστερνό τους μέραζα τριάντα πέντε δράμια μοναχά. Αφανιστήκαμε από την δίψα, ξεράθηκε η γλώσσα μας.
     Ο Μπραΐμης εδίπλωσε τα κανόνια του και μπόμπες και γρανάτες. Και δεν μας άφιναν ούτε νύχτα, ούτε ’μέρα. ακατάπαυτα πόλεμος. Το κάστρο ήταν σάπιον και γκρεμίζεταν, κ’ εμείς φκειάναμεν με ξύλα σαν κασσόνια από μέσα και τα γιομίζαμε χώμα. Και δουλεύαμε και πολεμούσαμε νύχτα και ημέρα, και ταινιάσαμε. Κι’ αρρώστησαν οι περισσότεροι εξ αιτίας του αγώνος του πολλού και της δίψας. Οι κανονιαραίοι και οι τζενιέριδες του Μπραΐμη ήταν όλοι Γάλλοι, κι’ αφάνισαν το κάστρο. Όσα ασκέρια ήταν εις τις Χώρες με τον Κουντουργιώτη τρώγαν αρνιά και τα πλέρωσε μιστούς και γεμεκλίκια από έξι μηναία, τους δικούς μου όσους είχα εις Παλιοβαρίνους και εις Νιόκαστρο δεν του έδωσε μήτε λεπτό. Θύμωσαν οι άνθρωποι και γύρευαν να με πάρουν να πάμε πίσου εις την Αρκαδιά. Και πέφτουν όλου του κάστρου οι άνθρωποι απάνου μου να με βαστήξουν, ειδέ φεύγουν όλοι. Και τότε βιάστηκα να πλερώσω εξ ιδίων μου τους ανθρώπους. Ο Αναγνωσταράς έλεγε να γένωμε όλοι αξιωματικοί όσοι πιάσαμε τους Αβαρίνους, εκείνοι ούτε και τον μιστόν μας δίνουν. Οι κόλακες αγαπούνε τους κόλακας και οι ψεύτες τους ψεύτες. Πλέρωσα τους ανθρώπους εξ ιδίων μου, δανείστηκα, και τους έστειλα εις τα πόστα τους.
     Όσους είχα εις τους Αβαρίνους δεν μπορούσαν να βαστήξουν μόνοι τους πλέον, ότι φοβέριζαν οι Tούρκοι να τους ριχτούν δια νυχτός κι’ ως ολίγους να τους χαλάσουνε και να κερδέψουνε την θέσιν. Άρχισε πρώτα ο Μπραΐμης κ’ έκοψε τέσσερα χαντάκια από την μίαν άκρη της θάλασσας ως την άλλη και τα γιόμωσε από πίσου ασκέρι, ’στο κάθε χαντάκι. Και εις τα δύο ανάμεσα είχε σαν πιάτζα, κ’ εκεί είχε το τζαντίρι του και πεζούρα, διαλεμένο ασκέρι, και καβαλλαρία. Από την Μοθώνη ως το Νιόκαστρον ήταν γιομάτο τζαντίρια κι’ ασκέρια. Αφού τελείωσε αυτά τα χαρακώματα κι’ ασφάλισε τα κανόνια του, ότι φοβώνταν να μην βγούμε πίσου από το κάστρο έξω εις τα κανόνια του, κι’ αφού ’τοιμάστηκε, είχε να κινηθή αναντίον των ολίγων εις τους Αβαρίνους. Τότε έστειλαν τον αξιωματικόν από τους Αβαρίνους και μου είπανε ότι πηγαίνουν Tούρκοι εκεί και παρατηρούν με τα κιάλια την θέσιν των Αβαρίνων δια να κάμουν κίνημα. Και μου παράγγειλαν από τους Αβαρίνους, αν δεν έρθουν κι’ άλλα στρατέματα από τις Χώρες, οπού κάθονται εκεί περίτου από δεκάξι χιλιάδες, «τότε εμείς, αν δεν έρθουν κι’ από αυτούς, θ’ αφήσουμε την θέσιν να ’ρθούμε κ’ εμείς αυτού εις το κάστρο, ή θα πάμε εις την Αρκαδιά». Τάστειλα αυτά επίτηδες του Κουντουριώτη τόσες φορές και ήρθε εις Αβαρίνους με το σώμα του ο Χατζηχρήστος κ’ έπιασε την θέσιν μαζί με τους ανθρώπους μου.
     Σε δυο ’μέρες είδαμε καρσί εις την Μοθώνη και Σφαχτηρία ως εκατόν τριάντα κομμάτια καράβια Tούρκικα του Σουλτάνου, του Μπραΐμη, των Αλτζερίνων και των αλλουνών οτζακιών. Σε δυο ημέρες ήρθε κι’ ο Μιαούλης με τα ελληνικά ως τριάντα κομμάτια, και ήταν καρσί εις τα Tούρκικα, και φαίνονταν τα ελληνικά σαν φελούκες ’μπρός εις τα Tούρκικα. Τότε σαν ήρθε ο στόλος του Μπραΐμη, στέλνει έναν Tούρκον απόξω το κάστρο να μιλήσουμε. Βήκαμε από το κάστρο διορισμένοι ο Μπεζαντές Μαυρομιχάλης από τους Σπαρτιάτες, ο Γιατράκος από τους Πελοποννήσιους, εγώ από τους Ρουμελιώτες. Του λέμε του Tούρκου: «Τι ορίζεις; – Ο πασάς μ’ έστειλε ν’ αφήσετε το κάστρο να φύγετε, να μη χαθήτε. – Δεν πρέπει ο πασσάς, του είπαμε, να μας λυπάται τόσο, ας κοπιάση να το πάρη με πόλεμον, κι’ όταν μας κυργέψη, φαίνεται η εσπλαγχνία του. Και σύρε εις την δουλειά σου». Έφυγε ο Tούρκος. Βλέπομε από τα καράβια έρχονται πλήθος φελούκες κ’ έμπαιναν ασκέρια και τα πήγαιναν εις τα καράβια. Εις την Σφαχτηρία το νησί είχαμε έξι κομμάτια κανόνια και φύλαγαν το στόμιον του λιμανιού και καμπόσους ανθρώπους εκεί απάνου. Όταν οι φελούκες τελείωσαν τ’ ασκέρι το Tούρκικον, το ’βαλαν εις τα καράβια τους. Τότε βλέπομεν τα καράβια πλησιάζουν, όσα είχαν τ’ ασκέρι, κοντά εις το νησί κι’ Αβαρίνους. Όσοι ήταν εις το νησί γυρεύουν δύναμιν – γύρευε ο Αναγνωσταράς ο υπουργός να ’βγω εγώ με τους ανθρώπους μου εις το νησί, οπού ’ταν κι’ αυτός, και να πάρω κ’ εκείνους από τους Αβαρίνους να πάμε όλοι ’στο νησί να δυναμώσουμε εκείνη την θέσιν. Ακούγοντας αυτό όσ’ ήταν εις το κάστρο, πως θα πάγω με το σώμα μου εις το νησί, δεν θέλησαν, αν βγω εγώ με τους ανθρώπους μου, βγαίνουν κ’ εκείνοι. Και γράφει ο φρούραρχος ότι εμένα δεν μ’ αφίνουν από το κάστρο να βγω. Τότε βγάλαμεν τον Τζόκρη και τον Σταύρο Σαΐνη με καμπόσους και πήγαν εις το νησί, κ’ έστειλε κι’ ο Χατζηχρήστος καμπόσους δικούς του από τους Αβαρίνους.
     Τότε τα καράβια τα Tούρκικα βαρούγαν εκείνους εις το νησί με τα κανόνια, δεν τους έδωσαν καιρόν να οχυρωθούνε, και ήταν εις το σιάδι. Οι φελούκες πλήθος με τ’ ασκέρια τα Tούρκικα κάμανε ντισμπάρκο απάνου εις το νησί. Αυτείνοι πολλοί, οι εδικοί μας αδύνατοι – και κάτι ολίγοι γλύτωσαν από τους δικούς– μας κατά το μέρος του Αβαρίνου. Ρίχνονταν εις την θάλασσα κι’ όσοι μέναν χωρίς να πνιγούνε εκείνοι γλύτωσαν. Χάθηκαν εκεί κεφαλές ο Τζαμαδός, ο Αναγνωσταράς, ο Σαΐνης, ο Σίμος κι’ άλλοι πολλοί. Εις τον ίδιον καιρόν πήγε κι’ ο Μπραΐμης μ’ όλες του τις δύναμες και πολέμαγε τους Αβαρίνους με κανόνια και ντουφέκια και τα καράβια του του πελάγου. Τότε βήκαμεν κ’ εμείς από το κάστρο αναντίον των Tούρκων εις τα χαρακώματά τους, τους πολεμήσαμεν γενναίως. Βλέποντας αυτό οι Tούρκοι του νησιού, μας βαρούσαν με τα κανόνια τα δικά μας, οπού ’χαμεν εις το νησί, μας βαρούσαν από τις πλάτες κ’ ήφεραν κι’ ασκέρια από το νησί αναντίον μας, και δυναμώθηκαν καλά οι Tούρκοι. Σκοτώσαμεν ολίγους, κι’ από ’μάς σκοτώθηκαν καμπόσοι και πληγώθηκαν. Μας αφάνισαν τα κανόνια. Μπήκαμεν πίσου εις το κάστρο. Ο Μπραΐμης πήρε και τους Αβαρίνους με συνθήκες, κι’ άλλοι φύγαν με γιρούσι, κι’ απ’ αυτούς άλλοι σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν. Πήρε και σκλάβους τον Χατζηχρήστον, τον Δεσπότη Μοθώνης οπού ’ταν εκεί, κ’ εκείνον οπού ’χα κεφαλή εις τους ανθρώπους μου τον πλήγωσαν και τον πιάσανε, και τον πήγαν εις το Μισίρι. Στάθη τέσσερα χρόνια εκεί κι’ ολίγον καιρόν έχει οπού ’ρθε. Τον λένε Στάμον Βελέτζα.
     Εις το νησί απάνου ήταν κι’ ο Μαυροκορδάτος, μπήκε εις το καράβι του Τζαμαδού, μπήκε κι’ ο Σαχτούρης μέσα ο φρούραρχος του Νιόκαστρου, και πολεμώντας μ’ όλα τα καράβια των Tούρκων σώθηκαν με μεγάλον κίντυνο και μ’ απερίγραφη γενναιότητα οπού ’δειξαν αυτείνοι οι άνθρωποι του καραβιού Άλλο ήταν να το λέπη ο άνθρωπος κι’ άλλο να το λέγη. Σώθηκαν με την βοήθεια του Θεού, δίνοντάς τους αντρεία πολλή.
     Αυτείνη η ’μέρα, αδελφοί αναγνώστες, ήταν πολύ φαρμακερή δια την πατρίδα, οπού ’χασε τόσα παληκάρια και σημαντικούς άντρες, στεργιανούς και θαλασσινούς, δια όλη την πατρίδα ήταν φαρμάκι εκείνη η ’μέρα και δια ’μάς πεθαμός, ότι χάσαμεν τους συντρόφους μας. Κι’ ο πόλεμος αυγάτησε τώρα. Η θέση εκτεταμένη, εμείς ολίγοι. Και νερό τελείως. Κι’ άγυπνοι νύχτα και ημέρα. Και οι σημαντικοί αρχηγοί της πατρίδος όλοι μας κάναν σίγρι από την ράχη, τόσες δύναμες μας έβλεπαν με τα κιάλια αδιάφοροι σαν να μην ήμαστε αδελφοί τους και συναγωνισταί τους. Μας βλέπαν κι’ άκουγαν τον θρήνον των κανονιών μας, οπού πετζοκοβόμαστε. Γιόμωσε και το λιμάνι πνιμένους, σαν να ήταν μπακακάκια εις τον βάλτο, έτζι πλέγαν κι αυτείνοι εις την θάλασσα. Και το νησί και τ’ άλλα μέρη γιομάτα κουφάρια σκοτωμένους. Κ’ οι ελληνικές δύναμες μας τήραγαν από αλάργα.2
     Αφού ο Μπραΐμης κυρίεψε όλες τις θέσες, τότε έβγαλε και κανόνια από τα καράβια και κρυφίως δια νυχτός από τα μαγαζειά κι’ απάνου, τίρα πιστολιάς, το γιόμωσε κανόνια πέρα και πέρα, ξημερώθηκαν όλα φκειασμένα, Κι’ άρχισε ο πόλεμος. Ο κανονοβολισμός και η μπόμπα και η γρανάτα μας αφάνισαν. Έστειλε δυο ανθρώπους έναν δικόνε μου, οπού ’πιασε εις τους Αβαρίνους, κ’ έναν του Χατζηχρήστου, να ειπούνε τον χαλασμό τους και να παραδοθούμεν. Έρριξα μίαν τριχιά, τους πήρα απάνου εις το κάστρο, τους είπα τι να ειπούνε των ανθρώπων μας να μην τους κρυώσουνε, ότ’ είχαμεν ελπίδες ακόμα να μην έρθη το μιντάτι μας, και να μην παραδοθούμεν. Μίλησαν των ανθρώπων παρουσία ό,τι τους είπαμε συνφώνως με τον Μπεζαντέ, να τους παρηγορήσουνε, τους πολιορκημένους, ότι γύρευαν να σκοτώσουνε τον Μπεζαντέ κ’ εμένα. Ότι άμα ήταν ο Μπραΐμης εις τους Αβαρίνους, να θέλαμε φεύγαμε, αφίναμε το κάστρο και σωνόμαστε όλοι, ότ’ ήταν λίγη δύναμη, κ’ εμείς οι δύο δεν θελήσαμεν. Και μας φοβέριζαν να μας σκοτώσουνε. Γύρεψε πίσου τους ανθρώπους τους δύο ο Μπραΐμης, του είπαμε ψέματα ότι τους σκότωσε μπόμπα.
     Τότε ο πόλεμος δυνάμωσε ως τα μεσάνυχτα, έπαψε την αυγή. Έστειλαν έναν Tούρκον απόξω να βγούμε να μιλήσουμε. Βήκε ο Μπεζαντές, ο Γιατράκος κ’ εγώ. Μας είπε ο στελμένος ότι ο πασσάς θέλει το κάστρο, ή θα μας πάρη με ρισάλτο, και τι απαίτησες θέλομεν δια να μην χυθή αδίκως αίμα. Του είπαμεν, θέλομεν καράβια ευρωπαίικα να βαρκαριστούμεν, ύστερα όλα μας τ’ άρματα, τρίτο τον Χατζηχρήστο και Δεσπότη κι’ όλους τους σκλάβους, και τους μιστούς μας. Και τότε του παραδίνομεν εφοδιασμένο κάστρο (εφόδιασμα μόνον με τις σάπιες πέτρες, ολίγος τζεμπιχανές ήταν ακόμα και ψωμί πολλά ολίγον και νερό, να χορτάσουμεν δεν μπορούσαμεν, εκείνη την ημέρα να το μεράζαμεν). Πήγε ο στελμένος εις τον Μπραΐμη, του είπε ό,τι του είπαμε. Τον διάταξε να γυρίση να μας ειπή ότι καράβια έχει δικά του και μας βαρκαρίζει, δεν έχει ανάγκη από ξένα. Τ’ άρματά μας τα θέλει όλα. Τους σκλάβους τους πήρε με το σπαθί του και τους βαστάει ζωντανούς όσο να βάλη κ’ εμάς εις το χέρι και τότε να μας σκοτώση όλους μαζί. Μιστούς δεν έχει ούτε λιανό, να μας πλερώση η Διοίκησή μας. Του είπαμε: «Ο πόλεμος είναι η τύχη μας, και πολεμάτε και θα πολεμήσουμε όσο να λυώσουμε, να φάμε ένας τον άλλον, και τότε πά’ ν’ το πάρη το κάστρο. Φωτιά θα βάλωμε να πάμε ’στον αγέρα μ’ όλο αυτό.
     Τα είπε αυτά του Μπραΐμη. Και τότε άρχισε ο πόλεμος απ’ ούλα τα μέρη. Την άλλη ημέρα έστειλε τον Χατζηχρήστον και Δεσπότη και Σουλεϊμάνμπεγη Φραντζέζο να μας παρακινήσουν να παραδοθούμεν. Δεν θελήσαμεν και φύγαν κι’ αυτείνοι. Τότε διατάζει και μπήκαν τα καράβια μέσα, και η κακή μας τύχη πήρε φωτιά η ντάπια της θάλασσας και πήγαν εις τον αγέρα οι άνθρωποι και τα κανόνια μας. Τότε οι Tούρκοι όλοι οπού είδαν αυτό σαλαβάτισαν ’σ όλα τα μέρη, ότι ο Θεός βόηθαγε αυτούς και κιντύνευε εμάς. Τα καράβια μπήκαν μέσα απολέμητα, κι’ αφού μπήκαν, άρχισαν οι φεργάδες τέσσερες τέσσερες και μας βαρούσαν. Ήταν σάπιον αυτό το κάστρο και το ’καμαν κόσκινο, και μας αφάνισαν εις τον σκοτωμόν οι φεργάδες κ’ οι άλλοι Tούρκοι απόξω, της στεργιάς. Δεν είχαμεν που να σταθούμεν, μας πολέμησαν από την αυγή ως το δειλινό. Θέλησε ο Θεός και πήρε ένας αγέρας και πάψαν τα κανόνια των φεργάδων, και ηύραμεν καιρό και θάψαμεν τους σκοτωμένους. Κι’ όσοι πληγώνονταν κανένας δεν γιατρεύεταν. Είχαμεν έναν γιατρόν Άγγλον, τον πλερώσαμεν κι’ αυτόν εγώ κι’ ο Μπεζαντές από πεντακόσια γρόσια τον μήνα. Τον είχε συνφωνήση η Διοίκηση και δεν τον πλέρωνε, και τον πλερώσαμεν εμείς οι δυο. Και μας πέθαινε τους συντρόφους. Και μαρτύρησε κι’ όλη την έλλειψη οπού ’χαμεν εις το κάστρο, την είπε με την γλώσσα του εις τον Φραντζέζο, όταν ήρθε με τον Χατζηχρήστον. Ήθελα να τον σκοτώσω τον άτιμον, δεν μ’ άφησαν. Ύστερα πήγε με τον Μπραΐμη. Τότε δια νυχτός έβγαλαν κι’ άλλα κανόνια και τα ’βαλαν ολόγυρά μας. Εμείς οι δυστυχισμένοι οληνύχτα δυναμώναμε την βέργα, οπού ήταν αδύνατη, και τ’ άλλα τα μέρη και κουβαλούσαμε ξύλα και πέτρες και φκειάναμε το νερό. Ήταν μία στέρνα εις τον Ιτσκαλέ, έπιναν το νερό κρυφά οι στρατιώτες. Είχαν ένα καλάμι τρυπήση μακρύ, την στέρνα την είχαμεν βουλλωμένη, κι’ αυτοί τρύπησαν ’σ ένα μέρος ολίγο και την νύχτα πήγαιναν κρυφά και πίναν. Τηράμεν μια ημέρα, βλέπομεν την στέρνα μ’ ολίγο νερό, οπού πρωτύτερα το είχαμεν μετρημένο. Τότε απολπιστήκαμεν, και οι στρατιώτες μας βιάζαν να φύγωμεν. Είχα μιλήση με τον Βελέτζα κι’ άλλους να τους βγάλωμεν με τρόπον έξω αυτούς, οπού φοβέριζαν να μας σκοτώσουνε και ήθελαν χωρίς άλλο να κάμωμεν ομιλίαν με τους Tούρκους να παραδώσουμε το κάστρον, ή να φύγωμεν με γιρούσι – κι’ ανάθεμα και θα γλύτωνε κανένας, καθώς μας είχαν τρογυρισμένους. Σαν μας βιάζαν, είπαμε να τους βγάλωμεν κατά την θέλησίν τους και να ειπούμεν ότι πάμεν κ’ εμείς μαζί, κι’ αφού τους βγάλωμεν έξω, να μείνωμεν οπίσου και να βαστήσουμεν μόνον τον Ιτζκαλέ, και να βάλωμεν και μπαρούτι ολόγυρα σε μίνες, κι’ όταν η Tούρκικη δύναμη μας πλακώση, φωτιά να βάλωμεν να πάμεν όλοι εις τον αγέρα. Δι’ αυτό είχαμεν τηράξη το νερό, και η κακή μας τύχη, το είχαν πιωμένο χωρίς να ξέρωμεν. Τότε απολπιστήκαμεν, ότι ήμαστε εις την διάκρισιν των Tούρκων.
     Αφού δυνάμωσε ο Μπραΐμης όλες τις θέσες, στέλνει την αυγή άνθρωπον, αν θέλωμεν να μιλήσωμεν – αυτείνη είναι η υστερνή ομιλία, άλλη βολά δεν ματαθέλει ομιλίαν. Και δύο ώρες διορία να βγούμε εις τον Μπραΐμη να μιλήσουμε. (Αυτός ήξερε και την έλλειψη του νερού από τον γιατρό μας). Αποφάσισαν όλοι του κάστρου να πάγω εγώ εις τον Μπραΐμη κι’ ο Καράπαυλος κι’ ο Σαλβαράς να κάμωμεν συνθήκες. Παρουσιαστήκαμεν, ήταν ’σ ένα λαμπρό τζαντίρι, είχε και δυο αξιωματικούς και του βαστούσαν τα δυο του χέρια με μεγαλοπρέπεια, να ιδούμε εμείς το μεγαλείον του. Μας ρώτησε πούθεν είμαστε. Ο ένας είπε από την Πελοπόννησο, ο άλλος από την Σπάρτη κ’ εγώ «από την Ρούμελη» το είπα. «Ποίον μέρος;» Του το είπα. Και του είπα ψέματα ότ’ ήμουν σωματοφύλακας του Αλήπασσα, «Μας σκότωσαν τον αφέντη μας, κίνησα με καμπόσους ανθρώπους ναρθώ εις το Μισίρι, εις την Υψηλότη σας. Δεν είχαμε τα έξοδά μας, ήρθαμε εδώ, εις τους Ρωμαίγους. Μας απάτησαν, μας έβαλαν σε τούτο το κάστρο. Πολεμούμεν νύχτα και ημέρα. Αυτείνοι μας κάνουν σίγρι από μακρυά θέλουν να χαθούμεν. Εμείς, δια να σωθούμεν και να πάμεν να πολεμήσουμεν μ’ εκείνους, βιαζόμαστε, και ήρθαμεν να κάμωμεν συνθήκες, να σου παραδώσουμεν, αν συνφωνήσουμεν, κάστρο εφοδιασμένο. (Σαν το λάβης, το λέπεις τι ’φόδιασμα έχει. Πού αφίν’νε οι καλωσύνες των προκομμένων να ’φοδιάσουμεν κάστρα. Τρομάξαμεν να πάρωμεν ολίγα ντουφέκια από τους Tούρκους, να πολεμήσουμεν δια την πατρίδα). Δια ’κείνο, πασσά μου, θα σου παραδώσουμεν το κάστρο. – Τι ζητάτε; (Μου λέγει εμένα, αυτούς τους Μωραΐτες άφησέ τους, σε ολίγες ημέρες τους κουβεντιάζω). – Ζητούμε καράβια ευρωπαίικα. Συνθήκες γραφτές σε τέτοιους ανθρώπους σαν την Υψηλότη σας δεν χρειάζονται. Ο λόγος σας είναι συνθήκη. – Καράβια, λέγει, έχω τα δικά– μου. – Του είπα, δεν μπαίνουν οι άνθρωποι εις τα δικά σου, φοβώνται. ’Σ ευρωπαίικα βάλαμε και τους Tούρκους τ’ Αναπλιού. – Σαν τους μιλήσης εσύ των ανθρώπων, μου είπε, δεν τους πιάνει φόβος. – Δεν μ’ ακούνε και δεν σε γελάγω. Χωρίς ευρωπαίικα καράβια καμμία ομιλία δεν γένεται». Το τροπολοήσαμεν πολύ, τ’ αποφάσισε. «Ποιός θα πληρώσει τον ναύλον των καραβιών; – Η Υψηλότη σου», του λέγω. Μου είπε να τα πλερώσωμεν εμείς. Του είπα: «Δεν έχομεν χρήματα. Ό,τι χρήματα είχαμεν, εφοδιάσαμεν το κάστρο από κρασιά και φαγητά» Συνφωνήσαμαν πλερώση αυτός. Τ’ άρματα, δεν μας αφίνει ούτε σουγιά. «Κ’ εσύ όπου είσαι κουρμπετλής, μου είπε, σου χαρίζω τριάντα ζευγάρια πιστιόλες, ντουφέκια, γιαταγάνια ή σπαθιά». Τον περικάλεσα κ’ έγιναν τριάντα πέντε και του είπα, παράδες όποιος έχει κι’ άλλα ασήμια να μην τους πειράζη κανένας. Μείναμεν σε όλα σύνφωνοι. Με ρώτησε πόσους ανθρώπους έχω. Του είπα, οχτακόσους. Να τους πάρω και να πάγω μαζί του. Και οι άνθρωποι θα γένουν τζιράκια του. Εγώ του είπα: «Γνωρίζομεν τα οτζάκια σας όπου κάνουν τους ανθρώπους τζιράκια. Τώρα ήρθα στελμένος από το κάστρο να κάμω συνθήκες, κι’ όχι να μπω μιστωτός. Τελειώνοντας η υπόθεση του κάστρου, τότε τηράμε αυτό».
     Μείναμε σύνφωνοι ’σ όλα και στείλαμεν έναν άνθρωπον εμείς κ’ έναν αυτός και πήγαν εις την Μοθώνη ό,τι καράβια βρούνε ευρωπαίικα να τα ναυλώσουνε, (κι’ αν εύρη τίποτα καπετάνιους φιλέλληνες, είπα εγώ του δικού μας, να τους ναυλώσουνε τα καράβια και να φέρνουν γύρα καμπόσες ημέρες, με τρόπον πως συγυρίζουν τα καράβια, να μη μας έρθη η δύναμη του Εκλαμπρότατου «Όμως» Κουντουριώτη. Αφού πήγαν, τόφεραν γύρα δεκαοχτώ ημέρες, δεν φάνη κανένας. Γύρεψαν ναύλο τέσσερες χιλιάδες τάλλαρα. Στέλνει ο Μπραΐμης, μου λέγει: «Δια σας τους παλιανθρώπους μου γυρεύουν τέσσερες χιλιάδες τάλλαρα και δεν τα δίνω. – Ή παλιοί ’μαστε ή καινούργοι άνθρωποι, κατά οπού συνφωνήσαμεν θα τα πλερώσης». Μείναμε σύνφωνοι να τα πλερώση, αφού κάμαμεν πλήθος φιλονικίες.
     Αφού τελειώσαμεν αυτά όλα, φεύγει ένα Τουρκόπουλο από το κάστρο και πάγει εις τον Μπραΐμη, του λέγει την έλλειψη του κάστρου από το νερό κι’ άλλα κι’ ότ’ είναι δυο Tούρκισσες καλές εις το κάστρο. Ήταν δυο Τζορτζούρες, ωραίες γυναίκες, τις είχαν οι Οικονομίδηδες, ντόπιοι, ως γυναίκες τους. Εγώ δεν τις ήξερα ή ήταν ή όχι. Τότε ο Μπραΐμης στέλνει και με φωνάζει. Αφού πήγα πολλές φορές (στέλναν μόνον εμένα, ότι με διορίσαν όλοι οι πολιορκημένοι επίτροπόν τους ν’ αγροικιώμαι μ’ αυτόν μόνος μου, κι’ αυτός είχε έναν Tούρκον από την Τροπολιτζά κ’ έναν από την Κάρυστον. Ξέραν τα Ρωμαίικα, κι’ αυτείνοι οι δύο έρχονταν και μου μιλούσαν και πήγαινα εις τον Μπραΐμη, και μ’ αυτούς ξηγώμουν την γλώσσα τους), μου λέγει: «Μέσα εις το κάστρο είναι δύο Tούρκισσες τις ξέρεις; – Του λέγω τη ντάπια οπού φυλάγω ξέρω, όχι γενικώς, ούτε Tούρκισσες ξέρω, ούτε Ρωμιές». (Γύρευε να με κάμη και κοντόση, γαμώ το Ρεσούλη του. Τι να σου κάμω οπού δεν είχα νερό και δεν έβλεπε κάστρο. Ότ’ είχα λιοντάρια μέσα). Μου λέγει ο πασσάς: «Να στείλεις να τις φέρεις» Έστειλα τον μπαϊραχτάρη μου και ήφερε. Τις πήρε και τις ξέταξε δια τ’ αναγκαία του κάστρου. Εκείνοι οπού τις είχαν αυτές τις γυναίκες τις είχαν ως πνευματικούς και ξέραν όλα τους τα μυστήρια και του κάστρου. Του είπαν ότ’ είναι κι’ άλλοι Tούρκοι μέσα και ξέρουν όλα τα πράματα του κάστρου (αφού αυτές τα ήξεραν). Μου ζητάγει να του στείλω και τους άλλους Tούρκους (να μάθη κι’ άλλα). Ήταν ο Μπραΐμης μεθυσμένος, πίνει ρούμι και κρασί μποτίλλιες. Μπεκρής πολύ και παραλυμένος εις γυναίκες και παιδιά. Μου δίνει τους δύο Tούρκους οπού ξέραν την γλώσσα, πήγαμεν εις το κάστρο και τους άφησα απόξω τα τείχη. Τους είπα εκεινών οπού ’χαν τους Tούρκους δούλους τα αίτια και μου τους ήφεραν. Και τους κατέβασα κάτου– από το κάστρο και τους είπα: «Σύρτε τους εις τον πασιά, κι’ αν θέλει να βαστήση τον λόγον του, κατά τις συνθήκες οπού κάμαμεν, καλά, ειδέ αρχινάτε τον πόλεμον να μας πάρετε με το σπαθί σας. Ότι τοιούτως δεν κάνουν οι μεγάλοι άνθρωποι, κάστρο χωρίς να παραδοθή, ανθρώπους δεν ζητούνε από μέσα, σήμερα γυναίκες κι’ αύριον άντρες. Κι’ όσα θα του ειπούνε όλοι αυτείνοι – ούτε νερό έχομεν, ούτε άλλα, είναι ανεφόδιαστο όλως– δι’– όλου το κάστρο. Όμως ένας τον άλλον θα φάμε οι άνθρωποι – και το κάστρο μαζί, δεν θ’ αφήσουμε τοίχον γερόν, ούτε σημάδι. Και πέστε του, ή ντουφέκι ή συνθήκες! Και κοντόσηδες μας έκαμε!» Πιάστηκα με τους πολιορκημένους διατί μίλησα τοιούτως.
     Το βράδυ είχε έρθη μια φεργάδα Αγγλική και τα Tούρκικα καράβια την είχαν ’στην μέση να μην ανταποκρινώμαστε εμείς μ’ αυτείνη, φοβώνταν. Τότε στέλνομεν έναν Κυπραίον με γράμματα της πλεγής. Τον πήραν χαμπέρι τα Tούρκικα και τον κυνήγησαν οληνύχτα, και το’ ’πεσαν τα γράμματα εκεί οπού βούταγε εις την θάλασσα. Και πήγε εις την φεργάδα, και μπαίνοντας μέσα, έπεσε πεθαμένος. Τον κρεμάσανε και βήκε το νερό, και το ’βαλαν σπίρτα κι’ αναστήθη. Και είπε των Άγγλων τον χαμόν των γραμμάτων, οπού τα είχαμε δομένα. Είπε στοματικώς την κατάστασιν του κάστρου και τις πρόφασες του Μπραΐμη. Και τον πήρε η φεργάδα και πήγαν εις την Ζάκυθο και είπαν αυτά του ναυάρχου. Τότε ο ναύαρχος έστειλε ένα μπρίκι.
     Πριν έρθη το μπρίκι στέλνει ο Μπραΐμης να ετοιμαστούμε, ότι ήρθαν τα καράβια οπού ’χαμε ναυλώση. Όταν με φώναξε ήταν ’σ τα μαγαζειά, κι’ όλο του το στράτεμα. Ήταν δυο ώρες να νυχτώση. Του λέγω: «Πότε θα βαρκαριστούμεν, καθώς προστάζεις; Οι πόρτες θέλουν αρκετές ώρες να ξεπλακωθούνε, οπού τις έχομεν χτισμένες θα περάσουνε τα μεσάνυχτα και να μην ξεπλακωθούνε. Έχομε λαβωμένους, έχομε αρρώστους. Αύριον την αυγή κάνομεν αρχή και βαρκαριζόμαστε». Αυτός αντιστάθει, ότι γύρευε πρόφασιν. Μου λέγει: «Απόψε αν θέλετε, καλά, ειδέ οι συνθήκες είναι χαμένες που κάμαμε. – Όταν στείλης και ιδής αν προφασιζόμαστε, τότε φταίμε εμείς. Ειδέ, θέλεις να τις χαλάσης τις συνθήκες». Του είπαν κι’ άλλοι ότι «κιΆπόψε δικοί μας είναι κι’ αύριον». Ότ’ είχε να μας σκοτώσει. Μό’ δωσε δυο Tούρκους, τους έδειξα τις πόρτες κι’ άλλα. Τους έδωσα των Tούρκων κι’ από μίαν ζυγή άρματα καλά. Μίλησαν του πασιά. Την αυγή μπονόρα έστειλε έναν συγγενή του με σαράντα ανθρώπους να περιλάβη τ’ άρματα. Εγώ είπα του Βελέτζα και κάθεταν εις τον Ιτζκαλέ, να μη μας κάμουν τίποτας, να μείνωμε μέσα και βγάλαμεν από εκεί όλους τους άλλους. Ξαρματώσαμε καμπόσους, τους βγάλαμεν από το κάστρο. Ούτε ’σ τα καράβια τους βαίναν – ούτε ’σ τα δικά μας, ούτε ’σ τα δικά τους. Βγάλαμεν κι’ άλλους, το ίδιον. Τ’ ασκέρια του Μπραΐμη ήταν όλα συνασμένα εκεί. Τότε κλειούμεν εκείνους τους Tούρκους οπού ’ρθαν να περιλάβουν το κάστρο, και τους λέγω: «Οι δικοί σας ας φάνε εκείνους οπού βγάλαμεν έξω, κ’ εμείς τρώμε εσάς και μας σώνει». κλείσαμεν το κάστρο. Φωνάζουν αυτείνοι, να βγάλουν άνθρωπον να μιλήση του Μπραΐμη, τους βγάλαμεν έναν. Τότε καβαλλίκεψε ο ίδιος ο Μπραΐμης ’σ ένα άλογον και διαλούσε τ’ ασκέρια του να φύγουν από ’κεί. Κι’ άρχισαν να βαρκαρίσουν τους δικούς μας εις τα ξένα καράβια, οπού ’χαμεν συνφωνήση να μπούνε οι άνθρωποι. Τότε βήκαν κι’ από το Αγγλικόν οπού ’ρθε από την Ζάκυθον μ’ εκείνον οπού στείλαμεν της πλεγής. Τους ρώτησε ο Μπραΐμης. Του είπανε: «Στελμένοι είμαστε από τον ναύαρχον να ιδούμε αν θα σταθής με τους Έλληνες ’σ όσες συνφωνίες κάμετε». Τότε, αποβαρκαριστήκαμεν, αλλού στερνά πέρασα εγώ μ’ όσους άλλους είχαμεν τ’ άρματα, οπού μας χάρισε. (Τα μέρασα αναλογίαν σε όλους τους αρχηγούς, κατά τους ανθρώπους οπού ’χε ο καθείς). Ευκήθηκα τον Μπραΐμη δια την περιλαβή του κάστρου, μπήκα μέσα εις το καράβι, ήταν τρία Αγγλικόν, Γαλλικόν κι’ Αουστριακόν. Εγώ μπήκα εις το καράβι το Αγγλικόν. Έρχεται ένας δούλος του Γιατράκου από αυτόν κι’ από τον Μπεζαντέ και μου λέγει ότι τους βάσταξε ο Μπραΐμης. Τότε συνάζω όλους τους καραβοκυραίους ’στο Αγγλικόν κ’ εκείνους οπού ’ρθαν με το μπρίκι το Αγγλικόν από την Ζάκυθον και τους λέγω «Εμείς σταθήκαμε εις τον λόγο μας κι’ ο Μπραΐμης δεν εστάθη. Εγώ έκαμα τις συνθήκες». τούς λέγω και τους είπα όσα μας έκαμεν. Και πήραν πολλών χρήματα κι’ ασήμια. Και μας κράτησαν και τους ανθρώπους, Μπεζαντέ και Γιατράκο. Τότε πήγαν αυτείνοι εις τον Μπραΐμη. Τους είπε: «Τους δυο τους κρατώ, ότι θέλω τους πασσάδες του Αναπλιού. Και οι Ρωμαίγοι, τους είπε, κάμαν συνθήκες και βάσταξαν τους πασσάδες». Εμείς δεν ξέραμεν από αυτά. Τότε δεν μπορούσαν να ειπούνε τίποτα οι καραβοκυραίγοι. Μας κλέψαν κ’ εξηντατρείς ανθρώπους εκεί οπού πέρναγαν να βαρκαριστούν. Τους έπαιρναν οι κολώνες και τους έκρυβε μια την άλλη· και τους έσφαξαν εις το κάστρο κουρμπάνι. Όταν μπήκανε μέσα, τους θυσιάσαν όλους και τους εξηντατρείς.
     Όταν ήμαστε εις τ’ Αγγλικόν καράβι, οπού ’χαμεν ναυλωμένο, και ήμουν με καμπόσους αξιωματικούς μέσα και στρατιώτες Έλληνες, μου λέγει ο καπετάνιος του καραβιού – ήξερε την γλώσσα μας αυτός, είχε και την γυναίκα του μέσα – μου λέγει να φωνάξω όλους τους αξιωματικούς να πάμε να φάμε ψωμί εις την κάμαρη. Πήγα εις την κάμαρη με καμπόσους αξιωματικούς. Είχε ένα πουλί εις την κάμαρη, παπαγάλλον. Αφού μας είδαν, έκλαιγε η γυναίκα, έκλαιγε και το πουλί. Βλέπω εγώ αυτό, ρωτάγω τον καπετάνιον του καραβιού, του λέγω: «Εσείς μας προσκαλέσατε να φάμε κι’ εδώ όπού ’ρθαμε βλέπω ένα πουλί και έναν άνθρωπον οπού κλαίνε». Τότε λέγει η γυναίκα του καραβοκύρη: «Δίκιον μεγάλον έχομεν να κλαίμεν άνθρωποι και πουλιά, ότι η Ελλάς η δυστυχισμένη θα ’χανε τόσα παληκάρια. Που θα τα ματάβρισκε εις την ανάγκη της; Ο Ιμπραΐμης μας ναύλωσε και μας είπε, φορτώσουμε, δεν φορτώσουμε, το ναύλο να πάρωμε και να μην ειπούμε τίποτας. Και δια να μην μπήτε εις τα καράβια θα σας θανάτωνε όλους έξω. Και δεν είχαμεν τον τρόπον να σας το ειπούμεν, να μην πιστευτήτε εις τις συνθήκες». Της είπα: «Ο θεός είναι μέγας και μας γλύτωσε κι’ ας γλυτώσει κ’ εκείνους όπου βάσταξε ο Τούρκος».
     Φύγαμε από ’κεί και πήγαμεν εις Καλαμάτα. Εκεί βήκαν οι Καλαματιανοί. Εμείς ήμαστε ξαρμάτωτοι, με τα λίγα εκείνα τ’ άρματα, οπού μο’ ’δωσε ο Μπραΐμης και τα μέρασα ολουνών. Βγαίνοντας εις την Καλαμάτα, οι Καλαματιανοί ήταν εις τα περιβόλια κ’ έκαναν γλέντια με τα λαλούμενα. Ήρθαν και μας είδανε, και μας λένε: «Πούθε έρχεστε; – Τους λέμε από Νιόκαστρο. – Μας λένε, δεν βαστάγετε καμπόσον καιρόν κ’ ερχόμαστε να σας βγάλωμεν από ’κεί; Αφήσετε τέτοιον κάστρο και φύγετε;» Δεν θέλησαν να μας δώσουνε ούτε ένα κονάκι, μόνε μας αφήσανε εις τις περιβόλες έξω, εις τ’ αργαστήρια εμάς όλους, και λαβωμένους, και καθίσαμεν εκεί εναδυό ημέρες να χορτάσουμεν νερό και να φύγωμεν. Έστειλα εις την Αρκαδιά να μου φέρουν τ’ άλογά μου και τους παράγγειλα να φύγουν, ότι θα βγη ο Μπραΐμης και να μην τους σκλαβώση. Αναμέρησαν οι άνθρωποι. Είπα και των Καλαματιανών αυτά. Λυπήθηκα τους αθώους κι’ όχι τους αχάριστους, να μην σκλαβωθούνε. Ότι μου είπε ο Μπραΐμης ευτύς θα κινηθή και να πάγω κ’ εγώ να τον ανταμώσω, να μένω μαζί του. Τότε μου λέγει ο Αντωνάκης Μαυρομιχάλης: «Ξέρεις τι παληκάρια είμαστε εμείς; Πεντακόσιοι πολεμούμε με πέντε έξι χιλιάδες, και δεν είμαστε σαν εσάς οπού αφήσετε το κάστρο απολέμητο και φύγετε. – Ο Θεός, του είπα, κάνει κι’ αντρείους, κάνει και κιοτήδες. Οι κιοτήδες φοβήθηκαν, οι αντρείοι χόρευαν εις την Καλαμάτα κι’ αλλού. Το κάστρο τώρα το’ ’χει ο Μπραΐμης. Σας είπα κ’ εγώ ό,τι ήξερα συχωράτε με». Συκωθήκαμε και φύγαμε. Εις το χάνι ηύρα και τον Παπαφλέσια με καμπόσους, πάγαινε αναντίον του Μπραΐμη. Μου είπε να πάγω κ’ εγώ. Του είπα: «Με τα ραβδιά δεν πολεμούν , πολεμούν με ντουφέκια. Εμείς έχομεν ραβδιά, ξύλα, κι’ όχι ντουφέκια». Πέρασε από το Λιοντάρι και ήταν ενθουσιασμένος. Πήγε και χάθηκε.
     Πήγα εις την Τροπολιτζά. Με κλείσανε όσους είχα μαζί μου και εις Παλιοβαρίνους και εις Αρκαδιά και μου λένε: «Όταν ήρθαμε με σένα είχαμε ασημένια άρματα, τώρα μας τα πήρε ο Μπραΐμης, όσοι ήμαστε εις Νιόκαστρο κι’ Αβαρίνους». Με κλείνουν στενά, απολπίστηκα. Ήθελα να σκοτωθώ, να μην τραβάγω αυτά από Ρωμαίγους και Tούρκους. Έγραψα εις την Κυβέρνησιν το κακό, δανείστηκα, γυμνώθηκα ολότελα, και τους πλέρωσα εξ ιδίων μου.

 

ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Αυτείνη την έκθεσιν την έγραψε ο Αναγνωσταράς ο υπουργός του Πολέμου, οπού ’ταν πολλά πλησίον, ’στο νησί της Σφαχτηρίας, με τον Τζαμαδόν και σκοτώθηκαν και οι δύο σ’ το νησί. Ακολούθως γράφω αυτό.

2. Αυτά κάνουν οι φατρίες, αυτά κάνει η διαίρεση κι’ αυτά τ’ αποτελέσματα φέρνει ο ενφύλιος πόλεμος ο συχνός. Και ώρα μας τηράνε από μακρυά οι συντρόφοι μας, όταν κιντυνεύωμε, κάνει σίγρι ένας ’στον άλλον. Κι’ ο Μπραΐμης γίνεται απολέμητος δια να ειπή η ιστορία ότ’ είναι γενναίοι, όχι ότ’ είναι πλήθος. Τα πρώτα χρόνια με σαράντα ανθρώπους μ’ εκατό γιόμιζε ο τόπος σκοτωμένους Tούρκους. Τότε δουλεύαμε απαθείς ως αδελφοί δια την θρησκεία, δια την πατρίδα. Ήταν η πολιτική του τίμιου κι’ απλού δημογέροντα, δεν ήταν οι συβουλές του Μεταξά και του Μαυροκορδάτου και η διαίρεση ’στους οπλαρχηγούς, να τους στέλνουν εις τους Tούρκους, δεν ήταν η καλωσύνη του Κωλέτη να στέλνη τον αγαθόν και γενναίον Παλάσκα να σκοτωθή και να του παίρνη την γυναίκα του μορόζα. Αυτά όλα φέραν τον όλεθρον της πατρίδος, αναγεννήθηκαν τα πάθη και τηράγει ο Πελοποννήσιος τον γείτονα του τον Ρουμελιώτη κι’ ο Ρουμελιώτης τον Πελοποννήσιον σαν Tούρκοι όταν τους πολεμούσαμε.
 
 
[ Kεφάλαιον όγδοον ]
Πήγαμεν εις τ’ Ανάπλι. Μαθαίνομεν ότι κινήθη ο Μπραΐμης διά την Τροπολιτζά. Με διά τάττει η Κυβέρνηση ν’ ακολουθήσω τον κύριον Μεταξά, οπούταν υπουργός του Πολέμου, και να πάμε μαζί, εγώ με το σώμα μου κι’ ο υπουργός, να πιάσουμε την Τροπολιτζά και να την δυναμώσουμεν. Είχε διοριστεί ο Αρχηγός Κολοκοτρώνης να πολεμήση τον Μπραΐμη εις τα Ντερβένια και πήγαν όλα τα σώματα και οι Πελοποννήσιοι μαζί του· και κουβάλαγαν οι κάτοικοι και η Κυβέρνηση ζαϊρέδες και πολεμοφόδια να πολεμήσουνε τον Μπραΐμη. Ευτύς οπού τον είδαν μπροστά τους άφησαν της θέσες τους και πήραν τα βουνά. Και πέρασε ο Μπραΐμης εις τα Ντερβένια απολέμηστος. Εφύλιους πολέμους και φατρίες ’πιτηδεύεται ο Αρχηγός να κάνη, Τούρκους δεν έχει κώλο να πλησιάζη κοντά τους. Αφού πήγαμεν με τον υπουργόν, οπού τον έβαλε η Κυβέρνηση να προμηθεύη τ’ αναγκαία του πολέμου εις τον Αρχηγόν, μάθαμεν εις τον Αχλαδόκαμπον ότι ο Μπραΐμης κυρίεψε την Τροπολιτζά κι’ ο Αρχηγός με το στράτεμα ξεποδαριάστηκαν φεύγοντας εις τα βουνά. Εκεί, εις τον Αχλαδόκαμπον, ήταν η εκκλησία και το χάνι γιομάτα αλεύρια και πολεμοφόδια, ήταν κ’ ένα δυο χιλιάδες σφαχτά διά το στράτεμα του αρχηγού Κολοκοτρώνη. Σύναξα ζώα και με τους χωργιάτες τα ’στειλα τ’ Αρχηγού, όθεν τον εύρουνε, να ’χουν ζαϊρέ να τρώνε, να μην τα πάρη ο Μπραΐμης και τρώγη και μας πολεμάγη. Πήρα όλες τις φαμελιές και καμμιά τετρακοσιαριά σφαχτά και μαζί – με τον υπουργόν Μεταξά κατεβήκαμεν εις τους Μύλους τ’ Αναπλιού· και στείλαμεν της φαμελιές εις τ’ Ανάπλι ν’ ασφαλιστούν· πήγε κι’ ο υπουργός εις τ’ Ανάπλι, κ’ εγώ με το σώμα μου έκατζα εκεί, εις τους Μύλους.
     Ως οχτρός της συντροφιάς του υπουργού κι’ Αρχηγού μ’ ανακάτωσαν τους συντρόφους κ’ έμεινα μ’ ολίγους. Οι άλλοι πήγανε με τον Χατζημιχάλη κι’ άλλους και τους δώσαν μιστούς μισές λίρες. Εγώ, σας λέγω μα την πατρίδα, δεν της είχα ιδή της μισές λίρες άλλη βολά· όταν μου διαιρέσαν τους συντρόφους και τους δώσαν μιστούς μισές λίρες, τότε της είδα. Πήρανε τους μιστούς από αυτούς και γύρισαν πίσου μ’ εμένα· ότ’ είχαν μείνη γυμνοί και δυστυχισμένοι και πήγαν μ’ αυτούς οπούχαν τα μέσα να πάρουν κάνα μιστόν. Εις τους Μύλους τ’ Αναπλιού ήταν γιομάτο ζαϊρέδες και πολεμοφό διά , οπούχαν πάρη τα καράβια μας πρέζες, οπού τα πήγαιναν του Μπραΐμη, και ήταν όλα εκεί να χρησιμέψουν διά τον Αρχηγόν της Πελοπόννησος, οπού θα πολεμήση τους Τούρκους. Κ’ οι Τούρκοι έρχονταν εις τους Μύλους να πάρουν τους ζαϊρέδες τους και τα πολεμοφόδιά τους οπίσου, οπού τους πήραν τα καράβια μας. Τότε έπιασα τους Μύλους και έφκειασα ταμπούρια κ’ έκλεισα τους Μύλους μέσα. Τον τοίχον τον έχτησα ως μέσα εις την θάλασσαν και τον ασφάλισα καλά όλο με μασγάλια. Έπιασα και την κούλια, οπού ’ναι πλησίον’ στους Μύλους, και την τρύπησα από πάνου εις το πάτωμα και εις το κατώγι. Έκοψα και νερό από το μυλαύλακον και το πέρασα εις την κούλια κάτου από την γη, να ’χωμεν νερό, ότι παλαβώσαμεν από νερό εις το Νιόκαστρον. Αφού έφκειασα αυτά, έφκειασα και ταράτζα εις τα κεραμίδια της κούλιας και την άλλη κούλια την συγύρισα καλά να δεχτώ τον αφέντη μου τον Μπραΐμη, οπούθελε εις το Νιόκαστρο να με πάρη μαζί του. Ότι μ’ ηύρε νηστικόν και διψασμένον και μ’ έκαμε και κοντόση να του στέλνω της Τούρκισσες. Συγυρίστηκα εις τους Μύλους κ’ εφόδιασα της κούλιες απ’ ούλα τ’ αναγκαία, και κρέας και κρασί και ρακί – και τώρα θέλει να ιδή ντουφέκι Ελληνικόν! Εις την Καλαμάτα ο Μπραΐμης έσμιξε με τον Ντερνύ τον ναύαρχον της Γαλλίας κ’ έφαγαν εις την φεργάδα του· κ’ ένας τράβησε της στεργιάς κι’ άλλος του πελάου και είπαν να σμίξουν εις τους Μύλους. Και ήρθε ο ναύαρχος Ντερνύς πρωτύτερα. Πήγα και το ’καμα βίζιτα και μου είπε ότι εγώ δεν θα μπορέσω να πολεμήσω τον Μπραΐμη. Του είπα: «Τέτοιες συνθήκες δεν έκαμα όταν έφυγα από το Νιόκαστρο, ότι δεν είχα ζαϊρέ εκεί και θα τον πολεμήσουμεν εδώ, να είμαστε και τα δυο μέρη χορτάτα».
     Δυνάμωσα την θέσιν των Μύλων καλά να πολεμήσουμεν εκεί όσο να λυώσουμε. Ότι αν μας πάρη αυτείνη την θέσιν, πάγει και τ’ Ανάπλι. Ότι νερόν δεν είχε μέσα ούτε δράμι και τα κανόνια πεσμένα από τα λέτα. Ήταν ’σ αυτείνη την κατάστασιν από τον καιρόν του εφύλιου πολέμου, οπού το κρατούσε ο Πάνος Κολοκοτρώνης. Ύστερα εκείνοι οπού μπήκαν εις τ’ Ανάπλι να κυβερνήσουν ήταν κι’ αυτείνοι όμοιοι με τους άλλους. Τέλος από αυτά ούτε νερό είχε μέσα, ούτε κανόνι εις τον τόπον του· κι’ αν έπαιρνε τους Μύλους ο Μπραΐμης, κεντρικόν μέρος της θάλασσας και στεργιάς και πλήθος ζαϊρέδες και πολεμοφόδια και νερό ποταμός, μπλοκάριζε και τ’ Ανάπλι. Και εις την κατάστασιν οπούταν κάμετε την κρίση αν βαστούσε.
     Αφού το δυνάμωσα, σε δυο ημέρες ήρθε ο Χατζημιχάλης με τους ανθρώπους μου, οπού μου πήρε, ήρθε κι’ ο Κωσταντήμπεγης Μαυρομιχάλης μ’ ολίγους κι’ ο Υψηλάντης με τους ανθρώπους του, όλους δεκαπέντε. Εκεί οπούφκειανα της θέσες εις τους Μύλους ήρθε ο Ντερνύς να με ιδή. Μου λέγει: «Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσες είναι αδύνατες· τι πόλεμον θα κάμετε με τον Μπραΐμη αυτού; – Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσες κ’ εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει· και θα δείξωμεν την τύχη μας ’σ αυτές της θέσες της αδύνατες. Κι’ αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριώμαστε μ’ έναν τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από ’μάς και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν· κι’ όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη· και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς. – «Τρε μπιεν», λέγει κι’ αναχώρησε ο ναύαρχος.
     Το δειλινό ήρθε κι’ ο Χατζή Στεφανής και Χατζή Γιώργης ο αδελφός του· ήταν διορισμένοι από τον νέον υπουργόν του Πολέμου αρχηγοί και τους έδωσαν μισές λίρες και σύναξαν ανθρώπους να πάνε εις τον πόλεμον. Κι’ όσο ήταν ο Μπραΐμης εις το Νιόκαστρο, έκαναν της στρατολογίες τους εις τα σπίτια των κατοίκων και πολεμούσαν με της κόττες και κρασιά. Τώρα οπού βήκε ο Μπραΐμης έξω, τραβιώνται κατά τ’ Ανάπλι· εκεί είναι καζίνα και μπιλλιάρδα. Ρωτάγω τους δυο αρχηγούς Στεφανή κι’ αδελφόν του και μου λένε θα πάνε εις τ’ Ανάπλι. Τους λέγω: «Θα καθίσουμεν να πολεμήσουμεν εδώ διά να σωθή τ’ Ανάπλι. – Μου λένε, εμείς δεν είμαστε εις την οδηγίαν σου να μας προστάζης· είμαστε μόνοι μας αρχηγοί. – Τους είπα, το γνωρίζω· αυτό όμως σας λέγω ως αξιωματικοί, ποίον είναι οπού θα ωφελήση την πατρίδα; Να στείλετε τ’ άλογά σας εις τ’ Ανάπλι και πιάνομεν καΐκια και τα ’χομεν εδώ, κι’ όταν έρθη ο οχτρός πολεμούμεν, κι’ αν είναι κίντυνος ’σ εμάς, τότε μπαίνομεν εις τα καΐκια και πάμεν εις τ’ Ανάπλι. Κι’ αν δεν βαστήσουμεν τούτην την θέσιν, και τ’ Ανάπλι είναι σε ριζικόν κι’ όλη η πατρίδα». Λέγοντάς τους πολλά τοιούτα, εμείναμεν σύνφωνοι και διώξαμεν όλοι τ’ άλογά μας διά τ’ Ανάπλι. Και μείναν μ’ ολίγους. Ότι εκείνους οπούχαν εις την οδηγίαν τους ήταν οι περισσότεροι των καφφενέδων άνθρωποι. Το βράδυ ’γγίχτηκα μ’ όλους αυτούς και με τον Υψηλάντη, Μαυρομιχάλη και Κωσταντήμπεγη διά τα καραγούλια, τους είπα: «Εγώ έχω δυο μέρες εδώ, οπού αφανίστηκαν οι άνθρωποί μου φκειάνοντας ταμπούρια ’σ όλες της θέσες, κ’ εσείς της ηύρετε χαζίρι, και τώρα να μην κάμετε και καραγούλι; – Είμαστε ολίγοι, μου λένε, εμείς. – Τους λέγω, εσείς όλοι να πάτε μίαν φορά κ’ εγώ μόνος μου, με τους δικούς μου, άλλη μία· και δεν ’γγίζονται έτζι και οι άνθρωποί μου. Ότι μπορούν να φύγουν, δεν τους έχω σκλάβους». Τότε μείναμεν σύνφωνοι να πάγω εγώ το βράδυ καραγούλι, να στείλω ανθρώπους μου, κι’ αυτείνοι να πάνε από τα μεσάνυχτα και πέρα όσο να φέξη. Έστειλα εγώ το βράδυ· τα μεσάνυχτα πήγαν από αυτούς. Κάθισαν καμμιά ώρα κι’ άφησαν τον τόπον άδειον και ήρθαν μέσα εις τους Μύλους κ’ έπεσαν και κοιμήθηκαν.
     Εγώ πάντοτες εις τέτοιες εποχές δεν κοιμώμαι χωρίς έγνοια. – Είμαι κιοτής και πάντοτες προσέχω να μην χαθώ αδίκως· κ’ έχω κι’ άλλους εις την οδηγίαν μου και τους χάνω κ’ εκείνους. Βλέπω εις τον ύπνο μου κ’ έρχεται ένας και μου λέγει: «Σήκου απάνου!» Ξύπνησα, ματακοιμήθηκα. Πάλε τον βλέπω και μου λέγει: «Σήκου!» Ήμουν νοιασμένος και δεν κοιμώμουν. Τότε σηκώνομαι, τηράγω από το παλεθύρι και γιόμωσε ο τόπος Τούρκους· και το περιβόλι όλο γιομάτο. Κ’ εμείς – κανείς να είναι έξυπνος· και δεν θ’ άφιναν ρουθούνι. Και θα μας σκατοψύχαγαν τόσος κόσμος αδύνατος, οπούταν εκεί και κουβαλιώνταν εις τ’ Ανάπλι με τα καΐκια. Τότε βάνω τις φωνές: «Τούρκοι! Τούρκοι!». Οι άλλοι που μ’ άκουσαν λέγαν: «Ο Μακρυγιάννης πέθανε από τον φόβον του και δεν κοιμάται· όλο Τούρκους νειρεύεται». Τότε ευτύς εγώ πήρα καμμιά πενηνταριά συντρόφους μου και πάμε από τα τείχη των Μύλων, οπού βαστούν το νερό, και ήταν καλάμια κι’ άλλα χορτάρια και δεν φαινόμαστε, και παίρνομεν την πλάτη των Τούρκων και τους δίνομεν μίαν φωτιά άξαφνα και σκοτώσαμεν καμπόσους· και τους ριχτήκαμεν και με τα μαχαίρια· και τους βγάλαμεν από το περιβόλι κι’ απ’ ούλες της θέσες οπούχαν κυργέψη και της λάβαμεν εμείς πίσου εις την εξουσίαν μας. Οι Τούρκοι μαζώχτηκαν όλοι και πήγαν εις το αριστερόν μέρος και βάλαν τα ντουφέκια τους εις γραμμήν κ’ έφκειασαν ίσκιους· και κάθονταν εκεί και πρόσμεναν τον Μπραΐμη.
     Σε καμπόσον ήρθε κι’ αυτός κ’ έπιασε το παλιόκαστρο οπούναι πανουκέφαλα, εις την ράχη των Μύλων. Στάθη αυτός εκεί με πέντ’ έξι κολώνες, και οι άλλοι, η πεζούρα και η καβαλλαρία, ξάπλωσαν ολόγυρα· και η καβαλλαρία μάς έκλεισε να μας πιάση όλους ζωντανούς εκεί, να μην μείνη κανένας σπορά από ’μάς. Τότε συναζόμαστε όλοι. (Μας ήρθαν και δυο μίστικα Ψαργιανά, φέραν και καμπόσους Κρητικούς). Τότε μιλήσαμεν ο Υψηλάντης να πιάση τον μυλάκον, οπούναι εις το δεξιόν μέρος του περιβολιού δυτικά, και να πάρη τους ανθρώπους του και τους Κρητικούς· και τα μίστικα τα δυο να του βαστούνε την πλάτη εις τον μυλάκον. Εις το αριστερόν των Μύλων ήταν ένα μονοπατάκι κατά το Κυβέρι, να το πιάση ο Κωσταντήμπεγης κι’ ο Χατζημιχάλης, να του δώσω κι’ ανθρώπους. Τα τείχη του περιβολιού απόξω να τα πιάσω εγώ κι’ όλες εκείνες της θέσες. Και να ’χω κι’ ανθρώπους μαζί μου να φέρνω γύρα ολούθεν, ούθεν είναι πολλή δύναμη των Τούρκων.
      Πήρε ο καθείς την θέσιν του. Η κάψα του ήλιου ήταν δυνατή. Κάθισαν οι Τούρκοι να ξεμεσημεριάσουν όσο να δροσίση, να μας πολεμήσουνε. Είπα των συντρόφωνέ μου, αν έρθη μεγάλη σφίξη των Τούρκων και δεν μπορούμεν να τους βαστήσουμεν όξω, να μπούμε όλοι εις της κούλιες. Έκοψα και χαντάκι ολόγυρα, έφκειασα κι’ από ’να μπούρτζι με πολλές πολεμήστρες απόξω της πόρτες των κούλιων. Άφησα κι’ ανθρώπους μέσα να μη βάνουν κανέναν ξένο, ότι εγώ και οι σύντροφοί μου πεθάναμεν δυο μερόνυχτα κουβαλιώντας πέτρες και δουλεύοντας και οι άλλοι κοιμώνταν· κι’ όταν ξυπνούσαν, περγελούσαν τους ανθρώπους και τους έλεγαν κιοτήδες. Αυτείνοι ήταν αντρείοι και παληκάρια – εις τους καφφενέδες. Έδωσε ο Θεός και δεν βδοκίμησε ο Μπραΐμης – είχα όρκον να τους αφήσω όξω να τους κόψη σαν σκυλιά, να μην γλυτώση κανένας, ότι οι τεμπέληδες δεν άφιναν και τους άλλους να δουλέψουνε.
      Τότε, αφού συγυρίστηκα καλά, είπα των ανθρώπων να κοιμηθούνε ολίγον όσο να περάση το μεσημέρι, να μην μας ακολουθήση το βράδυ πόλεμος και δεν βαστάμεν οληνύχτα· και οι Τούρκοι κοιμώνταν. Πήγαν οι άνθρωποι να ησυχάσουνε. Τότε, διά να σκοτωθούμεν όλοι και να μην γλυτώση κανένας, αν τύχη κίντυνος, ούτε εγώ, ούτε αυτείνοι οι νέοι αρχηγοί των καφφενέδων, είπα ότι πρέπει να διώξω και τα καΐκια. Ότ’ είχε ο καθένας από τρία τέσσερα και δι’ αυτό δεν θέλαν να φκειάσουν ταμπούρια. Το είχαν σκοπό, αν πλησιάση ο Μπραΐμης, να μπούνε μέσα κι’ άλλοι να πάνε εις τ’ Ανάπλι, κι’ άλλοι ’στα νησιά. – Και τότε μπορούσαν να φύγουν κι’ από τους δικούς μου και κιντύνευα κ’ εγώ. Αφού φάγαν κ’ έπιαν κρασί όλοι αυτείνοι, έπεσαν εις τον ύπνο. Τότε πάγω και παίρνω έναν από τα καΐκια και τον βάνω σε μίαν φελούκα και του λέγω να πάγη σε όλα τα καΐκια να τους ειπή κρυφίως σε μια στιμή όλα συνχρόνως να φύγουνε, να μην μείνη κανένα· και να μην κάμουν σαματά και νοηθούν, θα τους σκοτώσω. Αυτείνοι γύρευαν αφορμή – ’σ έναν καιρόν φύγαν όλα τα καΐκια και πάνε εις την δουλειά τους. Όταν ξεμάκρυναν, τα πήραν χαμπέρι. Εγώ έκανα ότι δεν ξέρω και κοιμώμουν. Τότε έρχονται με ξυπνάνε· φωνάζω κ’ εγώ και λυπούμαι το κακόν οπού πάθαμεν. Τότε τους λέγω: «Οι ελπίδες μας ήταν αυτές· πάγει κι’ αυτό και είμαστε σε κίντυνο. Τώρα άλλη θαραπαγή δεν είναι – φκειάσιμον του πόστου του ο καθείς. Μάλλωσαν μ’ εμένα ότι τους παρακίνησα και διώξαμεν και τ’ άλογα. Σαν τα ’χαμεν, ήταν ελπίδες να φύγουν μ’ αυτά. Τους είπα ότι ήταν οι ελπίδες μου ’στα καΐκια κ’ έδωσα αυτείνη τη γνώμη. Άρχισαν να στοχάζωνται και να φκειάνη ο καθείς το πόστο του, ότι εκεί θα πεθάνη. Έκατζα να φάγω ψωμί. Ήρθαν τέσσεροι αξιωματικοί Γάλλοι μ’ ανθρώπους από την φεργάδα να πάρουνε μέσα της τουλούμπες και τ’ άλλα τους τα πράματα, οπού κάναν νερό, οπού πλέναν τα σκουτιά τους, να μην χαθούνε οπού θ’ άνοιγε ο πόλεμος. Κράτησα τους αξιωματικούς και φάγαμεν μαζί. Μου λένε: «Είστε πολλά ολίγοι κι’ αυτείνοι πολλοί, οι Τούρκοι, και ταχτικοί· κι αυτείνη η θέση είναι αδύνατη. Έχει και κανόνια ο Μπραΐμης και δεν θα βαστάξετε. – Τους λέγω, όταν σηκώσαμεν την σημαία αναντίον της τυραγνίας, ξέραμεν ότ’ είναι πολλοί αυτείνοι και μαθητικοί κ’ έχουν και κανόνια κι’ όλα τα μέσα· εμείς απ’ ούλα είμαστε αδύνατοι· όμως ο Θεός φυλάγει και τους αδύνατους· κι’ αν πεθάνωμεν, πεθαίνομεν διά την πατρίδα μας, διά την θρησκεία μας, και πολεμούμεν όσο μπορούμεν αναντίον της τυραγνίας· κι’ ο Θεός βοηθός. Αυτός ο θάνατος είναι γλυκός, ότι κανένας δεν θα γένη αθάνατος· κι’ όταν ο Χάρος θαρθή να μας πάρη, όταν θέλη, άρρωστους και δυστυχείς, καλύτερα σήμερα να πεθάνωμεν». Με φίλησε ένας απ’ αυτούς και τον φίλησα κ’ εγώ. Ύστερα φύγαν.
     Όταν δρόσισε και πήρε το δειλινό, πήρα καμπόσους αθάνατους συντρόφους από ’κείνους οπού γνώριζαν τους Αράπηδες από τους Αβαρίνους κι’ από το Νιόκαστρον, οπούταν ο Αράπης χορτάτος κι’ ο Έλληνας νηστικός και διψασμένος, πήρα καμπόσους από αυτούς κι’ από τα τείχη του μύλου πήγαμεν κρυφίως, από την εκκλησιούλα, και τους δίνομε έναν ντουφεκισμόν των Τούρκων, χωρίς να τους βλάψωμεν, αλλά να τους ξυπνήσωμεν. Τότε ανοίξαμεν το ντουφέκι και μπήκαν οι κολώνες εις την τάξη. Ο Μπραΐμης περήφανος έστειλε τους κατζαδόρους, οπού τους είχε και εις το Νιόκαστρον, κι’ άλλες δυο κολώνες από το κάστρον· και συνχρόνως και οι άλλες κολώνες – και με πρώτον μάς πήραν όλο το περιβόλι και της κούλιες του περιβολιού κι’ ολόγυρα· και με την πρώτη ορμή ήρθαν εις το κάτου μέρος του περιβολιού, εις τα τείχη, οπούναι πρόσωπον της θάλασσας· κ’ εκεί το βαστούσα με τους συντρόφους μου. Μας πλάκωσαν με την πρώτη ορμή· κ’ εκεί άρχισε πεισματώδης πόλεμος από τόνα το μέρος κι’ από τ’ άλλο κάμποση ώρα. Ήταν η κάψη, και δεν φυσούσε τελείως – κι’ ο καπνός των ντουφεκιών έγινε μία αντάρα, καταχνιά – θα μας παίρναν όλους. Τότε μιλήσαμεν αναμεταξύ μας να βαρούμεν τους αξιωματικούς, ότι αυτείνοι φέρναν με το στανιόν της κολώνες απάνου μας. Όταν αρχίσαμεν και βαρούγαμεν και σκοτώναμεν τους αξιωματικούς, κρύγιωσαν. ’στον ίδιον καιρόν βγάλαμεν τα σπαθιά πεντέξι, κι’ άλλοι ύστερα, και ριχνόμαστε απάνου τους και τους δίνομεν ένα χαλασμόν – κι’ αφίνουν και κούλιες και περιβόλι. Κ’ εκεί εις την πόρτα τους πλάκωσαν οι Έλληνες και ρίχναν εις τον σωρόν. Άρχισε ο πόλεμος κι’ από το μέρος του μυλάκου, οπούταν ο Υψηλάντης με τους Κρητικούς, και μίστικα με μπαλαμιστράλλια· κι’ όλα αυτά πήγαιναν εις τα σώματα των Αραπάδων.
     Τότε γυρίζουν οπίσου και μας παίρνουν ομπρός και τζακιστήκαμεν· ότι έστειλε κι’ άλλους ο Μπραΐμης (τήραγε με το κιάλι) κι’ αυτείνοι γύρισαν και τους άλλους και μας χάλασαν. Γυρίσαμεν πίσου εις τα πόστα μας· κι’ αυτείνοι πολεμούσαν μπροστά κι’ οπίσου. Μάζωξαν τους σκοτωμένους. Μάτα τους τζακίσαμεν κι’ αυτούς. Τότε μας πισουδρόμησαν πάλε και κόντεψαν να με πιάσουνε ζωντανόν, ότι μου σκοτώθη ένα παληκάρι από τα καλύτερα, Κατζούγια το λέγαν, από το Σερνικάνι χωριόν του Σαλώνου. Με τον καϊμένον τον αθάνατον Γκίκα έμεινα πίσου από τους άλλους και πιάσαμεν τον σκοτωμένον ο Γκίκας από τονα το χέρι κ’ εγώ από τ’ άλλο (ότι τον αγαπούσα πολύ αυτόν οπού σκοτώθη· ποτές δεν μ’ άφινε από το πλευρό και με γλύτωσε σε τόσα δεινά· κ’ εκεί, διά να μείνωμεν εις τον τοίχον της κούλιας του περιβολιού, έκαμεν ομπρός και σκοτώθη), τον πήραμεν οι δυο μας, με τον Γκίκα, και κιντυνέψαμεν κ’ εμείς και τον φέραμεν εις το πόστο μας. Κ’ εκεί εις το πόστο είναι χωμένος ο γενναίος πατριώτης.
     Αφού οι Γάλλοι έβλεπαν από την φεργάδα τον πόλεμον και τον χαλασμόν των Τούρκων, τόσο ενθουσιάστηκαν οπού γύρευαν αν ήταν τρόπος να βγούνε κι’ αυτείνοι να μας βοηθήσουνε· τότε παίρνει μίαν κασσέλα ρούμι ο ναύαρχος και οι φίλοι μου οι αξιωματικοί, οι τέσσεροι οπού φάγαμε ψωμί μαζί, ροζόλι και βήκαν έξω. Τους βάλαμεν ’στην κούλια. Μέρασα το ρούμι των ανθρώπων διά να ιδή κι’ ο ναύαρχος με τους φίλους του τον πόλεμον. Τότε κάνομεν και τρίτο γιρούσι και τους δώσαμεν έναν σκοτωμόν καλόν· και οι γενναίοι Κρητικοί και οι Ψαργιανοί με τα μίστικα – χάριτες χρωστάγει η πατρίδα ’σ αυτούς τους γενναίους ανθρώπους και καλούς πατριώτες. Τότε, εκεί οπού ριχτήκαμεν ’στο γιρούσι, μου πληγώθη βαρέως και ύστερα πέθανε ο καλός και γενναίος πατριώτης Μιχάλης Κυπραίος, οπούστειλα της πλεγής και πήγε εις την Αγγλική φεργάδα, όταν κιντυνεύαμε εις το Νιόκαστρο. Βλέπομεν από τ’ Ανάπλι κ’ έρχεται ένα μιντάτι· ήταν ο γενναίος Μήτρος Λιακόπουλος, άξιον παληκάρι και καλός πατριώτης. Ήρθε με πενήντα ανθρώπους, όλοι παλιοί αξιωματικοί και στρατιώτες, πατριώτες πολλά γενναίγοι, όλοι καλοί. Ήταν στενός μου φίλος και ήρθε· ότ’ ήταν παληκάρι. Ήταν πλήθος εις τ’ Ανάπλι· μας τήραγαν με τα κιάλια (και να λένε εγκώμια δικά τους, ότι φύλαγαν τ’ Ανάπλι). Αφού ήρθε ο Λιακόπουλος και οι συντρόφοι του, τους κεράσαμεν κι’ αυτούς. Τότε κάμαμεν νέον σκέδιον να ριχτούμεν των Τούρκων, ο Λιακόπουλος με τους ανθρώπους του να πάγη τ’ αριστερόν μέρος του περιβολιού, ο Γκίκας να πάγη το δεξιόν από τον μυλάκον, εγώ να πάγω την μέση το περιβόλι – να κινηθούμεν και οι τρεις κολώνες μαζί να χτυπήσουμεν τους Τούρκους, ότι συνάχτηκαν όλοι εις το περιβόλι να μας ριχτούνε· και να τους ριχτούμεν εμείς πρωτύτερα. Μέρασα τα φουσέκια και κινηθήκαμεν και οι τρεις κολώνες συνχρόνως. Εκεί οπούχα ριχτή εγώ ομπρός με τους ανθρώπους μου, και οι άλλοι, οι δυο κολώνες, προχώρεσαν, κάποιοι Τούρκοι, οπού μουχε στείλη ο Μπραΐμης εις το Νιόκαστρον και μιλούσαμεν, με γνώριζαν· και ήταν και μ’ άλλους Τούρκους εις την κούλια του περιβολιού, έρριξαν και με πλήγωσαν εις το δεξί χέρι. Ήταν από μουσκέτο και το μολύβι μεγάλο και μόφαγε όλα τα κόκκαλα. Μόπεσε το σπαθί από το χέρι – ήμουν κι’ αναμμένος οπούτρεχα εις τα πόστα και τους έδινα πολεμοφόδια. Δεν βαστιέταν το αίμα· τύλιξα το χέρι εις το πουκάμισο να μην το ιδούνε οι άνθρωποι. Όμως τσακίστηκαν οι Τούρκοι πάλε όξω από την κούλια, αφού τους χτυπήσαμεν κ’ οι τρεις κολώνες και οι Κρητικοί και τα μίστικα. Τότε πέρασε και η ώρα, έπαψε ο πόλεμος. Τελειώνοντας ο πόλεμος, ήρθαν καμμιά εξηνταργιά ταχτικοί από τ’ Ανάπλι με τον λοχαγόν Κάρπον. Βάρεσαν κ’ εκείνοι τα ταμπούρλα και ρίξαν και μίαν μπαταργιά εις τον αγέρα.
     Αφού ο πόλεμος τελείωσε, με πήραν και με πήγαν εις την φεργάδα την Γαλλική – έστειλε φελούκα ο ναύαρχος κι’ αξιωματικούς. Άμα πλησιάσαμεν εις την φεργάδα, έβαλε την μουσική και βαρούσε. Γύρευαν να με κρατήσουν μέσα εις την φεργάδα διά να με γιατρέψουν. Εγώ δεν θέλησα. Μόδεσαν οι γιατροί της φεργάδας το χέρι και με συντρόφεψαν αυτείνοι και πεντέξι αξιωματικοί ’σ τ’ Ανάπλι σουρουπώνοντας καλά, και με δέχτηκαν οι κάτοικοι του Αναπλιού και η Κυβέρνηση.1
     Είχα διορίση εις τους ανθρώπους μου άνθρωπον και τους διοικούσε. Λυπήθη πολύ ο αγαθός Υψηλάντης κι’ ο Κωσταντήμπεγης οπού πληγώθηκα. Ο σκοτωμός των Τούρκων – είναι άγνωστη η ποσότη, ότι τους σήκωναν ευτύς. Ήταν πολλοί οι Τούρκοι, ήταν ως δώδεκα χιλιάδες το όλο. Από ’κείνο οπού μάθαμεν άλλοι λένε σκοτωμένους περίτου από πεντακόσιους, άλλοι ακόμα περισσότερους κι’ άλλοι λιγώτερους, κι’ αχώρια οι πληγωμένοι. Δικοί μας σκοτώθηκαν δυο και οι δυο οπού πληγώθηκαν. Ήμαστε ως τρακόσοι άνθρωποι απάνου κάτου. Ότι σκόρπησαν οι άλλοι από τον φόβο τους το βράδυ και πολλοί πήγαν εις Άργος κι’ Ανάπλι. Ο πόλεμος έγινε τον Γιούνιον μήνα τα 1825.
     Την ίδια βραδειά έφυε από ’κεί ο Μπραΐμης διά νυχτός. Αφάνισε και σκλάβωσε όλα τα χωριά. Και τ’ Άργος το έκαψε και σκλάβωσε πολλούς, ότι οι αρχηγοί τ’ Άργους, ο Τζόκρης κ’ οι άλλοι πήραν της σπηλιές. Από ’κεί πήγε ο Μπραΐμης απόξω τ’ Ανάπλι· έκαμαν ολίγον ακροβολισμόν κ’ έφυγαν και πήγαν εις την Τροπολιτζά. Αφού αφάνισε τ’ Άργος και χωριά του, τότε οι κυβερνήται μας βάλαν και μερεμέτισαν τα λέτα των κανονιών και βάλαν τα κανόνια απάνου, οπούταν καταή, και μερεμέτισαν και της στέρνες του Αναπλιού κι’ απόλυσαν το νερό των βρυσών μέσα και δεν άφιναν να πάρη κανένας νερό όσο να γιομίσουνε οι στέρνες. Εμένα μόνον μόδιναν ολίγον οπού ήμουν πληγωμένος.
     Αφού η Κυβέρνηση ευκαριστήθη από ’μένα πολύ (τους μίλησε κι’ ο Ντερνύς όσα του είπε ο Μπραΐμης εις την Καλαμάτα, οπούφαγε ψωμί εις την φεργάδα του, τους έδειξε και το τζορνάλε των Μύλων) τότε ευκαριστήθη διά όλα αυτά η Κυβέρνηση και μου είπαν να μου χαρίσουνε ένα χωριόν. Τους είπα: «Όταν λευτερωθή η πατρίδα, όποιος κάμη τα χρέη του – η πατρίδα είναι δίκια. Τώρα κιντυνεύομεν: και θέλει δουλειά κι’ αγώνα η πατρίδα, κι’ όταν λευτερωθή, όλα τ’ αγαθά είναι δικά μας». Σαν δεν θέλησα διά χωριόν, μόδωσαν ένα δώρον οπού δεν τόχει κανένας άλλος στρατιωτικός, νάχω δυο ανθρώπους, και να τους πλερώνη η Κυβέρνηση μιστούς και γεμεκλίκια, και δυο ταγές κριθάρι κι’ άχερον διά τα ζώα μου κι’ ένα σιτηρέσιον, πέντε γρόσια την ημέρα, οπού μαζώνονται αυτά όλα εις χρήματα – όσα γένονται να τα λαβαίνω. Και τα λαβαίνω από την Κυβέρνηση. Τώρα οπούρθε ο Κυβερνήτης θέλησε να τα κόψη και του πήγα το έγγραφον και ταπικύρωσε.


ΣHMEIΩΣH

1. Αφού είδε αυτόν τον πόλεμον ο ναύαρχος Ντερνύς έκαμε έκθεσιν και την έβαλε εις τις εφημερίδες τις Γαλλικές.



[ Kεφάλαιον ένατον ]
Η πληγή του χεριού μου πήγαινε κακά· πρίσ’κε το χέρι μου και γίνη τούμπανο. Γύρευαν να μου το κόψουνε εις το νώμον οι γιατροί, οπουμόχαν βάλη εις τ’ Ανάπλι να με γιατρέψουν. Τριάντα οχτώ ’μερόνυχτα δεν έκλεισα μάτι. Μ’ ετοίμασαν εις θάνατον· έφερε όλα τα σύνεργα ο γιατρός να μου το κόψη. Πήρα το γιαταγάνι και γκρεμίστη κάτου από την σκάλα και γλύτωσε· ειδέ θα τον πάστρευα. Και σηκώθηκα και πήγα εις την Αθήνα εις τον γιατρό, και με γιάτρεψε. Όμως σακατεύτηκα εξ αιτίας εκείνων των γιατρών του Αναπλιού· βήκαν τα κόκκαλα αδίκως. Κι’ αν δεν πήγαινα εις την Αθήνα ήμουν χαμένος.
      Όταν ήμουν ακόμα εις την Αθήνα, οπού γιατρεύομουν, τη Νύδρα την φοβέριζε ο Μπραΐμης να πάγη μ’ όλον τον στόλον να την χαλάση. Οι Νυδραίοι γύρεψαν εις την Κυβέρνηση δύναμη στρατιωτική και της έλεγαν: «Να διορίσετε δύναμη, όμως ο Μακρυγιάννης να μην λείψη και τον γιατρεύομεν εδώ. Ότι όταν πήγα εις Αθήνα, πέρασα πρώτα από τη Νύδρα και βήκαν όλοι και με δέχτηκαν, και δυο από τους φίλους μόρριξαν λαχνόν ποιος να με πάρη εις το σπίτι του, και με πήρε ο Δημήτρης Λαζαρίμος· και ξόδιασε αρκετά εις τους φίλους οπού γιόμοζε το σπίτι του νύχτα και ημέρα. Δεν μ’ άφιναν οι Νυδραίοι να φύγω, μόφεραν γιατρόν κι’ όλα μου τα χρειαζούμενα· και στανικώς έφυγα και πήγα εις την Αθήνα. Ύστερα στείλαν επίτηδες άνθρωπον οι Νυδραίγοι ’στην Αθήνα και γράμμα από τους νοικοκυραίους και διαταγή της Κυβέρνησης και καΐκι να πάγω. Τότε πήρα το σώμα μου και πήγα. Και μόκαμαν τόσες επίδειξες.
     Ήρθαν κι’ ο Καρατάσιος με το σώμα του, οι Γριβαίγοι, ο Κατζικογιάννης κι’ άλλοι. Καθίσαμεν καμπόσον καιρόν. Μας δίναν οι άνθρωποι το ταΐνι μας, γεμεκλίκια. Τα σώματα θέλαν και τους μιστούς – η Κυβέρνηση δεν είχε. Γύρευαν ν’ αλιμουργιάσουμεν τα σπίτια των προκρίτων, να τους πιάσουμεν στανικώς, να τους γυμνώσουμεν. Τότε εγώ ’σ αυτό δεν έκλινα κ’ έβγαλα εξ ιδίων μου και πλέρωσα τους ανθρώπους· και τους είπα να λένε και των αλλουνών να πιάσουν τους καπεταναίους τους να τους πλερώσουνε εξ ιδίων τους, ότι οι Νυδραίγοι δεν μας χρωστούν τίποτας. Εκείνοι πάνε με τα καράβια και σκοτώνονται διά την πατρίδα, κ’ εμείς – μας έστειλε η Κυβέρνηση να φυλάξωμεν το νησί και μας δίνουν παστρικό ψωμί και γεμεκλίκια· τους μιστούς θα τους λάβωμεν από την Κυβέρνησιν. Αν γυμνώσουμεν τους προκρίτους, τότε τι τους φυλάμεν εμείς; Κ’ εμείς τούρκικες πράξες θα τους κάμωμεν· και τότε κιντυνεύομεν να χαθούμεν. Τότε πιάνουν όλους τους αρχηγούς τους και τους πλερώνουν εξ ιδίων τους, καθώς εγώ. Όλοι αυτείνοι φοβέριζαν να με σκοτώσουνε δι’ αυτό. Περισσότερον ζούνε οι φοβερισμένοι από τους αφοβέριγους. Καθίσαμεν καμπόσο εις τη Νύδρα. Μόδωσαν ένα καλό αποδειχτικόν κι’ άλλο διά τα χρήματά μου, πήρα κι’ απ’ ούλους τους στρατιώτες οπού τάλαβαν εξ ιδίων μου και σηκώθηκα και πήγα εις την Διοίκηση και της είπα ότι θα διαλύσω το σώμα μου και θα μπω εις το ταχτικόν απλός στρατιώτης (μ’ είχαν κάμη και στρατηγόν). Τους είπα: «Η πατρίς χωρίς ταχτικόν δεν πάγει ομπρός και θα μπω ’σ αυτό». Πάσκισαν, δεν μπόρεσαν να με βαστήξουν. Πέταξα τον βαθμό μου και διάλυσα το σώμα μου· πήρα καμπόσους αξιωματικούς μου να πάγω εις την Αθήνα, οπούναι ο Φαβγές, να γυμναστώ ως απλός στρατιώτης. Μαθαίνει αυτό ο Γκούρας, θέλει να μπη κι’ αυτός εις το ταχτικόν – να του πλερώσουνε πρώτα όλους τους μιστούς κι’ όσα του χρωστούν παλιά, οχτακόσες χιλιάδες γρόσια. Του υποσκέθηκαν και μπήκε. Όμως αυτό τόκαμεν να πάρη τα χρήματα και ύστερα πίσω την δουλειά του. Πήγα εγώ εις την Αθήνα, μόφκειασαν ένα ξύλινο ντουφέκι, ότι ’στο χέρι μου ακόμα δούλευε η πληγή, και γυμναζόμουν με τους στρατιώτες· και μόδωσαν και δάσκαλον χωριστά. Ύστερα μπήκε κι’ ο Γκούρας και γυμνάζονταν κι’ αυτός· και κοντά ’σ εμάς εμπήκαν κι’ άλλοι πολλοί. Κ’ έγινε το σώμα περίτου από πέντε χιλιάδες. Αρχηγός του σωμάτου ήταν ο γενναίος και φιλέλληνας Φαβγές Γάλλος κι’ άλλοι πολλοί μ’ αυτόν γενναίγοι αξιωματικοί Γάλλοι κι’ ομογενείς. Χάριτες χρωστάγει η πατρίδα σε όλους τους φιλανθρώπους ευεργέτες μας όλων των εθνών και καταξοχή εις αυτούς τους γενναίους Γάλλους, οπού θυσίασαν κόπους και βάσανα κι’ αγωνίζονταν να μας συμμορφώσουν με την καλή τάξη κι’ αρμονία.
     Μπήκαν εις το ταχτικόν κι’ όλοι οι φιλόπατροι Αθηναίγοι, τα νοικοκυρόπουλα, κι’ αγωνίζονταν ως σολντάτοι.1 Αφού μπήκε ο Γκούρας εις το ταχτικόν, εις την Διοίκηση είχε τον συμπέθερό του Γιαννάκο Βλάχο και τους άλλους φίλους του. Κι’ όλοι αυτείνοι συνφώνησαν να στείλουν μίαν επιτροπή εις την Αθήνα δική τους, από φίλους, να πουλήσουνε την εθνική γης και να την πάρη ο Γκούρας κι’ αυτείνη όλη η συντροφιά, γης, ελιές, σπίτια, αργαστήρια και τα εξής. Στέλνουν επιτροπή τον Γιάννη τον Κουντουμά, τον Θανάση Λιδορίκη, τον Γιωργάκη Μόστρα. Αφού ήρθαν, βγάζουν μίαν προκήρυξη δι’ αυτά, να τα πουλήσουνε. Μια ημέρα πήγαινα με τον Γκούρα σεργιάνι καβάλλα. Με κολάκευε· ήθελε να μου δώση μίαν ανιψιά του γυναίκα. Μου λέγει: «Του Χασεκή τα υποστατικά, ελιές, περιβόλι κι’ όλη την περιφέρεια θα την πάρω εγώ δι’ όσα μου χρωστάει το Έθνος. – Του λέγω, εσύ πήρες θησαυρούς από αυτό το δυστυχισμένο Έθνος ’στα στρατόπεδα, εις την Αθήνα, εις την Πελοπόννησο. Πόσο φουσάτο έχεις εις την οδηγίαν σου; Ποτέ δεν βγαίνουν τρακόσοι άνθρωποι· και πλερώνει όλη η Ανατολική Ελλάς και η Κυβέρνηση δι’ αυτούς. Κι’ όλον τον κόσμο τον γύμνωσες· και δόντια έβγαλες εσύ κι’ ο Μαμούρης σου και με το τζεκούρι σκοτώσετε ανθρώπους. Το Σαρρή τον σκοτώσετε· πενήντα χιλιάδες γρόσια οπούχε απάνου του, εις γρόσια και τζιβαϊρκά, τα πήρε ο Μαμούρης και τα μεράσατε. Τέλος πάντων εσύ γυρεύεις ακόμα από την Κυβέρνησιν να πάρης και οχτακόσες χιλιάδες γρόσια· και κατά την επιτροπή, οπούναι διορισμένοι όλοι φίλοι σου, θα πάρης υποστατικό οπού ν’ αξίζη πενήντα διά δέκα· αυτείνη η επιτροπή θα το ξετιμήση τοιούτως. Οι φίλοι σου και οι συγγενείς σου κυβερνήτες ταπικυρώνουν. Τέλος πάντων εσύ κι’ ο Μαμούρης σου θα γίνης Μεμεταλής, εσύ, κι’ αυτός Μπραΐμης· κ’ εμάς θα μας πάρετε είλωτες! Να την χέσω τέτοια λευτεριά, οπού θα κάμω εγώ εσένα πασιά! – Τι κουβεντιάζεις έτζι; μου λέγει. – Έτζι κουβεντιάζω! Όταν τα πάρης εσύ αυτά και οι φίλοι σου, να με φτύσης!» Σηκώθηκα κι’ αναχώρησα κατ’ το κονάκι μου.
     Την αυγή βγάζει η ’πιτροπή προκήρυξη. Πήγαμεν και την αλείψαμεν μαγαρσές. Κι’ όσες βολές ματάβγαλε, τα ίδια έπαθε. Μου μίλησαν αυτείνοι όλοι και η επιτροπή ότι όσα μου χρωστάγει το Έθνος – να μου δώσουνε ό,τι θέλω. «Δεν θέλω εγώ τίποτας», τους είπα. Τότε έμειναν όλα τα σκέδια του Γκούρα και της ’πιτροπής νεκρωμένα. Βγαίνει ο Γκούρας από το ταχτικόν. Κάνει πλήθος αντενέργειες αυτός και οι συντρόφοι του, Αθηναίγοι και κυβερνήτες, να το διαλύσουνε το ταχτικόν. Ο καϊμένος ο Φαβγές έτρεξε εις την προκομμένη Διοίκηση διά να δώση τα μέσα. Εις την Αθήνα ήταν σκουτιά του ταχτικού κι’ άλλα αναγκαία. Πολεμούσαν να τα κάμουν οι καλοί πατριώτες πλιάτζικα. Ο Φαβγές με βάνει μέλος μιας επιτροπής, οπού συστήθη απ’ ούλο το ταχτικόν, να προφυλάξωμεν αυτά, να μην τ’ αδράξουν οι άλλοι. Ήταν ’πιτροπή ο Σκαρβέλης, ο Σταυρής ο Βλάχος, άλλοι αξιωματικοί κ’ εγώ. Και τα προφυλάξαμεν όσο να ρθή ο αρχηγός του σώματος. Τότε ο Γκούρας, ο Ζαχαρίτζας, ο Βαρελάς, ο Σουρμελής κι’ άλλοι συντρόφοι τους Αθηναίγοι, κι’ από την Κυβέρνησιν οι φίλοι τους κι’ ο Γιαννάκος Βλάχος, ο συγγενής του Γκούρα, οπού τον είχε μέλος της Κυβερνήσεως, κάνουν χιλιάδες αντενέργειες να χαλάσουν το ταχτικόν και του κόβουν όλα τα μέσα, να διαλυθή χωρίς άλλο. Ότι η τάξη δεν είχε κλεψές και βία εις τους κατοίκους. Οι καϊμένοι οι Αθηναίγοι έβγαζαν την χαψιά από το στόμα τους και τη δίναν των ταχτικών. Κι’ όλη ’μέρα συνεισφορές κάναν να το νταγιαντήσουνε, ότι καθώς ήρθε ο Φαβγές με το σώμα εις την Αθήνα, γνώρισαν τα σπίτια τους. Αφού βλέπουν οι Αθηναίγοι ότι το ταχτικόν κιντυνεύει και τότε θα πάθουν τα πρώτα από την δικαιοσύνη του αρχηγού, μαζώνονται όλοι, κάνουν μίαν συνέλεψη και διορίζουν χίλιους Αθηναίους, όλα τα νοικοκυρόπουλα, κι’ αρχηγόν αυτεινών διορίζουν εμένα, να προσέχωμεν διά την ευταξίαν της πόλεως κι’ αν κάμη χρεία και διά τον οχτρό, να κινηθούμεν. Έγινε η συνέλεψη· διόρισαν τ’ αναγκαία όλα. Τότε αυτό τόμαθε ο Γκούρας, δεν τούρθε καλά ούτε αυτεινού, ούτε των φίλωνέ του, ούτε της Κυβέρνησης, ούτε της σεβαστής επιτροπής οπούταν εις την Αθήνα. Γράφουν αυτά της Κυβέρνησης, η Κυβέρνηση στέλνει εις την ’πιτροπούλα διαταγή και με φωνάζει, η ’πιτροπούλα, και μου λέγει ότ’ είμαι αξιωματικός της Κυβερνήσεως κι’ αυτού οπού με διόρισαν οι Αθηναίοι, να τραβήσω χέρι από αυτείνη την αρχηγίαν. Της λέγω· «Ό,τι μου δίνουν οι πατριώτες δεν τ’ αφίνω μόνος μου· αν δεν με θελήσουν οι ίδιγοι, τότε τ’ αφίνω. Κυβέρνηση ως αξιωματικός δεν την γνωρίζω, ότ’ είμαι απαρατημένος· ήμουν στρατηγός και είμαι απλός στρατιώτης του ταχτικού· κι’ αρχηγόν έχω τον Φαβγέ. Κι’ αν φταίξω, αυτός θα με παιδέψη. ’Σ αυτόν ορκίστηκα ως απλός στρατιώτης. Η Κυβέρνηση δεν έχει να κάμη εις το εξής μ’ εμένα, ούτε οι ’πιτροπούλες της.
      Μάθαμεν ότι ο Κιτάγιας ετοιμάζεται διά την Αθήνα. Λέγει των Αθηναίων ο καϊμένος ο Φαβγές να επιστατήση μόνος του, να βάλη όλο το ταχτικόν να δουλέψουν να κόψουν νησί τον Φαληρέα, και οι Αθηναίοι να μην τρέχουν εις τα νησιά, να είναι απάνου εις την πατρίδα τους· και να μην ξαναπουληθή η Αθήνα. Ο Γκούρας ακούγοντας αυτό ενέκρωσε, ότι τ’ αργαστήρι του αυτεινού κι’ όλης του της συντροφιάς νεκρώνει, το κάστρο της Αθήνας, το βυζί του Γκούρα και συντροφιάς του. Αυτό τρώγει τα χρήματα, το ταμείον της Ανατολικής Ελλάδος, όλα τα εισοδήματα. Διά να μην γένη αυτό το κακό, να κοπή ο Περαίας, πολέμησαν όλοι τον Φαβιέ και πήρε το ταχτικόν και πήγε εις τα Μέθενα, ’σ έναν έρημον και νοσώδη τόπον, κ’ έφκειασε εκεί κάστρο και σπίτια. Κι’ ως νοσώδης ο τόπος, αφανίστηκαν οι άνθρωποι και χάθηκαν κακώς κακού. Κι’ από τόσα άρματα, κανόνια, σκουτιά κι’ άλλα αναγκαία του πολέμου, οπού θα ήταν το ταχτικό διπλό, δεν έμεινε τίποτας. Κι’ αυτά όλα δεν χάνονταν, ούτε την Αθήνα να την ξανακυργέψουν οι Τούρκοι και να μας την πουλήσουνε οπίσου· και να πάρουν άνθρωποι χωρίς αγώνες και θυσίες απόνα γρόσι το στρέμμα την γης, άγρια γης και καλή, και να βάλουν κ’ εμάς να την γιωργούμεν ως είλωτες αυτεινών· και το γενί να βγάζη των αδελφών μας και συγγενών μας τα κόκκαλα. Και λευτερωθήκαμεν από τους Τούρκους και σκλαβωθήκαμεν εις ανθρώπους κακοροίζικους, οπού ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης.
     Ο Κιτάγιας ήρθε με μεγάλη δύναμη ανθρώπων, με καβαλλαρία, με κανόνια, μ’ όλα τ’ αναγκαία του πολέμου. Έπιασε τα Πατήσια. Τα χωριά τα περισσότερα της Αθήνας προσκύνησαν, ότι από την δικαιοσύνην μας πολλούς κατοίκους τούς ηύρανε φορτωμένους πέτρες και τους ξεφόρτωσαν κι’ άλλους τους λευτέρωσαν, οπού τους παιδεύαμεν διά χρήματα. Αφού μάθαν οι Αθηναίοι ότι έρχεται ο Κιτάγιας, με ζήτησαν εις τον Φαβιέ, ότ’ ήμουν εις την οδηγίαν του, και μόδωσε την άδεια κ’ έμεινα άμα πήγε εις τα Μέθενα με το σώμα. Και με διόρισαν μ’ άλλους δυο Αθηναίους τον Συμεών Ζαχαρίτζα και Νερούτζον Μετζέλο και ήμαστε μ’ ανθρώπους εις τα τείχη της πόλεως· και πολεμούσαμεν νύχτα και ημέρα τριάντα τέσσερες ημέρες. Ο Κιτάγιας χάλαγε τα τείχη με τα κανόνια κ’ εμείς φκειάναμεν. Και καταφανιστήκαμεν εις τον σκοτωμόν και πληγωμόν. Μίαν αυγή, μίαν ώρα να φέξη, αφού γκρέμισε σε πολλά μέρη της πόλεως τα τείχη και δεν μας άφιναν τα κανόνια τ’ ακατάπαυτα να μερεμετίσουμεν τα τείχη, τότε μπήκαν οι Τούρκοι – τους μέθυσε πρώτα με ρούμι και μπήκαν από τρεις μεριές. Κι’ ανακατωμένοι με τους Τούρκους πήγαμεν πολεμώντας ως το κάστρον. Εις τα μπροστινά τείχη τα μακρύτερα, οπούναι πρόσωπον των Πατησιών, φυλάγαμεν οι Αθηναίοι κι’ ο γενναίος κι’ αγαθός πατριώτης ο Μορφόπουλος· από την Μπουμπουνίστρα κι’ ως το ριζό του κάστρου ο Μαμούρης μ’ ανθρώπους του Γκούρα και χωργιάτες· από της Κολώνες, τον Αγιώργη, ως το ριζό του κάστρου ο Στάθης Κατζικογιάννης. Όλοι αγωνίστηκαν γενναίως και πατριωτικώς. Η πατρίς χάριτες τους χρωστάγει. Ο Γκούρας ήταν εις το κάστρον κι’ ούθεν έκανε ανάγκη, οπού ήταν πολύς πόλεμος, πρόφτανε. Και γενικώς όλοι αγωνιστήκανε πατριωτικώς και γενναίως. Οι Τούρκοι ολόγυρα την χώρα είχαν κανονοστάσια, τάμπιες, και βαρούσαν με κανόνια, μπόμπες και γρανέτες και λιανοντούφεκον. Αυτείνοι πλήθος κ’ εμείς ολίγοι ως πεντακόσοι άνθρωποι, κάτου όχι απάνου. Οι θέσες εκτεταμένες.
     Πήγαμεν εις το φρούριον. Ήταν η νίλα εκεί· γυναικόπαιδα, ζώα. Γιόμωσε ο Σερπετζές. Η θεία πρόνοια, αδελφοί αναγνώστες, είναι μεγάλη και δίκια. Οι Τούρκοι – πιασμένες όλες οι θέσες ολόγυρα εις την χώρα και κάστρο. Εβήκαν οι άνθρωποι, γυναικόπαιδα, κλαίγοντας, με τόσα ζώα, και οι Τούρκοι δεν τους πήραν χαμπέρι τελείως· και σωθήκανε όλοι χωρίς να ματώση μύτη κανενού και πήγαν εις Αμπελάκι και Κούλουρη.
     Την χώρα την βαστήσαμεν τριάντα τέσσερες ημέρες. Κολλήσαμεν εις το κάστρο Αγούστου 3, τα 1826. Όταν μπήκαμεν εις το κάστρο, ήταν πλήθος εκεί βόιδια. Ο Γκούρας, αμαθής από μπλόκους, τάβγαλε και τ’ απόλυσε όλα έξω, και τα πήραν οι Τούρκοι. Του λέγω: «Τι κάνεις, αδελφέ; εδώ είναι πολιορκία. – Λέγει, λίγον καιρό θα κάμωμεν». Έτζι τόλεγαν οι Ευρωπαίγοι, οπούρχονταν εις το κάστρο, και τους πίστευε. Όταν δεν είχαμεν ούτε ψωμί, βάρειε το κεφάλι του. Τα βόιδια τάφαγαν οι Τούρκοι κ’ ευκιώνταν την ανοησίαν του Γκούρα. Εγώ ήμουν καμένος από το κάστρο της Άρτας, οπού καθόμουν νηστικός, κι’ από το Νιόκαστρο, οπού δεν είχαμεν ούτε νερό. Έβαλα το κρασί των συγγενών της γυναικός μου κι’ όλους τους ζαϊρέδες, αγόρασα ρύζι εξακόσες οκάδες, όσπρια κι’ όλα τ’ αναγκαία· κι’ αλάτισα τόσα βόιδια και γουρούνια. Κ’ έτρωγαν όσους ανθρώπους είχα μαζί μου, κι’ αχώρια οι λαβωμένοι και οι άλλοι, όταν ήρθε ο Κριτζώτης και το ταχτικόν, οπού κατήντησε εκατό γρόσια η οκά το βούτυρον και τ’ άλλα τ’ αναγκαία και δεν βρίσκονταν.
     Αφού κολλήσαμεν εις το κάστρο, μεράσαμεν και πήρε ο καθείς τα πόστα του. Ο Παπά Κώστας, ο Εμορφόπουλος κ’ εγώ εις την Χρυσοσπηλιώτισσα, οπούναι η σπηλιά και οι δυο κολώνες από πάνου. Αφανιστήκαμεν εις τον σκοτωμόν και πλήγωμα, ότ’ ήταν καρσί ο Σέτζος και το Κολωνάκι οπούταν τα κανόνια των Τούρκων· από μέσα εις τον Σερπετζέ οι Αθηναίγοι ο Συμιός, ο Νερούτζος, ο Μήτρο Λίτζος, ο Ντάβαρης ως την έξω πόρτα του κάστρου· ’στην τάπια του Δυσσέως, από ’κεί και κάτου, άνθρωποι του Γκούρα· εις του Λιονταριού τη ντάπια Αθηναίοι, οπού ήταν κιντυνώδες μέρος. Αυτείνοι οι καϊμένοι ήταν γυμνοί και δυστυχισμένοι, ότι οι άνθρωποι του Γκούρα τούς γύμνωσαν. Κι’ ο καϊμένος ο Ντάβαρης ο Αναγνώστης με τόσους πατριώτες του κι’ ο Γερολίτζος ήρθαν να σκοτωθούν με τους χωργιανούς τους κ’ ήφεραν κι’ όλα τους τα βόιδια και σκουτιά των σπιτιών τους κ’ έντυναν κ’ έθρεφαν τους συνπολίτες τους τους δυστυχισμένους Αθηναίους, οπού συναγωνίζονταν εξ αρχής εις τα δεινά της πατρίδος. Και τότε ως αδελφοί μέραζαν το εδικόν τους. Αφού γύμνωσαν την Αθήνα οι άνθρωποι του Γκούρα και δεν άφιναν τους Αθηναίους να βγάλουν τίποτας έξω, εις το κάστρο τούς πουλούσαν το πράμα τους το ίδιον, των Αθηναίων, κι’ απ’ αυτά έτρωγαν και ντύνονταν, οπού δούλευαν οι περισσότεροι μέσα εις τα χαντάκια και λαγούμια νύχτα και ημέρα. Ήταν μαζί μ’ εμένα οι Αθηναίοι και με τον Κώστα Λαγουμιτζή, και χωρίς ν’ αγωνιζόμαστε εμείς, το κάστρο θα κιντύνευε και θα παραδόνεταν προ καιρού. Εις το Σερπετζέ από πάνου, εις το θέατρο, φύλαγε ο Κατζικογιάννης. Ύστερα με διόρισαν όλοι οι πολιορκημένοι πολιτάρχη του κάστρου, να φέρνω γύρα όλο το κάστρο μέσα διά την ευταξίαν κ’ έξω σε όλα τα πόστα να τρέχω όθεν ακολουθήση ντουφέκι, να προφτάνωμεν. Και φύλαγαν ανθρώποι μου εις τη ντάπια του Δυσσέως και την άλλη· και τους μέραζα και το νερόν ολουνών εις το κάστρον.
     Απόξω τον Σερπετζέ καρσί του Σέτζου ήταν ένας γαμπρός του Γκούρα ο Ντεντούσης, τίμιος πατριώτης και γενναίος· κιντυνώδης η θέση αυτείνη – εσκοτώθη. Και διόρισαν και σήκωσα τους ανθρώπους μου από την Χρυσοσπηλιώτισσα και την πιάσαμεν κ’ εκείνη την θέση εμείς. Τέσσερες αδρασκελιές μακρυά και λιγώτερον ήταν τα χαρακώματα των Τούρκων, βαθιά χαντάκια και εις τα χείλια τους κοφίνια. Είχα κ’ εγώ φκειασμένες δυο ντάπιες· και τρυπήσαμεν το κάστρο και στεκόμαστε εκεί. Την νύχτα φκειάναμεν της ντάπιες και την ημέρα μάς της χάλαγαν με τα κανόνια από το Σέτζος. Ότ’ ήταν καρσί και πολλά κοντά. Κι’ αφανιστήκαμεν εις τον σκοτωμόν. Το ίδιον πάθαιναν κι’ απάνου εις το κάστρο. Ότ’ ήταν πέτρες· κι’ αφανίστηκαν οι άνθρωποι από τα κανόνια και μπόμπες. Γιόμωσε τάφους απάνου το κάστρο και τους χώναμεν ’στον Σερπετζέ.
     Το κάστρο τώρα θέλει να φάγη εκείνους οπού τότρωγαν τόσα χρόνια και τους έθρεφε σαν μανάρια, και σκοτώνονταν καθεμερινώς. Ο Γκούρας έφκειασε έναν περίφημον ναόν, τον γιόμωσε από πάνου χώμα να μην περνάγη η μπόμπα, κ’ έβαλε την φαμελιά του μέσα και κάθονταν κι’ ο ίδιος. Πήρε εις το κάστρο τον συμπέθερό του τον Σταυρή Βλάχο, τον Καρώρη, τον Βαρελά, τον Ζαχαρίτζα, όλο του το παρτίδο, την συντροφιά του και τους έδωσε κ’ ένα καλό υπόγειον. Και τους σύστησε δημογεροντία· και τους έβαλε και γραμματέα τον Διονύση Σουρμελή, οπού τον θυμιατούσε γράφοντας όταν ήταν εις την χώρα αυτός κι’ όλη αυτείνη η συντροφιά. Τους πήρε και εις το κάστρο, τους έβαλε εις το υπόγειον, τρώνε και πίνουν χωρίς να πατήση κανένας από αυτούς όξω από την πόρτα του υπόγειου. Ότι όξω ήταν μπόμπες και γρανάτες και κανόνια και κιντύνευε ο καθείς, και εις το υπόγειο ήταν σιγουριτά· όξω από τον Ζαχαρίτζα τον Νικολάκη. Αυτός ο καϊμένος έβγαινε κι’ αγωνίζονταν, καθώς και οι άλλοι οι πατριώτες, και κιντύνευε μαζί μας. Οι άλλοι όλοι εις το υπόγειον· κι’ ο Γκούρας εις τον ναόν κάθεταν με την φαμελιάν του. Πηγαίναμεν εμείς σκοτωνόμαστε με τους Τούρκους έξω από το κάστρο – έγραφε η δημογεροντία κι’ ο Σουρμελής έξω εις την Διοίκηση και εις τους καπεταναίους και εις της ’φημερίδες· «Σήμερα εβήκε ο αρχηγός Γκούρας έξω αναντίον των Τούρκων κ’ έκαμεν εκείνη την νίκη, εκείνη». Κάθε ολίγον όσοι ήταν εις τα υπόγεια εγκώμιαζαν εκείνους οπού ήταν εις τον ναόν. Τα είδαμεν αυτά γραμμένα εις της ’φημερίδες, ότι τάστελναν απόξω του Αναστάση Λιδωρίκη και Βλάχου, γυναικάδελφου και συμπέθερου του Γκούρα.
     Σαν τα είδαμεν αυτά, πιαστήκαμεν και μαλλώσαμεν· και τους είπα· «Χωρίς να βλέπωμεν όλα τα γράμματα και να τα υπογράφωμεν όλοι, πεζοδρόμον από το κάστρο άλλη φορά δεν βγαίνομεν». Κι’ έτζι ακολουθήσαμεν εις το εξής. Τότε του είπα του Γκούρα· «Να πιάσης πόστο έξω από το κάστρο, και τότε κατά τ’ ανδραγαθήματά σου γράψε». Παληκάρι γενναίον, φιλότιμον εβήκε κ’ εκεί σκοτώθη, και είπαν ότι τον σκότωσα εγώ. Του Θεού ψυχή να μην δώσω αν ακολούθησα τοιούτο ή μου πέρασε από την ιδέα μου. Ύστερα γκρέμισε και το κανόνι εκείνον τον περίφημον ναόν και χάθη και η φαμελιά του Γκούρα και τόσες άλλες ψυχές. Εγλύτωσε ζωντανό απ’ ούλους αυτούς ένα αθώον παιδί, και οι άλλοι σκοτώθηκαν όλοι.
     Εις την ντάπια του Δυσσέα απόξω ως τη ντάπια του Λιονταριού εκεί είχαμεν δεμένο λαγούμι· είχαμεν βάλη μπαρούτι και το φτίλι από κεί το είχαμεν ως μέσα εις το χαντάκι. Κ’ εκείνη την θέση του Λιονταριού την φύλαγαν οι Αθηναίγοι οι γυμνοί. Κεφαλή αυτεινών ήταν ο Δανίλης, γενναίος άνθρωπος και τίμιος πατριώτης. Τον πιάσαν ύστερα ζωντανόν αυτόν και τον Μήτρο Λέκκα, τους αγαθούς πατριώτες, και τους παλούκωσαν εις την Έγριπον οι Τούρκοι. Το φτίλι του λαγουμιού ήταν από πανί. Οι άνθρωποι κατουρούσαν εις το χαντάκι, ότι δεν μπορούσαν να πάνε αλλού, ότι τους βαρούσαν οι Τούρκοι από το Καράσουι κι’ απ’ άλλα μέρη· και τους κατασκότωναν καθημερινώς. Οι Τούρκοι αποφάσισαν να κάμουν γιρούσι δι’ αυτό το μέρος, και εις τη ντάπια, οπούταν το λαγούμι δεμένο εκεί συνάχτηκαν πλήθος από αυτούς. Βάλαμεν τους ανθρώπους εις την τάξη, βήκαμε καμπόσοι και στεκόμαστε με τα μαχαίρια εις το χέρι. Βάλαμεν φωτιά εις το φτίλι, ήταν βρεμένο, δεν έπιασε· πήγε σε καμπόσο διάστημα η φωτιά και κόπη. Τότε είδα έναν πατριωτικόν ενθουσιασμόν. Ένας Αθηναίος παίρνει με την χούφτα του φωτιά και πήγε και την έρριξε εις το φτίλι – διά την πατρίδα την φωτιά την έκαμεν νερό, αλλά δεν έπιασε. Μας ρίχτηκαν οι Τούρκοι απάνου – τους δώσαμεν ένα πελεκίδι και τους πήγαμεν κυνηγώντα ως την άκρη εις τα σπίτια· κι’ αποτύχαμεν το λαγούμι, οπού θα τους αφάνιζε. Σκοτώσαμεν καμπόσους κ’ έναν σημαντικόν. Και λυπήθη πολύ ο Κιτάγιας δι’ αυτόν, ότ’ ήτο πολύ γενναίος. Όταν βαστούσαμεν την χώρα, μια ’μέρα είχα βγη εγώ από τα τείχη της χώρας με καμμιά δεκαριά ανθρώπους και μας ρίχτηκαν η καβαλλαρία απάνου μας και θα χανόμαστε. Βαστήσαμεν και σκοτώσαμεν τον αρχηγόν τους κι’ άλλον έναν και κρύωσαν οι Τούρκοι· και ήβραμεν καιρόν και σωθήκαμεν· και τον έκλαψε κι’ αυτόν ο Κιτάγιας, ότ’ ήταν πολύ αγαπημένος του.
     Όταν κολλήσαμεν εις το κάστρο, βαστούσαμεν και τον μαχαλά της Πλάκας ως την Αρβανίτικη πόρτα. Από κάτου το κάστρο εις τα σπίτια ήταν μία εκκλησία και της έδεσε λαγούμι ο αθάνατος περίφημος Κώστας Λαγουμιτζής, γενναίος και τίμιος πατριώτης – και με την τέχνη του και με το ντουφέκι του ως λιοντάρι πολέμαγε διά την πατρίδα. Ήμαστε μαζί κι’ αγωνιζόμαστε ως αδελφοί νύχτα και ημέρα και δουλεύαμεν με τους ανθρώπους, τους αγαθούς Αθηναίους και φκειάναμεν τα λαγούμια· και ήμαστε όλοι πάντα αγαπημένοι κ’ ενωμένοι. Εις το Μισολόγγι και παντού αυτός ο γενναίος άντρας θάματα έχει κάμη. Πατρίδα, του χρωστάς πολύ αυτεινού του αγωνιστή. Θησαυρούς τού δίνει ο Κιτάγιας να γυρίση· διά σένα, πατρίδα, όλα τα καταφρονεί. Έβαλε λαγούμι εις την εκκλησίαν. Πλάκωσε ένα πλήθος Τούρκων· αρχίσαμεν τον πόλεμον· κάμαμεν ότι τζακιστήκαμεν. (Θέλαμεν να τον αφήσουμεν τον μαχαλά, ότ’ ήμαστε ολίγοι και οι θέσες εκτεταμένες). Τότε οι Τούρκοι μάς πήραν ’στο κοντό. Είχαμεν την Χρυσοσπηλιώτισσα πιασμένη και το ριζό του κάστρου, είχαμεν ταμπούρια, και πιάσαμεν εκεί. Αφού γιόμωσε η εκκλησιά μέσα κι’ ως απάνου, στάθηκαν δυο γενναία παληκάρια ο Μιχάλης Κουνέλης Αθηναίος κι’ ο Θωμάς Αργυροκαστρίτης ή Χορμοβίτης, αυτείνοι οι δυο γενναίοι και οι αθάνατοι, και βάλαν φωτιά· και πολέμησαν αντρεία και σώθηκαν. Και πήγε εις τον αγέρα η εκκλησιά και οι Τούρκοι όλοι. Ύστερα οι άλλοι Τούρκοι οπού ήταν πλησίον εκεί τζακίστηκαν· κι από πάνου το κάστρο κι’ από κάτου βαρούσαμεν εις το κρέας και τους αφανίσαμεν. Έγινε μεγάλος ο σκοτωμός των Τούρκων.
     Εις το Σερπετζέ απόξω, οπού φυλάγαμεν, ήφερναν τα λαγούμια τους οι Τούρκοι αναντίον μας· εκεί ήταν και του κάστρου, τρία στόματα. Οι Τούρκοι ήταν πάρα πολλά πλησίον μας και ήρθε κ’ ένας πασιάς νέος με καλό ασκέρι. Και ήρθαν εκεί εις τα χαρακώματά τους πολλά πλησίον μας και μας βρίζαν και μας λέγαν άναντρους κι’ Οβραίους· και εις το Μισολόγγι ήταν παληκάρια κ’ εμείς καντιποτένιοι· και ’σ ένα δυο ημέρες μάς κλείνουν με τα χαρακώματά τους· και μας πιάνουν ζωντανούς ύστερα και μας περνούν από το σπαθί τους. Εγώ κι’ ο Κώστα Λαγουμιτζής ήμαστε αποσταμένοι, ότι φκειάναμεν νύχτα και ημέρα τα λαγούμια να τους χαλάσουμεν των Τούρκων τα δικά τους. Κ’ εγώ ήμουν πάντοτες οπού σύναζα τους Αθηναίους (τους αγαπούσα, κι’ αυτοί το ίδιον) και τους οδηγούσα εις αυτά κ’ εργαζόμαστε. Είχα κι’ όλα τα νοικοκυρόπουλα μαζί μου και τα προφύλαγα από τους ανθρωποφάγους, οπούθελαν να τους γυμνώνουν ως και εις το κάστρο, όπου τους έμεινε ολίγον πράμα – να τους το πάρουν κι’ αυτό. Αφού ήμαστε αποσταμένοι, οληνύχτα και ημέρα οπού εργαζόμαστε, τους είπα κ’ έσφαξαν ένα βόιδι οπούχα ζωντανό, να πάρουν οι άνθρωποι ολίγον κρέας. Και μας μαγείρεψαν να φάμε. Τότε κάλεσα και τον Λαγουμιτζή και τον Παπά του Κριτζώτη τον αδελφόν, οπού ήταν μέσα και φύλαγε με τον Στάθη Κατζικογιάννη εις την ίδια βέργα του τείχους του Σερπετζέ, κι’ απόξω εμείς. Είχα καλεσμένον και τον Παπακώστα, γενναίον παληκάρι, αγαθός πατριώτης, συγγενής του Γκούρα. (Με τον Γκούρα ήμουν ’γγισμένος, με τον Παπακώστα ήμαστε φίλοι στενοί, ότι γνώριζε ποιος έφταιγε και ποιος είχε δίκιον). Εκεί οπού τρώγαμε όλοι ψωμί, οι Τούρκοι απόξω, την νύχτα, μας βρίζαν· είχα την μάγκα μου, οπού τρώγαμεν όλοι μαζί με τους μουσαφιραίγους· τους λέγω: «Αδελφοί, εδώ σας έχω ζαϊρέδες οπού τρώτε, κρασί, ρακί κι’ όλα σας τα συγύρια. Οι άλλοι του κάστρου τρώνε ξερό ψωμί. Το λοιπόν εμείς να τρώμεν, και οι Τούρκοι να μας διατιμούν δεν βαστιέται. Θέλω κοφίνια τούρκικα από τα χαρακώματά τους!» Μου λένε οι γενναίοι άντρες – ήταν όλο νοικοκυρόπουλα Αθηναίγοι κι’ ολίγοι Φηβαίγοι, οπού τους είχα πάντοτες μαζί μου. Αφού τους έκαμα αυτείνη την ομιλίαν, φιλοτιμία και πατριωτισμόν γιομάτοι όλοι, (άλλη βολά δεν είχαμεν βγη ’στα τούρκικα χαρακώματα· αυτό ήταν το πρώτο) μου λένε: «Δος μας μίαν φορά κρασί να πιούμεν από το χέρι σου». Τους έδωσα. Μου είπαν: «Δώσε μας και την ευκή σου. – Τους είπα, έχετε πρώτα του Θεού του αρχηγού του παντός την ευκή και της πατρίδος». Σηκώθηκαν όλοι και βγαίνουν αναντίον των Τούρκων εις τα χαρακώματά τους και τους τζακίζουν: και σκότωσαν πεντέξι Τούρκους, τους πήραν και καμπόσα κοφίνια. Τους πισωδρόμησαν οι Τούρκοι. Τότε δεν ήταν καλό αυτό, ότ’ είναι πρώτο κίνημα κι’ όποιος λάβη θάρρος, θα λάβη διά πάντα. Μου λένε: «Έβγα κ’ εσύ, καπετάνε». Εγώ είμαι φιλόζωγος, όμως μου πειράζεταν και η φιλοτιμία, ότι εγώ ήμουν ο αίτιος να τους ειπώ αυτό. Τότε με τους ίδιους εβήκαμεν αντάμα, χαλάσαμεν τους Τούρκους. ’Σ ολίγον μάς πήραν με τα μαχαίρια, μας ήφεραν κυνηγώντας ως το πόστο μας· λάβωσαν κι’ από ’μάς κάνα δυο. Τους δίνομεν άλλο τζάκισμα: μας πισωδρόμησαν. Εκεί οπού τους τζακίσαμεν, τους πήραμεν καμπόσα πλιάτζικα, τους πήραμεν κ’ ένα πανουφόρεμα μακρύ. Είχα έναν μαζί μου, γραμματικόν του Κατζικογιάννη, Αλεξαντρή τον λένε, νοικοκυρόπουλον, φιλότιμος νέος και με νου κι’ αρετή. Του λέγω: «Ό,τι θα κάνω εγώ εσύ θα το επιστηρίζης ως βέβαιον· θα κάμω ένα στρατήγημα. – Ό,τι μου ειπής κάνω, μου λέγει ο νέος». Γιομίζω το φόρεμα το τούρκικον χώματα και το πιάνομεν οι δυο μας και το πάγω εις τα πόστα μας, οπούταν οι συντρόφοι κυνηγημένοι από τους Τούρκους, και φωνάζω τον Λαγουμιτζή, τον Παπά του Κριτζώτη και τον Παπακώστα – και φωνάζω να μ’ ακούσουν οι Έλληνες· λέγω αυτείνων των τριών τα ονόματά τους· «Ελάτε να σας δώσω εσάς των τριών τον χαζνέ των Τούρκων, οπού τους πήραμεν, να μου τον φυλάξετε εσείς οι τρεις και θα πάγω να πάρω και τον άλλον οπούναι εκεί. Οπίσου στεκάτε να τον βουλλώσω πρώτα, να μη μου τον κλέψετε». Έβγαλα την τεζέδα μου από το ποδάρι και τόδεσα κ’ έβγαλα και την βούλα μου να τα βουλλώσω – κι’ ο Αλεξαντρής να ψάχνη διά κερί. Ακούγοντας γρόσια οι Έλληνες και βουλώματα, βγάνουν τα μαχαίρια και σαν λιοντάρια ρίχνονται εις τους Τούρκους. Αλήθεια χαζνέ πήραν· πήραν ντουφέκια, πήραν σπαθιά, σκότωσαν και τόσους Τούρκους· κυργέψαμεν τρία λαγούμια, οπού μας φέρναν αναντίον μας να μας αφανίσουνε εμάς και το κάστρο· πιάσαμεν καμμίαν εικοσιπενταριά ζωντανούς, τους λαγουμιτζήδες τους κι’ άλλους· τους καφφενέδες τους, οπούχαν εκεί, κι’ όλα τους τα συγύρια· κρασιά, ρακιά καταδίκι· τους πήγαμεν κυνηγώντας ως το Καράσουι· εκεί ήταν δύναμη μεγάλη των Τούρκων και τα ταμπούρια τους και βαστάχτηκαν. Χαλάσαμεν από το Καράσουι ως τα πόστα μας όλα τους τα χαντάκια και τους πήραμεν περίτου από δυο χιλιάδες κοφίνια.
      Τότε πιάσαμεν τον τόπον ο Γκούρας, ο Παπακώστας, ο γενναίος και καλός πατριώτης ο Θωμάς Αργυροκαστρίτης· βαστούσαμεν εμείς όλοι τους Τούρκους με τον πόλεμον – και τα τρία λαγούμια των Τούρκων τάκαμεν ο Λαγουμιτζής ένα και τόβαλε εις το δικό μας λαγούμι· και πήραμεν εμείς το μάκρο του και δέσαμεν ένα λαγούμι των Τούρκων ’σ ένα πόστο τους, οπούταν σαν πιάτζα και συνάζονταν όλοι οι Τούρκοι και κουβέντιαζαν και πίναν καφφέ, εκεί από κάτου το γιομίσαμεν μπαρούτι χωρίς οι Τούρκοι να ξέρουνε τίποτας. Συνάξαμεν όλα τα κοφίνια και φκειάσαμεν το πόστο, της δυο ντάπιες μου κι’ ούθεν αλλού έκανε χρεία. Μου σκοτώθη ένα παληκάρι τότε οπού ήταν από τα σπάνια, ο Στάμος Πέτρου Θοδωρής Αθηναίος· τον είχα μπαγιραχτάρη· τίμιος άνθρωπος πολύ, αγαθός και γενναίος. Αφού τζακίσαμεν τους Τούρκους, ώρμησε εις το Καράσουι και τον σκότωσε αυτόν και τον Πράπα αδελφόν του Παγώνα. Τους έκλαψε όλο το κάστρο· κ’ εγώ φαρμακώθηκα, ότι τον είχα τόσα χρόνια μαζί μου.
     Άρχισαν οι Τούρκοι κ’ έφκειασαν τα χαρακώματά τους και τάφεραν ως το πόστο τους, οπού τους είχαμεν το μπαρούτι κρυφίως. Τότε συνάχτηκαν τ’ ασκέρια εις το πόστο μου και πιάσαμεν κουβέντα με τους Τούρκους φιλική διά να συναχτούνε πολλοί και να τους κυβερνήσωμεν όλους όταν βάλωμεν φωτιά εις το λαγούμι. Μπήκαν οι δικοί μας εις την λίνια· τους μέρασα κάθε δέκα ανθρώπων μίαν μποτίλλια ρούμη· ένας, τόδωσα την ρούμη, δεν την έδωσε να πιούνε οι συντρόφοι του, οπούταν μάγκατζης, την έπγε μόνος του όλη και μέθυσε. Αφού ετοιμαστήκαμεν, και οι Τούρκοι γιόμωσε ο τόπος, και τότε θα τους αφανίζαμεν βαίνοντας την φωτιά– το λαγούμι τού κάνουν τρύπες να ξεθυμαίνη. Η κακή τύχη ’σ εκείνη την τρύπα είχε χυθή μπαρούτι. Πηγαίνοντας η φωτιά εκεί, πήρε φωτιά εκείνο το μπαρούτι. Εμείς δεν ξέραμεν από λαγούμια· ελέγαμεν ότι αυτείνη η φωτιά είναι το λαγούμι. Εκείνος ο μεθυσμένος τράβησε το μαχαίρι κ’ έβαλε της φωνές. Οι Τούρκοι πήραν χαμπέρι. Εμείς κινηθήκαμεν άταχτα· οι Τούρκοι τραβήχτηκαν από ’κεί. Τότε ωρμήσαμεν απάνου τους και κόντεψε να πάθωμεν εμείς εκείνο οπού θα κάναμεν των Τούρκων. Έκαμε ο Θεός και πήρε φωτιά πριν να ζυγώσουμεν και σήκωσε εις τον αγέρα λιθάρια ριζιμιά. Και δεν βλάφτη κανένας από ’μάς, ούτε οι Τούρκοι. Τότε μας ρίχτηκαν οι Τούρκοι με τα μαχαίρια και μας έβαλαν ομπρός. Κι’ άρχισαν τα λιανοντούφεκα βροχή των Τούρκων και οι μπόμπες και τα κανόνια και οι γρανέτες. Λαβώθηκαν κάμποσοι από ’μάς και μου σκοτώθη κ’ έν’ Αθηνιωτόπουλο, νοικοκυρόπουλο, Νέστορα Κοπίδη τόλεγαν, ο σύντροφος του μπαγιραχτάρη μου, πολύ γενναίος. Τότε τάχαμεν κακά· μας φέραν οι Τούρκοι ως απόξω και μπορούσαν να μας βάλουν και μέσα εις το κάστρο. Τότε με φωτίζει ο Θεός και παίρνω ένα δαβλί με φωτιά εις το χέρι και φωνάζω· «Βάλτε φωτιά εις το τρανό λαγούμι, τώρα οπού ζύγωσαν οι Τούρκοι, να τους αφανίσουμεν!» Ακούνε οι Τούρκοι, βλέπουν και την φωτιά, τζακίζουν οπίσου και τους παίρνουν εις το κοντό οι αθάνατοι Έλληνες· και τρώνε ένα σπαθί καλό. Τους χαλάσαμεν πίσου τα χαρακώματά τους· τους πήραμεν τόσα κεφάλια και λάφυρα πλήθος, ντουφέκια, σπαθιά, καπότες. Ούτε άλλο λαγούμι είχαμεν, ούτε φωτιά ν’ ανάψη. Από τότε μάθαν πολλή γνώση οι Τούρκοι· ούτε μας βρίζαν, ούτε μας πλησιάζαν. Τους πήραμεν τον αγέρα τους. Πέντε δέκα βγαίναν οι Έλληνες, τους αφάνιζαν. Είχα ένα παληκάρι, Χατζή Μελέτη το λένε, Αθηναίος· όποτε έβγαινε έξω, ή ένα κεφάλι ή δυο θάφερνε μέσα εις το πόστο· γενναίον και τίμιον παληκάρι. Μας φέρναν οι Τούρκοι ένα λαγούμι από κάτου το κάστρο και του τάξαμεν δέκα χιλιάδες γρόσια και τον κρεμάσαμεν μόνον του από το κάστρο και είδε αυτό το λαγούμι· και γλύτωσε το κάστρο. (Το ξεθυμάναμεν από πάνου). Και κιντύνεψε να σωθή, οπού τον πλάκωσαν τόση Τουρκιά. Και του δώσαμεν δέκα παράδες.2
     Όταν μέρασα το ρούμι των ανθρώπων διά να κάμωμεν το γιρούσι διά το λαγούμι, ήταν εκεί κ’ ένας αξιωματικός του Γκούρα, αγαπημένος του· και τον καζάντησε τόσα χρήματα αυτόν, τον λένε Γιάννη Μπαλωμένον – ο τρισκατάρατος τον έχει μπαλωμένον και βουλλωμένον, τον αναθεματισμένον της πατρίδας. Αυτός ο άτιμος με καμπόσους συντρόφους του, όταν είχαμεν τον πόλεμο και πετζοκοβόμαστε με τους Τούρκους, πήρε τους συντρόφους του και φύγαν και πήγαν εις την Κούλουρη· και πολεμούσαν με της άτιμες γυναίκες· κι’ άφησαν το πόστο τους εμπροστά εις το μάτι των Τούρκων, παραπάνου από το δικό μου πόστο, άδειον. Και τότε ο δυστυχής Γκούρας –(ήμουν πολύ ’γγιμένος μ’ αυτόν εξ αιτίας από αυτούς τους δολερούς ανθρώπους, οπού τον τρογύριζαν, αυτείνοι κ’ η συντροφιά του η Αθηναίικη, και τον συβούλευαν μπερμπάντικα· και τον αφάνισαν τον γενναίον αγωνιστή· κ’ εξ αιτίας από αυτά δεν τόκρενα)– και τότε ήρθε εις το πόστο μου λυπημένος και κάηκε η ψυχή μου οπού τον είδα τοιούτως. Μου παραπονεύτη πολύ. Του είπα: «Αδελφέ, από την σήμερον κι’ ομπρός να με γνωρίζης καθώς ήμαστε και πρώτα και καλύτερα. Εγώ αγωνίζομαι, του λέγω, νύχτα και ημέρα, καθώς βλέπεις. Κι’ όσο είμαστε εδώ, είμαι αδελφός σου· τελειώνοντας ο πόλεμος αυτός, δεν θέλω την φιλίαν σου. (Μ’ είχε και στεφανωμένον). – Μου λέγει, εγώ σ’ έχω αδελφόν τόσα χρόνια, σ’ έκαμα και συγγενή· διατί δεν θέλεις την φιλίαν μου; – διατί, του λέγω, σου είπα, όταν ήρθαμεν εις την Αθήνα, μην τηράξης να πλουτήνης, ότι θα διατιμηθής και η Αθήνα θα κιντυνέψη εξ αιτίας σου. Ότι δεν είσαι μικρός άνθρωπος να την βλάψης ολίγον. Τι το θέλω τώρα; Πλούτηνες και ρήμαξες και την Αθήνα γυμνώνοντας. Αυτείνοι οι άτιμοι οπούχες μαζί σου, τον Άγουστον κολλήσαμεν εις το φρούριον, και τον ίδιον μήνα γύρευαν να σ’ αφήσουνε να φύγουν, καθώς τους είδες. Εμείς σκοτωνόμαστε με τους Τούρκους, κι’ ο Μπαλωμένος κι’ άλλοι σηκώθηκαν και φύγαν. Και με τους Αθηναίους σ’ έβαλαν και πιάστης οχτρός, ότι τους γύμνωσαν. Αυτείνοι είναι άναντροι, χασάπικα σκυλιά. Τι τα θέλεις τα πλούτη, οπού τάκαμες και γιόμωσες τόσους τενεκέδες και τους έχωσες; Δεν πλέρωνες ανθρώπους νάχης διά το κεφάλι σου, κ’ εσύ να δοξαστής και την πατρίδα να την ωφελήσης; Όχι ’σ ένα μήνα να σε βιάζουν να φύγουν. Σου βάλαν υποψίες οι απατεώνες ότι θα σε σκοτώσω μ’ απιστιά εξ αιτίας του Δυσσέα, οπού τον σκότωσες. Αδελφέ, δεν έπρεπε να γένη αυτό εις τον ευεργέτη σου και ναρθή από σένα. Τώρα έγινε. Θυμήσου πόσα σού είπα εις την Αγόργιανη· ότι θα μας βάλουν να σκοτώνωμεν ένας τον άλλον. Τότε μ’ άκουσες, δεν τόκαμες· ύστερα έγινε. Τώρα όμως να γνωρίσης τους φίλους σου και τους απατεώνες. Δεν πλουταίνει ο άνθρωπος με χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι’ από τα καλά του έργα.
     Δάκρυσαν τα μάτια του του καϊμένου· τον έτυπτε η συνείδησή του διά το κάμωμα οπούκαμεν εις τον Δυσσέα. Μου είπε: «Αν ζήσω κ’ έβγω έξω, δεν θέλω ματαξέρη από αυτούς τους μπερμπάντες. Και τα χρήματα, μου είπε, – καταγίνομαι να φκειάσω την διαθήκη μου και θα κάμω σκολειά κι’ άλλα καλά διά την πατρίδα. Και θ’ αφήσω όλων εσάς το μερίδιόν σας. – Να ζήσης να τα χαρής, αδελφέ, και να κάμης καλά πράματα διά την πατρίδα, να βγάλης αυτόν τον λεκέ από πάνου σου, ότι όποιος σ’ έχει φίλο λυπάται. Εγώ δεν θέλω από μέρος μου τίποτας. Κι’ αν μ’ ακούσης κ’ εμένα εις το εξής ό,τι μου κόβη το κεφάλι μου να σου λέγω, είμαστε αδελφοί και φίλοι καθώς ήμαστε· ειδέ, τηράγει καθένας την δουλειά του. Και μ’ αυτούς τους φίλους οπούχεις φιλίαν δεν θέλω, ότι τους γνωρίζω εγώ τι έκαμαν ’σ εσένα και εις την πατρίδα. Κ’ εδώ μέσα οπού τους έχεις δημογεροντία – όξω σού σκάβουν το λαγούμι σου με τους άλλους τους ψεύτες. – Τα ξέρω όλα, μου είπε, πως μ’ έχουν όλοι αυτείνοι τυλιμένον. Όμως δεν είναι περίσταση τώρα». Φιληθήκαμεν κι’ ορκιστήκαμεν να είμαστε εις το εξής καλύτερα από τα πρώτα.
     Αφού μείναμεν σύνφωνοι, τόμαθαν η γυναίκα του, οι συγγενείς του, εχάρηκαν. Πήγα κ’ εγώ τους είδα εις τον ναόν. Μείναμεν σύνφωνοι το βράδυ ναρθούνε με τον Παπακώστα και τον Κατζικογιάννη να φάμεν εις το πόστο μου ψωμί· ότ’ έχω ταζέτικον κρέας κι’ άλλα. Ήταν λυπημένος ο καϊμένος ο Κατζικογιάννης. Του σκοτώθηκαν τόσοι συγγενείς του κ’ ένας ανιψιός του τότε. Ήταν καλός πατριώτης ο Κατζικοστάθης, αγαθός άνθρωπος. Κι’ αφανίστηκαν εις το κάστρο όλοι αυτείνοι οι συγγενείς του. Αφού ετοιμάζαμεν το φαγί, μιλούνε του Γκούρα όλοι του οι συντρόφοι θα φύγουν, καθώς έφυγε ο Μπαλωμένος. Τότε ο δυστυχής ο Γκούρας φαρμακώθη. Του λέγω: «Μην πικραίνεσαι. Πες τους μίαν προθεσμίαν διά οχτώ ημέρες και να γράψωμεν αυτά εις την Διοίκησιν να στείλη νέους ανθρώπους· κι’ αυτές της ’μέρες οπού θα μείνουν να μας βοηθήσουνε να φκειάσωμεν τα λαγούμια γύρα τον Σερπετζέ και σε όλες της πόρτες του κάστρου κι’ ούθεν κάνει ανάγκη. Και δουλεύομεν κ’ εμείς και φκειάνομεν παντού τα λαγούμια κ’ ετοιμάζομεν όλα αυτά τα μέρη, ότι θέλουν πολλή δουλειά. Και δι’ αυτό να βαστήξουμεν τους ανθρώπους. Και συνχρόνως γράφομεν και εις την Κυβέρνησιν να μας στείλη νέα φρουρά. Και να ειπούμεν αυτεινών οπού θέλουν να φύγουν να φκειάσουνε και μίαν αναφορά να την στείλωμεν εις την Κυβέρνησιν και σε οχτώ ημέρες μάς έρχεται απάντηση, ή στείλη η Κυβέρνηση ανθρώπους νέους ή όχι· τότε αυτείνοι ας φύγουν. Αν έρθουν νέοι άνθρωποι, τα λαγούμια δεν μας χρειάζονται· ειδέ και δεν μας έρθουν, θα μείνουμεν πολλά ολίγοι και θα περγιοριστούμεν από μέσα το Σερπετζέ. Κι’ όταν έρθουν οι Τούρκοι και δεν μπορούμεν ν’ ανθέξωμεν, βάνομεν φωτιά και τον Σερπετζέ στέλνομεν εις τον αγέρα και τους Τούρκους οπού θανάναι εκεί. Και μ’ αυτόν τον τρόπον πηγαίνομεν πολεμώντας ως μέσα εις τον ναόν· κ’ εκεί κάνομεν γενικόν λαγούμι και πάμεν ’στον αγέρα κ’ εμείς και οι Τούρκοι και ο ναός. Ότι αν δεν μας στείλη ανθρώπους νέους η Κυβέρνηση – δεν θελήσουνε ναρθούνε – θ’ αφήσουμε απολέμητο το κάστρο να φύγωμεν μ’ ενάμισυ μήνα πόλεμον; Και πού θα ζήσουμεν από τη ντροπή του κόσμου και καταξοχή εσύ, οπούλεγες όλων των ξένων περιηγητών και ντόπιων ότι μπορείς να πολεμήσης εις το κάστρο δυο και τρία χρόνια;». Του άρεσε η παρατήρησή μου και μιλήσαμεν των ανθρώπωνέ του αυτά όλα· και να δουλέψωμεν όλοι να φκειάσουμεν τα λαγούμια.
     Και τοιούτως φκειάσαμεν τα γράμματα διά την Κυβέρνησιν και προσμέναμεν το φεγγάρι να βασιλέψη να βγάλω τον πεζοδρόμον διά την Κυβέρνησιν (ότι έβγαιναν από το πόστο μου). Λυπημένος ο δυστυχής Γκούρας διά τους αχάριστους συντρόφους του, οπού έγιναν φιλόζωοι εις τον κίντυνον της πατρίδος κι’ ανώτερού τους. Και εις τ’ αγαθά αυτεινού του κάστρου ήταν γενναίοι κι’ ατρόμητοι. Και τρώγαν τους δυστυχείς Αθηναίους. Αφού είδα την λύπη του, μίλησα καμποσουνών σημαντικών Αθηναίων και πήγαν και του είπαν: «Μην πικραίνεσαι ότι θέλουν να φύγουν αυτείνοι. Αυτό το κάστρο το φυλάμεν εμείς, οπού το κυργέψαμεν από τους Τούρκους. Και τώρα δεν τους το δίνομεν, αν δεν μας πεθάνουν».
      Τότε έκατζε ο Γκούρας και οι άλλοι και φάγαμεν ψωμί· τραγουδήσαμεν κ’ εγλεντήσαμεν. Με περικάλεσε ο Γκούρας κι’ ο Παπακώστας να τραγουδήσω· ότ’ είχαμεν τόσον καιρόν οπού δεν είχαμεν τραγουδήση – τόσον καιρόν, οπού μας έβαλαν οι ’διοτελείς και γγιχτήκαμεν διά να κάνουν τους κακούς τους σκοπούς. Τραγουδούσα καλά. Τότε λέγω ένα τραγούδι·
     Ο Ήλιος εβασίλεψε,
     Έλληνά μου, βασίλεψε
                    και το Φεγγάρι εχάθη
     κι’ ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια,
     τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
     Γυρίζει ο Ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει· «Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα,
     άκ’σα γυναίκεια κλάματα κι’ αντρών τα μυργιολόγια
     γι’ αυτά τα ’ρωικά κορμιά ’στον κάμπο ξαπλωμένα,
     και μέσ’ το αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα.
     Για την πατρίδα πήγανε ’στον Άδη, τα καϊμένα.
    
      Ο μαύρος ο Γκούρας αναστέναξε και μου λέγει: «Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμη ο Θεός, άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγη. – Είχα κέφι, του είπα, οπού δεν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν». Ότι εις ταρδιά πάντοτες γλεντούσαμεν.
     Άρχισε ο πόλεμος κι’ άναψε ο ντουφεκισμός πολύ. Πήρα τους ανθρώπους μου, πήγα εκεί, καθώς ήμουν διορισμένος· και στάθηκα καμπόσο και πολεμήσαμεν. Ήφερα απόξω γύρα τα πόστα. Πήγα εις το κονάκι μου ό,τι έπαιρνε να βασιλέψη το φεγγάρι, να βγάλω τον πεζό διά την Κυβέρνησιν. Έρχονται μου λένε· «Τρέξε, σκοτώθη ο Γκούρας εις το πόστο του. Έρριξε αναντίον των Τούρκων· απάνου εις την φωτιά τον βάρεσαν εις τον αμήλιγγα και δεν μίλησε τελείως’. Πήγα, τον πήραμεν εις το νώμο και τον βάλαμε ’σ ένα μπουντρούμι. Τον συγύρισε η φαμελιά του και τον χώσαμεν.
     Τότε συναχτήκαμεν όλοι κ’ έβαλα μίαν ομιλία εις τους αχάριστους τους στρατιώτες και τους είπα εξ αιτίας τους εσκοτώθη, ότι άφησαν τα πόστα τους, και πήγε μόνος του· «και τον βιάζετε κάθε στιμή να φύγετε». Διόρισαν μίαν επιτροπή οι πολιορκημένοι την γυναίκα του, τον Παπακώστα, τον Κατζικογιάννη, τον Ομορφόπουλο κ’ εμένα να φυλάξωμεν την τάξη όσο η Κυβέρνηση να στείλη νέους ανθρώπους. Της γράψαμεν τον σκοτωμόν του Γκούρα και στείλαμεν και τ’ άλλα γράμματα. Ο Γκούρας σκοτώθη τον Οκτώβριον μπαίνοντας εις την απάνου πόρτα, απόξω το κάστρο.
     Χριστιανός καλός ήρθε και μας είπε κρυφίως ότι οι Τούρκοι θα κινηθούν μία μεγάλη δύναμη αναντίον εις το πόστο μου και θα πιάσουνε και της καμάρες από κάτου το Σερπετζέ, οπούναι εις το πόστο μου...3 και να μπούνε εις το κάστρο. Ότι ’σ εκείνο το μέρος είναι και τα στόματα των λαγουμιών των Τούρκων και τα δικά μας. Είχαμεν κ’ εμείς ένα λαγούμι έτοιμο αναντίον τους και δεν τούχαμεν βαλμένο το μπαρούτι μέσα. Τότε, αφού μάθαμεν το κίνημα των Τούρκων, βιάσαμεν τον Λαγουμιτζή να πάγη να το δέση, να βάλη το μπαρούτι. Ο Λαγουμιτζής μού λέγει: «Το λαγούμι είναι από κάτου από τους Τούρκους και θα βροντήσω, όταν θα το δέσω, και θα μ’ ακούσουνε οι Τούρκοι και κιντυνεύω. Αν με φυλάς, μου λέγει, μπαίνω· αλλοιώς δεν μπαίνω, ότι κιντυνεύω. – Έμπα κάμε την δουλειάν σου κ’ εγώ σε φυλάγω. Κι’ αν πεθάνω, τότε παθαίνεις εσύ». Μπήκε ο Λαγουμιτζής μέσα. Εγώ ήμουν άγυπνος τόσες βραδειές· νύχτα και ημέρα δουλεύαμεν και φκειάναμεν κάτι χαντάκια· κ’ έφκειανα και τη ντάπια μου. Αποκοιμήθηκα. Οι Τούρκοι ακούγοντας τον χτύπον του Λαγουμιτζή, συνάζονται πλήθος και κάνουν γιρούσι και μπαίνουν εις την ντάπια μου την όξω (ότι την είχα μερασμένη σε δυο και είχα μίαν καμάρα οπού διάβαινα. Τότε οι άνθρωποί μου ανακατώθηκαν με τους Τούρκους. Σηκώνομαι άξαφνα εκεί οπού ήμουν γερμένος, κόλλησα εις τη ντάπια. Με ντουφέκισαν οι Τούρκοι, τους ντουφέκισα κ’ εγώ εις τον σωρό. Μου δίνουν ένα ντουφέκι και με πληγώνουν εις τον λαιμόν. Τότε κάνω το ποδάρι μου να κατεβώ από τη ντάπια, έπεσα. Ο τόπος ήταν στενός· οι άνθρωποι τζακίστηκαν από την όξω ντάπια. Πατούσαν απάνου μου και διάβαιναν και, στενός ο τόπος, μ’ αφάνισαν. Έβλεπαν και τα αίματα, έλπιζαν ότ’ είμαι σκοτωμένος. Αφού πέρασαν όλοι και μείναν ολίγοι κ’ έμπαιναν κι’ αυτοί μέσα εις το κάστρο, τότε θάμπαιναν και οι Τούρκοι συνχρόνως μ’ αυτούς. Ο Κατζικοστάθης ήταν από μέσα· άφησε το πόστο του κ’ έφυγε και πήγε εις την πόρτα του κάστρου από μέσα εις τον θόλον· και τους Τούρκους δεν τους πολεμούσε κανένας. Τότε σηκώνομαι μισοντραλισμένος και βαστώ καμμιά δεκαριά έξω με το μαχαίρι· δεν τους άφινα να μπούνε μέσα. Και τράβησα την πόρτα οπούχαμεν ανοιχτή και πιάσαμεν τον πόλεμον και πολεμούσαμεν με της πιστιόλες. Μήτε οι Τούρκοι μπορούσαν να ρίξουνε ντουφέκι, μήτε εμείς· και πολεμούσαμεν περίτου από τρεις ώρες εκεί. ’Ωρμησαν οι Τούρκοι με ξαναπλήγωσαν εις το κεφάλι, εις την κορφή. Γιόμωσε το σώμα μου αίμα. Γυρεύουν οι άνθρωποι να με πάρουν να μπούμεν μέσα· τότε τους λέγω: «Αδελφοί, και μέσα να μπούμε κι’ όξω να μείνωμεν χαμένοι είμαστε, αν δεν βαστήξωμεν τους Τούρκους και να λευτερώσουμεν τον Λαγουμιτζή. (Ότι τα στόματα των λαγουμιών και τον Λαγουμιτζή τον είχαν οι Τούρκοι εις την διάκρισίν τους). Τους λέγω, αν δεν βαστήσουμεν και μας πάρουν τον Λαγουμιτζή, το κάστρο είναι χαμένο κ’ εμείς μαζί. Όμως να βαστήξωμεν». Τότε οι γενναίοι Έλληνες βάστησαν σαν λιοντάρια. Μας ήρθε κ’ ένα γενναίον παληκάρι του Κατζικογιάννη, Νταλαμάγκα τον έλεγαν, κι’ ο Αράπης του κι’ άλλοι καμμία δεκαριά δικοί μου και πιάσαμεν τον πόλεμον και πολεμούσαμεν. Παίρνοντας το δειλινό, μέρασα φυσέκια των ανθρώπων· ήρθαν κι’ άλλοι ακόμα συντρόφοι. Ήρθαν και Τούρκοι νέον μιντάτι· μας ρίχτηκαν μ’ ορμή, μπήκαν εις της καμάρες, της κυργέψαν όλες κι’ άνοιξαν μασγάλια και ντουφεκιούσαν μέσα εις το κάστρο. Ρίχτηκαν μ’ ορμή να μας πάρουν και τη ντάπια μας. Εκεί σκότωσαν τον Νταλαμάγκα κι’ άλλους πεντέξι. Ξαναλαβώνομαι κ’ εγώ πίσου εις το κεφάλι πολύ κακά· μπήκε του φεσιού το μπάλωμα εις τα κόκκαλα, εις την πέτζα του μυαλού. Έπεσα κάτου πεθαμένος. Με τράβησαν οι άνθρωποι μέσα· τότε ένοιωσα. Τους είπα· «Αφήτε με να με τελειώσουνε εδώ, να μην ιδώ τους Τούρκους ζωντανός να μου πατήσουνε το πόστο μου» Τότε οι καϊμένοι οι Έλληνες με λυπήθηκαν πολύ· πολέμησαν γενναίως, διώξαν τους Τούρκους από τη ντάπια μας και τους έβαλαν όλους εις της καμάρες· και ντουφεκούσαν εις το κάστρο. Τότε βήκε ο Λαγουμιτζής και ήρθε ’σ εμάς· με ηύρε ’σ αυτείνη την κατάστασιν. Μου είπε να μείνη αυτός εκεί, να κολλήσω εγώ εις το κάστρο να με δέση ο γιατρός. Του είπα: «Σύρε μέσα. Αν πεθάνω εγώ, το κάστρο δεν χάνεται· αν πεθάνης εσύ, χάνεται». Κόλλησαν από πάνου τον Σερπετζέ οι εδικοί μας και ρίξαν παλιόσκουτα αναμμένα και χορτάρια εις της καμάρες. Μπούκωσε ο καπνός τους Τούρκους· βαστούσε κι’ όλο το στράτεμα τα ντουφέκια τους έτοιμα. Κοντά το βράδυ έκαμαν να φύγουν, έρριξαν οι δικοί μας εις τον σωρό και σκοτώθηκαν αρκετοί Τούρκοι.
     Τέτοιος πόλεμος και σκοτωμός από τεμάς δεν έγινε άλλη μέρα. Σκοτώθηκαν από ’μάς και πολλοί αξιωματικοί κι’ ο καλός πατριώτης Νερούτζος Μετζέλος. Τα κανόνια και οι μπόμπες και οι γρανέτες και τα λιανοντούφεκα βροχή. Την αυγή πιάστη ο πόλεμος, τελείωσε το βράδυ. Με πήραν και με πήγαν απάνου εις το κάστρο. Δεν ήθελε να με ’πιχειριστή ο Κούρταλης ο γιατρός, ότ’ ήμουν βαριά και στράγγιξε και το αίμα μου όλο. Τότε τόδωσαν ενγράφως όσοι ήταν μέσα εις το κάστρο ότι δεν έχει καμμίαν υποψίαν (ότι φοβώνταν να μην πεθάνω και του ειπούν ότι με φόνεψε αυτός). Τότε με ’πιχειρίστη· και κιντύνεψα να πεθάνω από τους πόνους του κεφαλιού και το πάτημα οπού μόκαναν εις το σώμα μου, ’στην μέση μου.4
     Ο πόλεμος έγινε τον Οκτώβριον μήνα, έξι ημέρες υστερνότερα οπού χάθη ο Γκούρας. Αφού έγινε ο πόλεμος αυτός, έστειλαν εις την Διοίκησιν οι πολιορκημένοι και εις τον Καραϊσκάκη, οπούταν αρχηγός έξω, κ’ έστειλε τον Κριτζώτη και Μαμούρη μέσα εις το κάστρο μ’ ανθρώπους. Τότε ο Μαμούρης γύρευε να φρουραρχέψη – αν λευτερωθή το κάστρο, νάχη τους Αθηναίους σκλάβους πάλε. Κι’ ο γυναικάδελφος του Μαμούρη ο Γιαννάκο Βλάχος, οπού τον είχαν μέλος της Διοικήσεως, αυτές της οδηγίες έδωσε του Μαμούρη και ν’ αγροικηθή και με τον Σταυρή Βλάχο, τον αδελφόν του, να βάλουν αυτό ’σ ενέργειαν. Αφού είδαμεν την θέλησιν του Μαμούρη, ότι γυρεύει φρουραρχίαν, διά να βυζαίνει τους δυστυχείς Αθηναίους αυτείνη η «φάμπρικα ντι κογιόν», τότε διά να τους λευτερώσουμεν, ότ’ είναι κρίμα από τον Θεόν, αγροικιώμαι με τον Κριτζώτη, με του Λεκκαίους, με τους Φωκάδες, με τον Ομορφόπουλον και μ’ όσους αξιωματικούς Αθηναίους ήταν εις το κάστρο και μετριώμαστε εμείς και ήμαστε όλοι είκοσι· όσ’ ήταν με τον Μαμούρη συντρόφοι ήταν τέσσεροι. Τους είπα εις τα πόστα απόξω του κάστρου να διορίζωμεν ανθρώπους κατά την ποσότη των ανθρώπων οπούχει ο κάθε αρχηγός, να φυλάγη το πόστο του μ’ όσους ανθρώπους χρειάζεται η κάθε θέση. Εις την Κούλια του κάστρου και μαγαζειά, οπούναι η δύναμη του κάστρου – κι’ όταν έχης αυτές τις θέσες, έχεις το κάστρο εις το χέρι σου – ’σ αυτές της δυο θέσες να βάνη κι’ ο μικρότερος ο αρχηγός κι’ ο μεγάλος από έναν άνθρωπον. (Και εις την κάθε θέση θα πήγαιναν αναλογία είκοσι δικοί μας και τέσσεροι αυτεινών). Πιάσαμεν πρωτύτερα αυτές της δυο θέσες με περισσότερους δικούς μας ανθρώπους, αν γένη καμμία φιλονικία, να της έχωμεν εις το χέρι να μην πάθωμεν. Έγινε αυτείνη η μυστική μας ένωση ενγράφως. Αφού κάμαμεν αυτούς τους δεσμούς, πήρα τον Μαμούρη με τους δικούς του και τους άλλους εις το κονάκι μου να φάνε, ότι εγώ δεν έτρωγα, ότ’ ήμουν πληγωμένος, ακόμα αστενής. Αφού φάγανε, τους πρόβαλα αυτό. Τους ήρθε αυτεινών πικρό. Τους είπαμε ότι καθείς μας έχει το κεφάλι του μέσα και δεν μπορεί να γένη αλλοιώς. Να γένη αυτό και μία ’πιτροπή να διοικάη το κάστρο όσο να λευτερωθή, και η Κυβέρνηση ας σας διορίση πίσου». Με κάναν τρόπον δεν θέλαν. Μου μίλησαν πολλοί από αυτούς να τραβήσω χέρι εγώ. Μου μίλησε και η Γκούραινα. Τους είπα: «Αυτό είναι το δίκιον να γένη· αν θέλετε αυτό, καλά· ειδέ φεύγομεν όλοι εμείς και καθίστε εσείς και πολεμάτε. Κ’ έχετε το κάστρον δικόν σας. Ειδέ, φευγάτε εσείς και πολεμούμεν εμείς». Το φιλονικήσαμεν πολύ κ’ έγινε εκείνο οπού θέλαμεν, το δίκιον.5
     Οι Τούρκοι φέρναν ένα λαγούμι εις τη ντάπια του Δυσσέα και προχώρεσε εις το κάστρο από κάτου· κ’ εμείς το ξεθυμάναμεν με πηγάδια βαθιά ολόγυρα. Ο μάστορης των Τούρκων ο λαγουμιτζής δεν ήξερε να το δέση καλά. Είχε βάλη μέσα μπαρούτι τρεις χιλιάδες οκάδες. Έβαλε φωτιά και ταράχτη όλο το κάστρο. Το κακό το δέσιμον και το ξεθύμασμα το δικό μας – κλώτζησε οπίσου και σκότωσε τόσους Τούρκους. Από ’μάς, θέλησε ο Θεός, δεν πειράχτη κανένας.
      Απόξω μαθαίναμεν ότι διαλύθηκαν· τους κυρίεψε ο Μπραΐμης κι’ ο Κιτάγιας. Αυτό μαθαίναμεν από τους Τούρκους· ότι μας κλείσαν στενά. Αφού μπήκε ο Κριτζώτης κι’ ο Μαμούρης, μας ζώσαν ολόγυρα το κάστρο με χαρακώματα κι’ ασκέρια πολλά μέσα ’σ αυτά. Το κάστρο πολεμοφόδια δεν είχε, ούτε άλλον ζαϊρέ όξω από κριθάρι μόνον. Χάθηκε ο ζαϊρές εξ αιτίας της ακαταστασίας των ανόητων. Κι’ αλοιφή και ξανθά δεν είχαμε τελείως. Κι’ όσοι πληγώνονταν πέθαιναν οι περισσότεροι, ότι βρωμούσαν· και μάλλωνε η ψείρα με το σκουλήκι. Τη βρώμα να υπόφερνε ο πληγωμένος, την ψείρα και πόνους ή την πείνα; Κι’ από αυτά πέθαιναν οι περισσότεροι. Εγώ τους έδινα ολίγον ζαϊρέ και κρασί να πλένουν τους γεράδες. Κι’ απολπίστηκαν όλοι.
     Τότε είπαν να πάγη ένας από τους αρχηγούς έξω να μιλήση τα δεινά του κάστρου· κι’ αν δεν υπάρχη Διοίκηση, να μιλήση με τους ξένους ναυάρχους να σωθούμεν. Αυτό το φιλονικούσαν καμπόσες ημέρες και δεν ήθελε κανένας να έβγει. Τότε έρχονται όλοι εις το κονάκι μου και με περικαλούν να έβγω εγώ. Τους λέγω: «Εσείς με βλέπετε σε τι άχλιαν κατάστασιν είμαι. Οι πληγές μου τρέχουν και φωνάζω οληνύχτα και ημέρα· και η μέση μου μισοτζακισμένη. Πού μπορώ να σταθώ εις άλογον;» Ντράπηκαν, έφυγαν, ότι μ’ ήλεπαν κι’ αυτείνοι οπού δεν ήμουν σε κατάστασιν. Πέρασαν ολίες ημέρες, ξανάρθαν αυτείνοι κι’ όλοι οι Αθηναίοι. Τους λυπήθηκα και το αποφάσισα – να μου δώσουνε πέντε καβαλλαραίους και να βγούνε όλοι να πολεμήσουνε να μας βγάλουν από τα χαρακώματα των Τούρκων. Φκειάσαν το ’πιτροπικόν τους και με κατασταίνουν πληρεξούσιόν τους να κάμω ομιλίαν με την Κυβέρνησιν, αν είναι και δεν χάλασε, ή με τους ναυάρχους ομιλίαν να σωθούνε· κι’ αν υπάρχη η Κυβέρνηση, να στείλη τ’ αναγκαία του φρουρίου· και σε δέκα πέντε ημέρες να πιάσω τον Φαληρέα, να τραβηχτούν εκεί καμπόση δύναμη των Τούρκων ν’ ανασάνη το κάστρο, ότι στενεύτηκε πολύ τελευταία.
      Έφκειασαν το πληρεξούσιον, μόδωσαν και τους πέντε καβαλλαραίους· κάμαμε ’σ τ’ όνομα του Θεού να κινηθούμεν. Κι’ ανοίξαμεν μίαν καμάρα και βήκαμεν οι καβαλλαραίγοι – και οι άνθρωποι του κάστρου να μας περάσουνε από τα χαρακώματα των Τούρκων. Αφού βήκαμεν έξω εις το πόστο μου, πήραν χαμπέρι οι Τούρκοι και μας έβαλαν απ’ ολούθε το ντουφεκίδι και κανόνια και γρανέτες. Τ’ ασκέρι το δικό μας τζακίζει και μπαίνει πίσου εις το κάστρο. Τότε τους λέγω: «Και πίσου να μπούμεν, χαμένοι είμαστε, ότι το κάστρο δεν έχει τ’ αναγκαία του, κ’ εμπρός να πάμεν – ο Θεός βαίνει το χέρι του και ίσως σωθούμεν κ’ εμείς κ’ εκείνοι οπού είναι μέσα’. Κάμαμεν τον σταυρό μας, κινηθήκαμεν. Τα χαρακώματα των Τούρκων ήταν πλατιά και γιομάτα. Ρίχτη ο πρώτος, έπεσε μέσα. Ρίχτηκα κοντά εγώ και οι άλλοι συνχρόνως, περάσαμεν· ντουφεκιστήκαμεν με τους Τούρκους, πήραμεν και τον σύντροφό μας. Ριχτήκαμεν, γιομάτα τ’ άλογα, μέσα της ελιές, ότι μας πήρε κοντά η καβαλλαρία των Τούρκων. Εγώ άρρωστος, με πέταξε τ’ άλογον και καταφανίστηκα· τόπιασαν οι άνθρωποι, μ’ έβαλαν απάνου του· καταχτυπημένος, θύμωσε το κεφάλι μου, οι πληγές. Πάμεν από το Δαφνί να περάσουμεν, ήταν γιομάτο Τούρκοι. Τους φεύγομεν από ’κεί και μέσα τα γκρεμνά σωθήκαμεν εις την Ελεψίνα κι’ από ’κεί πήγαμεν εις την Αίγινα, εις την Διοίκησιν.



ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Δεν εμπήκαν ’στο ταχτικόν με προθυμίαν όσοι εμπήκαν από την Αθήνα.

2. Ύστερα τον παρουσίασα εις τον Αγουστίνο Καποδίστρια και τον Βιάρο· «Δεν έχει το ταμείον!». Διά τους σπιγούνους έχει, να τους πλερώνουν βαριά να μαθαίνουν τι κάνει ο κάθε νοικοκύρης εις το σπίτι του.

3. Λέξεις φθαρμένες.

4. Κάτι μου χάλασε μέσα αυτό το πάτημα και με πάγει αίμα ως σήμερα. Ο γιατρός μ’ άφησε και τα κόκκαλα εις το κεφάλι· ότι αν τα πείραζε, χάλαγε η πέτζα του μυαλού και τότε έπρεπε να τελειώσω.

5. Ήταν άτυχη γενικώς η πατρίδα και οι Αθηναίγοι και το πήραν οι Τούρκοι.
[ Kεφάλαιον δέκατον ]
Της είπα την κατάστασιν του φρουρίου. Ο Ζαΐμης ήταν Πρόεδρος της Διοικήσεως. Μου λέγει ο καϊμένος: «Έρχομαι εις το κονάκι σου να μιλήσωμεν πλατύτερα». Με είδαν εις την κατάστασιν οπού ήμουν, πρησμένο το κεφάλι μου, μου διορίσαν γιατρούς. Ήρθε ο Ζαΐμης, ανταμωθήκαμεν, μου είπε την κατάστασιν του ταμείου, ότι δεν έχει ούτε λεπτό. Μου λέγει: «Χαίρομαι ότι ήρθες εσύ έξω, και να συνακουστούμεν σε ό,τι μπορέσουμεν να βοηθήσωμεν την πατρίδα, και ν’ αφήσουμεν τα παλιά πάθη. – Του είπα, χαίρομαι διά έναν αγωνιστήν σημαντικόν, κεφαλή της πατρίδος, οπούχει τόση ’λικρίνεια. Ότι τα πάθη τα είδαμεν πού μας κατήντησαν. Κ’ εγώ, του λέγω, ’σ ό,τι με διατάξετε είμαι έτοιμος να πεθάνω διά την αγάπη της πατρίδος. Και δι’ αυτό εβήκα εις την κατάστασιν οπού με βλέπεις». Ήρθαν και τ’ άλλα τα μέλη της Επιτροπής της Διοίκησης· είπαν να πάγη ένα από αυτούς εις τα Μέθενα να μιλήση με τον Φαβγέ. «Ήταν καλά, μου λένε, να πάγαινες και μόνος σου – είσαι αστενής· θα τον ενθουσίαζες αλλοιώς. – Τους λέγω, να πεθάνω εις τον δρόμον θα πάγω να ’νεργήσω ό,τι μπορώ!»
      Επήγα εις τα Μέθενα. Με δέχτηκε ο αγαθός και γενναίος Φαβγές κι’ όλοι οι αξιωματικοί. Τους ενθουσίασα. Τους ηύρα πρόθυμους και με μεγάλον πατριωτισμόν. Σηκωθήκαμεν με τον Φαβγέ και πήγαμεν εις την Διοίκηση. Και διοριστήκαμεν εμείς οι δυο επίτροποι με δυο μέλη από την Διοίκηση· και σκεδιάσαμεν – και μιλήσαμεν να μείνη μυστικόν το σκέδιόν μας, κ’ έμεινε. Πήγε ο Φαβγές εις τα Μέθενα, έκαμε χαζίρι το σώμα του και το φόρτωσε πολεμοφόδια· κ’ εγώ στάθηκα εις την Αίγινα κ’ έκαμα έτοιμα αλοιφές και ξαντά κι’ άλλα αναγκαία – κι’ όλα μυστικά, ότ’ ήταν Τουρκοραγιάδες πολλοί από ’κείνους οπού ήταν φορτωμένοι πέτρες και τους λευτέρωσε ο Κιταγής. Τόδωσα του αθάνατου Φαβγέ τούς οδηγούς οπούχα μαζί μου από το κάστρο, τους γενναίους κι’ αγαθούς Γιάννηδες, Κουντουριώτης ο ένας και Διστομίτης ο άλλος. Αυτείνοι οι δυο αγαθοί πατριώτες έβγαιναν πάντοτες με γράμματα από το κάστρο, ανάμεσα από τόση Τουρκιά. Μεγάλες χάριτες χρωστάγει η πατρίδα εις αυτούς τους δυο γενναίους πατριώτες. Και μαζί μ’ αυτούς το ταχτικόν κι’ ο Φαβγές πήγαν τα πολεμοφόδια κι’ άλλα αναγκαία, φορτωμένα οι ίδιοι απάνου τους. Κι’ όλοι αυτείνοι κιντύνεψαν· αλλά ως γενναίγοι και καλοί πατριώτες αποφάσισαν και μπήκαν εις το κάστρο. Και η πατρίς να θυμάται και να δοξάζη αυτούς τους άντρες.
     Τότε μίλησα με την Διοίκηση διά να πιάσουμεν τον Φαληρέα κατά οπού ήμουν διαταμένος από τους κλεισμένους εις το κάστρον. Η Διοίκηση με διορίζει αρχηγόν των Αθηναίων κι’ όσοι Στερολλαδίτες ήταν εις τα νησιά και νησιώτες όσοι φέρνουν όπλα, να τους συνάξω όλους να πιάσωμεν τον Περαιά, να συστήσουμεν ορδί. Μέσα δεν είχε τελείως η Κυβέρνηση. Τότε μ’ ανταμώνει ο Γρόπιος πρόξενος της Αούστριας – ήταν φίλος μου – και μου λέγει: «Πού θα πας, Μακρυγιάννη, με χωρίς τα μέσα σε τόση Τουρκιά, ’σ έναν αρχιστράτηγον του Σουλτάνου, ’στον Κιτάγια; Η Διοίκηση τα μέσα δεν τάχει, τι στρατόπεδον θα κάμης; Θα κιντυνέψης κι’ ο ίδιος και οι άνθρωποί σου. Είναι ένας, μου λέγει, Άγγλος, τον λένε Γκόρδον, βάνει τα μέσα του πολέμου, όσα χρήματα χρειαστούν. Τον κάνεις καμπούλι να του παραχωρήσης την θέση σου, να τον κάμης αρχηγόν αυτής της εκστρατείας, να βάλη αυτός τα χρήματα;» Του λέγω του Γρόπιου: Σύρε πες του, όποιος είναι αυτός οπού θα βάλη τα χρήματα, όχι αρχηγόν τον κάνω καμπούλι, διά την αγάπη της πατρίδος μου, αλλά όπου κατουράγη να μου δίνη να πίνω εγώ το κάτρο· το κάνω αυτό και του το δίνω ενγράφως». Αφού του μίλησε αυτά του Γκόρδον, ήρθε και μ’ αντάμωσε και γνωριστήκαμεν· και πήρε την ευκαρίστηση σε όσα τού είπε ο Γρόπιος από ’μένα.
     Μου λέγει ο Γκόρδον ότ’ είναι ’γγισμένος με τον Ζαΐμη και δεν θα θελήση. Του λέγω: «Εγώ τα διορθώνω κι’ αυτά με τον Ζαΐμη». Πήγα εις τον Ζαΐμη, του τα είπα όλα. Τότε μου λέγει ο αγαθός πατριώτης, (και του συχωράγει η ψυχή μου όσα είχε κάμη διά την πατρίδα, οπού τούχα ένα μίσος), μου λέγει: «Όποιος είναι αυτός, Μακρυγιάννη, οπού βάνει τα έξοδα διά την στρατολογίαν των Αθηνών, να πιαστή η θέση του Φαληρέως, το παιδί μου να μόχη σκοτωμένο – όχι διά κάτι λόγια οπού αλλάξαμεν». Τότε τον πήρα και πήγα εκεί κι’ ανταμώθηκαν και φιλήθηκαν και συνφώνησαν διά τα έξοδα αυτεινού του κινήματος και να είναι αρχηγός ο Γκόρδον. Ξακολούθησε να κάνη όλες της ετοιμασίες, κ’ έγινε αυτό το κίνημα. Και ξόδιασε ο Γκόρδον ογδοήντα οχτώ χιλιάδες γρόσια και ύστερα τάλαβε από την Κυβέρνηση – διά τόκον έλαβε την αρχηγίαν του Περαιώς. Πήγε με το μπρίκι του εις τα Μέγαρα ο Γκόρδον, έστελνα κ’ εγώ τους ανθρώπους οπού σύναζα εκεί. Με διορίζει η Κυβέρνηση και πήγα δυο φορές εις την Κόρθο να ησυχάσω τον Γιάννη Νοταρά και Παναγιώτη Νοταρά, οπού είχαν Ρουμελιώτες ο ένας κι’ ο άλλος συνάξη και γύμνωναν την πατρίδα τους, ο ένας Νοταράς την μισή κι’ ο άλλος την άλλη μισή, και δίναν και των Ρουμελιώτων τους μιστούς τους. Κι’ ο καυγάς τους ποιος ήταν; Ήθελαν να πάρουν μια γυναίκα· και την θέλαν και οι δυο. Το χωριό καίγεταν και η γριά λαμπροχτενίζεταν.
     Παντού εις την πατρίδα Τούρκοι, και το κάστρο των Αθηνών, οπού ήταν η ελπίδα της Ελλάδος, κιντύνευε· και σαν χάνεταν αυτό, και η πατρίς κακή τύχη είχε – τα οτζάκια καύλωναν. Με συχωράτε, αναγνώστες· αν ξέρετε εκείνη την περίσταση τι κίντυνος ήταν της πατρίδας, κ’ εσείς θα λέγατε το ίδιον ’σ αυτούς και τον Αντρέα Λόντον, οπού τους βοηθούσε και γκιζερούσε με τα παιδάκια. Αφού τους μίλησα πολλά και της δυο φορές και δεν μ’ άκουγαν, ’στο υστερνό τούς είπα· «Πάγω· και γράφω οσουνών είναι εις το κάστρο της Αθήνας και του Καραϊσκάκη, οπούναι μέσα εις τα χιόνια, οπού φκειάνει εις την Αράχωβα πύργους τα κεφάλια των Τούρκων, τους γράφω και γυρίζουν και μπαίνομεν όλοι εδώ και φκειάνομεν τα δικά σας κεφάλια πύργους». Και σηκώθηκα να φύγω. Και τότε συνκατένεψε ο Αντρέας Λόντος και μου είπε ότι του Γιάννη του Νοταρά τού λέγει ναρθή εις την Αθήνα. Παράγγειλα εγώ και του Παναγιώτη Νοταρά και πήγαν και οι δυο εις Μέγαρα.
     Πήγα τα χαμπέρια της Διοίκησης και μ’ ευκαρίστησε πολύ και καταξοχή ο καϊμένος ο αγαθός Ζαΐμης, οπού πολεμούσε τόσον καιρόν να τους χωρίση και δεν τον άκουγαν ούτε αυτόν, ούτε την Κυβέρνησιν. Μου λέγει ο Ζαΐμης: «Είναι και κάτι άλλο οπού γένεται και θα πας και δι’ αυτό». Κ’ εγώ ο δυστυχής άνοιξαν οι πληγές μου από το χτύπημα του αλόγου, όταν βήκαμεν από το κάστρο, και περπατούσα με το κεφάλι τούμπανον· κι’ αγερίστηκα· και βήκαν από την πληγή τόσα κόκκαλα και πέτζες δι’ αυτές της δούλεψες με τα χιόνια και κρύον. Άλλαζα της πληγές και μ’ έπιαναν μεγάλες κάψες από τους πόνους· και κιντύνεψα να χαθώ. Πάμε και εις τ’ άλλο των καλών πατριώτων. Ο Μεταξάς, ο Κολοκοτρώνης, ο Υψηλάντης κι’ άλλοι είχαν κάμη δική τους κομπανία. Είχ’ έρθη κ’ ένας αξιωματικός από την Γαλλία, γενναίος άντρας και καλός άνθρωπος, τον έλεγαν Μπούρμπαχη· ήταν Κεφαλλωνίτης και συγγενής του Μεταξά· ήταν κολονέλος εις την Γαλλίαν. Αφού άκουσε την λευτεριά της πατρίδας του ήρθε ν’ αγωνιστή απαθής, πατριωτικώς· πήγε ναυρή τους συγγενείς και τους πατριώτες του· ηύρε και τον κόντε Μεταξά και τους συντρόφους του. Τον οδηγούν και πλερώνει εξ ιδίων του και συνάζει χίλιους ανθρώπους, σκυλιά του χασαπιού, ανθρώπους του Αναπλιού, των μπιλλιάρδων, της φατρίας του κωλόπανα. Αφού τον συβούλεψαν αυτείνοι τον αθώον πατριώτη, τον οδηγούν να πάγη εις τον Καραϊσκάκη. Παίρνει τόσα φορτώματα ζαϊρέ κι’ όλα του τ’ αναγκαία να πάγη εις το σώμα του Καραϊσκάκη, οπού ήταν οι περισσότεροι ξυπόλυτοι και γυμνοί και νηστικοί – και να ιδούνε αυτείνοι οι ξυπόλυτοι εις το ορδί τους τα χασάπικα σκυλιά, οπού πολεμούσαν οι περισσότεροι από αυτούς μέσα τ’ Ανάπλι με της άτιμες γυναίκες, και ύστερα αυτείνοι να πάνε εις τους γυμνούς και νηστικούς, να παίρνουν ταχτικώς το ταΐνι τους, τα μακαρόνια τους κι’ άλλο τους φαγί και τον μιστόν τους, κ’ εκείνοι οπού αγωνίζονταν εις τα χιόνια νηστικοί να λέπουν τα χασάπικα σκυλιά του Αναπλιού να τρώνε και να πλερώνωνται – ή θα σκοτώσουν αυτούς, ή θα γένη μια φατρία να διαλυθούν. Αυτά ο αγαθός Μπούρμπαχης δεν τάξερε· ο Μεταξάς κι’ ο αρχηγός ο Κολοκοτρώνης και η συντροφιά του τα γνώριζαν αυτά.1
     Έγινε ναύαρχος ο Κοκράν, αρχιστράτηγος ο Τζούρτζης – κι’ ο ναύαρχος Κοκράν θα πάγαινε τα καράβια ’στα βουνά κι’ απάνου εις τα κάστρα· κ’ ήλεγε των Ελλήνων ο Τζούρτζης, με την γολέττα θα κυνήγαγε τους Τούρκους. Ο Μιαούλης ο καϊμένος με τα σταροκάραβα αλώνιζε τους τριπόντες και φεργάδες των Τούρκων· κι’ ο Καραϊσκάκης με τους γυμνούς έφκειανε πύργους τα κεφάλια των Τούρκων. Οι δυο Έλληνες δεν ξέραν της μηχανές των Ευρωπαίγων μεγάλων αντρών, ούτε τα καράβια ξέραν να τα κολλήσουν εις τα βουνά, ούτε τους στεργιανούς να πολεμούν με της γολέττες.2
      Ο Μπούρμπαχης με τους στρατιώτες του βήκε εις το Λουτράκι της Κόρθος. Μ’ έστειλε η Διοίκηση και πήγα και του μίλησα όλα αυτά. Και τότε κατάλαβε ο αθώος πατριώτης και πήγε εις τα Μέγαρα, οπού πήγαν και οι άλλοι. Πήγε εκεί κι’ ο Βάσιος Μαυροβουνιώτης. Σύναξα κ’ εγώ όλους τους Αθηναίους και Στερεοελλαδίτες, όσοι φέρναν όπλα και ήταν εις τα νησιά Κούλουρη, Αίγινα, Πόρο, σύναξα αυτούς και τους ίδιους νησιώτες, κατά διαταγή της Κυβερνήσεως οπούχω, και πήγα κ’ εγώ εις Μέγαρα. Τότε κάνομεν ένα σκέδιον να βγούμεν συνχρόνως εις τα πόστα της Αθήνας αναντίον των Τούρκων· ο Βάσιος, ο Παναγιώτης Νοταράς, ο Μπούρμπαχης και οι Ντερβενοχωρίτες να πάνε να πιάσουνε από βραδύς την Χασιά, να ταμπουρωθούν – είναι η θέση γερή – να πάγη οχτρός εκεί να τον πολεμήσουν. (Ήταν ως τρεις χιλιάδες ασκέρι). Το ταχτικό, ο Νοταράς ο Γιάννης κ’ εγώ ως χιλιοχτακόσοι άνθρωποι να βγούμεν εις τον Πειραιά τα μεσάνυχτα. Πήγαμεν, με διορίζει ο Γκόρδον με το σώμα του να πρωτοβγώ ομπρός εγώ εις την θέση του Φαληρέως. Ράξαμεν εις το Πασιά Λιμάνι. Πρωτοβήκα με δυο φελούκες· το είχαν πιασμένο οι Τούρκοι. Πολεμήσαμεν μ’ εκείνους καλά· λαβώθηκαν από ’μάς καμπόσοι. Ήρθαν κι’ άλλες δυο φελούκες μ’ ανθρώπους μου και τότε πολεμήσαμεν γενναίως τους Τούρκους, μας πολέμησαν κι’ αυτείνοι παληκαρίσια, και τους τζακίσαμεν και τους πήγαμεν κυνηγώντα ως το μοναστήρι εις τον Άγιον Σπυρίδωνα, εις τον Δράκον. Τότε γυρίσαμεν οπίσου· βήκαν κι’ από τ’ άλλα τα σώματα· βγάλαμεν εκείνη την νύχτα ως δεκαπέντε κανόνια, μικρά μεγάλα, και γρανέτες και φκειάσαμεν και τα ταμπούρια διανυχτός και της θέσες των κανονιών· κι’ όσο να φέξη ευρέθηκαν όλα έτοιμα. Μεθάγαμεν δουλεύοντας. Όσοι έρχονταν δεν έλπιζαν ότι εμείς να φκειάσουμεν όλα αυτά εκείνη την νύχτα.
     Την αυγή μάς βλέπουν οι Τούρκοι έτοιμους και χαζίρικους. Ο Βάσιος και οι άλλοι όλοι δεν πήγαν εις την Χασιά καθώς είχαμεν ομιλίαν, αλλά σηκώθηκαν του κεφαλιού τους και πήγαν ’σ ένα χωριόν, Καματερόν το λένε, μιαν ώρα από την Αθήνα. Πήγαν και πιάσαν μίαν θέση αδύνατη· κι’ αυτό το λάθος τόκαμεν ο Βάσιος· ότι αυτός γνώριζε τον τόπον της Αθήνας, αγωνίζονταν τόσον καιρόν σε αυτά τα μέρη. Πριν πιάσουν θέσες και να ταμπουρωθούν καλά – κάμαν ένα ταμπούρι τυφλό – τους πέσαν οι Τούρκοι απάνου τους και τους χάλασαν· και σκότωσαν περίτου από τρακόσους πενήντα Έλληνες· και τους ρίξαν εις φυγή. Και σκοτώθη κι’ ο αγαθός Μπούρμπαχης κι’ άλλοι δυο συναδελφοί του φελέλληνες. Όλοι διαλύθηκαν κακώς κακού. Ο Βάσιος έμεινε εις την Ελεψίνα, ότι οι περισσότεροί του άνθρωποι ήταν Ντερβενοχωρίτες.
     Τότε πήρε τα κεφάλια αυτεινών ο Κιτάγιας και τα πήγε εις την Αθήνα και τάδειξε των πολιορκημένων και τους είπε να προσκυνήσουνε διά να σωθούνε αυτείνοι και να μην πάρουν κ’ εμάς εις τον λαιμό τους, οπού ήμαστε εις τον Φαληρέα. Τους λένε οι πολιορκημένοι: «Σύρτε κυργέψετε εκείνους εις τον Φαληρέα και τότε υποταζόμαστε κ’ εμείς· ότι αυτείνοι είναι χωρίς κάστρο. Κι’ όταν παραδοθούν, παραδίνομεν κ’ εμείς το κάστρο». Αναχωρούν όλες οι δύναμες από την Αθήνα (πολλά ολίγοι μείναν, όσ’ ήταν αναγκαίοι διά τους πολιορκημένους) και μας ζώνουν κι’ άλλοι από τ’ άλλα τα πόστα τους. Είχαν το Μοναστήρι κι’ όλα τα τριγυρινά πόστα εις την εξουσίαν τους οι Τούρκοι. Ήρθαν και οι άλλοι, ετοιμάστηκαν οληνύχτα· την αυγή σαράντα πέντε μπαγιράκια ρίχτηκαν απάνου μας. Άρχισαν από τα πόστα τους, οπού τα είχαν γιομάτο το καθένα πόστο από κανόνια και μπόμπες και γρανέτες, και μας βαρούσαν· και τα στρατέματα έμπαιναν εις την τάξη να μας ριχτούνε. Τότε έβλεπες τους δικούς μας, να τους έσφαζες, μια κούπα αίμα δεν έβγαινε· ότι μάθαν τον χαλασμόν του Βάσιου κι’ αλλουνών.3
     Τούτα τα μπαγιράκια κινήθηκαν απάνου μας. Ο Γκόρδον, ήταν κι’ άλλοι Ευρωπαίγοι κι’ ο Άγιντεκ, ένας αξιωματικός από τη Μπαβαρία, αφού είδαν τα μπαγιράκια οπού ετοιμάζονταν, αυτείνοι όλοι με τον Γκόρδον εμπήκαν σε μίαν φελούκα να πάνε εις το καράβι του Γκόρδον· ότι απολπίστηκαν, αφού είδαν τόση δύναμιν των Τούρκων. Και οι εδικοί μας εις τον Φαληρέα ποτές δεν μείναν του ντουφεκιού χίλιοι τρακόσοι άνθρωποι. Ότι μαθαίνοντας το χαλασμό του Βάσιου ενέκρωσαν και φεύγαν διά νυχτός, ότ’ ήταν η θέση κιντυνώδης. Αν μας χαλούσαν οι Τούρκοι, ποδάρι δεν γλύτωνε από ’μάς· ότ’ ήταν όλη η στεργιά κλεισμένη από τους Τούρκους, πεζούρα, καβαλλαρία και κανόνια, κι’ από το πέλαγον μόνον το καράβι του Γκόρδον, ότι φύγαν τ’ άλλα. Τότε απολπισμένος κι’ ο αρχηγός Γκόρδον και χαρισμένος και εις την φιλίαν την δική μου, να μείνω μαγιά, μου είπε να μπω κ’ εγώ μέσα εις το καράβι του να γλυτώσω. Ότι οι αρχηγοί, οπού κάμαμεν αυτούς τους Ευρωπαίγους, όλο με τα καράβια έχουν να κάνουν· αυτείνοι από μέσα πολεμούν τους οχτρούς εις την στεριά και τους σκοτώνουν με λόγια, με σκέδια, με την σούπα. Δεν είμαι τοιούτος να κατηγορώ τους ανώτερούς μου, όμως όχι και να μην ειπώ την αλήθεια·· ότι ορκίστηκα δι’ αυτείνη. Κ’ εδώ φαίνεται αν λέγω την αλήθεια ή όχι.
     Αφού είδε ο αρχηγός ο Γκόρδον τον κίντυνον και πήρε τους συντρόφους του και την αρχηγίαν του και μπήκε εις το καράβι, διά να μείνουν σπορά να ματαγίνουν κι’ αλλού αρχηγοί, όσο να τους σώσουν τους Έλληνες – και τότε να λευτερώσουν την Ελλάδα, οι Τούρκοι όλα τα μπαγιράκια ρίχτηκαν απάνου μας. Ο αρχηγός γύρευε κ’ εμένα μαζί του. Του λέγω: «Κόπιασε η γενναιότη σου και ’σ αυτείνη την μπατάγια την σημερινή θα γένη ο Θεός αρχηγός· και με την δύναμή του – θα λυπηθή εμάς και την πατρίδα μας· κι’ ό,τι μπορώ κ’ εγώ θ’ αγωνιστώ σήμερα μ’ όλον οπούμαι αστενής. Να χαθούνε τόσοι αγωνισταί και να μείνω εγώ, ξίκι να γένη και ’σ εμένα η ζωή! – Τι θα κάμης, μου λέγει, σε τόσο πλήθος Τουρκών; – Είναι ο Θεός, του λέγω, και κάνει ο ίδιος!» Πάγει εις το καράβι. Τότε διαλέγω ως εκατό ανθρώπους και παίρνω σπαθιά και γιαταγάνια και τα δίνω αυτεινών των εκατό· τα πήρα απ’ ούλο το σώμα. Και παίρνω και κρασί και τους ποτίζω αυτούς τους εκατό και τους άλλους εις τα πόστα. Ότι οι άνθρωποι απολπίστηκαν. Αφού τους κέρασα όλους, πήρα τους εκατό μαζί μου και ήφερνα γύρα μ’ αυτούς τα πόστα όλα, τραγουδώντας όλοι εμείς, οι εκατό. Ήταν κ’ ένα γενναίον πολύ παληκάρι εκεί στολισμένο από γενναιότητα και τερτιπιτζής εις τον πόλεμον, Παναγιώτη Σωτηρόπουλον τον έλεγαν, από το Κράβαρι χωριόν Λομποτινά· αυτός έκαμε το σκέδιον εις το Μισολόγγι οπού κλέβαν το χώμα από της τάμπιες των Τούρκων, οπού φκειάναν να πλακώσουν τους δικούς μας· αυτός και η τέχνη του Κώστα Λαγουμιτζή σώσαν το Μισολόγγι. Κι’ αυτός έκαμεν και τον πόλεμον της Κλείσοβας, (οπού λένε οι συντρόφοι του Τζαβέλα ότι τον έκαμεν αυτός· ήταν μέσα σε μίαν παλιοκλησιούλα κ’ έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Είχε εκατό ανθρώπους και πλερώνεταν χίλιους εκατό· και γιόμωσε το δισάκκι του από τα τοιούτα λίρες Αγγλικές, οπού της έστειλαν να μας λευτερώσουνε οι Ευρωπαίοι, κι’ ως καλά συνασμένες αυτές της λίρες, όταν παραδόθη το Μισολόγγι, της πήραν οι Τούρκοι. Και γύρευε και παλιές πλερωμές ο Τζαβέλας απάνου απόνα μιλλιούνι γρόσια. Όταν εβήκε από τους Κορφούς, εβήκε με δέκα πέντε ανθρώπους ξαρμάτωτους και τους αρμάτωσε ο Μαυροκορδάτος· τώρα μιλλιούνια ζητάει). Αυτός ο Σωτηρόπουλος διά να ζήση, να τρώγη κομμάτι ψωμί με τους συντρόφους του, ήταν με τον Νοταρά εις την Κόρθον. Αφού πήρα τους εκατό και ήφερνα γύρα και τραγουδούσαμεν και ψυχώναμεν τους ανθρώπους, μου πέρασε και μία ιδέα και ’διοτέλεια. Είπα ότι εγώ θ’ αποφασίσω είτε να σκοτωθώ, είτε να κερδέσουμεν σήμερα. Το λοιπόν να μην πάρη κι’ άλλος τον έπαινον αυτόν, να τον πάρω μαζί με τους Αθηναίους· ότ’ είμαι αρχηγός τους και εις την ημέρα μου να τους δοξάσω, αφού άλλοι αρχηγοί τούς αδίκησαν και οι εδικοί – τους κι’ ο Δυσσέας κι’ ο Γκούρας. Και διά να κατορθώσω αυτό έπρεπε να σταθώ πονηρότερος, ν’ απατήσω και τον Σωτηρόπουλον. (Ότι αυτόν γνώριζα ως αντίζηλον. Οι άλλοι τούς έλεγες «εκείνο», κάναν· το λέγω του Σωτηρόπουλου). Είχε κάνη εκατό ανθρώπους κι’ αυτός να ήμαστε και οι δυο απόξω, να ριχνώμαστε ούθεν είναι χρεία, όταν πλησιάσουν οι Τούρκοι. Το πόστο το δικό του ήτανε εκτεταμένο. Τότε του είπα να πάγη να ψυχώση τους ανθρώπους εκεί οπού ήταν εις τα ταμπούρια, να μη μας τους χαλάσουνε οι Τούρκοι.
     Κι’ άρχισε ο πόλεμος. Και τους Τούρκους τούς στράβωσε η αμαρτία και κάμαν κίνημα από την μέση, το κέντρο, οπού ήταν δυνατώτερον μέρος και τα κανόνια μας εκεί δούλευαν καλύτερα. Αφού κίνησε ο Σωτηρόπουλος τον κατήφορον και είχαμεν μιλήση, όταν γυρίση να κάμωμεν μαζί το σκέδιον, οι Τούρκοι προχώρεσαν απάνου μας μ’ όλα τα μπαγιράκια. Τότε ψύχωσα τους εκατό, τους κέρασα και κρασάκι και ριχνόμαστε απάνου εις τους Τούρκους κόντρα γιρούσι και τους δίνομεν ένα σκοτωμόν καλόν. Σκοτώθηκαν και δικοί μου δέκα πέντε κι’ αχώρια οι λαβωμένοι. Πήρα τους λαβωμένους και σκοτωμένους μέσα εις τα πόστα μας. Ξαναρίχτηκαν οι Τούρκοι· τους δίνομεν και τότε έναν χαλασμόν και τους πήγαμεν κυνηγώντας ως της Αθήνας την στράτα. Γυρίσαμεν πίσου εις τα πόστα μας. Εβήκε κι’ ο αρχηγός από το καράβι με κρασί Ευρωπαίικον, μας κέρασε αυτός και οι συντρόφοι του. Τότε είπα των κανονιαραίγων και βάλαν μπάλλα μιστράλλια ’στα κανόνια. Οι Τούρκοι κινήθηκαν περισσότεροι, ότι τους ήρθε μιντάτι ένας νέος πασιάς, κ’ έρχονταν απάνου μας. Τότε είπα των ανθρώπων μου· «Τώρα οπού θα βγούμεν αναντίον των Τούρκων, γυρίζοντας εγώ πίσου, να γυρίσετε όλοι· ότι θα ρίξουνε τα κανόνια και να μη μας σκοτώσουνε». Αφού ήρθαν πολλά πλησίον οι Τούρκοι εις τα ταμπούρια μας, δεν μπορούσα να βαστήξω τους αθάνατους Έλληνες· έγιναν όλοι λιοντάρια – εγώ ήμουν ο χερότερος. Τότε ριχτήκαμεν και τρίτον απάνου τους και τους δίνομεν έναν σκοτωμόν· πληγώσαμεν και τον πασιά τους (και τον πήγαν εις την Έγριπον κ’ εκεί πέθανε). Τραβηχτήκαμεν οπίσου. Τότε τα κανόνια με τα μιστράλλια τούς αφάνισαν κ’ έβλεπες από αυτούς στρώμα σκοτωμένους και πληγωμένους. Τους κουβαλούγαν εις τα πόστα τους κι’ από ’κεί εις την Αθήνα.
     Τότε τους κόπηκε όλη η γενναιότη των Τούρκων. Φκειάνει το ρεπόρτο ο αρχηγός, το στέλνει να το βάλη εις τον τύπον· κ’ έλεγε ότι η σημερινή μπατάγια είναι του Μακρυγιάννη, ότι αυτός διοίκησε. Ο Νοταράς οπούταν εις τον Πειραιά είχε τον Ζαΐμη θείον από την μητέρα του· ήταν πρόεδρος της Διοικήσεως. Ο Πανούτζος ο Νοταράς, αδελφός του πατέρα του, ήταν πρόεδρος του Βουλευτικού. Πήραν το ρεπόρτο του Γκόρδον και το ξέκλησαν κ’ έβαλαν εμένα παλιές αντραγαθίες, από αυτές όμως καμμιά, αλλά παλιές μόβαλαν εις την εφημερίδα. Γράφω του τυπογράφου, οπού ήταν ο Φαρμακίδης, μου γράφει τα αίτια. Αφού είδε αυτό ο Γκόρδον, ως φιλαλήθης πείσμωσε· πιάστη και με τον Νοταρά. Σηκώθη κ’ έφυγε από τον Περαιά και πήγε εις την Αίγινα κι’ άφησε εις το ποδάρι του εμένα. Του είπα να φωνάξη ν’ αφήση και τον Νοταρά, να μείνωμεν και οι δυο όσο να γυρίση, να μη συνβή καμμία διχόνοια κι’ ακολουθήση κάνα δυστύχημα. Κ’ εγώ πρέπει να υπομένω και να θυσιάζω εις τα οτζάκια.
     Οι Έλληνες τους Τούρκους τούς καταφρόνεσαν όλως δι’ όλου. Καθεμερινώς πολεμούσαμεν, κι’ όλο τους νικούσαμεν· ποτέ δεν κέρδεσαν. Τους πήραμεν τον αγέρα και τους είχαμεν σαν Οβραίους. Πηγαίναμεν ως απόξω το Σέντζος. Πιάσαμεν και τα Μποστάνια λεγόμενα· είναι ένας βάλτος· ήταν περιβόλια των Τούρκων εκεί και βάλτωσαν. Βγαίνει νερό ο τόπος και είναι κάτι χαντάκια, οπού αν δεν ξέρη ο άνθρωπος, χάνεται. Αυτός ο τόπος είναι εις την άκρη την θάλασσα κατά το μέρος των Τριών Πύργων. Ήταν και κάτι παλιόπυργοι και τους πιάσαμεν. Στείλαμεν όλοι οι καπεταναίγοι ανθρώπους ως διακόσους. Μίαν αυγή ο Κιτάγιας μ’ όλες του της δύναμες, πεζούρα και καβαλλαρία και κανόνια και γρανέτες, μέθυσε τους Τούρκους κ’ έπιασαν τον πόλεμον από την αυγή μπονόρα και βάσταξε ως το δειλινό. Και ρίχτηκαν με μεγάλη ορμή οι Τούρκοι ’στους δικούς μας εις τα Μποστάνια. Στείλαμεν μιντάτι τον Σωτηρόπουλον με καμμιά εκατοστύ ανθρώπους. Κιντύνευαν. Στείλαμεν μ’ άλλους εκατό τον γενναίον Γιωργάκη Χελιώτη, άξιον πολεμιστή και τίμιον πατριώτη. Οι Τούρκοι τούς στένεψαν πολύ τότε, και θα τους χάλαγαν, ότι πολεμούσαν να τους κλείσουνε μέσα. Τότε κατεβήκαμεν κ’ εμείς και πήγαμεν εις το Γλυκόν νερόν· και βαστούσαμεν τον είσοδον ανοιχτόν και πολεμούσαμεν. Και βάλαμεν και τον γενναίον Ιγγλέζη με το ταχτικόν και βαστούσε την φτερούγα ακίνητος εις του Χαϊμαντά την μάντρα ονομαζόμενη. Κι’ αυτείνοι οι αγαθοί άντρες του ταχτικού κι’ ο αρχηγός τους ο Ιγγλέζης ριζικάρησαν πολύ· και η θεία πρόνοια μας έσωσε όλους. Το βράδυ κάμαμεν ριτιράτα μ’ όμορφον τρόπον. Και σώθηκαν όλοι οι εδικοί μας, οπού ήταν μέσα κλεισμένοι. Σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν όλο τ’ άνθος των Τούρκων περίτου από χίλιους διακόσιους. Πήραν πλήθος κεφάλια οι Έλληνες, άρματα, σημαίγες και τάφεραν εις τον Φαληρέα· και μαζώχτηκαν τόσοι Ευρωπαίγοι κ’ έβλεπαν αυτόν τον αφανισμόν. Σκοτώθηκαν κι’ από τους δικούς μας δυο, ένας καλός πατριώτης Αργίτης, γενναίος άντρας κι’ αγαθός, ονομαζόμενος Μπεκιάρης, κ’ ένας Αθηναίος. Ωφέλησαν πολύ τα χαντάκια. Όλοι οι Έλληνες εκεί – μέσα πολέμησαν ως λιοντάρια· κ’ εμείς από τα πλευρά τούς βαστάξαμεν ανοιχτόν τον δρόμον της θάλασσας και της πλάτες τους. Λαμπρύνεται εκεί μέσα ο Γιώργης Σκουρτανιώτης, ο Σπύρος Δοντάς Αθηναίος, ο Σωτηρόπουλος, ο Χελιώτης – πολέμησαν αντρείως. Η πατρίς τούς χρωστάγει χάριτες ολουνών όσων ήταν μέσα.
     Το κάστρο το στένεψαν και δεν μπορούσε ούτε να έμπη άνθρωπος, ούτε νάβγη. Πρώτα από τον πόλεμον των Μποστανιών εβήκαν και ήφεραν κ’ ένα περιστέρι από το κάστρο· και το φορτώσαμεν γράμματα και το πήρα με καμπόσους και το πήγαμεν εις τους Τρεις Πύργους και τ’ απολύσαμεν. Όμως το σκότωσαν οι Τούρκοι και πήραν και τα γράμματα και είδαν τι τους γράφαμεν των πολιορκημένων. Ήρθε προσκυνησμένος από τους Τούρκους Ρωμαίος και μας το είπε· και μας είπε και τον σκοτωμόν του πασσά· και περίτου από χίλιους οχτακόσιους, μας είπε, ’σ εκείνον τον πόλεμον, τον πρώτον, πληγωμένοι και σκοτωμένοι. Τόλεγαν και οι ίδιγοι Τούρκοι και το ίδιον μας είπαν και διά τα Μποστάνια, χίλιοι διακόσοι.
      Αφού ήρθε ο πεζοδρόμος με το περιστέρι, τα γράμματα τα στείλαμεν εις την Διοίκησιν και Καραϊσκάκη. Αφού είδε αυτά, πήρε κοντά ως δυο χιλιάδες ανθρώπους και ήρθε κ’ έπιασε το Τζερατζίνι ο Καραϊσκάκης. Είναι κ’ ένα μετόχι πλησίον, από πάνου τον ζυγόν – ήταν Τούρκοι από ’κεί ως την άκρη εις τα Καμίνια, οπού σώνεται η ράχη. Εκεί είχαν απάνου οι Τούρκοι τα κανόνια τους και εις τον Δράκον ολόγυρα· και μας χτυπούσαν και τους χτυπούσαμεν κ’ εμείς. Αφού έφτασε ο Καραϊσκάκης, ήρθε εις τον Φαληρέα κι’ ανταμωθήκαμεν. Μιλήσαμεν να φκειάση ο Νοταράς ένα ταμπούρι απάνου ’στην ράχη πλησίον εις τον δρόμον της Αθήνας, κ’ εγώ από κάτου από τον δρόμον, αντίκρυα από των Τούρκων τα πόστα. Οληνύχτα, βρέχοντας και ταλαιπωργιώντας, το φκειάσαμεν· και βάλαμεν και πέντε κανόνια μέσα εις το ταμπούρι μας. Την άλλη την νύχτα πήγαμεν και φκειάσαμεν άλλο ένα από κάτου τα κανόνια των Τούρκων, οπούναι ένα καμίνι, να τους κόψωμεν τον ζαϊρέ τους να μην παγαίνουν εις το μοναστήρι τον Άγιον Σπυρίδωνα, οπού τον βαστούσαν οι άλλοι Τούρκοι. Είπε και του Βάσιου ο Καραϊσκάκης να φκειάση ένα ταμπούρι από το πέρα μέρος του βάλτου να κοπή ο ζαϊρές· δεν μπόρεσαν να το φκειάσουνε κ’ έμπαινε από ’κείθε ο ζαϊρές.
     Εμείς οι δυστυχισμένοι ήμαστε μέσα εις το νερό νύχτα και ημέρα. Μίαν βραδειά έβρεξε και γιόμωσε το καμίνι και ξενυχτήσαμεν απάνου από το ζουνάρι εις το νερόν· κι’ από αυτό, οπού ήμουν αδύνατος, μ’ έπιασε μια στένωση σαν χτικιόν. Και μέσα τα νερά τραβούσα άρρωστος. Ο Κιτάγιας έβαλε μίαν αυγή τα κανόνια και μπόμπες και γρανέτες και πλήθος ασκέρι εις την ράχη και βαρούσαν το Μετόχι, οπού το είχαν πιασμένο από τους ανθρώπους του Καραϊσκάκη. Αφού το πολέμησαν αρκετές ώρες και το πήγαν ως την γης γκρεμίζοντας, τότε κάμαν γιρούσι απάνου τους πεζούρα και καβαλλαρία να τους κυργέψουν. Τότε οι αθάνατοι Έλληνες, αφού ζύγωσαν, τους έκαναν έναν σκοτωμόν και τους πήραν ομπρός και τους πήγαν ως τα ταμπούρια τους. Ξανακάνουν γιρούσι οι Τούρκοι, λαβαίνουν την ίδια τύχη. Έρχεται μιντάτι των Τούρκων από την Αθήνα νέον και πήγαν εις τα ταμπούρια τους. Τότε κατεβήκαμεν από τον Φαληρέα περίτου από πεντακόσοι άνθρωποι όλο διαλεμένοι, αρχηγός αυτεινών ο Σωτηρόπουλος, ο Χελιώτης κ’ εγώ, και πήγαμεν εις το καμίνι εις το πόστο μου κι’ από ’κεί περάσαμεν από κάτου τα κανονοστάσια των Τούρκων, κι’ αρχίσαμεν τον πόλεμον· και πήραμεν την πλάτη των Τούρκων· και πισουδρόμησαν οι Τούρκοι· και βήκαν οι αθάνατοι Έλληνες από το Μετόχι κι’ ο αντρείος Χατζημιχάλης με την καβαλλαρίαν του και δίνουν έναν χαλασμόν των Τούρκων κ’ έναν σκοτωμόν τρομερόν. Σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν περίτου από οχτακόσοι – αυτά μας είπαν. Και διαλύθηκαν οι Τούρκοι. Πήγαμεν κ’ εμείς ο καθείς εις τα πόστα του. Όσοι αξιωματικοί πολέμησαν εκεί, Ρούκης, Γαρδικιώτης, Βάγιας, Γεροθανάσης, Ντούσιας, Γιάννης Λάμπρος, Κασομούλης, Γιωργάκης Βαλτηνός, Μήτρο Σμπόνιας, Καραΐσκος Σουλιώτης· της καβαλλαρίας ο γενναίος Χατζημιχάλης, Βασίλης Αθανασίου, Νικόλας Τζοπάνος, Παναγιώτης Κακλαμάνος, Κώστα Παλάσκας κι’ άλλοι αξιωματικοί πολέμησαν, πεζούρα και καβαλλαρία, πολλά γενναίως και πατριωτικώς. Κι’ όλοι οι απλοί Έλληνες αγωνίστηκαν με μεγάλον πατριωτισμόν και γενναιότητα διά την πατρίδα και θρησκεία. Και είδαν οι Τούρκοι οπού δεν παίζαν εις τον Περαιά. Κι’ αυτό, ότ’ είναι ντουφέκι και σπαθί Ελληνικόν, θρησκευτικόν και πατριωτικόν.
      Η ντροπή εις τους Τούρκους ήταν μεγάλη. Την άλλη ημέρα ο Κιτάγιας πήρε όλες του της δύναμες, πεζούρα και καβαλλαρία, και κατέβηκαν και μεράστηκαν και εις τον Καραϊσκάκη και ’σ εμάς εις τα πόστα μας. Και πολεμήσαμεν και τα δυο μέρη γενναίως, και οι Τούρκοι και οι Έλληνες. Αφού είδαν από το κάστρο οπούρθε η δύναμη των Τούρκων ’σ εμάς, βήκαν κ’ εκείνοι από το κάστρο και τους πολέμησαν γενναίως. Πολεμήσαμεν περίτου από έξι ώρες· κι’ από τα τρία μέρη οι Τούρκοι ψώνισαν καβάλλα. Λέγω εις τους αναγνώστες ότι δεν τους είχαμεν διά ζωντανούς. Σκοτώθηκαν και εις τα τρία μέρη αρκετοί από αυτούς. Πήραμεν τους Τούρκους ως Οβραίους, κι’ όταν έρχονταν Ευρωπαίγοι εις τα πόστα μας, κατεβαίναμεν και τους πολεμούγαμεν.
     Το Έθνος μας το κομμάτιασαν εις την Συνέλεψη. Εμείς σκοτωνόμαστε κ’ οι πολιτικοί τήραγαν τους σκοπούς τους. Μόγραφαν να πάγω κ’ εγώ ως πληρεξούσιος των πολιορκημένων. Τους αποκρίθηκα πολλές φορές· «Εγώ πληρεξουσιότη έχω να πολεμώ κατά δύναμη με τους συναδελφούς μου, διά να μας βλέπουν οι πολιορκημένοι να κάθωνται εις το κάστρο, να σκοτώνωνται αυτείνοι εκεί κ’ εμείς εδώ – διά να διορθώσετε εσείς την πατρίδα. Καιρός διά εφύλιους πολέμους δεν είναι και κάμετε ό,τι σας υπαγορεύει η συνείδησή σας».
      Έφκειασαν την Συνέλεψη, διορίσαν τον ναύαρχον τον νέον, ότι γέρασε ο Μιαούλης, τον αρχιστράτηγον, ότι δεν δύνεται ο Καραϊσκάκης, και γράψαν μίαν διαταγή εις τον Καραϊσκάκη οι καλοί πατριώτες και τόλεγαν, όταν κιντύνευε η πατρίς, όταν νάστιβε ο Καραϊσκάκης και οι συντρόφοι του τα πουκάμισά τους, εκίναγε το αίμα από την Αράχωβα, από τον Έπαχτο, από το Δίστομον κι’ από τον καθημερινό πόλεμο, τότε έγραψαν του Καραϊσκάκη και τόπαιρναν τα συχαρίκια ότι διορίσαν τον Τζούρτζη – κι’ αυτός να είναι εις την οδηγίαν του. Στοχαστήτε, εσείς οι αναγνώστες· αυτείνη την εποχή ποιος είχε γνώση διά να σώση την πατρίδα – και ποιος να την χάση. Με τόση δύναμη ο Καραϊσκάκης δεν τους έφκειανε φλούδα όλους αυτούς;
      Αφού είδε αυτό ο Καραϊσκάκης, του κακοφάνη. Και σας λέγω, αυτό τον έκαμεν περισσότερον να πάγη να σκοτωθή. Με φώναξε εις το Τζερατζίνι και μόδειξε αυτείνη την διαταγή και πικρά μού το ξηγέταν. Και τον παρηγόρησα και του είπα, όσο να τελειώση η υπόθεση της Αθήνας να μην ξεσυνεριστή από αυτά τίποτας. Όσους θέλουν να διορίζουν, οι άνθρωποι αυτόν ξέρουν αρχηγόν αυτεινού του κινήματος. Μου λέγει: «Σήκου να φύγωμε, ότι αυτείνοι θέλουν να μας φάνε!». Τον περικάλεσα με δάκρυα να μη μάτα το ειπή αυτό όσο να δοθή τέλος σε τούτο το κίνημα των Αθηνών. Δεν ήθελε να μ’ ακούση, αλλά μου είπε να σηκωθούμεν οι δυο μας να φύγωμεν. Τότε του λέγω: «Δεν σε γελάγω, δεν μπορώ να φύγω εγώ· ότ’ είμαι κεφαλή των Αθηναίων και οι Τούρκοι είναι εις την Αθήνα. Τότε εγώ δεν είμαι διά τούτον τον κόσμον. Εγώ θα κάμω το χρέος μου. Ούτε να φύγωμεν είναι καιρός τώρα, ούτε εφύλιον πόλεμον να κάμωμεν. Ότι η πατρίδα είναι ’στα ολίστια – η Ρούμελη και η Πελοπόννησο γιομάτη Τούρκους. Και σου λέγω: και να χαθή η Αθήνα, εμείς σαν φύγωμεν ή ανοίξωμεν εφύλιον πόλεμον, είμαστε κατηγορημένοι, και να λευτερωθή, χερότερα. Και δεν μπαίνω ’σ αυτά». Ήταν αγροικημένος και με Πελοποννήσιους.
     Έφυγα από το Τζερατζίνι με δυσαρέσκειάν του, ότι δεν θέλησα να κλίνω. Τότε στέλνει και παίρνει τον Σωτηρόπουλον και τον στέλνει εις τους Νοταραίους και εις τον Ζαΐμη και Λόντο να κάμη συμπεθεριά (και την έκαμεν), να δώση το κορίτζι του εις το παιδί του Νοταρά και να γένουν συγγενείς όλοι – και να δυναμωθούν Πελοποννήσιοι και Ρουμελιώτες. Τότε άρχισαν να βαίνουν αυτόν τον σκοπόν ’σ ενέργεια κι’ όποιος δεν είναι με το πνεύμα τους να τον κατατρέχουν.
     ΄Αρχισαν να κατατρέχουν εμένα. Διορίζει ο Καραϊσκάκης τον Νοταρά αρχηγόν της θέσης του Φαληρέως και βγάνει εμένα. Και πιάνει ο Νοταράς βάνει τους ανθρώπους του και μου γυμνώνει όλους τους Αθηναίους, οπούχαν ψώνια, κρασιά, ρακές κι’ άλλα διά τ’ ορδί, και τους τα παίρνουν όλα. Εγώ με τους περισσότερους ήμουν κάτου εις τα Καμίνια, μέσα εις το νερό, από κάτου εις τα κανόνια των Τούρκων, και οι συμπεθέροι του Καραϊσκάκη μού γύμνωσαν τους ανθρώπους και θέλαν ν’ ανοίξωμεν ντουφέκι εκεί. Τότε στέλνω έναν γνωστικόν άνθρωπον εις τον Καραϊσκάκη και του λέγω τι έκαμαν οι συμπεθέροι του με της οδηγίες της δικές του· και δεν θα το φάνε εκείνο οπού πασκίζουν. Δεν τηράγει τόσοι οπού σκοτωνόμαστε και δοξάζεται αυτός – θα φκειάση τους Ρουμελιώτες είλωτες των τουρκοκοτζαμπασήδων; Ναρθή να πιάση τα πόστα, οπού σκοτωθήκαμεν οι περισσότεροι· κ’ εγώ βογκάγω από τους πόνους νύχτα και ημέρα· και ναρθούν να τα πιάσουνε τα πόστα αυτά, ότι σουρπώνοντας θα πάρω τους ανθρώπους και θα φύγω· κι’ αν πιάσουν της θέσες αυτές οι Τούρκοι, είναι εις βάρος του. Αφού του είπε αυτά ο άνθρωπος, παίρνει όλους τους αρχηγούς και ήρθε εις το πόστο μου μέσα εις το νερό. Του λέγω: «Βλέπεις τι τραβούνε οι ραγιάδες οι εδικοί σου και των συμπεθέρω σου, οπού είμαστε σαν της πάπιες εις το νερό, κ’ εσείς μας γυμνώνετε. Κοπιάστε πιάστε αυτά τα πόστα η γενναιότη σας, ότι εγώ με τους ανθρώπους μου θα φύγω». Και του είπα τα αίτια· οπού γύμνωσε τους ανθρώπους ο συμπέθερός του και το φουσάτο του.
     Τότε μου μίλησε ο Καραϊσκάκης κι’ όλοι οι αρχηγοί να μείνουμεν, να μην αφήσουμεν της θέσες. Ότι δεν τους έδινε χέρι να της αφήσουμεν· ότι άλλος τρελλότερος δεν ήταν από ’μάς να κάθεται τον χειμώνα εις το νερό. Συνφωνήσαμεν με τον Καραϊσκάκη να γένη καταγραφή, να πλερώση την ζημίαν των ανθρώπων. Έφυγε αυτός διά την θέση του. Ο Νοταράς πάλε άρχισε να μας αγκυλώνη. Εγώ θυσίαζα αρετή Ελληνική, ότι έβλεπα την δεινή περίστασιν της πατρίδος μου, κι’ αυτός θυσίαζε αρετή τουρκοκοτζαμπασίτικη. Τότε διά να του δείξω πόσα απί διά πιάνει ο σάκκος αυτεινού και του Καραϊσκάκη, συνάζω όλους τους μπουλουξήδες του και τους ξηγάω το συμπεθεριόν – κι’ ως Ρουμελιώτες αυτείνοι όλοι κι’ αγωνισταί, τι θα τους κάμουν οι Πελοποννήσιοι με τον αρχηγόν Καραϊσκάκη; Και να τον πιάσουν τον Νοταρά να πλερωθούν τους μιστούς τους, οπούταν μαζί του και γύμνωνε με την δύναμη αυτεινών την Κόρθο και της εθνικές προσόδους και σταφίδες (και το έθνος δεν τους πλέρωνε, ότι δεν ήταν εις τον αγώνα της πατρίδος, ήταν εις την ληστεία των κατοίκων κι’ αφανισμόν της επαρχίας). Τότε τον κλειούνε μέσα εις την καλύβα του και τον μπήγουν με της πέτρες. Έρχεται ο συμπέθερος ο Καραϊσκάκης να τον σώση, τον αρχινάει τ’ ασκέρι με τα κέρατα. Έρχεται ο Κοκράν κι’ άλλοι, το ίδιον. Τότε μου λέγει ο Καραϊσκάκης να τον σώσω και να τον στείλω μαζί του, εις το Τζερατζίνι. Τον έκλεψα την νύχτα και τον έστειλα· και με διόρισε αρχηγόν της θέσης εμένα. Και μόστειλε άλλα στρατέματα με τους αρχηγούς τους και κάναμεν τα χρέη μας τιμίως και πατριωτικώς κι’ αγαπημένα. Όποιος αδίκως πειράζει τον άλλον πρέπει να λαβαίνη την ίδια ανταμοιβή. Άρχισε κι’ ο αρχηγός νάρχεται εις την πρώτη φιλίαν και να συλλογίζεται καθώς έπρεπε, να μην παίρνη φτερόν. Το στρατόπεδον ήταν ξυπόλυτο, οι άνθρωποι του Καραϊσκάκη, και δεν είχε τα μέσα. Ήρθε αυτός εις τον Φαληρέα και μ’ αντάμωσε· και με πήρε και πήγαμεν οι δυο μας εις τον Κοκράν και φάγαμεν· και μας έδωσε δυο χιλιάδες τάλλαρα και μίαν σημαία· κ’ υπογράψαμεν οι δυο μας την περιλαβή αυτών· και τάλαβε ο Καραϊσκάκης και ξεκονόμησε τους ανθρώπους.
     Εις τον Περαιά και Τζερατζίνι συνάχτηκαν πολλά στρατέματα διά να γένη το κίνημα των Αθηνών. Ήρθε κι’ ο αγαθός Πέτας μ’ ως διακόσιους ανθρώπους, ο Νικόλας αρχηγός του Κρανιδιού με τους γενναίους πατριώτες του (ήμαστε πολύ φιλιωμένοι από το Νιόκαστρον)· ήρθε μ’ εκατόν ογδοήντα ανθρώπους· ήρθε ο ανιψιός του Κοκράν με περίτου από πεντακόσιους Νυδραίους, Πετζώτες κι’ άλλους νησιώτες. Συνάζονταν ολοένα και οι Αθηναίγοι χώρα και χωριά. Και γινήκαμεν εις αυτό το πόστο περίτου από τρεισήμισυ χιλιάδες. ’Στου Καραϊσκάκη, εις το Τζερατζίνι, πήγανε όλοι οι Σουλιώτες, Μποτζαραίγοι, Τζαβελαίγοι, Βέγικος, Γιαννούσης, Ντούσας, Φωτομαραίγοι, Δρακαίγοι, Πελοποννήσιοι, Κολοκοτρωναίγοι, Σπαρτιάτες, Σισιναίοι, Πετιμεζαίοι κι’ άλλοι πολλοί· Περραιβός, Καλλέργηδες με τους Κρητικούς, Νοταραίγοι. Το όλο πραματικώς ήταν εις τα δυο πόστα έντεκα χιλιάδες. Τους έλεγαν δεκαπέντε· δεν ήταν, πραματικώς ήταν έντεκα.
     Το Μοναστήρι κι’ ολόγυρα εκείνο το μέρος ως τα κανόνια των Τούρκων εις την ράχη ήταν πόστα των Τούρκων, δεκαπέντε ταμπούρια, ’στα περισσότερα μέρη δυναμωμένα πολύ από ανθρώπους και κανόνια και γρανέτες. Αν δεν χαλάγαμεν αυτά τα πόστα, δεν μπορούσαμεν να τραβήσουμεν διά την Αθήνα. Ήρθε ο Μιαούλης, άλλα καράβια και η φεργάδα και το παπόρι, και βαρούσαν το Μοναστήρι κι’ όσα ταμπούρια ήταν πρόσωπον κατά την θάλασσα. Ως τη γης το πήγαν χτυπώντας το Μοναστήρι· και οι Τούρκοι πολεμούσαν γενναίως, ως λιοντάρια. Κατά το μέρος το δικό μας δεν τόβλεπε το κανόνι της θαλάσσης· ήταν μία μάντρα κι’ άλλα τούρκικα ταμπούρια και ήταν εις το γούπατο, οπού είναι το πηγάδι. Τότε πήγαν από τους αθάνατους τους Νυδραίους, Κρανιδιώτες και πολλοί Ρουμελιώτες και πέσαν από κάτου αυτεινών των ταμπουργιών. Και δεν άφιναν τους δικούς μας να σηκώσουν κεφάλι οι Τούρκοι· τους είχαν από κάτου. Τότε πήρα καμμιά τριανταριά ανθρώπους από το σώμα μου και τους λέγω: «Να πάμεν κάτου να ενθουσιάσωμεν τους δικούς μας, να τους ειπούμεν, τι κάθονται εκεί πεσμένοι της κοιλιάς και φυλάνε τους Τούρκους – από την στράτα της Αθήνας εμπήκε το ταχτικόν και οι Σουλιώτες κι’ ο Καραϊσκάκης και πήραν τα ταμπούρια των Τούρκων· και πήραν τόσα λάφυρα (να τους ειπούμε ψέματα, να ενθουσιαστούν)· «κ’ ευτύς να βγάλωμε, τους λέγω, τα μαχαίρια πώς να κινηθούμε ομπρός· όμως να μην προχωρέσουμεν, ότι μας σκοτώνουν οι Τούρκοι, είναι πλησίον πολλοί». Καθώς κατεβήκαμεν, τους ενθουσιάζομε με ψευτιές – κι’ ο Θεός τόκαμεν αλήθεια· όσο να ειπούμε εμείς αυτά, και τραβήσαμεν και τα μαχαίρια, (και ποιος κόταγε να κινηθή ομπρός;), τότε ένας μπαγιραχτάρης Νυδραίος – εκείνος δεν ήταν άνθρωπος, ήταν εις τα ποδάρια αγιτός και εις την καρδιά λιοντάρι – ευτύς πήρε την σημαία του και την έμπηξε μέσα εις το τούρκικον ταμπούρι· και κοντά εις αυτόν όλο το στράτεμα. Και παίρνομεν δεκατρία ταμπούρια των Τούρκων και τους πήγαμεν κυνηγώντας ως τα κανόνια τους εις την ράχη. Μπροστά, εις τα Καμίνια, ήταν οι Αθηναίγοι, εις τα πόστα μας· και τους τόπιασαν των Τούρκων και βαρούσαν ’στο κρέας. Και τους έγινε ένας μεγάλος σκοτωμός σε όλα αυτά τα μέρη.
     Ο Καραϊσκάκης και οι άλλοι όλοι από το Τζερατζίνι δεν ήξεραν τίποτας, και δεν κινήθηκαν. Περάσαμεν με καμπόσα κεφάλια τούρκικα από μέσα τον βάλτο και πήγαμεν εις τον Καραϊσκάκη. Φιληθήκαμεν· έδωσε δυο ντούπιες των παιδιών οπούχαν τα κεφάλια. Κατέβηκε από τ’ άλογό του ο Καραϊσκάκης και μου τόδωσε και καβαλλίκεψα, και μου είπε να συνάξω από το σώμα μου να κλείσουμεν με χαντάκια τους Τούρκους οπού μείναν εις το Μοναστήρι. Σύναξα όλους και τους έδωσα τζαπιά και φκυάρια και φκειάσαμεν ένα χαντάκι πλατύ, να φυλάγη και κατ’ το Μοναστήρι και κατ’ την Αθήνα, να μην τους έρθη μιντάτι των Τούρκων. Αφού φκειάσαμεν το χαντάκι, βάλαμεν ασκέρι απ’ ούλα τα σώματα και πολεμούσαμεν το Μοναστήρι. Ήρθαν όλοι από το πέρα μέρος, ήρθε κι’ ο νέος Ναύαρχος κι’ ο Αρχιστράτηγος εβήκαν από τα καράβια. Τους πήγαν οι Έλληνες τα κεφάλια να τους δώσουν μπαχτζίσι· δεν θέλησαν να ιδούνε ούτε εκείνους οπού τα βαστούσαν.
     Οι Τούρκοι του Μοναστηριού θέλουν να παραδοθούν ’σ εμάς με συνθήκες να μην σκοτωθούν· και τοιούτως συνφωνήσαμεν και δώσαμεν τον λόγον της τιμής μας. Τ’ ασκέρια τούς κακοφάνη· ήθελαν να τους πάρωμεν με ντουφέκι. Δώσαμεν τον λόγον μας να βγούνε. Θέλει ο Καραϊσκάκης να πάγω να τους συντροφέψω εγώ ως τα κανόνια τους. Αφού είδα τα στρατέματα αγαναχτισμένα δεν θέλησα, κ’ έστειλε τον Βάσιο. Βγαίνοντας από το Μοναστήρι οι Τούρκοι απόξω, εις την βρύση, έκαμεν ένας Έλληνας ν’ απλώση ’σ έναν Τούρκον, βγάζει ο Τούρκος την πιστιόλα και σκοτώνει τον Έλληνα. Τότε, ήταν ως τρακόσοι πενήντα Τούρκοι όλο διαλεμένοι, και καμμιά δεκαριά σώθηκαν εις τα κανόνια τους. Είναι η αλήθεια του Θεού, από ’μάς δεν ήξερε κανένας· κατά τον λόγο μας θ’ ακολουθάγαμεν.
     Την ίδια βραδειά μού λέγει ο Καραϊσκάκης εμένα και του ταχτικού και του Κώστα Βλαχόπουλου να φκειάσουμεν κι’ άλλα τρία ταμπούρια, να τα ξημερώσουμεν· να είναι συνκρατητά με τα δικά μου, να πάμεν ως της ελιές διά να γένη το κίνημα διά την Αθήνα και να μην μας κόψουν τον δρόμον οι Τούρκοι – ότ’ ήταν πλησίον μας τούρκικα ταμπούρια πλήθος. Και διά νυχτός τα ξημερώσαμεν φκειασμένα χωρίς οι Τούρκοι να μας πάρουν χαμπέρι. Βάλαμεν και τα κανόνια τους μέσα εις τα τρία και ζυγώσαμεν εις την άκρη της ελιές. Την αυγή οπού ξύπνησαν οι Τούρκοι βλέπαν και τρίβαν τα μάτια τους. Τότε πιάσαμεν τον πόλεμον χωρίς να μας κάμουν καμμίαν ζημίαν, οπούρθαν τόσοι Τούρκοι πεζούρα και καβαλλαρία.
     Τότε συναχτήκαμεν όλες οι κεφαλές εις το τζαντίρι του Καραϊσκάκη και μιλήσαμεν να γένη το κίνημα διά την Αθήνα. Να γένουν δυο κολώνες· μία κολώνα να πάγη από τους Τρεις Πύργους, δυο χιλιάδες, να δώσουν εκεί προσοχή οι Τούρκοι, κι’ από της ελιές να κινηθή ο Καραϊσκάκης να έμπη μέσα εις την Αθήνα. Κεφαλές διά τους Τρεις Πύργους ο Μπότζαρης, ο Βέικος, ο Ντούσιας, ο Γιώργο Τζαβέλας, ο Δράκος, ο Βάσιος, οι δυο Νοταραίοι, Καλλέργης, Ποργιώτης. Όλοι αυτείνοι ζήτησαν κ’ εμένα να πάγω από ’κεί. Ο Καραϊσκάκης δεν ήθελε· ήθελε να πάμεν μαζί από της ελιές. Δεν θέλαν όλοι. Αποφασίστηκε να πάγω μ’ εκατόν πενήντα ανθρώπους και τους άλλους να τους αφήσω μ’ έναν αξιωματικόν κεφαλή εις της θέσες τους. Ο Καραϊσκάκης να κινηθή από της ελιές με πέντε χιλιάδες· δυο χιλιάδες – να είναι από πεντακόσοι μ’ έναν κεφαλή – να κινιώνται μιντάτι ούθεν κάμη χρεία. Και οι δυο, η σαβούρα, να είναι εις τα ταμπούρια.
     Ο Καραϊσκάκης ήταν άρρωστος. Με φωνάζει και μου λέγει να ειπώ του Αρχιστράτηγου και του Ναύαρχου το σκέδιον και να λάβω από τον Ναύαρχον τα τζαπιά και φκυάρια, οπούταν μέσα εις το καράβι του, κι’ αυτά να τα μεράσω εις τους αρχηγούς οπού θα πάμεν από τους Τρεις Πύργους. Και το σκέδιον ήταν να δώσω του κάθε ενού οδηγό κι’ απόναν Αθηναίον να ξέρη της θέσες. Από τους Τρεις Πύργους ως τον Ανάλατον να γίνουν – από την θάλασσα κι’ ως εκεί – έντεκα ταμπούρια· ’στο μπροστινό να είναι χίλι’ άνθρωποι μέσα. Πήγα αντάμωσα τον Κοκράν και Τζούρτζη και είπα τα σκέδια και να ετοιμάσουν και τα καράβια διά όσους θα πάμεν από τους Τρεις Πύργους – σουρουπώνοντας να βαρκαριστούμεν. Πήρα τα τζαπιά και φκυάρια και τάδινα τού κάθε οδηγού της θέσης κι’ αρχηγού. Τελειώνοντας από αυτά, ακώ έναν πόλεμον. Πηγαίνομε, τηράμε· πλησίον εις το Γλυκό νερό ήταν ένα ταμπούρι Τούρκικον· κ’ εκεί πήγαν κάτι μεθυσμένοι νησιώτες και Κρητικοί, πιάσαν τον πόλεμον. Συνάχτη το περισσότερον στράτεμα. Εκεί οπού πήγαμεν να σβέσωμεν τον πόλεμον, ότι θα κάναμεν το κίνημα το βράδυ, πλάκωσαν και Τούρκοι περισσότεροι πεζούρα και καβαλλαρία. Άναψε ο πόλεμος πολύ· ήρθε κι’ ο Καραϊσκάκης. Τότε του λέγω: «Σύρε οπίσου να πάψη ο πόλεμος, ότι το βράδυ θα κινηθούμεν. – Μου λέγει, στάσου αυτού με τους ανθρώπους κ’ εγώ φέγω». Τότε σε ολίγον μαθαίνω ότι βαρέθη ο Καραϊσκάκης. Πάγω εκεί· μαζευόμαστε, τηράμεν· ήτανε βαρεμένος εις τ’ ασκέλι παραπάνου, εις τα φτενά. Μαζωχτήκαμεν όλοι εκεί. Μας είπε με χωρατά· «Εγώ πεθαίνω· όμως εσείς να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα». Τον πήγαν εις το καράβι. Την νύχτα τελείωσε και τον πήγαν εις την Κούλουρη και τον τάφιασαν.
     Τότε Τούρκος έφυε, οπού ήταν μ’ εμάς, και το είπε του Κιτάγια αυτό και το σκέδιόν μας. Ο καιρός πέρασε, δεν έγινε το κίνημα. Βάνομεν τον Τζαβέλα αρχηγόν τ’ ασκεριού. Δεν είχε επιρρογή. Το σκέδιον μένει εις το ίδιον. Εγώ τους είπα ν’ αλλάξωμεν αυτό το σκέδιον, ότι ο Αρχηγός σκοτώθη κι’ αυτείνη η άργητα – θα μας προδώσουνε. Δεν ήθελε με κάνα τρόπον ο Κοκράν και οι άλλοι. Έστειλα τον Μαυροκορδάτο, τους μίλησε· δεν θέλησαν να συνακουστούμεν. Σε δυο ημέρες κινηθήκαμεν. Ο Κιτάγιας το ήξερε· έστειλε παντού και σύναξε ως δυο χιλιάδες καβαλλαρία. Πήραμεν να φέξωμεν εις τα καράβια. Έστειλα έναν καραβοκύρη, πήγε εις τον Κοκράν να του ειπή να βολτιτζάρωμεν εκείνη την ημέρα και να βγούμεν το βράδυ, νάχωμεν καιρό να φκειάσουμεν τα ταμπούρια. Δεν θέλησε. Απάνου οπού πήρε να δώση ο ήλιος, πρωτοεβήκαμεν ο Βάσιος, ο Καλλέργης κ’ εγώ από πέρα τους Τρεις Πύργους. Οι άλλοι οι αρχηγοί ήταν ακόμα εις τα καράβια. Τότε μείναμεν σύνφωνοι εμείς οι τρεις και φκειάσαμεν απόνα ταμπούρι από πάνου εις την ράχη. Ήταν και η θάλασσα πλησίον, αν μας πλάκωνε πολλή Τουρκιά, νάχωμεν και τα καράβια να μας βοηθήσουνε. Ο Κοκράν, διά να μην μείνη κανένας ζωντανός – (ήταν αυτός ο αίτιος κι’ ο Τζαβέλας κι’ ο Περραιβός κι’ όλη αυτείνη η συντροφιά διά να γένη το κίνημα· κι’ αυτείνοι μείναν όλοι πίσου εις τον Φαληρέα μ’ εννιά χιλιάδες ασκέρι και κάναν σίγρι με τα κιάλια. Είχαμεν συνφωνήση να μας στείλουν και την καβαλλαρία· ούτε έναν καβαλλάρη δεν έστειλαν). Έταξε χρήματα ο Κοκράν, «όποιος πρωτοπάγη εις την Αθήνα». Έπιαν και ρούμι κι’ άλλα σπίρτα όσοι μείναν εις τα καράβια – τότε βήκαν έξω. Δεν στάθηκαν εις τα δικά μας πόστα, τράβηξαν ομπρός, εις τον Ανάλατο. Σαν είδαν αυτείνους οι εδικοί μας άνθρωποι φύγαν κ’ εκείνοι διά ομπρός. Δεν συνακουγόμαστε, καθώς εγίναμεν. Παραγγέλνω του Τζούρτζη όλα αυτά, ως αρχηγός να στείλη κανέναν, ή ναρθή μόνος του να ειπή των ανθρώπων να γυρίσουν οπίσου. Αυτείνοι κάθονταν και οι δυο εις τους Τρεις Πύργους ’στα καράβια, κι’ ο Ναύαρχος κι’ ο Αρχιστράτηγος. Πάνε φκειάνουν ένα στραβό ταμπούρι. Ήταν πλησίον ένα ρέμα· τους λέγω να το φκειάσουμεν εκεί, δεν ήθελαν. Έβαλα κ’ έφκειασα ένα ταμπούρι. Πλησίον μου έφκειασε κι’ ο Νοταράς και ήταν και το ταχτικόν. Κατέβηκα εις την θάλασσα και πήρα μπάλλες κι’ άλλα αναγκαία, οπούχαμεν και κανόνια μαζί. Μας πλάκωσαν οι Τούρκοι πλήθος, πεζούρα και καβαλλαρία. Βαρούγαν από το κάστρο, δεν μπορούσαν να τους κάμουν τίποτας· βαρούγαμεν εμείς με τα δικά μας κανόνια, το ίδιον. ’Στο στραβό ταμπούρι ήταν οι Σουλιώτες· δεν είχαν δύναμη, τους δώσαμεν ανθρώπους όλοι και γιομίσαμεν το ταμπούρι τους. Συνάχτηκαν εις το ρέμα πλήθος Τουρκιά. Με πρώτο γιρούσι εμπήκαν μέσα εις το ταμπούρι των εδικώνε μας. Μια φωτιά μόνον πρόφτασαν οι εδικοί μας κ’ έρριξαν – και τους πελέκησε η πεζούρα και η καβαλλαρία. Καμμιά εξηνταριά λαγάρισαν από τους δικούς μας – τους έβαλαν εις τη μέση και τους τελείωσαν κι’ αυτούς.
     Τότε γιομίσαμεν εμείς με κομμάτια τα ντουφέκια μας και προσμέναμεν να ρίξωμεν εις το κρέας όσο να λυώσουμε εκεί μέσα. Τα ταμπούρια τάχαμεν φκειασμένα καλά. Είχα πιάση την πόρτα και βαστούσα τους ανθρώπους. Τότε ένας αξιωματικός μού δίνει μίαν ασκουντιά και κόντεψε να μου μπη το μαχαίρι μέσα εις την κοιλιά μου. Σηκώνομαι απάνου, πιάστηκα μ’ εκείνον· «Τήρα κάτου, μου λέγει· σήμερα μας πήρετε όλους εις το λαιμό σας». Όσα ταμπούρια ήταν από την άκρη την θάλασσα ως τα δικά μας, δέκα έντεκα, τζακίστηκαν χωρίς πόλεμον και μας άφησαν τα τρία ταμπούρια του Νοταρά, το δικό μου, του Βάσιου και του αλλουνού Νοταρά, οπού ήταν σε ένα ταμπούρι. Και εις τον ίδιον καιρόν τζακιστήκαμεν και τα τρία ταμπούρια και πελεκιώντας με τους Τούρκους – άκουγες σα να ήταν λόγκος χτύπαγαν τα μαχαίρια και τα σπαθιά. Τυλιμένος με τους Τούρκους και χάριν εις τα ποδάρια μου κι’ ότι βρέθηκα με κουράγιον, δεν κιότεψα (ότι οι περισσότεροι από αυτό χάθηκαν) και κόβοντας από ’μάς οι Τούρκοι από τον Ανάλατον ως την θάλασσα, φτάσαμε εκεί, οπού γίνεταν θρήνος.
     Και οι Έλληνες κάμαν το χρέος τους, όμως κέρδεσαν την νίκη οι Τούρκοι. Περίτου από οχτακόσοι Έλληνες πήγαν, όλο το άνθος. Και οι Τούρκοι ζύγωσαν εις αυτό. ’στην θάλασσα ηύραμεν τον Κώστα Μπότζαρη και τους άλλους, οπού άφησαν τα ταμπούρια τους και φύγαν πρωτύτερα. Είχαν όλοι μπη εις την θάλασσα και φαίνονταν τα κεφάλια τους μόνον. Τότε μας ρίχτηκαν κ’ εκεί πεζούρα και καβαλλαρία, και με τα μαχαίρια σκάβαμεν την γης και φκειάναμεν ταμπούρια και μπαίναμεν από πίσου. Και πολεμήσαμεν ως τα σούρπα.
     Και τότε αρχίσαμεν να μπαρκαριστούμε. Μετράγω τους ανθρώπους μου· ήμουν μ’ εκατόν πενήντα κ’ έμειναν τριάντα τρεις κ’ εγώ. Ως διακόσοι πενήντα το ταχτικόν, μείναν καμμία εξηνταργιά. Βλέποντας αυτό, από την λύπη μου – και πολέμαγα να τους μπαρκαρίσω, με πλάκωσαν πολλοί, ότ’ ήμουν και κουτζός, (άντεσα ξυπόλυτος οπούφκειανα το ταμπούρι) μου δίνουν ένα ασκούντημα και πάγω εις τον πάτο εις την θάλασσα. Μισοπνιμένον με βγάλανε και με πήγαν εις την γολέττα τ’ Αρχιστράτηγου. Μπήκαν και οι άλλοι μέσα.
     Μαθαίνομεν ότι του αρχηγού Κίτζο Τζαβέλα μ’ εννιά χιλιάδες ασκέρι τού πήραν τα κανόνια, οπούχαμεν κάτου εις τα πόστα, τους πήραν το Μαναστήρι. Εκεί αυτός, εκεί ο Νικήτας, εκεί ο Χατζημιχάλης, εκεί ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, εκεί οι άλλοι αξιωματικοί, Πετμεζαίγοι, Σισίνηδες του Καραϊσκάκη. Τους πήραν όλες της θέσες και Μαναστήρι και Νερό και τους κλείσαν εις την Καστέλλα κι’ ολόγυρα. Όταν ζούσε ο Καραϊσκάκης όλοι αυτείνοι ούτε διά ψυχογυιόν δεν τον κάναν καμπούλι. Σκοτώνοντας ο Καραϊσκάκης, σκούργιασαν τα ντουφέκια τους, στόμωσαν τα σπαθιά τους. Τότε είδαμεν πόσα δράμια ζυάζει ο καθείς. Αφού τους πήραν της θέσες όλες και θα πέθαιναν της δίψας, τότε βήκαμεν από τα καράβια κ’ εμείς οι μισοσκοτωμένοι και πολεμήσαμεν μαζί με αυτούς τους Τούρκους και ξαναπήραμεν το Νερό και Μοναστήρι και της άλλες θέσες. Κ’ έπγαν νερό αυτείνοι όλοι και τα καϊμένα τ’ άλογα τ’ αθώα.
     Πού ακούστη εννιά χιλιάδες Έλληνες, πεζούρα και καβαλλαρία, να τους πάρουν ομπρός πεντακόσοι Τούρκοι; Και να τους κυργέψουν όλα τα πόστα και κανόνια; Και να σκάσουνε από τη δίψα; Ανάθεμα τον Κοκράν οπού μας έβγαλε έξω το βράδυ – να τους αφήσωμε να πεθάνουν από την δίψα, να τους πιάσουν όλους οι Τούρκοι.
     Χάθηκαν εις τον Ανάλατον οι γενναίοι και οι καλοί πατριώτες, τα άξια παληκάρια ο Δράκος, ο Βέικος, ο Ντούσιας, ο Γιώργο Τζαβέλας, ο Νοταράς, ο Τζελέπης κι’ άλλοι πλήθος αξιωματικοί. Πιάστη ζωντανός κι’ ο καϊμένος ο Καλλέργης και τράβησε τόσα μαρτύρια· και τον ξαγόρασαν. Σκοτώθηκαν οι περισσότεροι Κρητικοί κι’ ο γενναίος Κουρμούζης. Αιωνία τους η μνήμη! Η πατρίδα χρωστάγει χάριτες σε όλους αυτούς. Και να ευκέται τον νέον Ναύαρχον κι’ Αρχιστράτηγον, οπού τους στείλαν παράωρα εις τον Άδη όλους από της κυβέρνειες τους.
     Σκοτώνοντας ο Νοταράς, οι περισσότεροί του άνθρωποι ήρθαν μ’ εμένα. Αφού λάβαμεν αυτείνη την ατυχίαν εις τον Ανάλατο, ο Αρχιστράτηγος εβήκε από την γολέττα έξω και σύναξε όλους εμάς κ’ εκρίθη εύλογον να μείνω εγώ εις την θέση του Φαληρέως με τρεις χιλιάδες ανθρώπους να βαστήξω την θέση· και υποσκέθηκα ότι θέλω την φυλάξη. Ο Αρχιστράτηγος μ’ όλο τ’ ασκέρι να πάνε να βαρήσουν τα στενώματα, οπού διαβαίνουν οι ζαϊρέδες των Τούρκων. Έμειναν όλοι σύνφωνοι να κινηθούνε δι’ αυτό. Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, ο γαμπρός του Τζαβέλα, κι’ ο Τζαβέλας ο αρχηγός ανακάτωναν τ’ ασκέρια κ’ έκαναν χιλιάδες αντενέργειες. Ψωμί δεν έρχονταν εις τον Φαληρέα και ζήσαμεν τόσες ημέρες με λάχανα. Και το ψωμί τόκαναν οι τζαγουσιάδες τους πραμάτεια. Ήθελαν να πάνε εις την Κόρθον. Τότε βιάζουν τον Τζούρτζη, του ζητούνε καράβια να φύγουν. Εγώ δεν ήθελα· ότ’ ήθα παραδοθή το κάστρο. Τότε το πήρα ενγράφως από τον Αρχιστράτηγον. Ήρθαν τα καράβια. Μεράσαμεν καθείς το πόστο του, που θα μπαρκαριστή και σε ποίον καράβι· και να βάλη και το κάθε σώμα τα κανόνια κι’ άλλα του πολέμου μέσα εις τα καράβια, να μην χαθούνε. Τότε είπα να πάρουν από να κανόνι το κάθε σώμα. Πήρα εγώ το δικό μου κι’ όλα τα μικρά και μπόμπες και γρανέτες και λέττα και τάβαλα όλα μέσα. Αυτείνοι όλοι είχαν να βάλουν τρία· τ’ άφησαν εις την διάκρισιν των Τούρκων. Εγώ αγωνίζομουν με τους ανθρώπους μου να βάλωμεν όλα αυτά, και κιντυνέψαμεν.
      Ο Τζαβέλας και Μπότζαρης και οι άλλοι αρχηγοί φύγαν νωρίς και μπήκαν εις τα καράβια· και στάθη ο Νικήτας έξω κι’ ο Γενναίος κ’ εγώ με την αράδα και βαρκαρίσαμεν τους ανθρώπους. Μπαίναν μέσα εις την φελούκα πολλοί, βούλιαγε μ’ όλους τους ανθρώπους. Και μ’ αυτόν τον τρόπον πήρε να φέξη· και οι άνθρωποι ήταν ακόμα έξω. Κι’ ο Θεός και βρέθη ένα νησάκι και ρίξαμεν τους ανθρώπους απάνου κι’ από ’κεί τους σηκώσαμεν την ημέρα.
      Όλοι έτοιμοι· τελειώσαμεν. Έφεξε. Τότε νοιώσαν οι Τούρκοι. Και σωθήκαμεν όλοι. Από ’κεί πήγαμεν εις Κούλουρη κι’ Αμπελάκι. Κ’ εκεί πολεμούσαμε με της γριές. Ο Τζαβέλας, Περραιβός και η συντροφιά τους πιάσαν την Κόρθο· πήραν το κάστρο και ζάπωσαν όλη την επαρχίαν, προσόδους, σταφίδες· κι’ ο Γενναίος και η συντροφιά του το δικό τους μανοσούπι από Άργος ως Καρύταινα και κυβερνούσαν τους κατοίκους. Και οι άλλοι ’στα δικά τους. Και πάθαν οι κάτοικοι όσα δεν πάθαν από τους Τούρκους. Αφού φύγαμεν από τον Πειραιά, απολπίστηκαν οι πολιορκημένοι, κάμαν συνθήκες με τον Κιτάγια και τους έβγαλε κατά τον λόγον της τιμής του, οπού τους έδωσε, με τ’ άρματά τους, μ’ όλα τους τα πράματα· τους μπαρκάρισε – και τον λόγον του τον βάσταξε ως τίμιος άνθρωπος. Και ήρθαν κι’ αυτείνοι εις Κούλουρη· και ξεκονόμησα τους συντρόφους μου εξ ιδίων μου, αυτούς οπούχα μέσα εις το κάστρο κ’ έξω. Ήταν εκατόν είκοσι εις το κάστρο και μείναν σαράντα τρεις· οι άλλοι πάνε από το ντουφέκι και κανόνι. Γύρευαν χρήματα και με στένεψαν· ήθελαν να πάμεν κ’ εμείς εις τα νησιά να κάμωμεν ό,τι κάναν και οι άλλοι εις την Κόρθο κι’ αλλού. Μου ζητούσαν καράβια να μπαρκαριστούμεν να πάμεν να γυμνώσουμεν τα νησιά. Τους υποσκέθηκα να πάγω εις την Αίγινα ναυρώ καράβια. Πήγα ηύρα τον Αρχιστράτηγον Τζούρτζη και τους αξιωματικούς Κριτζώτη, Ομορφόπουλο κι’ άλλους πολλούς. Μας πήρε όλους και μας έκαμεν ένα τραπέζι· κι’ ομπρός εις αυτούς είπε όλα τα τρέχοντα του Περαιώς κι’ Ανάλατου και εις τον Περαιά πόσο προσπάθησα υπέρ των πολιορκημένων. Τότε ομπρός σε όλους αυτούς μ’ έντυσε ένα χρυσό πεσλί και μόδωσε κ’ ένα ευκαριστήριον.
     Από ’κεί μας κάνουν ’πιτροπή οι Αθηναίγοι τον Ψύλλα, τον Ζαχαρίτζα, τον Ομορφόπουλον κ’ εμένα και πήγαμεν με τον Μαμούρη εις την Διοίκηση, οπού τον τραβήσαμεν να πλερώση τους Αθηναίους· ότι όταν τούφυγαν οι άνθρωποι του Γκούρα από το κάστρο, τους υπεσκέθη να τους δώση μιστούς αυτεινών. Πήγαμεν ’στην Κυβέρνηση να ειπούμε αυτό και να τους ξεκονομήση, ότ’ ήταν σε άχλιαν κατάστασιν. Η Κυβέρνηση είχε τον εφύλιον πόλεμον· και οι μισοί ήταν με τον Γρίβα και οι μισοί με τον Φωτομάρα· κι’ ο στρατηγός Γρίβας είχε το Παλαμήδι και οι άλλοι τον Ιτζκαλέ. Και πολεμούσαν με μπόμπες και κανόνια. Τότε τους μιλήσαμεν – ποιος μας άκουγε; Μίαν ημέρα πήγα ’σ έναν καφφενέ· ήταν κάτι αξιωματικοί της Κυβερνήσεως, παίζαν το μπιλλιάρδο, χρυσοκεντημένοι. Ευτύς οπού μας είδανε· «Γκιντί, αντιπατριώτες! Κομμάτια θέλετε να σας κάμουν! Αφήσετε έναν τέτοιον κάστρο εφοδιασμένο και φύγετε. – Τους λέγω, δεν είμ’ εγώ, αδελφοί, από ’κείνους τους προδότες· εγώ βήκα τόσους μήνους έξω και ήμουν εις τον Περαιά. – Δόστε ένα πούντζι του στρατηγού Μακρυγιάννη, οπού δεν είναι από αυτούς τους προδότες». Έπια το πούντζι και σηκώθηκα και πάγω εις την δουλειά μου να μην εύρω κάνα διάβολο.
     Εγώ σαν είδα αυτούς τους εφύλιους πολέμους, τους μούτζωσα όλους κ’ έφυγα και πήγα εις την Αίγινα οπίσου. Εις την Αίγινα οπού πήγα έγραψα ένα γράμμα των ανθρώπωνέ μου εις Κούλουρη και τους έλεγα της Διοίκησης τα πράματα· και καράβια δεν ηύρα, ούτε πασκίζω διά τέτοια. Όμως να ησυχάσουνε τιμίως και γλήγορα έρχεται ο Κυβερνήτης· κι’ όποιος φερθή τιμίως θέλει δικαιωθή. Σηκώθηκα και πήγα εις τα Θερμιά, ότ’ ήμουν αστενής, κι’ από εκεί εις Τήνο. Είχα την φαμελιά μου εκεί· έκατζα καμπόσο.
      Ήρθε ο κολονέλ Άιντεκ, αξιωματικός Μπαυαρός, και μου λέγει· «Σου δίνω πολεμοφόδια και ζαϊρέδες διά δυο χιλιάδες ανθρώπους – να μου δίνης μόνον την υπογραφή σου· να μιλήσουμεν και με τον Κοκράν να σου δώση πλοία να πιάσης ένα μέρος της Αττικής, να είναι στρατέματα απάνου εις την Αττική, νάχουν κατοχή οι Έλληνες. Του είπα· «Να πάγω ν’ ανταμώσω και τους Αθηναίους και σου μιλώ». Μπήκαμεν μαζί εις το καράβι και ήρθαμεν εις Πόρο. Εγώ πήγα εις Αίγινα κ’ εκεί συναχτήκαμεν εις τον Δεσπότη όλοι οι Αθηναίγοι. Τους είπα αυτό· τους ηύρα τους αγαθούς πατριώτες πρόθυμους και μου είπαν να πάγω εις τον Πόρο να μιλήσω με τον Άγιντεκ και Κοκράν να πάμεν. Πρόθυμοι ήταν όλοι οι καλοί κι’ αγαθοί πατριώτες. Πήγα τους αντάμωσα. Μου είπαν είναι έτοιμοι ο Άιντεκ διά τον ζαϊρέ και πολεμοφόδια – έστειλε κι’ ο Κοκράν διά τα πλοία. Όμως ήθελε να του δώσω ατομικώς εγγύησιν ότι δεν θα κάμω πειρατείες. Του υποσκέθηκα αυτό. Μου είπε σε λίγες ημέρες είναι έτοιμα να μου τα δώση. Πήγα να ετοιμάσω τους ανθρώπους
.


ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Ότι την πατρίδα την ήθελαν από τον Ισθμόν και κατά την Πελοπόννησον, όχι από τον Ισθμόν και κατά την Ρούμελη. Και κατηγορούσαν τον Καραϊσκάκη, οπού δούλευε να ξαναλευτερώση την Ρούμελη. Καθώς κι’ ο Κυβερνήτης μας προσπάθαγε δι’ αυτό και τότε έγινε Κυβερνήτης της Ελλάδος.

2. Eνέργειες του Mαυροκορδάτου μόνον ήξεραν, όπου έβαλε τον Kουντουριώτη να φκειάση τον Σκούρτη αρχιστράτηγον εις τους αρχηγούς τους στεριανούς και τους οδηγούνε όρτζια και πόντζα. Kι’ ο Mεταξάς με τον αρχηγόν της πιάτζας και συντροφιά τους, όπου κατόρθωσαν τις τρεις μεγάλες αρχηγίες εις την Eλλάδα και ήφεραν ξένα φώτα κι’ αντρεία, κυβέρνηση, ναυαρχίαν, αρχιστρατηγίαν, θέλαν να χαλάσουν την όρεξίν του Kαραϊσκάκη κι’ άλλων αρχηγών, οπού πολεμούσαν το χειμώνα διά να ματαλευτερώσουν την πατρίδα τους, όπου ξανατούρκεψε από τους συχνούς εφύλιους πολέμους και φατρίες αυτήνων των αγαθών πατριώτων. Oδήγησαν και τον αθώον και γενναίον Mπούρμπαχη να πάγη εις τον Kαραϊσκάκη αυτός – χορτάτος κι’ ο Kαραϊσκάκης νηστικός, και να σκοτωθούν.

3. Ήρθαν άνθρωποι από ’κείνους και μας τα είπαν όλα τα αίτια του χαλασμού τους.
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα