Chaviaras Kyriacos - Χαβιαρας Κυριακος

Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Απομνημονεύματα Μακρυγιάννης Ιωάννης Bιβλίον Γ΄. 1833-1843




[ Kεφάλαιον πρώτον ]
Σήμερα ξαναγεννιέται η πατρίδα κι’ αναστένεται, οπού ήταν τόσον καιρό χαμένη και σβυσμένη. Σήμερα αναστένονται οι αγωνισταί, πολιτικοί, θρησκευτικοί και στρατιωτικοί, ότι ήρθε ο Βασιλέας μας, οπού αποχτήσαμεν με την δύναμη του Θεού. Δόξα να ’χη το πανάγαθό σου όνομα, Κύριε, παντοδύναμε, πολυέλεγε, πολυέσπλαχνε! Τα 1833 Γεναρίου 18 άραξε εις τ’ Ανάπλι. Της 20 του μηνός ήρθε εις το σπίτι μου ο γκενεράλ Αγιντέκ κ’ έμεινε ως παλιός φίλος μου και μου είπε της αρετές οπού ’χει ο Βασιλέας και θα σωθούνε τα δεινά μας, ότι θ’ ανθίσουνε οι αγώνες κάθε πατριώτη κι’ αγωνιστή. Εις της 25 εβήκε ο Βασιλέας με μεγάλη παράταξη. Τον δεχτήκαμεν· πήγε εις την εκκλησία κι’ από ’κει εις το Σαράγι. Στάθηκε εις τον θρόνον· γυροβολιά εις το δεξιόν του ο Αρμασμπέρης και εις το αριστερόν οι άλλοι, τα μέλη της Αντιβασιλείας κι’ όλοι οι σημαντικοί Έλληνες. Λέγει ο Βασιλέας σε όλους· «Έλληνες! Σε τούτη την τρυφερή μου ηλικίαν έφυγα από της μητρός μου και πατρός μου της αγκάλες και ήρθα ν’ αγωνιστώ μ’ εσάς τους γενναίους Έλληνες. Δεν επιθυμώ άλλο τίποτας από σας· ομόνοιαν αναμεταξύ σας και υποταγή – και θέλω σας ευτυχήση». Δεν το ’καμεν κανένας την απάντησιν. Τότε του λέγω εγώ· «Θεία χάρη θέλησε να μας δυναμώση και να μας σώση από την τυραγνίαν του Σουλτάνου και σήμερα αξιωθήκαμεν ν’ απολάψωμεν τον Βασιλέα μας. Εμείς έχομεν χρέος να σε ακούμεν και να σε φυλάμεν με την ζωή μας, και η Μεγαλειότη σου βάλε την δικαιοσύνη σου εις τα δεινά μας. Ζήτω ο Βασιλέας και οι ευεργέτες μας Δύναμες!» Και φύγαμεν. Τότε τα μέλη της Αντιβασιλείας κι’ ο Βασιλέας ρώτησαν τον Αγιντέκ ποιος ήταν εκείνος οπού απάντησε εις τον λόγον του. Και είπε τ’ όνομά μου και μίλησε ως φίλος μου εις την Μεγαλειότη του κι’ Αντιβασιλείαν. Έρχεται εις το σπίτι μου ο γκενεράλ Αγιντέκ και μου λέγει όλα αυτά· και μου λέγει· «Είμαι αποστελμένος από τον Βασιλέα – τι χάρη ζητάς να σου δοθή;» Μπαυαρέζικη χοντροκομμένη δολερή πολιτική! Μία αυτείνη. Όταν πρωτοήρθε εις το σπίτι μου ο φίλος μου γκενεράλ Αγιντέκ με ρώτησε να μάθη τι κάνω. «Τώρα, του λέγω, ο αγώνας τελείωσε και δουλειά δεν έχω. Παιδιά μαστορεύω και φκειάνω· έχω καμπόσα και το σακκί είναι γιομάτο και γλήγορα θ’ αδειάση. Μου λέγει, να μου δώσης το παιδί να το βαφτίσω εγώ. – Του λέγω, σαν γεννηθή είναι δικό σου». Πρώτα γενήκαμεν μ’ αυτόν κουμπάροι και δεύτερα με ρωτάγει τι χάρη ζητώ από τον Βασιλέα. Του λέγω· «Καμμίαν χάρη ατομική δεν θέλω· ότι διά της θυσίες των αγωνιστών – ο Θεός τους βράβεψε· και γενικώς οι αγώνες των Ελλήνων άνθισαν κι’ όλον τον καρπό του αγώνα μας θα τον χαρούμεν μαζί. Ότι μαζί αγωνιστήκαμεν και τα βραβεία μαζί πρέπει να τ’ απολάψωμεν». Με βιάζει να ειπώ τι καλό ζητώ εγώ. Του είπα τι ζητώ κ’ εγώ· «Ζητώ να έχετε ομόνοιαν αναμεταξύ σας εσείς οι μεγάλοι και σοφοί άντρες της Μπαυαρίας, οπού αξιωθήκαμεν να μας κυβερνήσετε όσο να ηλικιωθή ο Βασιλέας μας να μας κυβερνήση· εσείς να ’χετε αρετή κι’ από αυτείνη να δώσετε και του Βασιλέως· κι’ όταν θα κολλήση εις τον θρόνον να ’βρη τον ίδιον δρόμον. Και μίαν άλλη χάρη θέλω· δι’ αγωνιστάς οπού θα θελήσετε ν’ ανταμείψετε να σας φκειάσω κ’ εγώ έναν κατάλογον, και διά όσους θα σημειώσω δίνω εγγύγηση με την ζωή μου εις την ’λικρίνειάν τους – να βάλετε τίμιους ανθρώπους να σας βοηθήσουν ’λικρινώς, ν’ αλαφρωθούνε τα δεινά μας». Με μεγάλη ευκαρίστηση δέχτη αυτό η Γενναιότη του κ’ έφυγε. Τον έφκειασα τον κατάλογον και τον έδωσα, παρουσιάζοντας και εις τους άλλους τους συντρόφους του.
     Έκαμαν ένα μπάλλο οι πολίτες τ’ Αναπλιού· συνεισφέραμεν όλοι και προσκαλέσαμεν τον Βασιλέα κι’ Αντιβασιλεία, Αντιπρέσβες και Ναυάρχους κι’ άλλους σημαντικούς ξένους. Οι πολίτες είχαν με τι τάξη να γένωνται όλα εις το μπάλλο και να γένη κ’ ένας χορός Ελληνικός και να τον πρωτοσύρω εγώ. Μπήκα και τον πρωτόσυρα. Τότε μ’ έπιασαν πολλοί από το χέρι και με συχαργιάστηκαν. Με πιάνει κι’ ο γκενεράλ Αγιντέκ και μου λέγει ότ’ είμαι το πρώτο τάμα. Την αυγή με πήρε εις το κονάκι του και μου λέγει· «Το παιδί σου θα το βαφτίση ο ίδιος ο Βασιλέας» – μου το ζήτησε κι’ ο μόνος είμαι εις την βασιλική εύνοιαν και της Υψηλής Αντιβασιλείας. Με διόρισαν πρώτον ταματάρχη – θα γένουν δέκα τάματα κι’ ο πρώτος να είμαι εγώ, να ’χω υποταματάρχηδες τον Γιαννάκη Κότζικα, γαμπρό του Τρικούπη, και τον Θανασούλα, ανιψιό του Βαλτηνού, και λοχαγούς τον Κλήμακα, τον Σκουρτανιώτη, τον Μπερμπίλη, τον Τρακοκομνά. Ο Θανασούλας λοχαγός – τον κάνουν υποταματάρχη, οι τέσσεροι ταματάρχηδες – τους κάμαν λοχαγούς. Εγώ χιλίαρχος – με κάνουν ταματάρχη. Μου είπαν θα μου δώσουν προς τιμή μου και την σημαία του Καραϊσκάκη και τρουμπέτες και τα εξής. Ο Δήμο Λιούλιας υποταματάρχης – ταματάρχης χωρίς θυσίες κι’ αγώνες. Τον Βελέντζα – ήταν ταματάρχης, τον κάνουν υποταματάρχη εις την οδηγία του Λιούλια, ότ’ είναι συγγενής του Μπότζαρη. Τον Νάση Νίκα, συγγενή του Μπότζαρη, ταματάρχη. Ο Ντεληγιώργης, φρούραρχος του Μισολογγιού εις τον πόλεμον, υποταματάρχης από κάτου τον Κουτζονίκα. Κι’ άλλα τέτοια στραβά πλήθος.
     Διά να γνωρίσω τι τρέχει και με τι δικαιοσύνη θ’ αρμενίσωμεν έκανα τον κουτό κ’ έδειχνα κι’ αφοσίωσιν πολλή. Του λέγω του Αϊντέκ· «Τούτους τους άλλους τους τρανούς τι θα τους κάμετε; – Θα τους δώσουμεν ένα κόκκαλο ξερό και να τραβούνε όσο να τελειώσουνε αυτείνοι και τα δόντια τους». (Πολλά καλά θα τους κάμετε· δικαιοσύνη, έλεγα μόνος μου, κ’ εσείς καντάρια έχετε και κρίμα ’στην πατρίδα κ’ εμάς μαζί). Τότε του λέγω· «Εγώ κι’ απλό στρατιώτη να με βάλετε στρέγω διά την αγάπη της πατρίδας μου. Όμως εδώ δουλεύει αδικία· και δεν είναι δικές σας γνώσες αυτές, είναι αλλουνών· και δεν θα πάμεν καλά». Εγώ το είπα απαθής. Ο φίλος μου ο Αϊντέκ επειράχτη και μο ’κρινε με πολύ φαρμάκι· «Ό,τι σας λένε αυτό θα κάμετε και γνώμες δεν μπορείτε να δώσετε, ότι η Μπαυαρία έχει τριάντα χιλιάδες μπαγεννέτα και φέρνει εδώ και σας υποτάζει. Τότε βρέθηκα εις θέση δεινή· να μην μιλήσω δεν μπορούσα, ότι αδικιώνταν οι αγωνισταί και βραβεύονταν οι κόλακες. Του λέγω· «Δυστυχία μας των καϊμένων!» Κακά και ψυχρά θα πάμεν. Εγώ σου μίλησα αλλοιώς κι’ εσύ μου απαντείς διαφορετικά με «μπαγεννέτα». Σας λέγω ως φίλος να πασκίσετε και τον Βασιλέα κ’ εσάς ν’ αγαπούμεν κι’ όχι να σας φοβώμαστε. Ότι τον κιοτή χίλιες φορές να τον έβρης κιοτή και να τον χτυπάς, πάγει καλά· μια να σε χτυπήση, δεν σε φοβάται πλέον. Κι’ αυτείνη η πατρίδα δεν λευτερώθη με παραμύθια, λευτερώθη μ’ αίματα και θυσίες· κι’ από αυτά έγινε βασίλειον – κι’ όχι να βραβεύωνται ολοένα οι κόλακες, κ’ οι αγωνισταί ν’ αδικιώνται. Ότι όταν σκοτώνονταν οι αγωνισταί, αυτείνοι κοιμώνταν. Κι’ όσο αγαπώ την πατρίδα μου δεν αγαπώ άλλο τίποτας. Να ’ρθη ένας να μου ειπή ότι θα πάγη ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλη και τα δυο μου μάτια. Ότι αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει· αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να ’χω, στραβός θα να είμαι. Ότι ’σ αυτείνη θα ζήσω, δεν έχω σκοπόν να πάγω αλλού. – Μου λέγει, τον Βασιλέα δεν τον αγαπάς; – Όχι, του λέγω· δεν ξέρω ψέματα. Όταν χαθή η πατρίδα μου, ούτε αυτός μ’ έχει υπήκογόν του, ούτε εγώ βασιλέα. Και δι’ αυτό χρειάζεται δικαιοσύνη από σας, κι’ όχι φοβέρτες με μπαγεννέτες.
     Την άλλη ημέρα έστειλε ο Αϊντέκ τον διερμηνέα του να μου μιλήση να πάγω να τον ανταμώσω εις το σπίτι του. Ο διερμηνέας ήταν ένας Σέρβος αγωνιστής, Έλληνας. Έρχεται μου κάνει μίαν μετάνοια, άλλη και σκύβει να μου φιλήση το ποδάρι. Εγώ, ως διερμηνέας ενού Αντιβασιλέως, εσηκώθηκα· του λέγω· «Τ’ είναι το «αφέντη» και η κατηγόρια οπού μου κάνεις; – Μου λέγει, δεν σου κάνω τίποτας κατηγόρια· τιμή θέλω να σου κάνω. Εσύ ξέρεις, όσοι μιλούνε με τον γκενεράλ Αγιντέκ – είναι άνθρωποι οπού δεν γνωρίζει την γλώσσα μας και παραστέκομαι εγώ. Αδελφέ, τα όσα άκουσα από πολιτικούς και στρατιωτικούς και θρησκευτικούς οπού μιλούν – είναι όλοι θερία· δεν λένε τα συνφέροντα της πατρίδος, αλλά καθένας έχει την ’διοτέλειάν του και κατηγορεί ένας τον άλλον. Και τα λόγια οπού άκουσα από ’σένα είναι να σου φιλήσω το ποδάρι. Και μου λέγει, η πατρίς δεν θα πάγη ομπρός, ότ’ οι μπερμπάντες είναι πολλοί. Άκουσα εγώ τα λόγια τους ολουνών και θ’ αναχωρήσω από την Ελλάδα. Κι’ αυτό προσμέναμεν οι αγωνισταί;» Τον περικάλεσα να μείνη και να μιλή κι’ αυτός του Αγιντέκ. Σε τρεις τέσσερες μήνες, ακούγοντας τέτοιους πατριωτισμούς, πάγει κρυφίως εις την δουλειά του, έφυγε από ’δω.
     Σηκωθήκαμεν πήγαμεν εις τον Αγιντέκ, οπού τον έστειλε να πάγω. Πηγαίνοντας εκεί, μου λέγει· «Σε ορκίζω εις τ’ όνομα της πατρίδος σου και του Βασιλέως, τον κατάλογον οπού θα σου δείξω να μου ειπής την αλήθεια, σε ποια είναι δίκιος και σε ποια είναι άδικος, διά να τους βαθμολογήσωμεν, να μην γένουν παράπονα. Ότι της Αντιβασιλείας της είπα τα όσα μου είπες και σε παίνεψαν εις τον πατριωτισμόν σου· ότι κι’ όντως είσαι εκείνος οπού σε γνώριζα. – Του λέγω, όταν σας απατήσω να δώσω λόγον εις τον Θεόν». Εκείνοι διάβαζαν κ’ εγώ τους έλεγα. Του είπα πρώτα· «Εγώ δεν θέλω βαθμό· δούλεψα την πατρίδα μου όσο που κόλλησα εις τον βαθμόν του στρατηγού με κίντυνους και με πληγές και με θυσίες. Τον πέταξα και μπήκα εις το ταχτικόν απλός στρατιώτης διά να πάγη ομπρός. Αυτό σου είναι γνωστό από τον Φαβγέ κι’ άλλους και είναι και η αναφορά μου εις τα πραχτικά της Κυβέρνησης και οι ’φημερίδες το λένε. – Μου λέγει, το ξέρω. – Και εις την ημέρα του Βασιλέως μου πάλε κάνω το ίδιον. – Λέγει, ο Βασιλέας δεν θέλει να τον δουλέψουν οι αξιωματικοί ως απλοί στρατιώτες. Ο βαθμός οπού θα δώση εις τους Έλληνες ο πρώτος είναι του ταματάρχη και δεν είναι άλλος βαθμός ανώτερος. – Μ’ όρκισες εις το όνομα της πατρίδας μου και του Βασιλέως μου να σου ειπώ τι γνωρίζω και θα σου το ειπώ ελεύτερα και με σέβας· και εις την αλήθεια μου και τον θάνατον τον δέχομαι, ότι, σου είναι γνωστόν, πολλές βολές πλησίασα εις αυτόν και δεν με πήρε· και τον καταφρονώ εις το εξής και πεθαίνω εις την αλήθεια μου. Αυτούς τους βαθμούς οπού μου λες, γκενεράλη μου, είναι αδικία εις τους αγωνιστάς, ότι ετούτος ο τόπος, οπού ’ρθε ο Βασιλέας να βασιλέψη και του λόγου σας Αντιβασιλείς, ήταν σκλαβωμένος τόσα χρόνια από τους Τούρκους και είχε γένη ρουμάνι, βάλτος, αγκαθιά, κι’ αυτείνοι οι αγωνισταί τον δούλεψαν με το ψωμί τους, με το τζαρούχι τους, με το ντουφέκι τους, με το φουσέκι τους· γιόμωσαν, επότισαν την γης αίμα, την Τουρκιά και σκλάβους τούρκεμα τους Χριστιανούς. Και οι σκοτωμένοι άφησαν χήρες γυναίκες και αρφανά· κ’ εκείνοι οπού ’ταν νοικοκυραίγοι έγιναν διακονιαραίγοι, ότι θυσιάσαν το δικόν τους εις τα δεινά της πατρίδος, όταν κιντύνευε. Από αυτούς υπάρχει η πατρίδα, από τους αγωνιστάς. Τους άλλους, τους διαφταρμένους, τους γνωρίζεις η Εξοχότη σου πολύ καλά. Διά να ρουφήξουν την πατρίδα κ’ εθνικά όλο συχνούς εφύλιους πολέμους έκαναν και φατρίες· και είναι άλλος Άγγλος, άλλος Γάλλος κι’ άλλος Ρούσσος. Κι’ αυτό δεν σβένει από αυτούς. Διά να το σβέσετε, διά να στερεωθή η πατρίδα κι’ ο Βασιλέας, χρειάζεται δικαιοσύνη να ’χετε και ’λικρίνεια και μ’ αυτό κάνετε συντρόφους της πατρίδος όλους τους αγωνιστάς. Κατά τους αγώνες του κάθε ενού να του δώσετε τον βαθμόν οπού απόχτησε με το αίμα του. Κι’ αν έκαμεν κανένας κατάχρησιν, να φκειάσετε μια ’πιτροπή, να κάμη μιαν προκήρυξη και να λέγη κάθε επαρχία να κάμη μίαν τοπική συνέλεψη και να διορίση τους πλέον καλύτερους του τόπου, οπού να ξέρη ποιος αγωνίστη, ποιος σκοτώθη, ποιος σκλαβώθη και τι φαμελιά έχει ο καθείς· ποιος έκανε το εμπόριόν του και δεν έλαβε μέρος εις τον πόλεμον· ποιον καπετάνο είχε η κάθε επαρχία και τι μιστούς έχει πλερώση και τι του πλέρωσε η διοίκηση. Κι’ από ένας από αυτούς της κάθε επαρχίας με τους τοπικούς καταλόγους – και να ξέρη και της εθνικές γες – να συναχτούν απ’ ούλες της επαρχίες και να τους βάλετε σε έναν όρκον, να τους ειπήτε όποιος κρύψη αυτά και τα υποστατικά τα εθνικά θα παιδεύεται κακά. Κι’ αυτούς όλους να τους κάμετε μίαν επιτροπή και να πάρουν και τα πρωτόκολλα του Κράτους και να βάλουν κ’ έναν πρόεδρον με συνείδηση και να καθίσουνε να τηράξουνε ποιος δούλεψε, ποιος τήραγε το εμπόριόν του και τώρα ζητεί δικαιώματα. Κι’ αφού η ’πιτροπή ιδή όλα αυτά, τότε να δικαιώση τους αγωνιστάς, θαλασσινούς και στεργιανούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς. Να δώσετε εις τους απλούς πενήντα στρέμματα γης, οπού ’ναι μιλλιούνια και κάθεται χέρσα, κι’ από πεντακόσια ως χίλια γρόσια, οπού ’ναι το τάλλαρον είκοσι ένα και μισό γρόσι. Και κατ’ αναλογίαν να πάτε από τον απλόν στρατιώτη ως τον βαθμό του χιλιάρχου, αυτόν τον βαθμόν οπού γνώρισε κι’ ο Καποδίστριας. Διά της κατάχρησες των εθνικών πραμάτων, οπού έγιναν καμπόσοι κόντηδες, οπού ήταν καντιποτένιοι, να τα πάρετε οπίσου· αφού τους δώσετε βαθμόν και γης και χρήματα, τότε να τους ζητήσετε αυτά. Κι’ ό,τι ζητεί από το Έθνος ο κάθε οπλαρχηγός, από μιλλιούνι και κάτου, αφού του πλερώνετε το δίκιον του και τους στρατιώτες και χήρες των σκοτωμένων κι’ αρφανά, άλλο τίποτας δεν του χρωστάγει η πατρίς. Και μ’ αυτό πλερώνετε όλους τους αγωνιστάς και χήρες κι’ αρφανά κι’ όσους θυσιάσαν από αυτές της ’πηρεσίες· και βάλτε το πολύ δυο τρία ή και τέσσερα μιλλιούνια γρόσια να πλερωθούν όλοι και να λευτερώσετε από της μεγάλες απαίτησες του κάθε ενού την πατρίδα. Κι’ αφού κάμετε αυτά, τότε θέλετε στρατέματα; Πέστε του κάθε ενού· «Ό,τ’ είχετε να λάβετε διά τους αγώνες σας και θυσίες το λάβετε από την πατρίδα σας ως αγωνισταί. Τώρα θα μπήτε εις την ’πηρεσία ως κοπέλια της πατρίδας· τούτα τα χρέη θα κάνετε, τούτον τον μιστόν θα παίρνη ο καθείς. Αν δουλεύη τιμίως, θα δοξάζεται· ατίμως, τότε οι νόμοι θα τον κρίνουν». Και μ’ αυτόν τον τρόπον θα γένουν οι Έλληνες νοικοκυραίοι και θα πλουτήνη και το ταμείον. Και η πατρίδα θα φύγη από «τα δικαιώματά μας», οπού ζητεί ο καθένας. Κ’ εγώ έχω να λάβω διά παλιούς μιστούς πολλές χιλιάδες γρόσια – αύριον φκειάνω την αναφορά μου και τα προσφέρνω εγώ πρώτος και δίνω το παράδειγμα».
     Ακούγοντας αυτά όλα ο Αγιντέκ μου είπε· «Είναι λαμπρά η συνβουλή σου κι’ ο πατριωτισμός σου. – Αν τον βάλετε ομπρός, του είπα, τότε είναι λαμπρός, ειδέ είναι πονοκεφαλισμός και λόγια ξερά. Κι’ αν γένουν αυτά και δεν ακούσετε τους απατεώνες, τότε θα λέγεστε σωτήρες της πατρίδος και Βασιλέως και θα δοξάζεται τ’ όνομά σας όσο στέκει η Ελλάς. – Φεύγω, μου είπε, δεν σου λέγω τίποτας, και πάγω ν’ ανταμώσω και τ’ άλλα τα μέλη της ’πιτροπής της Αντιβασιλείας». Πήγε και τους το είπε κ’ ευκαριστήθηκαν. Μου είπαν να φκειάσω ενγράφως την ιδέα μου. Την έφκειασα· έφκειασα και μιαν ξεχωριστή αναφορά κ’ έλεγα· «Έξοχοι Αντιβασιλείς! Οι κυβέρνησες της πατρίδος μου μ’ έστειλαν σε διάφορες εκστρατείες, εις τα δεινά της πατρίδος μου. Αυτές είναι οι διαταγές της, αυτά είναι τα ευκαριστήρια, τι έκαμα με τους ανθρώπους οπού ’χα εις την οδηγίαν μου, αυτοί είναι οι κατάλογοι των ανθρώπων, αυτές είναι οι εθνικές ομολογίες (όλα ενκλεισμένα εις την αναφορά μου). Αυτοί είναι οι αγώνες εκεινών οπού ’χα μαζί μου και πολεμούσαν εις την κάψη του ήλιου και εις το πάγος του χειμώνος. Σκοτώθηκαν οι περισσότεροι· άφησαν χήρες γυναίκες κι’ αρφανά παιδιά. Διαβάστε τα ένγραφα, και να τους δικιώσετε. Κι’ όσοι σκοτώθηκαν και δεν έχουν συγγενείς, να μείνουν εις το ταμείον τα δικαιώματά τους».1
     Έστειλα την αναφορά μου του Μιαούλη του ’πασπιστού της Μεγαλειότης του. Ευκαριστήθη πολύ, αφού είδε την αναφορά μου μ’ όλα τα ένγραφα. Τα είδε και η Αντιβασιλεία. Πήραν την ευκαρίστησιν από ’μένα· «κ’ επαινούν τον πατριωτισμό μου· και είμαι όλως διόλου ο πιστός της πατρίδος και Βασιλέως». Και μ’ ονόμασαν τάσι φαρφουρένιον αμόλυντο, ότι τους άλλους πολλούς οπλαρχηγούς καθεμερινώς έρχονταν οι κάτοικοι και παρουσιάζονταν εις τον Βασιλέα κι’ Αντιβασιλεία και δίναν αναφορές αναντίον τους, οπού τους είχαν γυμνώση. Διά ’μέναν και διά όσους οδηγούσα αρχή ως τέλος μας γλύτωσε ο Θεός και κανένα πρωτόκολλο ούτε του Κράτους γενικώς, ούτε της Κυβέρνησης δεν είναι μολεμένα. Παρουσιάστηκα εις την Μεγαλειότη του και πήρε την ευκαρίστησιν διά την καλή μου διαγωή· κ’ ευκαριστήθη διά την αναφορά μου, οπού του ανάφερα της παλιές μου δούλεψες, και διά τα ωραία αγάλματα. Του είπα· «Ως διά της δούλεψες η Μεγαλειότη σου είσαι γενικός πατέρας και οι υπήκοοί σου είναι τα παιδιά σου και να τα δικιώσης. Τ’ αγάλματα είναι γερά πράματα, τα προσφέρνω δώρον εις τον γενικόν πατέρα να χρησιμέψουν διά την πατρίδα μας. Όλοι οι Έλληνες έκαμαν τα χρέη τους προς την πατρίδα κι’ αν κάμαμεν και μεγάλα λάθη αναμεταξύ μας, τώρα οπού κόπιασες η Μεγαλειότη σου θέλομεν δουλέψη με πίστη κι’ αφοσίωσιν· και να είναι εις την εύνοιάν σου οι αγωνισταί, θρησκευτικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί, και να βάλης τ’ αγαθά σου αιστήματα να δικιωθούν ότι από αυτούς έγεινε βασίλειον η πατρίς· και να μην ακούς τους απατεώνες, ότι αυτείνοι κατήντησαν την πατρίδα σε κίντυνον». Μου είπε η Μεγαλειότης του είναι ευκαριστημένη και η Αντιβασιλεία απ’ όσα της είπα και θα γένουν όλα· και να πάγω να την ανταμώσω. Ο μαρσιάλης του παλατιού όταν εβήκα μο ’δωσε μιαν καρφοβελόνα δώρο βασιλικόν – κάνει καμμιά εικοσαριά τάλλαρα. Έστειλε και τον’ του Μιαούλη και μου βάφτισε το παιδί και το έβγαλε Όθωνα. Μ’ αντάμωσαν κι’ όλα τα μέλη της Αντιβασιλείας. Ο Αρμασμπέρης μ’ έπαιρνε κάθε καιρόν εις το τραπέζι του – μ’ είχε συστημένον ο Θίρσιος.
     Αφού μ’ αντάμωσαν τα μέλη της Αντιβασιλείας μου είπαν όσα είχα μιλήση του Αγιντέκ και, κατά οπού ’γραψα, είναι πατριωτική η γνώμη μου και θα τα κάμουν όλα. Και με τον Αγιντέκ να μιλήσωμεν οι δυο μας διά τους αγωνιστάς οπού θα γένουν τα τάματα, να είναι εκείνοι οπού ’χουν δικαιώματα. Και να μιλήσω μ’αυτόν, ότ’ είναι ’στα στρατιωτικά. Μίλησα με τον Αγιντέκ και του είπα με τον φόβον του Θεού το δίκιον. Αφού το ’μαθαν οι καλοθελητάδες των αγωνιστών Μαυροκορδάτος, Κωλέτης, Μεταξάς, Τρικούπης, Ζαΐμης, Λόντος κι’ ο Κώστα Μπότζαρης επήγαν και τα χάλασαν όλα κατά το κέφι τους· και διά να βάλουν σε διχόνοια το στρατιωτικόν, να το αφανίσουνε, γκρεμίζουνε και τους υποταματάρχηδες – και να είναι μόνον ταματάρχες και λοχαγοί. Τότε δι’ αυτό και διατί βάλαν εις τα τάματα όσους δεν είχαν δικαιώματα, έπεσε διχόνοια μεγάλη. Το στρατιωτικόν ήταν όλο εις τ’ Άργος και χωριά του νηστικόν και δυστυχισμένο. Κάμαν κάτι φροντιστάς επίτηδες να μην τους μεράζουν ταχτικώς το ψωμί τους· άφιναν τους ανθρώπους νηστικούς. Από ’κοσιπένταρχον κι’ απάνου τους αξιωματικούς τους σήκωσαν από τους στρατιώτες. Τους στρατιώτες τους άφιναν νηστικούς και τους έλεγαν να κινηθούν αναντίον του Βασιλέως κι’ Αντιβασιλείας, διά να βγούνε οι πολιτικοί μας αληθινοί, ότι όλοι οι στρατιωτικοί είναι λησταί από μικρόν ως μεγάλον, ν’ αποδείξουν τι θερία είναι αυτείνοι οι στρατιωτικοί – κινιώνται κι’ αναντίον του Βασιλέως (κι’ ό,τι αρπαγή κάναν αυτείνοι, οι πολιτικοί είχαν το μερίδιόν τους ο καθένας με τον δικόν του στρατιωτικόν). Αφού μεταχειρίστηκαν τόσες μηχανές και κακοσύσταιναν το στρατιωτικόν και σύσταιναν όποιους θέλαν, τους συντρόφους τους, μιλώ με τον Αγιντέκ την αδικίαν οπού γένεται εις τους ανθρώπους. Και του είπα· «Αυτείνοι οι άνθρωποι είναι αποδειχμένη η διαγωή τους· και οι πολιτικοί τους ο καθένας έχει το μέρος του από τους ξένους· και ποτές δεν θα ησυχάση αυτός ο τόπος, να γένωμεν κ’ εμείς έθνος καθώς τ’ άλλα τα έθνη· κι’ ούτε του Βασιλέως θα του δώσετε δρόμον καλόν. Είναι τόσοι αγωνισταί οπού δυστυχούν και τώρα οπού ’ρθε ο Βασιλέας ήθελαν να ’βρούνε το δίκιον τους, να γνωρίσουνε αυτείνοι τον Βασιλέα τους κι’ ο Βασιλέας τους υπηκόγους του – και πάλε οι σύστασες του Μαυροκορδάτου ’περισκύουν με τον Ντώκινς, του Κωλέτη με τον σύντροφόν του, του Μεταξά με τον δικόν του. Αυτεινών την κυβέρνησιν και τα καλά προς την πατρίδα μας τα γνωρίζεις, γκενεράλη μου, ότι στάθης τόσον καιρόν εις την πατρίδα μας, και η ελπίδα του στρατιωτικού είναι εις την δικαιοσύνην σου και βόηθα τους δυστυχείς, ότι από αυτούς υπάρχει η πατρίς». Μου λέγει ο Αγιντέκ· «Δεν ήρθαμεν να διοικήσουμεν τους αγωνιστάς μοναχά, κι’ αποφασίσαμεν όλα τα μέλη της Αντιβασιλείας να γένουν τρεις επιτροπές, μία εις την Πελοπόννησο, μία εις την Δυτική Ελλάδα και μία εις την Ανατολική· ’στην Ανατολική σε διορίσαμεν πρόεδρον της επιτροπής, να οργανίσωμεν τα στρατέματα όσο να διορίσουμεν την άλλη ’πιτροπή να δικιωθούν, καθώς μιλήσαμεν – και τότε θα δικιωθούν. Να είναι τ’ ασκέρια ’σ ένα μέρος όσο να τελειώσουν οι επιτροπές της εργασίες τους. Και οι τρεις επιτροπές να τους οργανίσουνε και να ιδούνε ποιος έχει δούλεψες από εξαρχής και ποιοι είναι υστερνοί· και να τηράξουν από τους ’κοσιπένταρχους και κάτου ποιος έχει φαμελιά από τους στρατιώτες και πόσες ψυχές έχει ο καθείς, να ξεκονομιώνται οι άνθρωποι ως την γενική ’πιτροπή».
     Αυτά μαθαίνοντας οι χαραμήδες οι πολιτικοί μας και διά να μην γένη καλό και ησυχία εις το κράτος, στέλνουν κ’ ανακατεύουν τους στρατιώτες και σηκώνονται όλοι κ’ έρχονται αναντίον της Αντιβασιλείας εις τ’ Ανάπλι, ότι ήταν νηστικοί. Τότε ο Αϊντέκ στέλνει και με παίρνει και βγαίνομεν οι δυο μας έξω εις της Λεύκες. Οι άνθρωποι ήταν κατ’ του Μιαούλη το περιβόλι ακόμα. Μου λέγει ο Αϊντέκ· «Τι μιλήσαμε οι δυο μας δι’ αυτούς τους στρατιωτικούς; – κι’ αυτείνοι έρχονται με το σπαθί τους να πάρουν δικαιώματα από τον Βασιλέα. Μίλα τους να πάνε πίσου, ότ’ είναι χαμένοι!» Πήγα και τους μίλησα και γύρισαν χωρίς να πλησιάσουν. Πέρασαν δυο τρεις ημέρες. Τους άφησαν νηστικούς, τους ’ρέθισαν και οι απόστολοι οπού τους στέλναν – κάναν αξιωματικόν της πρώτης τάξης δεν άφιναν να είναι με τους στρατιώτες, να τους οδηγάγη. Τότε τους απάτησαν οι απόστολοι των απατεώνων. Σηκώνονται όλοι κ’ έρχονται απόξω της Λεύκες. Ανάβουν της μίκιες των κανονιών, τους ρίχνεται το ταχτικό, πεζούρα και καβαλλαρία, και τους βαίνουν ομπρός και τους βγαίνουν έξω από το κράτος ξυπόλυτους και γυμνούς και νηστικούς. Κ’ έβαλαν έναν Τούρκον αρχηγόν οι αγωνισταί της πατρίδος ονομαζόμενον Ταφίλ Μπούζη διά να φάνε κομμάτι ψωμί. Και σκοτώθηκαν τόσοι εκεί και ρήμαξαν και τα γειτονικά μας μέρη· κι’ έπαθε και η Άρτα ό,τι έπαθε όταν μπήκαμεν κ’ εμείς τα 1821. Και πήγαιναν κλαίγοντας, ότι φεύγαν από την πατρίδα τους ξυπόλυτοι και γυμνοί, κ’ έλεγαν· «Πατρίδα, δεν μας βαστάγει η καρδιά να σου κάμωμεν εσένα της πατρίδας μας κακό, ότι διά σένα χύσαμεν το αίμα μας. Και τώρα πάμεν ’σ εκείνους οπού πολεμούσαμεν να φάμεν κομμάτι ψωμί – όχι να προσκυνήσωμεν· να ’ρθούμεν αναντίον σου δεν το κάνομεν καμπούλι, ότι χύσαμεν το αίμα μας διά σένα να γένης βασίλειον». Αυτείνοι κι’ όλοι οι άνθρωποι οπού ’χαν αίστηση κλαίγαν· και οι απατεώνες γέλαγαν και χαίρονταν ότι στείλαν τους αγωνιστάς εις τους Τούρκους να ζήσουνε. Κάρπισε η προκήρυξη του Ζωγράφου και οι κακοί σκοποί των μακιαβέληδων.
     Τότε με φωνάζει η Αντιβασιλεία μ’ οργή καθώς κι’ ο φίλος μου ο Αγιντέκ και μου δίνουν σφοδρές διαταγές να πάγω εις Λεψίνα. Μέλη της ’πιτροπής ο Τουρέτης Γάλλος, ο Δυοβουνιώτης κ’ εγώ πρόεδρος. Όποιος έρθη διά ν’ αργανιστή είχε μιστό δώδεκα γρόσια, μισό τάλλαρο το μήνα και κάτι ολίγο (ότι το τάλλαρο είναι είκοσι ένα γρόσι και μισό), και το ψωμί του και τίποτα άλλο. Κι’ αν είχε γυναίκα και παιδιά, ας ζούσαν με τον αγέρα. Δικαιοσύνη φόρτωμα κι’ από τους Μπαυαρεζοαντιβασιλείς. Μου δίνουν κ’ ένα καράβι αλεύρι σάπιον να μεράσω εις τους ανθρώπους οπού θ’ αργανιστούν. Κατά τον μιστόν ήταν τέτοιον και τ’ αλεύρι – ούτε τα γουρούνια δεν το τρώγαν. Έκατζα καμπόσον καιρόν εκεί, οργανίσαμεν είκοσι ανθρώπους, κάτι μπεκρήδες και τεμπέληδες, και ξόδιασα και σαράντα πέντε οκάδες αλεύρι. Σηκωθήκαμε και ήρθαμεν εδώ εις Ανάπλι. Ευτύς οπού ’ρθα με τρατάρει ένας Φρατζέζος, τον λένε Φεράλντη. Αφού με τρατάρησε, την άλλη ημέρα μου φέρνει ένα αποδειχτικόν να το υπογράψω ως πρόεδρος της ’πιτροπής να πλερωθή ένα καράβι αλεύρι. Του είπα ότι· «Υπογράφω σαράντα πέντε οπού ’λαβα. – Όχι, μου λέγει, ένα καράβι. – Ούτε μια οκά δεν υπογράφω παραπάνου». Με περικαλούνε μεγάλοι άνθρωποι, Αντιβασιλείς, να δώσω την υπογραφή μου· με περικαλούνε οι Πρέσβες κι’ ο υπουργός Ζωγράφος. Δεν θέλησα. Είπα και των αλλουνών μελών να μην υπογράψη κανένας. Ο Φεράλντης έβγαλε εις το μοναστήρι εις την Κούλουρη αυτό τ’ αλεύρι και πήγε όλο χαμένο. Τότε κατάλαβα και οι νέοι κυβερνήται μας είναι χερότεροι, κ’ ελεεινολογούσα την πατρίδα, ότι ο Θεός δεν είπε να την λευτερώση ακόμα ’στ’ αληθινά, και κρίμα ’στους κόπους μας· εβγιαστήκαμεν, και την πήραμεν εις τον λαιμό μας.
     Θέλουν να με κάμουν αρχηγόν της χωροφυλακής. Τους έδωσα γνώμη να βάλουν απ’ ούλους τους σημαντικούς διά να ενωθή το Κράτος με τον Βασιλέα του. Τους κακοφάνη. Διορίζουν τον Γραλλιάρη τον Γάλλο και με διορίζουν κ’ εμένα εις την οδηγίαν του και να βάλω τα στενά. «Ούτε εις την οδηγίαν του Γραλλιάρη μπαίνω, τους είπα, ούτε τα φορέματά μου βγάζω». Τότε, σαν δεν θέλησα να ’μπω εις αυτείνη την ’πηρεσία, πήρα την άδεια και με τη φαμελιά μου πέρασα εις την Αθήνα, ότι είδα ότι του κάκου κοπιάζομεν. Και δυστυχία εμάς και της πατρίδος μας.


ΣHMEIΩΣH

1. Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι’ ένα βασιλόπουλο ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες· τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρον, τα ’χαν πάρη κάτι στρατιώτες και εις τ’ Άργος θα τα πουλουύσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλλαρα γύρευαν. Άντεσε κ’ εγώ εκεί, πέρναγα· πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα· «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτήτε να βγουν από την πατρίδα μας. Δι’ αυτά πολεμήσαμεν». (Βγάζω και τους δίνω τρακόσια πενήντα τάλλαρα.)· κι’ όταν φιλιωθούμεν με τον Κυβερνήτη, (ότι τρωγόμαστε), τα δίνω και σας δίνει ό,τι του ζητήσετε διά να μείνουν εις την πατρίδα απάνου». Και τα ’χα κρυμμένα. Τότε με την αναφορά μου τα πρόσφερα του Βασιλέως να χρησιμέψουν διά την πατρίδα.

[ Kεφάλαιον δεύτερον ]
1833 Μαγίου 4 ήρθα εδώ εις Αθήνα. Οι πολιτικοί μας και οι ξένοι τρώγονταν και καθένας κύταζε να ’περισκύση η δική του φατρία. Άλλος το ήθελε Αγγλικόν, άλλος Ρούσσικον, άλλος Γαλλικόν. Οι Αντιβασιλείς μας τήραγαν κι’ αυτείνοι να πάρουν κάνα λεπτό, ότι εις την Ελλάδα ήβραν αλώνι ν’ αλωνίσουν. Πιάσαν φατρίες με τους δικούς μας. Τότε άλλοι απάτησαν τους οπλαρχηγούς, τους λέγαν να σηκωθούν να ζητήσουνε τα δίκια τους, και μ’ αυτό τους γέλασαν τους ανθρώπους. Ξέροντας κ’ εμένα ότι έφυγα με δυσαρέσκειαν από τ’ Ανάπλι, μου στείλαν έναν απόστολον εδώ εις Αθήνα και μου είπε να σηκωθούμε αναντίον των Μπαυαρέζων. Κι’ ο σκοπός των πολιτικών μας ήταν με δυο τρόπους· αν πετύχη ο καθείς με την μερίδα του και ’περισκύση, είναι κερδεσμένος με το κόμμα του και τους άλλους τους κάνει είλωτες. Αν δεν πετύχουν καθένας τους ξένους του σκοπούς, τότε τα φορτώνουν του στρατιωτικού όλα τα βάρητα και λένε αυτείνοι είναι οι αίτιγοι του κακού και πρώτα και τώρα εις τον ερχομόν του Βασιλέως. Και μπαίνουν εις την τζελατίνα όλες οι κεφαλές. Ότι δεν αναπαύτηκαν ότι μείναν οι στρατιωτικοί δυστυχείς· κι’ άλλοι πήγαν εις την Τουρκιά· κι’ όσοι μείναν πεθαίνουν της πείνας. Ότι έρχεται εδώ ένας απόστολος από του Κωλέτη το παρτίδο και του Μαυροκορδάτου και μου λέγει· «Εις τ’ Ανάπλι είναι σύνφωνοι όλοι οι πολιτικοί και στρατιωτικοί και θα πιάσουνε το Παλαμήδι· και είναι και η χωροφυλακή έτοιμη· και από την Δυτική Ελλάδα ήρθαν γράμματα ότι χτύπησαν. Και μ’ έστειλαν και ’σ εσένα εδώ ν’ αγροικηθής με τους άλλους να βαρέσετε κ’ εσείς. – Διατί να βαρέσουμεν; του λέγω. – Διά τα δίκια μας. –Ποιος σ’ έστειλε; – Ο Κωλέτης κι’ ο Μαυροκορδάτος. – Εκείνοι παίρνουν μιστόν ο κάθε ένας από χίλιες δραχμές, και δεν έχουν ανάγκες. Εμείς τίποτα δεν παίρνομεν και προσμένομεν. Η Κυβέρνηση διόρισε μιαν επιτροπή διά να κυτάξη του κάθε αγωνιστού τα δίκια του. Δεν προσμένομεν τι θα κάμη η επιτροπή; Κι’ αν αδικηθούμεν, τότε αναφέρνεται ο καθείς μ’ αναφορά του εις τον Βασιλέα και μίαν βολά κι’ άλλη κι’ άλλη· και σαν ιδούμε η δικαιοσύνη εχάθη από τους ανθρώπους, τότε συλλογιώμαστε δι’ αυτά. Κάθε ’μέρα θα κάνετε εσείς τους σκοπούς του Κωλέτη και Μαυροκορδάτου κι’ αλλουνών – και να καίμε εμείς την πατρίδα μας και να σκοτωνώμαστε; Όταν υποκινούσαν κάθε καιρόν από ’ναν εφύλιον πόλεμον, δεν ήξεραν ότι τέτοια αγαθά θ’ απολάψωμεν; Δεν θυμώνται εις την Συνέλεψη της Πρόνοιας οπού πλέρωσαν το Ζέρβα κι’ άλλους και δέσαν τους πληρεξούσιους, τέτοια καλά θα ιδούμεν; Και θέλουν τώρα άλλος να μας κάνη Άγγλους, άλλος Γάλλους κ’ άλλος Ρούσσους; Εγώ θέλω να τους προσφέρω μόνον σέβας ολουνών αυτεινών των ευεργέτων και να τηράξω την πατρίδα οπού γεννήθηκα και τον Βασιλέα οπού ’ταν της τύχης της να βασιλέψη. Εμείς ακόμα δεν είδαμεν το κακό του, ούτε το καλό του. Δεν προσμένομεν; Τι βιάζεστε; Εσύ τι θέλεις, κερατά, και οι άλλοι οι μπερμπάντες –όλο αυτά θα ’χωμεν;» Πήρα ένα γερό ξύλο και το ’δωσα έναν δαρμόν καλόν και τον έβγαλα έξω από το σπίτι μου.
     Τ’ ασκέρια ήταν, οι περισσότεροι οπλαρχηγοί, εις την Φήβα και Λιβαδειά και Ταλάντι. Τους έστειλα ολουνών έναν επίτηδες και τους έλεγε αυτά αυτεινού του αποστόλου και να μην γελαστούν όσο να ιδούμεν την επιτροπή. Τους το είπε ο άνθρωπος οπού ’στειλα. Όσοι τον άκουσαν γλύτωσαν. Τότε αυτός ο απόστολος φεύγοντας από ’μένα πήγε ’σ αυτούς. Αφού τους έβγαλε από τα μυαλά τους, τους πρόδωσαν και τους πήραν και τους έβαλαν όλους χάψη τους οπλαρχηγούς· και ήθελαν να τους κόψουν με το κοπίδι, οπού ήφεραν οι φωτισμένοι άνθρωποι της Ευρώπης να κόψουν τους άγριους Έλληνες – κ’ έπρεπε να κόψη η Αγγλία τον Ντώκινς τον πρέσβυ της, η Γαλλία τον δικόν της και η Ρουσσία το ίδιον· κι’ ο βασιλέας της Μπαυαρίας τους Αντιβασιλείς του και ύστερα να κόψη κι’ ο ίδιος το κεφάλι του. Ότι η Μεγαλειότης του είναι νεκροθάφτης της πατρίδος μας και του αθώου Βασιλέα μας· και ή καλά πάθη η πατρίς ή κακά τα χρωστούμεν εις το εξής εις την καλωσύνη της Μεγαλειότης του διά της συβουλές του Μετερνίκ κι’ αλλουνών οπού άκουγε. Η Μεγαλειότης του πολλές νύχτες και ’μέρες κοπίαζε και θυσίαζε τα βασιλικά του φώτα να φκειάνη στίχους διά την Ελλάδα και διά τους Έλληνες, όταν πολεμούσαν εις το Μισολόγγι κι’ αλλού και κιντύνευαν νηστικοί και ταλαιπωρεμένοι. Τώρα εύγε του Μεγαλειότατου Βασιλέως! ’Μπρος εις το νιτερέσιόν σου ούτε παιδί σου συλλογίστης, ούτε αθώον έθνος ματοκυλημένο. Διά τούτο όλοι οι τοιούτοι βασιλείς –ο τίτλος τους πρέπει να «είναι αθώων ανθρώπων τύραννοι». Θε, πού είναι οι βασιλικές δικαιοσύνες;
     Τέλος πάντων με τέτοιες δικαιοσύνες ήθελαν να κόψουν τους πρωταγωνιστάς ως κακούργους, τον Κολοκοτρώνη, τον Κολιόπουλον, τον Κριτζώτη, τον Τζαβέλα, τον Γρίβα, τον Μαμούρη, τον Ρούκη, τον Ντουμπιώτη, τον Αποστολάρα, τον Μήλιον κι’ άλλους πολλούς τοιούτους. Φυλακώνοντας αυτεινούς, έστειλε ένα τζιράκι του ο Κωλέτης να πάγη εις την Φήβα διοικητής, Κλεομένη τον λένε. Μ’ ανταμώνει ο Κλεομένης, μου λέγει· «Τήρα ό,τι κάνετε εσείς οι στρατιωτικοί και δεν ξέρομεν εμείς οι πολιτικοί – τήρα τι παθαίνετε. – Του λέγω, να δώση ο Θεός να φυλακώσουνε κ’ εμένα, και τότε θα ιδούμεν αν ξέρουν οι πολιτικοί ή όχι, και ποιους θα χαλέψω συντρόφους εις την φυλακή. Και δεν μπορεί ούτε ο Βασιλέας να τ’ αποφύγη, ούτε η Αντιβασιλεία. Ότι αν τ’ αποφύγουν, τότε δεν υποτάζονται εις το δίκιον και εις τους νόμους – τότε γλυτώνουν όλοι αυτείνοι και κόψετε εμάς! – Ποιους θα πάρης συντρόφους; μου λέγει ο Κλεομένης. – Τον Κωλέτη τον αφέντη σου, τον Μαυροκορδάτο και τους τοιούτους όλους. Να φυλακωθώ και τότε τους βλέπεις· και μπορεί να είσαι κ’ ένας εσύ. Τότε φαίνεται». Ο Κλεομένης παραγγέλνει όλα αυτά του Κωλέτη. Και τότε τράβησαν χέρι από ’μένα.
     Στέλνουν τον Ψύλλα εδώ εις την Αθήνα, οπού ήταν Γραμματέας του Εσωτερκού (’νέργησα κ’ εγώ κατά δύναμη να έμπη ’σ αυτείνη την θέση). Τον στείλαν εις την Αθήνα να συνφωνήση με τους Αθηναίους διά τους τόπους, οπού θα ’ρθη η Κυβέρνηση εδώ. Αφού ήρθε, πήγα τον είδα. Ήρθε κι’ αυτός εις το κονάκι μου. Μου λέγει· «Διατί είσαι πειραμένος με την Κυβέρνηση; – Ότ’ είμαι με τόση φαμελιά και δεν έχω να την ζήσω. Κι’ όταν κλέβαν οι άλλοι κ’ έχουν και τρώνε τώρα, εγώ, το γνωρίζεις ο ίδιος, αγωνιζόμουν και πληγωνόμουν και πλέρωνα κι’ από το εδικό μου. – Λέγει, όλα αυτά τα γνωρίζω και τα γνωρίζει και η πατρίς· και φκειάσε μου μιαν αναφορά και δος τηνε μου· και θα μιλήσω και μόνος μου». Του έφκειασα την αναφορά, την τηράγει, μου λέγει ο φίλος μου ο Ψύλλας· «Βρε Μακρυγιάννη, τι δικαιώματα ζητάτε της πατρίδος; Εσείς είστε όλοι λησταί. Εσύ έδενες τα συνφέροντά σου με τον Δυσσέα και Γκούρα κι’ άλλους και βασανίζετε την πατρίδα, καθώς κι’ ο Κολοκοτρώνης με τους άλλους· κι’ αφανίσετε εσείς όλοι αυτείνη την πατρίδα. – Πότε ήμουν σύνφωνος εγώ μ’ αυτούς οπού μου λες, κύριε Ψύλλα; Εσύ με την ’φημερίδα σου τους θυμιάτιζες όλους αυτούς κ’ εγώ τους γύριζα ντουφέκι και τους πολέμαγα όταν πήγαιναν αναντίον της πατρίδος. – Πώς, μου λέγει, δεν έμπαινες εις του Γραλλιάρη την οδηγίαν ’στην χωροφυλακή; – Πώς δεν έμπαινες εσύ, του λέγω, τελώνης, οπού είσαι υπουργός του Εσωτερκού; Όταν ήταν ο κίντυνος της πατρίδος πήγαινες εις τα νησιά». Τον βλέπω κ’ έρχεται θυμωμένος· «Κάτζε αυτού, του είπα (κ’ έπιασα μιαν καθέκλα), να μην χαλάσω την Γραμματείαν του Εσωτερκού – θα γυρεύη νέον υπουργόν! – Πρέπει ο Βασιλέας, μου είπε, να πάρη μέτρα μόνον διά σένα, ότι εσύ ταράττεις τα πράματα. – Δεν θα τον φκειάσης τον Βασιλέα τζελάτη να σκοτώνη τους υπηκόγους του μ’ αυτά τα λόγια και της συκοφαντίες της δικές σας! Και διά να σε δείξω έξω σε όλο το κοινό, διά ’κείνο δεν το ’καμα καμπούλι να σε κυβερνήσω με την καθέκλα – τότε θα δικιολογέσουνε· εις τον τύπον θα δείξω κ’ εσένα και τους συντρόφους σου τι άνθρωποι είστε». Σηκώθηκα κ’ έφυγα. Πήγε και εις την εκκλησία, οπού ’ταν συνασμένοι όλοι οι Αθηναίγοι, να μιλήση διά ’κείνο οπού ’ρθε – δεν το ’δωσε κανένας ακρόασιν. Κ’ έφυγε καθώς ήρθε.
     Τότε έφκειασα όλα όσα μου είπε ενγράφως και τα ’στειλα εις τον τύπον την ’φημερίδα «Ήλιος». Τον μάλλωσαν οι συντρόφοι του διατί να πιαστή μετ’ εμένα και θα βάλω αυτείνη την έκθεσιν εις τον τύπον. Μο ’γραψαν να μην την βάλω – «είναι το μόνο αδύνατο να μείνη οπίσου!» Τότε την έβαλα. Ύστερα μίλησα και τ’ Αρμασμπέρη κι’ αλλουνών και τον έβγαλαν· και τον έστειλαν διοικητή εδώ εις την Αθήνα. Τότε με τον μοίραρχον τον Βογινέσκον μου επισωρεύουν μίαν κατηγορία ότι έβρισα τον Βασιλέα κι’ Αντιβασιλεία. Παίρνουν ένα παλιάλογον να με βάλουν απάνου και να με στείλουν να με δικάσουν εις την Χαλκίδα. Του λέγω· «Θα πάγω», του μοιράρχου· «θα πάγω κ’ ελπίζω να μη σκοτωθώ· και την υπόληψή μου θα την ζητήσω από ’σένα, ότι εσύ γένεσαι ο αίτιος να διατιμηθώ αδίκως. Αυτείνη την υπόληψη την βάσταξα από μικρούθεν κ’ εσύ θέλεις να μου την γκρεμίσης. Κι’ όταν λευτερωθώ, ’στου βοϊδιού το κέρατο μέσα να είσαι, θα σε βρω να πεθάνωμε». Φώναξαν κι’ όλοι οι νοικοκυραίγοι διά την αδικία οπού θα μου κάμουν κ’ έρχεται ο μοίραρχος και μου ζητεί το «παρντόν» και μου λέγει όλα τα τρέχοντα: Ότι ο Ψύλλας τον έβγιασε και τον Ψύλλα οι κεχαγιάδες του Κωλέτης και Μαυροκορδάτος, οι νεκροθάφτες των αγωνιστών οπού θέλουν να μας διατιμήσουνε όλους. Τότε, αδελφοί αναγνώστες, σώθηκα με την βοήθειαν του Θεού.
     Αφού είδα ότι θέλουν να μας φάνε εκείνοι οπού μας κυβερνούν, και η δικαιοσύνη τους είναι εις την τζελατίνα, τότε να μην αφήσω τόση φαμελιά οπού κρέμεται εις τον λαιμό μου – απόξω εις της κολώνες του Ολυμπίου Διός είχα από την Αίγινα αγοράση ολίγα χωράφια, όταν εις την Αθήνα ήταν ο Κιτάγιας και πνιμένη από Τούρκους. Πήγα εκεί έξω και πήρα και πεντέξι αργάτες κ’ έβαλα και κόβαν πλίθες. Και μο ’φκειασαν κ’ ένα πράμα σαν σαμαράκι και φορτωνόμουν πλίθες. Και καθόμουν εκεί. Κι’ όποτε απόσταινα έκλαιγα βλέποντας τα μέρη εκείνα οπού πολεμούσαμεν με τόση Τουρκιά και πληγωνόμαστε και σκοτωνόμαστε – και ’σ αυτείνη την γης οπού ζυμώσαμεν με το αίμα μας θέλουν να μας θάψουν αδίκως και παράωρα όσοι μας κάναν σίγρι από μακρυά, όταν κιντυνεύαμεν. Μας πήραν την ματοκυλισμένη μας γης, την αγόρασαν από ’να γρόσι το στρέμμα, και βάλαν εμάς με τ’ αλέτρι και τραβούμεν το γενί και βγάνομεν των συγγενών μας τα κόκκαλα· και οι αφεντάδες μας περπατούνε με της καρότζες τους, και οι αγωνισταί δεν έχουν ούτε γουμάρι· και ξυπόλυτοι και γυμνοί διακονεύουν εις τα σοκάκια. Έφκειασα το σπίτι μου και φύτεψα κι’ αμπέλι κι’ άλλα δέντρα κ’ εργάζομαι ως το σουρούπωμα να με γλυτώση ο Θεός από τους επίβουλους απατεώνες.
     Τότε οι πομπιωμένοι μας πολιτικοί έστειλαν εις την Πελοπόννησον και ’ρέθισαν τους κατοίκους· τους είπαν να σηκωθούν να χαλέψουν δικιώματα. Ανακάτεψαν άλλοι την Σπάρτη και πήγαν αναντίον τους τα τάματα· και καταφανίστηκαν οι Μπαυαρέζοι εις τον σκοτωμόν. Κι’ όσους πιάσαν ζωντανούς οι ντόπιοι τους πουλούσαν ένα τάλλαρον τον έναν Μπαυαρέζο. Κι’ όσοι από αυτούς σκοτώθηκαν εκεί δίνομεν σύνταξη των φαμελιών τους εις την Μπαυαρία κι’ αχώρια πλήθος δικαιώματα οπού παίρνουν οι Σπαρτιάτες. Κι αφανίστη το δυστυχισμένο ταμείον· πήραμεν δάνεια και θα σωθούνε εις αυτά. Έστειλε κι’ ο Κωλέτης τους συντρόφους του αναντίον εις τους Πελοποννησίους, οπού τους βαίναν να κάμουν το κίνημα και ύστερα στέλναν και τους σκότωναν και τους γύμνωναν· και χάθηκαν τόσοι αγωνισταί αδίκως και παραλόγως· και χήρεψαν γυναίκες διά το χατίρι αυτεινών. Κι’ όσους δεν σκότωσαν εις τον πόλεμον τους σκοτώνουν ’σ την τζελατίνα με τους προκομμένους τους κριτάς, οπού ’νεργούνε τους νόμους καθώς θέλουν. Τον Γρίβα τον φυλάκωσαν διά τον σκοτωμόν του Πράσινου και βάλθηκαν όλοι οι φίλοι του και συντρόφοι του, ο Κωλέτης και η γενεά, και τον έβγαλαν. Κι’ όταν φυλάκωσαν τους άλλους οπλαρχηγούς τον ξαναφυλάκωσαν οπίσου.
     Διόρισαν και την ’πιτροπή να δικιώση τους αγωνιστάς και να τους βαθμολογήση. Ήταν φίλοι οι περισσότεροι του Μαυροκορδάτου και του Κωλέτη και βαθμολογούσαν πολλούς φίλους τους με χωρίς δικαιώματα. Και γεννήθηκαν πλήθος παράπονα διά την αδικία οπού κάμαν εις τους αγωνιστάς πολλούς. Τότε έβγαλαν και τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς από την χάψη· τους βαθμολόγησαν συνταματάρχηδες, και τους κρέμασαν κι’ από ’να σταυρό και γκεζερούν εις τα σοκάκια τ’ Αναπλιού και καμαρώνουν. Και δεν γύρευαν, αν ήταν άνθρωποι με χαραχτήρα, ’κανοποίηση από τους αίτιους, οπού τους είχαν τόσον καιρό χαψωμένους.
     Εις τα 1834 τα έβγα Αγούστου ήρθε ο βασιλέας εις Αθήνα. Ήθελε να πάγη εις την περιοδεία της Ρούμελης και μου είπε να πάγω κ’ εγώ μαζί του. Είχε και τον Τζαβέλα, Βάσιον και Μαμούρη. Πήγαμεν παντού εις την Ανατολική Ελλάδα και τα ’ροθέσια της Λαμίας. Τον δέχτηκαν όλοι οι κάτοικοι με μεγάλη επίδειξιν. Γυρίσαμεν πίσου εδώ τέλη Σεπτεβρίου. Μου είπαν οι αξιωματικοί να τους κάμω ένα τραπέζι εις το σπίτι μου να φάνε. Πήγα εις την Μεγαλειότη του να πάρω την άδεια. Λέγει η Μεγαλειότη του· «Θέλω να ’ρθω κ’ εγώ εις το σπίτι σου να φάγω». Του είπα ότ’ είναι δικόν του και είναι μεγάλη η τιμή οπού θα λάβω. Ότι δεν είχε πάγη σε κανέναν να φάγη ψωμί έξω από εκεί οπού διάβαινε, οπού του ετοίμαζαν κονάκι οι κάτοικοι. Τότε τον πήρα εις το σπίτι μου και με το φτωχικόν μου έμεινε ευκαριστημένος. Τότε οι φίλοι της κακίας δεν είχαν μάτια να με ιδούνε κι’ όλο με κακολαλούσαν διά να μην προβοδέψω και πλησιάσω μαζί του και μάθη την αλήθεια· κι’ αυτό τους θανάτωνε. Ότι εις την περιοδεία του είπα καμπόσες αλήθειες κ’ έμεινε ευκαριστημένος και παρουσία σε όλους αυτό το μολόγησε ο Βασιλέας, ότ’ είναι πολύ ευκαριστημένος. Έμαθαν αυτό και το τραπέζι – τότε έπρεπε όλοι να καταγίνωνται να με κακοσυσταίνουν.
     Τον Νοέβριον μήνα τα 1834 αποφάσισε η Κυβέρνηση να ’ρθη εις Αθήνα κ’ έστειλε τον Κωλέτη γραμματέα του Εσωτερκού να κάμη τα καταστήματα. Έκαμεν καμπόσες ημέρες εδώ· δεν πήγα να τον χαιρετήσω, ότι με κρυφοδάγκωνε. Μίαν ημέραν πήγα. Μου λέγει· «Εγώ τόσον καιρό εδώ, τώρα ήρθες να με ιδής; – Δεν το θεώρησα ως αναγκαίον χρέος μου. Τώρα ήρθα, κι’ αν δεν σου αρέση φέγω και δεν ματάρχομαι. –Μου λέγει, πολλοί φίλοι μου μου λένε· «Διατί είναι ’γγισμένος ο Μακρυγιάννης μ’ εσένα;» Τους λέγω (μου λέγει)· «Δεν ξέρω τίποτα. – Του λέγω, ανόητοι άνθρωποι σου λένε τοιούτα και τα πιστεύεις; Πώς μπορεί ένας σουλντάτος να πιαστή με βασιλικόν υπουργόν; Δεν είναι αυτό, του λέγω, οπού δεν έρχομαι. Ήταν ένα παλάτι χαλασμένο και το γκρεμίσαμεν από θεμελιούθεν και το φκειάσαμεν να καθίσουμεν όλοι μέσα. Βάλαμεν εις της πόρτες εγγλέζικες κλειδωνιές και σου δώσαμεν τα κλειδιά εσένα διά να βαίνης εκείνους οπού κοπιάσαν κ’ έφκειασαν το σπίτι αυτό, οπού βαστάς τα κλειδιά του λόγου σου διά να μην μπαίνη όποιος θέλη· διά ’κείνο σου δώσαμεν εσένα τα κλειδιά. Του λόγου σου ανοιγοκλείνοντας διά το νιτερέσιον μόνον το δικόν σου κι’ όχι του σπιτιού, χάλασες αυτές της παλιοκλειδωνιές κ’ έβαλες εις το σπίτι κλειδωνιές τεφαρίκια Ευρωπαίγικα και της παλιοκλειδωνιές της πέταξες εις τα σκούπρα (εις της χάψες), εκεί οπού να μην ανεμείνη τζίτα γερή και χρήσιμη. Θυμήσου, κύριε Κωλέτη, αυτό το σπίτι είπε ο Θεός να χτιστή και θέλει εκείνους οπού αγωνίστηκαν κ’ έγινε – θα ’ρθη καιρός να ψάξης εσύ κ’ οι συντρόφοι σου δι’ αυτές της κλειδωνιές της σάπιες και να μην εβρήτε καμμίνια· εσείς τότε θα βαρέσετε το κεφάλι σας· τώρα είναι πολλά ήσυχον. – Μου λέγει, τ’ είναι αυτά οπού μου λες; Θα ’ρθω εις το σπίτι σου να μιλήσωμεν. – Να μην έρθης και δεν χωράς· και να ’ρθης, θα μου ειπής να βγω από το παλεθύρι. Όμως εγώ έχω σκάλα φκειασμένη, δεν ματατζακίζομαι. Και είδαμεν την ’λικρίνειάν σας ολουνών. Και κάμετε το χερότερον, ό,τι σας περάση. Εγώ τώρα προσκυνώ Θεόν, πατρίδα και Βασιλέα. Έχω σέβας εις την Κυβέρνησιν κι’ Αντιβασιλεία όσο να ηλικιωθή και να κυβερνήση ο Βασιλέας».
     Τότε έβαλε τους φίλους του Κριτζώτη, Ροζού (;) κι’ άλλους να φιλιωθούμεν. Τους είπα· «Δεν θέλω φιλίαν μ’ αυτούς. Όταν είμαι οχτρός, φυλάγομαι και με την φιλίαν με τρώνε». Απολπίστη από ’μένα. Είχε τον Κλεομένη φερμένον διοικητή εδώ· τον έβαλε να του κάμη παρτίδο εις την Αθήνα. Διάλυσαν τα μοναστήρια· συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και πούλαγαν τα δισκοπότηρα κι’ όλα τα γερά εις το παζάρι· και τα ζωντανά διά δίχως τίποτα. Παίρναν οι τοιούτοι· πήρε κι’ ο Κλεομένης μ’ άλλους τα ζωντανά των μαναστηργιών και τα ’φερε εδώ. Κ’ έκαμαν και τα μούλκια λιβάδια και τα βόσκαγαν. Τότε πιαστήκαμεν και γενήκαμεν κομμάτια. Με διόρισαν ’πίτροπόν τους όλοι οι νοικοκυραίγοι και τρομάξαμεν να λευτερωθούμεν από τα μαναστηριακά τα ζωντανά, οπού κάμαν λάφυρα όλοι αυτείνοι τα μούλκια. Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια και οι καϊμένοι οι καλογέροι, οπού αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα τους δρόμους, οπού αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες μας κι’ όλα τ’ αναγκαία του πολέμου· ότ’ ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους. Και θυσιάσαν οι καϊμένοι οι καλογέροι· και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα. Και οι Μπαυαρέζοι παντήχαιναν ότ’ είναι οι Καπουτζίνοι της Ευρώπης, δεν ήξεραν ότ’ είναι σεμνοί κι’ αγαθοί άνθρωποι και με τα έργα των χεριών τους απόχτησαν αυτά, αγωνίζοντας και δουλεύοντας τόσους αιώνες· και ζούσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί κ’ έτρωγαν ψωμί. Και οι αναθεματισμένοι της πατρίδας πολιτικοί μας και οι διαφταρμένοι αρχιγερείς κι’ ο τουρκοπιασμένος Κωσταντινοπολίτης Κωστάκης Σκινάς συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και χάλασαν και ρήμαξαν όλους τους ναούς των μοναστηριών.
     Ο Κωλέτης, συνειθισμένος από τ’ Ανάπλι – ήθελε την Κυβέρνηση εκεί, ότι έκαμεν τόσα σπίτια κι’ αργαστήρια σε αλλουνού όνομα κι’ αυτός έπαιρνε τα νοίκια και παίρνει από αυτά· δι’ αυτό είχε νιτερέσιον πρώτο· και ύστερα, στενό το μέρος εκείνο, έκανε της φατρίες του όπως ήθελε· ευτύς σύναζε τους οπαδούς του και φοβέριζε το έθνος και την Κυβέρνηση με τους παντίδους τους συντρόφους του, πολιτικούς και στρατιωτικούς – εδώ οπού ’ρθε, η Αθήνα εκτεταμένη, οι Αθηναίοι θέλουν ησυχία, άλλος θα πάγη εις τ’ αμπέλι του, άλλος ’σ το χωράφι του, και δεν τηράνε συντροφιές κάλπικες, τηράνε την δουλειά τους κι’ όχι μπιλλιάρδους και καφφενέδες· τότε ο Κωλέτης επιφόρτισε τον Κλεομένη του να του κάμη παρτίδο. Συνφώνησαν μυστικούς συντρόφους τον Ζαχαρίτζα και τον Βλάχον, παλιά συντροφιά, οπού κυβέρνησαν μαζί με τον Γκούρα την Αθήνα και την έσπειραν αλάτι, και δένουν αυτείνοι οι τέσσεροι κοντράτα και παίρνουν τα τρόφιμα της πόλεως και το ψωμί διά να βρίσκωνται. Έδωσε ο Γραμματέας του Εσωτερκού των τέσσερων συντρόφων, Κωλέτη κι’ αλλουνών, πενήντα πέντε χιλιάδες δραχμές να βρίσκεται κρέας και ψωμί εις την πιάτζα. Πριν πάρουν της 55 χιλιάδες είχε εξήντα λεπτά το κρέας· τότε το ’καμαν μίαν δραχμή και ψόφιον. Το ίδιον και το ψωμί και τ’ άλλα. Τότε βούγησε όλος ο κόσμος δι’ αυτό και πήγαν εις τον Βασιλέα και το ψωμί και το κρέας. Και κατηγόραγαν τους Αθηναίους.
     Ήταν και εις τον Περαιά ’σ την άκρη εις την θάλασσαν κι’ ολόγυρα ’διοχτησίες· πήγε ο κύριος Κωλέτης και τη μέρασε των συντρόφωνέ του μυστικά· κι’ όποιος ’διοχτήτης είχε δέκα στρέμματα, του άφιναν μόνον τρακόσες πήχες, ένα πέφτο του στρεμμάτου, και τ’ άλλα τα μέραζε ο κύριος Κωλέτης – την ’διοχτησίαν των ανθρώπων την μέραζε των φίλωνέ του διά να χτιστή ο τόπος. Και δεν τα προκήρυχνε σε όλο το κράτος, να βάλη και μίαν προθεσμίαν, αλλά τα μέρασε με τους φίλους του· και πήραν της καλύτερες θέσες· και τότε οπού μαθεύτηκε, οι άλλοι λάβαιναν τα βουνά. Τότε, ότι κάνει δούλεψη η συντροφιά του Κωλέτη Κλεομένης, Ζαχαρίτζας και Βλάχος και θα γένουν πρώτοι κτίτορες, λέγει ο Κωλέτης εις τους Αντιβασιλείς να δώσουνε αυτής της συντροφιάς εκατόν ογδοήντα χιλιάδες δραχμές να χτίσουνε, βραβείον πρώτο. Τους έδωσε κι’ από τριάντα έξι αργαστηρότοπους ’στην πρώτη φάτζα, της συντροφιάς εκατόν οχτώ αργαστήρια, και εις το μυστικόν να ’χη τα μισά ο ’νεργητής, αργαστήρια πενήντα τέσσαρα. Κλεισμένα τα μάτια, εκείνη η θέση νοικιάζεται εκατό δραχμές το μήνα κάθε αργαστήρι. Μαθαίνοντας αυτά όλα και το μυστικόν διάταμα οπού τα μέραζε κρυφίως εις τους συντρόφους του, βάνω και φκειάνω μίαν αναφορά και την υπογράφουν όλοι οι νοικοκυραίγοι· και λέγαμεν αυτό και διά τα τρόφιμα και διατί να κατηγοριώνται οι Αθηναίοι ότι κάνουν πραμάτεια τους ανθρώπους· κι’ αυτείνοι οπού κάνουν αυτά είναι παλιοί συντρόφοι. Τότε μαθαίνει την αναφορά ο Κωλέτης, στέλνει και με φοβερίζει να σηκώσω την υπογραφή μου και να τραβήσω χέρι και να ξεκληστή η αναφορά, ότι γένεται συνήθεια να γράφουν οι πολίτες εις την Κυβέρνηση· και γένεται κακή συνήθεια· κι’ αν δεν σηκώσω την υπογραφή μου, θα με στείλη εις το Μπούρτζι. Του αποκρίθηκα θα διπλώσω την υπογραφή μου και θα την πάρω μόνος μου την αναφορά να την πάγω εις τον Αρμασμπέρη· κι’ ό,τι μπορέση κουσούρι να μην κάμη. Την πήρα και την πήγα την αναφορά μ’ άλλους δυο πολίτες· και μιλήσαμεν και ρήμαξαν τα σκέδιά τους. Και μοναχά οι συντρόφοι του, οπού ’νέργαγε κρυφά και γράφονταν, εκείνοι ωφελήθηκαν.
     Τότε άρχισε να κάμη και της εκλογές τω δημάρχω σε όλο το κράτος. Αγροικηθήκαμεν παντού και δεν έλαβε καμμίαν εκλογή με το πνεύμα του· μάλιστα από την Τήνο και Σάλωνα μ’ είχαν κάμη ’πίτροπόν τους. Άρχισε και εις την Αθήνα· επιστήριζε τον Ζαχαρίτζα και τους Βλαχαίγους. Ψηφοφόρησαν οχτακόσοι· και πήραν αυτείνοι από εκατόν πενήντα ψήφους, και το μέρος οπού ’χα εγώ με τους νοικοκυραίγους πήραμεν όλους τους άλλους. Βάλαμεν τον Ανάργυρον δήμαρχον, τον Καλλεφουρνά πρόεδρον κ’ εμείς σύνβουλοι.
     Όταν ήρθε η Κυβέρνηση εδώ, ήρθαν και πολλοί αγωνισταί πεθαμένοι της πείνας και καταξοχή αξιωματικοί. Είδαν οπού έφκειασα αυτό το σπίτι, έλπιζαν ότι μο ’δωσε κανένας πλούτη, άρχισαν και μου γύρευαν άλλος είκοσι τάλλαρα, άλλος δέκα κι’ άλλος απάνου κι’ άλλος κάτου. Τέλος πάντων κ’ εγώ καταχρεωνόμουν και τους ανθρώπους δεν μπορούσα να τους ευκαριστήσω σε όλη την αίτησίν τους· τους έδινα ό,τι μπορούσα κι’ αντίς να τους έχω φίλους, τους έπιανα οχτρούς. Είχα κ’ ένα μήνα οπού άρχισα να παίρνω μιστόν του βαθμού μου, καθώς και οι άλλοι· έπαιρνα τρακόσες εξήντα δραχμές. Είδα αυτό, και πέθαιναν και οι άνθρωποι εις τα παλιοκλήσια, οπλαρχηγοί κι’ άλλοι, κι’ από την πείνα κι’ από το κρύον, τότε στοχάστηκα: Οι αγωνισταί να πεθαίνουν της πείνας, κ’ εμείς να πλερωνώμαστε ολίγοι άνθρωποι; Εμείς οι ολίγοι φέραμεν την λευτεριά; Να κόψωμεν κ’ εμείς τον μιστόν μας, είτε να πάρουν και οι αδελφοί μας συναγωνισταί! Ειδέ ξίκι να γένη και ’σ εμάς! Τότε φκειάνω μίαν αναφορά και λέγω· «Επειδήτις όσοι αγωνίστηκαν πεθαίνουν από την πείνα και την ταλαιπωρίαν, καθώς και χήρες των σκοτωμένων και παιδιά τους, τον μιστόν οπού μου δίνετε διατάξετε να μου κοπή όλος και να τον δίνετε εις τους αγωνιστάς και χήρες κι’ αρφανά των σκοτωμένων. Κ’ εγώ, επειδήτις και χρωστώ ξένα χρήματα κ’ έχω και φαμελιά μεγάλη, διατάξετε να μου δοθή το μικρόν δώρον οπού αποφάσισαν όλες οι Κυβέρνησες όταν πληγώθηκα εις τους Μύλους τ’ Αναπλιού, οπού είναι ως εκατόν εξήντα πέντε δραχμές, να ζήσω κ’ εγώ με την φαμελιά μου όσο η Κυβέρνηση να δικιώση όλους τους αγωνιστάς, και μεράστε τους τον μιστόν μου των δυστυχισμένων αγωνιστών». Έδωσα την αναφορά μου εις την Αντιβασιλεία και το ’βαλα και εις τον τύπον να παρακινηθούν κι’ άλλοι.
     Τότε πάγει ο Κωλέτης και λέγει της Αντιβασιλείας· «Αυτός οπού ’καμεν αυτό μαζώνει όλους τους αδικημένους και θα κάμη απανάστασιν» – κι’ αν μου ’ρθε παρόμοια ιδέα, να ’χω την κατάρα της πατρίδος! Και δίνει γνώμη να με πιάσουν να με στείλουν εις το Παλαμήδι να με φυλακώσουνε. Έρχεται ο διοικητής ο Αξιώτης, ο φρούραρχος, ο γκενεράλ Πίζας μ’ ανακρένουν πώς το ’καμα αυτό και ποιος με διάταξε. Τους λέγω κ’ εγώ· «Το κεφάλι μου με διάταξε, όταν ήταν τα μεσάνυχτα, οπού ήταν πολλά ήσυχα, και το ’καμα. Εκλείστηκα εδώ εις το κάστρο μ’ εκατόν είκοσι οχτώ ανθρώπους και γλύτωσαν σαράντα μόνον κι’ αυτείνοι καταπληγωμένοι. Ήρθα εις τον Φαληρέα με περίτου από οχτακόσους και σκοτώθηκαν οι μισοί. Εκεί οπού δυστυχούν οι γυναίκες και τα παιδιά εκεινών ας δυστυχήσουνε και τα δικά μου!» Σηκώθηκα και πήγα εις τον αγαθόν Βασιλέα και τον βάσταξα απάνου από μίαν ώρα. Του ξηήθηκα πώς σηκώσαμεν ντουφέκι των Τούρκων και πόσο μας ωφέλησαν και πόσο μας ζημίωσαν οι δικοί μας πολιτικοί και να ιδή την κατάστασιν του κράτους του, αν θέλη μιαν ημέρα να βασιλέψη. «Κ’ εγώ λυπούμαι τους δυστυχείς και διά την ησυχίαν του κράτους σου, οπού είναι η πατρίδα μου, έκοψα το ψωμί από τα παιδιά μου να το δώσω των φτωχών αγωνιστών». Τότε πήρε την ευκαρίστησιν και μου είπε να πάγω να τα ειπώ και της Αντιβασιλείας αυτά. Και πήγα και τα είπα. Και διάταξαν κ’ έγινε μια ξεκονόμηση εις τους αγωνιστάς και χήρες κι’ αρφανά των σκοτωμένων. Μου είπαν να τα πάρω να τα μεράσω εγώ, δεν θέλησα· είπα να τα μεράση ο Δεσπότης και οι παππάδες. Κ’ έτζι έγινε. Κι’ ο Βασιλέας σηκώθη την αυγή και πήγε εις το συβούλιον της Αντιβασιλείας, οπού δεν ματάειχε πάγη. Και με γλύτωσε ο Βασιλέας από τους απατεώνες, οπού θα μ’ έχαναν αδίκως διά να θέλω να κάμω καλό. Τέτοιοι ανθρωποφάγοι είμαστε εμείς, και διά ’κείνο ήμαστε σκλάβοι τόσους αιώνες εις τους Τούρκους – κ’ εμείς παιδιά αυτεινών είμαστε και την αρετή τους έχομεν. Εμείς να ζούμεν καλά και οι άλλοι ας χαθούνε – κι’ όποιος τους βοηθήση να τον χάσουμεν κ’ εκείνον!

[ Kεφάλαιον τρίτον ]
Εις τα 1835 Μαγίου 20 κόλλησε ο Βασιλέας εις τον θρόνον. Έγινε λαμπρή παράταξη· από την εκκλησίαν ως το παλάτι στρωμένος ο δρόμος και στολισμένος. Εις το παλάτι συνάχτηκαν οι πρέσβες κι’ άλλοι πολλοί, καθώς και οι αρχές όλες. Οι κυβερνήταί μας διά να δυσαρεστήσουν το στρατιωτικόν – ήταν δικός τους ο φρούραρχος –παρουσίασαν όλες της αρχές κ’ εμάς μας καταφρόνεσαν. Τότε πιάστηκα εγώ με τον φρούραρχον. Του λέγω· «Αυτ’ είναι η ’μέρα οπού τρομάξαμεν να την ιδούμεν οι Έλληνες και καταξοχή οι στρατιωτικοί, χύνοντας αίμα ποταμούς· κι’ αφού αξιωθήκαμεν και είδαμεν τον Βασιλέα του αγώνος μας να κολλήση εις τον θρόνον, τηράτε να μας καταφρονέσετε;» Αφού εμπήκαν και οι παραμικροί και παρουσιάστηκαν, εμείς καθόμαστε καταφρονεμένοι. Λέγω των αξιωματικών· «Σηκώτε να φύγωμεν». Κ’ ευτύς εβήκα εγώ έξω. Ακολούθησαν καμπόσοι μαζί μου. Αφού μας είδε η βάρδια θυμωμένους εμπήκε εις τα όπλα. Το ’μαθε ο μαρσιάλης του παλατιού, έτρεξε κοντά μας και μας πρόφτασε· και μας παρακίνησε να γυρίσωμεν οπίσου. Καμπόσοι γύρισαν. Μου είπε κ’ εμένα να γυρίσω· του είπα· «Δεν γυρίζω!» Το βράδυ όσοι δεν γύρισαν οπίσου ήρθαν εις το σπίτι μου και μου λένε να κάμωμεν μιαν επιτροπή να πάγη εις τον μαρσιάλη. Εγώ τους λέγω· «Ούτ’ επιτροπή στέλνω, ούτε πάγω να παρουσιαστώ. Όταν ήταν η τάξη πήγα· δεν θέλησαν να μας παρουσιάσουνε – δεν ματαπάγω, κι’ αν του βαρύνη και του ίδιου του Βασιλέα! Σκλάβος δεν του είμαι· εις τον Τούρκο ήμουν σκλάβος. Κι’ αν δεν με θελήση, πηγαίνω αλλού και ζω. Την καταφρόνεσιν οπού μας κάνουν αυτείνοι πάντοτες την ’στάνομαι». Τότε αυτείνοι πήγαν και παρουσιάστηκαν. Σαν δε μ’ είδανε κ’ εμένα, το βράδυ με προσκαλούνε να πάγω εις το τραπέζι. Σηκώθηκα και πήγα. Τρώγοντας ψωμί μου λένε οι ’πασπισταί· «Τ’ είναι αυτό οπού έκαμες σήμερα; Από το Παλάτι το βασιλικόν έγινες αρχηγός και πήρες τους αξιωματικούς κ’ έφυγες. – Τους είπα, αρχηγός έγινα του κεφαλιού μου. Όποιος με καταφρονεί, εγώ φέγω κι’ άλλος ας κάμη ό,τι θέλη». Πλησίασε ο Βασιλέας και σιωπήσαμεν. Το ’μαθε ο Βασιλέας ύστερα και περιόρισε τον Γραμματέα του Στρατιωτικού και φρούραρχον. Και παρουσιαζόμαστε κατά την τάξη.
     Ο Φρούραρχος κι’ άλλοι ’νεργούνε και γίνεται ένα τραπέζι εις το Μαρούσι· και πηγαίνει εκεί ο φρούραρχος, οι ’πασπισταί του Βασιλέως Τζαβέλας, Γενναίος, Κατζάκος, Γριβαίγοι, Μαμούρης, Βάσιος, Χατζηπέτρος, Μήλιος κι’ άλλοι πολλοί· ήμαστε καμμιά σαρανταριά. Θέλαν να διατιμήσουνε εμένα· να δώσω αιτίαν να με χτυπήσουνε. Μου λέγει έναν λόγον πειραχτικόν ο συγγενής του Κωλέτη ο Χατζηπέτρος ’σ το τραπέζι. «Πώς; του λέγω· τι είπες; Πάρε το σπαθί σου και σήκου απάνου να σου δείξω!» Δεν σηκώθη. Πήρα μια μποτίλλια του την τίναξα εις το κεφάλι. Πιαστήκαμεν. Είδαν ότι θα χοντρήνη το κακό και σηκώθηκαν όλοι και μας χώρισαν.
     Η Αντιβασιλεία έπαψε άμα κόλλησε ο Βασιλέας εις τον θρόνον, κ’ έγινε ο Αρμασπέρης Αρχικατζελάριος. Οι αγωνισταί αδικήθηκαν από την πρώτη ’πιτροπή κι’ ολημέρα φώναζαν εις τον Βασιλέα – και πλήθος αναφορές. Τότε διορίζουν τον γκενεράλ Τζούρτζη πρόεδρον μιας επιτροπής· μέλη τον Κριτζώτη, τον Νικήτα, τον Τζαβέλα, τον Ομορφόπουλον κ’ εμένα. Ο Κατζελάριος, της Αγγλικής φατρίας, φρόντισε πρώτα κ’ έδιωξε τον Κωλέτη – τον έστειλε πρέσβυ εις την Γαλλία· τον Μεταξά τον έστειλε εις την Ισπανία. Τον Μαυροκορδάτο προ καιρού τον είχαν διώξη. Τότε ο Αρμασμπέρης παντρεύει δυο κορίτζα του και τους δίνει τα δυο παιδιά του Κατακουζηνού. Κ’ έτζι επεβαίνουν και εις την θρησκεία μας διά να μας φκειάσουνε του δόματός τους από λίγον κατ’ ολίγον. Κ’ αυτό το παράδειμα το ακολούθησαν και οι Έλληνες και παντρεύονται τοιούτως. Τότε ο Αρμασμπέρης διά να δείξη ότ’ είναι ο αγαπημένος των Ελλήνων – και είδε ότι μ’ αγαπούνε εις όλο το κράτος– θέλει το στρατιωτικόν να του προσφέρουν ένα σπαθί και να τον πολιτογράψουν παντού εις την Ελλάδα. Με παίρνει μου κάνει ένα τραπέζι· ήταν κι’ ο Τζούρτζης εκεί ο φίλος του. Μου λέγει ότι μ’ αγαπάγει και θα ’νεργήση να μου δώσουν τον σταυρόν με τ’ άστρος κι’ άλλα πολλά. Την άλλη ημέρα μου λέγει ο γκενεράλ Τζούρτζης διά το σπαθί, να ’νεργήσω, και διά το πολιτόγραμμα· κι’ ότι ο Κατζελάριος θα με κάμη σημαντικόν άνθρωπον. Του υποσκέθηκα αυτά με τα χείλη.
     Πηγαίνει ο Γαρδικιώτης Γρίβας με το τάμα του ’σ την Δυτική Ελλάδα και ρέθιζε τους κατοίκους να σηκωθούν αναντίον της Κυβέρνησης, το ίδιον και σε άλλα πολλά μέρη, καθώς κι’ ο Θοδωράκης Γρίβας έβγαζε ληστές παντού κι’ άλλοι τοιούτοι. Κι’ αφάνιζαν τους κατοίκους. Τότε άρχισε και η βαθμολογία της επιτροπής. Θέλαν να βάλουν εις την βαθμολογίαν πολλούς ανάξιους, οπού να μην λείψουνε ποτές οι δυστυχίες από τους αγωνιστάς και γενικώς από την πατρίδα. Τότε διά να μ’ ελκύσουν είπαν να μου κάμουν και τον αδελφό μου λοχαγόν, ότ’ είναι αδικημένος από τον Καποδίστρια. Τους λέγω· «Είναι υπολοχαγός· ’σ εκείνο να μείνη. Και να δικαιώσουμεν τους ανθρώπους του Αγώνος να φάνε κομμάτι ψωμί, να μην ταλαιπωριώνται ξυπόλυτοι και γυμνοί. Αυτούς έχομεν αδελφούς – να σωθούν τα δεινά τους, να ησυχάσουν και αυτείνοι και η πατρίδα και ο Βασιλέας. – Μου λένε, τον βάνομεν εμείς τον αδελφό σου κ’ εσύ φώναζε ό,τι θέλεις. – Τον βάνετε εσείς, απαρατιώμαι εγώ· και το βάνω εις τον τύπον διατί απαρατήθηκα». Τότε τ’ άφησαν και τους είπα· «Να ’χωμεν δικαιοσύνη και να λέμεν με φόβον του Θεού όποιον αγωνιστή ξέρει ο καθείς». Και τοιούτως ακολουθήσαμεν.
     Τότε διορίστη ο γκενεράλ Τζούρτζης και Γενικός Επιθεωρητής του στρατού. Αποφασίστη κι’ όσους βαθμολόγησε η πρώτη ’πιτροπή κ’ εμείς να συστηθούν σε τετραρχίες και να γένη φάλαγξ. Κάμαν δέκα τετραρχίες. Διόρισαν κ’ εμένα τετράρχη της Αττικής. Αστένησα. Έρχονταν εις το σπίτι μου πολλοί άνθρωποι να με ιδούνε· έρχονταν και οι αξιωματικοί της τετραρχίας μου. Δυο τρεις μου λένε· «Εδώ οι Γριβαίγοι ρεθίζουν τους στρατιωτικούς και τους στέλνουν και πηγαίνουν έξω εις το κράτος και κάνουν ληστείες». Τότε και εις το Κράβαρι, χωρίον Ελετζού, είχε πάγη ο Καλαμάτας κι’ άλλοι λησταί και το πάτησαν· χάλασαν και το σπίτι ενού αγωνιστή, Καλατζαίγους τους λένε. Εκεί ρωτούσαν οι λησταί πότε μπορεί να βγούνε οι Γριβαίοι όξω να ξέρουν. Τότε απ’ αυτούς ήρθε ένας εδώ να ειπή την δυστυχίαν του· τον είχα φίλο· μου είπε αυτά. Τότε αυτά κι’ ό,τι μου είπαν οι αξιωματικοί κατά χρέος θέλησα να τα ειπώ του Αρχικατζελάριου. Μην ξέροντας την γλώσσα του, είχα τον Βαλέττα φίλο και του το είπα κι’ αυτός ήφερε τον γυναικάδελφό του Παναγιωτάκη Σούτζο και τα είπαμεν να τα ειπή τ’ Αρμασπέρη. Πήγε και του τα είπε. Τότε αυτός διά ν’ αποκοιμίση εμένα, με προσκαλεί να πάγω να φάμε ψωμί. Ρωτάγω τον δούλον του ποιοι άλλοι είναι εις το τραπέζι, μου λέγει οι Γριβαίγοι και ο Παναγιωτάκης ο Σούτζος. Τότε λέγω του δούλου· «Σύρε και πες του Εξοχωτάτου Αρμασπέρη δεν είμαι άξιος να φάγω ψωμί εις το τραπέζι του». Τότε του το ’βγαλα φόρα και διά το σπαθί και πολιτογράψιμον. Φανερώθη κι’ απαρατήθη από αυτά.
     Τότε άρχισε η αποστασία εις την Δυτική κι’ Ανατολική Ελλάδα. Ο Βασιλέας είχε πίστη ’σ εμένα· μου στέλνει τον Μιαούλη και μου λέγει θα διορίσουνε αρχηγούς διά την καταδίωξιν των ανταρτών και ληστών και να με διορίση κ’ εμένα. Του είπα, δεν μου το συχωρεί μήτε η υγεία μου, μήτε η συνείθησή μου να χτυπήσω τους αγωνιστάς, οπού άλλοι ήταν οι αίτιοι. Και διόρισαν τον Βάσιο, τον Μαμούρη, τον Τζαβέλα και τον ’νεργητή Γρίβα κι’ αδελφόν του Γαρδικιώτη. Και κινήθηκαν αναντίον εκεινών, οπού παρακινούσαν να σηκωθούνε «κ’ είναι κι’ αυτείνοι σύνφωνοι», τους λέγαν. Και τους πήγαν αναντίον τους δολερώς κι’ απίστως· και σκοτώθηκαν τόσοι αγωνισταί κι’ αρφάνεψε η πατρίς από αυτούς. Ότι μίαν ημέρα θα τους χρειαστή και πού να τους εύρη; Τα ’φαγαν τα περισσότερα και καλύτερα παληκάρια οι δολεροί και οι κακοί ανθρώποι. Διόρισαν ύστερα και τον γκενεράλη Τζούρτζη να πάγη επί κεφαλής αυτεινών· πήρε κ’ εμένα με την τετραρχίαν και το πεζικό της γραμμής και καβαλλαρία και Γαρδικιώτη με το τάμα του και πήγαμεν εις Μισολόγγι. Και μάθαμεν ότι διαλύθηκαν οι αντάρτες, όταν μάθαν τον δόλο και την απάτη των συντρόφωνέ τους. Οι κάτοικοι πήγαν εις τα σπίτια τους, οι σημαντικοί έπαθαν σκοτωμούς και φυλακές· και οι λησταί πήγαν εις το Τούρκικον. Και τότε ο Γρίβας έστελνε κεφάλια των συντρόφωνέ του εις την Κυβέρνηση, καθώς έστελνε ένας ντερβέναγας του Αλήπασσα, τον έλεγαν Ισούφ Αράπη.
     Εις το Βραχώρι μάθαμεν ότι ο Βασιλέας μας πάγει εις την Μπαυαρία να παντρευτή. Από τους ανθρώπους εις το Ξερόμερον κι’ αλλού μάθαμεν της ενέργειες των Γριβαίων κι’ όλης της συντροφιάς. Ήρθαμε εδώ εις Αθήνα, αφού κάμαμεν όλη την περιοδεία. Τότε ο Γρίβας τούρκεψε τους ανθρώπους. Ήρθαν οι κάτοικοι φωνάζοντας εις την Κυβέρνησιν· έφυγαν και καμπόσες φαμελιές και πήγαν εις την Τουρκιά. Τότε όσους ήταν άξιοι διά παλούκι, όλους τους ληστάς, τους σύναξε ο Γρίβας και προστάζει ο Κατζιλέρης ο Αρμασπέρης, διορίζει κ’ εμάς την ’πιτροπή κατά το ριπόρτο του Γρίβα, αφού τους έστειλε διαταγή να μπούνε μέσα εις το κράτος, οπού ήταν εις την Τουρκιά, κι’ αφού ήρθαν διατάττει την ’πιτροπή ο Αρμπασμπέρης να τους κάμωμεν αξιωματικούς. Ο σύντροφός του ο γκενεράλ Τζούρτζης ήταν έτοιμος· εγώ τους είπα· «Τα χέρια μου και τα δυο να τα κόψετε, υπογραφή δεν βάνω να βαθμολογήσω ληστάς, οπού κάψαν της εθνικές καζάρμες και σκότωσαν και της φυλακές των συνόρων!» Τότε γγιχτήκαμε δι’ αυτό· μάλλωσα με τον γκενεράλη. Πήρα τ’ άλλα τα μέλη εις το σπίτι μου και φάγαμεν και τους είπα· «Δεν θα σκοτωθούμεν από τους αγωνιστάς; Εκείνοι να περπατούνε δυστυχισμένοι, και τους ληστάς να τους φκειάσουμεν αξιωματικούς;» Τότε ορκιστήκαμεν και δεν θέλησε κανένας από ’μας. Και τους έκαμεν μόνος του ο Αρμασμπέρης. Και διάταξε να ’ρθη ο Γρίβας εις την Αθήνα. Κ’ ήρθε με καμμιά εκατοστή τέτοιους. Κι’ ο Αρμασμπέρης διόρισε τους φίλους του και γαμπρούς του και πήγαν και τον δέχτηκαν. Οι κάτοικοι έλπιζαν να τους παλουκώσουνε, κι’ ο Κατζελάρης τους έκανε τέτοιες επίδειξες. Το ’δωσε και τον σταυρό του λαιμού, και η γυναίκα του του χάρισε ένα ’ρολόγι. Τότε έγινε η Αθήνα σπίτι των ληστών· δεν κόταγαν να βγούνε οι άνθρωποι έξω· βρίσκονταν σκοτωμένοι, γυμνωμένοι, από αυτά πλήθος. Έδειρε ο Γρίβας και τον φίλο του τον Σκούφο, οπού πείραζε με την ’φημερίδα του αυτούς όλους.
     Τότε ήμουν μέλος του Δημοτικού Συνβουλίου· ο Καλλεφουρνάς πρόεδρος, φίλος μου. Μιλήσαμεν εις το σπίτι μου την κατάστασιν της πρωτεύουσας και είπαμεν να συνάξωμεν το Δημοτικόν Συνβούλιον και να γυρέψωμεν να γένη μια πολιτοφυλακή. Το συνάξαμεν· αρχίσαμεν την πρότασιν οι δυο μας. Ηύραμεν σύνφωνο όλο το Συνβούλιον να γένη αυτό, κ’ εμένα με διόρισαν αρχηγόν. Τους είπα· «Η ομιλία δεν είναι διά δόξες, είναι διά προφύλαξή μας, και δεν θέλω αρχηγίες· όποτε είναι η αράδα μου, ως απλός πολίτης φυλάγω κ’ εγώ». Έγιναν όλα αυτά. Το ζητήσαμεν από την Κυβέρνηση· βήκαν δυο αναντίοι ο Κοκκίδης κι’ ο Γεννάδιος σύβουλοι. Τότε ο Αρμασμπέρης πειράχτηκε. Πήραν και την πράξη την βάλαν εις τον τύπον. Εγώ καθώς γύρισα από την περιοδεία δεν είχα πάγη τελείως εις τον Αρχικατζελάριον· με ζήτησε εις το τραπέζι του, δεν ζύγωσα. Τότε άρχισε να με βαρή. Ζητώ να παρουσιαστώ να του μιλήσω με διαρμηνέα δικόνε μου. Παίρνω τον Βενθύλο και πήγα. Ήταν καμμιά εβδομηνταργιά Έλληνες απόξω, στρατιωτικοί και πολιτικοί. Και εις όλα είχε τον Παναγιωτάκη Σούτζο οπού συβουλεύεταν. Αφού γλύτωσε από τους άλλους, μπήκα μέσα· πήρα και τον Βενθύλο. Μου λέγει ο Αρχικατζελάριος· «Πολύν καιρό δεν σ’ είδα· μου φαίνεται, είσαι αστενής; – Όχι, του λέγω, είμαι υγιής. Εξ αιτίας οπού καταγένεσαι είπα ότι η παρουσία μου σου δίνει βάρος και δι’ αυτό δεν σ’ ενόχλησα. –Κύριε, μου λέγει, τ’ ήταν εκείνο οπού ’κανες εις το Συβούλιον; – Έκανα ως πατριώτης ορκισμένος εις την πατρίδα μου και να προφυλάξω την πολιτεία μας· ό,τι έκαμα το ’καμα μαζί μ’ άλλους δεκαπέντε. Δικαιοσύνη θέλουν οι Έλληνες, Εξοχώτατε! Ότι χύσαμεν ποταμούς αίματα και την δικαιοσύνη δεν την λέπουμεν. Και εις την Αθήνα κανείς δεν κρύβεται, ότι τα σπίτια είναι μεϊντάνια».
     Βγάζει έξω ότι γένεται μια φατρία να σκοτώσουνε τους σημαντικούς κι’ αυτόν, κι’ αρχηγός αυτεινής της φατρίας είμαι εγώ. Τότε θέλει να στείλη να με πιάσουνε. Αποφάσισα ν’ αντισταθώ. Ήρθε ο Νότης, ο Βαλτηνός μου λένε· « Τ’ είναι αυτά οπού ακούμε; και θα πάθης. – Σκαλίζω τον κήπο μου, τους λέγω· όποιος θελήση να με πειράξη – ο αδύνατος έχει του Θεού την δύναμη εις το δίκιον του», τους είπα. Τότε πάνε και τα λένε αυτά του Αρμασπέρη και σιώπησε το κίνημα και μο ’στειλε να ησυχάσω. Έγραψα αυτά του Βασιλέως, πώς έγινε η ανταρσία της Ρούμελης, πού κατήντησαν οι υπήκοοί του, πώς έγιναν οι βαθμολογίες, πως ’νεργούν αναντίον του και να ’ρθη να κυβερνήση το κράτος του. Και να βαστάξη και την αναφορά μου· κι’ αν τον απατώ, δεν είναι δίκιος Βασιλέας αν δεν με καταδικάση εις θάνατον. Τότε κάνω κ’ ένα τραπέζι και παίρνω όλους τους Μπαυαρέζους, οπού ήταν φίλοι του Βασιλέως κι’ αναντίοι του Αρμασπέρη, και τρώμεν εις το σπίτι μου· και τους παρακινώ να φκειάνουν κι’ αυτείνοι μίαν αναφορά και ξεστόριζαν τα κακά οπού τρέχουν εις το κράτος του. Τότε ο Βασιλέας διάβασε της αναφορές με τον πατέρα του. Του είπε ο Βασιλέας ότι έχει πολλή πίστη ’σ εμένα. Τότε εις Μπαυαρίαν έστειλε ο Αρμασπέρης τον γαμπρό του τον Κατακουζηνόν. Έμαθε ο Κατακουζηνός την αναφορά μου, γράφει του πεθερού του αυτά. Τότε άρχισε ο Αρμασμπέρης να λαβαίνη μέτρα πώς να μ’ εξαλείψη. Ήμουν πρόεδρος του Δημοτικού Συνβουλίου. Μαζώνεται όλο το Συνβούλιον και φκειάνομεν ένα ψήφισμα και λέγαμεν· «Μ’ αυτόν τον τρόπον δεν διοικιώμαστε, με το «έτζι θέλω» του κάθε ενού· θέλομε νόμους κατά τους αγώνες μας και θυσίες μας». Πριν βγάλωμεν την αναφορά έξω να μαθευτή, κάνω ένα τραπέζι καλό και παίρνω όλους τους σημαντικούς αγωνιστάς. Παίρνω τον Κουντουργιώτη, τον Μπόταση κι’ άλλους πολιτικούς, παίρνω τον Κολοκοτρώνη, Νότη, Βαλτηνό, Βάσιο κι’ άλλους πολλούς στρατιωτικούς, παίρνω τον Δήμαρχον κι’ όλο το Δημοτικόν Συβούλιον. Ήμαστε ’σ το τραπέζι περίτου από εξήντα. Αφού φάγαμεν κι’ αρχίσαμεν να σηκώσουμε τα γιομάτα, σηκώθηκα εγώ κ’ είπα· «Ζήτω του Βασιλέως μας και της Βασίλισσάς μας και να τους δώση ο Θεός και βασιλόπαιδα, και να τους φωτίση να μας κυβερνήσουνε με συνταματικούς νόμους κατά της θυσίες της πατρίδος». Έπιαν όλοι το γιομάτο. Την αυγή το ’μαθε ο Αρμασπέρης αυτό, τους πήρε όλους εις την οργή του κ’ εμένα διά παλούκωμα. Τότε του στείλαμεν και το ψήφισμα, οπού φκειάσαμεν το Δημοτικόν Συβούλιον· το βάλαμεν και εις τον τύπον. Τότε γύρεψε να με κάμη εξορίαν. Ήρθε ο κομαντάντης της πιάτζας στελμένος από τον φρούραρχον να γένω χαζίρι σε δυο ώρες να φύγωμεν – θα ’ρθουν να με πάρουν· και να είμαι εις την θέλησίν τους, να με ξορίσουνε εις τα νησιά. Τους είπα· «Είμαι αστενής εξ αιτίας των πληγών και θα κάτζω με την φαμελιά μου να με συγυρίση εις το σπίτι μου. Κι’ αν έφταιξα, ας με κρίνη η Κυβέρνηση με τους νόμους της πατρίδος μου· και να με παιδέψη κατά το έγκλημά μου». Τότε στείλαν γιατρούς· κι’ από το γινάτι μου μ’ έπιασε μια μεγάλη κάψη. Με γύμνωσαν, είδαν της πληγές. Τότε λέγω του κομαντάντη και των γιατρών· «Επειδήτις η Κυβέρνηση δεν έχει πίστη ’σ εμένα, ότι της λέγω είμαι αστενής και με γυμνώσετε ως σουλντάτον, δεν ματαθέλω να είμαι εις την ’πηρεσίαν της· ως αξιωματικόν δεν με γνωρίζει, κ’ εγώ δεν την γνωρίζω· κι’ απαρατιώμαι· και είμαι εις το εξής απλός πολίτης. Και να λάβη και την ’πηρεσίαν της τετραρχίας και το γραφείον». Ήρθαν μου μίλησαν πολλοί να μην απαρατηθώ· δεν στρέχτηκα κι’ απαρατήθηκα. Τότε στέλναν οληνύχτα πεζούρα και καβαλλαρία και με φύλαγαν. Έρχονταν και οι αγωνισταί κρυφίως και με φύλαγαν ’στο σπίτι μου κ’ έξω εις της ελιές. Ότι ήθελαν να με πάρουν διά νυχτός. Ότι ο Αρμασπέρης δεν ξέχανε την αναφορά οπού ’γραψα εις τον Βασιλέα. Τότε διάλυσαν και το Δημοτικόν Συνβούλιον, έπαψαν και τον Δήμαρχον και ξέκλησαν και το πρωτόκολλον να μην φαίνωνται αυτές οι πράξες, ούτε εκείνη διά την πολιτοφυλακή, ούτε η άλλη διά το σύνταμα. Μ’ είχαν κλεισμένον εις το σπίτι μου όσο οπού ’ρθε ο Βασιλέας – κι’ ως τώρα να μην έρχεταν, εγώ θα ήμουν ακόμα φυλακωμένος. Εις την Μπαυρίαν του είπε ο πατέρας του του Βασιλέα κ’ έφερε μαζί του τον Ρουντχάρτη να τον βάλη εις τον τόπον του Αρμασπέρη. Τα 1837 Φλεβαρίου 3 ήρθε ο Βασιλέας και η αγαθή Βασίλισσα. Πήγαν οι πρέσβες εις την φεργάδα· τους είπε ότι ο Αρχικατζελάριος είναι παμένος κ’ ευτύς ν’ αναχωρήση από το κράτος. Τότε πέθανε κι’ ο Κατζελάριος κι’ ο φίλος του ο πρέσβυς της Αγγλίας. Πάσκισε να τον βαστήξη· του κάκου. Πήγαμε και συνοδέψαμε τους Βασιλείς με μεγάλη παράταξη κι’ όλοι οι πολίτες. Σε δυο ημέρες φκειάνω μιαν αναφορά της Μεγαλειότης του και του ξηγώμαι διά την αναφορά οπού ’στειλα εις την Μπαυαρίαν τι δοκίμασα και τι αντενέργειες του κάναν διά να μην ματαγυρίση οπίσου εις την Ελλάδα· και η Αγγλία τι σκοπούς έχει και πώς ρήμαξε το ταμείον ο Αρμασπέρης κι’ ο υπουργός της ’μπιστοσύνης του, της Οικονομίας· τι πήραν μαζί· και τα καλύτερα υποστατικά, σταφίδες, μύλους κι’ άλλα τα μέρασαν (τα οποία φαίνονται ως σήμερα)· και γύμνωσαν την δυστυχισμένη πατρίδα. Και εις το Κράτος του μένει η δυστυχία. Χάλευε ο Αρμασπέρης και η συντροφιά του να κάμουν τον Λασσάνη συνταματάρχη, και διαμαρτυρήθηκα κ’ έμεινε. Τους βαθμούς τους δώσαν των ληστών και οι αγωνισταί μείναν δυστυχείς. Παρουσιάστηκα και μίλησα αυτά του Βασιλέως και το ’δωσα και την αναφορά μου και του έλεγα· ’στο εξής δεν είμαι άξιος τοιούτως να δουλέψω, ότι δεν μου το συχωράει η υγεία μου και να μου δώση την άδεια να βάλω την κόπια της αναφοράς μου εις τον τύπον. Μου είπε να μην την βάλω. Τότε, αφού έμαθε αυτά ο Αρμασπέρης ’νέργησε να με καταδικάσουνε. Του παραγγέλνω είμαι έτοιμος σε ό,τι αγαπάη, εις τους νόμους της πατρίδος μου να κριθώ, και δεν θέλω κι’ αβοκάτους, ότι έχω την ίδια μου αλήθεια αβοκάτο. Τότε σιώπησε κ’ έμεινε. Το ’δωσε ο Βασιλέας εκατό χιλιάδες δραχμές του Αρμασπέρη, πήρε και κάνα μιλλιούνι τάλλαρα και πάγει ’στην δουλειά του. Ήταν ψειργιασμένος κόντης κ’ έγινε πραματικός. ’Στο φευγάκι του έκαμεν ένα τραπέζι μεγάλο και κάλεσε τους συντρόφους του Κριτζώτη, Γριβαίγους, Μαμούρη, Ρούκη, Κολιόπουλον, Γενναίον, Τζόκρη κι’ άλλους τοιούτους, οπού τους έκαμεν με υποστατικά και με χρήματα – τους έδινε ένα αυτεινών κ’ έπαιρνε αυτός εκατό. Τους πήρε και φάγαν ψωμί· σηκώθη κ’ έπγε ένα γιομάτο και λέγει· «Εις υγείαν εσάς των αγαθών Ελλήνων οπού συντρώμεν σήμερα κι’ αποχαιρετιώμαστε». Άρχισαν κ’ έκλαιγαν όλοι. Τους είπε πολλά τοιαύτα παραπονευτικά λόγια. Τέτοιοι είμαστε εμείς. Όταν φεύγουν οι τύραννοι, οι κλέφτες, εκείνοι οπού θέλουν να βουλιάξουν την πατρίδα, κλαίμεν και λυπώμαστε· κι’ όταν την γυμνώνουν, γελάμεν και χαιρόμαστε. Όταν ήμουν φυλακισμένος, όλοι αυτείνοι με βρίζαν και με κακοσύσταιναν· κι’ αν κάθεταν ο Αρμασπέρης πίσου, ήμουν χαμένος. Ότ’ η αλήθεια κατατρέχεται. Τότε έφυγε ο Αρμασπέρης και τον συντρόφεψαν όλοι οι φίλοι του κάτου εις το καράβι.
     Πήγα κι’ αντάμωσα τον Ρουντχάρτη, οπού έμεινε εις το ποδάρι εκεινού. Του είπα όλα αυτά. Τον ζήτησα να ’ρθη εις το σπίτι μου να φάμεν. Μου είπε· «Σου μιλώ δι’ αυτό». Ρώτησε τον Βασιλέα, του είπε να ’ρθη· «ότι πήγα κ’ εγώ, του είπε, εις τον Μακρυγιάννη». Μου είπε ότι έρχεται. Κάλεσα και τον μαρσιάλη του παλατιού κι’ όλους τους αυλικούς και Κουντουργιώτη, Κολοκοτρώνη κι’ άλλους πολλούς πολιτικούς και στρατιωτικούς. Τους έκαμα ένα τραπέζι πολλά καλό. Τότε έπιαμεν υπέρ της Μεγαλειότης του και του Ρουντχάρτη ύστερα και είπα· «Από δικαιοσύνη διψάγει η πατρίδα και ’λικρίνεια· όποιοι την κυβερνούνε ο Θεός να τους φωτίση και να τους οδηγήση εις αυτό. Έπγε κι’ ο Ρουντχάρτης διά ’μένα. Είναι η αλήθεια του Θεού, όσον καιρόν κυβέρνησε αυτός μεγάλη δικαιοσύνη και ’λικρίνεια είδαμεν· και ξόδιαζε κ’ εξ ιδίων του πολλά. Αλλά την αρετή εις την Ελλάδα η ’διοτέλεια την κάνει κακία. Δεν τον θέλει τον καλόν άνθρωπον ο Λάγινης, δεν τον θέλουν οι άλλοι πρέσβες, δεν τον θέλουν οι εδικοί μας οι απατεώνες. Καθώς το ’λεγαν αυτείνοι να κυβερνήση δεν τους έκανε το κέφι τους· έδωσε την απαραίτησίν του. Τον Βασιλέα τον απάτησαν οι άλλοι οι Μπαυαρέζοι οπού ήταν στρωματίδες των ξένων· αντενεργούσαν όλοι κ’ έφυγε από την πατρίδα μας ο καλός κι’ αγαθός άνθρωπος· και εις τον δρόμον πέθανε από την πίκρα του. Ο Θεός να το ’χη την ψυχή του αυτεινού του αγαθού ανθρώπου· και των αλλουνών όσοι ήρθανε εις την πατρίδα μας να την χάσουνε να την δώση την ψυχή τους του αναθεματισμένου και να τους δικιώση· και να τους κάμη την ανταμοιβή της κακίας τους διά όσα έκαμαν γενικώς εις τους Έλληνες και εις τον αθώον τον Βασιλέα μας οι επίορκοι.1
     Κάμαμεν νέγες εκλογές και βάλαμεν δήμαρχο τον Καλλεφουρνά και μπήκα κ’ εγώ μ’ άλλους σύνβουλος από το μέρος των τίμιων πολιτών. Τότε μπήκε και το χαρτόσημον και ’πιτηδέματα ’σ ενέργεια διά να βασταχτούμεν. Ότι τα δάνεια εμείς δώσαμεν υπόσκεση ότι τα δανειστήκαμεν και η Μπαυαρία τα ρούφηξε με τον Αρμασπέρη και συντροφιά. Εις την Πάτρα τον ζωγράφισαν και τον έκαψαν σαν τον Γιούδα για την καλωσύνη οπού ’καμεν εις την Ελλάδα. Κι’ ο Θεός ξέρει τα υστερνά μας. Όμως η καλή ’μέρα φαίνεται από την αυγή. Πατρίδα, πατρίδα, ήσουνε άτυχη από ανθρώπους να σε κυβερνήσουν! Μόνος ο Θεός, μόνος ο αληθινός αυτός κι’ δίκιος κυβερνήτης σε κυβερνεί και σε διατηρεί ακόμα!


ΣHMEIΩΣH

1. Όταν πήρα τον μακαρίτη Ρουντχάρτη κι’ άλλους και φάγαμε ψωμί, τους παρουσίασα και εικοσιπέντε εικονογραφίες ιστορικές, οπού ’καμα τους αγώνες των Ελλήνων. Θέλω ξηηθώ αυτό αλλού, ότ’ είμαι αστενής τώρα και δεν μπορώ να γράψω.

[ Kεφάλαιον τέταρτον ]
Ο Αρμασμπέρης διά ’μένα άφησε κακές σύστασες εις τον Βασιλέα και τους οπαδούς του, οπού άφησε εδώ και εις το Παλάτι, πάντοτες να με κατατρέχουν. Και την παραγγελίαν του την ξακολουθούν όλοι. Άνοιξαν οι πληγές του σώματός μου· και είχα εννιά γιατρούς πέντε μήνους και μ’ αποφάσισαν εις τον θάνατον. Γύρεψα απ’ ό,τι μου χρωστάει η Κυβέρνησις να μου δώσουν να ξεκονομηθώ· δεν στάθη τρόπος. Μόνον μίαν χάρη μο ’καμαν· μάθαν ότι πέθανα και κάμαν τη μουσική έτοιμη να με χώσουνε με παράταξιν. Όταν στείλαν και τους είπανε ότι ζω ακόμα, πικράθηκαν πολύ. Είδα αυτεινών την αρετή και των συνπολιτών μου την λύπη· και γιόμοζαν τα σουκάκια να μάθουν πώς είμαι.
     Αφού μίλησα του Βασιλέα διά τον Λασσάνη, της μεγάλες κατάχρησες οπού ’καμεν αυτός και οι συντρόφοι του, κι’ αφάνισε την πατρίδα, και του Σπυρομήλιου το ’δωσε την Λιβαδόστρατα εις την Φήβα κι’ άλλα, τον έβγαλε τον Λασσάνη από την ’Κονομίαν και τον έβαλε εις την Λογιστική ’πιτροπή με βαρειόν μιστόν να διορθώση της κατάχρησες, αυτός της δικές του και των φίλωνέ του· – και οι αγωνισταί και χήρες των σκοτωμένων κι’ αρφανά παιδιά τους, κ’ εκείνοι οπού θυσιάσαν το δικόν τους ’στα δεινά της πατρίδος ας γκεζερούν εις τους δρόμους ξυπόλυτοι και ταλαιπωρεμένοι κι ας λένε «ψωμάκι». Οι ακαθαρσίες της Κωσταντινόπολης και της Ευρώπης καρότζες, μπάλους, πολυτέλειες, λούσια πλήθος. Αυτείνοι αφεντάδες μας κ’ εμείς είλωτές τους. Πήραν τα καλύτερα υποστατικά, της καλύτερες θέσες τους σπιτότοπους, ’στα υπουργεία βαρειούς μιστούς· δανείζουν τα χρήματά τους δυο και τρία τα εκατό τον μήνα, παίρνουν υποθήκες – ’σ ένα χρόνο και λιγώτερον κάνει δέκα το παίρνει ένα· γίνηκαν όλοι ’διοχτήτες. Κριταί αυτείνοι, αφεντάδες αυτείνοι· όπου να πάνε οι Έλληνες όλο ξυλιές τρώνε. Η φτώχεια άξηνε· λίγον φταίξιμο να κάμη ο αγωνιστής, χάψη άλλος επί ζωγής, άλλος κόψιμον με την τζελατίνα. Όλο τέτοιες καλωσύνες έχομεν. Γιόμωσαν οι χάψες του κράτους. Και θησαύρισαν οι κριταί μας και οι αβοκάτοι μας. Το κράτος έτσι πάγει πολλά ομπρός!
     Μίαν ημέρα πέρναγε ο Υπουργός του Πολέμου ο Σμάλτζης· δεν είχα τη νιφόρμα μου – δεν τον χαιρέτησα. Ευτύς με προσκαλεί και μου λέγει διατί δεν έχω τη νιφόρμα μου και δεν τον χαιρέτησα. Του λέγω· «Σκαλίζω τον κήπο μου να γένουν λάχανα να φάγω με τα παιδιά μου και με τόσες φαμελιές των σκοτωμένων οπού ’ναι εις το σπίτι μου. Οι αγωνισταί, οπού αγωνίστηκαν, δεν τους δώσετε ούτε ένα αριστείον· ενταυτώ όσοι ήταν μακρυά από τους κιντύνους όλους τους δικιώσετε – βαθμούς, μιστούς πλουσιοπάροχους! Κι’ αυτείνοι οπού αγωνίστηκαν περπατούνε εις τον έναν και εις τον άλλον να φάνε κομμάτι ψωμί. Έχω καμπόσους τοιούτους εις το σπίτι μου, κύριε Υπουργέ, οπού τους θρέφω να μην πάνε διά ψωμί σε κακές στράτες και τους βάλετε εις τους νόμους και τους κόψη η τζελατίνα – θα τους χρειαστούμεν καμμίαν βολά· δι’ αυτό σκαλίζω και δεν βάνω νιφόρμα, ότι κορνιαχτίζεται από το σκαλιστήρι. Κι’ όταν βγαίνω με χωρίς νιφόρμα, κι’ ο Βασιλέας να είναι δεν τον χαιρετώ – ούτε τον καταφρονώ». Αφού του είπα πολλά, τον έβαλα σε συμπάθειον και πήγε και μίλησε του Βασιλέως και μερεμέτησε καμπόσους αγωνιστάς – και πάλε περισσότερους βάλαν μην έχοντας δικαιώματα· και πάλε άφησαν τόσα λιοντάρια· και σ’ έπαιρνε η νίλα να τους βλέπης. Τότε σηκώθηκα πήγα εις τον Βασιλέα και του μίλησα. Μου λέγει· «Τους δίκιωσα» και τραβγέται. Τότε τον πιάνω πίσω. Αγανάχτησε αναντίον μου. Ματά τον πιάνω, και δάκρυσαν τα μάτια μου, και του λέγω· «Είμαι άτιμος στρατιωτικός αν σε απατώ· είναι καλύτεροι πολλοί από ’μένα, Βασιλέα!» Τότε σαν μ’ είδε οπού ’κλαψα, μπήκε σε συμπάθεια και ήρθε και μου μίλησε. Μου είπε· «Το λοιπόν μ’ απάτησαν! – Έτζ’ είναι, Βασιλέα μου, και θέλει τους ιδής». Την άλλη ημέρα τους είπα και πήγαν εις το Παλάτι και τους είδε· τους εσπλαχνίστη και τους δίκιωσε. Ότι ξύσαν το μητρώον και βάναν ανθρώπους χωρίς δικιώματα εις τους βαθμούς. Όποτε βρη την αλήθεια ο Βασιλέας, έχει δικαιοσύνη – πού αφίνει η ακαθαρσία της ανθρωπότης;
     Αυτείνοι οπού καταφάνισαν την πατρίδα βάνουν τους δούλους τους και κόλακές τους, εκείνους οπού ’χουν ίσια την αρετή κι’ αγώνες, και τους εγκωμιάζουν εις της ’φημερίδες κάθε ολίγον και φκειάνουν και ’στορίες. Φκειάνει μίαν ιστορία ο Αλέξανδρος ο Σούτζος εις το Γαλλικόν και λέγει σωτήρες της Ελλάδος τους φίλους του. Βάνει κι’ ο Κωλέτης τον Σουρμελή, στενόν φίλον του Γκούρα και της φατρίας τους, και φκειάνει ’στορίαν και κατηγοράγει ασυστόλως τον Δυσσέα, τον οχτρό του Κωλέτη, κ’ εγκωμιάζει πολύ τον Γκούρα και τους φίλους του. Με τέτοια αρετή γένεται ’στορία; Να μην του ειπής και τα καλά του και τα κακά του κάθε ενού, αλλά παθητικώς; Ρωτάτε πότε ήρθε αυτός από την Κωσταντινόπολη, ποιους είχε φατρία, τι διαγωγή έχει δείξη. Εις του κάστρου της πολιορκίες, αν οι φίλοι του έκαμαν ένα, το κάνει πενήντα· ό,τι κάναν εκείνοι οπού δεν είναι της φατρίας του και δεν μπορεί να το χωνέψη, «το ’καμαν οι ημέτεροι» λέγει. Οι φίλοι του ’στοριογράφου έχουν όνομα, εκείνοι οπού δεν είναι της φατρίας του δεν έχουν όνομα. Εις τους «ημετέρους» βάνει τους συντρόφους του και τους δίνει μερίδιον, ή το δίνει όλο εκεινών οπό ’χουν το όνομα – γένονται και «ημέτεροι». Αφού λέγει διά τον Δυσσέα πλήθος ψευτιές, τον κατηγορεί και διά το χτίσιμο του παππά. Πες και τα αίτια, ’στοριογράφο, και το κοινό είναι κριτής ή υπέρ είτε κατά. Ένας οπού γένεται προδότης εις τους Τούρκους κι’ αφανίζει τόσα παληκάρια – και τον γενναίον αγωνιστή Σκουρτανιώτη τον Θανάση με σαράντα ανθρώπους ποιος τον πρόδωσε εις τους Τούρκους και τους κάψαν όλους σε μίαν εκκλησιά; Κι’ άλλες πλήθος προδοσιές; Κατηγοράς τον Δυσσέα ως άναντρον. Δώδεκα χιλιάδες Τούρκους με λίγη δύναμη τους πολέμησε εις το Δαδί και κιντύνεψε· και ύστερα μ’ έναν τεσκερέ του τους έδιωξε και λευτέρωσε την πατρίδα, οπού κιντύνευε να χαθή.
     Βλέποντας αυτούς τους δυο μεγάλους πολιτικούς, Μαυροκορδάτο και Κωλέτη, ότι ο ένας ηύρε τον πατριώτη του Σούτζο κ’ εγκωμιάζει αυτόν και την συντροφιά του, ο άλλος τον Σουρμελή, τότε ο τρίτος πολιτικός της Ελλάδος ο Μεταξάς ηύρε κι’ αυτός τον δικόν του, ηύρε τον Κάρπον οπού ’ρθε από την Ρουσσίαν την πρώτη χρονιά της απανάστασής μας, ήρθε εις τον Δυσσέα και τον γύμναζε αρετή ρούσσικη, αγαθότη, σεμνότη, πατριωτισμόν τοιούτον. Από τότε οπού ’ρθε αυτός ο σεβάσμιος παππάς από την Ρουσσία κ’ έμεινε πλησίον του Δυσσέως, άρχισε αυτός να κατατρέχη τους συντρόφους του στρατιωτικούς και να μην έχη πίστη, αλλά μεγάλη υποψία, να μην έχη μάτια να τους δη, ούτε αυτοί τον Δυσσέα. Διαίρεση και εις τους προκρίτους της Λιβαδειάς και κατοίκους. Όταν ήθελε ο Δυσσέας να βάλη ’σ ενέργεια την παιδεία δι’ αυτούς κατά συνβουλή του Κάρπου, έτοιμος αυτός ο άγιος Καρπός της Ρουσσίας, πήγαινε ως λυσσιασμένο σκυλί κι’ αφάνιζε τους κατοίκους κατά διαταγή του Δυσσέως. Έναν προεστόν του Ταλαντιού Αλέξαντρον ο Κάρπος έσπειρε τον κακόν καρπόν εις το κεφάλι του Δυσσέα αναντίον του Αλεξάντρου κ’ έλαβε διαταγή και πήγε και σκότωσε μ’ άλλους μαζί τον προεστό του Ταλαντιού. Και μ’ αυτές της μεγάλες δούλεψες ο άγιος Κάρπος έκοψε τα γένια του, αρνήθη τον όρκον του, έγινε λοχαγός του ταχτικού, έγινε και ’στοριογράφος του Μεταξά, του τρίτου πολιτικού της Ελλάδος, του Ρόδιου και συντροφιάς, κ’ εγκωμιάζει τον Δυσσέα με τρόπον να κλέβη των αλλουνών αγώνες και θυσίες. Ώστε όποιος δεν είναι εις την σημαία του Μαυροκορδάτου φατριαστής κι’ Αγγλιστής, Κωλέτη και Γαλλιστής, Μεταξά και Ρουσσιστής και είναι Έλληνας διά την πατρίδα του και θρησκεία του, αυτά παθαίνει· όποιος έτρεξε και τρέχει εις το καλό, αυτείνες οι συντροφιές και οι ’στοριογράφοι τους τους πλακώνουν να μην φαίνωνται πουθενά· θέλουν τους αγώνες τους να παραστήνουν δικά τους κατορθώματα κι’ αρετή δική τους, και την δική τους αρετή την δίνουν εκεινών, ότι την βλέπουν ότι δεν είναι καλή κι’ ωφέλιμη – όταν την κάνουν την γκολπώνονται, κι’ όταν βρωμάγη την σιχαίνονται, και την βρώμα την αποδίνουν αλλουνών.
     Έβαλε κι’ο Κολοκοτρώνης τον Πρωτοσύγκελλο Αρκαδιάς και τον εγκωμιάζει πόσον ηρωγισμόν έδειξε εις την επανάστασή μας. Μιαν παρατήρηση κάνω του Πρωτοσύγκελλου ’στοριογράφου ονομαζομένου Φραντζή· λέγει διά τους Ρουμελιώτες πολλά αναντίον τους εις τον αγώνα και εις τον εφύλιον πόλεμον. Θα βρεθούν άλλοι προκομμένοι ’στοριογράφοι ν’ αποδείξουν αυτά και τον αίτιον της φατρίας, και τότε το κοινό πληροφοριέται την αλήθεια. Ως πατριώτης Ρουμελιώτης κι’ αυτόφτης ξηγήθηκα τα αίτια, όταν διατάχτηκα αναντίον του εφύλιου πολέμου, και δεν τα ’παναλαβαίνω.
     Έφκειασε μια ιστορία κι’ ο Περραιβός κ’ εγκωμιάζει τους Σουλιώτες, του λόγου του και τη συντροφιά του. Λέγει διά ’μένα, όταν ήρθαμεν εις τον Ανάλατον υπέρ των πολιορκημένων των Αθηνών, ότι τους έσφαλα εγώ. Έχει δίκιον ο Περραιβός· μ’ εννιά χιλιάδες ασκέρι αυτείνοι εις τον Φαληρέα, πεζούρα και καβαλλαρία, κι’ άφησαν όλες τους της θέσες και κανόνια και νερό και τα πήραν οι Τούρκοι. Τώρα εγκωμιάζεται αυτός ο ίδιος.1
     Και διά της εικονογραφίες οπού άρχισα από τα 1836 και εις τα 1839 της τελείωσα –διατί της έφκειασα; Ν’ αποδείξω αυτεινών της ψευτιές και χαμέρπειες τους κατά δύναμιν· και του Κάρπου να τ’ αποδείξω ψέμα εκείνο οπού λέγει εις το ’στορικόν του, ότι πήρα το πυρ και το σίδερον και πήγα αναντίον των Πελοποννησίων. Όταν έφυγα από τον Δυσσέα – από την αρετή του Δυσσέα και αυτεινού, οπού γύμναζε τον Δυσσέα όταν ήρθε από την Ρουσσίαν – πήγα εις το Βουλευτικόν σώμα και στάθηκα μ’ αυτό και γλυτώσαμεν εις τ’ Άργος τ’ αρχεία του Βουλευτικού και ύστερα έμεινα σύνφωνος με το Βουλευτικόν και τους πολεμήσαμεν εις Τροπολιτζά κι’ ολούθεν όλους αυτής της συντροφιάς και δυνάμωσαν οι νόμοι. Κι’ ο κουρεμένος Κάρπος λέγει ότι πήρα το πυρ και το σίδερον! Και εις τους Μύλους τ’ Αναπλιού το ίδιο, κρύβει την αλήθεια και λέγει ότ’ ήμουν με δεκαπέντε ανθρώπους. Εις τ’ αποδειχτικόν του Μεταξά, οπού θα ιδήτε εδώ, φαίνεται δεκαπέντε ήταν ή τρακόσοι ή λιγώτεροι. Μ’ όλον οπού λέγει κι’ ο Μεταξάς ότι ως αρχηγός ήταν ο Υψηλάντης. Όταν ιδήτε εις τα πρωτόκολλα του Στρατιωτικού διαταγή να με διατάττη να πάγω εις την οδηγίαν του Υψηλάντη εις τους Μύλους ή εκεινού ότ’ έχει διαταγή να λάβη εμένα είμαι ψεύτης εγώ· ειδέ είναι αυτείνοι όλοι. Μου είπε ύστερα ο Μεταξάς να μ’ αλλάξη τ’ αποδειχτικόν, όμως να τον βγάλω ψεύτη δεν τ’ άλλαξα. Να κυτάξη όποιος έχει περιέργεια κι’ ανφιβολία τα πρωτόκολλα. Ως διά τ’ αντραγαθήματα του Κάρπου εις τους Μύλους, του κάνουν την απάντησιν εις την ’φημερίδα άλλοι και φαίνεται πόσο συμμέθεξε.
     Τον Μάρτιον μήνα τα 1839 – η Κυβέρνηση αποφάσισε να γένεται μια εθνική γιορτή· και την αποφάσισε να γένεται κάθε χρόνο του Βαγγελισμού και να γιορτάζη εκείνη την ημέρα γενικώς το κράτος – η Κυβέρνηση, κι ο γλάρος Γλαράκης εις τα πράματα της Γραμματείας τους Εσωτερκού ως κρεατούρα ρούσσικη, αυτές οι γιορτές δεν τους δίνουν χέρι ν’ ακούγωνται και θέλησαν εκείνη την χρονιά και την έσβυσαν· δεν άφησαν να γένη τίποτας. Καμπόσοι άνθρωποι κι’ όλα τα παιδιά του σκολειού, του Γυμνάσιου, θέλησαν να κάμουν ένα μνημόσυνον όσων σκοτώθηκαν. Προσκάλεσαν πολλούς, προσκάλεσαν κ’ εμένα. Η εξουσία βγάζει αναντίον μου ότι θα κάμω επανάσταση και θα σκοτώσω εκείνους οπού έγιναν αίτιγοι να χαλάση η γιορτή και με χιλιάδες τρόπους σώθηκα.
     Είχα φκειάση και της εικονογραφίες· θέλησα να δοθούν εις τον τύπον κ’ έγειναν πλήθος συντρομηταί απόξω το Κράτος κι’ από μέσα κι’ από τα Εφτάνησα.2 Είχα δυο ζωγράφους οπού δούλευαν από τα 1836 ως τα 1839· τους είχα μυστικώς και τους πλέρωνα και τους φαγοπότιζα κ’ έφκειασαν 125 εικονογραφίες. Και έκαμα ένα τραπέζι μεγάλο· και πήρα εις το τραπέζι τους πρέσβες των ευεργέτων μας Δυνάμεων και τους φιλέλληνας τους αγωνιστάς και τους αυλικούς και υπουργούς και δικούς μας σημαντικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς, ως διακόσιους πενήντα ανθρώπους· ήταν σε όλο το σπίτι οπού τρώγαν. Αφού αρχίσαμεν τα γιομάτα, έπια υπέρ των ευεργέτων μας Δυνάμεων, του Βασιλέα μας και Βασίλισσάς μας και της πατρίδος. Τελειώνοντας το τραπέζι, τότε έβγαλα της εικονογραφίες και της θεώρησαν. Έστειλα είκοσι πέντε εικονογραφίες του Βασιλέως κι’ απ’ άλλες τόσες του Άγγλου του Πρέσβυ, του Γάλλου και του Ρούσσου, αφού πρώτα της θεώρησαν εις το σπίτι μου οι αγωνισταί κι’ όσοι άλλοι ήταν εις το τραπέζι και παρατήρησαν της θέσες όθεν έγινε ο κάθε πόλεμος και τους αρχηγούς Έλληνες και Τούρκους.
     Αφού χτύπησα εις τον τύπον της ιστορίες των ασυνείδητων, τότε πειράχτηκαν πολλοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί. Τότε βρίσκω κ’ έναν, Ησαΐαν τον έλεγαν, ήταν στενός φίλος του Καποδίστρια· τον είχε δάσκαλον ο Κυβερνήτης εις τ’ Αναπλιού το σκολείον. Αυτόν τον αγαθόν Ησαΐα εγώ δεν τον γνώριζα· μου τον σύστησαν φίλοι. Έρχεται ο Σαΐγιας εις το σπίτι μου και συνφωνούμεν να του δώσω της εικονογραφίες να πάη εις Παρίσια να της τυπώση. Αφού συνφωνήσαμεν, πήγα εις τον Βασιλέα και του είπα αυτό και τον περικάλεσα και μο ’δωσε της 25 εικονογραφίες οπού του είχα δώση (αυτές κι’ όσες έδωσα των Πρέσβεων της είχα ζωγραφίση εις χαρτί μεγάλο στράτζο). Μου τα ’δωσε ο Βασιλέας, τα ’δωσα του Σαΐα. Πήγε εις την Πάτρα και μου στέλνει ένα κάδρο και ήταν ένα πουλί ζωγραφισμένο κ’ έλεγε ’στο ’να ποδάρι «Σύνταμα» και εις τ’ άλλο «Κοστιτουτζιόν». Το στέλνει εδώ εις Αθήνα ’σ εμένα με τρόπον να το πιάση η Κυβέρνηση κι’ ο υπουργός του Στρατιωτικού Μπαυαρέζος Σμάλτζης κι’ ο Έλληνας του Εσωτερκού υπουργός Γλαράκης. Τότε δυο υπουργοί, ένας Μπαυαρέζος κ’ ένας Έλληνας με ρούσσικον πατριωτισμόν, θέλουν να παλουκώσουνε τον Μακρυγιάννη ότι έχει το σύνταμα και θα μολύνη την Ελλάδα, οπού ο Καποδίστριας τράβησε τόσους κόπους και θυσιάστη να ξαλείψη το σύνταμα από την Ελλάδα και διάλυσε και το Βουλευτικόν σώμα, έγινε κ’ επίορκος όσο να κατορθώση της υπόσκεσες οπού υποσκέθη εις τους ανθρωποφάγους της Ευρώπη διά να μην είναι εις την πατρίδα του τέτοια λοιμική και κολλήση κι’ αυτούς όλους. Ο Μπαυαρέζος ο υπουργός του Πολέμου είχε κι’ όντως συνείθησιν και τον έτυπτε· πληροφόρεσε ύστερα τον Βασιλέα ότι τέτοια λοιμική δεν υπάρχει. Ο Γλαράκης φαρμακώθη τότε. Και γλύτωσε ο δυστυχισμένος Μακρυγιάννης από το παλούκι του γλάρου Γλαράκη. Δι’ αυτό και διά την γιορτή, οπού τα παιδιά του σκολειού κι’ άλλοι θέλησαν να κάμουν και προσκάλεσαν κ’ εμένα, έκαμα μεγάλο έγκλημα.
     Τότε τα κάδρα ο Σαΐας τα πήρε κι’ αντί να πάγη εις Παρίσια κατά την συνφωνίαν μας, οπού έγραφα εις Παρίσια εις τον Φαβιέ κι’ άλλους αγωνιστάς Φιλέλληνες και θα τα τύπωναν, πήγε εις Βενετιά· και πήρε ύλη από τα δικά μου κάδρα κ’ έβγαλε μίαν προκήρυξιν – έγινε πλαστογράφος κατά την θέλησιν και οδηγίαν των φίλωνέ του – και εις την προκήρυξή του έλεγε ότι η πρώτη προκήρυξη των είκοσι πέντε εικονογραφιών του Μακρυγιάννη – αντάμωσε και μίλησε και μ’ άλλους αγωνιστάς και θα τυπώση νέες εικονογραφίες με της ιδέες εκεινών, και προσκαλούσε να γένουν συντρομηταί δι’ αυτές. Ο Θεός ο δίκιος το ’κοψε την ζωή· και κατά την αρετή του ας του δώση ο Θεός είτε καλό είτε κακό.3 Δεν κατηγορώ τους τίμιους ομογενείς, κατηγορώ τους απατεώνες και παραλυμένους κ’ εγωιστές οπού μ’ έκαμαν κ’ έχασα τριών χρονών έξοδα κι’ αγώνα και πονοκέφαλον.
     Τον Λασσάνη από τον καιρόν οπού έφυγε ο φίλος του ο Αρμασπέρης τον έβγαλε η Μεγαλειότης του από την Οικονομίαν, οπού ήταν Γραμματέας, και τον έβαλε εις το Λογιστικόν με βαρύν μιστόν· ότι θα κάμη κόπον να διορθώση της δικές του κατάχρησες και των φίλων του, οπού τους έδωσε μύλους, σταφιδότοπους, αργαστήρια κι’ άλλα· του συντρόφου του Σπυρομήλιου και αδελφού του την Λιβαδόστρατα με προσόδους χιλιάδες δραχμές, του Μαμούρη ελιές κι’ άπειρους τόπους, του Τζαβέλα – αφού πήραν όλον τον Έπαχτον, έλαβαν κ’ εδώ εις το κέντρο του παζαριού το καλύτερον μέρος· και των Γριβαίων τους έδωσε ένα χωριό ο Αρμασπέρης εις την Βόνιτζα περίτου από είκοσι πέντε χιλιάδες στρέμματα· κι’ ο αρχηγός της συντροφιάς ο Αρμασμπέρης πάγει φορτωμένος εις την Μπαυαρία. Όσο να ξετυλίξη όλα αυτά ο Λασσάνης εις το Λογιστικόν, κι’ άλλο πλήθος έκαμεν από τότε οπού ’φυγε ο Αρμασπέρης. Και τον έπαψε ο Βασιλέας. Και είναι καταλυπημένη όλη η συντροφιά του.
     Αυτά έλεγα της Μεγαλειότης του, ότι αφανίστη το κράτος του, οπού θα ζήση αυτός και τα παιδιά του. Και διά να μιλώ την αλήθεια κατατρέχομαι κι’ από βασιλέα κι’ από προκομμένους. Θέλουν την αλήθεια, κι’ όποιος την ειπή κιντυνεύεται. Αλήθεια, αλήθεια, πικριά οπού είσαι! Ούτε οι βασιλείς σε ζυγώνουν, ούτε οι προκομμένοι· μόνον ρωτούν διά σένα και ύστερα σε κατατρέχουν!
     Όποιος άνθρωπος με ρωτάγει δι’ αλήθεια του λέγω δεν ξέρω, ότι ηύρα τον μπελά μου κατατρέχοντας. Ο άγιος Πρωτοσύγκελλος ονομαζόμενος Φραντζής, ο ’στοριογράφος του Κολοκοτρώνη, μο ’κανε τον φίλο και μου είπε να του δώσω ύλη διά να φκειάση ιστορία, ότι συνάζει κι’ από άλλους πολλούς. Του είπα· «Η ιστορία θέλει πατριωτισμό, να ειπής και των φίλωνέ σου και τα καλά και τα κακά, και τοιούτως φωτίζονται οι μεταγενέστεροι οπού θα την διαβάσουν, να μην πέφτουν σε λάθη· και τότε σκηματίζονται τα έθνη. Θα ειπής διά τον Κολοκοτρώνη, του λέγω, και τα καλά του και τα κακά του. – Μπορώ να ειπώ; μου είπε. Αν εκεί ο Κολοκοτρώνης δεν τον απάταγαν, θα γένεταν εκείνο το καλό. – Του είπα, δεν έχω να σου ειπώ τίποτας». Από τότε ούτε του ματάκρινα δι’ αυτό και διά ένα φέρσιμον οπού έκαμεν σε αυτείνη την ηλικία μιας φτωχής και οι πράξες του κατάντησαν και είναι εις τον Δεσπότη της Αττικής. Από τοιούτους ας λείπη κι’ ο καρπός τους των παράσιτων, των ξένων της παλιόψαθες, οπού αυτείνοι κατάντησαν την πατρίδα και την θρησκείαν και κλονίζεται από τους άθρησκους. Εις τον καιρόν της Τουρκιάς μιαν πέτρα δεν πείραζαν από τα παλιοκκλήσια· κι’ αυτείνοι οι απατεώνες σύνδεσαν τα συνφέροντά τους με τους μολεμένους, Φαναργιώτες κι’ άλλους τοιούτους, οπού ήταν εις την Ευρώπη μόλεμα, και μας χάλασαν τα μοναστήρια και της εκκλησιές μας – μαγαρίζουν μέσα κι’ άλλες έγιναν αχούρια. Από τους τοιούτους γερωμένους πολλούς πάθαμεν αυτά· κι’ από τους τοιούτους λαϊκούς, στρατιωτικούς και πολιτικούς, αφού χύσαμεν ποταμούς αίματα, κιντυνεύομεν να χάσωμεν και την πατρίδα μας και την θρησκεία μας. Ο κύριος Πρωτοσύγκελλος εις το ιστορικόν του εκτάνθηκαν τα φώτα του και η αρετή του κ’ έγραψε αντραγαθήματα από την Βλαχίαν και κάτου. Τον ρώτησαν· «Διατί δεν έγραψες και των Ρουμελιώτων;» Αποκρίθη· «Τους είχαμεν μιστωτούς. Πού είχες αυτά τα πλούτη, παραλυμένε, άσωτε, λοιμική της γερωσύνης; Πότε πολέμησες μόνος σου; Πες μου έναν πόλεμον και να μην ήταν Ρουμελιώτης μαγιά· και να βάστησες μιαν θέση ’σ ένα μέρος και να μην ήταν Ρουμελιώτης, πονηρέ, κ’ εσύ να κέρδεσες νίκη; Κι’ αν δεν ήταν Ρουμελιώτης, έσκουζες κ’ έπαιρνες τα καταρράχια, τα βουνά. Ποιοι βαστούσαν της θέσες εις τα στενά; Με το ντουφέκι σου χαλάστη ο Δράμαλης ή από την πείνα και τόσοι άλλοι πασιάδες; Ποιοι κόβαν τους ζαϊρέδες εις τα στενά των Θερμοπύλων και Πέτρα κι’ αλλού και τους αφάνιζε η πείνα και χάθηκαν; Από εφύλιους πολέμους και φατρίες και δέσιμον τα συνφέροντά σας με τους νεκροθάφτες της πατρίδος ήταν άλλη η τέχνη σας; Ποιοι ανάστησαν την φατρίαν και διχόνοιαν; Η ιστορία τούς λέγει και Πελοποννήσιους και Ρουμελιώτες. Διατί η κακία σου σε κάνει και διαιρείς το έθνος και δεν ξηγέσαι την αλήθεια; Λες ότι οι Ρουμελιώτες έψησαν εις την Πελοπόννησο φακί εις το σουφλί. Ποιος έδωσε αιτία του κακού; Είσαι κ’ εσύ ένας ο αίτιος του κακού και φυλακώθης δι’ αυτό. Ποιοι Πελοποννήσιοι και Σπαρτιάτες και νησιώτες και Ρουμελιώτες πολέμησαν τους ξέρει γενικώς η πατρίδα κι’ ο έξω κόσμος. Και ποιοι την αφάνισαν την πατρίδα – είναι η ψυχή τους και η αρετή τους σαν την δική σου – κι’ αυτούς τους ξέρουν· και της φατρίας σου τ’ αντραγαθήματα και τα δικά σου, κύριε Φραντζή, τα ξέρουν. Όσο το έθνος είχε εις της αγκάλες του τον Κυβερνήτη, οι τίμιοι άνθρωποι τον έλεγαν Αγιάννη Χρυσόστομον· όταν τον περίλαβες εσύ με την φατρία σου, κ’ εκείνον τον έχασες και την πατρίδα γενικώς· ότι τον συβούλευες ό,τι ήθελες εσύ και η φατρία σου. Όλο αδικημένοι ήστε κι’ όλο εφύλιους πολέμους κάνετε. Οι Μαυρομιχάληδες σκοτώθηκαν όλοι εις τους πολέμους, κι’ όσοι μείναν ζωντανοί σερνικοί όλους τους φυλακώσετε, και φυλακωμένοι νηστικοί ζούσαν μ’ έλεος του ενού και του άλλου. Φαίνονται και οι αγώνες και οι θυσίες αυτεινών. Κι’ απατήσετε τον Κυβερνήτη και τον χάσετε· κι’ αφανίσετε και την πατρίδα. Και τώρα εγκωμιάζεστε όλοι ένας τον άλλον. Κι’ από σας τους απατεώνες κι’ όμοιούς σας αφάνισε και τώρα η τζελατίνα τα καλύτερα παληκάρια, οπού αδικηθήκανε και πάνε εις της κακές στράτες να φάνε ψωμί· και τους κατασκοτώνουν· κι’ όλες οι χάψες είναι γιομάτες από αυτούς. Ότι εσείς οι ψωργιασμένοι εγίνετε κόντηδες, κ’ εκείνοι οπο ’χυσαν το αίμα τους ούτε ένα σίδερον σταυρόν δεν έχουν. Αναίρεσέ μου ένα από αυτά, κύριε Φραντζή. Τι πλούτη είχε η φατρία σου πρώτα όλος ο κόσμος την ξέρουν· και τι έχουν τώρα φαίνεται. Κ’ εκείνοι οπού ’χαν τα πλούτη πεθαίνουν νηστικοί· κι’ όποιος έχει ’διοχτησίαν την βάνει αμανέτι εις τους τοκογλύφους και δανείζεται τρία τα εκατό τον μήνα και το διάφορον κεφάλι, και ’σ ένα χρόνο τού τρώγει το υποστατικόν του και μένει ο νοικοκύρης κι’ ο αγωνιστής διακονιάρης. Και οι φίλοι της φατρίας σας και των αλλουνών, ψεύτων συνταματικών, πιάσαν όλες της θέσες και μεράζουν ψέματα εις τους ξένους κ’ εγκώμια με της ’φημερίδες τους ’στους τοκογλύφτες, τους νομικούς σας, τους αβοκάτους σας. Όλοι μία μασιά, ποια φατρία Κυβερνητική και ποια Ψευτοσυνταματική. Το Έθνος αφανίστη όλως διόλου· και η θρησκεία – εκκλησία εις την πρωτεύουσα δεν είναι και μας γελάνε όλος ο κόσμος. Οι φατρίες σας, το ’να το μέρος και τ’ άλλο, θέλετε θέατρο· το φκειάσετε κι’ αυτό διά να μας μάθη την παραλυσία. Και δι’ αυτό παίρνουν δυο αδέλφια δυο αδελφές. Ό,τι του λες – «η θρησκεία δεν είναι τίποτας!» Και τα παιδιά οπού τα στέλνουν να φωτιστούν γράμματα κι’ αρετή, από μέσα το κράτος κι’ απόξω, φωτίζονται την τραγουδική και ηθική του θεάτρου· και πουλούνε τα βιβλία τους οι μαθηταί να πάνε ν’ ακούσουνε την Ρίττα Βάσσω την τραγουδίστρα του θεάτρου· ότι παλαβώσανε οι γέροντες όχι τα παιδάκια να μην πουλήσουνε τα βιβλία τους. Το γέρο Λόντο, οπού δεν έχει ούτε ένα δόντι, τον παλάβωσε η Ρίτα Μπάσσω του θεάτρου και τον αφάνισε τόσα τάλλαρα δίνοντας κι’ άλλα πισκέσια. Δεν ρωτήσαμεν την Ευρώπη· όταν ήταν ’στην δική μας κατάστασιν ήθελε να φκειάση θέατρα, ή τήραγε της άλλες της ανάγκες κ’ έφκειανε τους ναούς της, να δοξάζη τον Θεόν να τους φωτίζη εις το καλό, και σκολειά να γιομίζη ο μαθητής προκοπή κι’ αρετή, να γένη άξιος της κοινωνίας – και όχι άξιος της απιστίας και παραλυσίας, να πουλή δι’ αυτά τα βιβλία του; Δι’ αυτείνη την προκοπή σου στέλνει κάθε γονέος το παιδί του εις την πρωτεύουσα; Αυτά τα φώτα να γυμναστή; Αλλοίμονο ’σ εκείνους οπού χύσανε το αίμα τους και θυσιάσανε το δικόν τους να ιδούνε την πατρίδα τους να είναι το γέλασμα όλου του κόσμου και να καταφρονιώνται τ’ αθώα αίματα οπού χύθηκαν!
     Εις τα 1839 μάθαμεν κι’ ο περίφημος δάσκαλος Καγίρης δεν πιστεύει την Αγίαν Τριάδα κι’ άλλα τέτοια. Έστειλε η Σύνοδο του μίλησε. Αυτός δεν τραβάγει χέρι από την δοξασίαν του και κάθε άνθρωπος πρέπει να λυπάται και να κλαίγη, ότι τρελλαθήκαμεν και μικροί και μεγάλοι. Γέλασε τους γονέους και τους πήρε τα παιδιά τους και τα πρόκοψε. Έστειλε η Σύνοδο και ήρθε εδώ – δεν αλλάζει γνώμη· και του είπε ν’ αναχωρήση, να πάγη εις την κατάρα του Θεού, έξω από το Κράτος. Θε, τι λέπομεν εις την ημέρα μας! Σηκώθηκε και πάγει εις την κατάρα του Θεού, έξω από το κράτος.
     Τα 1839 Δεκέμβριον μήνα ξεσκέπασαν μίαν εταιρίαν ολέθρια διά την πατρίδα και Βασιλέα. Δούλευε εδώ μέσα εις το κράτος κ’ έξω εις την Τουρκιά· κ’ εδώ εις την πρωτεύουσα ήταν οι αρχηγοί της. Ένας από τους εταιρίστας έβαλε τον Τζάμη Καρατάσιο και πρόδωσε τα μυστήριά τους και τους πιάσαν τα ένγραφά τους και κατήχησές τους και βούλες τους. Η εταιρία αυτείνη ονομάζεται Φιλοοθόδοξος. Αρχηγός αυτεινής πιάστη ο αδελφός του Καποδίστρια ονομαζόμενος Τζορτζέτος· εκεί ’στο σπίτι του βρέθηκαν πολλά ένγραφα. Ήταν κι’ ο Νικήτας, ο Κολαντρούζος κι’ άλλοι αρχηγοί. Τους φυλάκωσαν, τον Τζορτζέτο και Νικήτα κι’ άλλους. ’Στο μυστικόν ήταν κι’ ο υπουργός Γλαράκης, ο Οικονόμος, Μιχάλβοντας, Μεταξάς και η συντροφιά, στρατιωτικοί και πολιτικοί. Αγροικιώνταν παντού και την πρωτοχρονιά τ’ Αϊβασιλιού θα κάναν το κίνημά τους εις την εκκλησίαν να βαρέσουν τον Βασιλέα κι’ άλλους πολλούς και ν’ ακολουθήσουνε αυτό παντού. Τότε εγώ ήμουν αστενής· ήρθαν οι πολίτες με πήραν άρρωστον. Κατέβηκα εις την χώρα· συναχτήκαμεν όλοι οι νοικοκυραίγοι και είπαμεν όλων των πολιτικών και ήμαστε έτοιμοι να προσέξωμεν διά την πατρίδα μας και Βασιλέα μας. Έβγαλαν τον Γλαράκη κι’ οπαδούς τους από της ’περεσίες. Και πήρε μέτρα η Κυβέρνηση κ’ έσβυσε διά το παρόν. Και εις την εκκλησία μαζώξαμεν όλους τους κατοίκους και κάμαμεν ένα «ζήτω» του Βασιλέως και τον θαρρύναμεν, οπού τον κατατρόμαξαν. Αυτά κάνουν οι καλοί πατριώτες· θέλουν να δώσουν την πατρίδα τους σε ξένους αφεντάδες, δεν θέλουν να είμαστε μόνοι μας νοικοκυραίοι.
     Ο κύριος Ζωγράφος διά της μεγάλες του δούλεψες προς την πατρίδα πήγε πρέσβυς εις την Κωσταντινόπολη, γιόμοσε πλήθος σταυρούς – τον ήφεραν εδώ πίσου τον έβαλαν υπουργόν· αρρεβωνιάστη και με το κορίτζι του Μιχάλβοντα, αυτός περίτου από πενήντα χρονών και το κορίτζι δεκαφτά. Ως ρωσσόφρονας ενέργησαν και τον ξανάστειλαν εις την Κωσταντινόπολη να δέση με τους Τούρκους εμπορικές συνθήκες. Τον γέλασαν οι Τούρκοι και οι άλλοι ξένοι οπού θέλουν την λευτεριά μας κ’ έκαμεν συνθήκη διά τους Έλληνες χερότερη από ’κείνες οπού ’χαμεν με τους Τούρκους πριν σηκώσουμεν ντουφέκι. Όταν ήρθε εδώ, αυτό μαθαίνοντας οι Έλληνες κόντεψαν να τον ξεκλήσουνε. Και πάτησαν ποδάρι γενικώς οι Έλληνες και οι τύποι και την χάλασαν την συνθήκη. Κι’ από αυτό το κασαβέτι πέθανε κι’ ο καϊμένος ο Ζαΐμης και χάσαμεν έναν πατριώτη εξ αιτίας αυτεινού του κακού· και τον έκλαψε όλη η πατρίδα. Αυτά κάνουν οι προκομμένοι πατριώτες εις την πατρίδα τους.
     Αφού οι Έλληνες πήγαν να τον λιθοβολήσουνε τον Ζωγράφο και είδε ο Βασιλέας την γενική αγανάχτησιν των Ελλήνων – και τους Έλληνες εις την Κωσταντινόπολη οι Τούρκοι τους χάψωναν και τους κατάτρεχαν· και πολλοί Έλληνες εμπήκαν σε ξένες σημαίες –τότε η Μεγαλειότης του είδε τι το ’ταζαν και τι του ξημέρωσε· έστειλε τον Χρηστίδη εις την Κωσταντινόπολη και μερεμέτησε τα πράματα με το μέσο των αλλουνών. Ότι όποιος μαγειρεύει ψέματα αυτείνη την χόρτασιν τραβάγει.
     Τα 1840 τον Οκτώβριον μήνα ο Βελέτζας – είχαμεν μιλήση προ καιρού διά τα έξω της Θεσσαλίας και Μακεδονίας μ’ αυτόν και με τον Τζάμη Καρατάσιον. Εγώ τους είπα να κινηθούμεν τον Μάρτιον μήνα και είχα αγροικηθή και με πολλούς ντόπιους, στρατιωτικούς και πολιτικούς. Αυτός ο Βελέτζας χωρίς να μου ειπή τίποτας κουβέντιασε με τον Τζάμη κρυφίως από ’μένα και σηκώθη χωρίς εγώ να ξέρω και φεύγει κρυφίως και μ’ ολίγους. Μαθαίνω ότι εβήκε έξω. Τότε ο Γρίβας κι’ ο Χατζηπέτρος – ήμαστε ’γγισμένοι· είχαν πολλά αναντίον μου και με κακοσύσταιναν εις την Κυβέρνησιν και εις τον Βασιλέα – σε καμπόσες ημέρες λένε ότι εγώ θα πάρω το κάστρο των Αθηνών, και διά νυχτός πηγαίνουν απάνου εις το κάστρο κανόνια, ασκέρια, πλήθος ετοιμασίες· έρχονται και με πολιορκούνε κ’ εμένα διά νυχτός πεζούρα και καβαλλαρία. Μου λένε φίλοι μου και πήγα εις τον υπουργόν του Στρατιωτικού και εις τον Βασιλέα και τρόμαξα να γλυτώσω. Είχαν μεγάλην υποψίαν από ’μένα και γύρευαν να μου ψάξουν το σπίτι μου να μου βρούνε γράμματα. Κάστρο με της πέτρες εφοδιασμένο, τρελλάθηκα να πάγω να κλειστώ μέσα, να ’μπω την μίαν ώρα και να με βάλουν εις την τζελατίνα την άλλη; Σαν έμαθα ότι θα μου ψάξουν το σπίτι μου, έδωσα αυτό ενού κουμπάρου μου – τον είχα εις το σπίτι μου δεκάξι μήνες – να το πάγη εις την Τήνο· τον λένε Νικόλα Σκαρμαγκά· τίμιος άνθρωπος κι’ αγαθός. Κι’ ας με συχωρέσουνε οι αναγνώστες, οπού θα τους βαρύνη η αμάθειά μου· και να με συχωρέσουνε κ’ εκείνοι οπού τους λέγω τα κουσούρια τους. Έχουν το δικαίωμα να ειπούνε κι’ αυτείνοι τα δικά μου, ό,τι έκαμα. Κι’ όταν λέγωνται τα λάθη μας, τότε κάνουν λιγώτερα οι μεταγενέστεροι και γινόμαστε κ’ εμείς έθνος.4
    
     1840 Αυγούστου 14, Αθήνα.                                   Μακρυγιάννης


ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Tον έχω φκειασμένον αυτόν τον πίνακα εις κάδρο ξύλινον. Όλοι οι αρχηγοί ξέρουν ποιοι έκαμαν αυτό το λάθος κα τον χαμόν της πατρίδος. Το ’φκειασα κ’ ενγράφως και βάρεσα εις τον τύπον την ιστορία του Σούτζου, του Σουρμελή, του Πρωτοσύγκελλου ονομαζόμενου Φραντζή, του Κάρπου, του Περραιβού. Και κανένας δεν μου απάντησε διά να τους ειπώ πόσα ψέματα κουβεντιάζουν.

2. Tης 25 εικόνες 35 δραχμές η συντρομή.

3. Έχω εις το σπίτι μου τ’ αλλού πρώτα ξύλινα είκοσι πέντε. Έχουν έλλειψες· θα τα διορθώσω κι’ αυτά. Ότι άδειασε η ψυχή μου από την κακία και δεν καταγίνηκα δι’ αυτό. Ότι περπάτησα όθεν έγινε πόλεμος και είδα όλες της θέσες· και σ’ ολίγες δεν πήγα. Εκείνα οπού ’δωσα του Σαΐα χάθηκαν εις τη Βενετιά.

4. Παρακαλώ τους ομογενείς να γένουν συντρομηταί.

[ Kεφάλαιον πέμπτον ]
Τα 1844 τον Σεπτέμβριον μήνα πήγα εις την Τήνο να προσκυνήσω. Έκαμα εις την χάρη της εικοσιτρείς ημέρες και πήρα και το ίδιον και το έφερα εδώ. Και θα σημειώσω όσα έγιναν από τότε ως την σήμερον, 10 Οκτωβρίου 1844. Αυτά οπού θα ιδήτε εδώ δεν μπορούσα να τα γράφω με τ’ άλλο, ότι κιντύνευα την ζωή μου. Και τα σημείωνα και είχα έναν τενεκέ και τα ’βαινα μέσα και τα ’χωνα. Και τώρα οπού ’φερα το ίδιον θέλω τα γράψη εδώ καθώς έτρεξαν τα πράματα.
     Όταν ήμουν εις τη Νύδρα και της δυο φορές, οπού την φοβέριζαν οι Τούρκοι, ήτανε κι’ ο Καρατάσιος εκεί και ήμουνε φιλιωμένος με τους αξιωματικούς του και καταξοχή με τον Βελέτζα και μ’ ένα γενναίον παληκάρι – το είχε ο Καρατάσιος πολύ αγαπημένον – τον έλεγαν Λαρίων Καράτζογλον, η πατρίδα του από την Καβάλλα, του Μεμεταλή την πατρίδα· φιλελεύτερος και πολύ γενναίος άντρας. Τον είχα φίλον στενώτερον από αδελφόν, και εις τη Νύδρα αυτεινού και του Βελέτζα τους ξήγαγα τα αιστήματά μου και πάντοτε τους ηύρα πρόθυμους αυτούς τους αγαθούς ανθρώπους κι’ όλους τους αξιωματικούς του Καρατάσιου, καθώς και τον ίδιον αυτόν τον μακαρίτη και τον γενναίον Γάτζο. Κι’ ως σύνφωνοι εις τα πατριωτικά αιστήματα ορκιστήκαμεν να βαστάξωμεν τον δρόμον μας με την Κυβέρνησιν να γένουν νόμοι, ν’ αποκατασταθούμεν κ’ εμείς έθνος. Και βαστήσαμεν τον όρκο μας όταν κιντύνευαν οι νόμοι από την μάχαιρα του Κολοκοτρώνη και Δυσσέα κι’ αλλουνών στρατιωτικών και πολιτικών οπού ξηγήθηκα. Κι’ ως σύνφωνοι με τον Καρατάσιον κι’ άλλους του αξιωματικούς, ήρθα τότε εδώ εις Αθήνα και τους έμπασα εις την Πελοπόννησο αυτούς όλους και τον Γκούρα και διαλύσαμεν τα δεινά της πατρίδος.
     Όταν ήρθε ο Κυβερνήτης, οπού οργάνισε τα στρατέματα, αδικήθηκαν πολλοί αγωνισταί, αδικήθη κι’ ο Λαρίων. Γύρευε να πάγη κλέφτης· τον συβούλεψα να πάγη εις την πατρίδα του να μπορέση να ’χη ανθρώπους υπό την οδηγίαν του και να ιδούμεν, όποτε είναι αρμόδιος καιρός, να τηράξουμεν όλοι οι Έλληνες μυστικώς να λευτερώσουμεν και τ’ άλλα μέρη της Τουρκιάς οπού ’ναι εις την τυραγνίαν του Σουλτάνου, και να ’νεργήσουμεν τον όρκον της Εταιρίας. Ορκιστήκαμεν εις αυτό να μην προδοθούμεν και ν’ αγροικιώμαστε και να ιδούμεν και την θέλησιν του Καποδίστρια τι λευτεριά θέλει των Ελλήνων. Ότ’ είδαμεν οπού χάλασε το Βουλευτικόν και τους νόμους, οπού ηύρε κι’ ορκίστη εις αυτούς – κ’ έγινε επίορκος και τους χάλασε. Βάλαμεν σινιάλο «φουσέκι» να μου λέγη όταν θα μου στέλνη άνθρωπον, διά να τον γνωρίζω ότ’ είναι δικός του, κ’ εγώ «ντουφέκι». Πήγε ο Λαρίων εις το Όρος και πάσκισε και μπήκε καπετάνος εις τα Μαντεμοχώρια· και ήταν αρκετόν καιρόν εκεί. Καθώς οπού ήμαστε ορκισμένοι, άρχισε και κατηχούσε τους ανθρώπους με μεγάλη μυστικότη· και πήγαινε προβοδεύοντας πολύ. Όρκισα εγώ και τον Βασίλη Αθανασίου· ήταν αρχηγός της καβαλλαρίας εις την Κρήτη και ήρθε εις τ’ Άργος και τον στεφάνωσα· ήταν κι’ αυτός Μακεδόνας. Μίλησα ύστερα του Αγιντέκ και τον έκαμεν μοίραρχον. Πολλά τίμιος άνθρωπος και γενναίος· κι’ αγροικιώταν κι’ αυτός με τον Λαρίων, ότι ήταν εις την Λαμίαν. Ήταν κι’ ο Βελέτζας ’σ αυτά τα μέρη· κι’ αγροικιώμουν και μ’ αυτόν. Γενναίον παληκάρι ο Βελέτζας· τον κατάτρεξαν τόσες φορές και τον φυλάκωσαν εις τ’ Ανάπλι και τράβησα κ’ εγώ τόσα δεινά κ’ έξοδα όσο να σωθή. Ότι οι Μπαυαρέζοι και οι οπαδοί τους Έλληνες θέλαν να μας φάνε κι’ ο Θεός μάς γλύτωσε από τους κακούς τους σκοπούς. Και πασκίζαμεν έξω και μέσα με τρόπον και κατηχούσαμεν τους ανθρώπους ίσως και κινηθούμεν διά τα έξω και λευτερωθούμεν κ’ εμείς εδώ μέσα και κάμωμεν νόμους στέρεους και διοικηθούμεν ως άνθρωποι· ότι μας κυβερνούν οι ανθρωποφάγοι με το «έτζι θέλω»· και κρίμα ’σ τα αίματα και θυσίες οπού κάμαμεν. Ο κόσμος δυστύχησε. Κι’ από την τυραγνίαν αυτεινών απολπίστηκαν οι άνθρωποι ’στα 1836.1
     Αφού είδαμεν την διάθεσιν των πολιτικών μας εις την προκήρυξη του Ζωγράφου – και η Αντιβασιλεία την έβαλε ’σ ενέργεια κι’ όλους τους αγωνιστάς τους έστειλε ξυπόλυτους και γυμνούς εις τους Τούρκους και βάλαν τον Ταφίλη Μπούζη αρχηγόν, καθώς δι’ αυτό ξηγήθηκα, τότε αγροικήθηκα με τον Λαρίων. Μο ’στειλε έναν καλόγερον, μου είπε ότι αυτός έχει μίαν δύναμη εκεί, όμως χρειάζεται κι’ από ’δω δύναμη κι’ ομόνοια και καλή κυβέρνεια διά τα έξω, να μην πάρωμεν τους ανθρώπους εις το λαιμό μας. Του παράγγειλα να κατηχή ανθρώπους εκεί με φρόνησιν κι’ ακολουθώ κ’ εγώ εδώ το ίδιον. Έρχονταν άνθρωποι εδώ, τους έπαιρνα εις το σπίτι μου, μιλούσαμεν την δυστυχίαν της πατρίδος και τους ετοίμαζα διά τα έξω. Και κατηχούσα όλο το κράτος, όποτε είναι καιρός να κινηθούμεν. Μίαν φορά τα έξω τα ’νεργούσαν οι Κατακουζηναίγοι με τον συμπέθερό τους τον Αρμασπέρη όχι προς όφελον της πατρίδος. ’Νεργήσαμεν και χάλασε αυτό, έφυγε κι’ ο Αρμασπέρης από ’δω και οι Κατακουζηναίγοι και νέκρωσε όλως διόλου. Ορκιστήκαμεν ύστερα με τον Τζάμη Καρατάσιον, ως απόξω αυτός, να γένη το κίνημα ’ληνικόν κι’ όχι διά ξένους –όσο μπορούμεν να τους πάψωμεν τους ξένους και να τηράμεν την δουλειά μας. Σηκώθη ο Τζάμης πήγε ως το Σαλωνίκι, μίλησε εκεί, στάθη καμπόσον καιρόν, γύρισε μου είπε τα τρέχοντα.
     Εδώ εις Αθήνα ήρθε ένας πρωτοεταιρίστας Λουκάς Λιονταρίδης, προκομμένος άνθρωπος. Πιαστήκαμεν φίλοι. Τον ρώτησα διά τον πατέρα της λευτεριάς μας, τον μακαρίτη Ρήγα Βελεστίνο, πώς προδόθη. Μου είπε πολλά. Αφού τον πρόδωσαν και σκοτώθη, τότε ο Σουλτάνος πρόσταξε τον μακαρίτη Πατριάρχη και το ’δωσε ό,τι κατήχησες το ’χαν δώση, οπού ήταν του Ρήγα, και του είπε ν’ αφορίση αυτόν και τους οπαδούς του. Τότε ο αγαθός Πατριάρχης περίλαβεν αυτός την Εταιρία διά να μην σβέση και την ξακολούθησε και κατηχούσε· κ’ έστειλε και πιστόν άνθρωπον εις την Ρουσσία· κ’ εκεί ήταν κι’ ο Λιονταρίδης, πιστός του φίλος, του Πατριάρχη· και ήταν αξιωματικός της Ρουσσίας. Και του παράγγειλε να πάγη εις το Όρος ο Λιονταρίδης, οπού ήταν κι’ ο Πατριάρχης εκεί σιργούνι, ν’ ανταμωθούν. Έτζι πήρε την άδεια και πήγε εις Όρος. Αφού ανταμώθηκαν με τον Πατριάρχη, τον κατήχησε και τον χεροτόνησε και καλόγερο· και του είπε να πάγει εις την Ρουσσίαν ν’ απαρατηθή από την δούλεψη και να μιλήση με τον Καποδίστρια και να περάση εις Βλαχιά να πάρη μοναστήρια με νοίκι και να κατηχήση κι’ όσους μπορέση· και να συνάξη κι’ ό,τι χρήματα μπορέση διά να χρησιμέψουν διά την πατρίδα. Πήγε εις την Ρουσσία απαρατήθη, μίλησε και με τον Καποδίστρια και εις την Βλαχιά κατήχησε πολλούς και τον Μιχάλβοντα και πήρε και μοναστήρια και σύναξε κι’ ως τρία μιλλιούνια γρόσια. Του αποκρίθη ο Πατριάρχης να τα ’χη εκεί όσο να χρειαστούνε. Ο μακαρίτης ο Ναπολέων ο αυτοκράτορας της Γαλλίας, το καύκημα του κόσμου, διά μέσον του πρέσβυ του τότε Σεμπαστιάνη γράφει του Πατριάρχη εις Κωσταντινόπολη και του λέγει να στείλη να κατηχήση παντού τους χριστιανούς, να είναι ετοιμασμένοι, κι’ όταν να είναι καιρός οπού θα κινηθή, να χτυπήσουν κι’ αυτείνοι· και είναι δικό τους από Κωσταντινόπολη και κάτου, Γουργαριά, Σερβία, Θεσσαλομακεδονία, Ντουράτζο, Αυλώνα και ολόγυρα αυτά τα μέρη, Ρούμελη, Πελοπόννησο και τα νησιά. Του αποκρίθη ο Πατριάρχης ότι ξακολουθεί από καιρό ό,τι του γράφει. Κι’ έστειλε και κατηχούσαν. Η κακή τύχη, απότυχε ο μακαρίτης ο Ναπολέων και νεκρώσανε κι’ αυτά. Αυτό το σκέδιον το ήξερε κι’ ο Καποδίστριας από τον Πατριάρχη. Όταν λευτερώθη τούτο το ολίγον μέρος της Ελλάδος, ο Αυτοκράτορας της Ρουσσίας ήξερε το σκέδιον κ’ έβαλε τον Καποδίστρια να ’νεργήση εις τους Έλληνες να τον κάμουν κυβερνήτη τους – και τότε τρώνε και το ολίγον το δικό μας και το πολύ. Έγραψε εδώ εις τους Έλληνες ο Καποδίστριας και τελείωσε ο σκοπός του. Τότε γράφει από τα Παρίσια του Λιονταρίδη ότι πάγει κυβερνήτης και ’στο γράμμα του είχε κ’ ένα γράμμα του μινίστρου του Εξωτερκού της Ρουσσίας και του ’λεγε να του το δώση κι’ ό,τι του ειπή ν’ ακολουθήση. Τότε λέγει ο μινίστρος του Λιονταρίδη ότι· «Η θέληση του Βασιλέως μας είναι όσα χρήματα έχεις συνασμένα να τα πάρης και να πας σε όλα τα μέρη της Τουρκιάς και να κατηχήσης τους χριστιανούς υπέρ της Ρουσσίας» και να ξοδιάση κι’ αυτά τα χρήματα δι’ αυτό το έργον – και τότε κι’ αυτούς να λευτερώση η Ρουσσία κ’ εμάς. Ακούγοντας αυτά ο αγαθός Λιονταρίδης αποκρίνεται του υπουργού· «Δεν είμαι ορκισμένος δι’ αυτό, είμαι να λευτερωθή και να γένη δικόν της βασίλειον η Ελλάδα». Τότε τον κρατούνε εκεί πολιτικόν ρέστο· του πήραν και τα χρήματα. Και στάθη ρέστο όσο οπού σκοτώθη ο Καποδίστριας. Τότε απολπίστη από την Ελλάδα η Ρουσσία.
     Τότε ο Λιονταρίδης έβαλε σημαντικούς ανθρώπους και μίλησαν ότι μετανόησε κι’ εκτελεί ό,τι θέλουν. Και τον έστειλαν να ’ρθη εδώ να δουλέψη διά την λευτεριά μας. Αφού ήρθε εδώ, τους παράγγειλε ότι δεν μπορεί να τους δουλέψη και στείλαν τον άγιον Οικονόμον, παιδί της Ρουσσίας, κι’ ένα Ανατόλιον αρχιμαντρίτη· κι’ ο Οικονόμος εργάζεται εις τα πολιτικά υπέρ της Ρουσσίας κι’ ο Ανατόλιος εις τα στρατιωτικά. Και ηύραν και τους οπαδούς του Κυβερνήτη μας ονομαζόμενους Κυβερνητικούς. Κι’ ο αδελφός του Καποδίστρια Τζορτζέτος κι’ όλοι αυτείνοι φκειάναν προ καιρού την Φιλορθόδοξο Εταιρία μέσα κι’ έξω εις την Τουρκιά κ’ είχαν και χρήματα και ξόδιαζαν και κατηχούσαν. Και προδόθηκαν. Ο Ανατόλιος έφκειασε ένα σπίτι και περιβόλι πλησίον εις της κολώνες του Ολυμπίου Διός κ’ έχει και χρήματα ρούσσικα και είναι κι’ αυτός παιδί της Ρουσσίας· και ηύρε τους συντρόφους του κι’ εργάζονται όλοι μαζί πώς να λευτερώσουνε την Ελλάδα. Κι’ ο Μιχάλβοντας είναι βαλμένος από την Ρουσσία να ’νεργάη ό,τι μπορή διά να γένη αφέντης της Θεσσαλομακεδονίας. Και εις το σπίτι του Ανατόλιου μαζώνονται πολιτικοί και στρατιωτικοί κ’ εργάζονται δι’ αυτά. Έχει κ’ έναν σεκρετάριον ο Βόντας, τον λένε Φορμάνο, και τον έδωσε του Ανατόλιου και κατηχούν τους στρατιωτικούς να κάμουν μίαν δύναμη διά την Θεσσαλομακεδονίαν· κι’ όποτε κάμουν αυτήν την δύναμη να κινηθούν. Και λευτερώνοντας αυτά τα μέρη να γένη ηγεμόνας ο Βόντας όσο η Ρουσσία να στείλει τον βασιλέα τον καθαυτό.
     Θέλαν κ’ έναν στρατιωτικόν αρχηγόν διά το κίνημα. Οι στρατιώτες οπού κατηχούσαν ήταν φίλοι μου και πρόβαλαν εμένα· και μου είπαν αυτό οι στρατιώτες. Εγώ τους είπα, όταν θέλη η Κυβέρνηση να γένη αυτό το κίνημα, ας διορίση κι’ όποιον αρχηγόν θέλη. Έλεγα ότ’ είναι της πατρίδας κινήματα. Τότε ο Λιονταρίδης ηύρε την αλήθεια, πώς είναι από τον Φορμάνο· ότι του βάφτισε ένα παιδί και το ’δειξε και πολλή φιλία· και του τα είπε όλα. Τότε φώτισα τους στρατιωτικούς. Και χαλάσαμεν όλα αυτά τα σκέδια. Τότε σηκώνεται ο Ανατόλιος, σαν χάλασε το σκέδιον τους εδώ, πηγαίνει εις το Όρος, παίρνει και χρήματα μαζί του και πηγαίνει κι’ ανταμώνει τον Λαρίων, οπού ’χε καπετανλίκι εις το Όρος και Μαντεμοχώρια, και τον ορκίζει. Πριν πάγη μάθαμεν τον σκοπόν του· ότι ήταν άνθρωπος πατριώτης και μας το είπε. Αφού όρκισε τον Λαρίων, τότε βγάζει και του δίνει κι’ ένα δίπλωμα ρούσσικον – όποιος θα είναι αρχηγός έχει γκενεράλη βαθμόν. Του τάζει συνχρόνως και μια ποσότη χρήματα και να κατηχήση τους ανθρώπους· και να συνάζη και υπογραφές από τους κατοίκους υπέρ της Ρουσσίας. Τότε στείλαμεν άνθρωπο εις τον Λαρίων να ’χη τον νου του. Του μίλησαν και πιστοί καλογέροι και τράβησε χέρι ο Λαρίων.
     Τότε ο Ανατόλιος γράφει εις τον πρέσβυ της Ρουσσίας εις την Κωσταντινόπολη αναντίον του Λαρίων. Τον κατατρέχει τον Λαρίων ο πρέσβυς και φεύγει και πηγαίνει εις τον Μεμεταλή εις το Μισίρι· τον είχε πατριώτη. Του λέγει όλ’ αυτά, κι’ ο Μεμεταλής θέλει να γένη αλλού το κίνημα διά λογαριασμό του. Το ’δωσε γράμματα σε Τούρκους και Ρωμαίγους Κρητικούς και τον έστειλε εις Κρήτη – κ’ εκεί να στείλη στρατέματα ο Μεμεταλής κι’ οδηγός ο Λαρίων, να γένη το κίνημα. Πέθανε ο Σουλτάνος· πήρε τον στόλο του ο Μεμεταλής, περηφανεύτηκε, αστόχησε τον Λαρίων. Τότε ήρθε εδώ και μου είπε όσα τράβησε. Είδα και τα γράμματα του Μεμεταλή.2
     Αφού φυλάκωσαν τον αδελφόν του Καποδίστρια3 κι’ άλλους διά την Φιλορθόδοξον Εταιρίαν, μέσα εις την χάψη οπού ήταν αυτός ήταν κι’ ο Καμπούρογλος ονομαζόμενος και τον κατήχησε ο αδελφός του Καποδίστρια και τον μπιστεύτηκε· και το ’δωσε την κατήχησιν κι’ ένγραφα. Τότε αυτά τα ένγραφα ο Καμπούρογλος μου παράγγειλε να πάγω εις την χάψη να μου τα δώση να τα δώσω του Βασιλέα. Του παράγγειλα ότι ’στα τοιούτα δεν ανακατεύομαι· και τα ’δωσε του Φαρμακίδη και τα ’δωσε. Και τότε από αυτά κι’ απ’ άλλους από μέσα το κράτος κι’ απόξω την Τουρκιά εμαθεύτη η Φιλορθόδοξο Εταιρία πόσο προβοδεύει και τι αρετή έχει. Οι ασυνείθητοι διά να κάμη ο καθείς τους σκοπούς του άλλος βγάνει την θρησκεία ομπρός, άλλος την πατρίδα – κι’ όσο θέλουν και σέβονται οι τοιούτοι αυτά τα γερά, τόσο καλό να ’χουν.
     Βγαίνουν οι άλλοι πάλι· «Νόμους συνταματικούς πρέπει να ’χωμεν να πάμε ’μπρος». Φτάνει πλέον ο δόλος και η απάτη! Κ’ εσείς οι άλλοι μας καταντήσετε μ’ αυτά σαν την καλαμιά στον κάμπο. Θυμηθήτε ότι υπάρχει Θεός κι’ όσα φαντάζεστε κι’ οργανίζετε διά να υποστηρίζετε την κακία κι’ ασωτεία των συντρόφω σας και ’νεργάτε την αδικία και βοηθόν έχετε εις αυτόν τον διάβολον, ο δίκιος ο Θεός όλες αυτές της προσπάθειες θα σας της χαλάση ’σ ένα μινούτο. Αλλά ο Θεός δεν είναι εσείς, είναι Θεός και σας βαστάγει ίσως και πλησιάσετε ολίγον να ιδήτε σήμερα είμαστε εδώ τιμημένοι και τρογυρισμένοι μ’ αγαθά και πολλούς κόλακες κι’ αύριον τους αφίνετε όλους αυτούς πίσου και παίρνετε εννιά πήχες πανί, καθώς το παίρνει κι’ ο μικρότερος φτωχός, και πηγαίνετε εκεί οπού δεν ματαφαίνεστε· κ’ εκεί θ’ ακούτε ό,τι δεν κάμετε. Χορτάσαμεν πλέον λευτερία συνταματική από τους Άγγλους και Γάλλους κι’ ορθοδοξία ρούσσικη με την Φιλορθόδοξο Εταιρία αυτεινών των ομοθρήσκων μας Ρούσσων. Πόσοι Έλληνες θυσιάστηκαν δι’ αυτούς ως χριστιανοί κι’ ως ομόθρησκοι και τι ανταμοιβή κάνουν τώρα αυτείνοι ’σ εμάς; Εμείς κάμαμεν κι’ όντως κατά δύναμη το χρέος μας ’σ αυτούς ως Έλληνες και χριστιανοί· αυτείνοι κάνουν ’σ εμάς την ανταμοιβή ως Ρούσσοι. Τέλος πάντων και ’σ τα τρία μιλέτια μένομε πολύ ευκαριστημένοι, ότ’ είδαμεν απότ’ εσάς την λευτεριά μας, την τιμή μας, την θρησκεία μας. Όλα αυτά τα σέβεστε κ’ επιθυμήσατε να μας βάλετε κ’εμάς εις την κοινωνία του κόσμου, οπού ήμαστε χαμένοι τόσον καιρόν και σβυσμένοι από τον κατάλογον των εθνών. Και παραδοθήκαμεν εις την τιμή εσάς των ομοθρήσκων μας Ρούσσων και Άγγλων και Γάλλων να μας σώσετε – κ’ εσείς οι φιλάνθρωποι της πρώτες χρονιές πιάνατε ένα αθώον παιδί, ένα αρφανό, οπού γύρευε η τυραγνία να του πάρη την ζωή του και την τιμή του και θρησκεία του και με την βοήθεια του Θεού εσώθη· και οι τρεις εσείς το κιντυνεύετε να το πάτε πάλε εις την δικαιοσύνη του τύραγνου· και δίνεταν δύναμη αυτεινού του τύραγνου, οπού τον τρέμετε εσείς, κι’ αυτό το παιδάκι σας έδωσε να καταλάβετε ότι κατά τ’ όνομα του Γκρανσινιόρη δεν είναι και η δύναμή του. Δεν στοχαστήκετε όταν ’φοδιάζετε τα κάστρα του Γκρανσινιόρη της πρώτες χρονιές, ότ’ ήταν δύναμη Θεού να λευτερωθή; Τι φαντάζεστε, ότι μας βοηθήσετε, ή μας μολύνετε και μας αφανίσετε; Ξίκι να γίνεταν από ’μας ήταν καλύτερα και το καλό σας και το κακό σας! Ευγνωμονούμεν οι Έλληνες γενικώς τους φιλανθρώπους υποκόγους σας, έχομεν χάριτες εις αυτούς τους ευεργέτες μας – καμμιά χάρη ’σ εσάς της ανεμοδούρες, της διαφταρμένες μηχανές δεν έχομεν! Οι τίμιοι άνθρωποι να μην σας ακούσουνε! Ούτε το καλό σας θέλουν να τους κάμετε. Ας σας ευγνωμονήσουνε εκείνοι οπού τους δώσετε τα δάνεια και τα ’φκειασαν λούσια και πολυτέλειες κι’ άλλα τοιούτα. Εκεινών εκάμετε καλό με τα δάνειά σας, του Αρμασπέρη, του Κωλέτη, του Μαυροκορδάτου, του Μεταξά και συντροφιές τους. Και πάλε όσα σας λέγω δεν ελπίζω να τα κατορθώσετε, ότι αν είσαστε εσείς άδικοι κι’ ανθρωποφάγοι και ’περασπισταί της κακίας, είναι Θεός δίκιος, αληθινός, δυνατός. Θυμηθήτε ότι αυτά σας γράφει ένας μικρός Έλληνας· ότι λίγον με μέλει εμένα απότ’ εσάς ή δυνατοί είσαστε ή αδύνατοι. Αγαθοί όταν είσαστε και δίκιοι, είσαστε και δυνατοί· τότε εγώ σας σέβομαι και σας προσκυνώ, αλλοιώς δεν θέλω σας ξέρη, ούτε να σας ακούσω! Από αυτά όλα η πατρίδα κλονίζεται, από της οδηγίες της πατρικές των Πρέσβεων και δικώ μας ξενολάτρων.
     Τότε συνομιλήσαμεν καμπόσοι να καταβάλωμεν χρήματα, κόπους, ζωή να γένη κάνα κίνημα εις την Θεσσαλίαν και Μακεδονίαν. Κάμαμεν πλήθος ετοιμασίες κι’ αγροικηθήκαμεν με τους έξω· και κατηχούσαμεν παντού. Και συνάζαμεν ανθρώπους – πουλούσαν τα γραμμάτιά τους, ό,τι κι’ αν είχαν. Τους στέλναμεν εις Ταλάντι, Λαμίαν, Ξεροχώρι κι’ αλλού να είναι έτοιμοι να βγούνε έξω μίαν ημέρα. Και το πράμα πήγαινε μυστικόν και ’νεργέταν με φόβον του Θεού και καταφανιστήκαμεν εις τα έξοδα. Είχαμεν και τον Τζάμη Καρατάσιον εις το μυστικόν. Τότε ο Τζάμης το πρόδωσε του Σούτζου αυλάρχη κ’ εκείνος το είπε του Βασιλέα. Εμείς δεν ηξέραμεν αυτό. Στέλναμεν τους ανθρώπους ντυμένους – πρόσμεναν τον Τζάμη, εκείνος μας γέλαγε· δεν έβγαινε έξω. Ότι μ’ εκείνους οπού μίληγε μυστικώς έτζι τον οδηγούσαν. Γύριζαν πίσου οι άνθρωποι ξυπόλυτοι και γυμνοί – τους ξεκονομούσαμεν πάλε εμείς. Αυτό το ’καμεν αρκετές φορές. Τον βιάσαμεν χωρίς άλλο να βγη, ειδέ να τραβήση χέρι. Υποσκέθηκε ότι βγαίνει. Τότε μιλεί και τον διατάζουν και πήγε εις Ανάπλι. Τότε είπαμεν να πάψωμεν από αυτό το κίνημα, να μην προδοθούμεν και πάρωμεν τους αδελφούς μας εις τον λαιμό μας. Οι άνθρωποι είχαν διάθεσιν να κινηθούν. Εγώ τραβήχτηκα. Ήρθε ο Δόσιος κι’ ο Δαμιανός, οπού ήταν με τον Τζάμη, κι’ άλλοι και με περικάλεσαν να μην τραβήσω χέρι, όμως να μπω κ’ επιτροπή. Εμπήκα εγώ, ο Δόσιος, ο Δαμιανός, ο Ναούμης. Τότε στείλαμεν μίαν ποσότη πολεμοφόδια με δύο γολέττες διά το Όρος. Οι κεφαλές εκεινών που πήγαν μαζί άταχτοι κι’ ακατάστατοι. Πήγε κι’ ο καϊμένος ο Λαρίων τους αντάμωσε – τον πρόδωσαν εις τους Τούρκους κάποιοι από τους ίδιους (ότ’ ήταν του Τζάμη άνθρωποι κι’ ο Λαρίων ήταν γγισμένος με τον Τζάμη). Τον έπιασαν, τον πήγαν εις το Μπάνιον εις Κωνσταντινόπολη. Μίλησα με τους πρέσβες της Γαλλίας κι’ Αγγλίας – ότι τους γέλαγα και τους έλεγα του κάθε ενού· «Δουλεύομεν και κινιώμαστε διά σας», κ’ εμείς τηράγαμεν τον σκοπόν της πατρίδος μας· – και μ’ αυτόν τον τρόπον έγραψαν οι Πρέσβες εις Κωσταντινόπολη κ’ έβγαλαν τον Λαρίων. Ύστερα οι Ρούσσοι διά την απάτη οπού έκαμεν του Ανατόλιου, οπού τον όρκισε εις το Όρος, ’νέργησαν και τον σκότωσαν οι Τούρκοι ύστερα οπού ’φυε από το Μπάνιο. Και χάσαμεν έναν γενναίον άντρα.
     Τότε κινήθη και η Κρήτη. Είχα αγροικηθή με τον Πατερόπουλο κι’ άλλους Κρητικούς – είχαν κ’ επιτροπή κάμη εδώ· κ’ εκεί στείλαν διευτυντάς τους αδελφούς Χαιρέτηδες. Μου είπε η ’πιτροπή να πάγω κ’ εγώ εις Κρήτη. Εγώ τους είπα ότι ’νεργούμεν δι’ απάνου και είναι το ίδιον. Και τους ανθρώπους οπού κατηχούμεν τους λέμεν ποιος θέλει διά την Θεσσαλομακεδονία, να τον στέλνωμεν εκεί, και ποιος διά Κρήτη. Έπιασα τον Αντώνη Κριεζή, τον καλόν πατριώτη, οπού ήταν υπουργός του Ναυτικού, τον όρκισα και του είπα αυτό· και διάταξε τους δικούς μας θαλασσινούς να μην πειράξουν όσα πλοία βρίσκουν μ’ ανθρώπους οπού θα πηγαίνουν ή διά Όρος ή διά Κρήτη· και δεν τους πείραζε κανένας. Κι’ όλο στέλναμεν παντού. Τότε κι’ ο Τζάμης από την εντροπή έφυγε από τ’ Ανάπλι, ήρθε ’σ ένα μέρος, ναυλώσαμεν πλοίον, του δώσαμεν κι’ ανθρώπους και τ’ αναγκαία, πήγε καμπόσο διάστημα, είδε ένα πλοίον βασιλικόν δικό μας, πήρε καμμιά δεκαπενταργιά ανθρώπους σε μιαν φελούκα κ’ έφυγε και βήκε εις την Ζαγορά. Τότε οι άλλοι μείναν μόνοι τους –γύρισαν οπίσου. Τους στείλαμεν εις την Κρήτη. Ακέφαλοι οι άνθρωποι – οι αρχηγοί τους ακατάστατοι και διχόνοια γιομάτοι. (Πήγαν και εις Όρος ολίγοι κι’ αμόνοιαστοι. Τους διώξαν οι καλογέροι. Και πήγανε και Τούρκοι εις το Όρος). Τότε όλους αυτούς τους στείλαμεν εις Κρήτη· και γράψαμεν του Τζάμη, Βελέτζα κι’ αλλουνών να περάσουνε όλοι εις Κρήτη. Και μίλησα και με πολλούς να πάγω κ’ εγώ ύστερα κι’ άλλοι πολλοί αξιωματικοί με δύναμη. Ήμαστε σύνφωνοι με την ’πιτροπή της Κρήτης, όταν πάρη τέλος αυτό να μας δώσουνε τρεις χιλιάδες Κρητικούς και μ’ όσα πλοία θα είναι έτοιμα κι’ όλους τους ξένους οπού θα είμαστε εκεί, εις Κρήτη, να μεραστούμεν να έβγωμεν έξω εις Θεσσαλομακεδονία. Μιλήσαμε και με τους Σαμίους να βαρέσουνε συνχρόνως κ’ εκεί. Τότε τα μέλη της επιτροπής της Κρήτης, οπού ήταν εδώ, μυστικώς έγιναν Άγγλοι. Τους λέγαμεν να δώσουνε τα μέσα να στείλωμεν περίτου από χίλιους ανθρώπους από την Ρούμελη, οπού βαστούσα τους αξιωματικούς εδώ δι’ αυτό, δεν θέλαν. Μο ’λεγαν είναι Κρητικοί κι’ όσοι ξένοι ’πήγαν αρκετοί. Όταν τους χάλασαν οι Τούρκοι και γράφαν αυτό εδώ, τότε γύρευαν δύναμη· τότε συνάξαμεν καμμιά πεντακοσιαριά ανθρώπους με τον Γιάννη Κώστα – να τον στείλωμεν εις Κρήτη. Κομπρεμεταρίστη εις αυτό κι’ ο Βασιλέας και η Κυβέρνηση. Ήθελαν και καράβια· αγόρασαν πεντέξι εφτά· ηύραν κι’ έναν ναύαρχον Νυδραίον, Μπούτη τον λένε. Αυτός είχε την φαμελιά του εις την Σάμο, και το ήφερνε γύρα· και πρόδινε όλα αυτά εις τον πρέσβυ της Τουρκιάς – και το ’φερνε γύρα. Τότε ετοίμασαν τους Τούρκους οι Άγγλοι· γύρευαν ν’ αγοράσουνε και τους Χαιρέτηδες. Αυτείνοι στάθηκαν τίμιοι πατριώτες και δεν θέλησαν. Οι άλλοι, το μέρος τούτης της επιτροπής, οπού ’ταν εις Κρήτη, ο Χάλης κι’ άλλοι, γύρισαν με τους Άγγλους. Τότε έπεσαν εις διχόνοια το ’να το μέρος και τ’ άλλο. Οι Τούρκοι δυνάμωναν με την συντρομή των Άγγλων. Αυτείνοι όταν είδαν ότι δεν πιτυχαίνουν τον σκοπόν τους, να κάμουν την Κρήτη σαν τα Εφτάνησα, – η φατρία τους ήταν αδύνατη και μπορούσαν να κερδέσουνε οι Έλληνες – έβαλαν την συνειθισμένη τους αρετή· άλλα έλεγαν των Ελλήνων και τους Τούρκους τους βιάζαν· και πήγε ο στόλος τους εις Κρήτη. Τέλος την ξεψύχησαν την δυστυχισμένη Κρήτη – δεν είχαν ούτε ψωμί, ούτε άλλα αναγκαία. Τότε ο Μπούτης κόπιασε και μπαρκάρησε τον Γιάννη Κώστα με τους ανθρώπους του. Το ’φερνε και μ’ αυτούς γύρα της Σπέτζες. Πήραν τους Χαιρέτηδες κι’ όλους τους στρατιωτικούς, ξένους και ντόπιους, οι φιλάνθρωποι Άγγλοι και τους έβγαλαν με τα καράβια τους εις την Αίγινα. Κι’ όταν ήρθαν εις την Αίγινα, τότε κίνησε το Μπούτη να πάγη ομπρός η αδελφή των Άγγλων επιτροπή, οπού ήταν εδώ, Αντωνιάδηδες, Μισαήλης κι’ άλλοι. Πήγαν ως τα Βάτικα.
     ’Σ τον ίδιον καιρόν ήρθε κι’ ο Μαυροκορδάτος, οπού ήταν πρέσβυς εις την Αγγλία. Πήγα ως φίλος του τον αντάμωσα, του είπα· «Και τα καλά οπό ’καμες εις την Ελλάδα τα ξέρομεν και τα κακά. Τώρα έχομεν ανάγκη να ειπής του Βασιλέα την αλήθεια και την άχλια κατάστασιν της πατρίδος και να τον συβουλέψης πατρικώς να σωθούνε τα δεινά μας· και να μην τηράξης Συνταματικούς και Κυβερνητικούς· να μας ενώσης όλους να πάμεν ομπρός· και να πάρης όλα τα κόμματα να κυβερνήσης· κι’ αν δεν ακουστής εις το δίκιον, να παρατηθής και σε διατηρούμεν εμείς». Μίλησε με τον Βασιλέα και πήρε υπουργούς τον Μεταξά, τον Βαλέττα, τον Μελά. Πρόσταξαν εμένα και μο ’δωσαν την «Αμαλία» και πήγα εις τα Βάτικα, οπού ήταν ο ναύαρχος της Κρήτης, ο Γιάννη Κώστας με το στράτεμα κι’ ο Τζάμης (ότι του παραγγείλαμεν να ’ρθη διά την Κρήτη και ήρθε). Τους είπα ότι το κίνημα της Κρήτης εχάθη και τους πήρα και τους ήφερα εις την Αίγινα κι’ από ’κει διάλυσα αυτούς και τους Κρήτες τον καθέναν όθεν ήθελε με τ’ άρματά του. Εις την Αίγινα έμαθα ότι απαρατήθη ο Μαυροκορδάτος και οι συντρόφοι του. Μπήκε ο Χρηστίδης, ο Γιακωβάκης, ο Κριεζής, ο Βλαχόπουλος. Τότε να φυλάξω την υπόσκεσή μου εγώ κι’ άλλοι πατριώτες κάνομεν συνεισφορά και γένονται περίτου από σαράντα χιλιάδες δραχμές. Το Δημοτικόν Συβούλιον ήταν σε διχόνοια· έστειλαν επίτηδες από την Αίγινα να ’ρθω γλήγορα, ότ’ ήμουν κ’ εγώ μέλος. Μιλώ αυτό του υπουργού Χρηστίδη και με παρακαλεί να τους ενώσω. Ξοδιάζω, κάνω ένα τραπέζι, παίρνω όλους τους συβούλους, παρέδρους και παλιόν δήμαρχον και καινούριον, τους μόνοιασα –φιλήθηκαν. Γύρευαν να με κάμουν πρόεδρον του Συβουλίου. Κάτζαμεν να φάμεν ψωμί, αφού ενωθήκαμεν. Πηγαίνουν και λένε ότι όλοι οι σύβουλοι είναι ’στον Μακρυγιάννη και θα κάμουν απανάστασιν. Κι’ ανακατώνονται πεζούρα, καβαλλαρία. Κι’ ο υπουργός Χρηστίδης δεν τον άφισε ο φόβος να ειπή ότι τα ήξερε αυτά. Τότε σηκώνομαι και πήγα εις τον Βασιλέα. Αφού του ξηήθηκα διά το τραπέζι, του μίλησα και διά τους ανθρώπους που γύρισαν από την Κρήτη· του σύστησα την καλή τους διαγωή και υποταγή όσ’ ήταν εις την Αίγινα. Μίλησα και την δυστυχία του Νικήτα, οπού ήταν εις την Αίγινα ρέστο και χωρίς μιστόν· και να τον λευτερώσει, ότι εγώ τον γνωρίζω πολύ καλά και δεν ενέχεται σ’ ό,τι του είπαν. Ότι πάντοτε ήταν εις το σπίτι μου νύχτα και ημέρα κ’ ένα παρόμοιον δεν μου είπε. Κι’ αφού το ’καμα πολύ ριτζά, μου υποσκέθη και τον έβγαλε ευτύς και το ’δωσε κι’ όλους του τους μιστούς. Τότε του είπα· «Δεν φοβήθης να μη σου κάμω απιστιά όταν ήταν περίτου από χίλιους τρακόσους ανθρώπους, στεργιανοί και θαλασσινοί, και καράβια κι’ όλα τ’ αναγκαία του πολέμου και θα σου κάμω με το δημοτικόν συνβούλιον; Δεν μ’ αφίνουν κ’ εμένα να ζήσω ήσυχος; Με τα παιδιά των σκολειών θα κάμω απανάστασιν; Με τα κάδρα θα φέρω σύνταμα; Το κάστρο των Αθηνών θα πάρω; Με το συνβούλιον απανάσταση; Τον μιστόν μου αφίνω διά τους φτωχούς αγωνιστάς, μ’ όλον οπού κ’ εγώ είμαι φτωχός, όμως αυτείνοι πεθαίνουν της πείνας. Και δι’ αυτό πάλε με υποπτεύθηκαν. Διά την ησυχίαν της πατρίδος, οπού ’ναι θρόνος σου, κάνω όλα αυτά. (Κι’ άλλα τοιαύτα πλήθος. Αυτείνοι γύρευαν να με φυλακώσουνε εις το Παλαμήδι). Εγώ, Βασιλέα μου, έχω ορκιστή διά την λευτεριά της πατρίδος μου και τράβησα τόσα δεινά· και εις το κάστρο της Άρτας παιδεμούς και σίδερα εις τα ποδάρια. Πήγαν να μας κρεμάσουν και γλύτωσα μόνον εγώ. Και τράβησα όλα αυτά διά να μαρτυρήσω το μυστικόν της Εταιρίας, οπού ήμουν μέσα. Έχασα τα ολίγα μου υποστατικά και σπίτι μου και μικρή μου κατάσταση. Πέντε πληγές πήρα εις το σώμα μου· την κατάστασή μου και υγείαν μου τα ’χασα. Αναντίον μου κατηγορία δι’ όσους διοίκησα δεν φαίνεται. Τότε ήμουν γνωστικός και καλός εγώ κι’ αυτείνοι οπού υπομείναμεν διά την αγάπην της πατρίδος τόσα δεινά· τώρα κάθε ολίγον μας κατηγορούν και μας υποπτεύονται. Αυτείνη τη λευτεριά από εκείνους οπού ’μπιστεύεσαι την κυβέρνησίν σου εγώ δεν την υποφέρνω και να μου δώσης την άδεια να πουλήσω ό,τι έχω και να πάγω όθεν μπορέσω με την φαμελιά μου να ζήσω». Η Μεγαλειότης του με παρηγόρησε· όμως τον Τζήνο κι’ άλλους τους πίστευε και σε κακή εύνοια πάντοτες ήμουν. Άλλοι γύρευαν να τον σκοτώσουν, εγώ τον γλύτωνα· του κάκου.4


ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Ξηγήθηκα πώς έγινε η ανταρσία της Ακαρνανίας σε τούτο. Αφού πήγα κ’ εγώ με την τετραρχίαν μου, παρατήρησα κι’ όλες της θέσες οπο ’γιναν πολέμοι, και σημάδεψα όλες αυτές της θέσες κι’ όσες άλλες ήξερα· κ’ έρχοντας εδώ εις Αθήνα πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο και τον είχα να μου φκειάση σε εικονογραφίες αυτούς τους πολέμους. Δεν γνώριζα την γλώσσα του. Έφκειασε δυο τρεις, δεν ήταν καλές· τον πλέρωσα κ’ έφυγε. Αφού έδιωξα αυτόν τον ζωγράφο, έστειλα κ’ έφεραν από την Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφον τον έλεγαν· έφερα αυτόν και μιλήσαμεν και συνφωνήσαμεν το κάθε κάδρο την τιμήν του· κ’ έστειλα κ’ ήφερε και δυο του παιδιά· και τους είχα εις το σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι’ αυτό άρχισε από τα 1836 και τελείωσε τα 1839. Έπαιρνα τον ζωγράφο και βγαίναμεν εις τους λόφους και το ’λεγα· «Έτζι είναι εκείνη η θέση, έτζι εκείνη· αυτός ο πόλεμος έτζι έγινε· αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος». Εις το πρώτο κάδρο είναι ζωγραφισμένος ο Παντοκράτορας και η Ελλάς αλυσωμένη· και την κυτάγει ο Παντοκράτορας και της λέγει· «Ελλάς, Ελλάς! Διά τα αίματα και θυσίες των Ελλήνων και Φιλελλήνων σε εσπλαχνίζομαι και φωτίζω τα τρία δυνατά Έθνη να σου τιναχτούν οι άλυσοι οπού ’χες τόσους αιώνες εις τα ποδάρια σου· και σε καταστήνω βασίλειον, να βασιλεύεσαι από τον Όθωνα κι’ Αμαλία». Και της τινάζει τους άλυσους από τα ποδάρια· και την παίρνει ο Παντοκράτορας και της βάνει εις το δεξιόν κι’ αριστερόν τον Βασιλέα και Βασίλισσα Όθωνα κι’ Αμαλία· κι’ ο Παντοκράτορας επί κεφαλής του κάδρου. Κι’ ο άγγελός του τους στεφανώνει. ’Σ άλλο μέρος του κάδρου είναι οι τρεις βασιλείς των Δυνάμεων· κι’ ο άγγελος στεφανώνει κι’ αυτούς τους τρεις· κι’ όλος ο λαός και το γερατείον γονατιστόν κάνουν μίαν δοξολογίαν εις τον Θεόν και λένε· «Δοξασμένος να είσαι, Κύριέ μου, διά την νεκρανάστασιν οπό ’καμες. Ζήτω τα τρία δυνατά έθνη και οι βασιλείς αυτεινών! Ζήτω η πατρίδα μας, ο Βασιλέας μας και η Βασίλισσά μας!» Εις τ’ άλλο κάδρο είναι η Κωσταντινόπολη ζωγραφισμένη και η θέση της. Είναι ο πρώτος Σουλτάνος, οπού την κυρίεψε, ζωγραφισμένος κι’ ο θρόνος του, οπού κάθεται και πίνει το ναργιλέ του· και οι σωματοφύλακές του και οι ’πασπισταί του γύρα· και οι πρόκριτοι και το γερατείον, οπού του προσφέρνουν τα δώρα και τα κλειδιά, του Σουλτάνου. Αυτός τους λέγει διά μέσον ενού ’πασπιστού· «Δεν έχω ανάγκη να μου προσφέρουν δώρα και κλειδιά· τους κυρίεψα με το σπαθί μου (και τους δείχνει το σπαθί και τους λέγει)· Με το σπαθί μου κυρίεψα αυτούς· και τα δώρα τους και κλειδιά δεν έχω ανάγκη να μου τα προσφέρουν αυτείνοι». Και προστάζει και τους βάνουν εις τον ζυγόν, εις την τυραγνίαν. Τότε αφού είδαν αυτούς εις τον ζυγόν ένα μέρος πήρε τα βουνά. Λέγει ο ’πασπιστής εις τον Σουλτάνο· «Καλά, έβαλες αυτούς εις τον ζυγόν· οι άλλοι πήραν τα βουνά». Τότε αφού τους είδε ο Σουλτάνος, διατάττει πεζούρα και καβαλλαρία και πολεμούν με την μαγιά της λευτεριάς (οπού την βάστηξαν ξυπόλυτοι και γυμνοί τόσους αιώνες εις τα βουνά κ’ ερημιές να μην χαθή, και σκότωναν οι τύραγνοι και οι τουρκοκοτζαμπασήδες έναν από αυτούς και γένονταν δέκα. Και είχαν συντρόφους όλοι αυτείνοι τ’ άγρια θεριά και φείδια, οπού συνκατοικούσανε μαζί, και προστάτη μόνον τον Θεόν. Και τροφή είχαν το κρέας των τύραγνων Ρωμαίγων, όσοι ήσαν σύνφωνοι με τους Τούρκους, και Τούρκων και το αίμα τους κρασί). Τότε εις ένα μέρος είναι η Ελλάς αλυσωμένη και κατεβαίνουν από τα βουνά τρεις με τα όπλα τους και γκεζερούν της πολιτείες και λένε των ανθρώπων· «Εμάς μας τρώγει η γύμνια και η ταλαιπωρία τόσους αιώνες δι’ αυτείνη την πατρίδα – δεν την βλέπετε οπού είναι αλυσωμένη και καταφρονεμένη· τα παράσημά της πεταμένα· και σεις ακόμα σίγρι κάνετε; Ως πότε, τουρκοραγιάδες, ως πότε να σας βυζαίνουν οι Τούρκοι και οι οπαδοί τους κοτζαμπασήδες και τουρκοκαπεταναίγοι;» Αφού αυτείνοι οι τρεις ’θουσιάσαν τους πολίτες, φαίνεται ο Ρήγας Βελεστίνος, το αγαθό παιδί της πατρίδας, και βαστάγει ένα σακκουλάκι με τον σπόρο της λευτεριάς και σπέρνει αυτόν τον σπόρον. Το τρίτο κάδρο είναι ο πόλεμος του Διάκου εις το γιοφύρι της Αλαμάνας κι’ αυτός παλουκωμένος κι’ ο Δεσπότης Σαλώνων και οι άλλοι. Το τέταρτο είναι το χάνι της Γραβιάς, η Άμπλανη και του Σαλώνου τα μέρη. Το πέφτο είναι τα Βασιλικά, ο χαλασμός του Μπαγιράνπασια. Το έκτον είναι η Λαγκάδα. Το εφτά είναι η Τροπολιτζά και όλοι εκείνοι οι πολέμοι. Το οχτώ είναι η Άρτα, το Σούλι και η Σπλάντζα. Το εννιά είναι το κάστρο της Αθήνας, οπού το πήραν οι Αθηναίγοι με ρισάλτο. Το δέκα είναι τα Ντερβένια, Κόρθο, Ντερβενάκι, Άργος, Παλαμήδι και Ανάπλι. Το έντεκα Νύδρα, Σπέτζες, Ψαρά, Γαλαξείδι· γράφονται ναυάρχοι, μπουρλοτιέροι, νοικοκυραίγοι· τι καράβια τούρκικα έκαψαν ο καθείς. Το δώδεκα οι Παλιοβαρίνοι, Σφαχτηρία, Νιόκαστρον. Το δεκατρία η Δυτική Ελλάς, κέντρο Βόνιτζα, Πούντα, Πρέβεζα, πολέμοι ’σ εκείνο το μέρος από Γιάννενα και κάτου. Το δεκατέσσερο η Ανατολική Ελλάς, κέντρο η Φήβα· όλοι οι σημαντικοί αυτεινού του μέρους στρατιωτικοί και πολιτικοί από ’κοσιτέσσερα χωριά γραμμένοι· ύστερα ο Υψηλάντης με της χιλιαρχίες και Τούρκους οπού πολέμησε. Το δεκαπέντε οι Μύλοι του Αναπλιού καθώς έγινε ο πόλεμος. Το δεκάξι Μισολόγγι, Κλείσοβα, Βασιλάδι, οπού κάηκαν οι άνθρωποι, και τ’ άλλα μέρη. Το δεκαφτά Αράχωβα, μοναστήρι, οι δυο πύργοι με τα κεφάλια των Τούρκων. Δεκοχτώ Περαίας, Δράκος, Μουνιχία, Πασσαλιμάνι, Μετόχι, Μποστάνια κι’ όλα τα ταμπούρια. Δεκαεννιά Τρεις Πύργοι, τα έντεκα ταμπούρια, τα τρία τα μπροστινά, το τυφλό, οπού χαλάστηκαν οι Σουλιώτες κι’ άλλοι· ’στο ρέμα ζωγραφισμένος εγώ, οπού τους δείχνω να γένη εκεί το ταμπούρι, να μην πιάσουνε το ρέμα οι Τούρκοι (και δεν θέλησαν). Είκοσι το κάστρο της Αθήνας, όλες οι θέσες απόξω, οπού μας πολιορκούσε ο Κιτάγιας, Χρυσοσπηλιώτισσα, η θέση οπού σκοτώθη ο Γκούρας κι’ όλες οι θέσες με τους ανθρώπους κι’ ο Φαβιές και ταχτικό. Εικοσιένα η Κρήτη και η Σάμο, οπού χύθη τόσο αίμα (και η ασπλαχνία των δυνατών τους άφησε πίσου εις την τυραγνίαν του Σουλτάνου). Εικοσιδύο η Καλιακούδα, Καρπενήσι, οπού σκοτώθη ο Μάρκος. Εικοσιτρία είναι η ναμαχία των τριών στόλων, το Νιόκαστρον, οι Αβαρίνοι, το νησί, λιμάνι, τα τούρκικα καράβια και των Δυνάμεων. Εικοσιτέσσερα η Ελλάς κρατεί στέφανο εις το χέρι της και στεφανώνει όλους τους Φιλέλληνας· και είναι γραμμένα όλα τους τα ονόματα ζωντανών και σκοτωμένων, όσοι ήρθαν εις την πατρίδα κι’ αγωνίστηκαν. Εικοσιπέντε η Ελλάς ξαπλωμένη και ξεπλέγει τα μαλλιά της κι’ ο Αρμασπέρης της βγάνει με το χέρι του ματωμένο την καρδιά της. (Αυτό το κάδρο το ’μαθε αυτός και με κατάτρεχε· και διά να μην ακολουθήση τίποτας ήρθαν φίλοι εις το σπίτι μου – και σύνφωνος κι’ ο Ζωγράφος, ότι θα τον παίδευαν και χωρίς να ήμουν εκεί το ’καψαν να μην φανή εις το φως· κ’ υποσκέθη να μου το ματαφκειάση και δεν το ’φκειασε). Εικοσιέξι κάδρο δικό μου. Σε όλα τα κάδρα αυτά, οπού ’δωσα των πρέσβεων και του Βασιλέως, οπού χάθηκαν από εκείνον τον μπερμπάντη τον Ησαΐα, ήταν ζωγραφισμένες οι θέσες και τα ονόματα των αρχηγών Τούρκων και Ρωμαίγων γραμμένα από κάτου· και η κάθε θέση σημειωμένη με νούμερο και ύστερα γραμμένο από κάτου εις το κάδρο τ’ όνομά της με το νούμερον. Κ’ έλεγαν όλα· «Στοχασμός του Μακρυγιάννη. Έγιναν 25 εικόνες με ίδια του έξοδα και κόπους προς ευκαρίστησιν των πατριωτών και των ευεργέτων μας Φιλελλήνων. Μακρυγιάννης».

2. Πρωτύτερα πολύν καιρόν και πριν ο Μεμεταλής να πάρη τον στόλο του Σουλτάνου είχε έρθει εδώ ο Κωνσταντίνος Τοσίτσας και μου είπε καμπόσα κι’ ότι με θυμάται ο Μπραΐμης από τον καιρόν του Νιόκαστρου. Μιλήσαμεν και για τα έξω της Θεσσαλίας και Μακεδονίας, να μπορέσουμεν να κάμωμεν τίποτας. Είχε σκοπόν να πάγη εις την μητέρα του εις τη Λαμίαν. Του είπα ότι σαν γυρίση οπίσου μιλούμεν δι’ αυτό. Του έκαμαν αντενέργειες εις την Λαμίαν και θα τον έπιανε η Κυβέρνηση· και του στείλαμεν κ’ έφυγε κρυφίως.

3. Ύστερα τον έκαμαν εξορία εις το Μισίρι κ’ εκεί απέθανε.

4. Είχε έρθη εις την Αθήνα μυστικώς ο Βελέτζας και δεν ήμουν εδώ – ήμουν εις Βάτικα ακόμα – και μ’ άφησε έναν άνθρωπο και μου είπε, αν υπόσκεται ο Βασιλέας ότι δεν πηγαίνει χάψη, να του στείλω να ’ρθη. Μου υποσκέθη ο Βασιλέας και το ’στειλα και ήρθε. Και τον είχα δεκαφτά ημέρες κρυμμένον εις το σπίτι μου. Τον έντυσα και κρυφίως τον έστειλα εις το Τζιρίγον. Τι έκαμεν έξω, πώς κινήθη, φαίνεται από το ιστορικόν του. Αυτείνοι είχαν γυμνώση έναν πλούσιον Βλάχο, κ’ έπιασαν δεκαπέντε από αυτούς και τους φυλάκωσαν, και χωρίς να μου ειπούνε αυτό να ξέρω. Κι’ όσο να γλυτώσω αυτούς και τον Βελέτζα (ύστερα του έστειλα και ήρθε) εγώ δεν ξέρω τι ξόδιασα και τι τράβησα να μην ειπούνε την αποστασία ληστεία.

[ Kεφάλαιον έκτον ]
Φκειάνοντας τα κάδρα του πολέμου έρχονταν αγωνισταί και μο ’λεγαν· «Τ’ είναι αυτά τα κάδρα;» Τους έλεγα· «Ο τάδες ο πόλεμος, ο τάδες, οπού αγωνιζόσασταν εσείς και πληγωνόσαστε διά να ιδήτε την πατρίδα σας ελεύτερη». Κατεβαίναμεν κάτου, βλέπαν και της πέτρες· και ύστερα άλλος κουβάλαγε χώματα, άλλος πέτρες, άλλος έκανε χωράφι. Άλλος αναστέναζε κι’ άλλος έκλαιγε. Του έλεγα του κάθε ενού· «Μην κλαις και είναι τρόπος να γελάσης εσύ και γενικώς η πατρίδα». Τον έπαιρνα εις το σπίτι τρώγαμεν. Τότε του έλεγα· «Να σου μιλήσω φοβώμαι από την τζελατίνα των Μπαυαρέζων, με κόβουν». Τον όρκιζα, του έλεγα πώς να ενωθούμεν· να μιλή ένας με τον άλλον και να ορκίζωνται κ’ αυτείνοι. Και μ’ αυτόν τον τρόπον ώρκισα ’σ ούλο το κράτος· κι’ όλο ποτίζονταν αυτό. Κι’ ο Θεός το ευδοκιμούσε χωρίς να βγη κάνας προδότης, αλλά η εξουσία είχε ξερές υποψίες. Κι’ αλλουνού του έλεγα πως φροντίζομεν διά τα έξω, κι’ αλλουνού διά τα μέσα, να γένουν νόμοι κ’ Εθνική Συνέλεψη. Κι’ όποιος ήθελε τα έξω αυτόν τον ψύχωνα διά εκείνο. Τοιούτως ακολούθησα ως τα 1840.
     Τότε συλλογίστηκα να φκειάσω έναν όρκον να τον υπογράφωμεν, επειδήτις και είδα άλλος ήταν Κυβερνητικός, άλλος Συνταματικός, άλλος Άγγλος, άλλος Γάλλος, άλλος Ρούσσος και τα εξής. Έπαιρνα από κάθε πολιτεία ένα-δυο τρεις Συνταματικούς κι’ άλλους τόσους Κυβερνητικούς και τους ένωνα· κ’ εκείνοι ένωναν τους συμπολίτες τους. Ο όρκος ήταν· «Να μην είμαστε ούτε Συνταματικοί, ούτε Κυβερνητικοί, ούτε σε ξένη δοξασία Άγγλοι, Γάλλοι, Ρούσσοι. Να τους σεβώμαστε αυτούς όλους διά την ευεργεσίαν τους – και να μας αφήσουν ήσυχους εμάς και τον Βασιλέα μας».1 Με της υπογραφές επήρα ανθρώπους απ’ ούλο το κράτος κι’ ο καθείς από εκείνους κατήχαγε κι’ αυτός. Έπαιρνα από την δευτέρα τάξη, πολιτικούς και στρατιωτικούς. Την πρώτη τάξη οπού φοβώμουν, ότι ήταν μπερδεμένοι με τους ξένους, τους όρκιζα τον ίδιον όρκον, όμως χωρίς υπογραφή· και ήμασταν οι δυο, όχι άλλος παρών. Οι οπλαρχηγοί, οι πρώτοι, πήγαινε ο καθείς εις την πατρίδα του και κατήχαγε τους συνπολίτες του, οπού ’χε ’μπιστοσύνη. Και τοιούτως οργανίστη όλο το κράτος. Αφού ο Μαυροκορδάτος απαρατήθη κ’ έδειξε φιλελεύτερα αιστήματα, τον μπιστεύτηκα και το ’δειξα το σκέδιον, χωρίς υπογραφή, και τον όρκισα να μην με προδώση· τον ρώτησα αν είναι καλό, να βαίνω ανθρώπους και να τους υπογράφω. Του είπα ότι δεν αρχίνησα ακόμα. Ορκίστη να φάγη τα παιδιά του αν το προδώση κι’ αν δεν είναι Έλληνας κι’ όχι ’σ άλλη δοξασία ξένη. Τότε διατάχτη ο Μαυροκορδάτος να πάγη πρέσβυς εις Κωσταντινόπολη. Του είπα να πάγη πρώτα ν’ ανταμώση τον Βασιλέα πριν φύγη και να του ειπή την άχλια κατάστασιν της πατρίδος – κι’ αυτός πηγαίνει με ευκαρίστησίν του εκεί όπου διατάχτη. Μου το υποσκέθη και ύστερα μετάνοιωσε. Του είπα· «Οι πατριώτες σου μένουν πολλοί νηστικοί κ’ εσένα σο ’καμαν συνεισφορά τόσες χιλιάδες δραχμές· και πάλε πλερώνεσαι καλά εκεί οπού πας – και η πατρίδα δυστυχεί· και δεν πηγαίνεις να μιλήσης; Πήγα μίλησα εγώ· να πας και του λόγου σου, ύστερα να πάγη κι’ ο Μεταξάς κι’ άλλοι πατριώτες να σώσουμεν την πατρίδα». Πήγε και μίλησε πολλά. Και πήγαν κι’ άλλοι πολλοί. Πηγαίνοντας πάλε κ’ εγώ εις τον Βασιλέα του μίλησα την άχλια κατάστασιν και της μεγάλες κατάχρησες των υπαλλήλων – κι’ όλο το κράτος το ρήμαξαν. Αυτό μαθαίνοντας οι υπουργοί και καταξοχή ο Χρηστίδης άρχισε να με πειράζη. Μου βάνει κατασκόπους εις το σπίτι μου να μαθαίνη τι κάνω και ποιος μπαίνει. Αυτό βλέποντας εγώ, έφκειασα μίαν έκθεσιν και την έβαλα εις τον τύπον. Τότε ο υπουργός του Στρατιωτικού με φωνάζει και μου λέγει ν’ αναιρέσω όσα έγραψα. Του είπα ότι θα προσθέσω ακόμα κι’ όχι ν’ αναιρέσω· ότι η πατρίδα θέλει αρετή κι’ όχι κατασκόπους. Με φοβέρισε πολύ. Γύρεψαν να με κρίνουν εις το Στρατιωτικόν Δικαστήριον. Τους είπα· «Την έκθεσιν την έκαμα όταν σκάλιζα τον κήπο μου ως γιωργός, δεν την έκαμα ως στρατιωτικός». Ζήτησα και κρίθηκα εις το πολιτικόν δικαστήριον. Ήταν μαζί μου δεκαπέντε συνηγόροι κι’ ο ίδιος ο ’σαγγελέας. Και το δικαστήριον γιομάτο έξω και μέσα. Και οι περισσότεροι ακροαταί κλαίγαν, όταν με ’περασπίζονταν οι συνηγόροι. Μίλησα και μόνος μου. Τότε αυτείνοι όλοι φαρμακώθηκαν διατί δεν με καταδίκασαν. Σε ολίγον καιρόν ’νεργούνε και φέρνουν κλέφτες απόξω το σπίτι μου εις της Κολώνες του Ολυμπίου Διός, κι’ αρχίνησαν τους ντουφεκισμούς. Και είπαν ότι τους ήφερα εγώ. Κ’ εγώ αν ήξερα από αυτό τίποτας, να ’χω την κατάρα της πατρίδος. Χάρη εις τον Βασιλέα – έμαθε το δίκιον και την αλήθεια, και γλύτωσα.
     Είδα ότι η Κυβέρνησή μας έφυγε όλως διόλου από την δικαιοσύνη. Τότε έπρεπε ο κάθε αγωνιστής να προσέχη διά την πατρίδα του και του λόγου του να μην κυβερνιέται με το «έτζι θέλω». Αφού κατήχησα όλο το κράτος με της υπογραφές, έκρινα εύλογον να βάλω και πολιτικούς εις την πρωτεύουσα. Κανένας άλλος δεν ήταν να είχα ’μπιστοσύνη – ο Μεταξάς, ότι έδειξε και χαραχτήρα εις την προεδρία του Μαυροκορδάτου. Τότε ορκιζόμαστε ότι να κάμωμεν Εθνική Συνέλεψη και Σύνταμα, να διοικιώμαστε τοιούτως. Κι’ αν ο Βασιλέας υπογράψη, να ήμαστε υπέρ του, αν δεν υπογράψη, να του είμαστε αναντίοι, ότι τότε θα μας σκοτώση. Σε αυτά όλα μείναμεν σύνφωνοι με τον Μεταξά κ’ έδειξε μεγάλον πατριωτισμόν και πολλή εμπιστοσύνη ’σ εμένα – χωρίς εγώ να του ειπώ ότι ’νεργούσα και πρωτύτερα κι’ ότι γράφω κι’ ανθρώπους, ότι έχει ξένες σκέσες και δεν ξέρω τι μπορεί να γένη. Του είπα να μιλή, να συνδένεται και με τους πολιτικούς τους τίμιους, οπού ’ναι εδώ εις πρωτεύουσα, και μιλώ κ’ εγώ μ’ όσους γνωρίζω. Και τους όρκιζα και τους έστελνα του Μεταξά. Τα πράματα της πατρίδος πήγαιναν εις γκάγκραινα. Τηράτε όλες της ’φημερίδες – μ’ όλον οπού ’ναι και καμπόσες παθητικές και φατριαστικές, αλλά είναι και τίμιες – κι’ αρχή ως τέλος βλέπετε την άχλιαν μας κατάστασιν. Ότι η δυστυχής πατρίδα ποτέ δεν είδε πατρική Κυβέρνησιν διά να σωθούνε τα δεινά μας και διά να μην χάσουνε κι’ αυτόν τον Βασιλέα οι ξένες κρεατούρες. Κάθε ευαίστητος πατριώτης έπρεπε να προσέχη, ότι ο χαμός αυτεινού θα ήταν και χαμός της πατρίδος.
     Εις τα 1842 οι Τούρκοι οδηγημένοι από τους δυνατούς ήθελαν να κινηθούν αναντίον μας με μεγάλες ετοιμασίες, ότι δεν εκλίναμεν εις την συνθήκη του Ζωγράφου· κι’ άλλες τοιούτες πρόφασες. Οι πρέσβες φέρναν τον κατακλυσμόν διά τον χαμό μας· κι’ αυτείνοι οπού μας κυβερνούσαν ξεψυχησμένοι, Μπαυαρέζοι Γκράφης, Ες, Σπις κι’ άλλοι τοιούτοι, κι’ ο υπουργός του Στρατιωτικού Βλαχόπουλος υποστράτηγος με την ίδια γενναιότητα, Όλοι αυτείνοι, Αντιβασιλείς και υπουργοί ξεψύχησαν. Αφού είδα αυτό, πήγα εις τον Βασιλέα και εις τους Αντιβασιλείς και υπουργούς και τους μίλησα. Και στείλαν κανόνια, ασκέρι, κι’ άλλες πολλές ετοιμασίες εις τα σύνορα. Όταν είδαν αυτά οι Πρέσβες είπαν των Τούρκων να γυρίσουν οπίσου, το ίδιον κ’ εμάς, να μην ανοίξη δυστύχημα.
     Εις τον Αντιβασιλέα τον Γκράφη πήγε μια ημέρα ενού πρωταγωνιστή η γυναίκα κ’ έκλαιγε την γύμνεια της, την πείνα της, την δική της και των αρφανών της. Ο Αντιβασιλέας ο Γκράφης όταν άκουγε δικαιώματα, δεν «είχε το ταμείον». Πήγε η γυναίκα χίλιες φορές και την περίπαιζε. Ύστερα σε πεθαμένον άνθρωπον έκαμε την επιθυμίαν του και της έδωσε την ανταμοιβή – από τα αίματα του αντρός της και συγγενών της – κι’ αγόρασε παπούτζια· και πήρε και τον ναύλον της και πήρε τ’ αρφανά της και πάει εις την δυστυχίαν της. Δυστυχισμένη Ελλάς, δυστυχισμένοι Έλληνες! Αναθεματισμένοι κυβερνήτες, οπού μας κυβέρνησαν αρχή ως τέλος! Αν πίστευε Θεόν αυτός, έφτανε η ηθική του αυτού; Αυτό μαθαίνοντας εγώ – πήγαινε ο Αντιβασιλέας ο Γκράφης μ’ ένα άτι να κάμη το μπάνιο του. Είδα τον Γκράφη οπού ήταν εις την θάλασσα. Εγώ εκεί σκάλιζα· και ήξερα την ηθική του, οπο ’καμεν την επιθυμίαν του – χαζιρεύτηκα να τον πιάσω να του κόψω το κεφάλι του να το βάλω μέσα εις τον κ… του. Συλλογίστηκα ότι θα δικιωθούν οι άλλοι όμοιοι του και θα μας κακοσυστήσουν. Περικαλέστηκα τον Θεόν να τον διώξω με σάπια λεμόνια αυτόν και τον Ες και Σπι κι’ άλλους. (Κι’ όντως ο Θεός ο δίκιος – τους μπαρκαρίσαμεν όλους και χωρίς να μολύνη τα χέρια του κανένας Έλληνας, διά να τους αποδείξωμεν ότι όχι εμείς, αλλά αυτείνοι και οι συντρόφοι τους, οπού τους ’περασπίζονται, είναι κι’ όντως θερία, άνθρωποι χωρίς ηθική και πίστη, και κρίμα ’στα φώτα τους· ότι ο άνθρωπος κάνει τα φώτα κι’ όχι τα φώτα τον άνθρωπον· και διά να τους δείξωμεν ποιων απογόνοι είμαστε, τι μοννέδα χρυσή έλαβαν αυτείνοι από ’κείνους τους προγόνους μας και την έχουν ως την σήμερον και μ’ αυτείνη ζουν, και τι κάλπικον δάνειον δώσαν εμάς των απογόνων τους, οπού κατατρέχουν οχτακόσιες χιλιάδες Έλληνες και δεν τους αφίνουν να ζήσουν κι’ αυτείνοι ήσυχοι εις την κοινωνίαν των άλλων κρατών.
     Εις τα 1843 ο Κωλέτης από τα Παρίσια μου συσταίνει έναν σημαντικόν Γάλλον περιηγητή, μο ’γραφε προκομμένον πολύ, ’στορικόν, θέλει να μαθαίνη τους αγώνες μας και να γνωρίζεται με τους αγωνιστές· κι’ άλλα πλήθος προτερήματα μο ’γραφε. Ήταν δύο αυτείνοι συντροφεμένοι κ’ ένας διερμηνέας τους. Τον μεγάλον άντρα αυτόν τον έλεγαν Μαλέρμπη. Ήρθαν εις το σπίτι μου, δεν μ’ ηύρανε· και κατέβηκαν εις τον κήπο μου οπού εργαζόμουν· και ήμουν αποσταμένος και καθόμουν να ξεκουραστώ. Έρχονται με ρωτάνε διά τον Μακρυγιάννη. Τους λέγω· «Εγώ είμαι». Μου λέγει ο διερμηνέας τους· «Με γελάς. – Του λέγω, σα σε γελάγω, σύρτε να τον βρήτε». Τότε αφού τους είπα «είμαι εγώ» – ήταν κ’ άλλοι άνθρωποι και τους είπανε και τους βεβαίωσαν – τότε μου δίνουν το γράμμα. Αφού το διάβασα το γράμμα, μου λέγει αυτός ο σοφός άντρας ότι· «Δεν έλπιζα να βρω σε τοιούτη κατάστασιν έναν αγωνιστή της Ελλάδος. – Του λέγω· καλά τον ηύρες ή αχαμνά; – Όχι να είναι ’σ αυτείνη την αχλιότη. – Του λέγω· οι ευεργέτες μας οι Ευρωπαίγοι έτζι θέλησαν να μας κάμουν εμάς τους αγωνιστάς· όμως τους φίλους τους και κόλακές τους τους ευτύχησαν πολλά καλά. Οι τίμιοι θέλουν να ζήσουν κι’ αυτείνοι εις την ματοκυλισμένη τους γης· κι’ αγωνίζονται και κοπιάζουν να υπάρξουν κι’ αυτείνοι εις την κοινωνία όσο έχουν τ’ αμανέτι του Θεού εις το σώμα τους και είναι ζωντανοί. Όταν πεθάνη ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη από τίποτας. Μ’ όλον τούτο τώρα, οπού ζούμεν, όλοι οι τίμιοι Έλληνες ευκαριστούμεν τους Φιλέλληνας εις τον κόπον οπού έλαβαν διά να μας σκηματίσουν κ’ εμάς έθνος, οπού ήμαστε τόσους αιώνες ’σ ενού λιονταργιού τα νύχια. – Μου λέγει, ένα θα σας βλάψη εσάς, το κεφάλαιον της θρησκείας, οπού είναι αυτείνη η ιδέα ’σ εσάς πολύ τυπωμένη. – Διά τούτο είπα κ’ εγώ ότι ευκαριστούμεν τους ξένους προστάτες μας, ότι είδαμεν την διάθεσίν τους εις αυτό το κεφάλαιον· ότι δεν τους δίνομεν χέρι οι Έλληνες, ότι δεν κάνομεν την όρεξή τους, και μας κατατρέχουν και αυτείνοι και οι εδικοί μας οπού μας κυβερνούν τοιούτως κατά της συνβουλές των πρέσβεων κι’ αδικούνε όλους εμάς τους αγωνιστάς· και σκάβομεν και ταλαιπωριώμαστε· κι’ άλλοι δεν υποφέρνουν την καταφρόνεση και πάνε σε κακές στράτες. Και τους πιάνουν αυτείνοι οπού ’χουν την εξουσία και τους κρένουν με τον νόμο τον δικόν τους· και βάνουν το κοπίδι, οπού μας έστειλαν οι φωτισμένοι και ήμεροι άνθρωποι της Ευρώπης, και κόβουν εμάς τους άγριους Έλληνας. Και είναι τόσοι κομμένοι, κι’ όλα τα μπουντρούμια τω Βενετζάνων και οι χάψες γιομάτες. Και ποιοι είναι αυτείνοι οπού σκοτώνονται και είναι χαψωμένοι; Όλο οι αγωνισταί· όλο από ’κείνους οπού βάστηξαν την θρησκεία τους τόσους αιώνες με τους Τούρκους – και τους κάναν τόσα μαρτύρια και την βάστηξαν· και λευτέρωσαν και την πατρίδα τους αυτείνοι με την θρησκεία τους, οπού ήταν πεντακόσιοι Τούρκοι εις τον αριθμόν κι’ αυτείνοι ένας και χωρίς τ’ αναγκαία του πολέμου και την μάθησιν οι περισσότεροι και τ’ άρματά τους δεμένα με σκοινιά. Και η πίστη εις τον Θεόν –λευτέρωσαν την πατρίδα τους. Και οι φίλοι εσάς των ξένων δικοί μας κυβερνήται, οπού μας κυβερνούν, θέλουν να την ξανασκλαβώσουν. Όμως από τούτο οπού ακούγω κι’ από την ευγενείαν σας, του κάκου κοπιάζει η Ευρώπη, οπού επιστηρίζει τους τοιούτους ανθρώπους. Όσο να καταστρέψη την αρετή, δεν σώνεται· ότι χωρίς αρετή και θρησκεία δεν σκηματίζεται κοινωνία, ούτε βασίλειον. Και πράμα τζιβαϊρικόν πολυτίμητο, οπού το βαστήξαμεν εις την τυραγνία του Τούρκου, δεν το δίνομεν τώρα, ούτε το καταφρονούμεν οι Έλληνες. Η ευγενεία σου απαρατιέσαι από την θρησκείαν σου; Κι’ αν γυρίσω εγώ και οι άλλοι, πώς θα μας θεωρήσης τίμιους ανθρώπους εσύ ο τίμιος; Και τι έχεις εσύ διά ’μένα τι δοξάζω εγώ; Και διατί να φροντίζω εγώ διά σένα τι δοξάζεις; Ο Θεός ας θεωρήση του κάθε ενού την γνώμη, είναι φροντίδα αυτεινού. Σε παρακαλώ, ένα παρόμοιον να μην το ειπής αλλουνού Έλληνα, ότι θα βλαφτής. Εμένα οπού μου το είπες σου ’δωσα την απάντηση· κι’ όχι του λόγου σου να μου το ειπής δεν σ’ ακούγω, αλλά κι’ ο Θεός ο δικός σου να μου το ειπή, δεν σαλεύει το μάτι μου! Να μην το ειπής αλλουνού κι’ αντέσης!» Άρχισε να κατηγοράγη τον βασιλέα του Φίλιππα. «Εγώ, του είπα, ’σ αυτό δεν επεβαίνω, διά βασιλείς. Τον δικό μου τον Βασιλέα τον σέβομαι και υποτάζομαι, ότ’ είναι βασιλέας μου». Τους είπα να ’ρθούνε να φάμε ψωμί. Πήρα τον Μεταξά κι’ άλλους πολιτικούς κι’ αγωνιστάς και φάγαμεν. Μου γύρεψε να του φκειάσω και μια έκθεσιν του αγώνος μου. Είχα κάμη μίαν έκθεσιν διά τον Βασιλέα τότε και είχα την κόπια και την έδωσα. Ήθελε κ’ Ελληνικά τραγούδια. Του έφκειασα πεντέξι. Αφού φάγαμεν ψωμί, το ’δωσα συστατικά εις τους φίλους μου σε όλο το κράτος να τον δεχτούνε φιλικώς. Του είπα και πάλε να μη ματαειπή σε κανέναν περί θρησκείας. Αυτός ήρθε ως κατηχητής. Πήγε εις της επαρχίες κι’ άρχισε πάλε την κατήχησίν του και τον έβαλαν εις της ’φημερίδες. Κι’ αν δεν σωφρονίζεταν και ξαναμιλούσε διά θρησκεία, θα ’μεναν τα κόκκαλά του εις την Ελλάδα και τότε θα ’λεγαν θερία τους Έλληνες – διατί δεν θέλουν ν’ αλλάξουν την θρησκείαν τους.
     Έστειλα επίτηδες ανθρώπους πιστούς εις την Ρούμελη και Πελοπόννησο και νησιά και αλλού σε όσους είχα ορκισμένους και τους είπα να ενώνωνται όσον ημπορούνε· και να πάψουνε οι διχόνοιες αναμεταξύ τους (και εις τον όρκον οπού τους έδινα ο πρώτος λόγος ήταν ηγ ένωση)· και να περικαλούνε τον Θεόν διά να κάμη το έλεός του να μας ενώση και να σώση την πατρίδα μας και θρησκεία μας, ότι η λευτεριά μάς απόδιωξε από αυτά και εγίναμεν Σόδομα και Γόμαρα. Είχα κι’ ανθρώπους ορκισμένους και ήξερα τι γένεταν εις τον ίδιον Βασιλέα, όσα σκέδια τον οδηγούσαν οι απατεώνες και κάθε κρυμμένον δόλον τους. Τότε μαθαίνοντας αυτά από τους αγαθούς ανθρώπους με μυστικόν τρόπον τα διαδίναμεν εις τους τύπους και τα ’βρισκαν ομπροστά τους εκείνοι οπού τα σκεδιάζαν· και δεν ήξεραν πούθε βγαίνουν. Λέγω εις τους αναγνώστες την μεγάλη χάρη του Θεού· τόσα χρόνια κατηχούσα το κράτος όλο και προδότης δεν εφάνη ούτε πλούσιος, ούτε φτωχός. Συγγενείς ήταν αυτεινών μέσα, οπού έπαιρναν τα μυστικά τους και μου τα ’λεγαν και τότε έστελνα επίτηδες ανθρώπους εις Ρούμελη και Πελοπόννησο και νησιά. Είχαν να κάμουν και κινήματα διά το έξω – ξένες οδηγίες και κακοί σκοποί να μας γελάσουνε με τέτοιες πρόφασες· και ξέροντας αυτά τα μυστήρια τους πήρα τους τουρκοκαπεταναίους οπού κάθονταν εις το κράτος – οπού θέλαν μ’ αυτούς κι’ άλλους τοιούτους να κάμουν τους κακούς τους σκοπούς διά τα έξω – τους πήρα και τους όρκισα· και τους πήρα και της υπογραφές τους· και τους ξηγήθηκα τους κακούς σκοπούς εκεινών. Και τοιούτως τους αντικόβαμεν. Κι’ άλλα έλεγα της φατρίας της Ρούσσικης (ότ’ είμαι μ’ αυτούς), άλλα της Αγγλικής κι’ άλλα της Γαλλικής.
     Τα κακά άξαιναν εις το κράτος. Πολλές κατάχρησες γένονταν. Τότε γύρεψαν και οι δανεισταί μας το χρεώλυτρο· και οι Πρέσβες μάς βιάσαν πολύ. Κι’ έγινε ’κονομία εις το πολιτικό μας και στρατιωτικό και εις τ’ άλλα της παλαβομάρας μας. Το μυστήριον ύστερα έπεσε ’σ ανθρώπους κακούς, αλλά η σωτηρία ήταν οπού δεν ξέραν τον οργανισμόν και της υπογραφές και τους συντρόφους μας. Ότι πάντοτες είχα υποψίαν από τους ανθρώπους οπού κάνουν την τύχη τους με τους ξένους και κάθε έναν τον κουβέντιαζα κατά την φατρίαν του κ’ επιθυμιά του. Άλλος ήθελε να διώξωμεν τον Βασιλέα, άλλος να τον σκοτώσωμεν· εγώ κι’ όσοι ήταν τίμιοι κι’ αγαθοί πατριώτες ορκισμένοι μιλούσαμεν με φρονιμάδα και θέλαμεν με γνώση κ’ ένωση να κάμωμεν Εθνική Συνέλεψη και να γένουν νόμοι εθνικοί· κι’ ο Όθωνας βασιλέας να είναι, αν τους υπογράψη, κ’ έτσι να σωθούνε τα δεινά οπού έπαθε η πατρίδα μας κι’ από ’μας τους αγωνιστάς σκοτώθηκαν περισσότεροι από τους Τούρκους, σκοτώθηκαν κι’ αφάνισαν την πατρίδα τους διά τα θελήματα του Μαυροκορδάτου, του Κωλέτη, του Μεταξά και συντροφιές τους. Αυτείνοι όλοι πάντοτες και τώρα ήξεραν τα συνφέροντά τους και δι’ αυτά κουβέντιαζε καθείς από αυτούς εις τους ξένους τους συντρόφους του. Οι νοικοκυραίοι ήξεραν την πατρίδα τους μοναχά πώς να υπάρξη. Δι’ αυτό οι Πρέσβες και οι άλλοι οι φίλοι τους δεν ήξεραν τίποτας, αυτείνοι οπού ψάχουν εις τον πάτο της θάλασσας και βρίσκουν το βελόνι.2 Κι’ ενώθη όλο το κράτος με την θέλησιν του Θεού και την φώτισίν του· κ’ εγκολπώθη γενικώς η πατρίδα αυτό το θείον έργον την τρίτη Σεπτεβρίου, οπού θέλω την ξεστορήση.
     Την είχα την ιδέα αυτείνη εις το νου μου και μο ’γινε μια υποκοντρία· κι’ όλο η ψυχή μου ήταν εις αυτό νύχτα και ημέρα, αφού έβλεπα την κακή κυβέρνησιν και τον κίντυνον της πατρίδας. Μίαν βραδειά – ότι έχω ένα σύστημα· θέλω έναν φίλο εις το σπίτι μου να τρώμε ψωμί μαζί – είχα ειπή ενού αγωνιστή να ’ρθη να φάμεν· οπού τρώγοντας κάναμεν πολλές ομιλίες. Στοχαζόμουν να τον βάλω και εις τον όρκον, ότ’ ήταν άξιος και είχε κ’ επιρρογή, κι’ όλο αποκοβόμουν χωρίς να του ειπώ το μυστήριον. Εκεί οπού κουβεντιάζαμεν μου λέγει ότι· «Είχα υποψίαν από ’ναν άνθρωπον ότι θα με σκοτώση και πήρα κ’ έναν άλλον και τον σκοτώσαμεν· και διά να μη με προδώση αυτός οπού με βόηθησε, φαρμάκωσα κ’ εκείνον». Τότε του μίλησα καμπόσα, όμως τον σιχάθηκα, κι’ αποφάσισα να μην του ειπώ τίποτας διά το μυστικόν. Φέραμεν τον λόγον διά τον Καΐρη ότι αθέισε (και τοιούτος είναι ως την σήμερον). Εγώ μιλούσα απελπισμένα πώς ένας σοφός, γερωμένος άνθρωπος είπε αυτό· και πικραινόμουν εις αυτό πολύ. Εις την φιλονικία βλέπω τον φίλον να μου ’περασπίζεται τον Καΐρη και να είναι με το φρόνημά του. Μου λέγει· «Όλα μπόσικα· και πώς ο Θεός θα πήγαινε σε μίαν γυναίκα και να μείνη εννιά μήνες εις την κοιλιά της;» Ήταν κι’ άλλοι πολλοί οπού μας άκουγαν. Του λέγω· «Τούτα του Θεού τα ποιήματα και την τάξη την βλέπεις· είναι διά να θαμαίνεται ο καθείς; – Μου λέγει, ναι. – ’Μπρος ’σ αυτά είναι το μικρότερον αυτό, οπού σκοτώνεις το νου σου διά να πιστέψης εσύ ο μωρός άνθρωπος. Θέλησε ο Θεός να γένη διά να δοξάζωμεν οι άνθρωποι τα μεγάλα του κατορθώματα και την παντοδυναμία του· και διά να γένη αυτό «είπε» κ’ έγινε, λόγον είπε κι’ όχι ανθρώπινον έργον. Τέτοια μυαλά, του είπα, σαν τα δικά σου έχει κι’ ο Καΐρης. Και διά να φρονής τοιούτως διά ’κείνο τρως τους ανθρώπους διά μικρή υποψίαν». Δεν ματάρθε εις το σπίτι μου. Έκοψα την σκέση του και δεν τον πλησίαζα.
     Μίαν βραδειά έκανα την προσευκή μου, λυπημένος πολύ διά την κατάστασιν της πατρίδος, κ’ έπεσα και κοιμήθηκα. Βλέπω εις τον ύπνο μου ότι από πάνου το σπίτι μου ήταν ένα πλήθος περιστέρια κ’ ένα όρνιον τα κυνηγούσε και τα ’τρωγε· κι’ άλλα τα ξεκλούσε και τα πέταγε κάτου. Αυτό βλέποντας συνάχτηκαν πλήθος άνθρωποι και μου φώναζαν· «Μακρυγιάννη, βάρε αυτό το όρνιον οπού καταφάνισε τα περιστέρια!» Τους έλεγα· «Είναι πολύ ψηλά, τι να του κάμω;» Αλλού ύστερα παίρνει το όρνιον ένα περιστέρι εις τα νύχια του και κατεβαίνει κάτου· και ήταν ένας γκρεμνός και εις τα χείλια του γκρεμνού κάθεταν και το ’τρωγε. Τότε όλος αυτός ο κόσμος με φωνάζουν να πάγω να το πιάσω. Τους λέγω· «Να πάγω να το πιάσω μου βγάζει τα μάτια με τα νύχια του». Τους είπα κ’ έφκειασαν ένα μεγάλο παλούκι και το ’μπηξαν εις την γη· και τους είπα και μο ’φεραν και μίαν χοντρή τριχιά και την έβαλα και την πέρασα εις το παλούκι και την έδεσα καλά· και τότε έδωσα τη μια άκρη ενού από τον λαόν και την άλλη την άκρη την πήρα εγώ και τους είπα· «Τώρα οπού τρώγει το περιστέρι, έχει το νου του εκεί να πάμεν να του δέσουμεν τα ποδάρια του με την τριχιά· το παλούκι θα το βαστήση». Του περάσαμεν της άκρες του σκοινιού, το δέσαμεν χωρίς να μας νοιώση. Αφού τελείωσε αυτό το περιστέρι, κάνει να πάρη φτερόν κρεμάστη κάτου με το κεφάλι και βαρούσε τα φτερά του. Τότε ξύπνησα· και είπα θα δέσουμεν τον Βασιλέα με νόμους. Αυτό το όνειρον το είδα πριν την τρίτη Σεπτεβρίου ως πέντε μήνες.
     Βλέπω μίαν άλλη νύχτα, ως τέσσερες μήνες πρωτύτερα από την τρίτη Σεπτεβρίου, ότι ο Δεσπότης Αττικής μ’ όλον τον λαόν θα ’κανε μίαν δοξολογίαν εις τον Θεόν και συνάζονταν πλήθος λαγός από παντού. Αφού συνάχτη όλος ο λαός με τον Δεσπότη εκεί, παρουσιάζεται ένα χαντάκι μπροστά τους. Κάνει να περάσει πρώτος ο Δεσπότης, του πέφτει το ρωλόγι του και γένεται κομμάτια· και χάλασαν όλες οι όπερες. Το πήρε ο αδελφός του Δεσπότη, πολεμούσε να το φκειάση, δεν μπορούσε. Του λέγω· «Δο’ μου το, κυρ Γιώργη, να το φκειάσω εγώ. – Μου λέγει, πού ξέρεις εσύ; – Μ’ έμαθε ο μάστορας, του λέγω, τώρα». Το πήρα και το ’φκειασα καθώς ήταν. Και ξύπνησα. Την αυγή πήρα το σκαλιστήρι μου, πήγα εις το περιβόλι μου και δούλευα· κι’ απόστασα και καθόμουνε και συλλογώμουν όλα αυτά. Έρχεται ο σεβάσμιος αγαθός δεσπότης Μπουντουνίτζας – έρχεται πάντοτες· με ξεμολογάει εμένα και την οικογένειάν μου – εγώ ήμουν συλλογισμένος. Μου λέγει· «Τι είσαι έτζι, τέκνο μου; – Απόστασα, του λέγω. Και του ξηγώμαι το όνειρον. Μου λέγει· «Κάτι εργάζεσαι να κάμης και θα το ευλογήση ο Θεός· και ’σ αυτό μέσα συμμετέχεται και η θρησκεία· και θα στερεωθή· και θα γένης ο αίτιος εσύ. – Του λέγω, τι άξιος είμ’ εγώ διά την θρησκεία; Έργον δικό σας είναι αυτό. – Μου λέγει, το όνειρον αυτό δείχνει». Κι’ όντως, δοξασμένο το όνομα του Θεού! Είχα κατηχήση κι’ από το γερατείον διαλεμένους, από μοναστήρια κι’ αλλού, να μην είναι διαφερμένοι με τους πολιτικούς και στρατιωτικούς, οπού ’χουν ξένες σκέσες, και προδοθούμεν.3
     Το μυστικόν πάγαινε πολύ κακά και θα προδόνεταν εξ αιτίας – αφού μιλήσαμε με τον Μεταξά να κατηχούμεν τίμιους πολιτικούς κι’ άλλους, αυτός έβαλε και τον Αντρέα Λόντο εις αυτό· κι’ αυτός έχει αδυναμία πολλή εις τους νέους· και τους νέους δεν τους αδικώ ότι είναι κακοί, αλλά είναι πολύ ’θουσιασμένοι, και το μυστικόν γένεται κοινόν, και τότε αν θα...4 τα φρύδια, βγαίνουν τα μάτια. Κι’ αλήθεια κοντέψαμεν να τα βγάλωμεν. Αυτείνοι συνάζονται, ο Μεταξάς, ο Λόντος, ο Ζωγράφος και οι άλλοι και σκεδιάζουν και βρίσκουν κ’ έναν ανθυπολοχαγόν να βαρέσουμεν ντουφέκι εις την Αθήνα – μ’ ενού ανθυπολοχαγού δύναμη κ’ επιρρογή! Και μέσα εις την Αθήνα ήταν πλήθος στρατέματα ταχτικά κι’ άταχτα και το ιππικό και πολλοί χωροφύλακες. Και οι αρχηγοί του ταχτικού κι’ άταχτου και οι άλλοι σημαντικοί στρατιωτικοί δεν ξέραν τίποτας. Τότε η Κυβέρνηση μ’ αυτεινούς όλους θ’ αφάνιζαν κ’ εμάς τους ’νεργητάς κι’ όλη η πολιτεία θα γένεταν γης Μαδιάμ. Την άλλη ’μέρα στείλαν και πήγα κι’ ανταμωθήκαμε· και μου λένε αυτό. Τους λέγω όλα αυτά· «κ’ εγώ δεν μπαίνω εις αυτό, ότ’ είμαστε χαμένοι· και θα μας αναθεματούν ο κόσμος. Και η πατρίδα χάνεται διά πολύν καιρό». Αφού τους πολέμησα την ιδέα τους, δεν στάθη τρόπος να ’περισκύσω, αλλά με πείραξαν εις την φιλοτιμία μου, με είπαν και δειλό. Τότε τους λέγω· «Δι’ αυτόν τον λόγον κλίνω· και να έχετε εις τον λαιμό σας πρώτα του λόγου σας και την πολιτεία κι’ όλους τους αθώους, οπού θα χαθούν εξ αιτίας της στραβής σας ιδέας, και ύστερα εμένα. Στρέγω, τους είπα στανικώς με μίαν παρατήρησιν, να βαστήξετε να στείλω του Κριτζώτη, οπού τον έχω ορκισμένον, να μπορέση να ’ρθη με καμμιά τρακοσιαριά ανθρώπους ν’ ανθέξωμεν». Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό. Στέλνω επίτηδες άνθρωπον διά νυχτός εις την Χαλκίδα και του μίλησε και ήταν έτοιμος να ’ρθη. Ο υπολοχαγός ο φίλος τους το λέγει αλλουνού φίλου του κ’ εκείνος το είπε αλλουνού. Και η σωτηρία μας ήταν ότι αυτός το είπε του Γενναίου Κολοκοτρώνη ’πασπιστή του Βασιλέως, κι’ αυτός, φίλος του Μεταξά, πήγε και του το είπε. Και με πολλούς τρόπους ο Μεταξάς έκαμεν ότι δεν ενέχεται ’σ αυτά και είπε του Γενναίου να μείνη μυστικό όσο να μάθωμεν τι τρέχει. Κ’ έτζι έμεινε. Πάγω την άλλη ’μέρα και τους βρίσκω όλους πεθαμένους. Και μου λεν αυτό· και χάλευαν πού να σωθούνε. Τότε τους λέγω· «Πήρα και τον Κριτζώτη εις τον λαιμό μου». Και του στέλνω επίτηδες πάλε άνθρωπον και του λέγει αυτά· και διά τους ανθρώπους οπού σύναζε να ειπή ότι λησταί βήκαν να συνάξουν κι’ άλλους από ’δω και να βγούνε να ταράξουν την Τουρκιά. Ακολούθησε...5 και το βάλαμεν εις τον τύπο και σιωπήθη.6 Τότε οι φίλοι όλοι πάγωσαν και γύρευαν τόπο να τρυπώσουν. Κι’ άφησαν παγωμένα τα σκέδια τους.
     Βλέπω πάλε εις τον ύπνο μου ένα βράδυ ότι ήρθε ο Κριτζώτης εις την Αθήνα και γυρεύει εμένα να πάγω ν’ ανταμωθούμεν, ότ’ ήταν μια μεγάλη στέρνα, να βγάλωμεν νερό οι δυο μας να ποτίσουμεν έναν μεγάλον τόπο. Αφού πήγα εκεί, άφησε την στέρνα κ’ έφυγε κατά τον τόπο του καβάλλα. Εγώ ’στ’ άλογο πήγαινα τρέχοντας να τον σώσω. Μην ξέροντας τον δρόμον μού παρουσιάζεται ένας βαθύς γκρεμνός και εις τον πάτο ήταν πλήθος νερό μαύρο. Εγώ καθώς πήγαινα μ’ ορμή, πάνε και τα τέσσερα ποδάρια του αλόγου ’στα χείλια του γκρεμνού κ’ ευτύς οπού είδα αυτό τράβησα τον χαλινόν και στέκεται σούζα το άλογον και με το ’να μου το ποδάρι έφκειασα ένα χαράκωμα εις τον γκρεμνόν και ύστερα με τ’ άλλο μου ποδάρι έφκειασα κι’ άλλο και στάθηκα· κ’ έβαλα της πλάτες μου κι’ από το στήθος του αλόγου, του έδωσα μια και το κόλλησα απάνου. Και το καβαλλίκεψα τρέχοντας να σώσω τον Κριτζώτη να τον γυρίσω οπίσου. Εκεί οπού πάγαινα τρέχοντας μου παρουσιάζεται ένας πολύ μεγάλος πλάτανος και είχε έναν κλώνο πολύ μεγάλον κι’ απάνου ήταν ένα χρυσό πουλί. Τόσο το ζήλεψα! Στάθηκα να το κάμω σίγρι· και στάθηκα αρκετά. Θα πέρναγα από κάτου τον κλώνο οπού ’ταν το πουλί. Ζύγωσα κοντά του· αυτό είχε το κεφάλι του εις τα φτερά του και κοιμάταν. Έρριξα το χέρι μου και το ’πιασα. Του έλεγα· «Τέτοιο όμορφο πουλί και ήσουν νυστασμένο και σ’ έπιασα!» Και το λιμπίζομουν και το λυπώμουν. Το βαστούσα εις το χέρι μου κ’ έτρεχα διά τον Κριτζώτη. Εκεί μου παρουσιάζεται ένας μ’ ένα κάρρο και είχε και τα παιδιά του μέσα. Σαν είδα τα παιδιά· «θα μου γυρέψουν το πουλί» είπα και το ’κρυψα εις την τζέπη μου. Και μ’ αυτό ξύπνησα. Το πρωί πήγα εις τους φίλους μου Μεταξά κι’ άλλους και τους ηύρα πεθαμένους κι’ άλυωτους. Τους λέγω· «Κάμετε κουράγιο και ’νεργάτε με τον φόβον του Θεού και θα κερδέσουμε. Τους λέγω το όνειρο κι’ ότι ο Βασιλέας και οι συντρόφοι του τους τυφλώνει ο Θεός και κοιμώνται· και τον Βασιλέα τον έπιασα και τον έχω εις την τζέπη. Αυτείνοι είναι άπιστοι και δεν πιστεύουν.
     Είχα και τον Θοδωράκη Γρίβα εις τον όρκον, τον όρκισα μαζί με τον Κριτζώτη, και πήγε εις την πατρίδα του, εις το Ξερόμερο, πήγε φαντασμένα, ανόγητα και μαθεύτηκε εις της αρχές. Ο Μήτρο...7 ήταν σε όλη την Ακαρνανία αρχηγός του μεταβατικού με μίαν μεγάλην δύναμιν· έμαθε όλα τα σκέδια του Γρίβα και των φίλωνέ του και της ετοιμασίες κι’ από δω όσοι ’νεργούσαν και τον Κώστα Μπότζαρη εις το Μισολόγγι κι’ άλλους και ζήτησε άδεια από την Κυβέρνησιν και ήρθε μόνος του να τα ειπή όλα αυτά να πάρουν μέτρα. Τότε αυτό μαθαίνοντας εμείς νεκρώσαμεν όλοι, ότι χαθήκαμεν. Η Θεία Πρόνοια τι κάνει! Τον ανταμώνω εις το παζάρι· του είπα· «Πήγα χαλεύοντάς σε εις το κονάκι σου να σε ιδώ· δεν σ’ ηύρα». Ψέματα του είπα διά το κονάκι του· είχε λίγη ώρα οπού ’ρθε. Ήταν κάνα δυο ώρες να νυχτώση· του είπα να πάμεν εις το σπίτι μου να φάμεν. Μου λέγει· «Δεν έρχομαι, ότι θα πάγω να παρουσιαστώ πρώτα». Εγώ αυτό δεν ήθελα· τον χρειαζόμουν εγώ πρώτα. Τέλος τον έβιασα και τον πήρα και ήρθε και φάγαμεν. Σηκωθήκαμεν από το τραπέζι, κάτζαμεν σε μίαν κάμαρη· αρχίσαμεν οι δυο μας με τα φρούτα το κρασί. Εγώ το ’πινα νερωμένο, ότ’ είμ’ αστενής. Το βάλαμεν καλά εις το κέφι. Ως τα μεσάνυχτα κοντά άρχισα να τον ρωτάγω διά χαμπέρια από εκεί οπού ’ταν. Μου λέγει αυτά οπού σημείωσα· «και θα τα ειπή όπου ανήκει· ότι κιντυνεύομεν». Τότε αφού έμαθα όλα αυτά λύθηκαν τα κόκκαλά μου όλα. Γιομίζω δυο κούπες κρασί, του λέγω· «Να το πιούμεν εις συχώριον εκεινών οπού σκοτώθηκαν διά την πατρίδα παράγωρα κι’ άφησαν χήρες γυναίκες κι’ αρφανά παιδιά· οι γριές των σκοτωμένων διακονεύουν, οι νιες – στανικώς τους πατούνε την τιμή τους· όσοι αγωνισταί μείναν, οι περισσότεροι νηστικοί και δυστυχισμένοι, μην υποφέρνοντας την δυστυχίαν πάνε λησταί και τους πιάνει η δικαιοσύνη με την δύναμή της, βάνει την τζελατίνα και τους κόβει. Και γιομάτες οι φυλακές του Κράτους. Πιε, του λέγω, είναι διά την τζελατίνα και παλούκι των αγωνιστών, εκεινών οπού τους αδικούνε και χάθηκαν, το άνθος της πατρίδος! Και θα τους χρειαστή μια ημέρα και η πατρίδα κι’ ο Βασιλέας. Θυμήσου τι τραβήσαμεν κ’ εμείς οι δυο. Δεν αδίκησαν εσένα, όταν γύρευαν να σε βάλουν υποταματάρχη εις την οδηγίαν του Κουτζονίκα και μάλλωσα δι’ αυτό και διά άλλους με τον Αγιντέκ και με τ’ άλλα τα μέλη της Αντιβασιλείας; Και μας έστειλαν ’πιτροπή εσένα κ’ εμένα να οργανίσουμε τους αγωνιστάς – και να τους δώσουμε μιστόν δώδεκα γρόσια; Τι θα το ’κανε αυτό το μισό τάλλαρο εκείνος ο καταπληγωμένος αγωνιστής· αυτός να ντυθή, η γυναίκα ή τα παιδιά του ή οι γέροι οι γονέοι του; Διά τους αγωνιστάς και χήρες κι’ αρφανά και διά ’κείνους οπού θυσιάσαν το εδικό τους εις τον αγώνα της πατρίδος, και ήτον νοικοκυραίοι και τώρα είναι διακονιαραίοι, δεν έχει ψωμί η πατρίδα δι’ αυτούς όλους, είναι φτωχή, και διά τον Αρμασπέρη έχει, οπού ’ρθε ψωργιασμένος κόντης κ’ έφυγε μ’ ένα μιλλιούνι τάλλαρα κι’ αγόρασε εις την πατρίδα του έναν τόπον και τον έβγαλε Ελλάς και μουτζώνει εμάς τους ανόητους Έλληνες αυτός και οι άλλοι οι Μπαυαρέζοι και οι φίλοι τους οι εδικοί μας; Πού ’ναι τόσα μιλλιούνια δάνεια, πού είναι οι πρόσοδοι, πού ’ναι οι καλύτερες γες, πού ’ναι οι μύλοι, πού ’ναι τ’ αργαστήρια των Τούρκων και σπίτια, πού είναι τα περιβόλια και οι σταφιδότοποι; Ποιος τα ’χει παρμένα; Ο Αρμασπέρης με τους άλλους Μπαυαρέζους έδιναν των δικών μας των χαραμοταϊσμένων αυτά όλα και τους στράβωναν, κι’ αυτείνοι πήραν τα χρήματα και τα παίρνουν ολοένα. Ποιους θα επιστηρίξης εδώ οπού ’ρθες και ποιους θα προδώσης; Πού το τζάκισες αυτό το χέρι; – ’Στο Μισολόγγι, μου λέγει. – Πού το τζάκισα εγώ αυτό; – ’Σ τους Μύλους του Αναπλιού. –Διατί τα τζακίσαμεν; – Διά την λευτεριά της πατρίδος. – Πού ’ναι η λευτεριά και η δικαιοσύνη; Σήκου απάνου! Τον παίρνω και πάμεν και τον ορκίζω. Του παρουσιάζω και τον όρκον και τον διάβασε· και τον υπόγραψε ο αγαθός και γενναίος πατριώτης.
     Τότε του είπα να κάμη τον άρρωστον και να μην πάγη πουθενά να παρουσιαστή. Κι’ αν παρουσιαστή, να ειπή άλλα. Και του ξηγήθηκα όλα τα τρέχοντα. Είχαμεν κι’ άλλη φορά αγροικηθή και δι’ άλλα της πατρίδας και δεν προδοθήκαμεν, καθώς και διά του Παλαμηδιού οπού σημειώνω. Ύστερα τον κακομεταχειρίστη ο Αρμασπέρης και τον είχε ρέστο· και μάλλωσα δι’ αυτόν με τον Αρμασπέρη και τον απόλυσε. Και στάθη ως τίμιος κι’ αγαθός πατριώτης σε όσα ορκιστήκαμεν και μιλήσαμεν. Και του είπα κ’ έφυγε· και το ’δωσα γράμμα κι’ αγροικήθη μ’ όλους αυτούς. Κι’ από τότε μας βόηθησε περισσότερο από κάθε άλλον· ότ’ είμαστε και στενοί φίλοι εξ αρχής.


ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Αυτόν τον όρκον θέλετε τον ιδήτε εδώ και της υπογραφές των ανθρώπων· και φαίνεται η βαρύτητα του κάθε ενού οπού ’χει εις την πατρίδα του.

2. Ύστερα είδαν τον όρκον οπού ’βαλα εις τον τύπον, οπού λέγει να μην είμαστε ούτε Συνταματικοί, ούτε Κυβερνητικοί, ούτε σε καμμιά άλλη ξένη δοξασία, ούτε Άγγλοι, ούτε Γάλλοι, ούτε Ρούσσοι· να τους σεβώμαστε αυτούς ως ευεργέτες μας, αλλά μόνον μ’ Ελληνικούς νόμους να κυβερνιώμαστε. Διά τούτο δεν τους αρέσω τώρα και με κατατρέχουν όλες οι φατρίες.

3. Όταν μπήκαμεν εις την Συνέλεψη έστειλα και ήρθαν απ’ όλο το Κράτος γερωμένοι και τους σύναξα εις το σπίτι μου και φκειάσαμεν διάφορα ένγραφα διά την Συνέλεψη. Έκαμα κ’ εγώ μίαν πρότασιν και πρώτος μίλησα διά την θρησκεία· και πήραν την γνώμη μου κι’ άλλοι αγαθοί πατριώτες πληρεξούσιοι· κ’ έγινε δεκτό πανψηφεί. Πάσκισαν αναντίον μας άλλοι, του κάκου κοπιάσαν όλοι. Και καταφαρμακώθηκαν.

4. Μία ή δύο λέξεις φθαρμένες.

5. Μία ή δύο λέξεις φθαρμένες.

6. Μία ή δύο λέξεις φθαρμένες.

7. Μία λέξη φθαρμένη, Nτεληγιώργης, βεβαίως.

[ Kεφάλαιον έβδομον ]
Μαθαίνοντας αυτό ο Μεταξάς και η συντροφιά έλαβαν ψυχή. Όμως εδώ ήταν ο Καλλέργης αρχηγός του ιππικού και είχε κ’ επιρρογή εις το ταχτικόν πεζικόν· ήταν και εις το ταχτικόν αρχηγός ο γενναίος κι’ αγαθός Σκαρβέλης – γνωρισμένοι από τον καιρόν του Φαβγέ, οπού ήμουν κ’ εγώ εις το ταχτικόν. Πάντοτες ήμαστε φίλοι και ξηγώμαστε τα αιστήματά μας. Πάντοτες τον ηύρα τίμιον στρατιωτικόν κι’ αγαθόν πατριώτη. Μίαν ημέρα τον Άγουστον μήνα τα 1843 ανταμώνω τον Καλλέργη εις το παζάρι, του λέγω· Καϊμένε Καλλέργη, σε τόσους αγώνες της πατρίδας κιντυνέψαμεν και ήμαστε ως αδελφοί· τώρα ούτε με γνωρίζεις, ούτε σε γνωρίζω. Επιθυμούσα ν’ ανταμωθούμεν μίαν ημέρα. – Μου λέγει, το δείλι έρχομαι εις το σπίτι σου κι’ ανταμωνόμαστε». Σηκώθη και ήρθε. Μπήκαμεν εις ομιλία διά τα δεινά της πατρίδας. Τότε αγροικηθήκαμεν σε όλα· μείναμεν σύνφωνοι και τον όρκισα. Όμως δεν το ’δειξα τον όρκο με της υπογραφές, ότι έχει σκέσες ξένες. Μείναμεν σύνφωνοι να μιλήση και τους Σπυρομήλιου ν’ ανταμωθούμεν. Ήρθε την άλλη ημέρα, μιλήσαμεν και μ’ αυτόν τον καλόν πατριώτη· ήταν δοικητής εις το Σκολείον των Ευελπίδων. Μείναμεν σύνφωνοι ν’ ανταμωθούμεν και οι τρεις εις το Σκολείον. Μίλησα με τον Καλλέργη, πήγαμεν εις το Σκολείον και ξηηθήκαμεν οι τρεις. Τους πήρα και πήγαμεν εις την εκκλησιά και την άλλη ημέρα μείναμεν σύνφωνοι ν’ ανταμωθούμε εις του Μεταξά και μ’ όλους τους άλλους.
     Αφού ανταμωθήκαμεν όλοι, εκρίθη εύλογον να μη μαζωνώμαστε πολλοί να μιλούμεν, να μην προδοθούμεν· να είναι ο Μεταξάς, ο Καλλέργης κ’ εγώ να σκεδιάσωμεν πότε θα γένη το κίνημα· κ’ εκρίναμεν εύλογον και οι τρεις να κινηθούμεν της δυο Σεπτεβρίου. Να συνάξω εγώ ανθρώπους εις το σπίτι μου το βράδυ και ν’ αρχίσω τον ντουφεκισμόν· τότε να βγη ο Καλλέργης με το ιππικό κι’ ο Σκαρβέλης με το πεζικό προς καταδίωξιν εμένα και να μπλοκάρωμεν συνχρόνως το Παλάτι. Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό και να ’νεργήση καθένας τα χρέη του. Εγώ πήγα εις το σπίτι μου, σύναξα πολλούς ανθρώπους και τους όρκιζα, καθώς και τους ’πιτρόπους της εκκλησίας – την ώρα εκείνη την νύχτα, οπού θ’ ακούσουνε τον ντουφεκισμόν, να βαρέσουν της καμπάνες να πάρουν χαμπέρι οι πολίτες, να ξυπνήσουνε.
     Είχα βάλη εις τον όρκον τον Καλλεφουρνά, ότι τον είχα στενόν φίλον, κι’ αυτός επήγε εις τον Μεταξά κι’ άλλους και είπε ότι τον όρκισα· και πρόδωσε και της υπογραφές. Εγώ όσους ήξερα οπού δένουν συνφέροντα με τους ξένους και με τους διαφταρμένους τους εδικούς μας, ή πολιτικοί ή στρατιωτικοί, δεν τους έλεγα τον όρκον, μήτε της υπογραφές· κάθε ενού το ’λεγα το κέφι του και συνφέροντα της μερίδας του και ντόπιων και ξένων. Χάρις εις την γνώση του Μεταξά μίλησε με τον Καλλεφουρνά και μ’ όσους άλλους είχε μιλήση ο Καλλεφουρνάς και πρόφτασε αυτό το κακόν. Ήρθαν και ’σ εμένα άλλοι και μου είπαν αυτό του Καλλεφουρνά· τους είπα κι’ αυτεινών άλλα και τους ησύχασα να μην μαθευτή το μυστικόν και διακοπούμεν. Αφού με πρόδωσε ο Καλλεφουρνάς, πρώτος μου φίλος, οπού τον ανάστησα εις την Αθήνα κ’ εξ αιτίας του διχονοιεύτηκα με τους σημαντικούς Αθηναίους διατί να τον ’περασπίζωμαι, τότε φοβώμουν να βάλω κι’ άλλους σημαντικούς Αθηναίους. Τότε μιλώ του Καλλεφουρνά – έκανα ότι δεν γνωρίζω τίποτας· του λέγω· «Καμμιά ημέρα, αν μάθης και κλειστώ εγώ μέσα, εσύ να ’θουσιάζης τους κατοίκους»· και μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό. Έστειλα κι’ ανθρώπους ν’ ανάβουν φωτιές μεγάλες εις τα ψηλά μέρη, καθώς και εις το κάστρο, να ελπίζη η εξουσία ότ’ είναι μεγάλες δύναμες.
     Έγιναν όλα αυτά· τα ’βαλα σε τάξη. Γιόμωσα το περιβόλι μου ανθρώπους. Μετανογάει ο Καλλέργης κι’ όλο το ταχτικό, οι αξιωματικοί, και δεν βαρούνε. Τότε προδοθήκαμεν, αλλά δεν ήξεραν ακόμα τι τρέχει η εξουσία. Τότε οι συντρόφοι μου όλοι αυτείνοι και οι πολιτικοί άλλος ή θα κρυφτή εις πρεσβεία κι’ άλλος θα φύγη με καΐκι να γλυτώση κι’ ο Μακρυγιάννης κι’ όλη του η οικογένεια ήταν εις τον χαμόν. Διάλυσα τους ανθρώπους, τους περικάλεσα να μη με προδώσουν. Την αυγή με πλάκωσε ο Τζήνος με πολλούς χωροφύλακες κι’ άλλους από τα τάματα των Σπαρτιάτων· μο ’ζωσαν το σπίτι μου... Είχα ορκισμένον τον αρχηγόν των Σπαρτιάτων τον Πιερράκο, κι’ αυτός την αρετή την είχε εις τα παπούτζα του – τύχη θέλουν αυτείνοι κι’ όχι πατρίδα! Το πρωί έρχεται ο Ζυγομαλάς εις το σπίτι μου, εις της δύο του μηνός, κι’ ο Αλέξαντρος Μετζέλος ως γιατροί, ότι έκαμα τον άρρωστον – ο Μιχαήλ Τζήνος κ’ οι άλλοι μου κρατούσαν τον μπλόκο – και μ’ αυτούς παράγγειλα του Μεταξά και Καλλέργη κι’ αλλουνών και τους έλεγα την απιστιά οπού μο ’καμαν και χάνομαι μ’ όλο μου το σπίτι. Αφού πήγαν τόσοι άνθρωποι, αποφάσισαν να βαρέσουμεν το βράδυ ξημερώνοντας τρεις του μηνός.
     Αυτό το κίνημα το ήξεραν και οι πρέσβες της Αγγλίας και Γαλλίας και Ρουσσίας· όμως τους έλεγα αυτεινών και της μερίδες των δικώνε μας οπού ήταν μ’ αυτούς, ότι δι’ αυτούς δουλεύομεν. Ο Μεταξάς έδειξε χαραχτήρα, ήταν ξεμακρυσμένος από τους ξένους· στάθη καθώς μιλήσαμεν, κατά τον όρκον μας. Το βράδυ πάλε συνάζω ανθρώπους και βάνω το σκέδιον εις την ενέργειαν. Ο Θεός στράβωσε την εξουσίαν και την ενέκρωσε, από την δικαιοσύνη οπού είχε· κι’ ο Βασιλέας κι’ όλοι αυτείνοι κοιμάτον. Συνάζονταν άνθρωποι με τ’ άρματά τους κι’ έρχονταν εις το περιβόλι μου και εις το σπίτι μου και οι δραγάτες. Τότε πλάκωσε ο Τζήνος με πλήθος χωροφύλακες πεζούς και καβαλλαραίους κι’ άλλοι πολλοί, ο Σταύρο Γρίβας και δυο τάματα της Σπάρτης, και πιάνουν το νοσοκομείον και με κλείνουν εμένα μέσα· και πιάνουν γύρα το σπίτι μου και περιβόλι μου· και μπήκαν μέσα εις το περιβόλι πεζούρα και καβαλλαρία. Από τους δικούς μου άλλοι έφυγαν, ότ’ ήταν ολίγοι, κι’ άλλους τους έπιασαν. Και μένω μ’ εφτά ανθρώπους και τέσσερα παιδιά – όλοι αυτείνοι ήμαστε. Και κυρίεψαν οι αναντίοι παντού· κι’ άνοιξαν και μασγάλια εις τον τοίχο του περιβολιού ως την πόρτα του σπιτιού μου. Τότε απολπίστηκα· και ήμουν χαμένος μ’ όλο μου το σπίτι. Ήθελαν η εξουσία να μας έχουν κλεισμένους και να μη ρίξουν αναντίον μας όσο να φέξη να ’ρθη ο ’σαγγελέας. Κ’ ετοίμασαν και το στρατοδικείον να μας καταδικάσουνε με τον νόμο. Και είχαν ενενήντα διά την τζελατίνα και ’στην κορφή εμένα.
     Τώρα, αναγνώστες, να σας δείξω τι κάνει ο πανάγαθος Θεός· κι’ αν σας ειπώ το παραμικρό ψέμα, αυτός, ο δίκιος Θεός, να μη μου πάρη την ψυχή. Αφού ήμαστε κλεισμένοι, τα παιδιά μου και η φαμελιά μου είδαν το τέλος της ζωής τους κι’ άρχισαν και κλαίγαν πικρά και φώναζαν· κι’ ακόμα ένα μωρό εις το βυζί κ’ εκείνο κρέμασε το κεφάλι του και το κύριεψε μια μεγάλη λύπη. Βλέποντας αυτό μο ’δωσε μεγάλη λύπη και χαμόν του μυαλού μου. Πρωτύτερα ο στοχασμός μου ήταν αυτός· να βάλω φωτιά εις τον τζεμπιχανέ να χαθούμεν, όταν ιδώ και δεν μπορώ ν’ αντισταθώ, και να καγούμεν όλοι να μην μείνη σπορά από την οικογένειάν μου, ότι θα τους θεωρούνε οι άλλοι ως είλωτες κι’ Οβραίους. Και ήμουν εις αυτό το σκέδιον. Τ’ ασκέρια της εξουσίας με βρισές άσκημες μο ’λεγαν σε ολίγον με τελειώνουν εμένα και τους οπαδούς μου. Τότε θύμωσα από της άτιμες βρισές οπού μου κάναν κι’ άνοιξα την πόρτα και βήκα εις το φώρο και τους είπα· «Γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας, οπαδοί της αδικίας κι’ ατιμίας!» Τότε αυτείνοι με διατίμησαν περισσότερον. Θύμωσα εις αυτό κι’ ανοίγω την αυλόπορτα και σηκώνω το ντουφέκι να ρίξω εις το σωρό· το ’χα με κομμάτια γιομίση κι’ αν έπαιρνε φωτιά, εκείνο ήταν ο θάνατός μας κι’ ο χαμός ολουνώνε μας μέσα εις το σπίτι· ότ’ ήταν οδηγημένοι να πρωτορρίξωμεν εμείς, και τότε ως αδύνατους μας κυριεύαν και χανόμαστε. Τραβώντας το σκάνταλο του ντουφεκιού εις το σωρό, ένα χέρι πιάνει την ταμπάτζα. Τότε έκλεισα την πόρτα και μπήκα μέσα. Μου λέγει η φαμελιά μου· «Τι να σου ειπώ, αδελφέ, ό,τι να μιλήση κανένας, παίρνεις τα χέρια σου σαν τη γάτα με τα νύχια και του ρίχνεσαι απάνου και του βγάζεις τα μάτια· και δεν ακούς κανέναν. Το έκαμες αυτό εις τ’ Άργος με τον Αγουστίνο, όμως είχες το σπίτι σου γιομάτο ανθρώπους κι’ όλον το μαχαλά. Το ίδιον κ’ εδώ με τον Αρμασπέρη, οπού σε είχε τόσες ημέρες κλεισμένον όσο οπού ’ρθε ο Βασιλέας. Τώρα, χωρίς ανθρώπους, τι ’ναι αυτό οπού έκαμες; Κ’ εσύ τώρα χάνεσαι κ’ εμείς όλοι· να σε αναθεματίσουμεν δεν βγαίνει τίποτας. Ο Θεός σχωρέση εσέναν κ’ εμάς». Τότε βλέποντας αυτείνη την δυστυχία του σπιτιού μου και με τα λόγια αυτά και της φωνές και δαρμούς τους, μου ’ρθε από αυτά όλα μια πικρή λύπη και μου είπε ο λογισμός μου πήρα αθώους ανθρώπους εις το λαιμό μου κ’ έγινα εις την φαμελιά μου Κάις. Τότε χάνεται όλως διόλου ο λογισμός μου· και ’στο μυαλό μου τι στοχάστηκα; Μόνον παρηγοριά ’σ αυτείνη την κατάστασιν οπού έγινα. Σηκώθηκα και πήγα εις της εικόνες και κάνω την προσευκή μου και λέγω· «Κύριε, βλέπεις σε τι κατάστασιν έφτασα. Ο μόνος σωτήρας είναι η παντοδυναμία σου και η εσπλαχνία σου ’σ εμάς οπού κιντυνεύομεν και εις την ματοκυλισμένη μας πατρίδα». Τότε η άπειρη εσπλαχνία του Θεού και η αγαθότης του μου ’δωσε φώτισιν και θάρρος. Πιάνω και φκειάνω μίαν σημαία και γράφω· «Εθνική Συνέλεψη, Σύνταμα». Λέγω· «Εις το όνομα του Θεού και της βασιλείας του σηκώνεται η σημαία της πατρίδος!» Και την είχα έτοιμη. Τελειώνοντας αυτό, έφκειασα την διαθήκη μου (ότι άλλαξα ιδέα το να καγούμεν όλοι· είπα μπορώ να βγω έξω να σκοτωθώ. Το λοιπόν σκοτώνομαι εγώ και μένουν αυτείνοι οι αδύνατοι. Όλοι οι Έλληνες δεν θα είναι θερία). Φκειάνω την διαθήκη μου κ’ έβαλα και κηδεμόνας τίμιους ανθρώπους. Τότε την διαθήκη την δίνω της γυναικός μου και της λέγω· «Πάρ’ το αυτό το χαρτί και βάλ’ το σε μίαν πέτρα από κάτου να είναι σίγουρο, να μην κάψουν το σπίτι και καγή· κι’ αν πάθω εγώ, να το ’χετε εσείς και ν’ ακολουθήσετε καθώς γράφω». Με φωνές και δαρμούς το πήρε η φαμελιά μου όλη και το έκρυψαν. Τότε ησύχασε η ψυχή μου και το σώμα μου έλαβε άλλη ψύχωσιν. Ότι μ’ έτυπτε η συνείθησή μου δι’ αυτούς τους αδύνατους και μ’ αυτό μου φάνηκε ότι τους δίκιωσα. Τότε συγύρισα όλα μου τα όπλα, τα ’βαλα εις την θέσιν τους. Κατέβηκα με την σημαία κάτου εις το σπίτι και είδα τι άνθρωποι μείναν· και μέτρησα όλους εφτά και τέσσερα παιδιά. Τότε τους λέγω· «Αδελφοί, έκαμα αυτό το κίνημα ότι αδικέσασταν εσείς οι αγωνισταί κι’ όλο το έθνος από της Κυβέρνησές μας και είπα ίσως και μ’ αυτό σώνονταν τα δεινά μας ολουνών των Ελλήνων. Δεν ήταν τυχερόν. Έχομεν ακόμα αμαρτίες να μας παιδέψουν. Εμείς, όσ’ είμαστε εδώ, είμαστε τώρα αδύνατοι και οι άλλοι οπού μας έχουν κλεισμένους πολλοί· να μην χαθήτε κ’ εσείς αδίκως ελάτε να σας ανοίξω την πόρτα να φύγετε. Δεν θέλω να σας έχω εις το λαιμό μου να χαθήτε κ’ εσείς. Κ’ εγώ μένω εις την βοήθεια του Θεού. Και σάβανον έχω την σημαία οπού ’φκειασα· και ’σ αυτείνη απάνου θέλω να πεθάνω υπέρ της πατρίδος μου και θρησκείας μου». Τότε, μα τ’ όνομα του Θεού και της πατρίδας, με δάκρυα καυτερά θυμώμαι εκείνη την βραδειά και την απάντησιν αυτεινών των γενναίων αντρών και των αθώων παιδιών· «Δεν ήρθαμεν εις τον γάμο σου να χαρούμεν, ήρθαμεν να πεθάνωμεν εκεί οπού θα πεθάνης εσύ με την σημαίαν της πατρίδος μας και θρησκείας μας. Εσύ την θέλεις σάβανο και δεν την θέλομεν εμείς; Θέλομεν να ζούμεν είλωτες των Μπαυαρέζων κι’ αλλουνών όμοιών τους, οπού μας καταδικούνε; Δεν μετρηθήκαμεν να φύγωμεν όσοι μείναμεν, μετρηθήκαμεν να πεθάνωμεν· και είμαστε έτοιμοι ό,τι οδηγίες θα μας πης ν’ ακολουθήσωμεν». Τους αγκάλιασα και τους φίλησα, τους έδωσα κι’ από ’να» κρασί. Δοξάσαμεν τον Θεό και την βασιλεία του και τους οδήγησα εις της πόρτες κι’ άλλες θέσες, όποτε μας ριχτούνε να πεθάνομεν.
     Ίσως μου τους έστειλες εσύ, Λεωνίδα, ότι μείναν όταν σκοτώθης· ότι οι γενναίοι αυτοί καθαροί απογόνοι σου – κ’ εσύ και οι συντρόφοι σου υπέρ της πατρίδος σας σκοτωθήκετε και της θρησκείας σας – κ’ εμείς ’σ αυτό ετοιμαζόμαστε. Η αγαθότη του Θεού είναι άβυσσος της θαλάσσης, τους μωρούς κάνει σοφούς, τους σοφούς μωρούς, τους αντρείους δειλούς, τους δειλούς αντρείους, διά να δοξάζεται ο πλάστης του παντός. Εκεί οπού τελειώσαμεν αυτά κι’ ετοιμαζόμαστε να πεθάνωμεν έντεκα, ο Θεός στέλνει και τον αγαθόν και γενναίον πατριώτη τον Γιάννη Κώστα μ’ άλλους πέντε· κι’ από μέσα από αυτούς – ο Θεός τους στραβώνει και δεν τους βλέπουν. Και τους ανοίγω και μπαίνουν αυτά τα έξι λιοντάρια. Σε ολίγον μο ’ρχεται κι’ ο γενναίος Κυργιάκος Αργυροκαστρίτης μ’ άλλους οχτώ πατριώτες του από τον Περαία· ότι τον είχα εις τον όρκον και του παράγγειλα· και το ίδιον στράβωσε τους απατεώνες ο Θεός – μπήκαν κ’ αυτείνοι οι γενναίοι άντρες άβλαβοι, οι απόγονοι του Πύρρου. Σε κάνα δυο ώρες έρχονται και οι γενναίοι κι’ αγαθοί πατριώτες ο Γιαννάκη Σούλιος με τον αδελφόν του Δημητράκη και γαμπρό του Γκίτζα κι’ ο Μελέτης Παπαδάμη Κουντουργιώτης με εικοσιπέντε ανθρώπους, και με μεγάλον κίντυνον της ζωής τους αυτείνοι όλοι σώθηκαν μέσα, ότι τους είδαν τα στρατέματα αυτούς· τότε άρχισε το ντουφέκι από τους αναντίους, κι’ αυτείνοι οι γενναίοι κι’ αγαθοί πατριώτες όλοι, οι εικοσιπέντε, από μέσα απ’ ούλους τους αναντίους ρίχτηκαν ως λιοντάργια· τους ρίχτηκαν απάνου τους οι αναντίοι όλοι. Ρίξαν και σκότωσαν μόνον έναν νωματάρχη. Αυτός μόνον εσκοτώθη εις το Σύνταμα· ότι όσα ’νεργάγει η Θεία Πρόνοια έτζι γένονται. Τότε μπήκαν όλοι μέσα κι’ ανάψαμεν το ντουφέκι και οι μέσα και οι έξω. Όμως εμείς δεν θέλαμεν να ρίξωμεν εις το κρέας, ότι ήτον αδελφοί μας κι’ εκείνοι. Τότε ντουφεκισμούς εμείς κι’ εκείνοι, κι’ αρχίσαμεν εμείς· «Ζήτω το Σύνταμα κ’ η Εθνική Συνέλεψη!» Άρχισαν από το κάστρο εκείνοι οπού ’χα οδηγήση και οι φωτιές από τα βουνά. Της καμπάνες πήγε ο προδότης δήμαρχος Ανάργυρος Πετράκης κι’ ο αστυνόμος Μιμίκος Μισαραλιώτης και οι οπαδοί τους και δεν άφησαν να βαρέσουν. Μάλιστα ήρθαν εις το σπίτι μου, εις τον καφφενέ μου, και γύρευαν με προδοσιά, ως φίλοι, να με βγάλουν έξω να μιλήσωμεν, να με πιάσουν μ’ απιστιά να με δώσουν εις τους φίλους τους. Αυτό το σκέδιον τ’ απέτυχαν. Τότε κινήθη και το ταχτικόν και ιππικόν με τον Καλλέργη και Σκαρβέλη, ακούγοντας τους ντουφεκισμούς μας, και πήγαν εις το Παλάτι. Ευτύς κι’ εγώ άφησα την αναγκαία φρουρά και πήγα κι’ εγώ. Βγαίνοντας έξω μ’ ακολούθησαν όλοι οι πολίτες. Ήρθαν κι’ από τα χωριά, οπού τους είχα παραγγείλη. Και μας πήραν εις τα χέρια όλους ο λαός. Χάλευαν να μπούνε από τα παλεθύρια εις το Παλάτι. Τότε τους μίλησα να ’χουν την μεγαλύτερη αρετή και πατριωτισμόν· «Εμείς θέλομεν να μας δώση ο Βασιλέας μας εκείνο οπού αποχτήσαμεν με το αίμα μας και θυσίες μας, οπού το καταπάτησε κι’ ο Καποδίστριας. Οι Δύναμες τον οδήγησαν να μας δώση σύνταμα, όταν τον αναγνώρισαν βασιλέα μας και ήρθε εδώ· και υποσκέθη· κι’ ως σήμερον δεν το ’βαλε ’σ ενέργεια. Να το βάλη τώρα και είναι Βασιλέας μας. Και να μας κυβερνάγη συνταματικώς. Δι’ αυτό, αδελφοί, σηκωθήκαμεν και κιντυνέψαμεν, κι’ όχι να κάμωμεν αταξίες· ούτε εις το περιβόλι να μην πλησιάση κανένας και πειράξετε ούτ’ ένα φύλλο».
     Σας λέγω, αδελφοί αναγνώστες, ότι ο ευλογημένος ο λαός της πρωτεύουσας δεν βήκαν έξω από τον γενναίον πατριωτισμό τους κι’ από την απερίγραφη αρετή τους ούτε μίαν τρίχα. Πέφταν μαντήλια των ανθρώπων, ταμπακέλλες ασημένιες κι’ άλλα ’σ εκείνον τον πληθυσμόν κ’ έβαιναν ντελάλη και φώναζε, και τα ’διναν εκεινών οπού τα ’χασαν. Τ’ αργαστήρια όλα άνοιξαν και κάναν την δουλειά τους, ο ’σπράχτορας ο δημοτικός του πήγαιναν χρήματα οι κάτοικοι από φόρους και σύναζε από το μεσημέρι και πέρα. Αφού πήγαμεν εις το Παλάτι, τότε κατεβήκαμε εις το κατάστημα του Συβουλίου της Επικρατείας και τους συνάξαμεν όλους με την μεγαλύτερη προθυμίαν και πατριωτισμόν. Στείλαμεν κι’ ανθρώπους βάρδιες εις τους υπουργούς και σε όλους τους σημαντικούς και εις την Τράπεζα και σε όλα τα καταστήματα και πρόσεχαν. Συνάζοντας όλοι οι Σύβουλοι της Επικρατείας μιλήσαμεν να γένουν νέοι υπουργοί. Τότε ο Μεταξάς κι’ όλοι οι άλλοι, οι συντρόφοι μας, με διορίζουν εμένα να εκλέξω τους νέους υπουργούς. Τότε αφού συβουλεύτηκα μ’ όλους, έκλεξα τον Μεταξά πρωτοϋπουργόν και του Εξωτερκού, τον Λόντο του Στρατιωτικού, τον Κανάρη του Ναυτικού, τον Μελά της Δικαιοσύνης, τον Σκινά του Εκκλησιαστικού, τον Μανσόλα της Οικονομίας, τον Παλαμήδη του Εσωτερκού. Ο Μεταξάς ήθελε κι’ ο Λόντος να βάλω και τον Ζωγράφο, εγώ δεν θέλησα ότ’ ήταν εις την οργή των ανθρώπων· ότ’ είναι άξιος άνθρωπος και σύντροφός μας, είναι η αλήθεια, όμως ’στον κόσμο είπα να μη βάλωμεν υπόνοιες και οι αναντίοι τους ’ρεθίσουν. Αυτό στοχάστηκα και δεν το έκαμα. Είναι η αλήθεια του Θεού αυτείνη. Κι’ ο Μεταξάς επικράθη πολύ αναντίον μου.
     Αφού έγιναν οι νέοι υπουργοί και τους αναγνώρισαν κι’ όλοι οι Σύβουλοι της Επικρατείας, τότε οι νέοι υπουργοί έφκειασαν ένα ένγραφο διά τον Καλλέργη κ’ εμένα να το υπογράψη ο Βασιλέας δι’ ασφάλεια μας, ένα ευκαριστήριον ότι βαστάξαμεν την ησυχίαν. Τότε πήγαν εις τον Βασιλέα να υπογράψη το Σύνταμα κι’ αυτό. Ήταν και οι Πρέσβες των Δυνάμεων εις το Παλάτι· και τα υπόγραψε όλα· και του έγινε ένα μεγάλο «ζήτω» απ’ ούλους τους πολίτες της πρωτεύουσας. Τότε μαζώχτη πολύς λαός απ’ όλα τα χωριά κι’ από τα νησιά. Διά να μην γένη καμμιά αταξία τους σύναξα όλους έξω εις τον κάμπο και τους βάvω ένα λόγο, πώς σηκώσαμεν την απανάστασιν, πώς ήμαστε εις τον αγώνα ξυπόλυτοι και γυμνοί και νηστικοί της περισσότερες φορές· πόσοι σκοτώθηκαν, πόσοι σκλαβώθηκαν, πόσοι τούρκεψαν· κ’ έγινε γης Μαδιάμ η πατρίδα μας· και τίποτας δεν κέρδησαν οι τίμιοι άνθρωποι από την ανοησία μας και κακία μας, εμάς κ’ εκεινών οπού μας κυβερνούσαν αρχή και τέλος· όλο εφύλιους πολέμους κι’ άλλες ακαταστασίες κάναμεν. Και χάθηκαν εις αυτά περισσότεροι από τους πολέμους των Τούρκων· «Ιδού, αδελφοί, ο Θεός πάλε έκαμεν το έλεός του και μας έφερε μόνος του το αγαθό του δώρο και μας προστάτεψε κ’ εμάς και τον Βασιλέα μας, ούτε αυτός ν’ αγαναχτήση αναντίον μας, ούτε εμείς εις τον Βασιλέα μας. Και φώτισε και τα δυο μέρη εις το εξής θα ζήσωμεν με την ευλογίαν του Θεού ως πατέρας με τα παιδιά. Διώχνομεν αύριον και τους Μπαυαρέζους. Και να είμαστε γενναίοι εις αυτούς, να μην θυμηθή κανένας πάθος από ’μας να πειράξη κανέναν, ή τον διατιμήση όσο να πάνε εις την ευκή του Θεού. Τώρα εσείς όλοι οι αγαθοί άνθρωποι να πάγη ο καθένας εις το σπίτι του ν’ αφήση τ’ άρματα του, καθώς τ’ άφησα κ’ εγώ και βαστώ εις το χέρι μου το μπαστούνι μου, οπού βλέπετε· και πήρα το σκαλιστήρι μου κ’ εργάζομαι εις τον κήπο μου και εις τ’ αμπέλι μου κ’ ελιές μου, ότι ζυγώνει κι’ ο τρύγος. Αυτά είχα να σας ειπώ, αδελφοί». Σε δυο ώρες δεν έμεινε κανένας από αυτούς.
     Φέραμεν και πλοία και μπαρκαρίσαμεν όλους τους Μπαυαρέζους. Τους πήγα εις τον Περαία, οπού είχαν Έλληνες αδικήση, κατατρέξη, χτυπήση – τους μεταχειρίζονταν χερότερα από τους Τούρκους. Δεν στάθη τρόπος να θυμηθή κανένας Έλληνας παραμικρά από αυτά και να κατατρέξουν κανέναν. Τους μπαρκαρίσαμε όλους και πάνε εις την δουλειά τους.
     Εις της τρεις ημέρες παρουσιάστηκα εις τον Βασιλέα. Είπα και του Γαρδικιώτη να είναι παρών· ότι παρουσιάστη πρωτύτερα ο Καλλέργης και γονάτισε ομπρός του και του έλεγε να τον συχωρέση δι’ αυτό οπού έκαμεν. Πήρα τον Γαρδικιώτη και παρουσιάστηκα. Του λέγω· «Βασιλέα, παρουσιάζομαι ομπρός σου και μ’ έναν τρόπον με τύπτει η συνείθησή μου και μ’ άλλον μ’ αφίνει ήσυχον». Μου λέγει η Μεγαλειότης του· «Πώς με τον έναν τρόπον σε τύπτει η συνείθησή σου και με τον άλλο σ’ αφίνει ήσυχο; – Θα σου κάμω την εξήγησιν. Αυτός ο τόπος, η πατρίδα μας, οπού βασιλεύεις, ήταν πρώτα ρουμάνι· ότ’ είχε γένη βάλτος τόσα χρόνια· κ’ έκαμεν πολλά άγρια δέντρα και παλιοχόρταρα· κ’ ένα μέρος από ’μας τους ντόπιους κι’ από τα έξω μέρη πολλοί αγαθοί άνθρωποι πήραν τα τζαπιά, τα τζεκούρια, τα φκυάρια· κ’ έκοψαν όλες αυτές της ακαθαρσίες και δούλεψαν αυτόν τον τόπο και δίνει τώρα ’σοδήματα, καρπούς και φρούτα αξιόλογα. Εκείνοι οπού αγωνίστηκαν, από μέσα κι’ απ’ όξω, λίγοι ήταν και χάθηκαν οι περισσότεροι· κι’ όσοι μείναν πολλοί από αυτούς γκεζερούν ξυπόλυτοι και γυμνοί μέσα τα σοκάκια αυτεινής της πατρίδας τους· και οι χήρες κι’ αρφανά των αγωνιστών διακονεύουν· και οι νειες τους πατούνε οι διαφταρμένοι την τιμή τους στανικώς να φάνε κομμάτι ψωμί. Λίγοι αγωνιστήκαμεν –εις τον καρπόν πολλοί πλάκωσαν· και παίρνουν το ξύλο και βαρούνε τους αγωνιστάς».
     «Ποτές δικαιοσύνη δεν είδαμεν – κι’ όλο συχνούς εφύλιους πολέμους και σκοτωμούς. Χάθηκαν δι’’ αυτά τα καλύτερα παληκάρια κι’ έπαθε και παθαίνει η πατρίδα όσα δεν έπαθε από τους Τούρκους. Δεν μπορέσαμεν να ιδούμεν κυβέρνησιν από τους δικούς μας, ηφέραμεν τον Καποδίστρια – κι’ αυτός αναμέρησε από την δικαιοσύνη· δυο χρόνια μας κυβέρνησε αγγελικώς, ύστερα, τ’ αδέλφια του φταίγαν, αυτός δεν ξέρω. Εσκοτώθη αυτός, διατιμήθη η πατρίδα και διατιμιέται ως την σήμερον, ότι σκοτώθη ο αρχηγός της. Καλά, αυτός εσκοτώθη – απλός Έλληνας, δεν τον ζήτησε κανένας. Αν σκοτωθής η Μεγαλειότη σου, είσαι βασιλέας, θα σε ζητήσουνε οι άλλοι οι βασιλείς· τότε διατί να χάσουμεν εσένα τον Βασιλέα και την πατρίδα μας; Τέσσερες φορές σε γλύτωσα εγώ από τον σκοτωμό, μπορούσε κι’ άλλος πολίτης να σε γλυτώση άλλες τόσες. Τέλος μπορούσαν κακοί άνθρωποι να ’περισκύσουνε και να γένη το μεγάλο κακό αυτό και να χαθής και να χαθούμεν. Δεν σου είπα εγώ τι αδικίες κάνουν των αγωνιστών; Και γιόμωσαν οι χάψες από τους αγωνιστάς αδίκως, από της φατρίες των δικώνε μας και της Αντιβασιλείας; Και πέθαιναν οι αγωνισταί εδώ μέσα τα παλιοκλήσια από την ταλαιπωρία κι’ από τον βαρύ χειμώνα; Δεν άφησα τον μιστόν μου, μ’ όλον οπού ’μαι κι’ εγώ δυστυχής, να μεραστή εις αυτούς; Ότι καθεμερινώς με καταβασάνιζαν οι άνθρωποι γυρεύοντάς μου ελεημοσύνη. Και το έβαλα και εις τον τύπον να το ακολουθήσουν κι’ άλλοι οπού ’χουν κατάστασιν, ν’ αφήσουν κ’ εκείνοι τον μιστόν τους όσο να λάβη μέτρα η Αντιβασιλεία, να δικιώση τους αγωνιστάς. Κι’ αυτό το αθώον κίνημα οπού έκαμα το έκαμαν έγκλημα ο Κωλέτης και η Αντιβασιλεία και θα με πήγαιναν εις το Παλαμήδι, και η Μεγαλειότη σου με γλύτωσες. Δεν σου είπα ο Αρμασπέρης τι έκαμεν εδώ με τους οπαδούς του, οπού γύμνωσαν το κράτος σου, και σου ’στειλα κι’αναφορά όταν ήσουνε εις την Μπαυαρία, και το ’μαθε ο Αρμασπέρης και με κιντύνεψε και ήμουν ρέστο όσο οπού κόπιασες; Αυτές κι’ άλλες πλήθος αδικίγες εγένονταν και γένονται. Και η αγανάχτηση ήταν εις την Μεγαλειότη σου. Τότε καμπόσοι άνθρωποι μιλήσαμεν κ’ έγινε αυτό, να δώσης εκείνο οπού ’χες υποσκεθή όταν κόπιασες. Δόξαζε τον Θεόν οπού έγινε με την ευλογία του, και δεν σου πειράχτη ένα φύλλο από το περιβόλι σου. Φύλαξες τα βασιλικά σου δικαιώματα και το έθνος απόχτησε τα δικά του. Βάστα τον βασιλικόν σου λόγο και την υπογραφή σου, κι’ όλοι οι τίμιοι άνθρωποι πεθαίνομεν διά το νύχι σου εις την πόρτα του παλατιού σου! – Μου είπε, εγώ θέλω βαστάξη όλα όσα υποσκέθηκα κ’ υπόγραψα». Τον εχαιρέτησα κ’ έφυγα.
     Η νέα κυβέρνηση διάταξε να γένουν εις το Κράτος οι εκλογές των πληρεξουσίων κατά τον πληθυσμόν κάθε επαρχίας. Διόρισαν κ’ εμένα πανψηφεί από την πατρίδα μου Λιδορίκι κι’ από ’δω από την Αθήνα. Είχαν ευκαρίστησιν και οι Αρτηνοί οπού ’ναι εις τη Πάτρα κι’ αλλού να με κάμουν. Μαθαίνοντας ότι έγινα από αυτά τα μέρη διόρισαν το Μόστρα και του είπαν ν’ αγροικέται και μ’ εμένα, να πηγαίνωμεν σύνφωνοι. Η γνώμη του Μεταξά ήταν να βάλωμεν και τον Λεβίδη και Φιλήμονα, τους τυπογράφους του. Εγώ του είπα αθώα να μην πειράξωμεν τους Αθηναίους και τους αγαναχτήσωμεν – να τους έχωμεν βοηθούς σε κάνα περιστατικόν, ότι πίσου είναι τα δεινά μας. Έμεινε η καρδιά του εις αυτό. Μπήκε ο Καλλεφουρνάς, ο Βλάχος, ο Βρυζάκης κ’ εγώ. Οι πολίτες της πρωτεύουσας όλοι πρόσφεραν χρήματα να φκειάσουν δυο σπαθιά του Καλλέργη κ’ εμένα. Εγώ είπα ας φκειάσουν δυο σπαθιά και να γράψουν όλα τα ’νόματα των αξιωματικών οπού λάβαν μέρος εις την μεταβολή και να τ’ αφιερώσουν σε μίαν εκκλησία. Συνάχτη και το Δημοτικόν Συνβούλιον κ’ έκαμεν μίαν πράξη – ήμουν εγώ πρόεδρος του Συμβουλίου – με διόρισαν αρχηγόν τους, των Αθηναίων, και υποαρχηγούς τον Γιάννη Κώστα και Καλλεφουρνά. Έγινε και πράξη – εις το σπίτι μου, οπού άρχισε από εκεί το κίνημα του Συντάματος, ’σ εκείνη την πιάτζα οπού ’ναι μπροστά εις το σπίτι μου και Νοσοκομείον, να γένη ένα τρόπαιον και να γραφτούν όλα τα ’νόματα· και να λέγεται κι’ ο δρόμος αυτός οδός Μακρυγιάννη. Εγώ τους είπα ας ξοδιαστούν τα χρήματα ’σ εκείνο το τρόπαιον, ή ας γένη ένα ’στην πιάτζα του Παλατιού. Αυτείνοι δεν θέλησαν σε κάνα μέρος. Έφκειασαν ένα σπαθί του Καλλέργη, και τ’ άλλα τα χρήματα τα ’φαγε ο Λεβίδης. Βοηθούσαν τον Καλλέργη ότ’ ήταν το σύστημά τους. Άρχισαν να φατριάζωνται – τα παλιά συνειθισμένα. Τότε, σαν δεν θέλησα να γένη ο Ζωγράφος υπουργός, διά τα αίτια οπού σημείωσα, κι’ ο Λεβίδης κι’ ο Φιλήμονας πληρεξούσιοι των Αθηνών, άρχισαν να με βαρούν με τους τύπους τους. Πάγω μίαν ημέρα εις τον Μεταξά, ήταν κι’ ο Καλλέργης, τους λέγω· «Τι με βαρούνε αδίκως αυτείνοι οι τύποι της συντροφιάς μας;» Ο κύριος Μεταξάς μου αποκρίνεται θυμωμένος και μου λέγει· «Όποιος δεν του αρέση ας κάμη όπως θέλη. – Του λέγω, αυτόν τον λόγο θα σου τον έλεγα εγώ ο στρατιωτικός και να τον χωνέψης εσύ ο πολιτικός. Ας γένω εγώ εσύ κ’ εσύ εγώ. Τι στοχάζεσαι, κύριε Πρωτοϋπουργέ, ότι τελείωσαν τα δεινά μας και ’νεργάτε διχόνοιες; Πρέπει να ’χετε περισσότερη αρετή και γνώση. Θα μας κιντυνέψη εκείνος οπού πήγαμεν και τον κλείσαμε μέσα εις το παλάτι του κ’ υπόγραψε στανικώς το Σύνταμα. Θα μας κιντυνέψουν δικοί μας αντίζηλοι, θα μας κιντυνέψουν οι ξένοι – ότι το Σύνταμα το δικό μας είναι ξεβράκωτο – κι’ ας σας ποτίζουν σαμπάνιες τώρα και συχνά τραπέζα οπού τρώτε. Εγώ, και με προσκάλεσαν τόσες φορές, δεν ζύγωσα εις κανέναν, ούτε θα ζυγώσω ποτές. Το δίχτυ οπού ’ρριξα εγώ κι’ αγωνιζόμουν τόσα χρόνια – το ψάρι οπού ’θελα το ’πιασα· δεν ματαζυγώνω σε κανέναν από αυτούς. Και ξέρω πόση αρετή θυσιάζει καθένας διά την πατρίδα μου και πόση θα θυσιάση και εις το εξής. Αυτά είναι όλα, κόντη μου, κι’ άλλη βολά δεν ματαζυγώνω εις τα’ αρχοντικό σου». Τότε μετανόησε και πήρε την συχώρεση· κ’ έμεινα εις την φιλία μας με την ίδια ’λικρίνεια οπού είχα. Όμως το πρόβατο είναι πρόβατο και σε μαντρί ζη, και το γουρούνι πάντοτες γουρούνι και εις τα ξένα σοκάκια γκεζεράγει.
     Ήρθε κι’ ο Μαυροκορδάτος, οπού ήταν πρέσβυς εις την Κωσταντινόπολη. Πήγα τον είδα, ήρθε και εις το σπίτι μου. Είναι ευκαριστημένος πολύ διά την μεταβολή οπού ’γινε. Ήρθε κι’ ο Κωλέτης, οπού ήταν πρέσβυς εις τη Γαλλία. Πήγε εις τον Βασιλέα· από εκεί ήρθε εις το σπίτι μου. Του είπα· Κύριε Κωλέτη, εξ αρχής ήμασταν στενοί φίλοι. Ύστερα μαλλώσαμεν διά την πατρίδα μας. Ότι πόσα καλά και κακά της κάμαμεν τα γνωρίζεις και τα γνωρίζω· και δι’ αυτό γγιχτήκαμεν. Τώρα οπού κόπιασες να θυσιάσης αρετή και πατριωτισμόν, ότι ηλικιώθης, καζάντησες και δοξάστης από αυτείνη την πατρίδα. Ήσουνε σε ένα φωτισμένο έθνος τόσα χρόνια πρέσβυς, είδες πώς διοικούν την πατρίδα τους εκείνοι· να διοικήσης κι’ εσύ συνφώνως με τον Μεταξά, με τον Μαυροκορδάτο κι’ άλλους να γένωμεν κ’ εμείς έθνος κατά τους αγώνες μας. Πάψετε εις το εξής της διχόνοιες αναμεταξύ σας και να μονοιάσωμεν όλοι. Τούτο οπού ’γινε, το Σύνταμα, δεν είναι έργο ούτε του Μεταξά, ούτε εμένα, ούτε των αλλουνών, είναι έργο του Θεού· ελυπήθη αυτό το δυστυχισμένο έθνος, οπού ’χυσε τόσα αίματα από τους συχνούς εφύλιους πολέμους και συντάματα. Δεν είναι τούτο το Σύνταμα σαν τα δικά μας, οπού χάνονταν τόσοι άνθρωποι και γυμνώνονταν οι κάτοικοι από πλούτη και τιμή. Εκείνα ήταν δικά μας συντάματα· τούτο είναι του Θεού και δεν μάτωσε μύτη, ούτε πειράχτη κανένας άνθρωπος σε όλο το Κράτος. Συνακουστήτε όλοι να κάμωμεν φρόνιμη Συνέλεψη, να σωθούν τα δεινά της πατρίδος και του Βασιλέα μας. Κάμε πράματα καλά να σε συχωράνε οι πατριώτες σου· αν κάμης κακά, θα χ… εις το μνήμα σου – και εις το δικό μου, αν κάμω κακά». Υποσκέθη ότι εις το εξής θα είναι καθαρός πατριώτης κ’ επιθυμάγει την ένωση και με το Μεταξά και με τους άλλους.
     Οι νέοι κυβερνήται μας άρχισαν να διαιρούνται κι’ από τα δικά τους αιστήματα κι’ από των ξένων την αρετή και νιτερέσια τους. Τα τραπέζια οπού κάνουν οι πρέσβες της Αγγλίας και της Γαλλίας και οι άλλοι και τα καθεμερινά προσκαλέσματα ’στους πληρεξούσιους – ένας τους αφίνει, ο άλλος τους προσμένει – αυτά τα τραπέζια πολύ γλύκαναν τους συντρόφους μας και καταξοχή τον Λόντο και Καλλέργη. Κι’ ο Παλαμήδης πολύ αχαραχτήριστος κι’ αυτός· στάθη το σκάνταλο σε όλους. Και εις το Κράτος δεν γράφει να γένωνται οι εκλογές κατά τον πληθυσμόν του κάθε μέρους. Αφού ήρθε ο φίλος του ο Κωλέτης και η θέληση του Πισκατόρη – άλλαξαν τα μυαλά του και γράφει εις το Κράτος «κάμετε και μια και δυο και τρεις εκλογές». Κι’ αυτά είναι μπερμπάντικα πράματα. Θέλει αυτό το Σύνταμα να το καταπατήση με της συβουλές του παλιού του φίλου Κωλέτη, σαν εκείνα τα συντάματα τα περασμένα, οπού αφανίζονταν όλος ο τόπος. Και τούτοι οι δυο οπού ’ρθαν τώρα, Κωλέτης και Μαυροκορδάτος, ’σ εμάς κάνουν τον φίλο κι’ απόξω με τους ντόπιους φίλους του και με τους Πρέσβες ’νεργούνε να κάμουν κόμματα και φατρίες – αυτά μαθαίνομεν. Και είπα του Μεταξά κι’ αλλουνών να ’μπη κι’ ο Κωλέτης εις την Κυβέρνηση κι’ ο Μαυροκορδάτος και με χίλιες προσπάθειες τρόμαξαν να δεχτούνε. Άρχισαν να υποκινούν συχνές οχλαγωγίες, να διατιμούν τους παλιούς υπουργούς και πηγαίνω καθεμερινώς και διαλώ αυτό με λόγια πατριωτικά. Και οι ευλογημένοι οι πολίτες της πρωτεύουσας, αφού ακούνε πατριωτικές συβουλές, μ’ ακούνε και διαλυώνται.
     Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης ’ρέθισε τους στρατιωτικούς κι’ άλλους πολλούς μ’ επίβουλον σκοπόν. Κι’ αυτό το ’μαθε η Κυβέρνηση και μίλησε με τον Βασιλέα δι’ αυτόν. Και τον απόβαλε ο Βασιλέας οπού τον είχε ’πασπιστή. Ζήτησε η Κυβέρνηση και τον έκαμεν εξορία διά την Μπαυαρία, κι’ όσο να κατεβή κάτου εις τον Περαία συντροφιασμένος με τον Τζαβέλα, υποκίνησαν τον λαόν οι ανόητοι και κόντεψαν να τους σκοτώσουν εις τον δρόμον και τους δυο. Και είχαν ετοιμάση ανθρώπους και εις τον Περαία, κι’ εκεί πάθαν τα ίδια. Και γύρισαν οπίσου· και κρυφίως εις τους Τρεις Πύργους μπαρκαρίστη ο Γενναίος κι’ εσώθη. Εγώ ήμουν αστενής· μαθαίνοντας αυτά μίλησα φρόνιμα σε πολλούς· «δεν είναι καλή η οχλαγωγία· σήμερα το κάνουν αυτεινών κι’ αύριο θα το πάθωμεν εμείς». Ήθα κάμουν εξορία και τον Γαρδικιώτη, και τον πήρα απάνου μου και δεν άφησα να του κάμουν τίποτας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα