Chaviaras Kyriacos - Χαβιαρας Κυριακος

Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Διονύσιος Σολωμός – Ὁ Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν


 

ΚΑΝΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ

Ὁ Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν


1. Σ γνωρίζω π τν κόψι

Tοῦ σπαθιοῦ τν τρομερή,

Σ γνωρίζω π τν ψι,

Πο μ βία μετράει τν γ.



2. Ἀπ’ τ κόκκαλα βγαλμένη

Τν λλήνων τ ερά,

Κα σν πρτα νδρειωμένη,

Χαρε, χαρε, λευθεριά!








3. Ἐκε μέσα κατοικοσες,

Πικραμένη, ντροπαλή,

Κ’ να στόμα καρτεροσες,

λ α π ά λ ι, ν σο ‘πῇ.



4. Ἄργιε, νἄλθῃ κείνη ‘μέρα,

Κα ταν λα σιωπηλά,

Γιατ τἄσκιαζε φοβέρα,

Κα τ πλάκωνε σκλαβιά.



5. Δυστυχής! παρηγορία

Μόνη σοῦ μενε ν λς

Περασμένα μεγαλεῖα,

Κα διηγῶντάς τα ν κλας.



6. Κα καρτέρει, κα καρτέρει

Φιλελεύθερην λαλιά,

να κτύπαε τἄλλο χέρι

π τν πελπισιά,



7. Κ’ λεες· πότε, ἄ! πότε βγάνω

Τ κεφάλι π τς’ ρμιαῖς;

Κα ποκρίνοντο π πάνω

Κλάψαις, ἅλυσσες, φωναίς.



8. Τότε σήκωνες τ βλέμμα

Μς στ κλαΰματα θολό,

Κα ες τ ῥοχό σου σταζ’ αμα,

Πλθος αμα λληνικό.



9. Μ τ ῥοχα αματωμένα,

Ξέρω, τι βγαινες κρυφά,

Ν γυρεύῃς ες τ ξένα

λλα χέρια δυνατά.



10. Μοναχ τὸν δρόμο πρες,

ξανάλθες μοναχ

Δν εἶν’ εκολαις ο θύραις,

Ἐὰν χρεία ταῖς κουρταλῇ.



11. Ἄλλος σοῦ κλαψε ες τ στήθια,

λλ’ νάσασιν καμμιά·

λλος σοῦ ταξε βοήθεια,

Κα σ γέλασε φρικτά.



12. Ἄλλοι, ϊμέ! ‘σ τν συμφορά σου

ποὺ χαίροντο πολύ,

Σύρε ναὔρῃς τ παιδιά σου,

Σύρε, λέγαν ο σκληροί.



13. Φεύγει πίσω τ ποδάρι,

Κα λογλήγορο πατε

τν πέτρα, τ χορτάρι,

Πο τν δόξα σοῦ νθυμε.



14. Ταπεινότατη σοῦ γέρνει

τρισάθλια κεφαλή,

Σν πτωχο πο θυροδέρνει,

Κ’ εναι βάρος του ζωή.



15. Ναί· λλ τώρα ντιπαλεύει

Κάθε τέκνο σου μ ρμή,

Πο κατάπαυστα γυρεύει

τν νίκη, τν θανή.



16. Ἀπ’ τ κόκκαλα βγαλμένη

Τν λλήνων τ ερά,

Κα σν πρτα νδρειωμένη,

Χαρε, χαρε, λευθεριά!



17. Μόλις εδε τν ρμήν σου

ορανός, πο γι τς’ χθρούς,

Ες τν γν τν μητρικήν σου

τρεφ’ νθια κα καρπούς,



18. Ἐγαλήνευσε· κα χύθη

Καταχθόνια μία βοή,

Κα το Ῥήγα σου πεκρίθη

Πολεμόκραχτη φωνή.



19. Ὅλοι ο τόποι σου σ’ κράξαν,

Χαιρετῶντάς σε θερμά,

Κα τ στόματα φωνάξαν

σα ασθάνετο καρδιά.



20. Ἐφωναξανε ς τ’ στέρια

Το ονίου κα τ νησιά,

Κα σηκώσανε τ χέρια

Γι ν δείξουνε χαρά,



21. Μ’ λον ποὖναι λυσσωμένο

Τ καθένα τεχνικά,

Κ’ ες τ μέτωπον γραμμένο

χει: ψεῦτρα λευθεριά.



22. ‘Γκαρδιακά χαροποιήθη

Κα το Βάσιγκτων γ,

Κα τ σίδερα νθυμήθη

Πο τν δεναν κα ατή.



23. Ἀπ’ τν πύργον του φωνάζει,

Σ ν λέῃ, σ χαιρετ,

Κα τν χῄτην του τινάζει

Τ Λεοντάρι τ σπανό.



24. Ἐλαφιάσθη τς γγλίας

Τ θηρίο, κα σέρνει εθς

Κατ τ’ κρα τς Ῥουσίας

Τ μουγκρίσματα τς’ ργς.



25. Ες τ κίνημά του δείχνει,

Πς τ μέλη εἶν’ δυνατά·

Κα ‘σ το Αγαίου τ κῦμα ῥίχνει

Μι σπιθόβολη ματιά.



26. Σ ξανοίγει π τ νέφη

Κα τ μάτι το ετο,

Πο φτερ κα νύχια θρέφει

Μ τ σπλάχνα το ταλο,



27. Κα ‘σ σ καταγυρμένος,

Γιατὶ πάντα σ μισε,

κρωζ’ κρωζε σκασμένος,

Ν σ βλάψῃ, ν μπορῇ.



28. Ἄλλο σ δν συλλογιέσαι

Πάρεξ ποῦ θ πρωτοπᾷς·

Δν ‘μιλες, κα δν κουνιέσαι

Σ ταῖς βρισίαις ὁποῦ γροικᾷς,



29. Σν τν βράχον, ὁποὺφήνει

Κάθε κάθαρτο νερ

Ες τ πόδια του ν χύνῃ

Εκολόσβηστον φρό,



30. Ὁποὺ φήνει νεμοζάλη,

Κα χαλάζι, κα βροχή,

Ν το δέρνουν τν μεγάλη,

Τν αώνιαν κορυφή.



31. Δυστυχιά του, δυστυχιά του,

ποιανοῦ θέλει βρεθ

Σ τ μαχαῖρί σου ποκάτου,

Κα ‘σ κενο ντισταθ.



32. Τ θηρίο π’ νανογιέται,

Πὼς το λείπουν τ μικρά,

Περιορίζεται, πετιέται,

Αμα νθρώπινο διψᾷ.



33. Τρέχει, τρέχει λα τ δάση,

Τ λαγκάδια, τ βουνά,

Κα που φθάσῃ, που περάσῃ,

Φρίκη, θάνατος, ρμιά.



34. Ἐρμιά, θάνατος, κα φρίκη,

που πέρασες κ’ σύ·

Ξίφος ξω π τν θήκη,

Πλέον νδρείαν σοῦ προξενε.

35. Ἰδο μπρός σου τοχος στέκει

Τς θλίας Τριπολιτζς·

Τώρα τρόμου στροπελέκι

Ν τς ῥίψῃς ‘πιθυμᾷς.



36. Μεγαλόψυχο τ μάτι

Δείχνει, πάντα ὁπῶς νικε,

Κα ς εἶν’ ρματα γεμάτη,

Κα πολέμιαν χλαλοή.



37. Σο προβαίνουνε κα τρίζουν,

Γι ν δῇς πς εἶν’ πολλά·

Δν κος πο φοβερίζουν

νδρες μύριοι κα παιδιά;



38. Λίγα μάτια, λίγα στόματα

Θά σᾶς μείνουνε νοιχτά,

Γι ν κλαύσετε τ σώματα,

Ποῦ θ ναὔρῃ συμφορά.



39. Καταβαίνουνε, κα νάφτει

Το πολέμου ναλαμπή·

Τ τουφέκι νάβει, στράφτει,

Λάμπει, κόφτει τ σπαθί.



40. Γιατί μάχη στάθη λίγη;

Λίγα τ αματα γιατί;

Τν χθρὸν θωρ ν φύγῃ,

Κα ‘σ τ κάστρο ν’ νεβῇ.



41. Μέτρα… εἶν’ πειροι ο φευγάτοι,

ποὺ φεύγοντας δειλιον·

Τ λαβώματα ‘σ τν πλάτη

Δέχοντ’ , στε ν’ νεβον.



42. Ἐκε μέσα καρτερετε

Τν φεύγατη φθορά·

Νά, σς φθάνει· ποκριθτε

Σ τς νυκτς τ σκοτεινιά.



43. Ἀποκρίνονται, κα μάχη

τζι ρχίζει, ὁποὺ μακρι

π ῥάχη κε σ ῥάχη

ντιβούϊζε φοβερά.



44. Ἀκούω κούφια τ τουφέκια,

κούω σμίξιμο σπαθιν,

κούω ξύλα, κούω πελέκια,

κούω τρίξιμο δοντιν.



45. Ἄ! τί νύκτα ταν κείνη,

Ποὺ τν τρέμει λογισμός;

λλος πνος δν γίνη

Πάρεξ θανάτου πικρός.



46. Τς σκηνς ρα, τόπος,

Ο κραυγαῖς, ταραχή,

σκληρόψυχος τρόπος

Το πολέμου, κα ο καπνοί,



47. Κα ο βρονταῖς, κα τ σκοτάδι,

ποὺ ντίσκοφτε φωτιά,

παράσταιναν τν δη

Πο καρτέριε τ σκυλιά·



48. Τ’ καρτέριε – φαινόντ’ σκιοι

ναρίθμητοι γυμνοί,

Κόραις, γέροντες, νεανίσκοι,

Βρέφη κόμη ες τ βυζί.



49. Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει,

Μαύρη ντάφια συντροφιά,

Σν τ ῥοχο ὁποὺ σκεπάζει

Τ κρεββάτια τ ‘στερνά.



50. Τόσοι, τόσοι νταμωμένοι

πετιοντο π τν γ,

σοι εἶν’ δικα σφαγμένοι

π τούρκικην ργή.



51. Τόσα πέφτουνε τ θέρι-

σμένα στάχια ες τος γρούς·

Σχεδν λα κει τ μέρη

σκεπάζοντο π’ ατούς.



52. Θαμποφέγγει κανέν’ στρο,

Κα ναδεύοντο μαζί,

ναβαίνοντας τ κάστρο

Μ νεκρώσιμη σιωπή.



53. Ἔτζι χάμου ες τν πεδιάδα,

Μς τ δάσος τ πυκνό,

ταν στέλνῃ μαν χνάδα

Μισοφέγγαρο χλωμό,



54. Ἐὰν ο νεμοι μς τ’ δεια

Τ κλαδι μουγκοφυσον,

Σειονται, σειονται τ μαυράδια,

ποὺ ο κλνοι ντικτυπον.



55. Μ τ μάτια τους γυρεύουν,

που εἶν’ αματα πηχτά,

Κα μς τ’ αματα χορεύουν

Μ βρυχίσματα βραχνά,



56. Κα χορεύοντας μανίζουν

Ες τος λληνας κοντά,

Κα τ στήθια τος γγίζουν

Μ τ χέρια τ ψυχρά.



57. Ἐκει τ γγισμα πηγαίνει

Βαθι μς τ σωθικά,

θεν λη λύπη βγαίνει,

Κα κρα ασθάνονται σπλαχνιά.



58. Τότε αξαίνει το πολέμου

χορς τρομακτικά,

Σν τ σκόρπισμα το νέμου

Σ το πελάου τὴν μοναξιά.



59. Κτυπον λοι πάνου κάτου

Κάθε κτύπημα πο εὐγεῖ

Εναι κτύπημα θανάτου,

Χωρς ν δευτερωθῇ.



60. Κάθε σμα δρώνει, ῥέει·

Λς κα κεθεν ψυχή,

π’ τ μῖσος πο τν καίει

Πολεμάει ν πεταχθῇ.

61. Τς καρδίας κτυπίαις βροντάνε

Μς στ στήθια τους ργά,

Κα τ χέρια ποὺ χουμᾶνε

Περισσότερο εἶν’ γοργά.



62. Ορανς γι’ ατος δν εναι,

Οδ πέλαγο, οδ γῆ·

Γι’ ατος λους τ πν εναι

Μαζωμένο ντάμα κε.



63. Τόση μάνητα κα ζάλη,

Πο στοχάζεσαι, μ πς

π μία μερι κα π’ λλη

Δν μείνῃ νας ζωντανός.



64. Κύττα χέρια πελπισμένα

Πς θερίζουνε ζωαῖς!

Χάμου πέφτουνε κομμένα

Χέρια, πόδια, κεφαλαῖς,



65. Κα παλλάσκαις, κα σπαθία

Μ λοσκόρπιστα μυαλά,

Κα μ λόσχιστα κρανία

Σωθικ λαχταριστά.



66. Προσοχ καμμία δν κάνει

Κανείς, χι, ες τὴν σφαγή·

Πᾶνε πάντα μπρός. ! φθάνει,

Φθάνει· ως πότε ο σκοτωμοί;



67. Ποῖος φήνει κε τν τόπο,

Πάρεξ ταν ξαπλωθῇ;

Δν ασθάνονται τν κόπο,

Κα λς κ’ εναι ες τν ρχή.



68. Ὀλιγόστευαν ο σκύλοι,

Κα λ λ φώναζαν, λ λ ὰ·

Κα τν Χριστιανν τ χείλη

Φ ω τ ι φώναζαν, φ ω τ ι ά.



69. Λεονταρόψυχα κτυπιοντο,

Πάντα φώναζαν φ ω τ ι ά,

Κα ο μιαρο κατασκορπιοντο,

Πάντα σκούζοντας λ λ ά.



70. Παντο φόβος, κα τρομάρα,

Κα φωναὶς κα στεναγμοὶ·

Παντο κλάψα, παντο ντάρα,

Κα παντο ξεψυχισμοί.



71. Ἦταν τόσοι! πλέον τ βόλι

Ες τ’ ατι δν τος λαλε.

λοι χάμου κείττοντ’ λοι

Ες τν τέταρτην αγή.



72. Σν ποτάμι τ αἷμα γίνη,

Κα κυλάει ‘σ τν λαγκαδιά,

Κα τ θῷον χόρτο πίνει

Αμα ντς γι τὴν δροσιά.



73. Τς αγς δροσάτο έρι,

Δν φυσᾷς τώρα σ πλι

Σ τν ψευδόπιστων τ στέρι.

Φύσα, φύσα ες τ Σταυρό.



74. Ἀπ’ τ κόκκαλα βγαλμένη

Τν λλήνων τ ερά,

Κα σν πρτα νδρειωμένη,

Χαρε, χαρε, λευθεριά!



75. Τς Κορίνθου δο κα ο κάμποι·

Δν λαμπ’ λιος μοναχ

Ες τος πλάτανους, δν λάμπει

Ες τ’ μπέλια, ες τ νερά.



76. Ες τν συχον αθέρα

Τώρα θῷα δν ντηχε

Τ λαλήματα φλογέρα,

Τ βελάσματα τ ρνί.



77. Τρέχουν ρματα χιλιάδες,

Σν τ κῦμα εἰς τ γιαλ

λλ’ ο νδρεοι παλληκαράδες

Δν ψηφον τν ριθμό.



78. Ὦ τρακόσιοι! σηκωθῆτε

Κα ξανάλθετε σ’ μς·

Τ παιδιά σας θελ’ δεῖτε

Πόσο ‘μοιάζουνε μέ σᾶς.



79. Ὅλοι κενοι τ φοβονται,

Κα μ πάτημα τυφλ

Ες τν Κόρινθο ποκλειονται

Κι’ λοι χάνουνται π’ δ.



80. Στέλνει γγελος το λέθρου

Πεῖναν κα Θανατικὸ,

Πο μ σχῆμα νς σκελέθρου

Περπατον ντάμα ο δυό.



81. Καὶ πεσμένα ες τ χορτάρια

πεθαίνανε παντο

Τ θλιμμένα πομεινάρια

Τς φυγς κα το χαμο.



82. Κα σ θάνατη, σ θεία,

Πο ,τι θέλεις μπορες,

Ες τν κάμπο, λευθερία,

Ματωμένη περπατες.



83. ‘Σ τὴν σκι χεροπιασμέναις,

Σ τὴν σκι βλέπω κ’ γ

Κρινοδάκτυλαις παρθέναις

ποὺ κάνουνε χορό.



84. ‘Σ τὸν χορ γλυκογυρίζουν

ραῖα μάτια ρωτικά,

Κα ες τν αὖρα κυματίζουν

Μαρα, λόχρυσα μαλλιά.



85. Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει,

Πς κόρφος κάθε μις

Γλυκοβύζαστο ἑτοιμάζει

Γάλα νδρείας, κα λευθεριᾶς.



86. Μς στ χόρτα τ λουλούδια,

Τ ποτῆρι δν βαστῶ,·

Φιλελεύθερα τραγούδια

Σν τν Πίνδαρο κφων.



87. Ἀπ’ τ κόκκαλα βγαλμένη

Τν λλήνων τ ερά,

Κα σν πρτα νδρειωμένη,

Χαρε, χαρε, λευθεριά!



88. ‘Πγες ες τ Μισολόγγι

Τν μέρα το Χριστο,

Μέρα πο νθισαν ο λόγγοι

Γι τ τέκνο το Θεο.



89. Σοὖλθε μπρς λαμποκοπῶντας,

Θρησκεία μ’ να σταυρό,

Κα τ δάκτυλο κινῶντας

ποὺ ανεῖ τν ορανό,



90. ‘Σ ατό, φώναξε, τ χμα

Στάσου λόρθη, λευθεριά,

Κα φιλῶντάς σου τ στόμα,

Μπαίνει μς τν κκλησιά.



91. Ες τν Τράπεζαν σιμώνει,

Κα τ σύγνεφο τ χν

Γύρω γύρω της πυκνώνει

Πο σκορπάει τ θυμιατό.



92. Ἀγροικάει τὴν ψαλμῳδία,

ποὺ ἐδίδαξεν ατή·

Βλέπει τὴν φωταγωγία

Σ τοὺς Ἀγίους μπρς χυτή.



93. Ποιοί εἶν’ ατο πο πλησιάζουν

Μ πολλ ποδοβολή,

Κι’ ρματ’, ρματα ταράζουν;

πετάχτηκες σύ.



94. Ἄ! τ φς πο σ στολίζει,

Σν λίου φεγγοβολή,

Κα μακρόθεν σπινθηρίζει,

Δν εναι, χι, π τὴν γῆ·



95. Λάμψιν χει ὅλη φλογώδη

Χελος, μέτωπο, φθαλμς·

Φς τ χέρι, φς τ πόδι,

Κι’ λα γύρω σου εναι φς.



96. Τ σπαθί σου ντισηκώνεις,

Τρία πατήματα πατᾷς,

Σν τν πύργο μεγαλώνεις,

Κα εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς



97. Μ φων πο καταπείθει,

Προχωρῶντας, μιλες·

«Σήμερ’, πιστοι, γεννήθη,

Ναί, το κόσμου Λυτρωτής.



98. »Ατς λέγει… φογκρασθτε:

γ εἶμ’ λφα, μέγα γώ·

Πέστε· ποῦ θ’ ποκρυφθτε

σες λοι, ν ργισθ;



99. »Φλόγα κοίμητην σᾶς βρέχω,

Πο μ’ ατν ν συγκριθῇ

Κείνη κάτω ὁποὺ σᾶς χω,

Σν δροσι θέλει βρεθῇ.



100. »Κατατρώγει, ὡσν τὴν σχίζα,

Τόπους ἄμετρα ψηλούς,

Χώραις, ὄρη, π τὴν ῥίζα,

Ζα, κα δένδρα, κα θνητούς,



101. »Κα τ πν τ κατακαίει,

Κα δν σώζεται πνοή,

Πάρεξ το νεμου πο πνέει

Μς στ στάχτη τ λεπτή».



102. Κάποιος θελε ρωτήσει:

Το θυμο του εσαι δελφή;

Ποῖος εἶν’ ξιος ν νικήσῃ,

μ σ ν μετρηθῇ;



103. Ἡ γ ασθάνεται τν τόση

Το χεριο σου νδραγαθιά,

Πο λην θέλει θανατώσει

Τὴν Μισόχριστη σπορά.



104. Τν αἰσθάνονται, κα φρίζουν

Τ νερά, κα τ’ γροικ

Δυνατ ν μουρμουρίζουν,

Σν ν ‘ρυάζετο θηριό.



105. Κακορίζικοι πο πτε

Το χελώου μς στὴν ῥοή,

Κα ‘πιδέξια πολεμτε

π τν καταδρομὴ,



106. Ν ποφύγετε; τ κῦμα

γινε ὅλο φουσκωτό·

κε ερήκατε τ μνμα,

Πρν ν ερτε φανισμό.



107. Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει

Κάθε λάρυγγας χθρο,

Κα τ ῥεῦμα γαργαρίζει

Ταῖς βλασφήμιαις το θυμο.



108. Σφαλερ τετραποδίζουν

Πλῆθος λογα, κα ρθ

Τρομασμένα χλιμιτρίζουν,

Κα πατον ες τ κορμιά.



109. Ποῖος ‘σ τ σύντροφον ἁπλώνει

Χέρι, ὡσν ν βοηθηθῇ

Ποῖος τὴν σάρκα του δαγκώνει,

σο ὁποὺ ν νεκρωθῇ.



110. Κεφαλαῖς πελπισμέναις,

Μ τ μάτια πεταχτά,

Κατ τ’ στρα σηκωμέναις

Γι τν στερη φορά.



111. Σβυέται – αξαίνοντας πρώτη

Το χελώου νεροσυρμὴ,

Τ χλιμίτρισμα, κα ο κρότοι,

Κα το νθρώπου ο γογγυσμοί.



112. Ἔτζι ν’ κουα ν βουΐξῃ

Τν βαθν κεανό,

Κα ‘σ τ κῦμα του ν πνίξῃ

Κάθε σπέρμα γαρηνό·



113. Κα κε ποὖναι γι Σοφία,

Μς στος λόφους τος πτά,

λα τ’ ψυχα κορμία,

Βραχοσύντριφτα, γυμνά,



114. Σωριασμένα ντ σπρώξῃ

κατάρα το Θεο,

Κ’ π’ κε ν τ μαζώξῃ

δελφς το Φεγγαριο.



115. Κάθε πέτρα μνμα ς γένῃ,

Κα Θρησκεία, κ’ λευθερι

Μ’ ργοπάτημα ς πηγαίνῃ

Μεταξύ τους, κα ς μετρᾷ.



116. Ἕνα λείψανο νεβαίνει

Τεντωτό, ‘πιστομητό,

Κι’ λλο ξάφνου κατεβαίνει,

Κα δν φαίνεται κα πλιό.



117. Κα χειρότερα γριεύει

Κα φουσκώνει ποταμός·

Πάντα πάντα περισσεύει·

Πολυφλοίσβισμα κα φρός.



118. Ἄ! γιατί δν χω τώρα

Τὴν φωνὴν το Μωϋσ;

Μεγαλόφωνα, τν ρα

ποὺ σβυοῦντο ο μισητοί,



119. Τν Θεὸν εχαριστοσε

Σ το πελάου τὴν λύσσα μπρός,

Κα τ λόγια χολογοσε

ναρίθμητος λαός·



120. Ἀκλουθάει τν ρμονία

δελφ το αρών,

προφήτισσα Μαρία,

Μ’ να τύμπανο τερπνόν,



121. Κα πηδον λαις ο κόραις

Μ τς΄ ἀγκάλαις νοικταῖς,

Τραγουδῶντας, νθοφόραις,

Μ τ τύμπανα κ’ κειαίς.



122. Σ γνωρίζω π τν κόψι

Το σπαθιο τν τρομερή,

Σ γνωρίζω π τν ψι

Πο μ βία μετράει τὴν γ.



123. Ες ατήν, εἶν’ ξακουσμένο,

Δν νικιέσαι σ ποτὲ·

μως, χι, δν εἶν’ ξένο

Κα τ πέλαγο γι σέ.



124. Τ στοιχεον ατ ξαπλώνει

Κύματ’ πειρα ες τὴν γ,

Μ τ ποα τν περιζώνει,

Κ’ εναι εκόνα σου λαμπρή.



125. Μ βρυχίσματα σαλεύει

Πο τρομάζει κοή·

Κάθε ξύλο κινδυνεύει

Κα λιμιώνα ναζητεῖ.



126. Φαίνετ’ πειτα γαλήνη

Κα τ λάμψιμο το λιο,

Κα τ χρώματα ναδίνει

Το γλαυκότατου ορανο.



127. Δν νικιέσαι, εἶν’ ξακουσμένο,

Σ τν ξηρν σ ποτὲ·

μως, χι, δν εἶν΄ξένο

Κα τ πέλαγο γι σέ.



128. Περνον πειρα τ ξάρτια,

Κα σν λόγγος στριμωχτ

Τ τρεχούμενα κατάρτια,

Τ λοφούσκωτα πανιά.



129. Σὺ ταῖς δύναμαίς σου σπρώχνεις,

Κα γκαλ δν εἶν’ πολλαίς,

Πολεμῶντας, λλα διώχνεις,

λλα παίρνεις, λλα καῖς.



130. Μ πιθύμια νὰ τηράζῃς

Δύο μεγάλα σ θωρ,

Κα θανάσιμον τινάζεις

ναντίον τους κεραυνό·



131. Πιάνει, αξαίνει, κοκκινίζει,

Κα σηκώνει μι βροντή,

Κα τ πέλαο χρωματίζει

Μ αματόχροη βαφή.



132. Πνίγοντ’ λοι ο πολεμάρχοι,

Κα δν μνέσκει να κορμ

Χάρου, σκι το Πατριάρχη,

Πο σ’ πέταξαν κε.



133. Ἐκρυφόσμιγαν ο φίλοι

Μ τς χθρούς τους τ Λαμπρή,

Κα τος τρεμαν τ χείλη

Δίνοντάς τα ες τ φιλί.



134. ‘Κειαὶς ταῖς δάφναις πο σκορπίστε

Τώρα πλέον δν ταῖς πατε,

Κα τ χέρι ὁποὺ φιλστε

Πλέον, ἂ πλέον δν ελογε.



135. Ὅλοι κλαστε, ποθαμμένος

ρχηγς τς κκλησιᾶς·

Κλαστε, κλαστε, κρεμασμένος

σν νἄτανε φονιᾶς.



136. Ἔχει ὁλάνοικτο τ στόμα

Π’ ραις πρτα εχε γευθῆ

Τ’ γιον Αμα, τ΄ γιον Σμα

Λς πς θ ν ξαναβγῇ



137. Ἡ κατάρα πο εχε φήσει

Λίγο πρν ν δικηθῇ,

Ες ὁποῖον δν πολεμήσει,

Κα μπορε ν πολεμῇ.



138. Τν κούω, βροντάει, δν παύει

Ες τ πέλαγο, ες τὴν γ,

Κα μουγκρίζοντας νάβει

Τν αώνιαν στραπή.



139. Ἡ καρδι συχνοσπαράζει…

Πλν τί βλέπω; σοβαρ

Ν σωπάσω μὲ προστάζει

Μ τ δάκτυλο θεά.



140. Κυττάει γύρω ες τν Ερώπη

Τρες φοραῖς μ’ νησυχιά·

Προσηλώνεται κατόπι

Σ τν λλάδα, κα ρχινᾷ:



141. «Παλληκάρια μου! ο πολέμοι

Γι σς λοι εναι χαρά,

Κα τ γόνα σας δν τρέμει

Σ τος κινδύνους μπροστά.



142. »π’ σς πομακραίνει

Κάθε δύναμι χθρική·

λλ νίκητη μι μένει

Πο ταῖς δάφναις σᾶς μαδεῖ,



143. »Μία, πο ταν ὡσν λύκοι

Ξαναρχόστενε ζεστοί,

Κουρασμένοι π τὴν νίκη,

χ! τν νον σᾶς τυραννε.



144. »Ἡ διχόνοια πο βαστάει

Ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερή·

Καθενς χαμογελάει,

Π ά ρ’ τ ο, λέγοντας, κ α σ ύ.



145. »Κει τ σκῆπτρο, πο σᾶς δείχνει,

Ἔχ’ λήθεια ὡραία θωριά·

Μὴν τ πιάστε, γιατ ῥίχνει

Εἰσὲ δάκρυα θλιβερά.



146. »Ἀπ στόμα, ὁπο φθονάει,

Παλληκάρια, ς μὴν ‘πωθῇ,

Πὼς τ χέρι σας κτυπάει

Τοῦ δελφοῦ τὴν κεφαλή.



147. »Μὴν εἰποῦν ‘σ τὸν στοχασμό τους

Τὰ ξένα ἔθνη ληθινά:

Ἐὰν μ ι σ ο ῦ ν τ α ι ν ά μ ε σ ό τ ο υ ς,

Δ ὲ ν τ ο ς π ρ έ π ε ι ἐ λ ε υ θ ε ρ ι ά .



148. »Τέτοια φήστενε φροντίδα·

Ὅλο τ αἷμα ὁπο χυθῇ

Γιὰ θρησκεία, κα γιὰ πατρίδα,

Ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.



149. »’Σ τ αἷμα αὐτό, πο δὲν πονεῖτε

Γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,

Σᾶς ορκίζω,γκαλιασθῆτε,

Σὰν δέλφια ‘γκαρδιακά.



150. »Πόσον λείπει, στοχασθῆτε,

Πόσο κόμη νὰ παρθῇ·

Πάντα ἡ νίκη, ν ἑνωθῆτε,

Πάντα ἐσᾶς θ’ ἀκολουθεῖ.



151. »Ὠ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία!...

Καταστῆτε ἕνα σταυρό,

Κα φωνάξετε μὲ μία·

Βασιλεῖς, κυττάξτ’ ἐδώ.



152. »Τ σημεον πο προσκυντε

Εναι τοτο, κα γι’ ατ

Ματωμένους μᾶς κυτττε

Σ τν γῶνα τὸν σκληρό.



153. »κατάπαυστα τ ‘βρίζουν

Τ σκυλιά, κα τ πατον,

Κα τ τέκνα του φανίζουν,

Κα τν πίστη ναγελον.



154. »ξ’ ατιᾶς του σπάρθη, χάθη

Αμα θῷο χριστιανικό,

Πο φωνάζει π τ βάθη

Τς νυκτός: Ν ‘κ δ ι κ η θ .



155. »Δν κοτε, σες εκόνες

Το Θεο, τέτοια φωνή;

Τώρα πέρασαν αἰῶνες,

Κα δν παυσε στιγμή.



156. »Δν κοτε; ες κάθε μέρος

Σν το Ἀβὲλ καταβοᾷ·

Δν εἶν’ φύσημα το έρος,

Πο σφυρίζει ες τ μαλλιά.



157. »Τί θ κάμετε; θ’ φστε

Ν ποκτήσωμεν ἑμες

Λευθερίαν, θ τν λύστε

ξ ατίας πολιτικς;



158. »Τοτο νίσως μελεττε,

δού, μπρός σας τν Σταυρό·

Βασιλες! λτε, λτε,

Κα κτυπήσετε κ’ δ».


Ετικέτες

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα