Διονύσιος Σολωμός – Ὁ Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν
1. Σὲ
γνωρίζω ἀπὸ
τὴν κόψι
Tοῦ σπαθιοῦ τὴν
τρομερή,
Σὲ
γνωρίζω ἀπὸ
τὴν ὄψι,
Ποὺ
μὲ βία
μετράει τὴν γῆ.
2. Ἀπ’ τὰ
κόκκαλα βγαλμένη
Τῶν
Ἑλλήνων τὰ
ἱερά,
Καὶ
σὰν πρῶτα
ἀνδρειωμένη,
Χαῖρε, ὢ
χαῖρε, Ἐλευθεριά!
3. Ἐκεῖ
μέσα ἐκατοικοῦσες,
Πικραμένη, ἐντροπαλή,
Κ’ ἕνα
στόμα ἀκαρτεροῦσες,
Ἔ λ
α π ά λ
ι, νὰ
σοῦ ‘πῇ.
4. Ἄργιε, νἄλθῃ ἐκείνη ἡ
‘μέρα,
Καὶ
ἦταν ὅλα
σιωπηλά,
Γιατὶ
τἄσκιαζε ἡ φοβέρα,
Καὶ
τὰ πλάκωνε ἡ
σκλαβιά.
5. Δυστυχής! παρηγορία
Μόνη σοῦ ἔμενε νὰ
λὲς
Περασμένα μεγαλεῖα,
Καὶ
διηγῶντάς τα νὰ κλαῖς.
6. Καὶ
ἀκαρτέρει, καὶ
ἀκαρτέρει
Φιλελεύθερην λαλιά,
Ἕνα ἐκτύπαε τἄλλο χέρι
Ἀπὸ
τὴν ἀπελπισιά,
7. Κ’ ἔλεες· πότε, ἄ! πότε βγάνω
Τὸ
κεφάλι ἀπὸ
τς’ ἐρμιαῖς;
Καὶ
ἀποκρίνοντο ἀπὸ
πάνω
Κλάψαις, ἅλυσσες, φωναίς.
8. Τότε ἐσήκωνες τὸ
βλέμμα
Μὲς
στὰ κλαΰματα θολό,
Καὶ
εἰς τὸ
ῥοῦχό σου ἔσταζ’ αἷμα,
Πλῆθος αἷμα
ἑλληνικό.
9. Μὲ
τὰ ῥοῦχα
αἱματωμένα,
Ξέρω, ὅτι
ἔβγαινες κρυφά,
Νὰ
γυρεύῃς εἰς τὰ
ξένα
Ἄλλα χέρια δυνατά.
10. Μοναχὴ
τὸν δρόμο ἐπῆρες,
Ἐξανάλθες μοναχὴ
Δὲν
εἶν’ εὔκολαις οἱ
θύραις,
Ἐὰν
ἡ χρεία ταῖς κουρταλῇ.
11. Ἄλλος σοῦ ἔκλαψε εἰς
τὰ στήθια,
Ἀλλ’ ἀνάσασιν καμμιά·
Ἄλλος σοῦ ἔταξε βοήθεια,
Καὶ
σὲ γέλασε φρικτά.
12. Ἄλλοι, ὠϊμέ! ‘σ τὴν
συμφορά σου
Ὁποὺ ἐχαίροντο πολύ,
Σύρε ναὔρῃς τὰ
παιδιά σου,
Σύρε, ἐλέγαν οἱ
σκληροί.
13. Φεύγει ὀπίσω τὸ
ποδάρι,
Καὶ
ὁλογλήγορο πατεῖ
Ἢ
τὴν πέτρα, ἢ
τὸ χορτάρι,
Ποὺ
τὴν δόξα σοῦ ἐνθυμεῖ.
14. Ταπεινότατη σοῦ γέρνει
Ἡ
τρισάθλια κεφαλή,
Σὰν
πτωχοῦ ποὺ
θυροδέρνει,
Κ’ εἶναι βάρος του ἡ
ζωή.
15. Ναί· ἀλλὰ
τώρα ἀντιπαλεύει
Κάθε τέκνο σου μὲ
ὁρμή,
Ποὺ
ἀκατάπαυστα γυρεύει
Ἢ
τὴν νίκη, ἢ
τὴν θανή.
16. Ἀπ’ τὰ
κόκκαλα βγαλμένη
Τῶν
Ἑλλήνων τὰ
ἱερά,
Καὶ
σὰν πρῶτα
ἀνδρειωμένη,
Χαῖρε, ὢ
χαῖρε, Ἐλευθεριά!
17. Μόλις εἶδε
τὴν ὁρμήν σου
Ὁ
οὐρανός, ποὺ
γιὰ τς’ ἐχθρούς,
Εἰς
τὴν γῆν
τὴν μητρικήν σου
Ἔτρεφ’ ἄνθια καὶ
καρπούς,
18. Ἐγαλήνευσε· καὶ
ἐχύθη
Καταχθόνια μία
βοή,
Καὶ
τοῦ Ῥήγα σου ἀπεκρίθη
Πολεμόκραχτη ἡ
φωνή.
19. Ὅλοι οἱ
τόποι σου σ’ ἐκράξαν,
Χαιρετῶντάς σε
θερμά,
Καὶ
τὰ στόματα ἐφωνάξαν
Ὅσα
αἰσθάνετο ἡ
καρδιά.
20. Ἐφωναξανε ὡς
τ’ ἀστέρια
Τοῦ
Ἰονίου καὶ
τὰ νησιά,
Καὶ
ἐσηκώσανε τὰ
χέρια
Γιὰ
νὰ δείξουνε χαρά,
21. Μ’ ὅλον ποὖναι ἁλυσσωμένο
Τὸ
καθένα τεχνικά,
Κ’ εἰς
τὸ μέτωπον γραμμένο
Ἔχει: ψεῦτρα ἐλευθεριά.
22. ‘Γκαρδιακά χαροποιήθη
Καὶ
τοῦ Βάσιγκτων ἡ
γῆ,
Καὶ
τὰ σίδερα ἐνθυμήθη
Ποὺ
τὴν ἔδεναν καὶ
αὐτή.
23. Ἀπ’ τὸν
πύργον του φωνάζει,
Σὰ
νὰ λέῃ, σὲ
χαιρετῶ,
Καὶ
τὴν χῄτην του
τινάζει
Τὸ
Λεοντάρι τὸ Ἰσπανό.
24. Ἐλαφιάσθη τῆς
Ἀγγλίας
Τὸ
θηρίο, καὶ σέρνει εὐθὺς
Κατὰ
τ’ ἄκρα τῆς
Ῥουσίας
Τὰ
μουγκρίσματα τς’ ὀργῆς.
25. Εἰς
τὸ κίνημά του
δείχνει,
Πὼς
τὰ μέλη εἶν’ δυνατά·
Καὶ
‘σ τοῦ Αἰγαίου τὸ
κῦμα ῥίχνει
Μιὰ
σπιθόβολη ματιά.
26. Σὲ
ξανοίγει ἀπὸ
τὰ νέφη
Καὶ
τὸ μάτι τοῦ
Ἀετοῦ,
Ποὺ
φτερὰ καὶ
νύχια θρέφει
Μὲ
τὰ σπλάχνα τοῦ
Ἰταλοῦ,
27. Καὶ
‘σ ἐσὲ
καταγυρμένος,
Γιατὶ πάντα σὲ
μισεῖ,
Ἔκρωζ’ ἔκρωζε ὁ
σκασμένος,
Νὰ
σὲ βλάψῃ, ἂν
ἠμπορῇ.
28. Ἄλλο ἐσὺ
δὲν συλλογιέσαι
Πάρεξ ποῦ θὰ
πρωτοπᾷς·
Δὲν
‘μιλεῖς, καὶ
δὲν κουνιέσαι
‘Σ ταῖς βρισίαις
ὁποῦ ἀγροικᾷς,
29. Σὰν
τὸν βράχον, ὁποὺ ἀφήνει
Κάθε ἀκάθαρτο νερὸ
Εἰς
τὰ πόδια του νὰ
χύνῃ
Εὐκολόσβηστον ἀφρό,
30. Ὁποὺ ἀφήνει ἀνεμοζάλη,
Καὶ
χαλάζι, καὶ βροχή,
Νὰ
τοῦ δέρνουν τὴν
μεγάλη,
Τὴν
αἰώνιαν κορυφή.
31. Δυστυχιά του, ὢ
δυστυχιά του,
Ὁποιανοῦ θέλει βρεθῆ
‘Σ τὸ
μαχαῖρί σου ἀποκάτου,
Καὶ
‘σ ἐκεῖνο
ἀντισταθῆ.
32. Τὸ
θηρίο π’ ἀνανογιέται,
Πὼς τοῦ
λείπουν τὰ μικρά,
Περιορίζεται, πετιέται,
Αἷμα
ἀνθρώπινο διψᾷ.
33. Τρέχει, τρέχει ὅλα
τὰ δάση,
Τὰ
λαγκάδια, τὰ βουνά,
Καὶ
ὅπου φθάσῃ, ὅπου περάσῃ,
Φρίκη, θάνατος, ἐρμιά.
34. Ἐρμιά, θάνατος, καὶ
φρίκη,
Ὅπου ἐπέρασες κ’ ἐσύ·
Ξίφος ἔξω
ἀπὸ
τὴν θήκη,
Πλέον ἀνδρείαν σοῦ προξενεῖ.
35. Ἰδοὺ
ἐμπρός σου ὁ
τοῖχος στέκει
Τῆς
ἀθλίας Τριπολιτζᾶς·
Τώρα τρόμου ἀστροπελέκι
Νὰ
τῆς ῥίψῃς ‘πιθυμᾷς.
36. Μεγαλόψυχο τὸ
μάτι
Δείχνει, πάντα ὁπῶς νικεῖ,
Καὶ
ἂς εἶν’ ἅρματα γεμάτη,
Καὶ
πολέμιαν χλαλοή.
37. Σοῦ
προβαίνουνε καὶ τρίζουν,
Γιὰ
νὰ ἰδῇς πὼς
εἶν’ πολλά·
Δὲν
ἀκοῦς
ποὺ φοβερίζουν
Ἄνδρες μύριοι καὶ
παιδιά;
38. Λίγα μάτια, λίγα στόματα
Θά σᾶς μείνουνε ἀνοιχτά,
Γιὰ
νὰ κλαύσετε τὰ
σώματα,
Ποῦ θὲ
ναὔρῃ ἡ συμφορά.
39. Καταβαίνουνε, καὶ
ἀνάφτει
Τοῦ
πολέμου ἀναλαμπή·
Τὸ
τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,
Λάμπει, κόφτει τὸ
σπαθί.
40. Γιατί ἡ
μάχη ἐστάθη ὀλίγη;
Λίγα τὰ
αἵματα γιατί;
Τὸν
ἐχθρὸν
θωρῶ νὰ
φύγῃ,
Καὶ
‘σ τὸ κάστρο ν’ ἀνεβῇ.
41. Μέτρα… εἶν’ ἄπειροι οἱ
φευγάτοι,
Ὁποὺ φεύγοντας δειλιοῦν·
Τὰ
λαβώματα ‘σ τὴν πλάτη
Δέχοντ’ , ὥστε ν’ ἀνεβοῦν.
42. Ἐκεῖ
μέσα ἀκαρτερεῖτε
Τὴν
ἀφεύγατη φθορά·
Νά, σᾶς
φθάνει· ἀποκριθῆτε
‘Σ τῆς
νυκτὸς τὴ
σκοτεινιά.
43. Ἀποκρίνονται, καὶ
ἡ μάχη
Ἔτζι ἀρχίζει, ὁποὺ μακριὰ
Ἀπὸ
ῥάχη ἐκεῖ
σὲ ῥάχη
Ἀντιβούϊζε φοβερά.
44. Ἀκούω κούφια τὰ
τουφέκια,
Ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,
Ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
Ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.
45. Ἄ! τί νύκτα ἦταν ἐκείνη,
Ποὺ τὴν
τρέμει ὁ λογισμός;
Ἄλλος ὕπνος δὲν
ἐγίνη
Πάρεξ θανάτου πικρός.
46. Τῆς
σκηνῆς ἡ
ὥρα, ὁ
τόπος,
Οἱ
κραυγαῖς, ἡ ταραχή,
Ὁ
σκληρόψυχος ὁ τρόπος
Τοῦ
πολέμου, καὶ οἱ
καπνοί,
47. Καὶ
οἱ βρονταῖς, καὶ
τὸ σκοτάδι,
Ὁποὺ ἀντίσκοφτε ἡ
φωτιά,
Ἐπαράσταιναν τὸν
ᾅδη
Ποὺ
ἀκαρτέριε τὰ
σκυλιά·
48. Τ’ ἀκαρτέριε – ἐφαινόντ’ ἴσκιοι
Ἀναρίθμητοι γυμνοί,
Κόραις, γέροντες, νεανίσκοι,
Βρέφη ἀκόμη εἰς
τὸ βυζί.
49. Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
Μαύρη ἡ
ἐντάφια συντροφιά,
Σὰν
τὸ ῥοῦχο
ὁποὺ σκεπάζει
Τὰ
κρεββάτια τὰ ‘στερνά.
50. Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι
Ἐπετιοῦντο ἀπὸ
τὴν γῆ,
Ὅσοι εἶν’ ἄδικα σφαγμένοι
Ἀπὸ
τούρκικην ὀργή.
51. Τόσα πέφτουνε τὰ
θέρι-
σμένα ἀστάχια εἰς
τοὺς ἀγρούς·
Σχεδὸν
ὅλα ἐκειὰ
τὰ μέρη
Ἐσκεπάζοντο ἀπ’
αὐτούς.
52. Θαμποφέγγει κανέν’ ἄστρο,
Καὶ
ἀναδεύοντο μαζί,
Ἀναβαίνοντας τὸ
κάστρο
Μὲ
νεκρώσιμη σιωπή.
53. Ἔτζι χάμου εἰς
τὴν πεδιάδα,
Μὲς
τὸ δάσος τὸ
πυκνό,
Ὅταν στέλνῃ μὶαν
ἀχνάδα
Μισοφέγγαρο χλωμό,
54. Ἐὰν οἱ
ἄνεμοι μὲς
τ’ ἄδεια
Τὰ
κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,
Σειοῦνται, σειοῦνται τὰ
μαυράδια,
Ὁποὺ οἱ
κλῶνοι ἀντικτυποῦν.
55. Μὲ
τὰ μάτια τους
γυρεύουν,
Ὅπου εἶν’ αἵματα πηχτά,
Καὶ
μὲς τ’ αἵματα χορεύουν
Μὲ
βρυχίσματα βραχνά,
56. Καὶ
χορεύοντας μανίζουν
Εἰς
τοὺς Ἕλληνας κοντά,
Καὶ
τὰ στήθια τοὺς
ἐγγίζουν
Μὲ
τὰ χέρια τὰ
ψυχρά.
57. Ἐκειὸ
τὸ ἔγγισμα πηγαίνει
Βαθιὰ
μὲς τὰ
σωθικά,
Ὅθεν ὅλη
ἡ λύπη βγαίνει,
Καὶ
ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.
58. Τότε αὐξαίνει τοῦ
πολέμου
Ὁ
χορὸς τρομακτικά,
Σὰν
τὸ σκόρπισμα τοῦ
ἀνέμου
‘Σ τοῦ
πελάου τὴν μοναξιά.
59. Κτυποῦν
ὅλοι ἀπάνου κάτου
Κάθε κτύπημα ποὺ
εὐγεῖ
Εἶναι κτύπημα θανάτου,
Χωρὶς
νὰ δευτερωθῇ.
60. Κάθε σῶμα
ὑδρώνει, ῥέει·
Λὲς
καὶ ἐκεῖθεν ἡ
ψυχή,
Ἀπ’
τὸ μῖσος ποὺ
τὴν καίει
Πολεμάει νὰ
πεταχθῇ.
61. Τῆς
καρδίας κτυπίαις βροντάνε
Μὲς
στὰ στήθια τους ἀργά,
Καὶ
τὰ χέρια ὁποὺ χουμᾶνε
Περισσότερο εἶν’ γοργά.
62. Οὐρανὸς
γι’ αὐτοὺς
δὲν εἶναι,
Οὐδὲ
πέλαγο, οὐδὲ
γῆ·
Γι’ αὐτοὺς
ὅλους τὸ
πᾶν εἶναι
Μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.
63. Τόση ἡ
μάνητα καὶ ἡ
ζάλη,
Ποὺ
στοχάζεσαι, μὴ πὼς
Ἀπὸ
μία μεριὰ
καὶ ἀπ’
ἄλλη
Δὲν
μείνῃ ἕνας ζωντανός.
64. Κύττα χέρια ἀπελπισμένα
Πῶς
θερίζουνε ζωαῖς!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
Χέρια, πόδια, κεφαλαῖς,
65. Καὶ
παλλάσκαις, καὶ σπαθία
Μὲ
ὁλοσκόρπιστα μυαλά,
Καὶ
μὲ ὁλόσχιστα κρανία
Σωθικὰ
λαχταριστά.
66. Προσοχὴ
καμμία δὲν κάνει
Κανείς, ὄχι, εἰς
τὴν σφαγή·
Πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὤ!
φθάνει,
Φθάνει· ἕως
πότε οἱ σκοτωμοί;
67. Ποῖος ἀφήνει ἐκεῖ
τὸν τόπο,
Πάρεξ ὅταν ξαπλωθῇ;
Δὲν
αἰσθάνονται τὸν
κόπο,
Καὶ
λὲς κ’ εἶναι εἰς
τὴν ἀρχή.
68. Ὀλιγόστευαν οἱ
σκύλοι,
Καὶ
ἀ λ λ ὰ
ἐφώναζαν, ἀ λ
λ ὰ·
Καὶ
τῶν Χριστιανῶν
τὰ χείλη
Φ ω τ ι ὰ
ἐφώναζαν, φ ω τ ι ά.
69. Λεονταρόψυχα ἐκτυπιοῦντο,
Πάντα ἐφώναζαν φ ω τ ι ά,
Καὶ
οἱ μιαροὶ
κατασκορπιοῦντο,
Πάντα σκούζοντας ἀ λ
λ ά.
70. Παντοῦ
φόβος, καὶ τρομάρα,
Καὶ
φωναὶς καὶ
στεναγμοὶ·
Παντοῦ
κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,
Καὶ
παντοῦ ξεψυχισμοί.
71. Ἦταν τόσοι! πλέον τὸ
βόλι
Εἰς
τ’ αὐτιὰ
δὲν τοὺς
λαλεῖ.
Ὅλοι χάμου ἐκείττοντ’ ὅλοι
Εἰς
τὴν τέταρτην αὐγή.
72. Σὰν
ποτάμι τὸ αἷμα
ἐγίνη,
Καὶ
κυλάει ‘σ τὴν λαγκαδιά,
Καὶ
τὸ ἀθῷον χόρτο πίνει
Αἷμα
ἀντὶς
γιὰ τὴν
δροσιά.
73. Τῆς
αὐγῆς
δροσάτο ἀέρι,
Δὲν
φυσᾷς τώρα ἐσὺ
πλιὸ
‘Σ τῶν
ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι.
Φύσα, φύσα
εἰς τὸ
Σταυρό.
74. Ἀπ’ τὰ
κόκκαλα βγαλμένη
Τῶν
Ἑλλήνων τὰ
ἱερά,
Καὶ
σὰν πρῶτα
ἀνδρειωμένη,
Χαῖρε, ὢ
χαῖρε, Ἐλευθεριά!
75. Τῆς
Κορίνθου ἰδοὺ
καὶ οἱ
κάμποι·
Δὲν
λαμπ’ ἥλιος μοναχὰ
Εἰς
τοὺς πλάτανους, δὲν
λάμπει
Εἰς
τ’ ἀμπέλια, εἰς
τὰ νερά.
76. Εἰς
τὸν ἥσυχον αἰθέρα
Τώρα ἀθῷα δὲν
ἀντηχεῖ
Τὰ
λαλήματα ἡ φλογέρα,
Τὰ
βελάσματα τὸ ἀρνί.
77. Τρέχουν ἅρματα χιλιάδες,
Σὰν
τὸ κῦμα εἰς τὸ
γιαλὸ
Ἀλλ’ οἱ
ἀνδρεῖοι
παλληκαράδες
Δὲν
ψηφοῦν τὸν
ἀριθμό.
78. Ὦ τρακόσιοι! σηκωθῆτε
Καὶ
ξανάλθετε σ’ ἐμᾶς·
Τὰ
παιδιά σας θελ’ ἰδεῖτε
Πόσο ‘μοιάζουνε μέ σᾶς.
79. Ὅλοι ἐκεῖνοι τὰ
φοβοῦνται,
Καὶ
μὲ πάτημα τυφλὸ
Εἰς
τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται
Κι’ ὅλοι χάνουνται ἀπ’
ἐδῶ.
80. Στέλνει ὁ
ἄγγελος τοῦ
ὀλέθρου
Πεῖναν καὶ
Θανατικὸ,
Ποὺ
μὲ σχῆμα ἑνὸς
σκελέθρου
Περπατοῦν
ἀντάμα οἱ
δυό.
81. Καὶ πεσμένα εἰς
τὰ χορτάρια
Ἀπεθαίνανε παντοῦ
Τὰ
θλιμμένα ἀπομεινάρια
Τῆς
φυγῆς καὶ
τοῦ χαμοῦ.
82. Καὶ
ἐσὺ
ἀθάνατη, ἐσὺ
θεία,
Ποὺ
ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς,
Εἰς
τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
‘Ματωμένη περπατεῖς.
83. ‘Σ τὴν
σκιὰ χεροπιασμέναις,
‘Σ τὴν
σκιὰ βλέπω κ’ ἐγὼ
Κρινοδάκτυλαις παρθέναις
Ὁποὺ κάνουνε χορό.
84. ‘Σ τὸν
χορὸ γλυκογυρίζουν
Ὡραῖα μάτια ἐρωτικά,
Καὶ
εἰς τὴν
αὖρα κυματίζουν
Μαῦρα, ὁλόχρυσα μαλλιά.
85. Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει,
Πὼς
ὁ κόρφος κάθε μιᾶς
Γλυκοβύζαστο ἑτοιμάζει
Γάλα ἀνδρείας, καὶ
ἐλευθεριᾶς.
86. Μὲς
στὰ χόρτα τὰ
λουλούδια,
Τὸ
ποτῆρι δὲν βαστῶ,·
Φιλελεύθερα τραγούδια
Σὰν
τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.
87. Ἀπ’ τὰ
κόκκαλα βγαλμένη
Τῶν
Ἑλλήνων τὰ
ἱερά,
Καὶ
σὰν πρῶτα
ἀνδρειωμένη,
Χαῖρε, ὢ
χαῖρε, Ἐλευθεριά!
88. ‘Πῆγες εἰς
τὸ Μισολόγγι
Τὴν
ἡμέρα τοῦ
Χριστοῦ,
‘Μέρα ποὺ
ἄνθισαν οἱ
λόγγοι
Γιὰ
τὸ τέκνο τοῦ
Θεοῦ.
89. Σοὖλθε ἐμπρὸς
λαμποκοπῶντας,
Ἡ
Θρησκεία μ’ ἕνα σταυρό,
Καὶ
τὸ δάκτυλο κινῶντας
Ὁποὺ αἰνεῖ τὸν
οὐρανό,
90. ‘Σ αὐτό, ἐφώναξε, τὸ
χῶμα
Στάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριά,
Καὶ
φιλῶντάς σου τὸ στόμα,
Μπαίνει μὲς
τὴν Ἐκκλησιά.
91. Εἰς
τὴν Τράπεζαν σιμώνει,
Καὶ
τὸ σύγνεφο τὸ
ἀχνὸ
Γύρω γύρω της
πυκνώνει
Ποὺ
σκορπάει τὸ θυμιατό.
92. Ἀγροικάει τὴν ψαλμῳδία,
Ὁποὺ ἐδίδαξεν αὐτή·
Βλέπει τὴν
φωταγωγία
‘Σ τοὺς Ἀγίους ἐμπρὸς
χυτή.
93. Ποιοί εἶν’ αὐτοὶ
ποὺ πλησιάζουν
Μὲ
πολλὴ ποδοβολή,
Κι’ ἄρματ’, ἅρματα ταράζουν;
Ἐπετάχτηκες ἐσύ.
94. Ἄ! τὸ
φῶς ποὺ
σὲ στολίζει,
Σὰν
ἡλίου φεγγοβολή,
Καὶ
μακρόθεν σπινθηρίζει,
Δὲν
εἶναι, ὄχι, ἀπὸ
τὴν γῆ·
95. Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
Χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμὸς·
Φῶς
τὸ χέρι, φῶς
τὸ πόδι,
Κι’ ὅλα
γύρω σου εἶναι φῶς.
96. Τὸ
σπαθί σου ἀντισηκώνεις,
Τρία
πατήματα πατᾷς,
Σὰν
τὸν πύργο μεγαλώνεις,
Καὶ
εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς
97. Μὲ
φωνὴ ποὺ
καταπείθει,
Προχωρῶντας, ὁμιλεῖς·
«Σήμερ’, ἄπιστοι, ἐγεννήθη,
Ναί, τοῦ
κόσμου ὁ Λυτρωτής.
98. »Αὐτὸς
λέγει… Ἀφογκρασθῆτε:
Ἐγὼ
εἶμ’ Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ·
Πέστε· ποῦ θ’ ἀποκρυφθῆτε
Ἐσεῖς
ὅλοι, ἂν
ὀργισθῶ;
99. »Φλόγα ἀκοίμητην σᾶς βρέχω,
Ποὺ
μ’ αὐτὴν
ἂν συγκριθῇ
Κείνη ἡ
κάτω ὁποὺ σᾶς ἔχω,
Σὰν
δροσιὰ θέλει βρεθῇ.
100. »Κατατρώγει, ὡσὰν
τὴν σχίζα,
Τόπους ἄμετρα ὑψηλούς,
Χώραις, ὄρη, ἀπὸ
τὴν ῥίζα,
Ζῶα,
καὶ δένδρα, καὶ
θνητούς,
101. »Καὶ
τὸ πᾶν
τὸ κατακαίει,
Καὶ
δὲν σώζεται πνοή,
Πάρεξ τοῦ
ἄνεμου ποὺ
πνέει
Μὲς
στὴ στάχτη τὴ
λεπτή».
102. Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει:
Τοῦ
θυμοῦ του
εἶσαι ἀδελφή;
Ποῖος εἶν’ ἄξιος νὰ
νικήσῃ,
Ἢ
μὲ σὲ
νὰ μετρηθῇ;
103. Ἡ γῆ
αἰσθάνεται τὴν
τόση
Τοῦ
χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,
Ποὺ
ὅλην θέλει θανατώσει
Τὴν
Μισόχριστη σπορά.
104. Τὴν
αἰσθάνονται, καὶ
ἀφρίζουν
Τὰ
νερά, καὶ τ’ ἀγροικῶ
Δυνατὰ
νὰ μουρμουρίζουν,
Σὰν
νὰ ‘ρυάζετο θηριό.
105. Κακορίζικοι ποὺ
πᾶτε
Τοῦ
Ἀχελώου μὲς
στὴν ῥοή,
Καὶ
‘πιδέξια πολεμᾶτε
Ἀπὸ
τὴν καταδρομὴ,
106. Νὰ
ἀποφύγετε; τὸ
κῦμα
Ἔγινε ὅλο φουσκωτό·
Ἐκεῖ
εὑρήκατε τὸ
μνῆμα,
Πρὶν
νὰ εὑρῆτε
ἀφανισμό.
107. Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
Κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,
Καὶ
τὸ ῥεῦμα γαργαρίζει
Ταῖς
βλασφήμιαις τοῦ θυμοῦ.
108. Σφαλερὰ
τετραποδίζουν
Πλῆθος ἄλογα, καὶ
ὀρθὰ
Τρομασμένα χλιμιτρίζουν,
Καὶ
πατοῦν εἰς
τὰ κορμιά.
109. Ποῖος ‘σ τὸ
σύντροφον ἁπλώνει
Χέρι, ὡσὰν
νὰ βοηθηθῇ
Ποῖος τὴν
σάρκα του δαγκώνει,
Ὅσο
ὁποὺ νὰ νεκρωθῇ.
110. Κεφαλαῖς
ἀπελπισμέναις,
Μὲ
τὰ μάτια πεταχτά,
Κατὰ
τ’ ἄστρα σηκωμέναις
Γιὰ
τὴν ὕστερη φορά.
111. Σβυέται – αὐξαίνοντας ἡ
πρώτη
Τοῦ
Ἀχελώου νεροσυρμὴ,
Τὸ
χλιμίτρισμα, καὶ οἱ
κρότοι,
Καὶ
τοῦ ἀνθρώπου οἱ
γογγυσμοί.
112. Ἔτζι ν’ ἄκουα νὰ
βουΐξῃ
Τὸν
βαθὺν Ὠκεανό,
Καὶ
‘σ τὸ κῦμα του νὰ
πνίξῃ
Κάθε σπέρμα Ἀγαρηνό·
113. Καὶ
ἐκεῖ
ποὖναι ἡ Ἁγιὰ
Σοφία,
Μὲς
στοὺς λόφους τοὺς
ἑπτά,
Ὅλα
τ’ ἄψυχα κορμία,
Βραχοσύντριφτα, γυμνά,
114. Σωριασμένα νὰ τὰ
σπρώξῃ
Ἡ
κατάρα τοῦ Θεοῦ,
Κ’ ἀπ’
ἐκεῖ
νὰ τὰ
μαζώξῃ
Ὁ
ἀδελφὸς
τοῦ Φεγγαριοῦ.
115. Κάθε πέτρα μνῆμα
ἀς γένῃ,
Καὶ
ἡ Θρησκεία, κ’ ἡ
Ἐλευθεριὰ
Μ’ ἀργοπάτημα ἀς
πηγαίνῃ
Μεταξύ τους, καὶ
ἀς μετρᾷ.
116. Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει
Τεντωτό, ‘πιστομητό,
Κι’ ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει,
Καὶ
δὲν φαίνεται καὶ
πλιό.
117. Καὶ
χειρότερα ἀγριεύει
Καὶ
φουσκώνει ὁ ποταμός·
Πάντα πάντα περισσεύει·
Πολυφλοίσβισμα καὶ
ἀφρός.
118. Ἄ! γιατί δὲν
ἔχω τώρα
Τὴν
φωνὴν τοῦ
Μωϋσῆ;
Μεγαλόφωνα, τὴν
ὥρα
Ὁποὺ ἐσβυοῦντο οἱ
μισητοί,
119. Τὸν
Θεὸν εὐχαριστοῦσε
‘Σ τοῦ
πελάου τὴν λύσσα ἐμπρός,
Καὶ
τὰ λόγια ἠχολογοῦσε
Ἀναρίθμητος λαός·
120. Ἀκλουθάει τὴν
ἁρμονία
Ἡ
ἀδελφὴ
τοῦ Ἀαρών,
Ἡ
προφήτισσα Μαρία,
Μ’ ἕνα
τύμπανο τερπνόν,
121. Καὶ
πηδοῦν ὅλαις οἱ
κόραις
Μὲ
τς΄ ἀγκάλαις ἀνοικταῖς,
Τραγουδῶντας, ἀνθοφόραις,
Μὲ
τὰ τύμπανα κ’ ἐκειαίς.
122. Σὲ
γνωρίζω ἀπὸ
τὴν κόψι
Τοῦ
σπαθιοῦ τὴν
τρομερή,
Σὲ
γνωρίζω ἀπὸ
τὴν ὄψι
Ποὺ
μὲ βία
μετράει τὴν γῆ.
123. Εἰς
αὐτήν, εἶν’ ξακουσμένο,
Δὲν
νικιέσαι ἐσὺ
ποτὲ·
Ὅμως, ὄχι, δὲν
εἶν’ ξένο
Καὶ
τὸ πέλαγο γιὰ
σέ.
124. Τὸ
στοιχεῖον αὐτὸ
ξαπλώνει
Κύματ’ ἄπειρα εἰς
τὴν γῆ,
Μὲ
τὰ ὁποῖα
τὴν περιζώνει,
Κ’ εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.
125. Μὲ
βρυχίσματα σαλεύει
Ποὺ
τρομάζει ἡ ἀκοή·
Κάθε ξύλο κινδυνεύει
Καὶ
λιμιώνα ἀναζητεῖ.
126. Φαίνετ’ ἔπειτα ἡ
γαλήνη
Καὶ
τὸ λάμψιμο τοῦ
ἡλιοῦ,
Καὶ
τὰ χρώματα ἀναδίνει
Τοῦ
γλαυκότατου οὐρανοῦ.
127. Δὲν
νικιέσαι, εἶν’ ξακουσμένο,
‘Σ τὴν
ξηρὰν ἐσὺ
ποτὲ·
Ὅμως, ὄχι, δὲν
εἶν΄ξένο
Καὶ
τὸ πέλαγο γιὰ
σέ.
128. Περνοῦν
ἄπειρα τὰ
ξάρτια,
Καὶ
σὰν λόγγος στριμωχτὰ
Τὰ
τρεχούμενα κατάρτια,
Τὰ
ὁλοφούσκωτα πανιά.
129. Σὺ ταῖς δύναμαίς σου σπρώχνεις,
Καὶ
ἀγκαλὰ
δὲν εἶν’ πολλαίς,
Πολεμῶντας, ἄλλα διώχνεις,
Ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς.
130. Μὲ
ἐπιθύμια νὰ τηράζῃς
Δύο μεγάλα σὲ
θωρῶ,
Καὶ
θανάσιμον τινάζεις
Ἐναντίον τους κεραυνό·
131. Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει,
Καὶ
σηκώνει μιὰ βροντή,
Καὶ
τὸ πέλαο χρωματίζει
Μὲ
αἱματόχροη βαφή.
132. Πνίγοντ’ ὅλοι οἱ
πολεμάρχοι,
Καὶ
δὲν μνέσκει ἕνα
κορμὶ
Χάρου, σκιὰ
τοῦ Πατριάρχη,
Ποὺ
σ’ ἐπέταξαν ἐκεῖ.
133. Ἐκρυφόσμιγαν οἱ
φίλοι
Μὲ
τς’ ἐχθρούς τους τὴ
Λαμπρή,
Καὶ
τοὺς ἔτρεμαν τὰ
χείλη
Δίνοντάς τα εἰς
τὸ φιλί.
134. ‘Κειαὶς
ταῖς δάφναις ποὺ ἐσκορπίστε
Τώρα πλέον δὲν
ταῖς πατεῖ,
Καὶ
τὸ χέρι ὁποὺ ἐφιλῆστε
Πλέον, ἂ πλέον δὲν
εὐλογεῖ.
135. Ὅλοι κλαῦστε, ἀποθαμμένος
Ὁ
ἀρχηγὸς
τῆς Ἐκκλησιᾶς·
Κλαῦστε, κλαῦστε, κρεμασμένος
Ὡσὰν
νἄτανε φονιᾶς.
136. Ἔχει ὁλάνοικτο τὸ
στόμα
Π’ ὧραις πρῶτα
εἶχε γευθῆ
Τ’ Ἅγιον Αἷμα, τ΄ Ἅγιον Σῶμα
Λὲς
πὼς θὲ
νὰ ξαναβγῇ
137. Ἡ κατάρα ποὺ
εἶχε ἀφήσει
Λίγο πρὶν
νὰ ἀδικηθῇ,
Εἰς
ὁποῖον δὲν πολεμήσει,
Καὶ
ἠμπορεῖ
νὰ πολεμῇ.
138. Τὴν
ἀκούω, βροντάει, δὲν
παύει
Εἰς
τὸ πέλαγο, εἰς
τὴν γῆ,
Καὶ
μουγκρίζοντας ἀνάβει
Τὴν
αἰώνιαν ἀστραπή.
139. Ἡ καρδιὰ
συχνοσπαράζει…
Πλὴν
τί βλέπω; σοβαρὰ
Νὰ
σωπάσω μὲ προστάζει
Μὲ
τὸ δάκτυλο ἡ
θεά.
140. Κυττάει γύρω εἰς
τὴν Εὐρώπη
Τρεῖς
φοραῖς μ’ ἀνησυχιά·
Προσηλώνεται κατόπι
‘Σ τὴν
Ἑλλάδα, καὶ
ἀρχινᾷ:
141. «Παλληκάρια μου! οἱ
πολέμοι
Γιὰ
σᾶς ὅλοι εἶναι χαρά,
Καὶ
τὸ γόνα σας δὲν
τρέμει
‘Σ τοὺς
κινδύνους ἐμπροστά.
142. »Ἀπ’
ἐσᾶς
ἀπομακραίνει
Κάθε δύναμι ἐχθρική·
Ἀλλὰ
ἀνίκητη μιὰ
μένει
Ποὺ
ταῖς δάφναις σᾶς μαδεῖ,
143. »Μία, ποὺ
ὅταν ὡσὰν
λύκοι
Ξαναρχόστενε ζεστοί,
Κουρασμένοι ἀπὸ
τὴν νίκη,
Ἄχ!
τὸν νοῦν
σᾶς τυραννεῖ.
144. »Ἡ διχόνοια ποὺ
βαστάει
Ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερή·
Καθενὸς
χαμογελάει,
Π ά ρ’ τ ο, λέγοντας, κ α ὶ σ
ύ.
145. »Κειὸ
τὸ σκῆπτρο, ποὺ
σᾶς δείχνει,
Ἔχ’ ἀλήθεια ὡραία θωριά·
Μὴν τὸ
πιάστε, γιατὶ ῥίχνει
Εἰσὲ δάκρυα θλιβερά.
146. »Ἀπὸ
στόμα, ὁποὺ φθονάει,
Παλληκάρια, ἀς
μὴν ‘πωθῇ,
Πὼς τὸ
χέρι σας κτυπάει
Τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.
147. »Μὴν εἰποῦν ‘σ τὸν
στοχασμό τους
Τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:
Ἐὰν μ ι σ ο ῦ ν τ α ι ἀ ν
ά μ ε σ ό τ ο υ ς,
Δ ὲ ν τ ο ὺ ς
π ρ έ π ε ι ἐ λ ε υ θ ε ρ ι ά .
148. »Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα·
Ὅλο τὸ
αἷμα ὁποὺ χυθῇ
Γιὰ θρησκεία, καὶ
γιὰ πατρίδα,
Ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.
149. »’Σ τὸ
αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε
Γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,
Σᾶς ορκίζω, ἀγκαλιασθῆτε,
Σὰν ἀδέλφια ‘γκαρδιακά.
150. »Πόσον λείπει, στοχασθῆτε,
Πόσο ἀκόμη νὰ παρθῇ·
Πάντα ἡ νίκη, ἂν
ἑνωθῆτε,
Πάντα ἐσᾶς θ’ ἀκολουθεῖ.
151. »Ὠ ἀκουσμένοι εἰς τὴν
ἀνδρεία!...
Καταστῆτε ἕνα σταυρό,
Καὶ
φωνάξετε μὲ μία·
Βασιλεῖς, κυττάξτ’ ἐδώ.
152. »Τὸ
σημεῖον ποὺ
προσκυνᾶτε
Εἶναι τοῦτο, καὶ
γι’ αὐτὸ
‘Ματωμένους μᾶς κυττᾶτε
‘Σ τὸν
ἀγῶνα τὸν
σκληρό.
153. »Ἀκατάπαυστα τὸ
‘βρίζουν
Τὰ
σκυλιά, καὶ
τὸ πατοῦν,
Καὶ
τὰ τέκνα του
ἀφανίζουν,
Καὶ
τὴν πίστη ἀναγελοῦν.
154. »Ἐξ’
αἰτιᾶς του ἐσπάρθη, ἐχάθη
Αἷμα
ἀθῷο χριστιανικό,
Ποὺ
φωνάζει ἀπὸ
τὰ βάθη
Τῆς
νυκτός: Ν ὰ ‘κ δ ι κ η θ ῶ.
155. »Δὲν
ἀκοῦτε, ἐσεῖς
εἰκόνες
Τοῦ
Θεοῦ, τέτοια φωνή;
Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες,
Καὶ
δὲν ἔπαυσε στιγμή.
156. »Δὲν
ἀκοῦτε; εἰς
κάθε μέρος
Σὰν
τοῦ Ἀβὲλ καταβοᾷ·
Δὲν
εἶν’ φύσημα τοῦ ἀέρος,
Ποὺ
σφυρίζει εἰς τὰ
μαλλιά.
157. »Τί θὰ
κάμετε; θ’ ἀφῆστε
Νὰ
ἀποκτήσωμεν ἑμεῖς
‘Λευθερίαν, ἢ
θὰ τὴν
λύστε
Ἐξ
αἰτίας πολιτικῆς;
158. »Τοῦτο
ἀνίσως μελετᾶτε,
Ἰδού, ἐμπρός σας τὸν
Σταυρό·
Βασιλεῖς!
ἐλᾶτε, ἐλᾶτε,
Καὶ
κτυπήσετε κ’ ἐδῶ».
Ετικέτες ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΙ ΗΡΩΕΣ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα